Τρίτη 31 Μαΐου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (7)

Συνέχεια από: Κυριακή 29 Μαΐου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο DESCARTES ΚΑΙ Ο ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΘΕΟΣ

Εισαγωγή: Η επιστήμη και η τροχιά της αμφιβολίας

Το ΕGO COGITO ERGO SUM ΧΑΡΑΧΤΗΚΕ πάνω σε μία από τις πύλες της νεοτερικότητας, και εμείς οι οποίοι περάσαμε μέσα από αυτή την πύλη έχουμε υποκύψει στη γοητεία του. Έχουμε κυριολεκτικά μεταμορφωθεί εξ αιτίας του, μια και αυτή η αρχή βοήθησε να δοθεί νέο νόημα σε ό,τι σημαίνει η ανθρώπινη ύπαρξη, και άρα συνέβαλε στην καθίδρυση ενός εντελώς νέου φάσματος πολιτικών, ηθικών και φιλοσοφικών δυνατοτήτων. Στο βαθμό που η νεοτερικότητα εδράζεται σε αυτή την αρχή, ο άνθρωπος δεν κατανοείται πλέον ως ορθολογικό ζώο ή ως παιδί του Θεού. Αυτές οι αντιλήψεις τού τι σημαίνει ανθρώπινο ον ούτε χάθηκαν ούτε λησμονήθηκαν, αλλά βαθμηδόν παραγκωνίστηκαν. Επομένως δεν καθορίζουν πλέον τον πολιτιστικό κόσμο όπου ζούμε. Εμείς οι μοντέρνοι καταλήξαμε να κατανοούμε τον εαυτό μας ως υποκείμενο το οποίο αντιτίθεται σε έναν εχθρικό κόσμο που πρέπει να κατακτηθεί και να υποταχθεί στη βούλησή μας.

Θα ήταν λάθος ωστόσο, να υποθέσουμε ότι η νεοτερικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από υποκειμενικότητα. Η νεοτερικότητα είναι ένα σύνολο διαφορετικών στοιχείων, και παρανοούμε τη γόνιμη αμφιλογία της παράδοσής μας εάν δε αναγνωρίζουμε αυτό το γεγονός. Ανθρωπισμός, εμπειρισμός και φιλελευθερισμός, για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν σε βάθος εάν υποθέσουμε ότι είναι απλώς μορφές της υποκειμενικότητας. Παρά ταύτα, δεν είναι δυνατόν να αρνηθούμε ότι η υποκειμενικότητα και οι επιταγές της βρίσκουν πάντα πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν.

Προκειμένου να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο μας, φαίνεται ότι πρέπει να συμβιβαστούμε με την αρχή της υποκειμενικότητας, με το ego cogito ergo sum. Πώς όμως να την κατανοήσουμε αν δεν κατανοούμε το ερώτημα στο οποίο απαντά. Κάθε απόφαση ή κρίση είναι η απάντηση σε κάποιο εκφρασμένο ή ανέκφραστο ερώτημα, και το νόημα κάθε απόφανσης προσδιορίζεται μόνο με βάση το ερώτημα στο οποίο δίνει απάντηση. Το ερώτημα μας καλεί και μας οδηγεί προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, σε κάποια συγκεκριμένο είδος απάντησης. Το  ego cogito ergo sum είναι η αρχή του Descartes (Καρτέσιου) και το ερώτημα στο οποίο απαντά είναι το ερώτημα που δίνει ώθηση στη σκέψη του. Για να κατανοήσουμε λοιπόν, αυτή την αρχή και τη μοντέρνα έννοια της υποκειμενικότητας, θα πρέπει να συνδιαλλαγούμε με τον Descartes.

Ο Descartes γεννήθηκε το 1596, σε έναν κόσμο που σπαρασσόταν από τους θρησκευτικούς πολέμους της Μεταρρύθμισης. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια και έλαβε εξαιρετική μόρφωση στη νεοϊδρυθείσα ιησουίτικη σχολή La Flèche. Ήταν τόσο εξαίρετος σπουδαστής ώστε οι δάσκαλοί του τού παραχώρησαν την ελευθερία να διαβάζει και να μελετά ό,τι ήθελε.

Γνώριζε καλά μεγάλο μέρος της παραδοσιακής σχολαστικής γραμματείας και μελέτησε μερικές από τις μυστικιστικές επιστήμες. Το πραγματικό πάθος του, όμως, ήτα τα μαθηματικά. Αφού έφυγε από τη σχολή La Flèche, σπούδασε νομικά και ξεκίνησε στρατιωτική σταδιοδρομία. Ωστόσο ποτέ δεν είχε ενεργό δράση ως στρατιωτικός και ουσιαστικά αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στη μελέτη των μαθηματικών και των επιστημών. Αυτή ακριβώς την περίοδο, το 1619, συνέλαβε την ιδέα που άλλαξε τη ζωή του, την ιδέα για μια καθολική επιστήμη βασιζόμενη στα μαθηματικά· προφανώς την εμπνεύστηκε από τον Francis Bacon, όμως η ιδέα ότι θα έπρεπε να λάβει μαθηματική μορφή ήταν δική του. Σύμφωνα με την αποσπασματική και ίσως φανταστική αφήγησή του για την προέλευση αυτής της ιδέας στα Ολυμπιακά του, την εμπνεύστηκε σε ένα όνειρο. Οποιαδήποτε κι αν είναι η προέλευσή της, ο Descartes δεν άργησε να εκτιμήσει την τεράστια σημασία της. Πίστευε ότι τέτοιου είδους επιστήμη θα μπορούσε να μετασχηματίσει ριζικά την ανθρώπινη ζωή, να δώσει στον άνθρωπο την κυριαρχία πάνω στη φύση, που αναζητούσε ο Bacon, και έτσι να του παρέχει την ασφάλεια και την ευημερία που ίσαμε τότε στερούνταν.

Ο Descartes γνώριζε ότι αυτό το πρόταγμα θα ήταν μια τεράστια ευθύνη και συμπέρανε ότι θα έπρεπε να κάνει εκτεταμένες πνευματικές και πρακτικές προετοιμασίες για να το αναλάβει. Έτσι, λοιπόν, δεν άρχισε να εργάζεται πάνω σε αυτό πριν από το 1628. Οι πρώτοι καρποί της δουλειάς του ήσαν το αποσπασματικό Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος και η Πραγματεία περί κόσμου, την οποία απέσυρε όταν έμαθε για την καταδίκη του Γαλιλαίου. Το 1636 δημοσίευσε τον Λόγο περί μεθόδου για να οδηγεί κανείς καλώς το λογικό του και να αναζητεί την αλήθεια στις επιστήμες, καθώς και τρεις επιστημονικές πραγματείες που ήθελε να χρησιμεύσουν ως παραδείγματα αυτής της μεθόδου. Για να απαντήσει σε ερωτήματα γύρω από το τέταρτο μέρος του Λόγου, που σκιαγραφούσε τις μεταφυσικές του εικασίες, ο Descartes δημοσίευσε τους Στοχασμούς περί της πρώτης φιλοσοφίας το 1641. Απάντησε στις επικρίσεις αυτού του έργου το 1644 με τις Αρχές της φιλοσοφίας. Το 1649 δημοσιεύθηκαν τα Πάθη της ψυχής, έργο στο οποίο εκθέτει το πλαίσιο για την ηθική φιλοσοφία του. Λίγο μετά, κατά τη διάρκεια επίσκεψης στη Σουηδία, ο Descartes προβλήθηκε από πνευμονία και πέθανε στις αρχές Φεβρουαρίου του 1650.

Το έργο του Descartes διαβαζόταν ευρέως σε κύκλους μορφωμένων ενόσω ζούσε ο ίδιος, και ήταν εξαιρετικά διαφιλονικούμενο όχι μόνο εξ αιτίας των φιλοσοφικών, μαθηματικών και επιστημονικών καινοτομιών του αλλά και εξ αιτίας της προβληματικής πραγμάτευσης της θρησκείας. Η άμεση και σαφής επιρροή που άσκησε στους Arnauld και Malebranche είναι αναντίρρητη, όπως και η σημαντική επιρροή του στους Leibniz και Spinoza. Η σπουδαιότητα της σκέψης του, όμως, δεν αναγνωριζόταν ευρύτερα μέχρι τις δεκαετίες 1660 και 1670, όταν υιοθετήθηκε ως μέρος του σταθερού προγράμματος σπουδών πολλών ευρωπαϊκών πανεπιστημίων. Η ολοφάνερη επίδραση που είχε η σκέψη του Descartes σε σειρά γενεών δικαίως οδήγησε στην αναγνώρισή του ως πατέρα της μοντέρνας φιλοσοφίας.

Η θεμελιώδης αρχή του Descartes γίνεται κατανοητή μόνο στο πλαίσιο του μεγαλειώδους εγχειρήματός του να καθιδρύσει μια καθολική επιστήμη. Στον Κανόνα 2 των Κανόνων περιγράφει τι πρέπει να είναι και να κάνει η τέτοιου είδους επιστήμη:

Κάθε γνώση είναι ασφαλής και προφανής γνώση. Όποιος έχει αμφιβολίες γύρω από πολλά πράγματα δεν είναι σοφότερος από όποιον δεν τα συλλογίστηκε ποτέ· τω όντι, εμφανίζεται λιγότερο σοφός εάν έχει διαμορφώσει κάποια λανθασμένη γνώμη για οποιαδήποτε εξ αυτών. Επομένως είναι καλύτερο να μη μελετάμε καθόλου, παρά ν’ ασχολούμαστε με αντικείμενα τα οποία είναι τόσο δύσκολα, ώστε ν’ αδυνατούμε να διακρίνουμε ό,τι είναι αληθές απ' ό,τι είναι ψευδές και να εξαναγκαζόμαστε να εκλάβουμε το αμφίβολο ως βέβαιο· γιατί σε τέτοια ζητήματα ο κίνδυνος να μειωθούν οι γνώσεις μας είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι η προσδοκία μας να αυξηθούν. Έτσι, σε συμφωνία με αυτό τον Κανόνα, απορρίπτουμε κάθε τέτοια απλώς πιθανή γνώση και αποφασίζουμε να πιστεύουμε μόνο ό,τι είναι απολύτως γνωστό και δεν γεννά αμφιβολίες. 

Αυτό ήταν το πρόβλημα που ο Descartes έβαλε στόχο να λύσει – πώς να ξεπεράσουμε όλες τις αμφιβολίες και να αποκτήσουμε γνώση που δεν θα είναι απλώς πιθανή μα βέβαιη. Στους Κανόνες και στα υπόλοιπα πρώιμα έργα του ο Descartes προσπάθησε να ανακαλύψει αυτή τη βεβαιότητα στην αμεσότητα της ενόρασης, στη «βέβαιη σύλληψη του εναργούς και προσηλωμένου πνεύματος», το οποίο «εκπορεύεται αποκλειστικά και μόνο από το φως του Λόγου» Ο Descartes διαπίστωσε, ωστόσο, ότι η ενόραση αυτή καθ' εαυτήν δεν ήταν επαρκής βάση για τη βεβαιότητα που απαιτούσε η επιστήμη του. Η φύση δεν μπορούσε να κυριαρχηθεί χωρίς να ερευνηθεί ό,τι υπερβαίνει τη φύση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι υποχρεώθηκε να αναλάβει μια μεταφυσική έρευνα που απέρριπτε κάθε παραδεδεγμένη γνώμη και ακολουθούσε μια τροχιά ριζικής αμφιβολίας προκειμένου να ανακαλύψει κάποιο βέβαιο θεμέλιο. Αυτή η έρευνα τον οδήγησε να ανακαλύψει τη θεμελιώδη αρχή του.

Αυτή η αρχή διατυπώθηκε για πρώτη φορά στον Λόγο που επιδίωκε να μυήσει το κοινό στη νέα μέθοδο της καρτεσιανής επιστήμης. Το έργο αυτό γράφτηκε σε αυτοβιογραφικό ύφος και παρουσιάζει τη νέα μέθοδο ως ακέραιο μέρος του νέου είδους ανθρώπινου όντος, που αντιπροσωπεύεται από τον ίδιο τον Descartes. Όπως ο προκάτοχός του ο Montaigne, ο Descartes παρουσιάζει, λοιπόν, τον εαυτό του ως παράδειγμα προς μίμηση. Όμως, σε αντίθεση με τον Montaigne, ο οποίος υπερασπιζόταν την αυτάρκεια και την αποδοχή του πεπρωμένου έναντι ενός ριζικά ακατανόητου κόσμου, ο Descartes καταστρώνει ένα σχέδιο για να κυριαρχήσει στον εαυτό του και στον κόσμο. Επομένως το πρόταγμα του Descartes δεν έχει ως κίνητρο τον πόθο για γαλήνη, μεταμόρφωση ή καθοσίωση, αλλά την επιθυμία για ασφάλεια και ευημερία.

Αφού περιγράφει την εκπαίδευσή του (μέρος 1ο), τη μέθοδό του (μέρος 2ο) και τον προσωρινό κώδικα ηθικής του (μέρος 3ο), ο Descartes παρουσιάζει τις πρώτες σκέψεις του για τα θεμέλια της φιλοσοφίας (μέρος 4ο). Εκφράζει τις αμφιβολίες του για το κατά πόσο είναι ορθό να περιγραφούν αυτές οι σκέψεις, μια και είναι σε τέτοιο βαθμό μεταφυσικές και εκτός του συνηθισμένου, ώστε να μην αρέσουν σε κανέναν. Παρά ταύτα, αισθάνεται υποχρεωμένος να μιλήσει «με κάποιο μέτρο» για το σταθερό θεμέλιο που ανακάλυψε για τη νέα επιστήμη του. Λέει στον αναγνώστη ότι, ενώ σε ζητήματα συναναστροφής ενίοτε είναι αναγκαίο να ακολουθούμε τις πιο αβέβαιες αρχές σαν να ήταν αναμφίβολες, όταν αναζητούμε την αλήθεια είναι αναγκαίο να απορρίπτουμε ως απολύτως ψευδές οτιδήποτε γεννά και την παραμικρή αμφιβολία. Αποφασίζει, λοιπόν, «να μην αποδέχομαι ποτέ κάτι ως αληθινό εάν δεν διαθέτω αποδεδειγμένη γνώση περί της αλήθειας του, [...] να μη συμπεριλαμβάνω τίποτα παραπάνω στις κρίσεις μου απ’ ό,τι παρουσιάζεται στον νου μου με τόση ενάργεια και κατηγορηματικότητα, ώστε να μην έχω την ευκαιρία να αμφιβάλλω για τούτο».

Όπως οι Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος, οι πρώτοι στοχασμοί του αρχίζουν με το πρόβλημα της αμφιβολίας και ακολουθούν τη διαδρομή της αμφιβολίας αναζητώντας τη βεβαιότητα. Επειδή οι αισθήσεις μάς εξαπατούν, απορρίπτει την αλήθεια κάθε αίσθησης επειδή οι άνθρωποι σφάλλουν ακόμη και όταν κάνουν απλές γεωμετρικές σκέψεις, απορρίπτει όλες τις γεωμετρικές αποδείξεις, και επειδή συχνά κάνουμε τις ίδιες σκέψεις στα όνειρα και όταν είμαστε σε εγρήγορση, αποφασίζει να μεταχειρίζεται καθετί το οποίο διείσδυσε κατά το παρελθόν στο πνεύμα του απλώς ως όνειρο. Ωστόσο, παρ’ ότι ακολούθησε αυτή την τροχιά προς το σκεπτικιστικό του συμπέρασμα, επισημαίνει πως όποτε προσπάθησε να συλλογιστεί κάτι ψευδές αντιλήφθηκε ότι «ήταν αναγκαίο, εγώ ο οποίος το σκεπτόμουν να ήμουν κάτι. Και καθώς διαπίστωνα ότι αυτή η αλήθεια "νοώ άρα υπάρχω" ήταν τόσο στέρεη και ασφαλής ώστε ακόμη και οι πιο εξωφρενικές εικασίες των σκεπτικιστών ήταν αδύνατον να την κλονίσουν, αποφάσισα ότι μπορούσα να την αποδεχτώ ανενδοίαστα ως την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας την οποία αναζητούσα».

Η περιγραφή αυτής της ανακάλυψης είναι περισσότερο λεπτομερής στούς Στοχασμούς. Ο Λόγος γράφτηκε στη γαλλική γλώσσα και προορίζεται για το ευρύ κοινό. Ακολουθώντας τον προσωρινό κώδικα ηθικής που σκιαγραφήθηκε στο 3ο μέρος του λόγου, ο Descartes αποφεύγει να θέσει ερωτήματα που ίσως αναστάτωναν θρησκευτικές πεποιθήσεις ή ήθη, και αναφέρεται στους μεταφυσικούς στοχασμούς του μόνο «με κάποιο μέτρο», έτσι ώστε τα αδύναμα πνεύματα να μην τους χρησιμοποιήσουν για να δημιουργήσουν προβλήματα. Προφανώς εδώ έχει κατά νου «εκείνους τους ταραχοποιούς και ανήσυχους χαρακτήρες οι οποίοι, χωρίς να έχουν κληθεί να διαχειριστούν δημόσιες υποθέσεις είτε λόγω καταγωγής είτε λόγω του πεπρωμένου, όλο και κάποια νέα μεταρρύθμιση σκαρφίζονται», και τονίζει ότι δεν θα δημοσίευε τον Λόγο εάν έστω και το παραμικρό σε αυτόν συνέτεινε σε τέτοια αφροσύνη.

Οι Στοχασμοί, αντιθέτως, γράφτηκαν στα λατινικά και απευθύνονταν σε περισσότερο μορφωμένο και φαινομενικά πιο σώφρον αναγνωστικό κοινό. Ακόμη και αυτό το εγχείρημα, όμως, έχει τους κινδύνους του, γιατί οι ιδέες είναι πιθανόν να διαδοθούν σε λιγότερο μορφωμένους. Παρά ταύτα, ο Descartes πιστεύει ότι πρέπει να διακινδυνεύσει, γιατί τίποτα στέρεο δεν καθιδρύεται στη φιλοσοφία εάν δεν ακολουθήσουμε αυτή την τροχιά. Μολονότι τη φωτιά και τα ξίφη «δεν είναι δυνατόν να τα χειριστούν με ασφάλεια άφρονες ή παιδιά, κανείς δεν πιστεύει ότι αυτό το γεγονός είναι ένας λόγος για να ζήσουμε χωρίς αυτά εντελώς».

Συνεχίζεται


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

https://www-ricognizioni-it.translate.goog/basta-che-sia-nuovo-lossessione-dei-tempi-moderni-di-roberto-pecchioli/?_x_tr_sl=it&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp