Τρίτη 31 Μαΐου 2022

Αρκεί να είναι Καινούργιο. Η εμμονή της σύγχρονης εποχής - του Roberto Pecchioli

 

Η εμμονή με όλα όσα είναι καινούργια είναι ένα από τα πιο εκπληκτικά χαρακτηριστικά της εποχής μας. Είναι μια μανία, μια πραγματική μαζική παθολογία, μια ασθένεια της ψυχής, η νεομανία. Ακόμη και διανοούμενοι από το προοδευτικό στρατόπεδο το έχουν συνειδητοποιήσει. Ο Ορθόδοξος κομμουνιστής Alberto Asor Rosa έγραψε πριν από αρκετά χρόνια: ζούμε σε ένα παρόν που χαρακτηρίζεται από την απουσία κανόνα και από την παρουσία πολλών μεταβατικών κανόνων. Όλα πρέπει να είναι πάντα νέα, πρωτόγνωρα. Ο ψυχαναλυτής Massimo Recalcati παρατηρεί ότι έχουμε μπερδέψει το «καινούργιο» με το διαφορετικό, μια απόδραση από το «ίδιο» που μας βαράει, οπότε η ένταση που μας ωθεί προς το νέο είναι μια απόδραση από την έλλειψη, από την απουσία, ότι μας ταλαιπωρεί.

Ακόμη πιο ξεκάθαρο είναι ένα απόσπασμα από μια παλιά Εγκυκλοπαίδεια της Μόδας, σύμφωνα με την οποία «με την έλευση της καπιταλιστικής κοινωνίας αρχίζει αυτό το είδος εμμονής με το νέο, η νεομανία, της οποίας τα ρούχα της μόδας αντιπροσωπεύουν μια από τις πιο εντυπωσιακές πτυχές». Πρόκειται για επιμέρους αλήθειες, από τις οποίες ξεφεύγει ο πυρήνας του ερωτήματος. Η λαχτάρα για το νέο είναι η κόρη της ανθρωπολογικής ρήξης της νεωτερικότητας με όλο το παρελθόν, σύμβολο και συνέπεια της απώλειας της πνευματικής και υπερβατικής διάστασης του δυτικού ανθρώπου. Η συνεχής αναζήτηση για καινοτομία γίνεται αντίδοτο στην αγωνία για μια ανθρωπότητα που στερείται το υψηλότερο μέρος του εαυτού της, ένα φαινόμενο εικονικού φαρμάκου που επιβάλλει όλο και μεγαλύτερες δόσεις «νέου». Ένας επιπλέον εθισμός, που ξορκίζει το άγχος και την έλλειψη νοήματος δημιουργώντας ένα αιώνιο παρόν.

Ο Αλμπέρ Καμύ ένιωσε κάτι, για το οποίο το μέλλον είναι η απόλυτη υπέρβαση των ανθρώπων χωρίς Θεό. Ο συγγραφέας του Ξένου και της Πανούκλας, άθεος, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ότι κάθε μέλλον, για τον σύγχρονο άνθρωπο, είναι η ανοιχτή πόρτα στο Τίποτα. Το Νέο είναι το αληθινό υποκατάστατο της υπέρβασης, το υποκατάστατο της χαμένης ελπίδας από άτομα μεταμορφωμένα σε στατιστικά στοιχεία (Γκαμπριέλ Μαρσέλ), που κατατρώγονται από την αγωνία, «τη θεμελιώδη διάθεση που μας φέρνει αντιμέτωπους με το Τίποτα» (Χάιντεγκερ). Συνθήκη της νεωτερικότητας ψευδώς φωτισμένη από τον Διαφωτισμό, που εξυψώνει τον άνθρωπο στη θεωρία και τον υποβιβάζει στην πράξη, η αγωνία καταπραΰνεται μέσω του Νέου, της υποχρεωτικής έκρηξης αδρεναλίνης που σου επιτρέπει να αντέχεις τη δυσαρέσκεια του παρόντος χωρίς να πέσεις στο σκοτάδι.

Περί θείας ενώσεως και διακρίσεως - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (2)

  ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ

Και ότι ως προς τον Θεόν διδαχθήκαμε ότι υπάρχει διάκρισις, όχι μόνον κατά τις υποστάσεις, αλλά και κατά τις κοινές προόδους και ενέργειες, και ότι παραλάβαμε να φρονούμε αυτόν άκτιστον τόσο κατά την ένωσιν όσον και κατά την διάκρισιν, έστω και αν τούτο δεν αρέσει στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο.


Συνέχεια από: Κυριακή 17 Απριλίου 2022

5.  Ας επαναλάβουμε λοιπόν και εμείς τις πρότερες θεολογικές διατυπώσεις τού μεγάλου θεολόγου, ας διευκρινίσουμε καθεμιά κατά δύναμιν και ας δώσουμε αληθινή πίστη στα δεικνυόμενα από αυτές. «Πράγματι σε όλη την θεολογία συμπλέκεται το ρητό με το άρρητο», για να εκφρασθούμε κατά τον ίδιον, «και το μεν ένα μέρος της ως μυστικό και τελετουργικό δρα και ενιδρύει στον Θεό με τις αδίδακτες μυσταγωγίες, το δε άλλο ως φιλόσοφο και αποδεικτικό πείθει και χρειάζεται την αλήθεια των λόγων», την οποία πρέπει να εμφανίσουμε εμείς τώρα κατά την δύναμίν μας με βάση τους λόγους τούτους τού μεγάλου ανδρός σαν αναπόδεικτες και αυτόπιστες αρχές. Διότι αυτός είναι περισσότερο από κάθε άλλον αξιόπιστος μυσταγωγός σε αυτά τα ζητήματα, και από αυτόν σχεδόν πρώτον, καθώς και τον συμφώνως προς αυτόν διδάξαντα Ιερόθεον, έχει μυηθεί τα στοιχεία τής θεολογίας η Εκκλησία, ώστε μερικά από αυτά να έχουν επιγραφεί και Στοιχειώδεις Θεολογίες. «Μετά την διαπραγμάτευση λοιπόν και ανάπτυξη κάθε πλευράς τής ενωτικής και τής διακριτικής θεολογίας», λέγει ο μέγας Διονύσιος, «έτσι σπεύδουμε εμείς να ενώσουμε και να διακρίνουμε τα θεία με τον λόγον», τα θεία μόνο, όχι τα θεία και τα κτίσματα. Πώς δε έτσι; «Όπως αυτά», λέγει, «τα θεία και ενώνονται και διακρίνονται», όχι τα κτίσματα και ο Θεός. Επομένως όλες οι διακρίσεις είναι αντίστοιχες με τις ενώσεις του Θεού και παραμένουν άκτιστες, εφ’ όσον οι ενώσεις είναι άκτιστες. Και κανείς φρόνιμος άνθρωπος δεν θα έλεγε κάποια από τις διακρίσεις αυτές κτιστή, πειθόμενος στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο, για να μην υποβιβάσει σε κτίσμα και την αντίστοιχό της ένωσιν, μάλλον δε για να μην κηρύξει κτιστές όλες με την μία, και τις ενώσεις και τις διακρίσεις˙ διότι είναι ομοταγείς και για αυτές λέγεται συμπεριληπτικώς ότι είναι θείες, καθ' όσον ως προς το θείο δεν έχουν καμία διαφορά μεταξύ των.

Ο δε μέγας Διονύσιος αφαιρώντας και αυτήν την απροφάσιστο πρόφασίν του προσθέτει: «όσες λοιπόν θεοπρεπείς αιτίες, δηλαδή τρόπους, τούτων των ενώσεων και διακρίσεων βρήκαμε στα ιερά λόγια, εκθέσαμε σε ιδιαίτερα για την καθεμιά κεφάλαια». Επομένως επί του Θεού υπάρχουν διαφορετικές ενώσεις και διακρίσεις˙ όλες όμως είναι ομού θεοπρεπείς, δηλαδή παραπλησίως άκτιστες. Και στο προ αυτού χωρίο ο μέγας ονομάζει θεία διάκριση «την αγαθοπρεπή πρόοδο, καθ’ όσον η θεία ένωσις λόγω αγαθότητος πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται υπερηνωμένως». Έπειτα δε και την γενική (καθόλου) λεγομένη αυτή πρόοδο διακρίνει σε πολλές προόδους, λέγοντας ότι αυτές είναι οι «ουσιώσεις», οι «ζωώσεις», οι «σοφοποιήσεις».
8. Πράγματι τί αντιλαμβανόμεθα εκ των κτισμάτων; Ότι δημιουργός τούτων ο Θεός. Εάν δε είναι δημιουργός τοιούτων (πραγμάτων), είναι επίσης αγαθός και σοφός και δυνατός. Ως προς αυτά λοιπόν γνωρίζουμε τον Θεό από τα κτίσματα του και όχι ως προς την ουσία, καθώς και ο Παύλος εδίδαξε εμάς, λέγοντας ότι «τα αόρατα του Θεού από της κτίσεως του κόσμου καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων, τόσον η αΐδιος δύναμις αυτού όσον και η θειότης». Άραγε η ουσία του Θεού καθοράται νοούμενη διά των ποιημάτων; Όχι βεβαίως˙ διότι τούτο αποτελεί δείγμα τής παραφροσύνης του Βαρλαάμ και του Ακίνδυνου και πριν από αυτούς τής παραφοράς του Ευνομίου˙ πράγματι και αυτός πριν από αυτούς και σύμφωνα με αυτούς γράφει ότι εκ των ποιημάτων δεν νοείται τίποτε άλλο παρά η ίδια η ουσία του Θεού. Ο θείος απόστολος όμως παν άλλο παρά αυτά διδάσκει. Πράγματι προδιδάξας ότι «το γνωστόν του Θεού είναι φανερόν» και δείχνοντας ότι υπάρχει και κάτι άλλο επάνω από το γνωστόν τούτο του Θεού, το όποιον αυτός εφανέρωσε σε όλους τους έχοντας νουν, έπειτα προσέθεσε: «τα αόρατα αυτού (του Θεού) από της κτίσεως του κόσμου καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων». Τί δε είναι το γνωστόν του Θεού, θα το μάθεις κατά τον εξής τρόπον.  Ερμηνεύοντες τούτο οι θεοφόροι πατέρες λέγουν˙ του θεού μέρος μεν είναι άγνωστον, δηλαδή η ουσία αυτού, μέρος δε γνωστόν, δηλαδή όλα τα γύρω από την ουσία, δηλαδή η αγαθότης, η σοφία, η δύναμις, η θειότης ή μεγαλειότης, τα οποία ο Παύλος χαρακτηρίζει και ως αόρατα, νοούμενα διά των ποιημάτων. Τα δε γύρω από την ουσία του Θεού ταύτα νοούμενα από των κτισμάτων, πώς θα ήσαν και αυτά πάλι κτίσματα;

9.  Έτσι λοιπόν ένας άκτιστος θεός υπάρχει εν μίαν ακτιστον θεότητα, διότι δεν είναι άκτιστος μόνον κατά την από πάσης πλευράς εντελώς ακατάληπτη ουσία, αλλά και κατά τα γύρω από την ουσία, τα οποία κατά τον θείο Παύλο νοούνται από τα κτίσματα. Ο Βαρλαάμ δε και ο Ακίνδυνος αποκαλούν κτιστά αυτά τα αόρατα, τα γύρω από την ουσία του Θεού, την αγαθότητα, την σοφία, την δύναμιν, την θειότητα ή μεγαλειότητα, και τα παραπλήσια με αυτά, επειδή είναι γύρω από την ουσία του Θεού, αλλά δεν είναι ουσία.
11. O Βαρλαάμ λοιπόν και o Ακίνδυνος, βλέποντες τα αποτελέσματα τών θείων ενεργειών υπό κατάσταση άκρας παραφροσύνης, αμβλυωπούν προς αυτές τις ενέργειες. Ο δε μέγας Διονύσιος εξυμνήσας αυτές σε δώδεκα βιβλία -διότι δεν υμνεί κενό ήχο ονομάτων αλλά τα υπ’ αυτών σημαινόμενα- λέγει και εδώ αφού διευκρινίσει την κατά τις υποστάσεις τού Θεού διάκρισιν «επειδή θεία διάκρισις είναι και η αγαθοπρεπής πρόοδος, οι ακατάσχετες (άσχετες) μεταδόσεις είναι ηνωμένες κατά την θείαν διάκρισιν». Μεταδόσεις δε εκάλεσε εδώ όλες μαζί τις προόδους και ενέργειες του Θεού. Προσέθεσε δε ότι αυτές είναι ακατάσχετες, για να μη νομίσει κανείς ότι είναι τα αποτελέσματα, όπως επί παραδείγματι η μερική ουσία εκάστου όντος ή η αισθητή ζωή στους ζώντες οργανισμούς ή ο λόγος και νους ο ευρισκόμενος μέσα στα λογικά και νοερά. Πώς θα ήταν δυνατόν να είναι αυτά στον Θεό και ακατάσχετα, αφού είναι κτιστά; Πώς δε οι ακατάσχετοι πρόοδοι και μεταδόσεις του Θεού θα ήσαν κτίσματα, αφού η ακατάσχετος μετάδοσις βρίσκεται φυσικώς μέσα στον μεταδίδοντα, ακριβώς όπως βλέπουμε επί του φωτός; Βαθμιαία δε ο μέγας (Διονύσιος) απαριθμεί λεπτομερώς τις μεταδόσεις αυτές. Πράγματι, αφού είπε «οι ακατάσχετες μεταδόσεις», λέγει στη συνέχεια «οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις, οι άλλες δωρεές τής αγαθότητος αίτιας των πάντων, κατά τις οποίες ξεκινώντας από τις μετοχές (άκτιστες θείες ενέργειες) και τους μετέχοντες (κτίσματα) υμνούνται τα αμεθέκτως μετεχόμενα». Ποια είναι αυτά; Ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.

12.  Υμνούνται λοιπόν αυτά υπό των θεολόγων εκ των μετεχόντων, δηλαδή εξ εκείνων τα όποια έχουν την ύπαρξιν εκ μετοχής, δηλαδή των κτιστών˙ άλλα και εκ των μετοχών, δηλαδή τών μεταδόσεων, οι οποίες δεν έχουν διά μετοχής την ύπαρξη, διότι τότε δεν θα ήσαν μετοχές αλλά μετέχοντα. Εάν δε δεν έχουν την ύπαρξη διά μετοχής, δεν είναι ούτε κτιστές˙ εφ’ όσον δε δεν είναι κτιστές, δεν είναι ούτε εκτός του Θεού, αλλά είναι εξ αυτού και εις αυτόν, όπως στην συνέχεια δεικνύει ο μέγας Διονύσιος. Επομένως το θείο δεν είναι άκτιστο μόνον κατά την ουσία και κατά την διάκριση των τριών υποστάσεων, αλλά και κατά την διάκριση των προόδων τούτων και ενεργειών, οι οποίες είναι μέτοχοι (μετοχές) των όντων, αλλά δεν έχουν την ύπαρξη διά μετοχής˙ διότι εάν η μετοχή έχει την ύπαρξη διά μετοχής, και αυτή πάλι θα έχει τούτο δι’ άλλης μετοχής, και αυτή πάλι θα έχει τούτο δι’ άλλης μετοχής, και αυτή πάλι δι’ άλλης και τούτο επ’ άπειρον.

13.  Επιπλέον το μετεχόμενο αναγκαίως προϋπάρχει των μετεχόντων. Οι δε μετοχές μετέχονται από όλα τα κτίσματα˙ επομένως προϋπάρχουν όλων των κτισμάτων δηλαδή είναι άκτιστες. Και όμως κανένα κτίσμα δεν είναι υπέρ τα όντα. Τις μετοχές δε αυτές και αρχές και θείες δωρεές, αν και τις ονομάζει όντα ο μέγας Διονύσιος, όμως σε πολλά σημεία (των συγγραμμάτων του) λέγει ότι είναι υπέρ τα όντα. Αλλά και παραδείγματα των όντων είναι αυτές προϋπάρχοντας στον Θεό καθ’ υπερούσιον ένωσιν. Πώς λοιπόν θα ήταν δυνατόν να είναι αυτές κτίσματα; Στην συνέχεια δε διδάσκων και τί είναι αυτά τα παραδείγματα επιλέγει˙ «παραδείγματα δε λέγομε ότι είναι οι στον Θεό (εν Θεώ) ουσιοποιοί και ενιαίως προϋπάρχοντες λόγοι των όντων, τους οποίους η θεολογία καλεί προορισμούς, καθώς επίσης και θεία και αγαθά θελήματα καθοριστικά και ποιητικά των όντων, σύμφωνα με τους οποίους ο υπερούσιος δημιουργός προώρισε και παρήγαγε όλα τα όντα». Πώς λοιπόν οι προορισμοί και τα θεία θελήματα, τα ποιητικά των όντων, είναι δυνατόν να είναι κτιστά; Και πώς δεν φανερώνονται ότι καταβιβάζουν την πρόνοια του Θεού σε κτίσμα όσοι θεωρούν κτιστές τις προόδους και ενέργειας αυτές; Διότι η ουσιοποιός και ζωοποιός και σοφοποιός, και απλώς η ποιητική και συνεκτική των κτιστώς όντων ενέργεια είναι αυτά ακριβώς τα θεία θελήματα και οι θείες δωρεές της αγαθότητος, αιτίας των πάντων, οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις.

14. Ας μαρτυρήσει δε με εμάς ο θείος Μάξιμος, ο οποίος γράφει στα Σχόλια ότι η ποιητική πρόνοια των όντων είναι οι πρόοδοι αυτές του Θεού˙ «είναι δε κοινές της τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος οι δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες», δηλαδή οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις. Με το να βεβαιώσει ότι αυτές είναι πολλές και διακεκριμένες έδειξε ότι αυτές δεν είναι η ουσία του Θεού διότι αυτή είναι μία και εντελώς αδιαίρετος. Επειδή δε επιβεβαίωσε και ότι είναι κοινές τής τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος, παρέστησε σε εμάς ότι δεν είναι ούτε ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα˙ διότι κανένα από αυτά δεν είναι κοινή ενέργεια των τριών. Με το ότι δε δεν ονόμασε αυτές μόνον πρόνοιες και αγαθότητες, αλλά και δημιουργικές, έδειξε ότι είναι άκτιστες. Αλλιώς, το δημιουργικό θα είναι δημιουργημένο, επομένως θα είναι δημιουργημένο από άλλο δημιουργικό και εκείνο πάλι από άλλο, και τούτο προχωρούν στο έσχατο σημείο ουτοπίας δεν θα σταματήσει να βαδίζει προς το άπειρον.[Εδώ βρίσκεται φωτισμένη η νέα αίρεση τού spiritus creator]

ΣΧΟΛΙΟ:
Το Άγιο Πνεύμα ως «motor omnis creature» ενεργεί στην ιστορία της ανθρωπότητας με τρόπο διαλεκτικό: καταστρέφει και δημιουργεί, κινεί και δίνει ησυχία, σκοτώνει και ζωογονεί, είναι πόλεμος και ειρήνη, υποταγή και συμφιλίωση, οξύτητα και απαλότητα, τρόμος και χαρά, ανάθεμα και έλεος, κρίση και παρηγοριά. Αυτή η θεολογία του Πνεύματος δεν μπορεί να περιοριστεί  σε μια συγκεκριμένη μορφή έκφρασης του Πνεύματος: ο λόγος του Ευαγγελίου είναι μόνο μια από τις εμφανίσεις Του, όπως η εμφάνιση (γνωστοποίηση) στον λόγο της δημιουργίας, στην πολλαπλότητα των δωρεών της χάριτος, στην εσωτερική φωτιά της έμπνευσης. Κατά την έκπτυξη του Αγίου Πνεύματος αναδύεται ένα εξαιρετικά σημαντικό χαρακτηριστικό: πριν εμφανιστεί στις πολλαπλές μορφές των χαρισμάτων, διαποτίζει ενεργά το σύμπαν. Πριν ανυψώσει την ιστορία σε ιστορία της σωτηρίας, δίνει παλμό στην φύση. Πριν προβληθεί στην ιστορία της σωτηρίας ως δημιουργός του νέου, ως ο νικητής του θανάτου και ως ανανεωτής της ζωής, αποκαλύπτεται στο σύμπαν ως δημιουργός. Πριν κινηθεί στα πνεύματα των σοφών, αιωρείται πάνω από τα ύδατα. Πριν απευθυνθεί με τον λόγο του Ευαγγελίου στον κόσμο, μιλά δια των προφητών της παλιάς ανθρωπότητας. Όλα όμως στοχεύουν στην γέννηση της κοινότητας, στην οποία ο κόσμος θα βρίσκεται στην τάξη του Αγίου Πνεύματος. Εκείνης της κοινότητας που έχει ως χαρακτηριστικό το «paxquiesgaudium» (ειρήνη, ησυχία, χαρά). Στην θεολογία αυτή περί Αγίου Πνεύματος βρίσκεται ένα πυρακτωμένο μεταρρυθμιστικό στοιχείο: γνωρίζει πως η ανανεωτική δύναμη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να στραφεί και εναντίον υφιστάμενων τάξεων (οργανώσεων), που εναντιώνονται στην πραγμάτωση του. Δεν πρέπει μάλιστα να διστάσει ούτε μπροστά στους θεσμούς εκείνους που κάποτε ιδρύθηκαν εν ονόματι του Θεού, ο χρόνος των οποίων τελείωσε και πρέπει να κάνουν τόπο για τις νέες δημιουργίες του Αγίου Πνεύματος. Ο Ιωακείμ λοιπόν, έγινε ο πατέρας των μεταρρυθμιστών. Στα μάτια όμως των δυνάμεων που απειλούνται από τους μεταρρυθμιστές αυτούς, είναι ο αιρετικός. 

Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΜΕ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΒΑΣΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΑΝ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ.

ΠΑΠΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ-ΠΕΡΙ ΜΑΡΙΟΛΟΓΙΑΣ (1)

Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ.
Προλογικά γενικά θέματα και ιστορικο-θεολογικές αναφορές.
         
1. Η θέση της μαριολογίας στο εσωτερικό της Χριστολογίας.
  
       
Είναι απαραίτητη μία ιδιαίτερη δικαιολόγηση  τού γεγονότος ότι εκεί, όπου μιλάμε για "το γεγονός του Χριστού σαν έργο του Υιού", πρόκειται επίσης και για την θέση τής Μαρίας. Αυτή η δικαίωση βρίσκεται στην φράση: "το γεγονός του Χριστού δέν θα είχε ολοκληρωθεί χωρίς την Μαρία". Μία παρόμοια δήλωση θα μπορούσε να εκληφθεί με έναν τρόπο καθαρά ορθολογικό και τότε δέν θα διέθετε την ακραία της δύναμη! Ο  ορθολογικός στοχασμός θα έπρεπε να ξεκινήσει απο την αρχή ότι ό Θεός θα μπορούσε να λυτρώσει την ανθρωπότητα χωρίς την μητρότητα τής Μαρίας σχετικά με τον Χριστό, μάλιστα δέ ακόμη και το γεγονός του Χριστού θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί χωρίς αυτή! Ο στοχασμός μπορεί να εδραιώσει στην συνέχεια τό γιατί άραγε η οδός την οποία επέλεξε ο Θέος υπήρξε η πλέον συμφέρουσα και ποιά αγαθά πραγματοποήθηκαν μέσω αυτής!
          Στην ιστορικο-σωτηριώδη προοπτική ένας παρόμοιος στοχασμός δέν απορρίπτεται, ούτε διαγράφεται. Αλλά σ'αυτόν δίνεται a'priori μεγαλύτερο βάρος στο γεγονός ότι ο Θεός εισήγαγε την σωτηριώδη του πράξη στην ανθρώπινη ιστορία σαν ένα Όλον. Το γεγονός των ιστορικών σχέσεων και των προσωπικών του Θείου σχεδίου της σωτηρίας είναι μία καθολική κατηγορία, γίνεται ένα a'priori που δέν είναι αναγκαίως μεταφυσικό, αλλά Θεολογικό, θεμελιωμένο στην αποκάλυψη! Και μόνον σ'αυτή την οπτική προσλαμβάνει την πλήρη της σπουδαιότητα η δήλωση: το γεγονός του Χριστού δέν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την Μαρια! Έτσι λοιπόν θέλει να πεί: Όπως ο Θεός δέν εργάζεται την σωτηρία τής ανθρωπότητος έξω απο την ανθρωπότητα και την ιστορία της, αλλά μέσω τής εισόδου του στην ιστορία με την ενσάρκωση, έτσι δέν ενεργεί την ενσάρκωση χωρίς μία ακραία διείσδυση στην δομή του ανθρωπίνου είναι, χωρίς την μητρότητα της Μαρίας.
          "Χωρίς την Μαρία, δέν είναι μία οποιαδήποτε διαβεβαίωση μίας τυχαίας ιστορικής στιγμής. Ακόμη και στην περίπτωση που δέν θα είχε προσληφθεί στο Θείο σχέδιο, ο Χριστός, για την ολοκλήρωση της Γραφής, εγεννήθη στην Βηθλεέμ, στην απογραφή του Quirino. Ακόμη και εδώ υπάρχει μία ιδιαιτερότης τής ιστορίας τής σωτηρίας σύμφωνα με την οποία ο μεσσίας έπρεπε να προέρχεται απο την πόλη του Δαυίδ. Ενώ όμως αυτή η ιδιαιτερότης προσφέρει μία λεπτομέρεια εξωτερική στο γεγονός του Χριστού, η μητρότης της Μαρίας αφορά τον τρόπο, αν όχι την ουσία της ίδιας τής ενσάρκώσεως!
          Εάν στην ενσάρκωση του Υιού, εναπόκειται μία απο τις θεμελιώδεις αλήθειες της πίστεως, τότε ο τρόπος αυτής της ενσαρκώσεως, η μητρότης τής Μαρίας, Θεολογικά υπέρτατης σημασίας, έχει χρείαν ενός προσεκτικού στοχασμού, πρέπει να ερευνηθεί στην πληρότητα τού περιεχομένου του και είναι πιθανόν σ'αυτό να υπάρχει το κλειδί για την κατανόηση τού σκοπού της ενσαρκώσεως. Ο στοχασμός της Καθολικής δογματικής γύρω απο τον ρόλο της Μαρίας στην ιστορία της σωτηρίας βρήκε εξαρχής ότι η αλήθεια δέν εξαντλείται στην βεβαίωση ότι η μητρότης τής Μαρίας προετοίμασε το ανθρώπινο σώμα του Υιού του Θεού και συνήργησε έτσι με έναν θετικό τρόπο, διευθέτησε, την λυτρωτική ενσάρκωση. Αναγνωρίζεται περισσότερο ένας στενός δεσμός, θεμελιώδης, ανάμεσα σ'αυτή την σωματική μητρότητα και τήν προσωπική σχέση με τον άνθρωπο-Θεό και σ'αυτή απεκαλύφθη η εσωτερική ουσία της σημασίας της ενσαρκώσεως. Η φανέρωση τής συνεργασίας τής Μαρίας και τής θέσεώς της στο γεγονός του Χριστού είναι λοιπόν Θεολογικώς απαραίτητη για την κατανόηση αυτού του κέντρου τής ιστορίας της σωτηρίας και θα οδηγήσει ταυτοχρόνως απο την κατανόηση της ενσαρκώσεως στην κατανόηση της Εκκλησίας.
          
2. Συμβολική σκέψη και μαριολογία!

Όπως ακριβώς στο ίδιο το μυστήριο τής ενσαρκώσεως έτσι και στο μυστήριο τής Μαρίας εμφανιζεται ένα σημαντικό μέρος συμβολισμού.
          Η συμβολική σκέψη συνιστά μία άλλη πρόσβαση στην πραγματικότητα, δίπλα στην αιτιολογική σκέψη! Η βάση τής γνώσεως τού Είναι μέσω της αιτιατής σκέψης είναι η κατηγορία της αιτιολογήσεως: Ένα όν προέρχεται απο ένα άλλο όν. Ένα όν γίνεται αιτία ενός άλλου όντος. Η βάση της γνώσεως τού Είναι μέσω της συμβολικής σκέψης, είναι η κατηγορία της αντιστοιχίας, της αναλογίας. Η κατάσταση τού Είναι επάνω σ'ένα επίπεδο τού Είναι επιτρέπει, στην βάση τής αντιστοιχίας, το συμπέρασμα σχετικά με την κατάσταση τού Είναι σε ένα άλλο επίπεδο τού Είναι. Η συμβολική σκέψη αποδίδει το είναι ενός συμβολικού επιπέδου του Είναι ενός άλλου επιπέδου και "διαβάζει" σ'αυτό το πλαίσιο εκείνο το άλλο Είναι το οποίο δέν του είναι άμεσα προσβάσιμο! Θεμέλιο της αιτιατής σκέψης είναι η τήρηση των αιτιατών σχέσεων. Ιδιαιτέρως εκείνων οι οποίες προέρχονται απο τον ίδιο ενεργούντα άνθρωπο. Θεμέλιο της συμβολικής σκέψης είναι φαινομενικώς το αξίωμα ότι τα διάφορα επίπεδα του Είναι-εκείνο το άψυχο σε σχέση με το ζωντανό, το ζωϊκό, το υλικό σε σχέση με το πνευματικό το κτιστό σε σχέση με το Θείο-βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση μίας αντιστοιχίας, μίας αναλογίας. Εκ νέου δίνει την αφορμή για να εδραιωθεί αυτό το αξίωμα η αναμφισβήτητη παρατήρηση στο δικό μας πνευματικό-σωματικό είναι, όπως για παράδειγμα του μπινόμιου βλέπω-γνωρίζω. Και στο δόγμα του Θεού σαν καθολική αιτία όλου του υπαρκτού δημιουργείται η γέφυρα απο την αιτιατή σκέψη στην συμβολική! 

Και πράγματι αυτή η μοναδική καταγωγή όλου τού είναι καθιστά αναγκαία μία βαθύτατη συγγένεια και επομένως μία αντιστοιχία.
         
 Στ'αλήθεια αυτός ο καθολικότατος νόμος δέν επιτρέπει την αποδοχή χωρίς περίσκεψη κάθε δυνατής αντιστοιχίας σαν τάξη τού Είναι καθορισμένης απο τον Θεό, έτσι όπως ούτε στην αιτιατή σκέψη κάθε τοποθέτηση θεμελιώνει μία ακριβέστατη έννοια τής σκέψης. Αλλά εάν στην αιτιατή σκέψη η παρατήτηση ή οι αναγκαίοι δεσμοί τής έννοιας φανερώνουν την ξεχωριστή κατάσταση των πραγμάτων, αυτό δημιουργεί στην συμβολική σκέψη την απόδειξη τής αρμονίας! Η νοηματική ικανότητα μίας καταστάσεως του Είναι σε σχέση με μία άλλη, έχει καθαυτή τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι ένα αντικείμενικό γεγονός όσο περισσότερο βρίσκεται σε συμφωνία με ξεχωριστές πλευρές και όσο περισσότερο σέβεται και πραγματοποιεί τους αιτιατούς νόμους των διαφόρων επιπέδων.
          Ίσως είναι απαραίτητη η διάκριση ανάμεσα στον συμβολισμό του Είναι και στον συμβολισμό της μάθησης. Στον συμβολισμό του Είναι πρόκειται για την αναλογία που περιγράψαμε πιό πάνω, δύο επιπέδων του Είναι τοποθετημένων πραγματικά το ένα σε σχέση με το άλλο, όπου σύμφωνα με δεδομένους νόμους, είναι δυνατή μία αληθινή απαγωγή και μία ανάπτυξη της γνώσεως. Ο συμβολισμός της μάθησης, είναι εκείνη η ποικιλία των δυνατών αντιπαραβολών ανάμεσα σε δύο πλευρές, όπου η αντιπαράθεση δέν δικαιολογεί απο μόνη της ένα νέο συμπέρασμα, αλλά, για παράδειγμα, εμφανίζει σε ένα πιό ζωντανό σύμβολο μία ήδη υπάρχουσα γνώση! Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε λιγότερο για μία αύξηση της γνώσεως και περισσότερο για μία εμβάθυνση ή για μία ενδυνάμωση της γνώσεως, ένα αποτέλεσμα αρκετά σεβαστό. Η έννοια του συμβολισμού τής μάθησης θα μπορούσε να καταστήσει πιό προσιτά στην κατανόησή μας πολυάριθμα χωρία της βιβλικής εξηγητικής τού σχολαστικισμού και της πατριστικής. Αιτιώδης σκέψη και συμβολισμός δέν αντιπαρατίθενται και δέν μπορούν να εξαιρεθούν, αλλά πρέπει να συμπληρωθούν αμοιβαίως.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος. 

Εκκλησία και Θεολογία σε κρίση - Η δογματική αλήθεια της Εκκλησίας και η κρίση του Οικουμενισμού


ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ κ. ΞΙΩΝΗ Η ΟΠΟΙΑ ΓΕΝΝΑ ΟΜΩΣ ΠΟΛΛΕΣ ΑΠΟΡΙΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΤΗΝ ΛΥΣΗ ΤΟΥΣ. ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΥΤΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΝ κ. ΞΙΩΝΗ  ΔΙΟΤΙ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΥΣΚΟΛΕΥΕΤΑΙ ΙΣΩΣ, ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΛΛΑ ΒΑΣΙΚΑ ΔΙΟΤΙ Ο ΟΡΓΑΝΩΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΩΝ ΑΠΕΣΥΡΘΗ, ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ. ΑΠΟ ΤΟ 1.37 ΚΑΙ ΕΞΗΣ
ΑΚΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΟΤΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΟΡΙΣΤΩΣ ΣΑΝ ΤΥΠΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΛΟΙΠΟΝ ΕΙΝΑΙ Η ΕΝΟΤΗΤΑ, ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ. ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ: ΚΟΣΜΟΥ ΚΤΙΣΙΣ ΕΣΤΙ Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.ΟΥΡΑΝΟΥ ΣΩΜΑ- ΑΓΓΕΛΙΚΟ-ΟΥΚ ΑΝΕΛΑΒΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕ ΣΑΡΚΑ ΑΝΕΛΑΒΕ. ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΡΜΗΝΕΥΕΤΑΙ ΟΤΙ ΑΝΕΛΑΒΕ ΤΗΝ ΣΑΡΚΑ ΤΗΣ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ. ΔΙΟΤΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΝΟΤΗΣ. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ. ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΡΟΥΠΑΡΧΕΙ ΤΗΣ ΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Ο ΘΕΟΣ ΕΝΩΝΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ , ΠΡΟΝΟΗΤΙΚΩΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. ΕΝΩΝΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΕ ΕΝΑ ΔΕΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΤ'ΥΠΟΣΤΑΣΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Η ΠΙΣΤΗ ΕΝΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΙΣΤΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΑΝΕΛΑΒΕ ΤΗΝ ΣΑΡΚΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΑΝΕΩΣΕΙ. ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΤΟΚΩΝ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ Η ΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ, ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ. ΤΟ ΒΔΕΛΥΓΜΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΩΣΕΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΟΜΩΣ ΑΝΑΤΡΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ[ SOLA FIDEI] ENOΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ. Ο ΘΕΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΘΕΣΕΙ, ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΣΩΖΕΙ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΦΟΥ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΕ ΤΗΝ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΝΕΛΗΦΘΗ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΕΔΩ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΟΥ ΕΝΩΝΕΙ ΚΑΙ ΣΩΖΕΙ.

ΕΝΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟ ΚΟΥΒΑΡΙ ΜΕ ΤΡΙΑ ΝΗΜΑΤΑ. ΚΑΘΟΛΙΚΟ( ΜΕ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΚΑΙ ΝΤΑ ΦΙΟΡΕ), ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΟ (ΜΟΝΟ ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ) ΚΑΙ ΟΛΙΓΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ(ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ ΘΕΟΥ) 
ΟΛΟΣ Ο ΣΚΟΠΟΣ Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, Η ΑΝΑΓΚΗ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΣΕΛΜΟΥ, Η ΠΡΟΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ Η ΕΞΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΙΝ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΝΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΤΡΟΜΑΡΑ ΤΟΥΣ. ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ  ΑΠΟΣΤΟΜΩΣΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΙΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥΣ. Ο ΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

Μάξιμος ο Ομολογητής
Μυσταγωγία (στην δημοτική)

A'. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἡ ἅγια Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα καὶ τύπος τοῦ Θεοῦ

Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ μακάριος ἐκεῖνος γέροντας, κατὰ ἕνα πρῶτο συμβολισμὸ τῆς θεωρίας του, ὅτι ἡ ἅγια Ἐκκλησία εἶναι τύπος κι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἔχει τὸ ἴδιο μ' αὐτὸν ἔργο κατὰ τὴ μίμηση καὶ κατὰ τὴ μορφή.(16)

Ἀφοῦ ἐδημιούργησε δηλαδὴ ὁ Θεὸς τὰ πάντα μὲ τὴν ἄπειρη δύναμή του καὶ τὰ ἔφερε στὴν ὕπαρξη, τὰ συγκρατεῖ, τὰ συνενώνει καὶ χαράζει τὰ ὅριά τους. Συνδέει μὲ τὴν πρόνοιά του τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ μὲ τὸν ἑαυτό του, καὶ τὰ νοητὰ καὶ τὰ αἰσθητά. Καὶ κρατῶντας μαζὶ γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὰ πάντα, στὰ ὁποῖα εἶναι αἰτία κι ἀρχὴ καὶ τέλος, ἐνῷ κατὰ τὴ φύση βρίσκονται σὲ διάσταση, τὰ κάνει νὰ συγκατανεύουν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο σύμφωνα μὲ μιὰ τάση τους, τὴν τάση πρὸς αὐτόν, σὰν βασικὴ ἀρχὴ τῆς σχέσης. Σύμφωνα μ' αὐτὴν ὁδηγοῦνται ὅλα σὲ μιὰ ταυτότητα κίνησης καὶ ὕπαρξης, ποὺ ἀποκλείει τὴν κατάλυση καὶ τὴ σύγχυση. Κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα, προβαδίζοντας, δὲ στασιάζει ἐναντίον κάποιου ἄλλου, οὔτε ἀποσπᾶται ἀπ' αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὴ διαφορὰ ποὺ χαρακτηρίζει τὴ φύση καὶ τὴν κίνησή του. Συμφύονται ὅλα μαζὶ μὲ ὅλα χωρὶς νὰ συγχέονται, σύμφωνα μὲ τὴν ἀκατάλυτη σχέση καὶ φύλαξη τῆς μοναδικῆς ἀρχῆς κι αἰτίας, ποὺ καταργεῖ κι ἐπισκεπάζει ὅλες τὶς σχέσεις, ποὺ θεωροῦνται ἰδιαίτερες μεταξὺ ὅλων ἀνάλογα μὲ τὴ
φύση καθενὸς ἀπὸ τὰ ὄντα. Ὄχι μὲ τὸ νὰ τὶς καταστρέφη καὶ νὰ τὶς ἀναιρῆ καὶ νὰ τὶς κάνη νὰ μὴν ὑπάρχουν, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ τὶς νικᾶ καὶ νὰ λάμπη ἀπάνωθέ τους, ὅπως ἀκριβῶς τὸ σύνολο πάνω ἀπὸ τὰ μέρη του ἤ καὶ μὲ τὸ νὰ παρουσιάζεται σὰν αἰτία τοῦ συνόλου αὐτοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, καὶ τὸ ἴδιο τὸ σύνολο καὶ τὰ μέρη τοῦ συνόλου, εἶναι φυσικὸ νὰ φαίνωνται καὶ νὰ ὑπάρχουν, γιατί ἔχουν ὁλάκερη τὴν αἰτία τους νὰ λάμπη ἀπάνωθέ τους. Κι ὅπως ὁ ἥλιος ξεπερνᾶ τὴ λάμψη τῶν ἄστρων καὶ στὴ φύση καὶ στὴ δύναμη, ἔτσι κι αὐτά, σὰν ἀποτελέσματα μιᾶς αἰτίας, δείχνουν τὴν αἰτία τους αὐτὴ νὰ καλύπτη ὅλη τὴν ὕπαρξή τους. Γιατί, ὅπως τὰ μέρη προέρχονται ἀπὸ τὸ ὅλο, ἔτσι εἶναι φυσικὸ καὶ τὰ αἰτιατὰ νὰ ἀντλοῦν τὴν ἰσχύ τους ἀπὸ τὴν αἰτία καὶ νὰ γνωρίζωνται ἀπ' αὐτὴ καὶ ν' ἀφήνουν τὴν ἀτομικότητά τους ν' ἀδρανῆ, ὅταν, πιασμένα μέσα στὴν ἀναφορὰ πρὸς τὴν αἰτία, λάβουν ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ποιότητα ἐκείνης, σύμφωνα μὲ τὴν ἀδιάσπαστη, ὅπως εἴπαμε, δύναμη ποὺ ἔχει ἡ σχέση τους μ' αὐτήν. Ἀφοῦ τὰ πάντα μέσα στὰ πάντα εἶναι ὁ Θεός, ποὺ μὲ ἀπέραντο μέτρο ὑπερβαίνει τὰ πάντα, θὰ γίνη ὁρατὸς ὁλομόναχος σὲ ὅσους ἔχουν καθαρὴ σκέψη. Τοῦτο θὰ γίνη, ὅταν ὁ νοῦς, καθὼς ἀναλογίζεται θεωρητικὰ τοὺς λόγους τῶν ὄντων, σταματήση στὸν ἴδιο τὸ Θεό, σὰν αἰτία κι ἀρχὴ καὶ τέλος τῆς δημιουργίας καὶ τῆς γένεσης ὅλων, ἕνα βυθὸ ἀδιάστατο ποὺ περιέχει τὰ πάντα.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ θ' ἀποδειχθῆ ὅτι ἐνεργεῖ ἀνάμεσά μας, ὅπως ὁ Θεός, ἀρχέτυπο ἐκεῖνος κι ἐκείνη εἰκόνα του. Εἶναι βέβαια πολλοὶ κι ἀμέτρητοι σχεδὸν στὸν ἀριθμὸ οἱ ἄνδρες κι οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ διαφέρουν καὶ κατὰ τὸ φῦλο καὶ κατὰ τὴ μορφή, τὴν ἐθνικότητα καὶ τὶς γλῶσσες, τὶς περιπέτειες τῆς ζωῆς, τὶς ἡλικίες, τὶς γνῶμες, τὴν τέχνη, τοὺς τρόπους, τὶς συνήθειες, τὰ ἐπαγγέλματα. Καὶ στὶς ἐπιστῆμες πάλι καὶ στ' ἀξιώματα, στὶς τύχες, στοὺς χαρακτῆρες, στὶς διαθέσεις διακρίνονται μεταξύ τους καὶ διαφέρουν πολὺ ὅσοι ἔρχονται σ' αὐτὴ καὶ δέχονται ἀπ' αὐτὴ τὴν ἀναγέννησή τους καὶ τὴν ἀναδημιουργία τους μὲ τὴ δύναμη τοῦ πνεύματος. Δίνει ὅμως σ' ὅλους αὐτοὺς καὶ χαρίζει μία κατὰ ἴσο μέτρο θεϊκὴ μορφὴ καὶ θεῖο ὄνομα, καὶ νὰ προέρχωνται καὶ νὰ ὀνομάζωνται ἀπὸ τὸ Χριστό. Τοὺς δίνει ἀκόμα τὴ μία ἁπλῆ κι ἀσύνθετὴ κι ἀδιαίρετη σχέση ποὺ δημιουργεῖ ἡ πίστη, ποὺ τὶς πολλὲς κι ἀναρίθμητες διαφορές, ποὺ καθένας ἔχει, μήτε κὰν ὅτι ὑπάρχουν δὲν ἐπιτρέπει νὰ γίνη γνωστό, ἐπειδὴ ὅλα γενικὰ σ' αὐτὴν κατευθύνονται καὶ συναντιοῦνται. Μέσα σ' αὐτὴν κανένας τίποτα ἐντελῶς δὲν ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ κοινὸ γιὰ χάρη δική του. Ὅλοι συμφύονται ὁ ἕνας μὲ τοὺς ἄλλους καὶ συνδέονται μέσα στὴ μία ἁπλῆ κι ἀδιαίρετη χάρη καὶ δύναμη τῆς πίστης.(17) Ἤτανε, λέει, ὅλων ἡ καρδιὰ καὶ ἡ ψυχὴ μία, ὥστε ἀπὸ διάφορα μέλη νὰ εἶναι ὡστόσο καὶ νὰ φαίνεται ἕνα σῶμα ἄξιο ἀληθινὰ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀληθινῆς κεφαλῆς μας.
Η ΟΡΘΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ, ΚΕΦΑΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΝΕΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΤΥΠΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΘΕΟΥ.


Είναι φανερό πως μια σειρά οντολογικών και κυρίως θεολογικών ερωτημάτων εγείρονται πλέον ακόμη. Η Δύση βεβαίως παραπαίει ανάμεσα στην σύγχρονη πλήρη αποδοχή και την αρχαία της αυγουστίνεια και καλβινική πλήρη απόρριψη της φύσης, αλλά το ερώτημα στο οποίο η θεολογία δεν απαντά ακόμη είναι αυτό που αναφέρεται στην δυνατότητα μιας πραγματικής σχέσης της φύσης αυτής με τον άκτιστο Θεό. Αν ο Θεός διαθέτει άκτιστες ενέργειες δρων ως πρόσωπο και αν ο άνθρωπος επίσης ως πρόσωπο μπορεί με τις δικές του ενέργειες να δεξιωθεί τον Θεό, τότε η φύση μεταμορφώνεται, χωρίς να χάνεται, εξαφανιζόμενης κάθε αναγκαστικής φυσικής νομοτέλειας.


Για τους Έλληνες ο Θεός είναι μια μοναδική αντικειμενική ύπαρξη παρότι είναι ακόμη επίσης τρία αντικείμενα.Αυτή η πίστη διαφέρει από την πίστη των Λατίνων για τους οποίους ο Θεός είναι ένα μοναδικό αντικείμενο και τρία υποκείμενα (una substantia, tres personae). Ούτε η Λατινική γλώσσα ούτε ο κοινός νους των Λατίνων μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις λεπτές πτυχές της Ελληνικής θεολογίας. Η Λατινική θεολογία ακολούθησε τον δικό της δρόμο και ο Αυγουστίνος προσπάθησε, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να συνδέσει τα τρία υποκείμενα μέσω της αναλογίας υποκειμένου, αντικειμένου και σχέσεως (De Trinitate, βιβλίο 9) παρουσιάζοντάς την μέσω του παραδείγματος του Νοός, της γνώσεως που έχει για τον εαυτό του ο Νους και της αγάπης με την οποία ο Νους αγαπά τον εαυτό του και τη γνώση του!Προσπάθησε και μια πιο σίγουρη μέθοδο στο βιβλίο 10, με το ψυχολογικό παράδειγμα του συντονισμού ανάμεσα στη μνήμη, στη νόηση και στη θέληση μέσα στα πλαίσια της ενωμένης συνειδήσεως του ανθρώπου! Έχοντας δε σαν αφετηρία τη νοητική δομή του ανθρώπου, της κορυφαίας δημιουργίας του Θεού, απέδειξε την ύπαρξη μιας πιο αντικειμενικής πολλαπλότητος μέσα στον Δημιουργικό ΝΟΥ. Τοιουτοτρόπως η προσοχή επικεντρωνόταν στην ουσιώδη ενότητα της θείας Τριάδος και ετοιμαζόταν ο δρόμος για την ερμηνεία των τριών προσώπων σαν σχέσεις!
Έτσι ο Αυγουστίνος δεν έδειξε καθόλου προβληματισμένος, ούτε έκπληκτος όταν επιβεβαίωνε πως οι Έλληνες ερμήνευαν την Τριάδα διαφορετικά από τους Λατίνους: «Προσπαθώντας να περιγράψουμε πράγματα άρρητα (De Trinitate 7, 4) και προκειμένου να εκφράσουμε με κάποιο τρόπο αυτό που δεν θα μπορέσουμε ποτέ μας να εκφράσουμε ολοκληρωτικά, οι Έλληνες φίλοι μας μας μίλησαν για μία Φύση και τρεις Ουσίες, ενώ οι Λατίνοι για μία Φύση ή Ουσία και για τρία Πρόσωπα». Και η μία και η άλλη μέθοδος είναι νόμιμες, εφόσον οι εκφράσεις αυτές γίνονται κατανοητές “μέσα στο μυστήριο”, καθότι τον Θεό κατανοούμε πιο αυθεντικά απ' όσο μπορούμε να τον εκφράσουμε και υπάρχει πιο αυθεντικά απ' όσο μπορούμε να τον κατανοήσουμε, η υπερβατικότης της θεότητος ξεπερνά τις δυνατότητες της ανθρώπινης γλώσσης.


Στο ξεκίνημα του De Trinitate, o Αυγουστίνος αναγγέλλει την ισότητα και την ενότητα της ουσίας (substanzia ή essentia) και μόνον σε μια δεύτερη στιγμή την διάκριση των προσώπων στον Θεό. Στο τέλος δε του ιδίου βιβλίου, το οποίο ξεχειλίζει από θρησκευτικό πάθος, στρέφεται και προσεύχεται στην Αγία Τριάδα σαν σε ένα μοναδικό «υποκείμενο», ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο «εσύ»!

Ο «εννοιολογικός κόπος» θα συγκεντρωθεί γύρω από την εναρμόνιση της ενότητος της ουσίας με την τριάδα των προσώπων. Η ερώτηση γύρω από την οποία γυρίζει ολόκληρο το De Trinitate είναι η εξής: Πώς είναι δυνατόν να ομολογήσουμε τη διάκριση χωρίς να εισάγουμε την πολλαπλότητα στον θεό;

Την ίδια στιγμή βεβαίως η «οικονομία» της Σωτηρίας και η «ιστορία» του Χριστού παραμένουν στην σκιά. Ο,τιδήποτε θα μπορούσε να μειώσει το δόγμα του ΕΝΟΣ εγκαταλείπεται. Προηγείται απολύτως κάθε προσπάθειας ο μονοθεϊσμός και η εξασφάλισή του.

Μέσα σε αυτή την πίεση ο Αυγουστίνος επινοεί την κατηγορία της σχέσης για να εξασφαλίσει την εσωτερική ζωή της Τριάδος. Η Σχέση αντισταθμίζει το απόλυτο της ουσίας με το σχετικό, το οποίο δείχνεται ήδη με τα ίδια τα ονόματα, δηλαδή του
 Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Με τον Αυγουστίνο λοιπόν εμφανίζεται στην Ιστορία μια καινούργια έννοια του ανθρώπου. Αυτή η ανθρωπολογική στροφή συνδυάζεται με την ανάλυση της συνειδήσεως στο De Trinitate και με την θεολογική στροφή που αντιπροσωπεύει αυτό το βιβλίο. Όταν μετά από αιώνες, αυτή η έννοια θα ανθίσει στο καρτεσιανό cogito, όταν δηλαδή πρόσωπο θα σημάνει πλέον αυτοσυνειδησία, η κληρονομιά του Αυγουστίνου θάχει προκαλέσει τα πιο εκπληκτικά αποτελέσματα. Ερευνώντας μέσα στην δομή της ψυχής την εικόνα της Αγίας Τριάδος, δεν θεμελίωσε μόνον το θεολογικό δόγμα της σχέσης και εκείνο του Λόγου, δεν πρόσφερε στον Μυστικισμό τους τρόπους έκφρασης με τους οποίους μπορούσε να εκφράσει τις εμπειρίες του, αλλά απεκάλυψε μια εσωτερικότητα η οποία από τον Καρτέσιο στον Πασκάλ, από τον Κίρκεγκαρντ στον Χούσσερλ θα προσπαθεί, ακολουθώντας τον δάσκαλό της, να αποκαλυφθεί με την σειρά της!

ΟΣΟ ΓΙΑΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗΝ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Η ΑΜΩΜΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΠΛΗΡΩΣ  ΤΗΝ ΚΑΚΟΦΩΝΙΑ

Η "άμωμος Σύλληψη" αποτελεί δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο η Μαρία, η μητέρα του Ιησού Χριστού, διατηρήθηκε από τον Θεό άμωμη από την κηλίδα του προπατορικού αμαρτήματος κατά την σύλληψή της.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΦΩΝΟΥΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΞΕΚΙΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΝ ΠΟΤΕ ΝΑ ΣΒΥΣΟΥΝ ΤΗΝ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΦΩΤΟΣ. ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΞΥΠΗΡΕΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΤΥΠΟ ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΗΛΩΝΕΙ ΟΤΙ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΟΠΩΣ ΤΟ ΠΙΣΤΟΠΟΙΟΥΝ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΣ.

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (7)

Συνέχεια από: Κυριακή 29 Μαΐου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο DESCARTES ΚΑΙ Ο ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΘΕΟΣ

Εισαγωγή: Η επιστήμη και η τροχιά της αμφιβολίας

Το ΕGO COGITO ERGO SUM ΧΑΡΑΧΤΗΚΕ πάνω σε μία από τις πύλες της νεοτερικότητας, και εμείς οι οποίοι περάσαμε μέσα από αυτή την πύλη έχουμε υποκύψει στη γοητεία του. Έχουμε κυριολεκτικά μεταμορφωθεί εξ αιτίας του, μια και αυτή η αρχή βοήθησε να δοθεί νέο νόημα σε ό,τι σημαίνει η ανθρώπινη ύπαρξη, και άρα συνέβαλε στην καθίδρυση ενός εντελώς νέου φάσματος πολιτικών, ηθικών και φιλοσοφικών δυνατοτήτων. Στο βαθμό που η νεοτερικότητα εδράζεται σε αυτή την αρχή, ο άνθρωπος δεν κατανοείται πλέον ως ορθολογικό ζώο ή ως παιδί του Θεού. Αυτές οι αντιλήψεις τού τι σημαίνει ανθρώπινο ον ούτε χάθηκαν ούτε λησμονήθηκαν, αλλά βαθμηδόν παραγκωνίστηκαν. Επομένως δεν καθορίζουν πλέον τον πολιτιστικό κόσμο όπου ζούμε. Εμείς οι μοντέρνοι καταλήξαμε να κατανοούμε τον εαυτό μας ως υποκείμενο το οποίο αντιτίθεται σε έναν εχθρικό κόσμο που πρέπει να κατακτηθεί και να υποταχθεί στη βούλησή μας.

Θα ήταν λάθος ωστόσο, να υποθέσουμε ότι η νεοτερικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από υποκειμενικότητα. Η νεοτερικότητα είναι ένα σύνολο διαφορετικών στοιχείων, και παρανοούμε τη γόνιμη αμφιλογία της παράδοσής μας εάν δε αναγνωρίζουμε αυτό το γεγονός. Ανθρωπισμός, εμπειρισμός και φιλελευθερισμός, για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν σε βάθος εάν υποθέσουμε ότι είναι απλώς μορφές της υποκειμενικότητας. Παρά ταύτα, δεν είναι δυνατόν να αρνηθούμε ότι η υποκειμενικότητα και οι επιταγές της βρίσκουν πάντα πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν.

Προκειμένου να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο μας, φαίνεται ότι πρέπει να συμβιβαστούμε με την αρχή της υποκειμενικότητας, με το ego cogito ergo sum. Πώς όμως να την κατανοήσουμε αν δεν κατανοούμε το ερώτημα στο οποίο απαντά. Κάθε απόφαση ή κρίση είναι η απάντηση σε κάποιο εκφρασμένο ή ανέκφραστο ερώτημα, και το νόημα κάθε απόφανσης προσδιορίζεται μόνο με βάση το ερώτημα στο οποίο δίνει απάντηση. Το ερώτημα μας καλεί και μας οδηγεί προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, σε κάποια συγκεκριμένο είδος απάντησης. Το  ego cogito ergo sum είναι η αρχή του Descartes (Καρτέσιου) και το ερώτημα στο οποίο απαντά είναι το ερώτημα που δίνει ώθηση στη σκέψη του. Για να κατανοήσουμε λοιπόν, αυτή την αρχή και τη μοντέρνα έννοια της υποκειμενικότητας, θα πρέπει να συνδιαλλαγούμε με τον Descartes.

Ο Descartes γεννήθηκε το 1596, σε έναν κόσμο που σπαρασσόταν από τους θρησκευτικούς πολέμους της Μεταρρύθμισης. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια και έλαβε εξαιρετική μόρφωση στη νεοϊδρυθείσα ιησουίτικη σχολή La Flèche. Ήταν τόσο εξαίρετος σπουδαστής ώστε οι δάσκαλοί του τού παραχώρησαν την ελευθερία να διαβάζει και να μελετά ό,τι ήθελε.

Γνώριζε καλά μεγάλο μέρος της παραδοσιακής σχολαστικής γραμματείας και μελέτησε μερικές από τις μυστικιστικές επιστήμες. Το πραγματικό πάθος του, όμως, ήτα τα μαθηματικά. Αφού έφυγε από τη σχολή La Flèche, σπούδασε νομικά και ξεκίνησε στρατιωτική σταδιοδρομία. Ωστόσο ποτέ δεν είχε ενεργό δράση ως στρατιωτικός και ουσιαστικά αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στη μελέτη των μαθηματικών και των επιστημών. Αυτή ακριβώς την περίοδο, το 1619, συνέλαβε την ιδέα που άλλαξε τη ζωή του, την ιδέα για μια καθολική επιστήμη βασιζόμενη στα μαθηματικά· προφανώς την εμπνεύστηκε από τον Francis Bacon, όμως η ιδέα ότι θα έπρεπε να λάβει μαθηματική μορφή ήταν δική του. Σύμφωνα με την αποσπασματική και ίσως φανταστική αφήγησή του για την προέλευση αυτής της ιδέας στα Ολυμπιακά του, την εμπνεύστηκε σε ένα όνειρο. Οποιαδήποτε κι αν είναι η προέλευσή της, ο Descartes δεν άργησε να εκτιμήσει την τεράστια σημασία της. Πίστευε ότι τέτοιου είδους επιστήμη θα μπορούσε να μετασχηματίσει ριζικά την ανθρώπινη ζωή, να δώσει στον άνθρωπο την κυριαρχία πάνω στη φύση, που αναζητούσε ο Bacon, και έτσι να του παρέχει την ασφάλεια και την ευημερία που ίσαμε τότε στερούνταν.

Ο Descartes γνώριζε ότι αυτό το πρόταγμα θα ήταν μια τεράστια ευθύνη και συμπέρανε ότι θα έπρεπε να κάνει εκτεταμένες πνευματικές και πρακτικές προετοιμασίες για να το αναλάβει. Έτσι, λοιπόν, δεν άρχισε να εργάζεται πάνω σε αυτό πριν από το 1628. Οι πρώτοι καρποί της δουλειάς του ήσαν το αποσπασματικό Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος και η Πραγματεία περί κόσμου, την οποία απέσυρε όταν έμαθε για την καταδίκη του Γαλιλαίου. Το 1636 δημοσίευσε τον Λόγο περί μεθόδου για να οδηγεί κανείς καλώς το λογικό του και να αναζητεί την αλήθεια στις επιστήμες, καθώς και τρεις επιστημονικές πραγματείες που ήθελε να χρησιμεύσουν ως παραδείγματα αυτής της μεθόδου. Για να απαντήσει σε ερωτήματα γύρω από το τέταρτο μέρος του Λόγου, που σκιαγραφούσε τις μεταφυσικές του εικασίες, ο Descartes δημοσίευσε τους Στοχασμούς περί της πρώτης φιλοσοφίας το 1641. Απάντησε στις επικρίσεις αυτού του έργου το 1644 με τις Αρχές της φιλοσοφίας. Το 1649 δημοσιεύθηκαν τα Πάθη της ψυχής, έργο στο οποίο εκθέτει το πλαίσιο για την ηθική φιλοσοφία του. Λίγο μετά, κατά τη διάρκεια επίσκεψης στη Σουηδία, ο Descartes προβλήθηκε από πνευμονία και πέθανε στις αρχές Φεβρουαρίου του 1650.

Το έργο του Descartes διαβαζόταν ευρέως σε κύκλους μορφωμένων ενόσω ζούσε ο ίδιος, και ήταν εξαιρετικά διαφιλονικούμενο όχι μόνο εξ αιτίας των φιλοσοφικών, μαθηματικών και επιστημονικών καινοτομιών του αλλά και εξ αιτίας της προβληματικής πραγμάτευσης της θρησκείας. Η άμεση και σαφής επιρροή που άσκησε στους Arnauld και Malebranche είναι αναντίρρητη, όπως και η σημαντική επιρροή του στους Leibniz και Spinoza. Η σπουδαιότητα της σκέψης του, όμως, δεν αναγνωριζόταν ευρύτερα μέχρι τις δεκαετίες 1660 και 1670, όταν υιοθετήθηκε ως μέρος του σταθερού προγράμματος σπουδών πολλών ευρωπαϊκών πανεπιστημίων. Η ολοφάνερη επίδραση που είχε η σκέψη του Descartes σε σειρά γενεών δικαίως οδήγησε στην αναγνώρισή του ως πατέρα της μοντέρνας φιλοσοφίας.

Η θεμελιώδης αρχή του Descartes γίνεται κατανοητή μόνο στο πλαίσιο του μεγαλειώδους εγχειρήματός του να καθιδρύσει μια καθολική επιστήμη. Στον Κανόνα 2 των Κανόνων περιγράφει τι πρέπει να είναι και να κάνει η τέτοιου είδους επιστήμη:

Κάθε γνώση είναι ασφαλής και προφανής γνώση. Όποιος έχει αμφιβολίες γύρω από πολλά πράγματα δεν είναι σοφότερος από όποιον δεν τα συλλογίστηκε ποτέ· τω όντι, εμφανίζεται λιγότερο σοφός εάν έχει διαμορφώσει κάποια λανθασμένη γνώμη για οποιαδήποτε εξ αυτών. Επομένως είναι καλύτερο να μη μελετάμε καθόλου, παρά ν’ ασχολούμαστε με αντικείμενα τα οποία είναι τόσο δύσκολα, ώστε ν’ αδυνατούμε να διακρίνουμε ό,τι είναι αληθές απ' ό,τι είναι ψευδές και να εξαναγκαζόμαστε να εκλάβουμε το αμφίβολο ως βέβαιο· γιατί σε τέτοια ζητήματα ο κίνδυνος να μειωθούν οι γνώσεις μας είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι η προσδοκία μας να αυξηθούν. Έτσι, σε συμφωνία με αυτό τον Κανόνα, απορρίπτουμε κάθε τέτοια απλώς πιθανή γνώση και αποφασίζουμε να πιστεύουμε μόνο ό,τι είναι απολύτως γνωστό και δεν γεννά αμφιβολίες. 

Αυτό ήταν το πρόβλημα που ο Descartes έβαλε στόχο να λύσει – πώς να ξεπεράσουμε όλες τις αμφιβολίες και να αποκτήσουμε γνώση που δεν θα είναι απλώς πιθανή μα βέβαιη. Στους Κανόνες και στα υπόλοιπα πρώιμα έργα του ο Descartes προσπάθησε να ανακαλύψει αυτή τη βεβαιότητα στην αμεσότητα της ενόρασης, στη «βέβαιη σύλληψη του εναργούς και προσηλωμένου πνεύματος», το οποίο «εκπορεύεται αποκλειστικά και μόνο από το φως του Λόγου» Ο Descartes διαπίστωσε, ωστόσο, ότι η ενόραση αυτή καθ' εαυτήν δεν ήταν επαρκής βάση για τη βεβαιότητα που απαιτούσε η επιστήμη του. Η φύση δεν μπορούσε να κυριαρχηθεί χωρίς να ερευνηθεί ό,τι υπερβαίνει τη φύση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι υποχρεώθηκε να αναλάβει μια μεταφυσική έρευνα που απέρριπτε κάθε παραδεδεγμένη γνώμη και ακολουθούσε μια τροχιά ριζικής αμφιβολίας προκειμένου να ανακαλύψει κάποιο βέβαιο θεμέλιο. Αυτή η έρευνα τον οδήγησε να ανακαλύψει τη θεμελιώδη αρχή του.

Αυτή η αρχή διατυπώθηκε για πρώτη φορά στον Λόγο που επιδίωκε να μυήσει το κοινό στη νέα μέθοδο της καρτεσιανής επιστήμης. Το έργο αυτό γράφτηκε σε αυτοβιογραφικό ύφος και παρουσιάζει τη νέα μέθοδο ως ακέραιο μέρος του νέου είδους ανθρώπινου όντος, που αντιπροσωπεύεται από τον ίδιο τον Descartes. Όπως ο προκάτοχός του ο Montaigne, ο Descartes παρουσιάζει, λοιπόν, τον εαυτό του ως παράδειγμα προς μίμηση. Όμως, σε αντίθεση με τον Montaigne, ο οποίος υπερασπιζόταν την αυτάρκεια και την αποδοχή του πεπρωμένου έναντι ενός ριζικά ακατανόητου κόσμου, ο Descartes καταστρώνει ένα σχέδιο για να κυριαρχήσει στον εαυτό του και στον κόσμο. Επομένως το πρόταγμα του Descartes δεν έχει ως κίνητρο τον πόθο για γαλήνη, μεταμόρφωση ή καθοσίωση, αλλά την επιθυμία για ασφάλεια και ευημερία.

Αφού περιγράφει την εκπαίδευσή του (μέρος 1ο), τη μέθοδό του (μέρος 2ο) και τον προσωρινό κώδικα ηθικής του (μέρος 3ο), ο Descartes παρουσιάζει τις πρώτες σκέψεις του για τα θεμέλια της φιλοσοφίας (μέρος 4ο). Εκφράζει τις αμφιβολίες του για το κατά πόσο είναι ορθό να περιγραφούν αυτές οι σκέψεις, μια και είναι σε τέτοιο βαθμό μεταφυσικές και εκτός του συνηθισμένου, ώστε να μην αρέσουν σε κανέναν. Παρά ταύτα, αισθάνεται υποχρεωμένος να μιλήσει «με κάποιο μέτρο» για το σταθερό θεμέλιο που ανακάλυψε για τη νέα επιστήμη του. Λέει στον αναγνώστη ότι, ενώ σε ζητήματα συναναστροφής ενίοτε είναι αναγκαίο να ακολουθούμε τις πιο αβέβαιες αρχές σαν να ήταν αναμφίβολες, όταν αναζητούμε την αλήθεια είναι αναγκαίο να απορρίπτουμε ως απολύτως ψευδές οτιδήποτε γεννά και την παραμικρή αμφιβολία. Αποφασίζει, λοιπόν, «να μην αποδέχομαι ποτέ κάτι ως αληθινό εάν δεν διαθέτω αποδεδειγμένη γνώση περί της αλήθειας του, [...] να μη συμπεριλαμβάνω τίποτα παραπάνω στις κρίσεις μου απ’ ό,τι παρουσιάζεται στον νου μου με τόση ενάργεια και κατηγορηματικότητα, ώστε να μην έχω την ευκαιρία να αμφιβάλλω για τούτο».

Όπως οι Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος, οι πρώτοι στοχασμοί του αρχίζουν με το πρόβλημα της αμφιβολίας και ακολουθούν τη διαδρομή της αμφιβολίας αναζητώντας τη βεβαιότητα. Επειδή οι αισθήσεις μάς εξαπατούν, απορρίπτει την αλήθεια κάθε αίσθησης επειδή οι άνθρωποι σφάλλουν ακόμη και όταν κάνουν απλές γεωμετρικές σκέψεις, απορρίπτει όλες τις γεωμετρικές αποδείξεις, και επειδή συχνά κάνουμε τις ίδιες σκέψεις στα όνειρα και όταν είμαστε σε εγρήγορση, αποφασίζει να μεταχειρίζεται καθετί το οποίο διείσδυσε κατά το παρελθόν στο πνεύμα του απλώς ως όνειρο. Ωστόσο, παρ’ ότι ακολούθησε αυτή την τροχιά προς το σκεπτικιστικό του συμπέρασμα, επισημαίνει πως όποτε προσπάθησε να συλλογιστεί κάτι ψευδές αντιλήφθηκε ότι «ήταν αναγκαίο, εγώ ο οποίος το σκεπτόμουν να ήμουν κάτι. Και καθώς διαπίστωνα ότι αυτή η αλήθεια "νοώ άρα υπάρχω" ήταν τόσο στέρεη και ασφαλής ώστε ακόμη και οι πιο εξωφρενικές εικασίες των σκεπτικιστών ήταν αδύνατον να την κλονίσουν, αποφάσισα ότι μπορούσα να την αποδεχτώ ανενδοίαστα ως την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας την οποία αναζητούσα».

Η περιγραφή αυτής της ανακάλυψης είναι περισσότερο λεπτομερής στούς Στοχασμούς. Ο Λόγος γράφτηκε στη γαλλική γλώσσα και προορίζεται για το ευρύ κοινό. Ακολουθώντας τον προσωρινό κώδικα ηθικής που σκιαγραφήθηκε στο 3ο μέρος του λόγου, ο Descartes αποφεύγει να θέσει ερωτήματα που ίσως αναστάτωναν θρησκευτικές πεποιθήσεις ή ήθη, και αναφέρεται στους μεταφυσικούς στοχασμούς του μόνο «με κάποιο μέτρο», έτσι ώστε τα αδύναμα πνεύματα να μην τους χρησιμοποιήσουν για να δημιουργήσουν προβλήματα. Προφανώς εδώ έχει κατά νου «εκείνους τους ταραχοποιούς και ανήσυχους χαρακτήρες οι οποίοι, χωρίς να έχουν κληθεί να διαχειριστούν δημόσιες υποθέσεις είτε λόγω καταγωγής είτε λόγω του πεπρωμένου, όλο και κάποια νέα μεταρρύθμιση σκαρφίζονται», και τονίζει ότι δεν θα δημοσίευε τον Λόγο εάν έστω και το παραμικρό σε αυτόν συνέτεινε σε τέτοια αφροσύνη.

Οι Στοχασμοί, αντιθέτως, γράφτηκαν στα λατινικά και απευθύνονταν σε περισσότερο μορφωμένο και φαινομενικά πιο σώφρον αναγνωστικό κοινό. Ακόμη και αυτό το εγχείρημα, όμως, έχει τους κινδύνους του, γιατί οι ιδέες είναι πιθανόν να διαδοθούν σε λιγότερο μορφωμένους. Παρά ταύτα, ο Descartes πιστεύει ότι πρέπει να διακινδυνεύσει, γιατί τίποτα στέρεο δεν καθιδρύεται στη φιλοσοφία εάν δεν ακολουθήσουμε αυτή την τροχιά. Μολονότι τη φωτιά και τα ξίφη «δεν είναι δυνατόν να τα χειριστούν με ασφάλεια άφρονες ή παιδιά, κανείς δεν πιστεύει ότι αυτό το γεγονός είναι ένας λόγος για να ζήσουμε χωρίς αυτά εντελώς».

Συνεχίζεται


Ιστορίες με κρυπτοχριστιανούς στην Τουρκία

Με λένε Ελένη...

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

            Αεροδρόμιο της Αγκύρας, το 199... Με τον ιερομόναχο Κύριλλο της Μονής .... είμαστε στο χώρο αναχωρήσεων του αεροδρομίου της Αγκύρας. Προερχόμαστε από ταξίδι στην αγία Καππαδοκία, όπου λίγοι ήσαν οι τουρίστες – προσκυνητές και τα έχουμε λίγο χαμένα, βλέποντας το πλήθος και την ποικιλία των φυλών και των ενδυμασιών.  Πηγαίνουμε στην Τραπεζούντα, στο κέντρο του ποντιακού Ελληνισμού. Μέσα σε αυτό το ανώνυμο πλήθος, που ζαλίζεται κανείς βλέποντας το πλήθος  να τρέχει σα σε ζαλισμένο κοπάδι για να προλάβει την πτήση ο π. Κύριλλος πέρασε απαρατήρητος. Ψηλός, ξερακιανός, με μακριά μαύρη γενειάδα, φορούσε το αντερί του, το ράσο του και ένα μαύρο πανωφόρι, λόγω της εποχής. Ήταν προχωρημένο φθινόπωρο. Πολλοί από τους ταξιδιώτες ήσαν γενειοφόροι και αρκετοί φορούσαν ιμάτια και κελεμπίες...  Ήσαν πολλοί και οι αστυνομικοί που γύριζαν σε όλο το χώρο του αεροδρομίου οπλισμένοι σαν αστακοί...

            Στην οθόνη αναχωρήσεων των πτήσεων του αεροδρομίου είδαμε τους αριθμούς των γκισέ που πρέπει να πάμε για να παραδώσουμε τις βαλίτσες μας και να πάρουμε την κάρτα επιβίβασης. Περιμέναμε με υπομονή στην ουρά έως ότου φτάσαμε μπρος στη συνοδό εδάφους, μια καλοκαμωμένη νέα κοπέλα, με όμορφο πρόσωπο, μελαχρινή, με γαλάζια μάτια. Πρώτος πέρασε ο π. Κύριλλος. Ήμουν πίσω του. Έδωσε το διαβατήριό του και έβαλε τη βαλίτσα στη ζυγαριά. Η κοπέλα άνοιξε το διαβατήριο και τον κοίταξε επίμονα στα μάτια. Κάποια στιγμή τα βλέμματα συναντήθηκαν. Του είπε στα αγγλικά, σε χαμηλό ευγενικό τόνο:

-        Είστε Έλληνας...

-        Μάλιστα, της απάντησε κοφτά ο π. Κύριλλος.

-        Και Πόντιος; Τον ξαναρώτησε

-        Μάλιστα, της απάντησε πάλι ο π. Κύριλλος, αυτή τη φορά απορημένος.

Η κοπέλα με το ίδιο θερμό πάντα χαμόγελο συνέχισε τις ερωτήσεις.

-        Ξέρετε ποντιακά;

-        Μάλιστα, της απάντησε μονολεκτικά ο π. Κύριλλος.

Τότε του μίλησε στα ποντιακά.

-        Θέλω μια χάρη πάτερ, να μου διαβάσετε μιαν ευχή, να με ευλογήσετε.

Ξαφνιάστηκε ο π. Κύριλλος.

-        Πού κοπέλα μου να σου την διαβάσω; Δεκάδες άνθρωποι συνωστίζονται στα γκισέ, μπορεί να μας δουν. Είναι και η αστυνομία... Ο π. Κύριλλος μου είπε αργότερα πως δεν σκεφτόταν τον εαυτό του για τις συνέπειες. Εκείνος ήταν ταξιδιώτης, η κοπέλα ήταν τουρκάλα...  

-        Θα πάμε λίγο πιο πέρα σε εκείνο το άδειο γκισέ και λίγη ώρα θα κάνουμε. Σας παρακαλώ...

      Το ύφος της παρακλητικό. Σχεδόν έκλαιγε από την επιθυμία της ευλογίας. Άφησε τη θέση της και πήγε πιο πέρα χωρίς να τον αφήσει από τα μάτια της και με το βλέμμα της να τον παρακαλεί. Ο π. Κύριλλος πήγε κοντά της. Έβγαλε από την τσέπη του αντεριού του ένα εγκόλπιο ευχολόγιο και ένα μικρό Σταυρό ευλογίας. Της διάβασε σύντομη ευχή και με την πλάτη στο πλήθος την ευλόγησε με τον Σταυρό μέσα από τον πανωφόρι. Το πρόσωπο της κοπέλας φωτίστηκε. Έμοιαζε με μικρό παιδί, που του έκαμαν ένα πολύτιμο δώρο, δώρο ζωής. Λάμποντας από χαρά γύρισε στη θέση της, έδωσε το διαβατήριο και την κάρτα επιβίβασης στον π. Κύριλλο. Πριν απομακρυνθεί την ερώτησε  στα ποντιακά:

-        Πώς σε λένε κοπέλα μου, για να σε μνημονεύω σε κάθε Θεία Λειτουργία; Και εκείνη του απάντησε:

-        Με λένε Ελένη...

 Κάνοντας ότι την χαιρετά της άφησε ένα μικρό φάκελο και προχώρησε... Ήρθε η σειρά μου να εξυπηρετηθώ. Πάντα με μιαν έκφραση χαράς, αλλά χωρίς κουβέντα με εξυπηρέτησε. Απλώς κοιταχτήκαμε  στα μάτια. Είμασταν και οι δύο ευτυχισμένοι. Εκείνη για την αναπάντεχη ευλογία, εγώ για την ύπαρξη στο αεροδρόμιο της Αγκύρας μιας Ελένης.

Καθώς περιμέναμε να επιβιβαστούμε στο αεροπλάνο δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον εντυπωσιασμό μου από την κρυπτοχριστιανή και από το ότι ο π. Κύριλλος πέρασε από τον έλεγχο αγιωτικά αντικείμενα.

- Πάτερ μου, εντύπωση μου έκανε το πώς πέρασες από τα μηχανήματα του αεροδρομίου τον σταυρό και το ευχολόγιο. Είδα πως έχεις μαζί σου και εικονίτσες... Πιστεύω πως μιαν πρέπει να έδωσες και στην Ελένη...  

-        Δεν έκρυψα τίποτε στον έλεγχο. Ούτως ή άλλως θα τα εύρισκαν... Σχεδόν με έγδυσαν... Όταν με πήγαν στον επικεφαλής της ασφάλειας του αεροδρομίου του εξήγησα ότι είναι παλιά αντικείμενα χωρίς αξία και για δική μου χρήση. Τίποτε από τα όσα έχω μαζί μου δεν περιέχει μέταλλο. Και ο Σταυρός είναι ξύλινος...Τις εικονίτσες μου επέτρεψε να τις πάρω. Σε προηγούμενα ταξίδια μου στην Τουρκία μου τις είχαν κρατήσει. Είναι και σε τι αστυνόμο θα πέσει κανείς, αλλά και με πόση πίστη προσεύχεται...

Περιμένοντας να επιβιβαστούμε μας πλησίασε ένας γύρω στα πενήντα σχετικά κοντός παχουλός κύριος, με γυαλάκια και στρογγυλό πρόσωπο και ευχάριστος στην όψη και στους τρόπους. Μίλησε στον π. Κύριλλο απ’ ευθείας ποντιακά.

-        Πάτερ μου πόντιος είσθε; Από πού η καταγωγή;

-        Μάλιστα, του απάντησε ο π. Κύριλλος. Οι γονείς μου γεννήθηκαν στα Κοτύωρα (Ορντού) και μωρά πήγαν στην Ελλάδα. Αυτοί γλύτωσαν από τη σφαγή. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου άφησαν στον Πόντο το βιός τους και προ πάντων την καρδιά τους...

-        Εσύ από πού είσαι; Τον ρώτησε ο π. Κύριλλος.

-        Είμαι από την Τραπεζούντα. Η γιαγιά μου ήταν Ρωμιά. Θεός σχωρέστη... Και η μάνα μου αισθάνεται ρωμιά κι ας είναι ο πατέρας μου Τούρκος. Τα ποντιακά τα ξέρει από τη μάνα της, ξέρει και την ιστορία της... Μη με ρωτήσεις το πώς και το γιατί και οι δυο παντρεύτηκαν Τούρκους,

Ο π. Κύριλλος δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στην τραγωδία του βίαιου γάμου Τούρκων με κορίτσια που με τη βία κράτησαν κατά την καταστροφή του 1922 και τον ρώτησε, με το θάρρος που του έδωσε με τα όσα του είπε:

-        Εσύ πώς αισθάνεσαι; Ρωμιός, Τούρκος,...;

-        Αισθάνομαι πάτερ μπερδεμένος. Είμαι Τούρκος, αλλά έρχονται στιγμές που νιώθω Ρωμιός. Ψυχική διέξοδος για μένα ήταν η Γερμανία. Ξενιτεύτηκα εκεί, σπούδασα, παντρεύτηκα Γερμανίδα, έγινα Γερμανός πολίτης, τα παιδιά μου τα έκαμα να νιώθουν Γερμανοί και είναι χριστιανόπουλα, στη θρησκεία της μητέρας τους. Όσο ζουν οι γονείς μου έρχομαι στην Τραπεζούντα μια δυο φορές το χρόνο και τους βλέπω, εδώ ως Τούρκος... Όσο μπορώ περνώ στην αφάνεια για να μην προκαλώ τις υπηρεσίες εδώ και στη Γερμανία...

 

Συζητώντας  προχωρήσαμε στο αεροπλάνο και πια δεν ξανασυναντηθήκαμε... Φτάσαμε στην Τραπεζούντα, κάναμε το προσκύνημά μας στις Μονές Σουμελά και Βαζελώνος. Υπό την παρακολούθηση των γκρίζων λύκων πήγαμε να προσκυνήσουμε και στην Αγία Σοφία, αλλά δεν μας άφησαν να μπούμε, επισκεφθήκαμε ό,τι ελληνικό έχει απομείνει στην καρδιά του ποντιακού Ελληνισμού και δια μέσου Κωνσταντινούπολης επιστρέψαμε στην Ελλάδα.   

Πέρασε περίπου ένας χρόνος από το ταξίδι μας στην Καππαδοκία και στον Πόντο. Ένα απόγευμα μου τηλεφώνησε ο π. Κύριλλος.

-        Κάθεσαι; με ρώτησε.

-        Να καθίσω πάτερ μου, του είπα και πράγματι το έκαμα.

-        Ποιος ή μάλλον ΠΟΙΑ βρίσκεται στην Αθήνα;

-        Πάτερ μου δεν ξέρω, δεν μπορώ να σκεφθώ...

-        Είναι η Ελένη!

-        Ποια Ελένη;

-        Η Ελένη του αεροδρομίου της Αγκύρας. Το χαρούμενο κορίτσι με τα γαλανά μάτια και με το γλυκό χαμόγελο. Η κρυπτοχριστιανή...

     Έμεινα άφωνος από την έκπληξη. Όχι ότι την είχα βγάλει από το μυαλό μου, αλλά θεωρούσα απίθανο να ξανασυναντηθούμε...

-        Πώς έγινε αυτή η ευχάριστη έκπληξη πάτερ μου;

-        Όταν της ζήτησα να μου πει το όνομά της και μου απάντησε Ελένη, της έδωσα, όπως είδες, ένα μικρό φάκελο. Μέσα είχε ένα χάρτινο εικόνισμα, και την κάρτα μου, με το τηλέφωνό μου. Χθες λοιπόν μου τηλεφώνησε και μου είπε πως είναι στην Αθήνα και πως θέλει να μας συναντήσει.

-        Μετά χαράς, του είπα, νιώθοντας μια ψυχική αγαλλίαση.

Με τον π. Κύριλλο συναντηθήκαμε  στο ξενοδοχείο που έμενε η Ελένη, καθίσαμε σε έναν καναπέ της αίθουσας υποδοχής και την περιμέναμε. Σε λίγο κατέβηκε. Τώρα, χωρίς τη στολή της, ήταν μια κομψά και σεμνά ντυμένη γυναίκα, που, όπως μας είπε, της είχαμε αποτυπωθεί στο μυαλό και στην καρδιά της... Μετά τον θερμό χαιρετισμό και την έκφραση της χαρά της, μας είπε για την ιστορία της και για το πώς βρέθηκε στην Αθήνα.

-        Της γιαγιάς μου τους Ρωμιούς γονείς της δολοφόνησαν οι Τούρκοι και εκείνην δωδεκάχρονη την παντρεύτηκε  σαν θήραμα ο Τούρκος παππούς μου. Έκαμαν τη μητέρα μου, που ξέροντας την ιστορία της μητέρας της δεν ήθελε να παντρευτεί με Τούρκο. Είχε φτάσει στα σαράντα, όταν πριν πεθάνει ο παππούς μου την πάντρεψε με καλοστεκούμενο ηλικιωμένο συγγενή του και έκαμαν εμένα. Η γιαγιά μου πρότεινε και η μητέρα μου δέχτηκε μωρό κρυφά να με βαπτίσουν, ενώ ήμουν τυπικά μουσουλμάνα, όπως και εκείνες. Μου έδωσαν το όνομα Ειρήνη, που τόσο έλειψε στη γιαγιά μου... Όταν ο παππούς και ο πατέρας μου πέθαναν και εγώ ήμουν στο πανεπιστήμιο η μητέρα και η γιαγιά μου είπαν την αλήθεια και μου συμπλήρωσαν ότι τώρα που ξέρω μπορώ να κρίνω ελεύθερα το ποια είμαι. Διάλεξα να είμαι κρυφά Ρωμιά, όπως εκείνες. Πήγα από τον Πόντο στην Άγκυρα για να σπουδάσω και βρήκα τη δουλειά. Διάβασα πολλά για την Ελλάδα και την Ορθοδοξία. Εκεί βέβαια δεν είχα καθόλου ευκαιρίες να συναντήσω ιερέα και όταν σας είδα πάτερ μου σκίρτησε η καρδιά μου. Ζήτησα την ευλογία σας, λέγοντας μέσα μου να κάνω αυτό που επιθυμεί η ψυχή μου. Η κάρτα σας με διευκόλυνε να πάρω τις αποφάσεις μου...

-        Και οι προσευχές μου, της είπε ο π. Κύριλλος. Σε κάθε προσευχή μου ήσουνα παρούσα αγαπητή Ελένη. Και ποιες είναι οι αποφάσεις σου κόρη μου;

-        Έψαξα και βρήκα εργασία σε ελληνική εταιρεία. Το ότι σπούδασα αγγλική φιλολογία, η καταγωγή μου και οι γλώσσες που ξέρω με διευκόλυναν. Η γιαγιά μου πέθανε. Ελπίζω κάποια στιγμή να έρθει και η μητέρα μου, που τώρα είναι μόνη της και να μείνουμε μόνιμα στην Ελλάδα... Να μην αισθανόμαστε μόνο και να το κρύβουμε, αλλά να δηλώνουμε περήφανες που νιώθουμε και είμαστε Ρωμιές...

     Μιλήσαμε πολλή ώρα ακόμη, μέχρι που βράδιασε και δειπνήσαμε μαζί. Χωρίσαμε, αλλά μείναμε σύμφωνοι σύντομα να ξανασυναντηθούμε...-

 *Οι ιστορίες είναι αληθινές. Ο γράφων είναι στις περισσότερες  αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυράς. Τις υπόλοιπες τους τις διηγήθηκαν κληρικοί, που τις έζησαν. Πάνω στα πραγματικά γεγονότα πλέκεται η μυθοπλασία. 

ΜΕ ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΗ ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ. ΜΕ ΟΛΟΥΣ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΔΕΧΘΗΚΑΝ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΑΠΟ ΓΙΑΓΙΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΑΔΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΤΥΧΗΣΑΝ ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΟΥΝ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΑΝ ΝΑ ΚΡΥΦΤΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΩΝ ΠΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΠΟΙΟΥΝ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟ. ΣΒΥΣΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΝΕΝΕΡΓΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΣΕΙΣΜΟ.