Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Το ζήτημα του σώματος στον Αριστοτέλη - Enrico Berti



Το ζήτημα του σώματος στον Αριστοτέλη

La questione del corpo in Aristotele - Enrico Berti

https://www.youtube.com/watch?v=nNa-E2Xfa9k&t=994s


Το θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε είναι το ζήτημα του σώματος στον Αριστοτέλη. Και για αυτό το θέμα η αναφορά στον Αριστοτέλη είναι κάτι παραπάνω από κατάλληλη, επειδή ο Έλληνας φιλόσοφος έχει ασχοληθεί σχεδόν με όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα και, κατά την άποψή μου, τα έχει επίσης σε μεγάλο βαθμό επιλύσει. Ωστόσο, όσον αφορά το σώμα, θα δούμε —και θα προσπαθήσω να το δείξω στη συνέχεια— ότι στον Αριστοτέλη αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα αλλά, μπορούμε ίσως να πούμε, τη λύση στο πρόβλημα.
Θα προσπαθήσω να εξηγήσω το γιατί. Πρώτα απ’ όλα είναι σωστό να θυμηθούμε ότι ο Αριστοτέλης ζει σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως δυϊστικό, με την έννοια ότι αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως αποτελούμενο από δύο μεταξύ τους αντίθετες οντότητες, δηλαδή το σώμα και την ψυχή. Αυτός ο δυϊσμός ήταν ευρέως διαδεδομένος στον ελληνικό πολιτισμό· προερχόταν συγκεκριμένα από τον ορφισμό, τη θρησκεία των ορφικών, μια μυστηριακή θρησκεία ιδιαίτερα διαδεδομένη κυρίως στα λαϊκά στρώματα. Τη θέση αυτή είχαν υιοθετήσει και σημαντικοί φιλόσοφοι όπως οι Πυθαγόρειοι. Σύμφωνα με τους Ορφικούς και τους Πυθαγόρειους, ο άνθρωπος αποτελείται από δύο αντίθετες οντότητες: το σώμα, το οποίο γίνεται αντιληπτό μέσω των αισθήσεων, και την ψυχή.
Η ψυχή, (η «psiche»), θεωρούνταν ως ένας δαίμων, δηλαδή μια ενδιάμεση οντότητα ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο θεϊκό, με δική της ζωή και δραστηριότητα που προϋπήρχε του σώματος· εισέρχεται στο σώμα κατά τη γέννηση, παραμένει σε αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου και, με τον θάνατο, το εγκαταλείπει για να μπει σε άλλα σώματα, δηλαδή να μετενσαρκωθεί. Αυτή η αντίληψη ήταν ευρέως διαδεδομένη και επομένως οδηγούσε στην αντίληψη του ανθρώπου ως μιας διαιρεμένης οντότητας, αποτελούμενης από δύο χωριστές ουσίες. Πρέπει να πούμε ότι ακόμη και μεταξύ των φιλοσόφων που σήμερα θα θεωρούσαμε πιο προοδευμένους, όπως ο Σωκράτης, αυτή η αντίληψη είχε αφήσει το στίγμα της. Για παράδειγμα, σε διάφορα σημεία των διαλόγων του Πλάτωνα, απ’ όπου προκύπτει η σκέψη του Σωκράτη, φαίνεται ότι ο Σωκράτης ταυτίζει τον άνθρωπο με την ψυχή του.
Εγώ είμαι η ψυχή μου, το να φροντίζω τον εαυτό μου σημαίνει να φροντίζω την ψυχή μου, το εγώ μου είναι η ψυχή μου. Σε αυτή τη γραμμή κινείται και ο Πλάτωνας. Με τον Πλάτωνα εισερχόμαστε ήδη στον ορίζοντα της μεγάλης φιλοσοφίας που προορίζεται να επηρεάσει τους επόμενους αιώνες, και ο Πλάτωνας, όπως όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι, έχει ίσως μια πιο σύνθετη θέση, γιατί σε ορισμένους διαλόγους, όπως στον Φαίδωνα, ο δυϊσμός ανάμεσα σε ψυχή και σώμα είναι πολύ έντονος, πολύ καθαρός.
Το σώμα ορίζεται μάλιστα ως φυλακή, ως η φυλακή μέσα στην οποία η ψυχή είναι εγκλωβισμένη κατά την ανθρώπινη ύπαρξη. Το σώμα θεωρείται ως ένας τάφος· ο θάνατος είναι έτσι για τον άνθρωπο λύτρωση. Αυτή είναι σαφώς μια δυϊστική θέση που παραπέμπει στον δυϊσμό των Ορφικών και των Πυθαγορείων, όμως δεν είναι η μοναδική θέση του Πλάτωνα.
Σε άλλους διαλόγους, για παράδειγμα στον Τίμαιο, ο Πλάτωνας μιλά για το σώμα ως το όχημα της ψυχής ή ως το όργανο της ψυχής, στο οποίο η ψυχή δίνει εντολές, τις οποίες το σώμα υπακούει. Σε αυτή την περίπτωση, επομένως, η σχέση δεν είναι πλέον μια καθαρή αντίθεση αλλά μια συνεργασία· μπορούμε έτσι να πούμε ότι ο δυϊσμός που υπάρχει στον Φαίδωνα είναι στον Τίμαιο αρκετά μετριασμένος. Έπειτα έχουμε και άλλες θέσεις, όπως αυτή στο Συμπόσιο, όπου ο Πλάτωνας φτάνει να πει —μέσω του περίφημου λόγου της Διοτίμας για τον Έρωτα— ότι η αγάπη για τα όμορφα σώματα είναι το πρώτο στάδιο που οδηγεί στην αγάπη για τις όμορφες ψυχές, και μετά στην αγάπη για τους καλούς θεσμούς και τελικά για την ίδια την ομορφιά.
Σε αυτή την περίπτωση, τα όμορφα σώματα, το σώμα, δεν θεωρούνται πλέον κάτι το αρνητικό ή αντίθετο προς την ψυχή, αλλά ως ο πρώτος βαθμός μιας ανόδου που οδηγεί μέχρι και στον κόσμο των ιδεών. Αυτή, λοιπόν, είναι η κατάσταση μέσα στην οποία κινείται ο Αριστοτέλης: ένας πολιτισμός διαποτισμένος από τον δυϊσμό, την αντίθεση μεταξύ ψυχής και σώματος.
Φυσικά, μέσα στον δυϊσμό αναδύεται μία σημαντική θέση, την οποία ο Πλάτωνας υιοθετεί και που παραμένει για πάντα συνδεδεμένη με το όνομά του· πρόκειται για τη θέση περί αθανασίας της ψυχής.
Ακριβώς στον Φαίδωνα, ο Πλάτωνας βάζει τον Σωκράτη, λίγο πριν εκτελεστεί κατόπιν της απόφασης του αθηναϊκού δικαστηρίου, να λέει ότι δεν φοβάται τον θάνατο, γιατί η ψυχή του οδεύει προς την αθανασία. Αυτή η ιδέα της αθανασίας της ψυχής είναι ακριβώς συνδεδεμένη με τον δυϊσμό σώματος και ψυχής ως δύο διαφορετικών ουσιών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται και ο Αριστοτέλης, και όπως και η θέση του Πλάτωνα, έτσι και η θέση του Αριστοτέλη δεν είναι απλή, αλλά μάλλον αρκετά σύνθετη.
Ο Αριστοτέλης είναι εκείνος που μπορούμε να πούμε ότι εγκαινιάζει αυτό που σήμερα ονομάζουμε ψυχολογία, δηλαδή την επιστήμη της ψυχής. Την ονομάζουμε ψυχολογία γιατί συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε τον ελληνικό όρο ψυχή για να δηλώσουμε όχι μόνο αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες εννοούσαν αυστηρά ως ψυχή, αλλά και ένα πλήθος από ανθρώπινα φαινόμενα που φαίνονται να διαφέρουν από τις καθαρά φυσικές ή υλικές συμπεριφορές και θεωρούνται ψυχικές λειτουργίες. Ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που εγκαινιάζει μια επιστήμη πλήρως αφιερωμένη στη μελέτη αυτών των φαινομένων, και το έργο στο οποίο παρουσιάζει αυτή την επιστήμη είναι το περίφημο "Περί Ψυχής" (De Anima), ένα έργο για το οποίο ακόμη και ένας σπουδαίος φιλόσοφος όπως ο Χέγκελ, τον 19ο αιώνα, θα πει ότι παραμένει το πιο σημαντικό και βαθύ κείμενο που έχει ποτέ γραφτεί πάνω στο θέμα.
Επομένως, για να κατανοήσουμε τη θέση του Αριστοτέλη πάνω σε αυτό το ζήτημα, είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε στο "Περί Ψυχής". Ωστόσο, η θέση του Αριστοτέλη δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε αυτό το έργο. Ο Αριστοτέλης έχει ασχοληθεί με όλα τα φιλοσοφικά θέματα: από τη λογική, τη φυσική, τη μεταφυσική, έως την ηθική, την πολιτική, τη ρητορική και την ποιητική.
Δεν υπάρχει τομέας που να μην έχει μελετηθεί — και συχνά εγκαινιαστεί — από τον Αριστοτέλη. Έτσι, και το θέμα της ψυχής δεν περιορίζεται μόνο στο ομώνυμο έργο, αλλά ο Αριστοτέλης το θίγει λίγο-πολύ σε όλα τα έργα του. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι το εξετάζει ιδίως, πέρα από το "Περί Ψυχής", στα ηθικά έργα, και πιο συγκεκριμένα στην Ηθική Νικομάχεια και στην Ηθική Ευδήμεια, τα δύο έργα ηθικής που σήμερα του αποδίδονται με βεβαιότητα.
Εδώ βρίσκουμε, όπως τώρα θα προσπαθήσω να δείξω, μια αντίληψη για την ψυχή που δεν ταυτίζεται ακριβώς με εκείνη που βρίσκουμε στο «Περί Ψυχής»· δηλαδή, στα έργα ηθικής, και ειδικότερα στην Ηθική Νικομάχεια, ο Αριστοτέλης διατυπώνει μια θέση η οποία εν μέρει επαναλαμβάνει τον πλατωνικό δυϊσμό και τον δυϊσμό ολόκληρης της προγενέστερης παράδοσης, στην οποία ήδη αναφέρθηκα.
Πώς εξηγείται αυτό το φαινόμενο;
Κατά τη γνώμη μου, εξηγείται αν έχουμε υπόψη μας ότι η Ηθική Νικομάχεια και γενικά τα έργα ηθικής ανήκουν σε εκείνο τον τομέα που ο Αριστοτέλης αποκαλούσε πρακτική φιλοσοφία, δηλαδή μια φιλοσοφία που δεν έχει ως αποκλειστικό της σκοπό τη γνώση, αλλά επιδιώκει με κάποιον τρόπο να προσανατολίσει την πράξη, τη δράση, τη ζωή των ανθρώπων.
Και αυτό έχει το κόστος του — όσον αφορά την αυστηρότητα, την ακρίβεια — διότι, όπως λέει ο ίδιος ο Αριστοτέλης στην αρχή της Ηθικής Νικομάχειας, η πρακτική φιλοσοφία δεν έχει την ίδια ακρίβεια, την ίδια αυστηρότητα — αυτό που οι Έλληνες ονόμαζαν ακρίβεια (ἀκρίβεια) — που διαθέτουν οι θεωρητικές επιστήμες.
Οι θεωρητικές επιστήμες έχουν ως πρότυπό τους τα μαθηματικά, και τα μαθηματικά είναι η κατεξοχήν αυστηρή και ακριβής επιστήμη.
Αντίθετα, οι πρακτικές επιστήμες, όπως ακριβώς η ηθική, έχουν ένα γνωσιολογικό καθεστώς πιο εύπλαστο, πιο ευέλικτο, πιο ελαστικό, και επομένως θυσιάζουν εν μέρει την αυστηρότητα στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την συγκεκριμένη πραγματικότητα, η οποία αποτελείται από επιμέρους περιπτώσεις και όχι από γενικούς νόμους όπως συμβαίνει στα μαθηματικά. Η πραγματικότητα αποτελείται από συγκεκριμένες περιπτώσεις, που συχνά απαιτούν ιδιαίτερη προσαρμογή και, επομένως, μια παραίτηση από την τέλεια αυστηρότητα που χαρακτηρίζει τα μαθηματικά και γενικά τις θεωρητικές επιστήμες, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.
Αυτό, κατά τη γνώμη μου, εξαρτάται επίσης από το είδος του κοινού στο οποίο απευθύνεται η πρακτική φιλοσοφία: δηλαδή δεν απευθύνεται σε επιστήμονες ή μελετητές, αλλά σε πολιτικούς, επιχειρηματίες, οικογενειάρχες, σε ανθρώπους που με κάποιο τρόπο είναι ενεργοί στη δημόσια και ιδιωτική ζωή και επιδιώκουν να πραγματοποιήσουν το δικό τους αγαθό ή το αγαθό της οικογένειάς τους ή της πόλης τους.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτόν τον χαρακτήρα της ηθικής ως πρακτικής φιλοσοφίας, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί στα έργα ηθικής η αντίληψη του Αριστοτέλη για την ψυχή και το σώμα — και επομένως για τον άνθρωπο — παραμένει εν μέρει δυϊστική.
Σε ποια έννοια είναι δυϊστική; Στην έννοια ότι ο Αριστοτέλης συνεχίζει, όπως ήδη είχε πει και ο Πλάτωνας, να θεωρεί πως ο άνθρωπος αποτελείται από δύο οντότητες: το σώμα και την ψυχή. Ανάμεσά τους δεν υπάρχει αντίθεση, όπως στον Φαίδωνα του Πλάτωνα, αλλά συνεργασία, όπως είχε πει ο Πλάτωνας στον Τίμαιο.
Το σώμα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, έχει τη λειτουργία της υπακοής στην ψυχή: η ψυχή διατάζει και το σώμα υπακούει. Επομένως, το σώμα είναι όργανο, όχημα, είναι υποδεέστερο σε σχέση με την ψυχή.
Η ψυχή, σύμφωνα με την ψυχολογία της Ηθικής Νικομάχειας, διαιρείται και αυτή σε δύο μέρη: υπάρχει το μη λογικό μέρος, το οποίο περιλαμβάνει τον χαρακτήρα, αλλά και το ένστικτο, την επιθυμία, και υπάρχει και το καθαρά λογικό μέρος.
Ακόμη και μέσα στην ψυχή, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, θα πρέπει να υπάρχει η ίδια σχέση που υπάρχει μεταξύ ψυχής και σώματος: δηλαδή, ο λόγος πρέπει να διατάζει και το μη λογικό μέρος της ψυχής να υπακούει.
Έτσι, στα έργα ηθικής έχουμε αυτή την ψυχολογία που είναι — θα έλεγα — τουλάχιστον εν μέρει δυϊστική. Γιατί εν μέρει; Επειδή δεν υπάρχει ούτε η ορφική ή πυθαγορική αντίθεση, ούτε, και αυτό πρέπει να ειπωθεί καθαρά, η καθαρή θέση της αθανασίας, της επιβίωσης της ψυχής σε σχέση με το σώμα και επομένως της ανεξαρτησίας της ψυχής από το σώμα.
Σύντομα, ο σκοπός των μαθημάτων ηθικής, των πραγματειών ηθικής, δεν είναι να θεμελιώσουν γενικά δόγματα, αλλά — όπως έλεγα προηγουμένως — να προσανατολίσουν με κάποιον τρόπο την πράξη. Επομένως, δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για να συζητήσει κανείς το ζήτημα της αθανασίας της ψυχής. Ας έχουμε λοιπόν υπόψη μας ότι στις ηθικές πραγματείες υπάρχει μια θέση μετριοπαθούς δυϊσμού. Αυτή η θέση δεν εμφανίζεται πλέον στο "Περί Ψυχής" (De Anima).
Στο Περί Ψυχής, οποιαδήποτε μορφή δυϊσμού εξαφανίζεται. Στο Περί Ψυχής έχουμε μια πρωτότυπη διδασκαλία, την πραγματική ψυχολογία του Αριστοτέλη, δηλαδή τη δική του, επιστημονική θα λέγαμε, ψυχολογία. Το Περί Ψυχής, για τον Αριστοτέλη, ανήκει στις φυσικές επιστήμες.
Η φυσική είναι θεωρητική επιστήμη, δεν είναι πρακτική επιστήμη· δηλαδή, είναι επιστήμη που έχει σκοπό τη γνώση, τη καθαρή γνώση, το να γνωρίσουμε πώς πραγματικά έχουν τα πράγματα. Η ψυχή για την οποία γίνεται λόγος στο ομώνυμο έργο, δηλαδή στο Περί Ψυχής, δεν είναι μόνο η ανθρώπινη ψυχή, όπως αυτή που συζητείται στην ηθική, η οποία διατάζει το σώμα κ.λπ. Η ψυχή, για τον Αριστοτέλη, είναι η αρχή που υπάρχει σε όλα τα έμψυχα όντα.
Τα έμψυχα όντα είναι τα φυτά, δηλαδή τα φυτικά, τα ζώα, τα υποανθρώπινα ζώα, τα θηρία, και τα ανθρώπινα ζώα, δηλαδή οι άνθρωποι — όλα τα ζωντανά σώματα. Όλα αυτά είναι φορείς της ψυχής, η ψυχή είναι αρχή. Επομένως, το Περί Ψυχής δεν είναι μια πραγματεία που αφορά μόνο τον άνθρωπο, αλλά αφορά όλα τα έμψυχα όντα, όλα τα ζωντανά όντα· γι’ αυτό και ανήκει στα έργα φυσικής και όχι στα έργα μεταφυσικής ή ηθικής.
Στη αριστοτελική οπτική, πρόκειται για μια πραγματεία φυσικής, δηλαδή φυσικής φιλοσοφίας, φιλοσοφίας της φύσης. Ας δούμε λοιπόν ποια είναι η σκέψη του Αριστοτέλη στο Περί Ψυχής. Το έργο χωρίζεται σε τρία βιβλία.
Το πρώτο βιβλίο, όπως συχνά συμβαίνει στα έργα του Αριστοτέλη, είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην παρουσίαση και συζήτηση των θεωριών που είχαν διατυπώσει οι προκάτοχοι του Αριστοτέλη για το ίδιο θέμα. Δηλαδή, τις θεωρίες για την ψυχή που είχαν διατυπώσει οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, ο Πλάτων και άλλοι μαθητές του Πλάτωνα, όπως για παράδειγμα ο Ξενοκράτης, τα μέλη της Ακαδημίας. Έτσι, στο πρώτο βιβλίο βρίσκουμε τη συζήτηση για τις προηγούμενες αντιλήψεις.
Η πραγματική παρουσίαση της σκέψης του Αριστοτέλη αρχίζει στο δεύτερο βιβλίο. Το δεύτερο βιβλίο του Περί Ψυχής είναι ένα κείμενο που θα άξιζε να διαβαστεί και να απομνημονευτεί, γιατί πρόκειται για μια σαφή, κρυστάλλινη διατύπωση μιας εντελώς πρωτότυπης αντίληψης για την ψυχή και τον άνθρωπο γενικότερα, μιας αντίληψης εντελώς αυθεντικής, που προορίζεται να σημαδέψει μια εποχή και, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, σε πολλά σημεία παραμένει επίκαιρη ακόμη και σήμερα. Και αρχίζει ως εξής:
Εμείς αποκαλούμε ουσία (usia) ένα συγκεκριμένο γένος όντων.
Εκείνος που γνωρίζει τη σκέψη του Αριστοτέλη καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτό για τον ίδιο.
Η ουσία, για τον Αριστοτέλη, είναι το ον με την ισχυρή έννοια, το πρωταρχικό ον, το ον χωρίς το οποίο δεν μπορούν να υπάρξουν άλλα όντα. Πρόκειται για τη γνωστή αριστοτελική αντίληψη της πραγματικότητας ως αποτελούμενης από ουσίες και συμβεβηκότα. Τα λεγόμενα συμβεβηκότα, δηλαδή οι ποιότητες, οι ποσότητες, οι σχέσεις, οι τόποι, οι χρόνοι, είναι κι αυτά όντα, είναι πραγματικότητες, αλλά είναι πραγματικότητες που εξαρτώνται από την ουσία, δηλαδή δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν αν δεν ήταν με κάποιον τρόπο συνδεδεμένα, δηλαδή σχετικά, με κάποια ουσία.
Το είναι ως ουσία είναι αυτό που υφίσταται καθαυτό, αυτό που λειτουργεί, όπως λέει ο Αριστοτέλης, ως υπόστρωμα, δηλαδή ως στήριγμα, ως βάση για όλα τα άλλα όντα. Είναι, επομένως, το ον με την πρωταρχική, θεμελιώδη έννοια. Είτε συμφωνεί κανείς με αυτή τη θεωρία είτε όχι, η σημασία έγκειται στο να κατανοήσουμε τι σημαίνει αυτή η θεωρία για τον Αριστοτέλη.
Το γεγονός, λοιπόν, ότι αυτό το βιβλίο (το Περί Ψυχής) αρχίζει λέγοντας πως υπάρχει ένα είδος όντων που αποκαλούμε ουσίες, και ότι αυτά είναι τα σημαντικότερα, τα θεμελιώδη όντα, έχει μεγάλη σημασία.
Στη συνέχεια λέει: οι ουσίες φαίνονται να είναι κυρίως τα σώματα, τα σώματα. Άρα, το σημαντικότερο είδος όντων είναι η ουσία, και το είδος ουσιών που κατ’ εξοχήν πραγματοποιεί αυτό το χαρακτηριστικό είναι τα σώματα, τα σώματα — στα ελληνικά σώματα, ta sōmata, η λέξη «σώμα» στα αρχαία ελληνικά είναι sōma.
Άρα, τα σώματα είναι ουσίες, είναι το πρώτο είδος όντων, είναι τα θεμελιώδη όντα. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματικότητα, η φυσική πραγματικότητα, ο κόσμος, το σύμπαν, συνίσταται θεμελιωδώς από σώματα. Και εδώ ο Αριστοτέλης προσθέτει αμέσως: ανάμεσά τους, ιδιαίτερα τα φυσικά σώματα, γιατί αυτά είναι η αρχή όλων των άλλων. Έτσι, διακρίνει ανάμεσα στα σώματα τα φυσικά σώματα, δηλαδή εκείνα που υπάρχουν στη φύση και δεν είναι κατασκευασμένα από τον άνθρωπο.
Δεν είναι τεχνητά. Αυτό εδώ το βιβλίο, για παράδειγμα, είναι ένα σώμα, αλλά δεν είναι φυσικό σώμα — είναι τεχνητό σώμα, γιατί έχει κατασκευαστεί. Ενώ φυσικά σώματα είναι τα δέντρα, τα βουνά, τα ποτάμια, τα ζώα — όλα όσα υπάρχουν στη φύση και δεν είναι έργα του ανθρώπου.
Αυτά, κατά τον Αριστοτέλη, είναι αρχές των τεχνητών σωμάτων — για παράδειγμα, του ανθρώπου. Αν τα τεχνητά σώματα είναι έργα του ανθρώπου, ο ίδιος ο άνθρωπος είναι φυσικό σώμα· επομένως, αν δεν υπήρχε ο άνθρωπος, δεν θα υπήρχαν ούτε τα τεχνητά σώματα. Άρα, τα τεχνητά σώματα εξαρτώνται από τον άνθρωπο, ο οποίος είναι φυσικό σώμα.
Με αυτή την έννοια, τα φυσικά σώματα είναι η αρχή των τεχνητών σωμάτων. Οι θεμελιώδεις πραγματικότητες με τις οποίες έχουμε να κάνουμε στο σύμπαν είναι τα φυσικά σώματα. Όταν μιλάει για φυσικά σώματα, ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει διάφορα είδη, γιατί για τον ίδιο, σε λίγες λέξεις, η συνολική του αντίληψη για το σύμπαν είναι ότι όλα τα σώματα μπορούν να αναχθούν στα στοιχεία, σε αυτά που ονομάζει απλά σώματα (sōmata hapla).
Νερό, αέρας, γη και φωτιά. Όλα τα φυσικά σώματα είναι ένα μείγμα, σε διαφορετική αναλογία, των τεσσάρων στοιχείων: νερού, αέρα, γης και φωτιάς.
Και από αυτά τα τέσσερα στοιχεία, που ο Αριστοτέλης αποκαλεί επίσης απλά σώματα, αποτελούνται όλα τα άλλα σώματα, είτε απλά είτε σύνθετα. Προσοχή! Αυτό ισχύει για όλα τα γήινα σώματα, δηλαδή όσα βρίσκονται στη γη. Αλλά για τον Αριστοτέλη, το σύμπαν δεν περιλαμβάνει μόνο τη γη, αλλά και τους ουρανούς.
Και στους ουρανούς υπάρχουν σώματα: η σελήνη, ο ήλιος, τα αστέρια, τα ουράνια σώματα. Και αυτά είναι σώματα.
Ωστόσο, δεν αποτελούνται από τα τέσσερα στοιχεία των γήινων σωμάτων — νερό, αέρα, γη και φωτιά — αλλά από ένα πέμπτο στοιχείο, που για τον Αριστοτέλη είναι το πρώτο και το σημαντικότερο: τον λεγόμενο αιθέρα. Ο αιθέρας είναι ουσία άφθαρτη, αμετάβλητη, πανάγνη, τέλεια, που δεν υπόκειται σε καμία μεταβολή, εκτός από την κυκλική κίνηση.
Πράγματι, για τον Αριστοτέλη — ο οποίος, όπως όλοι οι σύγχρονοί του, είχε γεωκεντρική αντίληψη του σύμπαντος — όλα τα ουράνια σώματα περιστρέφονται γύρω από τη γη και επομένως κινούνται με κυκλική κίνηση.
Αυτά είναι τα σώματα. Τώρα, τα φυσικά σώματα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, έχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
Δηλαδή, όχι όλα. Και λέει: ανάμεσα στα φυσικά σώματα, κάποια έχουν ζωή και κάποια όχι. Κάνουμε εδώ τη διάκριση που κάνουμε κι εμείς σήμερα: τα ορυκτά, οι πέτρες, τα μέταλλα, δεν έχουν ζωή.
Η άμμος, τα βουνά, δεν έχουν ζωή. Άλλα, όμως, έχουν ζωή. Και τι είναι η ζωή; Ονομάζουμε ζωή την ικανότητα ενός οργανισμού να τρέφεται μόνος του, να αναπτύσσεται και να φθείρεται.
(Το τελευταίο είναι ένας ευφημισμός που σημαίνει να πεθαίνει.) Η ζωή είναι η ικανότητα να γεννιέται, να αναπτύσσεται και να φθείρεται.
Άρα, ανάμεσα στα φυσικά σώματα, κάποια είναι ζωντανά, έχουν αυτή την ικανότητα: να γεννηθούν, να αναπτυχθούν και να φθαρούν.
Δηλαδή, έχουν ζωή. Ποια είναι αυτά; Τα φυτά. Όλο το φυτικό βασίλειο.
Από το χορταράκι ως το πιο επιβλητικό δέντρο που μπορούμε να δούμε γύρω μας. Και στη συνέχεια, τα ζώα. Όλα τα ζώα.
Από τα πιο μικρά είδη. Ο Αριστοτέλης, στο έργο του Ιστορία των Ζώων, περιέγραψε περισσότερα από 500 είδη ζώων. Από τα απειροελάχιστα, αυτά που σήμερα θα ονομάζαμε μικρόβια, έως τα έντομα, τα ερπετά, τα αμφίβια, τα πουλιά, τους θηλαστικούς οργανισμούς και, τέλος, τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι επίσης ζώα.
Είναι ζωντανά όντα, δηλαδή φορείς ζωής, δηλαδή ικανά να τρέφονται, που σημαίνει να γεννιούνται, να αναπτύσσονται και να φθείρονται, δηλαδή να πεθαίνουν. Έτσι, ανάμεσα στα σώματα, έχουμε αυτό το πανόραμα, αυτόν τον ευρύ ορίζοντα που αποτελείται από ζωντανά, φυσικά σώματα: φυτικά, ζωικά και ανθρώπινα.
Η αρχή που τα ενώνει όλα, που τα χαρακτηρίζει, είναι η ψυχή.
Άρα, η ψυχή δεν είναι ένας δαίμων, δεν είναι μια οντότητα που εισέρχεται στο σώμα από έξω. Για να καταλάβουμε τι είναι ψυχή στον Αριστοτέλη, κατά τη γνώμη μου είναι καλύτερο να μην ξεκινήσουμε από τον άνθρωπο. Ας πάρουμε ένα έντομο, ας πάρουμε ένα μυρμήγκι.
Για τον Αριστοτέλη και το μυρμήγκι έχει ψυχή. Και τι είναι λοιπόν η ψυχή; Είναι αυτό που δίνει ζωή στο μυρμήγκι, αυτό που το ωθεί να τραφεί, να αναπαραχθεί και μετά να πεθάνει. Η ψυχή είναι η αρχή της ζωής.
Κατόπιν, ο Αριστοτέλης φτάνει να πει σχεδόν αμέσως ότι πρόκειται για ένα σώμα που έχει ζωή, και ότι η ψυχή δεν είναι το σώμα, δηλαδή δεν είναι το υποκείμενο. Αλλά, δεδομένου ότι πρόκειται για σώμα, να μια φράση που για μένα είναι εμβληματική: το σώμα δεν είναι μια από τις ιδιότητες ενός υποκειμένου, αλλά είναι το ίδιο το υποκείμενο. Δηλαδή, η ψυχή είναι ένα από τα γνωρίσματα, μία από τις καθοριστικές ιδιότητες του σώματος.
Το υποκείμενο είναι το σώμα. Αυτό που φέρει τις ιδιότητες είναι το σώμα. Η ψυχή δεν είναι η ίδια το υποκείμενο.
Η ψυχή — και εδώ ακολουθεί ο περίφημος ορισμός — είναι η μορφή ενός φυσικού σώματος που έχει τη ζωή σε δυνάμει. Δηλαδή πρέπει να είναι ένα φυσικό σώμα και όχι τεχνητό, που να έχει τη ζωή εν δυνάμει, δηλαδή να είναι ικανό να ζήσει. Άρα, ένα ζωντανό σώμα, όχι ένα άψυχο σώμα όπως τα ορυκτά, αλλά ένα ζωντανό σώμα όπως τα φυτά και τα ζώα.
Η ψυχή είναι μορφή. Τι σημαίνει εδώ η λέξη μορφή; Είναι ο θεμελιώδης όρος σε όλη τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη, αλλά δύσκολο να κατανοηθεί, επειδή ο άνθρωπος σκέφτεται τη μορφή ως αυτό που βλέπει. Και αυτή είναι μορφή — αλλά αυτή είναι η αισθητή μορφή.
Εδώ όμως η μορφή είναι κάτι βαθύτερο. Συνήθως, για να εξηγήσω την έννοια της μορφής, δεν βρίσκω καλύτερο παράδειγμα από αυτό: Πάρτε ένα νεκρό σώμα και ένα ζωντανό σώμα — ένα πτώμα και έναν ζωντανό οργανισμό.
Πρόκειται για το ίδιο σώμα. Μιλούσαμε πριν για ένα μυρμήγκι. Πάρτε ένα μυρμήγκι.
Αν το σκοτώσετε, εκεί είναι το ίδιο μυρμήγκι όπως πριν. Δίπλα του, ένα ζωντανό μυρμήγκι. Δεν παρατηρείται καμία διαφορά.
Η διάταξη, η κατασκευή, η μορφή των οργάνων είναι απολύτως ίδια. Ποια είναι η διαφορά; Είναι μόνο το γεγονός ότι το ένα είναι ζωντανό και το άλλο όχι. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η ψυχή.
Δεν φαίνεται, δεν αγγίζεται, δεν γίνεται αντιληπτή με κανένα εργαλείο, όμως είναι θεμελιώδης. Είναι η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε έναν ζωντανό οργανισμό και ένα πτώμα. Μέσα σε αυτή τη σύλληψη, ο άνθρωπος, ο οποίος είναι ένα ζώο, δεν αποτελείται πλέον από δύο οντότητες.
Είναι μία και μοναδική οντότητα, και αυτή η οντότητα — πρέπει να έχουμε το θάρρος να το πούμε — είναι το σώμα, το υποκείμενο, λέει ο Αριστοτέλης. Το σώμα δεν είναι μία από τις ιδιότητες του υποκειμένου, αλλά είναι το ίδιο το υποκείμενο. Δεν έχω σώμα· είμαι το σώμα.
Όμως προσοχή: μόνο όσο είμαι ζωντανός. Όταν πεθάνω, εκείνο είναι ένα πτώμα, δεν είμαι πια εγώ. Εκείνο δεν είναι πια το ζωντανό σώμα, δεν είναι πια ο άνθρωπος. Να η διαφορά.
Εκείνο, λέει ο Αριστοτέλης, είναι σώμα μόνο κατ’ ονομασία, δηλαδή μόνο ως λέξη. Εδώ δίνει υπέροχα παραδείγματα. Λέει ότι αν το μάτι ήταν ένα ζώο, τότε η όραση θα ήταν η ψυχή του.
Ένα ζωντανό μάτι, ένα μάτι που ζει, είναι ένα μάτι ικανό να βλέπει. Ένα μάτι που δεν μπορεί να βλέπει — για παράδειγμα ένα ζωγραφισμένο μάτι ή ένα μάτι από πέτρα, όπως το μάτι των αγαλμάτων — δεν είναι πραγματικό μάτι. Είναι μάτι μόνο κατ’ όνομα, δηλαδή απλώς στη λέξη.
Το αληθινό μάτι είναι εκείνο που μπορεί να βλέπει. Κατ’ αναλογία, το αληθινό ανθρώπινο σώμα, ο αληθινός άνθρωπος, είναι το σώμα, αλλά το ζωντανό σώμα, όχι το νεκρό σώμα.
Αυτό είναι που διαχωρίζει τον Αριστοτέλη από τον υλισμό.

Δεν μπορεί να ειπωθεί ότι ο άνθρωπος είναι μόνο ύλη. Ο άνθρωπος είναι σώμα, αλλά το σώμα δεν είναι μόνο ύλη, γιατί ο άνθρωπος είναι ένα ζωντανό σώμα. Δηλαδή, είναι σώμα εμψυχωμένο, είναι σώμα προικισμένο με αυτή την ικανότητα.
Ο Αριστοτέλης λέει επίσης ότι η ψυχή είναι η ενέργεια, η πρώτη ενέργεια, και παρομοιάζει την ενέργεια αυτή με την επιστήμη και την άσκησή της με το θεώρημα, δηλαδή με την εφαρμογή της επιστήμης, για παράδειγμα στη γεωμετρία, όπου αποδεικνύονται θεωρήματα. Τι είναι η επιστήμη; Είναι η κατοχή μιας ορισμένης ικανότητας, η οποία μετά εκφράζεται και ασκείται σε μια σειρά από δραστηριότητες.
Και έτσι εμφανίζονται τα διάφορα είδη ψυχής:
Τα φυτά έχουν την λεγόμενη φυτική ψυχή, που μπορεί μόνο να θρέφεται και να αναπαράγεται.
Τα ζώα έχουν μια ψυχή ικανή επίσης να αντιλαμβάνεται και να κινείται.
Οι άνθρωποι έχουν επίσης την ικανότητα να σκέφτονται, να θέλουν, να ασκούν ελευθερία.
Η ψυχή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κατοχή αυτών των ικανοτήτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν τίθεται το ζήτημα της «αξιολόγησης» του σώματος. Το σώμα είναι ήδη από μόνο του αξιολογημένο, είναι η θεμελιώδης πραγματικότητα — το ζωντανό σώμα, το εμψυχωμένο σώμα.
Δυστυχώς, αυτή η αντίληψη παραμερίστηκε στη νεότερη φιλοσοφία, όταν η σκέψη κυριεύτηκε από την καρτεσιανή σύλληψη του Ντεκάρτ, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αποτελείται από δύο ουσίες: τη res cogitans, δηλαδή την ψυχή, και τη res extensa, δηλαδή το σώμα. Έτσι, επανήλθε ο αρχαίος δυϊσμός, δημιουργώντας μια ολόκληρη σειρά προβλημάτων, όπως το λεγόμενο πρόβλημα νου–σώματος (mind–body problem), που στην αριστοτελική αντίληψη δεν υφίσταται.
Και εδώ θέλω να κλείσω, αλλά θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι, παρ’ όλα αυτά, στον χριστιανισμό — για παράδειγμα σε έναν μεγάλο χριστιανό στοχαστή όπως ήταν ο Δάντης Αλιγκιέρι — το ανθρώπινο πρόσωπο δεν είναι η ψυχή, όπως πιστεύουν πολλοί χριστιανοί· είναι το σώμα, το ζωντανό σώμα.
Μου έρχονται στον νου εκείνοι οι υπέροχοι στίχοι από τη Θεία Κωμωδία, στο Καντό της Κολάσεως αφιερωμένο στη Φραντσέσκα ντα Ρίμινι, όταν η Φραντσέσκα λέει:
«Amor che al cor gentil ratto s’apprende,
prese costui de la bella persona
che mi fu tolta».
«Η αγάπη που γρήγορα ανάβει σε ευγενική καρδιά,
αιχμαλώτισε εκείνον για την όμορφη μορφή μου
που μου αφαιρέθηκε.»
Τι είναι η «persona» που μου αφαιρέθηκε; Το λέει η ψυχή της Φραντσέσκας, που βρίσκεται στην κόλαση: η persona που μου αφαιρέθηκε είναι το σώμα — επομένως η “bella persona” είναι το σώμα. Για τη Φραντσέσκα, η αληθινή της υπόσταση, το πρόσωπό της, ήταν το σώμα· φυσικά, το ζωντανό σώμα. Από τη στιγμή που σκοτώθηκε, αυτό το πρόσωπο δεν υπάρχει πια.
Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η αριστοτελική αντίληψη του σώματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: