Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΣΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (1)

ENRICO BERTI

1. Η διαλεκτική θεμελίωση του Γίγνεσθαι στον Χέγκελ.

Το πρόβλημα του Γίγνεσθαι σαν ενότητος του Είναι και του μή-Είναι, είναι ήδη όλο το πρόβλημα της διαλεκτικής. Στις σελίδες της επιστήμης της Λογικής και της Εγκυκλοπαίδειας που είναι αφιερωμένες σ’ αυτό το θέμα, βρίσκεται ακριβώς όχι μία απλή περιγραφή ή ορισμός της διαλεκτικής, αλλά η διαλεκτική η ίδια, για πρώτη φορά στο έργο καί στο πεδίο που της ανήκει μετά βεβαιότητος, δηλ. εκείνο της έννοιας σαν ενότητος της σκέψης και της πραγματικότητος. Είναι φανερό επίσης πώς η αξία όλων των μετέπειτα εφαρμογών αυτής της εξελίξεως, μάλιστα δέ η αξία της ίδιας της διαλεκτικής σαν νόμου της αναπτύξεως της σκέψης και της πραγματικότητος, εξαρτήθηκε από την επιτυχία αυτής της πρώτης του παρεμβάσεως. Αυτό εξηγεί γιατί η αρχή της λογικής υπήρξε η στιγμή η οποία πρώτη καί περισσότερο από κάθε άλλη συζητήθηκε από τήν ύστερη φιλοσοφία, απο τον Φώυερμπαχ στον Τρεντέλενμπουργκ και στον Φίσερ στη Γερμανία, ώς τον Τζεντίλε της Ιταλίας, για να αναφέρουμε μόνον μερικά απο τα πιό σημαντικά ονόματα.
Όπως είναι γνωστό η αρχή, το ξεκίνημα, της λογικής, δηλ. της φιλοσοφίας στο σύνολο της, της επιστήμης ολοκλήρου της πραγματικότητος, για τον Χέγκελ είναι το Είναι (seyn), το οποίο εννοείται σαν απολύτως ακαθόριστο, το Είναι μεταβάλλεται στο «Μηδέν» (Nichts), κατανοημένο σάν Είναι απολύτως ακαθόριστο, κενό, αφηρημένο. Ακριβώς δέ επειδή απολύτως ακαθόριστο, τό Είναι μεταστρέφεται στό μηδέν (Nichts), που είναι η απουσία κάθε προσδιορισμού, κάθε περιεχομένου, η τελεία κενότης. Το Μηδέν με την σειρά του, καθότι απλή ταυτότης με τον εαυτό του, δέν διαφέρει σε τίποτα απο το Είναι και γι’αυτό μεταστρέφεται σ’αυτό. Στην θέση του Είναι και του Τίποτα, κατανοημένα σαν αντίθετα, αποκτάται η ενότης του Είναι και του Τίποτα, και αυτή η ενότης κατά τον Χέγκελ, είναι το «Γίγνεσθαι» (Werden).
Η πιό διάσημη κριτική που στράφηκε σ’αυτή την επιχειρηματολογία είναι εκείνη του Τρεντέλενμπουργκ. Αυτή, παρότι χρονικώς δέν υπήρξε η πρώτη, αποτέλεσε ένα είδος παραδείγματος για όλες τις συζητήσεις που υπήρξαν στην συνέχεια, και γι’αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάλλιστα σαν κόσκινο για να δοκιμάσουμε την αξία της Εγελιανής θεμελίωσης του γίγνεσθαι και της διαλεκτικής γενικώς.
Ο Τρεντέλενμπουργκ αμφιβάλλει πώς ο Χέγκελ κατόρθωσε να βρεί για την λογική του ένα αυθεντικό ξεκίνημα, ένα σημείο δηλ. εκκινήσεως απολύτως ελεύθερο προϋποθέσεων. Οι έννοιες του είναι και του Τίποτα, κατά την γνώμη του, αποκτήθηκαν διά της αφαιρέσεως, και γι’αυτό προϋποθέτουν κάτι που προηγείται αυτών και από το οποίο έχουν αφαιρεθεί. Αυτό το κάτι δέν μπορεί να είναι παρά η έμπνευση, η αισθητή σύλληψη του γίγνεσθαι, η οποία αντιπροσωπεύει επομένως την πραγματική αρχή, το ξεκίνημα, αλλά ένα ξεκίνημα που δέν είναι πλέον λογικό, όπως το επιθυμεί ο Χέγκελ, αλλά εμπειρικό!
Η επιβεβαίωση πώς το Είναι και το τίποτα δέν μπορούν να αποτελέσουν το ξεκίνημα είναι το γεγονός πώς, καθώς το καθένα απο αυτά τα δύο είναι ίδιον, ταυτόσημο με τον εαυτό του, βρίσκονται και τα δύο σε ησυχία και δέν είναι δυνατόν απο την ένωση δύο πραγματικοτήτων που βρίσκονται σε ησυχία να γεννηθεί η κίνηση, δηλαδή το γίγνεσθαι. «Εάν όμως η σκέψη απο εκείνη την ενότητα γεννά κάτι άλλο -παρατηρεί ο Τρεντέλενμπουργκ- είναι φανερό πώς η σκέψη προσθέτει αυτό το άλλο και εισάγει την κίνηση αθέμιτα, με τον σκοπό να μεταφέρει το είναι και το μή-είναι στην ροή του γίγνεσθαι». Το γίγνεσθαι δέν θα μπορούσε ποτέ να προέλθει απο το Είναι και απο το τίποτα, εάν δέν είχε προηγηθεί αυτών η αναπαράσταση του ιδίου του Γίγνεσθαι, μάλιστα δέ η αναπαράσταση της κινήσεως στον χώρο, η οποία είναι η συνθήκη για την αναπαράσταση του γίγνεσθαι γενικώς. Η κίνηση στον χώρο λοιπόν, της οποίας έχουμε μόνον αισθητή διαίσθηση και της οποίας διαμορφώνεται εν τέλει μία εμπειρική εικόνα, είναι η προϋπόθεση της Εγελιανής λογικής, δηλαδή εκείνης της λογικής που απαιτεί να είναι απολύτως χωρίς προϋποθέσεις.
Είναι περίεργο δέ πώς, απέναντι σ’αυτή την αντίρρηση, την πρώτη και πιό γνωστή, αλλά όχι και την σημαντικότερη, απο εκείνες που απηύθυνε ο Τρεντέλενμπουργκ, οι Εγελιανοί περιορίστηκαν απλώς να επαναλάβουν τις διατυπώσεις του δασκάλου, χωρίς να εμβαθύνουν το νόημα, ή ακόμη χειρότερα ομολόγησαν την ήττα τους και προέβλεψαν στην συνέχεια να μεταρρυθμίσουν την διαλεκτική. Σε μία γενικότερη ανάγνωση του κειμένου του Χέγκελ, που δέν θα περιορίζεται στις τρείς παραγράφους της Εγκυκλοπαίδειας που ανέφερε ο Τρεντέλενμπουργκ, δίνεται η εντύπωση πώς μία τέτοια αντίρρηση προκύπτει αποκλειστικώς απο την έλλειψη κατανοήσεως της σκέψης του Χέγκελ.
Πρώτα απ’όλα δέν υπάρχει αμφιβολία πώς οι έννοιες του Είναι και του τίποτα αποκτώνται δι’αφαιρέσεως απο την αισθητή αναπαράσταση του γίγνεσθαι. Αυτό ομολογείται απο τον ίδιο τον Χέγκελ, ο οποίος όπως είναι γνωστό, υποστηρίζει γενικώς πώς η φιλοσοφία προϋποθέτει μία κάποια γνώση των αντικειμένων της, στην οποία υπεισέρχονται και οι αναπαραστάσεις, και ο σκοπός της είναι ακριβώς αυτός, να μεταμορφώσει τις αναπαραστάσεις σε έννοιες. Ακριβέστερα, στην Επιστήμη της λογικής, ομολογεί πώς οι έννοιες του Είναι και του Τίποτα αντλούνται μέσω αφαιρέσεως ή «αναλύσεως», απο την αισθητή αναπαράσταση του ξεκινήματος,  δηλαδή του ξεκινήματος να είναι, που είναι μία μορφή του γίγνεσθαι, καί στήν Εγκυκλοπαίδεια δείχνει ακριβώς τήν αναπαράσταση τού γίγνεσθαι, πρίν ακόμη απο εκείνη του ξεκινήματος, σαν τήν πλησιέστερη καταγωγή των εννοιών τού είναι και τού τίποτα.
Αυτό όμως δέν σημαίνει πώς το Είναι και το τίποτα δέν είναι το αυθεντικό λογικό ξεκίνημα, δηλαδή το εννοιολογικό ξεκίνημα, καθότι η αναπαράσταση που προϋποθέτουν, προέρχεται απο την ψυχολογική οπτική γωνία, δηλαδή την συνειδησιακή και επομένως δέν επηρεάζει με κανέναν τρόπο την αξία τους σαν εννοιών! Για να γίνει κατανοητό, αρκεί να έχουμε υπ’όψιν μας την σχέση η οποία σταθεροποιήθηκε απο τον Χέγκελ ανάμεσα στην κίνηση της επιστήμης ή της έννοιας που εκτίθεται στην λογική, και την κίνηση της συνειδήσεως, ή της Φυσικής γνώσεως, που εκτίθεται στην Φαινομενολογία του Πνεύματος, όπως επίσης την Εγελιανή έννοια του «ξεκινήματος». Η συνείδηση όπως είναι γνωστό, είναι αυτό που δέν έχει πραγματοποιήσει ακόμη την ταυτότητα του ιδίου, αυτού του ιδίου με το αντικείμενο, της γνώσεως με την αλήθεια, και γι’αυτό η ιδιαίτερη γνώση της συνειδήσεως δέν είναι ακόμη αληθινή γνώση, είναι μία μή-γνώση και η διαδρομή της συνειδήσεως είναι απο την μή-γνώση στην γνώση. Η επιστήμη αντιθέτως είναι η ταυτότης τής συνειδήσεως με το αντικείμενο, της γνώσεως με την αλήθεια, η οποία όμως αναπτύσσεται προοδευτικά, ώστε απο υπονοούμενη ή εις εαυτή, να γίνει σαφής ή καθ’εαυτή. Τώρα επειδή η ταυτότης ανάμεσα στην συνείδηση και το αντικείμενο υφίσταται ήδη, ακόμη και όταν η συνείδηση δέν το γνωρίζει, η κίνηση της επιστήμης είναι ήδη εν ενεργεία καθώς προοδεύει η κίνηση της συνειδήσεως. Αυτό πραγματοποιείται, όπως λέει ο Χέγκελ, πίσω απο τις πλάτες της συνειδήσεως, και είναι αυτό που προσφέρει «αναγκαιότητα» και «αλήθεια» στην ίδια την κίνηση της συνειδήσεως. Έτσι λοιπόν εάν για την συνείδηση, η πρόοδος απο την μή-γνώση στην γνώση, που είναι επίσης και η πρόοδος της αναπαραστάσεως στην έννοια, προηγείται της εσωτερικής κινήσεως προς την ίδια την γνώση, δηλαδή της κινήσεως των εννοιών, δέν προσφέρει γι’αυτόν τον λόγο την αξία της αλήθειας, αλλά αντιθέτως προσλαμβάνει απο αυτό το τελευταίο την δική του αλήθεια.
Η αναπαράσταση ανήκει στην συνείδηση και πρέπει να μεταμορφωθεί σε μία έννοια. Είναι κάτι «γνωστό» δηλαδή άμεσο, και πρέπει να μεταμορφωθεί σε κάτι «κατανοημένο», δηλαδή μεσολαβημένο. Αυτή η μεταμόρφωση κατορθώνεται σε δύο χρόνους: ο πρώτος αποτελείται απο την ανάλυση, δηλαδή από την αποδόμηση της αναπαραστάσεως στα συστατικά της στοιχεία, από την αφαίρεση. Μ’αυτόν τον τρόπο κατορθώνοντας σκέψεις, που είναι και αυτές γνωστοί καθορισμοί, δηλαδή άμεσοι σταθεροί και ακίνητοι, ξεχωριστοί ο ένας απο τον άλλον, δηλαδή αρνητικοί. Αυτή είναι η εργασία της διάνοιας. Ακολουθεί η εργασία της νοήσεως, η οποία υπερβαίνει την αφαιρετική αμεσότητα των διανοητικών προσδιορισμών, μεσολαβώντας ανάμεσα τους και πραγματοποιώντας μ’αυτόν τον τρόπο την γνώση. Η πρώτη κίνηση πραγματοποιείται μέσα στο πλαίσιο της συνειδήσεως, η δεύτερη στο πλαίσιο της επιστήμης. Η πρώτη είναι ακόμη ξένη προς την αληθινή γνώση, ενώ η δεύτερη είναι αληθινή γνώση.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος.

Ένα βίντεο που οι αντιρατσιστές δεν θα προβάλλουν ποτέ και θα προσπαθήσουν να το φιμώσουν!

Πηγή: ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ



ΑΝΕΒΑΣΤΕ ΤΟ ΟΣΟΙ ΕΧΕΤΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ YOUTUBE!!

Το μανιφέστο των εξεγερμένων της Μαδρίτης…

Οι εξεγερμένοι της Μαδρίτης, δεν ξεσηκώθηκαν έτσι απλά και δεν πήγαν έξω από το Ισπανικό Κοινοβούλιο, όπως οι δικοί μας αγανακτισμένοι πέρυσι. Οι εξεγερμένοι της Μαδρίτης, κινούνται βάσει ενός Μανιφέστου που συνέταξαν και προφανώς δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους, μέχρι την τελική δικαίωση.
Φυσικά τα ελληνικά καθεστωτικά ΜΜΕ δεν είπαν λέξη για το Μανιφέστο των εξεγερμένων της Μαδρίτης. Έδωσαν στον (υπνωτισμένο από το σύστημα) ελληνικό λαό την εντύπωση ότι επρόκειτο…. για μια απλή διαδήλωση με συνδικαλιστικά αιτήματα.
Το ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ των εξεγερμένων της Μαδρίτης έχει ως εξής:
“Εμείς, καθημερινοί άνθρωποι, που δεν αντέχουμε άλλο να πληρώνουμε τις συνέπειες μιας κρίσης που δεν δημιουργήσαμε εμείς, ενωνόμαστε για να συντάξουμε αυτό το μανιφέστο και καλούμε όλους τους πολίτες του κράτους να υποστηρίξουν τις διεκδικήσεις μας που διατυπώνονται εδώ.
Θεωρούμε ότι η παρούσα κατάσταση έχει ξεπεράσει κάθε ανεκτό όριο, ότι είμαστε θύματα μιας επίθεσης χωρίς προηγούμενο, που, χρησιμοποιώντας την κρίση ως πρόφαση, καταστρέφει τις ζωές μας και ότι οι υπέυθυνοι είναι αυτοί που έχουν διαμορφώσει μια ολιγαρχία που βρίσκεται στο απυρόβλητο, με την συνενοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων του Κοινοβουλίου, που χειραγωγεί όλες τις εξουσίες του κράτους για να διατηρήσει τα προνόμια και τον υπέρμετρο και παράνομο πλούτο της. Είναι πια ολοφάνερο ότι ζούμε σε μια γιγάντια κοινωνική απάτη, με κυβερνήσεις που ψεύδονται συστηματικά, κάνοντας ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που δήλωναν προεκλογικά και ότι δεν υπάρχει κανενός είδους δικαιοσύνη για τους τραπεζίτες, τους πολιτικούς και για τους επιχειρηματίες, τους ενόχους αυτής της κατάστασης.
Απλά παρατηρούμε το πώς αυτή η κάστα δημιουργεί πολιτικές που καταστρέφουν τα δικαιώματα και τις ζωές μας και το πόσο είμαστε θύματα μιας αδικαιολόγητης καταπίεσης, όταν ζητάμε μια αλλαγή της κατάστασης αυτής. Πιστεύουμε ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα μεγάλης ευρύτητας και πλέον η λύση του δεν περνά από τους συνηθισμένους μηχανισμούς του πολιτικού συστήματος, που αυτή η κάστα θεμελίωσε για να κάνει ό,τι νομίζει μ’ εμάς, τους πολίτες. Κατά συνέπεια, απαιτούμε:
  • Την πλήρη παραίτηση της κυβέρνησης λόγω εξαπάτησης της χώρας, με ασύλληπτο τρόπο και λόγω της καταστροφής στην αποία μας οδήγησε, καθώς και την διάλυση των Κοινοβουλίων και την άμεση προκήρυξη γενικών εκλογών.
  • Μια συνέλευση με εκλογικά δικαιώματα πρέπει να προκηρύξει αυτές τις γενικές εκλογές με σκοπό την δημιουργία ενός νέου Συντάγματος, με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, καθώς δεν αναγνωρίζουμε κανένα κύρος στο ισχύον Σύνταγμα, που έχει συνταχθεί από μια κλίκα, πίσω απ’ την πλάτη του λαού και προστατεύει την κυριαρχία των κληρονόμων του φρανκισμού και όσων συνεργάστηκαν μαζί τους. Πρέπει να είναι ο λαός αυτός που καθορίσει το πρότυπο του κράτους στο οποίο θέλει να ζήσει, κάτι που δεν συμβαίνει με το σημερινό, έτσι όπως το διαμόρφωσε αυτή η κλίκα και εξυπηρετεί αποκλειστικά τα συμφέροντά της.
  • Έλεγχο για το δημόσιο χρέος της Ισπανίας, με μια αναστολή εξόφλησης του χρέους, μέχρι να ορισθούν με σαφήνεια τα ποσά που η χώρα δεν πρέπει να πληρώσει και εξυπηρετούν ιδιωτικά συμφέροντα – και χρησιμοποιούν την χώρα για δικούς τους σκοπούς – και όχι το σύνολο των Ισπανών πολιτών. Επίσης, απαιτούμε τον έλεγχο όλων των ύποπτων προσώπων για τέτοια εγχειρήματα και να δεσμευτούν οι περιουσίες τους, αν βρεθούν ένοχοι.
  • Την αλλαγή του εκλογικού νόμου, με σκοπό να αντιπροσωπεύει πραγματικά την βούληση του κυρίαρχου λαού, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν συμβαίνει με τον σημερινό.
  • Την άμεση ανάκληση όλων των μεταρρυθμίσεων του Λαϊκού Κόμματος (Partido Popular), οι οποίες, δεν συνιστούν καταστροφή μόνο για τη χωρά, αλλά και για την δημοκρατική βούληση του λαού.
  • Μια δίκαιη φορολογική μεταρρύθμιση, σύμφωνα με την οποία θα πληρώνουν περισσότερο όσοι έχουν περισσότερα. Επίσης, απαιτούμε την αναστολή της φορολογικής αμνηστίας που θέσπισε η κυβέρνηση και της οποίας η αδικία είναι μια πραγματική απάτη για τους έντιμους πολίτες.
  • Την κατάργηση όλων των προνομίων όσων έχουν πολιτικές ευθύνες και την δημιουργία μηχανισμών αυστηρού ελέγχου στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
  • Την άμεση παύση όλων των εξώσεων και την διάθεση προς ενοικίαση, σε χαμηλή τιμή, όλων των ακινήτων που ανήκουν σε τράπεζες και ταμεία και δέχθηκαν βοήθεια από δημόσια ταμεία.
  • Την διανομή των διαθέσιμων θέσεων εργασίας σε όλους. Είναι μια μεγάλη πλάνη το ότι πρέπει να δουλεύουμε περισσότερο, πλάνη που στηρίζεται στην φιλαργυρία των μεγάλων συμφερόντων και στρέφεται κατά των απλών πολιτών.”
  • Το πιο πάνω Μανιφέστο το είδαμε στην ιστοσελίδα της αντίστοιχης εδώ κίνησης «ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ για Ριζική Συνταγματική Αλλαγή» neosyntagma
και πρωτοδημοσιεύτηκε στο eagainst
Πέτρος Χασάπης
πηγή olympia

Απίστευτες εικόνες καταστροφής από την Ισπανία - Μέχρι και πλοία βγήκαν στη στεριά - 10 νεκροί εκατοντάδες άστεγοι!!! (Φωτογραφίες -Βίντεο)

Πηγή: ΕΘΕΛ-ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ



Δέκα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και εκατοντάδες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους εξαιτίας των καταρρακτωδών βροχοπτώσεων που έχουν πλήξει τις νότιες περιοχές της Ισπανίας, ιδιαίτερα την Ανδαλουσία και τη Μούρθια, ανακοίνωσαν την Παρασκευή οι υπηρεσίες εκτάκτου ανάγκης.

Πολλοί δρόμοι έχουν κλείσει ενώ μεγάλος αριθμός των δρομολογίων των μέσων μαζικής μεταφοράς έχει διακοπεί εξαιτίας της καταρρακτώδης βροχής που ξεκίνησε το πρωί της Παρασκευής, προκαλώντας μεγάλες πλημμύρες σε δρόμους και σπίτια, ύστερα από μήνες ξηρασίας.
Τέσσερα από τα θύματα βρέθηκαν στις παράκτιες επαρχίες της Μάλαγα και της Αλμερία, οι οποίες αποτελούν δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς.

ΟΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΓΙΟΥΓΚΙΑΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (2)

Αντανακλάσεις της ψυχής
MarieLouise von Franz
Β. Τα πέντε στάδια στην απόσυρση των προβολών
Η διαδικασία της απόκτησης της δυνατότητας διάκρισης μιας προβολής περνάει από ορισμένα στάδια. ¹ Σαν παράδειγμα ο Jung αναφέρει την περίπτωση ενός Νιγηριανού στρατιώτη που άκουσε μια φωνή να τον καλή από ένα δέντρο, οπότε προσπάθησε να ξεφύγη από το στρατόπεδο και να πάη στο δέντρο. Ανακρινόμενος, ο στρατιώτης είπε ότι όλοι όσοι έφεραν το όνομα αυτού του δέντρου άκουγαν τη φωνή του από καιρό σε καιρό. Για μας αυτή είναι μια περίπτωση της αρχαϊκής ταυτότητας που αναφέραμε, επειδή, για τον στρατιώτη, το δέντρο και η φωνή ήταν προφανώς ταυτόσημα. ¹ Ένας διαχωρισμός τής ιδέας του δέντρου από αυτήν της φωνής ή του δαίμονα του δέντρου (όπως θα έλεγε ο εθνολόγος σε αυτήν την περίπτωση) είναι στην πραγματικότητα ένα δευτερογενές φαινόμενο, που αντιστοιχεί στο επόμενο στάδιο συνειδητότητας, αφού μια  δ ι α φ ο ρ ο π ο ί η σ η  έχει ήδη συμβή. Ένα τρίτο στάδιο προκύπτει από την ανάγκη για μιαν  η θ ι κ ή  α ξ ι ο λ ό γ η σ η  του φαινομένου της φωνής, που θεωρείται σαν η εκδήλωση ενός κακού ή ενός καλού πνεύματος. Ένα τέταρτο στάδιο θα πήγαινε ακόμη ένα βήμα μπροστά στη διαδικασία της διευκρίνησης. Σε αυτό το στάδιο η ύπαρξη πνευμάτων απορρίπτεται εντελώς, και η εμπειρία διαγράφεται σαν μια ψευδαίσθηση. Στο επόμενο, το πέμπτο στάδιο, θα πρέπη κανείς να διαλογισθή για το πώς μια τέτοια συντριπτική, εξαιρετικά πραγματική και φοβερή εμπειρία μπορεί ξαφνικά να γίνη απλώς μια αυταπάτη. Ακόμη και αν κανείς πρέπη να παραδεχθή ότι τα δέντρα δεν μιλάνε με ανθρώπινη γλώσσα και ότι κανένα πνεύμα δεν κατοικεί στο ίδιο το δέντρο, ή ακόμη και ότι, εάν το κοιτάξουμε αντικειμενικά, κανένα απολύτως «πνεύμα» δεν ακούστηκε από τον στρατιώτη, αυτή η αντίληψη ενός πνεύματος θα πρέπη οπωσδήποτε να ήταν ένα φαινόμενο που ξεπηδούσε από το ασυνείδητό του, που  η  ψ υ χ ι κ ή  του ύπαρξη δεν πρέπει να απορριφθή, εκτός εάν κανείς  απορρίψη εντελώς την πραγματικότητα της ψυχής. Εάν δεν το κάνουμε αυτό, σήμερα θα περιγράφαμε το πνεύμα μέσα στο δέντρο σαν μια προβολή, που όμως δεν υπονοεί μιαν ψευδαίσθηση, αλλά μάλλον μιαν ψυχική πραγματικότητα ανώτατης τάξης. Η διάκριση, επίσης, όσον αφορά στο εάν το πνεύμα ήταν καλό ή κακό έρχεται και πάλι στο προσκήνιο και αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Στην περίπτωση του Νιγηριανού στρατιώτη, το εάν θα τον τιμωρούσαν εξαρτιόταν, στη δική μας γλώσσα, από το εάν είχε υποσυνείδητα θελήσει να λιποτακτίση ή εάν είχε δοκιμάσει μιαν «πνευματική κλήση» - το ίδιο πρόβλημα, επομένως, που τα δικαστήριά μας σήμερα, mutatis mutandis, έχουν να αντιμετωπίσουν στην περίπτωση της «άρνηση υπηρέτησης για λόγους συνείδησης». 
Εάν κάποιος αναγνωρίση την  ψ υ χ ι κ ή  πραγματικότητα της φωνής που άκουσε ο στρατιώτης, πρέπει να ερευνήση πώς και σε ποιον βαθμό αυτό το ασυνείδητο περιεχόμενο τού ανήκει . Εάν αποδειχθή αδύνατον να εντοπισθή η ύπαρξη αυτού του περιεχομένου μέσα στο υποκειμενικό περιβάλλον του ατόμου που το βιώνει (για παράδειγμα, ότι ο στρατιώτης είχε ακούσει μέσα σε αυτήν τη φωνή μιαν επιθυμία να λιποτακτήση, που θα μπορούσε να αποδειχθή ότι ήταν  δ ι κ ή  τ ο υ  επιθυμία), τότε εξωτερικά «αρμόδια» αντικείμενα θα πρέπη να θωρηθούν σαν πιθανές αιτίες της φωνής, και ο κύκλος αρχίζει και πάλι. Εάν, από την άλλη μεριά, θα μπορούσε να αποδειχθή ότι το πνεύμα ήταν μέρος τής ψυχολογίας του ίδιου του στρατιώτη, τότε παρουσιάζεται η περίπτωση της  η θ ι κ ή ς  α φ ο μ ο ί ω σ η ς   αυτού του περιεχομένου, μέσω της οποίας η «καλή» ή η «κακή» πλευρά θα μπορούσαν να κατανοηθούν σαν ασυνείδητη τάση του ίδιου του υποκειμένου και θα μπορούσαν να αφομοιωθούν στην ζωή του. Στην παρούσα περίπτωση η ασυνείδητη προσπάθεια λιποταξίας θα μπορούσε ίσως τελικά να αποδειχθή ότι δεν ήταν καθόλου κάτι κακό. Εάν η αφομοίωση ενός τέτοιου περιεχομένου συμβή επιτυχημένα, τότε, όπως γνωρίζουμε σήμερα, η εμπειρία του πνεύματος που φωνάζει από το δέντρο δεν επαναλαμβάνεται· εάν το περιεχόμενο  δ ε ν  αφομοιωθή, τότε το ίδιο ή παρόμοια φαινόμενα θα συμβούν με διαφορετική μορφή.
Αυτό που είναι γνωστό σαν αφομοίωση στη σύγχρονη ψυχολογία είναι, επομένως, μια σημαντική και πολύπλοκη διαδικασία, στην οποίαν ένα μέχρι τότε ασυνείδητο ψυχικό περιεχόμενο φέρεται επανειλημμένα μπροστά στο συνειδητό εγώ, και αναγνωρίζεται ότι ανήκει στην ίδιαν την προσωπικότητα. Κατά τη διαδικασία, το περιεχόμενο μεταβάλλει τη λειτουργία και  τις επιδράσεις του. Αυτό που σημαίνει αφομοίωση  σ τ η ν   π ρ ά ξ η ζωγραφίζεται σε αυτήν την κινέζικη ιστορία φαντασμάτων:
«Ένας άνδρας που είχε κληθή να υπηρετήση τη θητεία του πηγαίνει να παρουσιασθή για να εκτελέση το καθήκον του. Μια νύχτα, μη βρίσκοντας  άλλο κατάλυμα, ξαπλώνει να κοιμηθή μέσα σε έναν μισοερειπωμένο  ναό. Μόλις σκοτεινιάζει, βλέπει μια χλωμή, μυστηριώδη γυναίκα με ένα σχοινί στο χέρι της, να φεύγη ξεγλιστρώντας. Την ακολουθεί χωρίς να γίνη αντιληπτός και τη βλέπει να εξαφανίζεται μέσα στο σπίτι ενός φτωχού χωρικού. Στο σπίτι αυτό μια νέα γυναίκα, βουτηγμένη στα δάκρυα, καθόταν δίπλα στο κρεββάτι ενός μικρού παιδιού.. Το φάντασμα κάθεται στο δοκάρι της στέγης πάνω από τη γυναίκα, κουνώντας το σχοινί με τέτοιον τρόπο, ώστε να φαίνεται σαν απαγχονισμός. Η νέα γυναίκα υπέκυψε τελικά στον πειρασμό, ανέβηκε σε  μιαν καρέκλα και ετοιμάστηκε να κρεμαστή. Τότε ο στρατιώτης πήδηξε από το παράθυρο μέσα στο σπίτι, άρπαξε το σχοινί και είπε στη γυναίκα την ακόλουθη συμβουλή: «Φρόντισε καλύτερα το παιδί σου. Έχουμε μόνο μιαν ζωή να χάσουμε!».  Όταν επέστρεψε στον ναό, το φάντασμα εμφανίσθηκε και ζήτησε το σχοινί, αλλά ο στρατιώτης το τύλιξε γύρω από το χέρι του και μ’ αυτό προσπάθησε να φοβίση και να διώξη το φάντασμα. Ακολούθησε μια πάλη. Απρόσεχτα ο στρατιώτης χτύπησε τη μύτη του με τη γροθιά του, με αποτέλεσμα να τρέξη αίμα. «Επειδή τα φαντάσματα δεν αντέχουν τη θέα του ανθρωπίνου αίματος», το φάντασμα σταμάτησε να παλεύη και εξαφανίσθηκε. Έπειτα ο στρατιώτης συνέχισε τον δρόμο του, για να παρουσιασθή στην υπηρεσία του. Αργότερα μπορούσε να δη κανείς το σχοινί αποτυπωμένο στο γυμνό χέρι του στρατιώτη, «επειδή είχε μεγαλώσει επάνω στο δέρμα του χεριού και το τύλιγε με τη μορφή δαχτυλιδιού από κόκκινη σάρκα». ²
Σύμφωνα με μιαν αντίληψη που επικρατεί στην Κίνα, τα πνεύματα των γυναικών που έχουν κρεμαστεί από λύπη για τη δυστυχισμένη ζωή τους, δεν μπορούν να μπουν μέσα στο βασίλειο των νεκρών ώσπου να προκαλέσουν την αυτοκτονία και μιας άλλης γυναίκας· αυτός ήταν ο λόγος που το κακό θηλυκό πνεύμα είχε προσπαθήσει να σπρώξη τη νέα μητέρα στην αυτοκτονία. Είναι γνωστό ότι η αυτοκτονία μπορεί να γίνη μεταδοτική, όπως μαρτυρούν ιδιαίτερα περιπτώσεις μαζικής αυτοκτονίας σε σχολεία και φυλακές. Προκαλούνται από ένα είδος αλυσιδωτής αντίδρασης, για τη οποία κατάλληλο σύμβολο είναι το σχοινί που μεταφέρει το φάντασμα. Σε αυτήν την ιστορία φαίνεται κατ’ αρχήν σαν ο στρατιώτης να μπλέχτηκε στην υπόθεση με το φάντασμα και το πρόβλημά του απλώς τυχαία. Εάν, όμως,  λάβουμε υπ’ όψη ότι αυτός ο νέος άνδρας πήγαινε να εκτελέση τη στρατιωτική του θητεία, πράγμα που σήμαινε να εγκαταλήψη για χρόνια κάθε δυνατότητα να έχη γυναίκα και παιδιά, τότε από ψυχολογική άποψη δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι βρέθηκε μπροστά στην κλαμμένη νέα γυναίκα. Κάτι μέσα του επίσης είχε σχέση σίγουρα με το πρόβλημα του θανάτου. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι η ίδια η πράξη του στρατιώτη   ν α   χ τ υ π ή σ η   α π ρ ό σ ε χ τ α   τ η    μ ύ τ η  τ ο υ,  κάνοντας έτσι να τρέξη αίμα, φόβισε και έδιωξε το φάντασμα. Το αίμα συμβολίζει παντού το συγκινησιακό μέρος της ανθρώπινης ψυχής. Η  δ ι κ ή  τ ο υ   α π ο τ ε λ ε σ μ α τ ι κ ή   σ υ μ μ ε τ ο χ ή  και το χτύπημα ενάντια στον εαυτό του που αυτή προκάλεσε νίκησαν το φάντασμα. Το μοιραίο σχοινί έγινε τότε ένα μέρος τού ίδιου του στρατιώτη· κυριολεκτικά αφομοιώθηκε μέσα του, όχι σαν ένα σημάδι ντροπής, αλλά μάλλον σαν ένα παράσημο τιμής. Αυτό που ήταν μια αντικειμενική αλυσίδα από καταστρεπτικές τάσεις έγινε μέρος της ίδιας της ύπαρξής του, και με αυτόν τον τρόπο έχασε την καταστροφική του δύναμη. Το κακό πνεύμα, πάντως, δεν εξουδετερώθηκε, αλλά μόνο εξαφανίσθηκε από το ανθρώπινο πεδίο όρασης.
Αυτό το τελευταίο γεγονός αντιστοιχεί ακριβώς σε μιαν εμπειρία που μας είναι οικεία: τα ασυνείδητα περιεχόμενα σπάνια μπορούν να αφομοιωθούν στο υποκείμενο στην ολότητά τους. Η διαδικασία φαίνεται περισσότερο να μοιάζη με το καθάρισμα ενός κρεμμυδιού – ένα ή περισσότερα στρώματα ενός ασυνείδητου συμπλέγματος μπορούν πράγματι να αφομοιωθούν από τη συνειδητή προσωπικότητα, αλλά όχι ο ίδιος ο πυρήνας. Όμως, ο πυρήνας πέφτει πάλι μέσα στο ασυνείδητο σε μια λανθάνουσα κατάσταση, και δεν είναι πια άμεσο πρόβλημα. Πάντως μια  τελική λύση δεν μπορεί να επιτευχθή, εάν σημαντικά αλλά ασυνείδητα περιεχόμενα παραμένουν ακόμη προσκολλημένα στον φορέα τής προβολής. ²¹ Σε αυτήν την περίπτωση  ο λ ό κ λ η ρ ο  το περιεχόμενο της προβαλλόμενης εικόνας θα παραμείνη ασυνείδητο. Αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα συνήθως με τα αρχετυπικά περιεχόμενα, επειδή τέτοια περιεχόμενα δεν μπορούν να αφομοιωθούν από την εγωική συνείδηση. ²² Επομένως εμφανίζεται ένα φαινόμενο που θα μπορούσε να περιγραφή σαν  ο ι   μ ε τ α κ ι ν ή σ ε ι ς   π ρ ο β ο λ ώ ν : το ασυνείδητο περιεχόμενο εν μέρει αναγνωρίζεται σαν υποκειμενικό, και επομένως διαφοροποιείται από το αντικείμενο στο οποίο μέχρι τότε εμφανιζόταν σαν προβολή· η μη αναγνωρισμένη όμως, ακόμη, πλευρά του, εμφανίζεται πάλι σαν προβολή σε ένα άλλο αντικείμενο, μετά από μιαν περίοδο λήθης μέσα στο ασυνείδητο. Ή μπορεί να εμφανίζεται με μιαν άλλη μορφή, η οποία τώρα γίνεται ο νέος φορέας της προβολής .²³ Εάν θέλουμε να εμποδίσουμε μιαν τέτοια ανανέωση της προβολής, το περιεχόμενο θα πρέπη να αναγνωρισθή σαν  υ λ ι κ ά   υ π α ρ κ τ ό,  αν και όχι σαν μέρος τού υποκειμένου, αλλά μάλλον σαν μια  α τ ό ν ο μ η   δ ύ ν α μ η.
Ο Jung συνέκρινε κάποτε το εγωικό σύμπλεγμα με έναν άνθρωπο που ξεκινάει ένα ταξίδι με τη βάρκα του (που είναι οι φιλοσοφικές ή θρησκευτικές ιδέες που βρίσκονται πίσω από τη συνειδητή του θεωρία για τον κόσμο) μέσα στη θάλασσα του ασυνειδήτου πηγαίνοντας για ψάρεμα. Θα πρέπη να προσέξη να μην τραβήξη περισσότερα ψάρια (δηλαδή, περισσότερα ασυνείδητα περιεχόμενα) από τη θάλασσα μέσα στη βάρκα, από αυτά που μπορεί να αντέξη, γιατί αλλοιώς θα βυθιστή. Αυτό εξηγεί γιατί άνθρωποι με ασθενικά εγώ αμύνονται πολλές φορές τόσο απελπισμένα μπροστά σε οποιαδήποτε διάκριση των αρνητικών προβολών τους – δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος, την ηθική πίεση, τα αποτελέσματα από μιαν τέτοια κατανόηση. Η προβολή θετικών ιδιοτήτων μπορεί, σίγουρα, να διαλυθή με λιγώτερη αντίσταση στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά εάν ένα πρόσωπο είναι αδύναμο, πετάει μακριά, παρασύρεται όπως ένα μπαλλόνι από τον άνεμο, πέρα από το στέρεο έδαφος της πραγματικότητας· παθαίνει διόγκωση, και έτσι πέφτει την ίδια στιγμή στην ασυνειδητότητα. ² Η απόσυρση και η αφομοίωση των προβολών είναι, επομένως, ένα λεπτό πρόβλημα, που, στη θεραπεία, απαιτεί μεγάλη ευαισθησία από την πλευρά τού θεραπευτή. Πρέπει συνεχώς να ρωτάη τον εαυτό του εάν το εγώ τού αναλυόμενου είναι αρκετά ισχυρό για να αντέξη την επίδραση της διάκρισης μιας προβολής. Όπως αναφέραμε πριν, προφανώς ένα ανθρώπινο ον δεν μπορεί σχεδόν ποτέ να αφομοιώση τον αρχετυπικό πυρήνα όλων των προσωπικών συμπλεγμάτων· αυτός είναι ο λόγος που υπάρχουν ιστορίες φαντασμάτων σε όλον τον κόσμο, στις οποίες το πνεύμα, αφού εκτελέση ορισμένες ενέργειες, εξαφανίζεται, ήσυχο, μέσα στο Υπερπέραν. Έτσι το πνεύμα συνεχίζει να υπάρχη, αλλά οι πιο έντονες προσπάθειες ταλαιπωρίας των ανθρώπων εκ μέρους του σταματούν. Εάν μπορούσαμε να διακρίνουμε όλες τις προβολές μας ως το τελευταίο τους ίχνος, η προσωπικότητά μας θα εκτεινόταν σε κοσμικές διαστάσεις. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε αργότερα.
Μια νορβηγική ιστορία με τίτλο «Ο σύντροφος» περιγράφει το ίδιο πρόβλημα με το κινέζικο παραμύθι:
«Ένας νέος αγρότης που είχε ονειρευθή μιαν όμορφη πριγκίπισσα, ξεκινάει, με τη λίγη περιουσία που έχει κληρονομήσει, για να ψάξη γι’ αυτό το όμορφο πλάσμα. Στον δρόμο, μπροστά στην πόρτα μιας εκκλησίας, συναντάει ένα πτώμα κατεψυγμένο μέσα σε ένα κομμάτι πάγου, που το φτύνει κάθε περαστικός. Μαθαίνει ότι το πτώμα είναι ενός ταβερνιάρη, που αραίωνε το κρασί του με νερό. Ο ιερέας τού έχει αρνηθή μια χριστιανική κηδεία. Ο νέος λυπάται τον αμαρτωλό, και δίνει όλα όσα έχει για την ταφή. Ενώ συνεχίζει τον δρόμο του, ένας άγνωστος τού κάνει παρέα σαν “σύντροφος του ταξιδιού” και προσφέρεται να κερδίση γι’ αυτόν την όμορφη πριγκίπισσα, που είναι μαγεμένη από ένα στοιχειό. Μετά από πολλές μάχες και πολλές δυσκολίες και κόπους, που όλα τα περνάει ο σύντροφος στη θέση του ήρωα, η πριγκίπισσα κερδίζεται. Έναν χρόνο αργότερα, ο σύντροφος αποκαλύπτει ότι αυτός είναι ο νεκρός ταβερνιάρης, και ότι αυτός ήταν ο δικός του τρόπος να ευχαριστήση τον ήρωα, “αλλά τώρα θα πρέπη να φύγη για πάντα, επειδή οι καμπάνες του ουρανού τον καλούν”».
Σε μια γερμανική παραλλαγή,² ο νεκρός δεν είναι αμαρτωλός, αλλά απλώς τόσο φτωχός, ώστε κανένας δεν δέχεται να τον θάψη. Σε αυτήν την ιστορία, ο ήρωας επίσης δίνει όλα τα χρήματά του για να ταφή ο νεκρός. Ο τελευταίος και εδώ, σαν σύντροφος ειδικευμένος στη μαγεία, βοηθάει τον ήρωα να βρη και να λυτρώση την πριγκίπισσα που επιθυμεί. Στο τέλος λέει: «Τώρα αφήνω εσένα και τον κόσμο. Πιστεύω ότι έχω πληρώσει το χρέος μου σε σένα. Ας είναι η γυναίκα σου καλή και ευτυχισμένη». Και μετά από αυτό, και εδώ εξαφανίζεται.
Σε αυτά τα παραδείγματα, το φάντασμα αυτού που έχει πεθάνει εξαφανίζεται στο Υπερπέραν, αφού έχει εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον ήρωα για την πονετική του πράξη. Αυτό που ήταν κακό εξιλεώνεται: όπως και στην κινέζικη ιστορία, καμμία επιπλέον πλευρά αυτής της μορφής δεν αφομοιώνεται.
Ο φτωχός αμαρτωλός, του οποίου το χρέος πληρώνει ο ήρωας, είναι, από ψυχολογικής πλευράς, εκείνο το κομμάτι της ανθρώπινης ψυχής που ο Jung το ονόμασε σκιά, δηλαδή η κατώτερη, πάρα πολύ ανθρώπινη πλευρά καθενός από εμάς, που είμαστε τόσο εξαιρετικά πρόθυμοι να την προβάλουμε και μετά να τη «φτύσουμε». Ο ήρωας τον λυπάται και παίρνει επάνω του το τίμημα της ενοχής του. Μέσω αυτής της πράξης κερδίζει έναν βοηθό με μαγικές ικανότητες για οποιαδήποτε ανάγκη. Είναι η  σ υ μ π α θ η τ ι κ ή  α ν τ α π ό κ ρ ι σ η  του ήρωα στην ανάγκη του άλλου που δημιουργεί τον δεσμό.
Ο Jung διέκρινε δύο είδη προβολών, την ενεργητική και την παθητική. Το παράδειγμά μας παρουσιάζει μιαν παθητική προβολή, δηλαδή μιαν εκδήλωση αισθήματος συμπάθειας, που έχει σαν αποτέλεσμα να φέρη το αντικείμενο (σε αυτήν την περίπτωση τον νεκρό) σε μια στενή σχέση με το υποκείμενο (τον ήρωα). «Προκειμένου να δημιουργήση αυτήν τη σχέση, το υποκείμενο αποδεσμεύει ένα περιεχόμενο – ένα συναίσθημα, για παράδειγμα – από τον εαυτό του, το εντοπίζει στο αντικείμενο, εμψυχώνοντάς το με αυτόν τον τρόπο, και έτσι τραβάει το αντικείμενο στη σφαίρα του υποκειμένου». ² Σαν αποτέλεσμα αυτού του εμπαθητικού συναισθήματος (Σ.τ.Μ.: εμπάθεια [empathy]: η ψυχολογική ιδιότητα να προβάλη κάποιος τον εαυτό του, και έτσι να κατανοή πλήρως, και να χάνη την ταυτότητά του, μέσα σε ένα αντικείμενο διαλογισμού· η ικανότητα να συμμετέχη κανείς στα συναισθήματα του άλλου), ο ήρωας κερδίζει τον προικισμένο με μαγικές ικανότητες σύντροφο σαν συνοδό στην  προσωπική του επιχείρηση. Στο τέλος όλη η συμπάθεια στηρίζεται σε αυτό το είδος της ασυνείδητης ταυτότητας με τον άλλον.² Αυτή διαμορφώνει τη βάση όλων των ασυνείδητων συλλογικών μας στοιχείων και επίσης όλων των συνειδητών κοινωνικών στάσεων, ακόμη και στις πιο εξευγενισμένες μορφές τους, που σε εμάς έχουν βρη την υψηλότερη έκφρασή τους στο ιδανικό της χριστιανικής αγάπης για τον πλησίον. Όταν η ασυνείδητη ταυτότητα λειτουργή αρνητικά, μας κάνει, απλοϊκά και απερίσκεπτα, να παίρνουμε σαν δεδομένο ότι ο άλλος είναι σαν εμάς, και πως ό,τι ισχύει για εμάς ισχύει επίσης και γι’ αυτόν, έτσι ώστε να αισθανόμαστε δικαιωμένοι «βελτιώνοντάς» τον, δηλαδή βιάζοντάς τον ψυχολογικά. Από εδώ προέρχεται η ενεργητική προβολή.
Η αρνητική πλευρά της ταυτότητας είναι ιδιαίτερα φανερή σε παθολογικές περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, σε παρανοϊκές ψευδαισθήσεις, όπου θεωρείται σαν αυτονόητο ότι το υποκειμενικό περιεχόμενο κάποιου βρίσκεται στο άλλο πρόσωπο. Αυτή η υπόθεση είναι την ίδια στιγμή μια πράξη κρίσης, που ο βασικός της στόχος είναι ο αποχωρισμός τού υποκειμένου από το αντικείμενο .² Εάν σε αυτήν την κρίση αποδοθή απόλυτο κύρος, αυτό μπορεί να οδηγήση στην ολοκληρωτική απομόνωση του υποκειμένου, επειδή κάθε αμφισβήτηση του κύρους αυτής της κρίσης εκ μέρους των άλλων απορρίπτεται.³
Η παθητική προβολή – δηλαδή η ασυνείδητη εμπάθεια – είναι μέρος της ψυχολογικής αρχής του Έρωτα και διαμορφώνει τη βάση όλων των κοινωνικών σχέσεων· η ενεργητική προβολή, από την άλλη μεριά, ανήκει στον χώρο του Λόγου, επειδή έχει σχέση με μιαν πράξη αναγνώρισης ή κρίσης, μέσω της οποίας κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στον εαυτό μας και στο – άγνωστο καθεαυτό – αντικείμενο. Και οι δύο αρχές μπορούν στην πράξη να ρέουν μέσα και έξω η μια στην άλλη.
Οι προβολές των συνανθρώπων μας επάνω μας δεν είναι με κανέναν τρόπο αθώες υποθέσεις, που δεν ενοχλούν τίποτε άλλο εκτός από την προσαρμογή των ανθρώπων από τους οποίους προέρχονται· έχουν επίσης ουσιαστική επίδραση στο πρόσωπο επάνω στο οποίο πέφτει η προβολή. Οι προβολές των γονέων επάνω στα παιδιά του επιδρούν με τρόπο ιδιαίτερο, επειδή τα παιδιά και οι νέοι υποβάλλονται πολύ εύκολα, μια και η εγωική τους συνείδηση είναι ακόμη αδύναμη.
Επειδή αυτή είναι μια συνηθισμένη κατάσταση, παρουσιάζεται συχνά στους μύθους και τα παραμύθια. Στο παραμύθι του Grimm « Οι έξι κύκνοι» η μάγισσα-μητριά ρίχνει έναν μανδύα επάνω στους θετούς γιούς της, μεταμορφώνοντάς τους έτσι σε κύκνους. Αυτό μπορούμε να το πάρουμε κυριολεκτικά σαν προβολή: η μητέρα, που είναι αρνητικά διατεθειμένη απέναντι στα παιδιά της, βλέπει σε αυτά όχι τη δική τους ανθρώπινη φύση, αλλά μάλλον ρίχνει επάνω τους την προβολή ενός στοιχείου (εικόνα του πουλιού) που υπάρχει μέσα της, δηλαδή την ασυνείδητη, παραμελημένη πνευματική πλευρά της. Συναντάει κανείς αυτό το φαινόμενο πολύ συχνά στην καθημερινή ζωή, όταν μια μητέρα, από τεμπελιά ή άλλες αιτίες, παραμελεί την πνευματική της ανάπτυξη. Σαν αντιστάθμισμα, περιμένει την επίτευξη από τον γιο ή τους γιούς της και τους «μαγεύει» μεταμορφώνοντάς τους σε κάτι που είναι ξένο προς τη φύση τους. Τα παιδιά, για παράδειγμα, θα πρέπη ίσως να ακολουθήσουν μια φιλόδοξη ακαδημαϊκά καρριέρα για να ικανοποιήσουν την ασυνείδητη προσδοκία της μητέρας – στο παραμύθι που αναφέραμε γίνονται πουλιά, δηλαδή χωρίς ρίζες, απανθρωποποιημένα πνευματικά όντα.
Η απελευθέρωση των μαγεμένων πλασμάτων στο παραμύθι συμβαίνει όταν η αδελφή που αγαπάει τους γιους (ή μερικές φορές η κόρη) ράβει ένα πουκάμισο με λουλούδια σε σχήμα αστεριών και το ρίχνει επάνω τους, οπότε τα πουλιά ξαναπαίρνουν ανθρώπινη μορφή. Και αυτό, επίσης, είναι μια προβολή, αλλά αυτήν τη φορά μια προβολή που ταιριάζει στο αντικείμενο, και που πραγματικά τού δίνει τη δυνατότητα να φανή στην αληθινή του φύση. Πολλοί άνθρωποι, στην πραγματικότητα, βρίσκουν πάλι τον εαυτό τους μέσα από την αγαπητική αναγνώριση ενός άλλου προσώπου. Ο δάσκαλος ή ο θεραπευτής που δίνει πίστη, ας πούμε, στον μαθητή ή τον ασθενή του μέσω της προσδοκίας θετικών αποτελεσμάτων, μπορεί πολλές φορές να προκαλέση την άνθιση της πραγματικής προσωπικότητας και των χαρισμάτων του άλλου. Ίσως δεν έχει σημασία το ότι αυτό είναι μια προβολή· λειτουργεί σαν μια γέφυρα, μέσω της οποίας ο άλλος μπορεί να έρθη προς τον εαυτό του. Αυτός είναι ο λόγος που το φαινόμενο της αντιμεταβίβασης είναι τόσο σπουδαίο στην ψυχοθεραπεία, και όχι απλώς κάτι αρνητικό που πρέπει να πολεμηθή· μπορεί να μεταφέρη τον άλλον σαν ένα μαγικό χαλί και να τον οδηγήση στον στόχο του. Κ ά π ο τ ε, πάντως, αυτή η προβολή με φυσικό τρόπο σταματάει να υπάρχη, και τότε πρέπει να αποδειχθή εάν ο άλλος μπορεί να παραμείνη ο εαυτός του και χωρίς αυτήν τη βοήθεια. Αυτή η μεταβίβαση μπορεί να γίνη κατορθωτή με την απαραίτητη σοφία, μέσω προσεκτικής παρακολούθησης των ονείρων και των δύο πλευρών..
Όποτε οι γονείς δεν κατορθώνουν να ζήσουν την εσωτερική τους ολότητα και αποτυγχάνουν να συνειδητοποιήσουν ουσιαστικά στοιχεία του εαυτού τους, το βάρος αυτών των στοιχείων πέφτει επάνω στα παιδιά με τη μορφή της προβολής, και τα βάζει σε κίνδυνο. Αυτό αναγνωρίζεται ακόμη και στις λαϊκές παροιμίες, όπως «τα παιδιά του παππά και το βόδι του μυλωνά σπάνια βγαίνουνε καλά. (Σ.τ.Μ: Βλέπε την αντίστοιχη ελληνική παροιμία: «παππά παιδί, διαόλου εγγόνι»). Οι ιερείς συχνά αναγκάζονται από την κοινή γνώμη να ζουν καλύτερες ή πιο χριστιανικές ζωές από αυτές που θα ζούσαν σύμφωνα με την πραγματικότητα της φύσης τους. Στις περιπτώσεις που ταυτίζονται με τον κοινωνικό τους ρόλο, απωθώντας έτσι τη σκιά, η τελευταία πέφτει επάνω στα παιδιά σαν ο μανδύας μιας κακής μάγισσας. Τα παιδιά βρίσκονται έτσι να οδηγούνται από μια σκοτεινή παρώθηση να ζήσουν εξωτερικά ό,τι οι γονείς τους έχουν απωθήσει.
Το βόδι του μυλωνά, πάλι, αντιπροσωπεύει ένα κάπως διαφορετικό πρόβλημα. Στα μάτια των ανθρώπων του χωριού ο μυλωνάς είναι κατά παράδοση εκείνος που δεν δουλεύει, αλλά πλουτίζει μέσω μιας  τ ε χ ν ι κ ή ς  ε π ι ν ό η σ η ς: αφήνει το νερό να κάνη τη δουλειά γι’ αυτόν. Είναι ο πρώτος τεχνοκράτης. Το βόδι του – δηλαδή η ενστικτώδης ζωώδης σφαίρα μέσα του – φυσικά υποφέρει από αυτό το γεγονός.
Σε προηγούμενες γενιές, όπως αναγνώρισε πρώτος ο Freud, η απώθηση των σεξουαλικών ορμών είχε ένα προφανές καταστροφικό αποτέλεσμα. Μέσω αυτής της απώθησης πολλοί πατέρες και μητέρες είτε ώθησαν τα παιδιά τους σε μια χωρίς φραγμούς εκδήλωση της σεξουαλικότητας, είτε – στην περίπτωση παιδιών που ασυνείδητα αμύνονταν ενάντια σε αυτήν την προβολή – έκαναν αδύνατη γι’ αυτά την προσέγγιση της σεξουαλικής περιοχής της ζωής, επειδή αυτή η εικόνα είχε καταστραφή ή διαστραφή από τις προβολές τών γονιών τους. Αυτή  η κατάσταση εικονίζεται σε πολλούς μύθους, στους οποίους ένας γονέας κλείνει τον γιο ή την κόρη του σε έναν πύργο ή σε ένα γυάλινο βουνό ή ένα γυάλινο φέρετρο, ή, με μια κατάρα, τον ή τη μεταμορφώνει σε ένα ζώο. Μέσα στις οικογένειες, οι προβολές παίζουν τον μεγαλύτερο και πιο καταστρεπτικό ρόλο. Αλλά παίζουν επίσης έναν ενεργό ρόλο σε όλες τις άλλες κοινωνικές ομάδες, και όχι τον μικρότερο στην πολιτική, όπου ορισμένες σκιώδεις προβολές επάνω στον αντίπαλο μπορούν να παρατηρηθούν και από τις δύο πλευρές σε όλες σχεδόν τις συγκινησιακά φορτισμένες συγκρούσεις.
Ο λόγος που είναι τόσο δύσκολο να διακρίνη κανείς την ίδια του τη σκιά είναι ότι τα στοιχεία της κατώτερης προσωπικότητας είναι συνήθως  σ υ γ κ ι ν η σ ι α κ ο ύ  χαρακτήρα. Οι συγκινήσεις και τα συναισθήματα είναι σε μεγάλο ποσοστό σχετικά αυτόνομα· αποκτούν συνειδητότητα και μπορούν μόνο με μεγάλη δυσκολία να ελεγχθούν. Οι προβολές, συνδυασμένες με τα συναισθήματα, απομονώνουν το ανθρώπινο ον από το περιβάλλον του, και το φέρνουν σε μιαν αυτοερωτική ή αυτιστική κατάσταση.³¹ Εάν δεν είναι μόνο η σκιά κάποιου που βρίσκεται πίσω από τις προβολές, αλλά επίσης και τα αντιθέτου φύλου στοιχεία της προσωπικότητας, ή ίσως ακόμη βαθύτερα αρχετυπικά περιεχόμενα, τότε η διάκριση των προβολών με τις οποίες σχετίζονται αυτά συνοδεύεται από σχεδόν αξεπέραστες δυσκολίες. Οι πατρικές και μητρικές θεότητες όλων των θρησκειών, για παράδειγμα, βρίσκονται τώρα συχνά κρυμμένες πίσω από μιαν όχι ιδιαίτερα ασυνήθιστη προβολή μιας πατρικές ή μητρικής εικόνας, και αυτές δίνουν στις γονικές εικόνες μιαν εντελώς δυσανάλογη δύναμη επάνω στο άτομο. Ή, σε άλλες περιπτώσεις, είναι ζήτημα όχι συλλογικών θρησκευτικών εικόνων ή ιδεών αλλά μάλλον σύγχρονων παραλλαγών τους, όπως είναι ο υλισμός, ο κομμουνισμός, ο σοσιαλισμός, ο φασισμός, ο λιμπεραλισμός, ο διανοητικισμός και λοιπά – ιδέες από τις οποίες οι άνθρωποι «κατέχονται» ολοκληρωτικά, και για τις οποίες μπορούν να πολεμήσουν με βίαιες συγκινήσεις. ³² Η «ιερότητα» των πίστεων είναι με αυτήν την έννοια πάντα ύποπτη, εκτός αν συνυπάρχουν με την ανεκτικότητα και έναν αληθινό σεβασμό για τους καθαρά ανθρώπινους παράγοντες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.     Για τα επόμενα, δες το έργο του Jung: «Το πνεύμα Mercurius»: Άπαντα, τόμος 13, παράγραφοι 247 κ.ε.
2.     Με άλλα λόγια, η a priori μορφή ενός εξωτερικού αντικειμένου, ακόμη εμφανίζεται σαν ταυτόσημη με μιαν ασυνείδητα σχηματισμένη εικόνα.
3.     «Κινέζικα παραμύθια», αριθ. 66: «Τα πνεύματα εκείνων που έχουν κρεμαστή».
4.     Jung: «Αναφορικά με τα αρχέτυπα»: «Άπαντα, τόμος 9, μέρος 1, παράγραφοι 121 κ.ε., ιδιαίτερα η υπ’ αριθ. 17.
5.     Jung: «Άπαντα, τόμος 9, μέρος2, παράγραφος 44.
6.     Jung: «Το φιλοσοφικό δέντρο»: «Άπαντα, τόμος 134, παράγραφος 437. O Jung τονίζει ότι είναι ακόμη και επικίνδυνο το να θέλη κανείς να κάνη να χωρέση ολόκληρο το αρχετυπικό περιεχόμενο στη συνείδηση· αντί γι’ αυτό, θα πρέπη να προσεχθή με «θρησκευτικόν» τρόπο, σαν κάτι αυτόνομο.
7.      Jung, Άπαντα, τόμος 9, μέρος 2, παράγραφος 47.
8.     «Παραμύθια του βορρά», μέρος ΙΙ, αριθ. 7.
9.     «Η μαγεμένη πριγκίπισσα»: Γερμανικά παραμύθια των Grimm, Ι, σ.σ. 237 κ.ε.
10. Jung: «Άπαντα, τόμος 6, παράγραφος 784.
11.  Ο Χ Ι  ταύτιση.
12. Για παράδειγμα, η κρίση ότι αυτό ή εκείνο το πρόσωπο «καταδιώκει» ή «κυνηγάει» κάποιον.
13. Jung: Άπαντα, τόμος 6, παράγραφος 741,784.
14. Για λεπτομέρειες, βλέπε: Jung: Άπαντα, τόμος 9, μέρος 2, παράγραφος 17 κ.ε.
15. Jung: «Αναφορικά με τα αρχέτυπα», Άπαντα, τόμος 9, μέρος 1, παράγραφος 120 κ.ε.
(συνεχίζεται)
έθυστος

Σχολιασμος επιστολής μητροπ. Πειραιώς κατά "Φλαμιάτου"

Ο σχολιασμός του Φλαμιάτου βρίσκεται στο blog Πατερική παράδοση. Εμείς θα προσθέσουμε ελάχιστα επ'αυτού.

«­φεί­λω βέ­βαι­α νὰ ἐκ­φρά­σω τὸν δί­και­ον πα­ρα­πι­κρα­σμόν μου, δι­ό­τι δι­ὰ τῶν δη­μο­σι­ευ­μά­των πα­ρα­βι­ά­ζε­ται ἡ ὑ­πὸ τοῦ Κυ­ρί­ου μας τα­χθεῖ­σα δι­κο­νο­μί­α ἐ­λέγ­χου τῶν πα­ρε­κτρε­πο­μέ­νων ἀ­δελ­φῶν ὡς ἐν τῷ Ἱ­ε­ρῷ Εὐ­αγ­γε­λί­ῳ ἀ­να­φέ­ρε­ται (Ματθ. ι­η΄ 15-17)­.­... Ἐ­ὰν εἶ­χε τη­ρη­θῇ αὕ­τη θὰ εἶ­χα τὴν δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἀν­τεί­πω εἰς τὰς Ὑ­με­τέ­ρας αἰ­τι­ά­σεις.­.­.­».

«Θε­ω­ρῶ ἀ­τυ­χὲς τὸ γε­γο­νὸς τῆς ἐ­να­σχο­λή­σε­ως ἑ­νὸς Θρη­κευ­τι­κοῦ Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κοῦ ἐν­τύ­που μὲ Ἐ­πί­σκο­πον ὅ­ταν δὲν κη­ρύσ­σει ἢ δὲν συ­νερ­γεῖ εἰς τὴν κα­κο­δο­ξί­αν δι­ό­τι οὐ­δέ­να οἰ­κο­δο­μεῖ ἡ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε θε­τι­κὴ ἢ ἀρ­νη­τι­κὴ κρί­σις δι’ ἓν πρό­σω­πον».

«Εἰς τὰ θέ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τῆς Πί­στε­ως οἱ ἅ­γι­οι Ἀ­πό­στο­λοι, οἱ σε­πτοὶ Πα­τέ­ρες καὶ οἱ Ἅ­γι­οι ἐ­βά­δι­ζον τὴν μέ­σην καὶ Βα­σι­λι­κὴν ὁ­δὸν τῆς ἀ­λη­θεί­ας καὶ τῆς ἀ­κρι­βεί­ας δι­ό­τι τὰ ἄ­κρα συ­νά­πτον­ται με­τὰ τῆς πλά­νης».

«Οἱ Ἅ­γι­οι οὐ­δέ­πο­τε ἐ­μί­ση­σαν τοὺς κα­κο­δό­ξους καὶ αἱ­ρε­τι­κούς. Στη­λί­τευ­σαν ὅ­μως τὴν κα­κο­δο­ξί­αν καὶ τὴν αἵ­ρε­σιν με­τὰ θυ­σι­α­στι­κῆς πι­στό­τη­τος ἔ­χον­τες ὡς γνώ­μο­να τὴν βα­σι­λί­δα τῶν ἀ­ρε­τῶν, τὴν δι­ά­κρι­σιν».


«Ἐ­πὶ τῶν πραγ­μα­τι­κῶν πε­ρι­στα­τι­κῶν ποὺ δι­α­στρε­βλω­μέ­να ἑρ­μη­νεύ­ε­τε, .­..ση­μει­ῶ ὅ­τι μὲ αἰ­τι­ᾶ­σθε ὅ­τι ὁ­μι­λῶ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Τε­κτο­νι­σμοῦ καὶ ὄ­χι ἀρ­κούν­τως κα­τὰ τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ. Δι­ε­ρω­τῶ­μαι ἀ­γνο­εῖ­τε ὅ­τι πη­γὴ καὶ μή­τρα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ τυγ­χά­νει ἡ Μα­σω­νί­α, ποὺ προ­ω­θεῖ δι’ αὐ­τοῦ τὴν παγ­κό­σμι­α θρη­σκεί­α τοῦ Ἑ­ω­σφο­ρι­σμοῦ, ὅ­πως καὶ τῆς Μα­σω­νί­ας πη­γὴ καὶ μή­τρα εἶ­ναι ὁ φρι­κώ­δης δι­ε­θνὴς Σι­ω­νι­σμός;».
«Ἀ­να­πο­δεί­κτως μὲ κα­τη­γο­ρεῖ­τε ὅ­τι ὑ­πε­δέ­χθην μὲ τι­μὰς τὸν «οἰ­κου­με­νι­στὴ» Μη­τρο­πο­λί­την Δη­μη­τρι­ά­δος κ. Ἰ­γνά­τι­ον.­.. Ἡ ἀ­λή­θει­α εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Δη­μη­τρι­ά­δος κ. Ἰ­γνά­τι­ος τυγ­χά­νει κα­νο­νι­κὸς Ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, .­..καὶ μοῦ ἐ­ζή­τη­σε τὴν κα­νο­νι­κὴν ἄ­δει­αν νὰ προ­στῇ εἰς τοὺς Χαι­ρε­τι­σμούς.­.. Δι­ε­ρω­τῶ­μαι μὲ ποί­αν ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα καὶ μὲ ποῖ­ον ἐ­πι­χεί­ρη­μα θὰ ἠ­δυ­νά­μην νὰ τοῦ ἀ­πα­γο­ρεύ­σω τὴν τέ­λε­σιν τῶν Χαι­ρε­τι­σμῶν κα­τὰ τοὺς ὁ­ποί­ους εὑ­ρι­σκό­μην εἰς ἕ­τε­ρον Να­ὸν τῆς Μη­τρο­πο­λι­τι­κῆς μου Πε­ρι­φε­ρεί­ας; Μή­πως θε­ω­ρεῖ­τε ὅ­τι ἡ Ἱ. Μη­τρό­πο­λις Πει­ραι­ῶς εἶ­ναι ἰ­δι­ο­κτη­σί­α μου; Ἢ μή­πως ἔ­χω τὴν ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα ὑ­πὸ τοῦ Θε­οῦ ἢ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του νὰ συγ­κρο­τῶ με­τὰ τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μου Σύ­νο­δον νὰ ἀ­πο­φαί­νο­μαι καὶ νὰ κα­τα­δι­κά­ζω;».
«Ἐν ταυ­τῷ μὲ κα­τη­γο­ρεῖ­τε ὅ­τι κα­τὰ τὴν ἐν τῇ Ἱ. Μο­νῇ Φι­λο­θέ­ου Ἁγ. Ὄ­ρους τέ­λε­σιν τῆς Ἱ. Πα­νη­γύ­ρε­ως αὐ­τῆς ἐ­πὶ τῇ ἑ­ορ­τῇ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου ἐ­ξέ­φρα­σα εὐ­χα­ρι­στί­ας εἰς τὸν Πα­να­γι­ώ­τα­τον Οἰ­κου­με­νι­κὸν Πα­τρι­άρ­χην κ.κ. Βαρ­θο­λο­μαῖ­ον, τὸν καὶ ἐ­πί­σκο­πον τοῦ Ἁ­γι­ω­νύ­μου Ὄ­ρους δι­ὰ τὴν πα­ρα­σχε­θεῖ­σαν μοι κα­νο­νι­κὴν ἄ­δει­αν τε­λέ­σε­ως τῆς Ἱ. Πα­νη­γύ­ρε­ως ἐν τῇ κα­νο­νι­κῇ Αὐ­τοῦ δι­και­ο­δο­σί­ᾳ. Δη­λα­δὴ ἐ­ὰν μὲ φι­λο­ξε­νή­σε­τε εἰς τὴν Ὑ­με­τέ­ραν οἰ­κί­αν ἀ­να­μέ­νε­τε νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σω Ὑ­μᾶς δι­ὰ τὴν φι­λο­ξε­νί­αν ἢ νὰ ὑ­βρί­σω;­».
«Ὡ­σαύ­τως μὲ κα­τη­γο­ρεῖ­τε δι­ὰ τὴν ἀ­πὸ 28/2/2012 ἐ­πι­στο­λήν μου πρὸς τὸν Πα­να­γι­ώ­τα­τον Οἰ­κου­με­νι­κὸν Πα­τρι­άρ­χην κ.κ. Βαρ­θο­λο­μαῖ­ον τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­πο­κρύ­πτε­τε δο­λί­ως καὶ ἀ­πα­ρα­δέ­κτως καὶ ἀ­νη­θί­κως δι­ὰ χρι­στι­α­νοὺς ὁ­μο­λο­γη­τὰς τῆς πί­στε­ως, τὴν οὐ­σί­αν, ἡ ὁ­ποί­α δὲν ἐ­ξην­τλεῖ­το εἰς λό­γους ἀ­βρο­φρο­σύ­νης πρὸς τὸ πρό­σω­πον τοῦ Πα­να­γι­ω­τά­του ἀλ­λὰ ἐ­στό­χευ­ε εἰς τὴν ὑ­π’ Αὐ­τοῦ ἐκ­κί­νη­σιν με­τὰ δώ­δε­κα αἰ­ώ­νας τῆς δι­α­δι­κα­σί­ας πα­νορ­θο­δό­ξου ἀ­να­γνω­ρί­σε­ως ὡς Η΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου τῆς ὄν­τως Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου τοῦ 879-880 ἐ­πὶ Ἁ­γί­ου Φω­τί­ου τοῦ Με­γά­λου, Πα­τρι­άρ­χου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Νο­μί­ζε­τε ὅ­τι τὸ τα­πει­νόν μου αἴ­τη­μα θὰ εἶ­χε αἰ­σί­αν ἔκ­βα­σιν ἐ­ὰν ἀν­τὶ τῶν ἀ­να­φε­ρο­μέ­νων εἰς τὸ Ὑ­μέ­τε­ρον κεί­με­νον πε­ρι­εῖ­χε ὕ­βρεις καὶ ἀ­πει­λάς;­».
«Εἰ­ρή­σθω δὲ ἐν τῷ ση­μεί­ῳ τού­τῳ ὅ­τι ἀν­θρω­πί­νως ἐ­πει­δὴ καὶ δι’ αὐ­τὸ μὲ κα­τη­γο­ρεῖ­τε, χρε­ω­στῶ ἰ­δι­αι­τέ­ραν εὐ­γνω­μο­σύ­νην εἰς τὸ πρό­σω­πον τοῦ Πα­να­γι­ω­τά­του Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­άρ­χου κ.κ. Βαρ­θο­λο­μαί­ου δι­ό­τι με­τὰ τῆς Ἁ­γί­ας καὶ Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου μὲ ἐ­ξέ­λε­ξαν Ἐ­πί­σκο­πον Χρι­στι­α­νου­πό­λε­ως με­τὰ πρό­τα­σιν τοῦ Σεβ. Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Αὐ­στρα­λί­ας κ.κ. Στυ­λι­α­νοῦ, χω­ρὶς νὰ ἔ­χω δι­α­κο­νή­σει ἐ­π’ ἐ­λά­χι­στον εἰς τὸν Πάν­σε­πτον Οἰ­κου­με­νι­κὸν Πα­τρι­αρ­χεῖ­ον καὶ ἐ­πι­προ­σθέ­τως, ὅ­τε δι­ερ­ρά­γη ἡ κα­νο­νι­κή μου σχέ­σις με­τὰ τῆς Ἱ. Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς Αὐ­στρα­λί­ας ἐ­χο­ρη­γή­θη μοι Κα­νο­νι­κὸν Ἀ­πο­λυ­τή­ρι­ον δι­ὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν τῆς Ἑλ­λά­δος ἐξ ἧς προ­ερ­χό­μην καὶ σή­με­ρον ἠ­λε­ή­θην ὑ­πὸ τοῦ Δο­μή­το­ρος Αὐ­τῆς Κυ­ρί­ου νὰ ἔ­χω τὴν δυ­να­τό­τη­τα ἀρ­θρώ­σε­ως ἐ­πι­στη­ρι­κτι­κοῦ λό­γου τῆς ἀ­μω­μή­του ἡ­μῶν Πί­στε­ως».
«Κρί­νον­τες καὶ αὖ­θις κα­τ’ ὄ­ψιν μὲ αἰ­τι­ᾶ­σθε ὡς συ­νι­ε­ρουρ­γή­σαν­τα με­τὰ τῶν Σεβ. Μη­τρο­πο­λι­τῶν Σύ­ρου κ. Δω­ρο­θέ­ου καὶ Μεσ­ση­νί­ας κ. Χρυ­σο­στό­μου. Ἀ­γνο­εῖ­τε ὅ­μως ὅ­τι με­τὰ τῶν συγ­κε­κρι­μέ­νων Μη­τρο­πο­λι­τῶν συν­δέ­ο­μαι ἀρ­ρή­κτως με­τὰ δε­σμῶν φι­λί­ας καὶ ἀ­γά­πης συ­νυ­πη­ρε­τή­σας με­τ’ αὐ­τῶν ἐν τοῖς Γρα­φεί­οις τῆς Ἱ. Συ­νό­δου ἐ­πὶ ἱ­κα­νὰ ἔ­τη καὶ προ­σέ­τι, ὅ­τι ὁ Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Σύ­ρου κ. Δω­ρό­θε­ος ἐ­προ­μά­χη­σε καὶ ἐ­πρω­το­στά­τη­σε εἰς τὴν ἔκ­δο­σιν τοῦ ἀ­να­κοι­νω­θέν­τος τῆς Ἱ. Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος τοῦ Ὀ­κτω­βρί­ου 2010 ὅ­ταν δι­ά­φο­ροι φω­ναὶ ἐ­πε­δί­ω­κον τὴν κα­τα­δί­κην μου καὶ τῶν συ­νυ­πο­γρα­ψάν­των Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων τὴν «Ὁ­μο­λο­γί­αν πί­στε­ως κα­τὰ τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ». Ὁ δὲ Σεβ. Μεσ­ση­νί­ας κ. Χρυ­σό­στο­μος δι­ε­κή­ρυ­ξε ἐν Συ­νό­δῳ τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας ὅ­τι ὁ Πα­πι­σμὸς τυγ­χά­νει αἵ­ρε­σις καὶ κα­κο­δο­ξί­α καὶ ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ εἰς τὸ τε­θὲν θέ­μα τῆς δι­η­ρη­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας ἐν Συ­νό­δῳ καὶ πά­λιν δι­ε­κή­ρυ­ξε τὴν πί­στιν του εἰς τὴν Μί­αν, Ἁ­γί­αν, Κα­θο­λι­κὴν καὶ Ἀ­πο­στο­λι­κὴν Ἐκ­κλη­σί­αν. Ὀ­φεί­λω δὲ νὰ δι­ευ­κρι­νή­σω ὅ­τι ἡ φι­λί­α καὶ ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ κοι­νω­νί­α με­τὰ τῶν ἀ­δελ­φῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων δὲν μοῦ κλεί­ουν τὸ στό­μα ὡς εὐ­χε­ρῶς ἐκ τῶν κει­μέ­νων μου ἐμ­φαί­νε­ται».
«Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τέ­λος εἰς τὸ θέ­μα τῆς ἀ­παν­τή­σε­ώς μου εἰς τὸν Θε­ο­λό­γον κ. Πα­να­γι­ώ­την Ἀν­δρι­ό­που­λον δι­ὰ τὴν ὑ­πὸ τῆς κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἱ. Μη­τρο­πό­λε­ως βρά­βευ­σιν τῆς Ὑ­με­τέ­ρας Ἐλ­λο­γι­μό­τη­τος οὐ­δό­λως ἐ­ψεύ­σθην ἢ ἐ­δι­και­ο­λο­γή­θην δῆ­θεν «συλ­λη­φθεὶς κλέ­πτων ὀ­πώ­ρας» ἀλ­λὰ εἶ­πον τὴν ἀ­λή­θει­αν δι­ό­τι δὲν συμ­φω­νῶ οὐ­δό­λως μὲ τὰ ἀ­να­φε­ρό­με­να κα­κό­δο­ξα εἰς τὴν Ὑ­με­τέ­ραν πε­ρι­ο­δι­κὴν ἔκ­δο­σιν πε­ρὶ ἀ­πο­τει­χί­σε­ως δι­ὰ τῶν ὁ­ποί­ων προ­βάλ­λε­ται ὁ ὁ­σι­ολ. Μο­να­χὸς Εὐ­θύ­μι­ος Τρι­κα­μη­νᾶς, ὅ­στις πα­ρερ­μη­νεύ­ει ἀ­πο­λύ­τως τὸν 15ον Κα­νό­να τῆς Πρω­το­δευ­τέ­ρας Συ­νό­δου τῆς ἐ­πὶ Μ. Φω­τί­ου συγ­κλη­θεί­σης ὅ­πως εἰς λί­αν ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νη με­λέ­την τοῦ Γρα­φεί­ου ἐ­πὶ τῶν Αἱ­ρέ­σε­ων καὶ Πα­ρα­θρη­σκει­ῶν τῆς κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἱ. Μη­τρο­πό­λε­ως ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται καὶ τὴν ὁ­ποί­αν συ­νυ­πο­βάλ­λω ὀ­λί­γον πρὸ τῆς ἐκ­δό­σε­ως καὶ κυ­κλο­φο­ρή­σε­ως αὐ­τῆς».
Θεσ­σα­λο­νί­κη 15 Σε­πτεμ­βρί­ου 2012
Γι­ὰ τὴν Φι­λορ­θό­δο­ξο Ἕ­νω­σι «Κο­σμᾶς Φλα­μι­ᾶ­τος»
ὁ Γραμ­μα­τέ­ας, Ση­μά­της Πα­να­γι­ώ­της
ἀ­να­θέ­σει καὶ ἐγ­κρί­σει τοῦ Προ­έ­δρου, Λαυ­ρεν­τί­ου Ντετζιόρτζιο
Σχόλιο: Ας επισημάνουμε κατ'αρχάς ότι ο Πειραιώς πιστεύει ακράδαντα στην αποστολική διαδοχή των Επισκόπων. Κάτι το οποίο έχει αποκλειστεί παντελώς από την Πατερική μας παράδοση στο σύνολο της. Φανερώνεται επίσης ο μάταιος αγώνας εναντίον του Οικουμενισμού, ο οποίος στηρίζεται στην παράβαση των κανόνων. Και το μάταιο μιας αποτειχίσεως η οποία στηρίζεται στην παράβαση των κανόνων. Η αποτείχιση μπορεί να έχει κάποιο νόημα μόνον εάν ακολουθήσει την πλήρη δογματική επεξεργασία της αιρέσεως. Κάτι που εμποδίζεται στην Ορθοδοξία σήμερα απο την εσφαλμένη προσκόλληση στους κανόνες. Οι κανόνες δέν είναι θεόσδοτοι, είναι ιστορικώς επιβεβλημένοι. Η ομολογία πίστεως των αστείων όπως απεδείχθη ταγών της Ορθοδοξίας, επειδή ακριβώς εστηρίχθη στους κανόνες απέτυχε παταγωδώς και οι ταγοί βγήκαν απο αυτή την περιπέτεια χειρότεροι αιρετικοί απο τους καταγγελλόμενους. Όλα υπηρέτησαν την αναγνώριση. Ο παπα Σαράντης μάλιστα εξαργύρωσε την αναγνώριση που έλαβε με το γνωστό ίδρυμα πατερικών μελετών. Ο Πειραιώς θα έπρεπε να γνωρίζει καλύτερα απο όλους την προειδοποίηση του Κυρίου: Εάν αγαπάς τους φίλους σου περισσότερο απο εμένα, δέν είσαι δικός μου. Αν αγαπάς αυτούς που σε τίμησαν, τί αγάπη είναι αυτή.
Αγαπητέ Πειραιώς. επειδή σιχαινόμαστε και το ψέμα και τους ψεύτες, αντίθετα με την αγάπη την δική σου, οι Πατέρες δέν θα είχαν κανένα λόγο να εκμηδενίσουν δογματικά την κάθε αίρεση που εμφανίστηκε στην ιστορία μας, εάν ο μοναδικός εχθρός είναι ο διάβολος, όπως ισχυρίζεσαι για τον πόλεμο τον δικό σου. Ο Οικουμενισμός αγαπητέ Επίσκοπε, κατέστρεψε ήδη την δογματική ακεραιότητα και αλήθεια της Εκκλησίας μας. Δέν παραβιάζει μόνο κανόνες. Και γνώριζε και τούτο: Φίλος ο Πλάτων, αλλά μεγαλύτερη φίλη η αλήθεια. Για να προσέχεις να μήν το παίζεις πνευματικός. Έχεις ένα ισχυρότατο κοσμικό φρόνημα όπως και η υπόλοιπη ιεραρχία.
Αμέθυστος

Ἡ ἔκσταση ὡς κάθοδος: τό Παλαμικό ὑπόβαθρο τῆς θεολογίας τοῦ π. Σωφρονίου

Φώτης Σχοινᾶς
Σχόλιο στό τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τοῦ π. Νικολάου Λουδοβίκου ‟Οἱ τρόμοι τοῦ προσώπου καί τά βάσανα τοῦ ἔρωτα”
Στό τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του τό ἐπιγραφόμενο ‟Ἡ ἔκσταση ὡς κάθοδος: τό Παλαμικό ὑπόβαθρο τῆς θεολογίας τοῦ π. Σωφρονίου” ὁ π. Νικόλαος ἀσχολεῖται με τον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, τον οποίο θεωρεῖ σύγχρονο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας καί τόν συγκαταλέγει μεταξύ τῶν Ἡσυχαστῶν Πατέρων, χωρίς να ἀσκεῖ κριτική ἀλλά μαθητεία.
Κατ᾽ ἀρχήν ὁ π. Νικόλαος ἀσχολεῖται μέ τό θέμα τῆς ἐκστάσεως, τῆς ἀσκητικῆς ἀναβάσεως πρός τόν Θεό. Ὑπάρχουν, κατά τόν π. Νικόλαο δύο εἴδη ἐκστάσεως: α) ἡ πλατωνίζουσα ἔκσταση καί β) ἡ ἡσυχαστική ἔκσταση. Ἡ πλατωνίζουσα ἔκσταση γίνεται μόνο μέ τό νοῦ χωρίς τό σῶμα. Ὁ νοῦς καί γενικά ἡ ψυχή θεωροῦνται συγγενεῖς μέ τό θεῖον. Ἡ ψυχή περιπολοῦσε στόν οὐράνιο χῶρο καί λόγῳ ἑνός σφάλματος ἐξέπεσε ἀπό κεῖ καί πρός τιμωρία συνεδέθη μέ τό ὑλικό σῶμα. Στόν (νεο)πλατωνισμό ἡ ἀνείδεος ὕλη (ἡ ἄνευ εἴδους ὕλη) θεωρεῖται τό πρωταρχικό κακό. Ἀλλά καί ἡ εἰδοπεποιημένη, ἡ μεμορφωμένη ὕλη, φυσικά καί τό ὑλικό σῶμα, θεωροῦνται ὡς κακόν. Ἡ ψυχή πρέπει νά ἀπεγκλωβισθεῖ ἀπό τό σῶμα καί διά θεωρίας νά ἀνέλθει πρός τό Ἕν (τό θεῖον) καί νά ἀφομοιωθεῖ μετ᾽ αὐτοῦ. Ἡ ψυχή, ἡ συγγενής (=παραπλησίας καί συγγενικῆς φύσεως) πρός τό θεῖον, ἀποτελεῖ τόν κυρίως ἄνθρωπο, ἐνῶ τό σῶμα ἀποτελεῖ ὄχι μόνο ἕνα περιττό, ἀλλά καί ἕνα ἐπιβαρυντικό-τιμωρητικό βάρος γιά τήν ψυχή, ἀπό τό ὁποῖο πρέπει νά ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος κατά τήν ἀνάβασή του πρός τό θεῖον. Ἀνάλογες περίπου, ὄχι ἐπ᾽ ἀκριβῶς ἀλλά παρηλλαγμένες, εἶναι καί οἱ ἀπόψεις τοῦ πλατωνίζοντος Ὠριγένη.
Προτοῦ προχωρήσουμε στήν ἡσυχαστική ἔκσταση πρέπει νά προβοῦμε σέ ὁρισμένες διευκρινήσεις ὡς πρός τήν Χριστιανική, Πατερική ἀνθρωπολογία καί τίς οὐσιώδεις διαφορές της ἀπό τήν (νεο)πλατωνική. Κατά τούς Πατέρες ἡ ψυχή εἶναι κτίσμα, κτιστό ὄν. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἀπέχει ἀσυλλήπτως ἀπό τό ἄκτιστον θεῖον καί οὐδόλως μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς συγγενής μέ αὐτό, τό ἄκτιστον δηλ. θεῖον. Ἀδιάβατο ὀντολογικό χάσμα διακρίνει τό ἄκτιστον θεῖον ἀπό τά κτιστά ὄντα. Ὁ Δαμασκηνός λέγει ὅτι τό ἄκτιστον θεῖον διαφέρει τοῦ κτιστοῦ «οὐ τόπῳ ἀλλά φύσει» (Ἔκδοσις ἀκριβής ΙΙ, ιγ΄ 68, ἔκδοση B. Kotter, τόμος II, Βερολίνο 1973, σελ. 39). Συναφῶς πρός αὐτό τό ἀγεφύρωτο ὀντολογικό χάσμα κτιστοῦ καί ἀκτίστου γράφει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Πᾶσα φύσις, ὡς πορρωτάτω ἐστί καί παντάπασι ξένη τῆς θείας φύσεως. Εἰ γάρ ὁ Θεός φύσις, τ᾿ ἄλλα οὐκ ἔστι φύσις· εἰ δέ τῶν ἄλλων ἕκαστον φύσις, ἐκεῖνος οὐκ ἔστι φύσις· ὡς οὐδέ ὄν ἐστιν εἰ τ᾿ ἄλλα ὄντα ἐστίν. Εἰ δ᾿ ἐστιν ἐκεῖνος ὤν, τἄλλα οὐκ ἔστιν ὄντα». (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά,ἠθικά τε καί πρακτικά, οη΄, τόμος Δ΄, Φιλοκαλία, Ἀθῆναι 1961, σελ. 162). Ἐπακόλουθο τούτου εἶναι ὅτι ἡ ψυχή εἶναι “ὑλική”· μόνον ὄντως ἄϋλον εἶναι τό ἄκτιστον θεῖον. Σημειωτέον ὅτι κατά τόν ἱερό Δαμασκηνό ὁ ἄγγελος λέγεται ἀσώματος καί ἄϋλος συγκρινόμενος μέ τόν ἄνθρωπο. Συγκρινόμενος μέ τόν Θεό εἶναι παχύς καί ὑλικός. Μόνο ὁ ἄκτιστος Τριαδικός Θεός εἶναι κατά κυριολεξίαν ἀσώματος καί ἄϋλος: «Ἄγγελος τοίνυν ἐστίν οὐσία νοερά, ἀεικίνητος, αὐτεξούσιος, ἀσώματος, Θεῷ λειτουργοῦσα, κατά χάριν ἐν τῇ φύσει τό ἀθάνατον εἰληφυῖα, ἧς οὐσίας τό εἶδος καί τόν ὅρον ὁ κτίστης ἐπίσταται. Ἀσώματος δέ λέγεται καί ἄϋλος, ὅσον πρός ἡμᾶς∙ πᾶν γάρ συγκρινόμενον πρός τόν Θεόν τόν μόνον ἀσύγκριτον παχύ τε καί ὑλικόν εὑρίσκεται, μόνως γάρ ὄντως ἄϋλον τό θεῖον ἐστί καί ἀσώματον» (Ἔκδοσις ἀκριβής ΙΙ, ιζ΄ 9-15, ἔκδοση B. Kotter, τόμος II, Βερολίνο 1973, σελ. 45). Ἀξιοσημείωτα εἶναι ἐπίσης ὅσα γράφει ὁ Δαμασκηνός ἐπ᾽ αὐτοῦ: «Ἀσώματα δέ καί ἀόρατα καί ἀσχημάτισθα κατά δύο τρόπους νοοῦμεν∙ τά μέν κατ’οὐσίαν, τά δέ κατά χάριν, καί τά μέν φύσει ὄντα, τά δέ πρός τήν τῆς ὕλης παχύτητα. Ἐπί Θεοῦ μέν φύσει, ἐπί δέ ἀγγέλων καί δαιμόνων καί ψυχῶν χάριτι, καί ὡς πρός τήν τῆς ὕλης παχύτητα λέγεται» (Ἔκδοσις ἀκριβής ΙΙ, κστ΄ 54-57, ἔκδοση B. Kotter, τόμος II, Βερολίνο 1973, σελ. 77). Ἑπομένως ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι “ὑλική” καί φύσει θνητή· μόνο ὁ Θεός εἶναι φύσει ἀθάνατος. Βεβαίως σημειωτέον ὅτι ἡ ψυχή εἶναι χάριτι ἀθάνατη. Ἐπέμενα λίγο παραπάνω στίς ἀνωτέρω διευκρινίσεις διότι ὑπάρχει σύγχυση ὡς πρός τό θέμα αὐτό, ἀκόμη καί σέ ὁρισμένους, μᾶλλον παλαιότερους, θεολόγους. Ὅταν ὑπηρετοῦσα ὡς Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στήν Καλαμάτα καί ἐξέθεσα τίς ἀνωτέρω Πατερικές ἀπόψεις περί ψυχῆς, ὅτι δηλαδή αὐτή εἶναι φύσει θνητή καί “ὑλική”, ἕνας συνταξιοῦχος Λυκειάρχης θεολόγος τίς χαρακτήρισε ὡς αἱρετικές! Ἀλήθεια πόσος Πλατωνισμός ἔχει εἰσχωρήσει, ἀνεπίγνωστα μᾶλλον, στήν Ἐκκλησία!
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τούς Καππαδόκες καί τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή μέχρι τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, προέβησαν στήν διόρθωση καί ἐκχριστιάνιση τῆς πλατωνίζουσας ἐκστάσεως. Ὁ ἄνθρωπος ἀναβαίνει πρός τόν Θεό ὄχι μόνο μέ τό νοῦ του, ἀλλά καί μέ τό σῶμα του, ἀλλά καί μέ ὅλη τήν κτίση. Στή θέωση συμμετέχει ἐξ ἴσου ὄχι μόνο τό λογικό-ἡγεμονικό μέρος τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τό παθητικόν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει: «Τό μέν οὖν πρῶτον τῶν ἐπιχειρημάτων οὕτως ἔχει τῷ φιλοσόφῳ· δεύτερον δέ αὐτῷ γεναιότερον, ὅτι “τοῦτο προσηλοῖ τήν ψυχήν τῷ σώματι καί σκότους αὐτήν ἀναπίμπλησι, τό ἀγαπᾶν τάς ἐνεργείας, ὅσαι κοιναί εἰσι τοῦ παθητικοῦ αὐτῆς καί τοῦ σώματος”. Τί δ᾿ ἄλγος, ποία δ᾿ ἡδονή, τίς δέ κίνησις ἐν σώματι, οὐ κοινή ἐνέργεια ψυχῆς ἐστι καί σώματος; Δοκεῖ μοι τοίνυν ἀπερισκέπτως ὁ φιλόσοφος καί ταύτην τήν ψῆφον ἐνεγκεῖν, καθόλου περί τῶν μή καθόλου ἀποφηνάμενος. Ἔστι γάρ καί πάθη μακάρια καί κοιναί ἐνέργειαι ψυχῆς καί σώματος οὐ προσηλοῦται τῇ σαρκί τό πνεῦμα, ἀλλ᾿ ἐγγύς τῆς τοῦ Πνεύματος ἀξίας ἀνέλκουσαι τήν σάρκα καί ἄνω νεύειν καί αὐτήν ἀναπείθουσαι. Τίνες αὗται; Αἱ πνευματικαί, οὐκ ἀπό τοῦ σώματος ἐπί τόν νοῦν ἰοῦται, ὅ καί πρότερον εἴπομεν, ἀλλ᾿ ἀπό τοῦ νοῦ ἐπί τό σῶμα διαβαίνουσαι καί τοῦτο διά τῶν ἐνεργημάτων τε καί παθημάτων τούτων ἐπί τό κρεῖττον μετασκευάζουσαι καί θεουργοῦσαι. Καθάπερ γάρ κοινή ἐστι σώματος καί ψυχῆς ἡ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος λόγου τοῦ Θεοῦ θεότης, διά μέσης ψυχῆς θεώσασα τήν σάρκα, ὡς καί Θεοῦ ἔργον ἐκτελεῖσθαι δι᾿ αὐτῆς, οὕτως ἐπί τῶν πνευματικῶν ἀνδρῶν ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, διά μέσης ψυχῆς πρός τό σῶμα διαπορθμευομένη, πάσχειν καί αὐτῷ τά θεῖα δίδωσι καί μακαρίως συμπάσχειν τῇ ψυχῇ τά θεῖα πεπονθυίᾳ, ἥτις, ἐπεί πάσχει τά θεῖα, καί παθητικόν ἔχει τι δήπουθεν ἐπαινετόν καί θεῖον· μᾶλλον δέ, ἕν ὄν τό ἐν ἡμῖν παθητικόν, καί τοιοῦτον ἐκτελεῖσθαι πέφυκε».(Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς συχαζόντων, 2, 2, 12, 1-20, σελ. 518-519, Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἐπιμέλεια Παναγ. Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1962). Διαπιστώνουμε ἀπό τό ἀνωτέρω χωρίο ὅτι συμμετέχει στήν θέωση τό σῶμα καί τό παθητικόν μέρος τῆς ψυχῆς. Ἐπίσης ὅτι δέν ὑπάρχουν μόνο ψεκτά πάθη, ἀλλά καί ἔνθεα καί μακάρια. Ἡ Ὀρθόδοξη ἡσυχαστική ἄσκηση δέν ἀποσκοπεῖ στήν κατάργηση τῶν παθῶν, ἀλλά στή μεταστοιχείωσή τους ἀπό θεοστυγῆ σέ θεοφιλῆ πάθη. Ἀκόμη τό παθητικόν τῆς ψυχῆς δέν ἀπονεκρώνεται, ὅπως ἐπρέσβευαν οἱ Στωϊκοί, ἀλλά μεταμορφώνεται ἐπί τά κρείττω. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπαντώντας στόν Βαρλαάμ πού πρεσβεύει τήν ἀπονέκρωση τοῦ παθητικοῦ γράφει: «“ἄλλ᾿ ἐγώ”, φησίν, “οὐ τοῦτο τό πένθος ἡγοῦμαι ἀπαθές καί μακάριον· πῶς γάρ ἄν εἴη ἀπαθές ὅ τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ τῆς ψυχῆς παθητικοῦ τελεῖται; Πῶς δ᾿ ἄν εἴη ἀπαθής ὁ τό παθητικόν τοῦτ᾿ ἔχων ἐνεργόν, ἀλλά μή καθ᾿ ἕξιν νέκρωσιν αὐτοῦ τελέως ἐξεργασάμενος;”. Ἀλλ᾿ ἡμεῖς οὐ τοῦτ᾿ εἶναι ἀπάθειαν ἐδιδάχθημεν, ὦ φιλόσοφε, τήν τοῦ παθητικοῦ νέκρωσιν, ἀλλά τήν ἀπό τῶν χειρόνων ἐπί τά κρείττω μετάθεσιν αὐτοῦ καί τήν ἐπί τά θεῖα καθ᾿ ἕξιν ἐνέργειαν, ὁλικῶς ἀπεστραμμένου τά πονηρά καί ἐπεστραμμένου πρός τά καλά, καί οὗτος ἡμῖν ἀπαθής, ὁ τάς πονηράς ἕξεις ἀποκτησάμενος καί ἐν ταῖς ἀγαθαῖς πλουτήσας, ὁ “οὕτω ποιωθείς ταῖς ἀρεταῖς ὡς οἱ ἐμπαθεῖς ταῖς μή καλαῖς ἡδοναῖς”, ὁ οὕτως ὑποτάξας τό θυμικόν τε καί ἐπιθυμητικόν, ἅ συναμφότερα ἐστι τό τῆς ψυχῆς παθητικόν, τῷ γνωστικῷ καί κριτικῷ καί λογιζομένῳ τῆς ψυχῆς, ὡς οἱ ἐμπαθεῖς τῷ παθητικῷ τό λογιζόμενον». (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς συχαζόντων, 2, 2, 19, 20-30, σελ. 526, 1- 4, σελ. 527, Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἐπιμέλεια Παναγ. Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1962). Ὅπως ἐμφαντικῶς τονίζει ὁ π. Νικόλαος, ὁ Ὀρθόδοξος ἀσκητής ἀναβαίνει πρός τόν Θεό μέ τό σῶμα του καί βαστάζοντας ὁλόκληρη τήν δημιουργία. Μάλιστα σχετικά μέ τήν ἐνσώματη προσευχή ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀφιερώνει τήν δεύτερη ἀπόκριση τῆς πρώτης τριάδος τοῦ ἔργου του Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων στήν κατοχή τοῦ νοῦ ἐντός τοῦ σώματος κατά τήν προσευχή: «Οὐκ ἀσυντελές ἔνδον τοῦ σώματος πειρᾶσθαι κατέχειν τόν οἰκεῖον νοῦν» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὅ.π., σελ. 393 κ. ἑξ.). Ὁ Ὀρθόδοξος ἀσκητής κενοῦται ἐκ τοῦ ἰδίου φιλαύτου θελήματος, καταβαίνει πρός ὅλα τά ὄντα, τά προσλαμβάνει καί τά συνανυψώνει μαζί μέ τόν ἑαυτό του πρός τόν Θεό. Ἄς ἀκούσουμε ἐπ᾽ αὐτοῦ τόν π. Νικόλαο: «Προσεγγίζουμε κατόπιν τούτων τήν οὐσία τοῦ θέματός μας. Ποιός εἶναι ὁ τρόπος τῆς νέας, μή Πλατωνικῆς αὐτή τή φορά, ἀνάβασης ἤ ἔκστασης πρός τόν Θεό; Ἡ περιγραφή στήν ὁποία προβαίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος στόν Ζ’ Ἀντιρρητικό του (11, 36) μοιάζει ἐκπληκτική. Δύο εἴδη ἀνόδου πρός τό Θεό ὑπάρχουν, μᾶς λέγει. Ἡ πρώτη γίνεται διά τοῦ νοός καί μόνον. Αὐτή εἶναι ἡ ἄνοδος τῶν φιλοσόφων πρός τόν Θεό καί ὁ Παλαμᾶς δέν διστάζει νά τήν ὀνομάσει ἀπερίφραστα “φανταστικήν”, μή πραγματική δηλαδή καί γεμάτη μέ φανταστικά εἴδωλα γιά τόν Θεό. Τό δεύτερο εἶδος ἀνόδου εἶναι αὐτή τῶν ἀσκητῶν-θεολόγων. Αὐτή συμβαίνει, ὅπως συγκλονιστικά τό περιγράφει ὁ ἡσυχαστής ἅγιος, “μετά παντός εἴδους κτίσεως, ἵνα τό τῆς εἰκόνος ἀπηκριβωμένον ᾖ”– μέ ὁλόκληρη τή δημιουργία, οὕτως ὥστε νά εἶναι πλῆρες τό κατ᾿ εἰκόνα. Εὑρισκόμαστε στή θεολογική καί ἀνθρωπολογική καρδιά τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἡ ἔκσταση-ἄνοδος πρός τόν Θεό προϋποθέτει, μᾶς λέγει μ᾿ ἄλλα λόγια ὁ Παλαμᾶς, γιά νά εἶναι πραγματική καί ἀληθινή, μιά προηγούμενη βαθύτατη κίνηση καθόδου ἤ κένωσης, οὕτως ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά βαστάσει καί νά σηκώσει πρός τόν Θεό ὄχι μόνον ἑαυτόν ἀλλά ὁλόκληρη μαζί τή δημιουργία – τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἀλλά καί τά ὑπόλοιπα κτιστά ὄντα. Ὁ σταυρός αὐτῆς τῆς καθόδου ἀποτελεῖ τή μόνη ἀπαράβατη προϋπόθεση γιά τήν ἀναστάσιμη ἄνοδο τοῦ πιστοῦ πρός τόν Θεό. Ἡ ἔκσταση δέν εἶναι ἔτσι μιά κίνηση ἔξω ἀπό τήν φύση τῶν ὄντων (ὅπως ἀκριβῶς ἀντιλαμβάνονται σήμερα τό πρόσωπο οἱ σημερινοί Ὀρθόδοξοι περσοναλιστές θεολόγοι, ὡς ἔκσταση/ἔξοδο ἀπό τήν, ταυτιζόμενη μέ τήν τυφλή ἀναγκαιότητα ἤ καί τήν πτώση φύση), ἀλλά μιά ἔκσταση προσωπική τῆς ἴδιας τῆς κτιστῆς φύσεως πρός τόν Θεό. Ἐπιπλέον ἡ ἔκσταση/ἄνοδος αὐτή εἶναι ἀποφασιστικά καί μόνον κοινωνική, ὄχι ὑπό τήν ἔννοια πώς τό συγκεκριμένο πρόσωπο καταργεῖται ἀλλά, ἀντιθέτως, τοῦτο τό τελευταῖο ἀκριβῶς καθολικοποιεῖται. Ἔκσταση καί κοινωνική καθολικοποίηση φαίνεται ἔτσι νά συμπίπτουν: ἡ μία ἀποδεικνύει τήν ἀλήθεια τῆς ἄλλης. Τό γεγονός αὐτό μᾶς ἐπιτρέπει νά ὁμιλοῦμε γιά τήν ἔκσταση καταρχήν ὡς κάθοδο, σταυρική κίνηση πρός περιχώρηση καί βασταγμό ὅλου τοῦ Εἶναι, ἡ ὁποία, αὐτή καί μόνη, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἔκσταση ὡς ἄνοδος εἶναι πραγματική καί κατά Θεόν ἀληθινή. Εἶναι μ᾿ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἔννοια πού μποροῦμε ἀκριβῶς νά ὑποστηρίξουμε πώς ὁ Ὀρθόδοξος Ἡσυχασμός, ὅταν εἶναι θεολογικά ὑγιής, δέν ἀποτελεῖ τίποτα ἄλλο παρά βιωμένη ἐκκλησιολογία...» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ.π., σσ. 163-164-165).
Ὁ π. Σωφρόνιος ἐντάσσεται ὀργανικά στήν μακραίωνη Πατερική ἡσυχαστική παράδοση. Μάλιστα κατά τόν π. Νικόλαο παρατηροῦνται στόν π. Σωφρόνιο καί οἱ δύο ἀνωτέρω περιγραφεῖσες μορφές κενώσεως: Ἡ θεοεγκατάλειψη καί ἡ περιχώρηση τῶν πάντων, ὅλης τῆς πάσχουσας κτίσεως. Μέ τήν θεοεγκατάλειψη ὁ ἀσκητής κενοῦται ἀπό κάθε ναρκισσική ἀπόλαυση τῆς χάριτος, ἀπό κάθε ἐγωκεντρική αὐταρέσκεια, φθάνει σέ βάθος ταπεινώσεως καί ἀνιδιοτελοῦς, “καθαρᾶς” ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους του. Ἔτσι προσλαμβάνει ὅλη τήν πάσχουσα δημιουργία, κατά τό πρότυπον τοῦ Χριστοῦ, «τοῦ αἴροντος τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», καί τήν ἀνυψώνει στόν Θεό. Αὐτή εἶναι οὐσιαστικά ἡ Γεθσημάνιος προσευχή – ἀσκητική καί λειτουργική – ὑπέρ ὅλης τῆς πεπτωκυίας ἀνθρωπότητος. Ὅπως σημειώνει ὁ π. Νικόλαος ἡ ἐσωτερικότητα συμβαδίζει μέ τήν πιό βαθιά κοινωνικότητα. Ἡ ἐσωτερικότητα αὐτή δέν εἶναι ψυχολογισμός, ἀλλά ὀντολογική ἀλλοίωση τοῦ ἔσω ἀνθρώπου ἐπί τό θειότερον. Ἄς ἀκούσουμε τόν ἴδιο τόν π. Νικόλαο: «Στή σκέψη τῶν νεωτέρων προσωπολόγων συναντᾶ κανείς μιάν ἀγιάτρευτη ἀλλεργία πρός ὁποιασδήποτε μορφή ἐσωτερικότητας, ἐσωστρέφειας ἤ ἀκόμα καί συνειδητῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, πράγματα τά ὁποῖα ἐκλαμβάνονται συλλήβδην ὡς δῆθεν ψυχολογισμός. Οἱ θεολόγοι αὐτοί ἐλάχιστα δυστυχῶς κατανοοῦν τήν Πατερική ἀσκητική παράδοση καί, ἐν προκειμένῳ, τή θεολογία τοῦ π. Σωφρονίου. Ἐδῶ ἡ ἐσωτερικότητα ἤ ἡ ἐσωστρέφεια δέν εἶναι ψυχολογισμός ἀλλά καθαρή ὀντολογία. Ὁ “ἔσω ἄνθρωπος” (ἔκφραση καθαρά ὡς γνωστόν Βιβλική) δέν εἶναι ἐδῶ παρά ὁ χῶρος τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, τῆς ἐλευθερίας δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου, ὁ χῶρος δηλαδή ὅπου τελεσιουργεῖται (συνειδητά βεβαίως καί ἐν συναισθήσει καί ὄχι ἀσυνειδήτως ἤ ἀσυναισθήτως!) τό μυστήριο τῆς καθολικοποίησης τοῦ ἀνθρώπου, μέσω τῆς ταπεινῆς καί κενωτικῆς “συνεργείας” τοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρώπου μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ.π., σελ. 170).
Ἀκροτελευτίως στό κεφάλαιο αὐτό ὁ π. Νικόλαος γράφει: «Ἡ Δυτική θεολογία γνωρίζει πολύ καλά τή διανοητική ἄνοδο πρός τόν Θεό, χωρίς τό σῶμα καί τήν κοινότητα, μέσω κυρίως τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη. Βρίσκεται στό κρίσιμο σημεῖο μάλιστα τοῦ ν᾿ ἀρχίσει νά κατανοεῖ τόν μάταιο ἰδεαλισμό, τόν φροῦδο ἀτομικισμό ἀλλά καί τήν παθητικότητα πού ἐγκλείει ἡ ἄνοδος αὐτή, ἀφοῦ δέν διαθέτει οὔτε πραγματική κοινωνικότητα, οὔτε διαλογική συνεργία Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη νά βρεθοῦν Ὀρθόδοξοι θεολόγοι σήμερα νά μιλήσουν στήν Δύση γι᾿ αὐτήν τήν ἄνοδο διά τῆς περιχωρητικῆς καθόδου, γιά τήν ψυχοσωματική καί κοινωνική μετά πάντων τῶν ὄντων μετοχή στόν Θεό, ἡ ὁποία διορθώνει τήν ὀλέθρια φανταστική-διανοητική θέα Του. Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει ἀπίστευτα καθυστερήσει στό νά καταλάβει καί νά ἐξηγήσει ὅλα αὐτά...» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, ὅ.π., σσ. 172-173). Θεωρῶ πολύ σημαντικές τίς ἀνωτέρω ἐπισημάνσεις τοῦ π. Νικολάου. Μάλιστα δέ ἄν σκεφθεῖ κανείς πώς ἡ σύγχρονη φιλοσοφία καί Παιδαγωγική μιλάει γιά σωματική κατανόηση πέρα ἤ συμπληρωματικά πρός τήν μυθική, τήν ρομαντική καί τήν φιλοσοφική κατανόηση (Βλ. Kieran Egan, Ὁ πεπαιδευμένος νοῦς. Πώς τά νοητικά ἐργαλεῖα διαμορφώνουν τήν κατανόησή μας, μετάφραση Εὐάγγελος Μουρίκης, ἐπιμέλεια-εἰσαγωγή Γιάννης Χατζηγεωργίου, ἐκδ. Ἀτραπός, Ἀθήνα 2005). Ἀκόμη ἡ σύγχρονη φιλοσοφία καί Παιδαγωγική μιλάει γιά ἐνσώματη κατανόηση (embodied cognition) καί ἐνσώματη γνώση (embodied knowledge) (Βλ. Μάριος Ποῦρκος (ἐπιμ.), Ἐνσώματος νοῦς, πλαισιοθετημένη γνώση καί ἐκπαίδευση: προσεγγίζοντας τήν ποιητική καί τόν πολιτισμό τοῦ σκεπτομένου σώματος, ἐκδ. Gutemberg, Ἀθήνα 2008).
ΣΧΟΛΙΟ : Η ΠΟΛΥΜΑΘΕΙΑ ΓΕΝΝΑ ΤΗΝ ΗΜΙΜΑΘΕΙΑ. Νομίζουμε είναι αργά πλέον γιά τόν Λουδοβίκο νά γυρίσει πίσω. Είναι η ασθένεια τών οικουμενιστών καί τού κληρικαλισμού. Ο Νούς στήν Δυτική πνευματικότητα, μετά τόν Κάντ είναι φαντασία. Ο θεός τών αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων είναι κτίσμα δέν είναι φαντασία, είναι τό γνωστό summum bonum. Τό κτιστό από τό άκτιστο, δέν τό χωρίζει η άβυσσος. Η άβυσσος αυτή είναι επινόηση τού Κάντ καί πεποίθηση τής συγχρόνου φυσικής επιστήμης. Όταν ο Χέγκελ δηλώνει τήν επιστροφή τού πνεύματος στόν εαυτό του, εννοεί τήν επιστροφή στόν Νού. Άβυσσος χωρίζει τήν αΐδιο Τριάδα, από τήν κτίση. Οι άκτιστες ενέργειες δρούν καί συντηρούν αιωνίως τήν δημιουργία.
Τί εννοούμε «οι πατέρες λένε...» ποιοί είναι αυτοί; Υπάρχουν θεολόγοι μεγάλοι, άγιοι. Στόν οίκο τού Πατρός μου πολλαί μοναί εισίν.
Αγαπητέ κ.Σχοινά τί  έχετε νά πείτε γιά το εξής απόσπασμα τού Αγίου Μαξίμου : 104, τόμος 14 Α, Μερετάκης.
«Όσα μετά Θεόν καί εκ Θεού τό είναι έχει, εξ’ουσίας καί ποιότητος , ήτουν δυνάμεως είναι. Τουτέστιν εξ’ουσίας καί συμβεβηκότος .... καί η ψυχή, νούς υπάρχουσα κατά τήν δύναμιν αυτής έχει ώς αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ώς είναι τόν λόγον τόν εν τώ νώ.»
Ο Απόστολος Παύλος καί ό Άγιος Συμεών επιμένουν: μέ σώμα ή χωρίς σώμα ούκ οίδα. Εσύ Λουδοβίκε πώς οίδες; Τό σημερινό σώμα είναι τό Εγώ τού ανθρώπου τό οποίο είναι εφεύρημα σωτηρίας τής νεωτερικότητος καί δέν υπήρχε στήν εποχή τών Πατέρων.
Άγιος Μάξιμος, Απορία 6, τόμος 14 Β.
Διττός εν ημίν τής εκ Θεού γεννήσεως ο τρόπος. Ο μέν πάσαν δυνάμει παρούσαν τοίς γεννωμένοις διδούς τήν χάριν τής υιοθεσίας, ο δέ κατ’ενέργειαν όλην παρούσαν καί τήν τού γεννωμένου πάσαν πρός τόν γεννώντα Θεόν προαίρεσιν γνωμικώς μεταπλάττουσαν εισάγων.
Πού βρήκες όλη τήν κτίση στήν θέωση. Στή μυσταγωγία όπως τήν ερμήνευσε ο Ζηζιούλας;
ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΝΑ ΖΗΤΑΜΕ ΤΟ ΕΝ ΟΥ ΕΣΤΙΝ ΧΡΕΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΝ ΑΥΤΟΙ ΟΝΟΜΑΖΟΝΤΑΙ ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ;
Αμέθυστος