SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 8
Του Martin Heidegger
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ
(Τόμος I, Τμήμα VII, σελ. 336–357)
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
§ 3. Γενική διερεύνηση των δυσκολιών ενός συστήματος της ελευθερίας
α) Προκαταρκτική θεώρηση σχετικά με τη σημερινή αδιαφορία απέναντι στο σύστημα. Η απόρριψη της ιδέας του συστήματος από τον Kierkegaard και τον Nietzsche.
Πριν κατανοήσουμε αυτή την εισαγωγική θεώρηση για την αδυνατότητα ή τη δυνατότητα ενός συστήματος της ελευθερίας, απαιτείται μια προκαταρκτική θεώρηση. Διότι το ερώτημα, αν η έννοια της ελευθερίας είναι συμβατή με το σύστημα ή όχι, αποκτά προφανώς μόνο τότε βάρος και την οξύτητα μιας ουσιώδους ανησυχίας, όταν αφενός το ίδιο το σύστημα είναι για εμάς μια αναγκαιότητα και μια αδιαπραγμάτευτη απαίτηση, και όταν αφετέρου η ελευθερία και η πραγμάτωσή της είναι ο εσώτατος καημός και ο έσχατος σκοπός της ύπαρξης. Όπου όμως δεν ισχύει ούτε το ένα ούτε το άλλο, εκεί εκλείπει κάθε δυνατότητα μιας πραγματικής έντασης μεταξύ συστήματος και ελευθερίας. Το ερώτημα πώς μια τέτοια — καθόλου βιωμένη και για εμάς καθόλου πιεστική — σύγκρουση όπως αυτή μεταξύ συστήματος και ελευθερίας μπορεί και πρέπει να επιλυθεί, είναι τότε το πιο αδιάφορο ζήτημα του κόσμου και επομένως επίσης ακατάλληλο να πραγματευτεί εδώ.
Και πράγματι: Το σύστημα δεν είναι σήμερα για εμάς ούτε μια αναγκαιότητα, ούτε είναι η ελευθερία για εμάς μια ανάγκη. «Σήμερα» — αυτό δεν σημαίνει τη σημερινή ημέρα, ούτε το τρέχον έτος, ούτε καν τη δεκαετία, αλλά ολόκληρη την εποχή της μετάβασης από τον 19ο στον 20ό αιώνα, και αυτή τη μετάβαση ταυτόχρονα σε όλη την ευρωπαϊκή της εξάπλωση. Αυτό το σήμερα έχει, παρά την αδιανόητη πολυμορφία του, παρά τη συγκεχυμένη και πιο ποικιλότροπη διείσδυσή του με το παρελθόν, έναν πολύ καθορισμένο δικό του χαρακτήρα, και αυτό σημαίνει: κατεύθυνση και είδος της ιστορικής του κυριαρχίας πάνω στην ύπαρξη.
Όλα αυτά είναι καταρχάς ευκολότερο να κατανοηθούν σε σχέση με αυτό που αυτό το σήμερα δεν έχει και δεν έχει πλέον.
Ο Nietzsche αναγνώρισε την κατάσταση του σήμερα ως την «καταγωγή του μηδενισμού». Μηδενισμός σημαίνει ότι οι ανώτατες αξίες ευτελίζονται, ότι οι απαντήσεις στο «γιατί» και «προς τι» χάνουν τη δεσμευτική και μορφοποιητική τους δύναμη. «Από τον καιρό του Κοπέρνικου κυλά ο άνθρωπος από το κέντρο προς το x.», προς το ακαθόριστο. Ό,τι ασκείται, όπου ανήκει κανείς, ό,τι εκτιμάται — όλα αυτά απλώς ακολουθούνται μέσα σε μια συνήθεια που ναρκώνει τον εαυτό της. Υπάρχει πολιτισμός και πολιτιστικά ιδρύματα, υπάρχει εκκλησία και υπάρχει κοινωνία. Μερικοί ίσως, με προσωπική εντιμότητα, να προσκολλώνται σε αυτά και να μένουν ικανοποιημένοι από αυτά, όμως από όλα αυτά συνολικά δεν αναδύεται πλέον τίποτα, από αυτά δεν προκύπτουν πια μέτρα ούτε δημιουργικές ωθήσεις· απλώς όλα συνεχίζονται όπως πριν. Η εσωτερική εγκατάλειψη και η χαμένη κατεύθυνση αυξάνονται πέρα από κάθε μέτρο. Ό,τι ανήκει κάτω, ανεβαίνει επάνω· ό,τι είναι απλώς έξυπνη επινόηση, εμφανίζεται ως δημιουργικό έργο· η ασυναρτησία περνιέται για δραστικότητα, και η επιστήμη προκαλεί την εντύπωση ουσιώδους γνώσης.
(Αλλά αυτή η ερμηνεία της ύπαρξης ως προς τις αξίες δείχνει την εσωτερική προσκόλληση του Nietzsche στον 19ο αιώνα, μια δέσμευση, την οποία με κάποια μορφή συμμερίζεται κάθε σκεπτόμενος και ποιητής και δρων. Όμως αυτή δεν είναι, επειδή είναι ένα αναγκαίο όριο, κάποια έλλειψη, από την οποία θα μπορούσε να προκύψει αμέσως μια ουσιαστική ένσταση.)
Το πώς ο Nietzsche υπέστη αυτή τη μεγάλη γνώση, τη θεμελίωσε, τη διαμόρφωσε, ποια αντίδραση έχει προκαλέσει — δεν είναι εδώ το ζητούμενο να εκτεθεί. Αρκεί να σκεφτούμε ότι εδώ δεν πρόκειται για απλές σκέψεις ενός απομονωμένου στοχαστή, αλλά για την αφύπνιση και τη διαμόρφωση μιας κατάστασης γνώσης, η οποία ήδη από μόνη της διαμορφώνει την ιστορία και δεν συνοδεύει τα γεγονότα μόνο ως μια αναποτελεσματική αντανάκλαση. Ανήκει στην ουσία του μηδενισμού το ότι δεν μπορεί να ξεπεραστεί, παρά μόνο εφόσον έχει βιωθεί ολοκληρωτικά· επίσης, ποτέ επειδή κάποιος αποφασίζει μια μέρα να του κλείσει τα μάτια. Γι’ αυτό: στοχασμός και όλο και οξύτερος στοχασμός! Γνώση, όλο και πιο αμείλικτη γνώση! Μια γνώση, η οποία δεν είναι για όλους ανεκτή, αλλά παραμένει αναπόφευκτη για εκείνους στους οποίους σε κάθε τομέα της ανθρώπινης πράξης έχει να κάνει με κάτι ουσιώδες. Είναι τουλάχιστον αξιοσημείωτο ότι οι δύο άνδρες, οι οποίοι στην Ευρώπη ανέλαβαν την πολιτική διαμόρφωση του έθνους ή του λαού — και μάλιστα με διαφορετικούς τρόπους ως αντιδράσεις — καθορίστηκαν ουσιωδώς από τον Nietzsche· και αυτό, χωρίς να τίθεται άμεσα σε ισχύ ο κατεξοχήν μεταφυσικός τομέας της νιτσεϊκής σκέψης.
Το ότι σήμερα για εμάς το ερώτημα πώς η ελευθερία σχετίζεται με το σύστημα, αν είναι δυνατόν ένα σύστημα της ελευθερίας ή όχι, ή ακόμη το ότι το ερώτημα για το σύστημα γενικά δεν τίθεται πλέον, δεν είναι σύμπτωση, αλλά μια αναγκαία συνέπεια του επικρατούντος μηδενισμού, μια συνέπεια του ότι για εμάς το ίδιο το σκέπτεσθαι και η επιθυμία κατανόησης απέναντι στην αποσυντεθειμένη πραγματικότητα φαίνονται μια μάταιη προσπάθεια. Η ρητή παραίτηση από το σύστημα σημαίνει όμως τότε σοβαρή αντιμετώπιση της κατάστασης και της αξίας της γνώσης, όπως αυτή υφίσταται σήμερα. Σοβαρή αντιμετώπιση της κατάστασης είναι ήδη το πρώτο βήμα για στοχασμό και για εντιμότητα στη σκέψη, που απορρίπτει κάθε συσκότιση και προσποίηση. Εάν λοιπόν η αδιαφορία μας για το σύστημα και η πλήρης αναλγησία για το ερώτημα του συστήματος της γνώσης είναι έτσι, τότε όλα είναι καλώς και αυτό αποτελεί ένδειξη ότι δεν ξεγελιόμαστε, ένα πρώτο, έστω και μόνο αρνητικό βήμα προς την εντιμότητα και επομένως προς την υπέρβαση του μηδενισμού. Πώς θα μπορούσαμε τότε, με αυτή μας την αδιαφορία για το σύστημα, να πηγαίνουμε ενάντια στην πραγματική θέληση του Nietzsche, του οποίου το έργο προέρχεται από τον μηδενισμό για να τον υπερβεί, και στοχεύει πρωτίστως να προετοιμάσει την υπέρβασή του;
Τι λέει λοιπόν ο Nietzsche για το σύστημα; Σε ένα από τα τελευταία του γραπτά, το «Λυκόφως των ειδώλων», γραμμένο το φθινόπωρο του 1888 στο Σιλς-Μαρία, το πρώτο κεφάλαιο φέρει τον τίτλο «Ρήσεις και βέλη»· το νούμερο 26 λέει: «Δεν εμπιστεύομαι κανέναν συστηματικό και τους αποφεύγω. Η βούληση για σύστημα είναι έλλειψη εντιμότητας.» (WW VIII, 64) Και από μια κάπως προηγούμενη εποχή, τα χρόνια της πρώτης διαμόρφωσης του «Θέληση για δύναμη» (1884), προέρχεται η ακόλουθη παρατήρηση: «Η βούληση για σύστημα: σε έναν φιλόσοφο, ηθικά ειπωμένο, είναι μια πιο λεπτή διαφθορά, μια ασθένεια του χαρακτήρα.»
– ανήθικα διατυπωμένο, η βούλησή του να εμφανίζεται πιο ανόητος απ’ όσο είναι – πιο ανόητος, δηλαδή: πιο ισχυρός, απλούστερος, διατακτικός, πιο αμόρφωτος, πιο εξουσιαστικός, πιο τυραννικός... (WW XIV, 353) Για τον ίδιο του τον εαυτό λέει ο Nietzsche ότι δεν είναι αρκετά στενόμυαλος για να ενταχθεί σε ένα σύστημα (ό.π., 354, πάντα σε έκδοση μεγάλου οκτάβου).
Έτσι φαίνεται πως η παραίτηση από το σύστημα έχει αναχθεί σε αρχή. Και θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το ερώτημα για το σύστημα της ελευθερίας και γενικά για το σύστημα ως κάτι παρωχημένο και στην καλύτερη περίπτωση ύποπτο – και άρα να παρακάμψουμε ολόκληρη την πραγματεία – εάν, πράγματι, ο Nietzsche ήταν για εμάς ένα αλάνθαστο και κατάλληλα εξουσιοδοτημένο κύρος. Αυτό όμως δεν είναι, όπως ούτε και οποιοσδήποτε από τους μεγάλους στοχαστές. Επιπλέον – και κυρίως: τα παρατεθειμένα και σήμερα ιδιαιτέρως συχνά επικαλούμενα λόγια του Nietzsche περί «πέρα» [=αντίθεσης] προς το σύστημα στη φιλοσοφία δεν εξαντλούν αυτό που έχει να ειπωθεί – ναι, δεν αγγίζουν καν το ουσιώδες.
Ίσως, πράγματι, η παραίτηση από το σύστημα να είναι σήμερα αναγκαία, αλλά όχι επειδή το σύστημα είναι καθεαυτό κάτι ανέφικτο ή ασήμαντο, αλλά, αντιθέτως, επειδή είναι το ύψιστο και το ουσιαστικό. Και αυτό είναι, πράγματι, η εσώτατη πεποίθηση του Nietzsche. Η βούληση για σύστημα είναι πράγματι έλλειψη εντιμότητας, δηλαδή, όταν αυτή η βούληση εκτονώνεται χωρίς να έχει προηγηθεί η υπέρβαση του μηδενισμού – και μάλιστα από αυτόν – επειδή τότε ο μηδενισμός, η νάρκωση μέσα στη γενική συνήθεια, προάγεται σε μια συστηματική εγκατάλειψη.
Η θέση του Nietzsche απέναντι στο σύστημα είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη του Kierkegaard, με τον οποίο συχνά αρέσκεται κανείς να τον συνδέει. Ο Kierkegaard στέκεται πράγματι απολύτως απορριπτικός απέναντι στο σύστημα, αλλά: 1. με τον όρο «σύστημα» εννοεί αποκλειστικά το σύστημα του Hegel, και αυτό μάλιστα παρερμηνευμένο. 2. Η απόρριψη του συστήματος από τον Kierkegaard δεν είναι φιλοσοφική, με φιλοσοφική πρόθεση, αλλά θρησκευτική. Όσα εκφέρει ο Kierkegaard από τη σκοπιά του χριστιανού πιστού ενάντια στο «σύστημα» είναι ευφυή, όπως όταν λέει: «Ο φιλόσοφος του συστήματος είναι ως άνθρωπος σαν κάποιον που χτίζει ένα παλάτι, αλλά μένει στο παράσπιτο δίπλα.» Αυτό είναι ευφυές, αλλά φιλοσοφικά αδιάφορο, επειδή το «σύστημα» — και ιδίως στην υποτιθέμενη μορφή του Hegel — θεωρείται στη φιλοσοφία δογματικά ως κάτι αυτονόητο.
Αυτό παρεμπιπτόντως και ως υπαινιγμός, ότι ο σήμερα διαδεδομένος συσχετισμός του Kierkegaard με τον Nietzsche είναι σε κάποια σημεία δικαιολογημένος, αλλά κατ’ ουσίαν φιλοσοφικά αναληθής και παραπλανητικός. Η μεσαίας σημασίας συμβολή του Kierkegaard στη φιλοσοφία ανήκει σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.
Ο Kierkegaard είχε πάει το φθινόπωρο του 1834 στο Βερολίνο για να ακούσει τον Schelling: «Σύστημα της ελευθερίας». Έμεινε εκεί τέσσερις και μισό μήνες και επέστρεψε απογοητευμένος στην Κοπεγχάγη.
Μια τεκμηριωμένη φιλοσοφική παραίτηση από το σύστημα μπορεί να προκύψει μόνο από μια ουσιώδη κατανόηση αυτού και από μια ουσιώδη εκτίμηση του συστήματος· μια τεκμηριωμένη παραίτηση είναι όμως κάτι θεμελιωδώς διαφορετικό από μια απλή αδιαφορία απέναντι στο σύστημα, από μια απλή αμηχανία μπροστά στο ερώτημα περί του συστήματος.
Και μια τέτοια αδιαφορία και αμηχανία απέναντι στην ιδέα του συστήματος αποκαλύπτει σήμερα σε εμάς τον εαυτό της άμεσα και εύκολα. Αλλά όταν αυτό που «εμείς» έτσι σκεφτόμαστε και όπως «εμείς» σκεφτόμαστε, δεν μπορεί καθόλου και πολύ λιγότερο χωρίς επιφύλαξη και χωρίς κρίση να γίνει αυθεντία όπως ο λόγος ενός μεγάλου στοχαστή, τότε δεν πρέπει να μετατρέψουμε την αδυναμία μας απέναντι στο ερώτημα του συστήματος χωρίς δεύτερη σκέψη σε μια ουσιαστική απόρριψη του ερωτήματος για το σύστημα.
Το ότι το ερώτημα για τη δυνατότητα ενός συστήματος της ελευθερίας και γενικά το ερώτημα για το σύστημα δεν τίθεται εξαρχής — αυτό δεν μιλά ενάντια στο ερώτημα, αλλά μάλλον εναντίον μας· δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτα ή τίποτα το σωστό για αυτό το ερώτημα, αλλά περισσότερο ότι κινδυνεύει να χαθεί η σοβαρότητα και το θάρρος για στοχασμό.
Ο ίδιος ο Schelling τονίζει, ακολουθώντας την υπόδειξη για τη φαινομενική ασυμβατότητα του συστήματος και της έννοιας της ελευθερίας:
«Ενάντια σε γενικές διαβεβαιώσεις τέτοιου είδους δεν είναι εύκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς· διότι ποιος ξέρει ποιες περιοριστικές αντιλήψεις έχουν ήδη συνδεθεί με τη λέξη “σύστημα”, ώστε ο ισχυρισμός να λέει μεν κάτι πολύ αληθινό, αλλά και κάτι πολύ συνηθισμένο.» (σ. 336)
Συνεχίζεται με
β) Τι σημαίνει γενικά “σύστημα”; Σημασία της λέξης και χρήση της στους Έλληνες και στον Μεσαίωνα
§ 3. Γενική διερεύνηση των δυσκολιών ενός συστήματος της ελευθερίας
α) Προκαταρκτική θεώρηση σχετικά με τη σημερινή αδιαφορία απέναντι στο σύστημα. Η απόρριψη της ιδέας του συστήματος από τον Kierkegaard και τον Nietzsche.
Πριν κατανοήσουμε αυτή την εισαγωγική θεώρηση για την αδυνατότητα ή τη δυνατότητα ενός συστήματος της ελευθερίας, απαιτείται μια προκαταρκτική θεώρηση. Διότι το ερώτημα, αν η έννοια της ελευθερίας είναι συμβατή με το σύστημα ή όχι, αποκτά προφανώς μόνο τότε βάρος και την οξύτητα μιας ουσιώδους ανησυχίας, όταν αφενός το ίδιο το σύστημα είναι για εμάς μια αναγκαιότητα και μια αδιαπραγμάτευτη απαίτηση, και όταν αφετέρου η ελευθερία και η πραγμάτωσή της είναι ο εσώτατος καημός και ο έσχατος σκοπός της ύπαρξης. Όπου όμως δεν ισχύει ούτε το ένα ούτε το άλλο, εκεί εκλείπει κάθε δυνατότητα μιας πραγματικής έντασης μεταξύ συστήματος και ελευθερίας. Το ερώτημα πώς μια τέτοια — καθόλου βιωμένη και για εμάς καθόλου πιεστική — σύγκρουση όπως αυτή μεταξύ συστήματος και ελευθερίας μπορεί και πρέπει να επιλυθεί, είναι τότε το πιο αδιάφορο ζήτημα του κόσμου και επομένως επίσης ακατάλληλο να πραγματευτεί εδώ.
Και πράγματι: Το σύστημα δεν είναι σήμερα για εμάς ούτε μια αναγκαιότητα, ούτε είναι η ελευθερία για εμάς μια ανάγκη. «Σήμερα» — αυτό δεν σημαίνει τη σημερινή ημέρα, ούτε το τρέχον έτος, ούτε καν τη δεκαετία, αλλά ολόκληρη την εποχή της μετάβασης από τον 19ο στον 20ό αιώνα, και αυτή τη μετάβαση ταυτόχρονα σε όλη την ευρωπαϊκή της εξάπλωση. Αυτό το σήμερα έχει, παρά την αδιανόητη πολυμορφία του, παρά τη συγκεχυμένη και πιο ποικιλότροπη διείσδυσή του με το παρελθόν, έναν πολύ καθορισμένο δικό του χαρακτήρα, και αυτό σημαίνει: κατεύθυνση και είδος της ιστορικής του κυριαρχίας πάνω στην ύπαρξη.
Όλα αυτά είναι καταρχάς ευκολότερο να κατανοηθούν σε σχέση με αυτό που αυτό το σήμερα δεν έχει και δεν έχει πλέον.
Ο Nietzsche αναγνώρισε την κατάσταση του σήμερα ως την «καταγωγή του μηδενισμού». Μηδενισμός σημαίνει ότι οι ανώτατες αξίες ευτελίζονται, ότι οι απαντήσεις στο «γιατί» και «προς τι» χάνουν τη δεσμευτική και μορφοποιητική τους δύναμη. «Από τον καιρό του Κοπέρνικου κυλά ο άνθρωπος από το κέντρο προς το x.», προς το ακαθόριστο. Ό,τι ασκείται, όπου ανήκει κανείς, ό,τι εκτιμάται — όλα αυτά απλώς ακολουθούνται μέσα σε μια συνήθεια που ναρκώνει τον εαυτό της. Υπάρχει πολιτισμός και πολιτιστικά ιδρύματα, υπάρχει εκκλησία και υπάρχει κοινωνία. Μερικοί ίσως, με προσωπική εντιμότητα, να προσκολλώνται σε αυτά και να μένουν ικανοποιημένοι από αυτά, όμως από όλα αυτά συνολικά δεν αναδύεται πλέον τίποτα, από αυτά δεν προκύπτουν πια μέτρα ούτε δημιουργικές ωθήσεις· απλώς όλα συνεχίζονται όπως πριν. Η εσωτερική εγκατάλειψη και η χαμένη κατεύθυνση αυξάνονται πέρα από κάθε μέτρο. Ό,τι ανήκει κάτω, ανεβαίνει επάνω· ό,τι είναι απλώς έξυπνη επινόηση, εμφανίζεται ως δημιουργικό έργο· η ασυναρτησία περνιέται για δραστικότητα, και η επιστήμη προκαλεί την εντύπωση ουσιώδους γνώσης.
(Αλλά αυτή η ερμηνεία της ύπαρξης ως προς τις αξίες δείχνει την εσωτερική προσκόλληση του Nietzsche στον 19ο αιώνα, μια δέσμευση, την οποία με κάποια μορφή συμμερίζεται κάθε σκεπτόμενος και ποιητής και δρων. Όμως αυτή δεν είναι, επειδή είναι ένα αναγκαίο όριο, κάποια έλλειψη, από την οποία θα μπορούσε να προκύψει αμέσως μια ουσιαστική ένσταση.)
Το πώς ο Nietzsche υπέστη αυτή τη μεγάλη γνώση, τη θεμελίωσε, τη διαμόρφωσε, ποια αντίδραση έχει προκαλέσει — δεν είναι εδώ το ζητούμενο να εκτεθεί. Αρκεί να σκεφτούμε ότι εδώ δεν πρόκειται για απλές σκέψεις ενός απομονωμένου στοχαστή, αλλά για την αφύπνιση και τη διαμόρφωση μιας κατάστασης γνώσης, η οποία ήδη από μόνη της διαμορφώνει την ιστορία και δεν συνοδεύει τα γεγονότα μόνο ως μια αναποτελεσματική αντανάκλαση. Ανήκει στην ουσία του μηδενισμού το ότι δεν μπορεί να ξεπεραστεί, παρά μόνο εφόσον έχει βιωθεί ολοκληρωτικά· επίσης, ποτέ επειδή κάποιος αποφασίζει μια μέρα να του κλείσει τα μάτια. Γι’ αυτό: στοχασμός και όλο και οξύτερος στοχασμός! Γνώση, όλο και πιο αμείλικτη γνώση! Μια γνώση, η οποία δεν είναι για όλους ανεκτή, αλλά παραμένει αναπόφευκτη για εκείνους στους οποίους σε κάθε τομέα της ανθρώπινης πράξης έχει να κάνει με κάτι ουσιώδες. Είναι τουλάχιστον αξιοσημείωτο ότι οι δύο άνδρες, οι οποίοι στην Ευρώπη ανέλαβαν την πολιτική διαμόρφωση του έθνους ή του λαού — και μάλιστα με διαφορετικούς τρόπους ως αντιδράσεις — καθορίστηκαν ουσιωδώς από τον Nietzsche· και αυτό, χωρίς να τίθεται άμεσα σε ισχύ ο κατεξοχήν μεταφυσικός τομέας της νιτσεϊκής σκέψης.
Το ότι σήμερα για εμάς το ερώτημα πώς η ελευθερία σχετίζεται με το σύστημα, αν είναι δυνατόν ένα σύστημα της ελευθερίας ή όχι, ή ακόμη το ότι το ερώτημα για το σύστημα γενικά δεν τίθεται πλέον, δεν είναι σύμπτωση, αλλά μια αναγκαία συνέπεια του επικρατούντος μηδενισμού, μια συνέπεια του ότι για εμάς το ίδιο το σκέπτεσθαι και η επιθυμία κατανόησης απέναντι στην αποσυντεθειμένη πραγματικότητα φαίνονται μια μάταιη προσπάθεια. Η ρητή παραίτηση από το σύστημα σημαίνει όμως τότε σοβαρή αντιμετώπιση της κατάστασης και της αξίας της γνώσης, όπως αυτή υφίσταται σήμερα. Σοβαρή αντιμετώπιση της κατάστασης είναι ήδη το πρώτο βήμα για στοχασμό και για εντιμότητα στη σκέψη, που απορρίπτει κάθε συσκότιση και προσποίηση. Εάν λοιπόν η αδιαφορία μας για το σύστημα και η πλήρης αναλγησία για το ερώτημα του συστήματος της γνώσης είναι έτσι, τότε όλα είναι καλώς και αυτό αποτελεί ένδειξη ότι δεν ξεγελιόμαστε, ένα πρώτο, έστω και μόνο αρνητικό βήμα προς την εντιμότητα και επομένως προς την υπέρβαση του μηδενισμού. Πώς θα μπορούσαμε τότε, με αυτή μας την αδιαφορία για το σύστημα, να πηγαίνουμε ενάντια στην πραγματική θέληση του Nietzsche, του οποίου το έργο προέρχεται από τον μηδενισμό για να τον υπερβεί, και στοχεύει πρωτίστως να προετοιμάσει την υπέρβασή του;
Τι λέει λοιπόν ο Nietzsche για το σύστημα; Σε ένα από τα τελευταία του γραπτά, το «Λυκόφως των ειδώλων», γραμμένο το φθινόπωρο του 1888 στο Σιλς-Μαρία, το πρώτο κεφάλαιο φέρει τον τίτλο «Ρήσεις και βέλη»· το νούμερο 26 λέει: «Δεν εμπιστεύομαι κανέναν συστηματικό και τους αποφεύγω. Η βούληση για σύστημα είναι έλλειψη εντιμότητας.» (WW VIII, 64) Και από μια κάπως προηγούμενη εποχή, τα χρόνια της πρώτης διαμόρφωσης του «Θέληση για δύναμη» (1884), προέρχεται η ακόλουθη παρατήρηση: «Η βούληση για σύστημα: σε έναν φιλόσοφο, ηθικά ειπωμένο, είναι μια πιο λεπτή διαφθορά, μια ασθένεια του χαρακτήρα.»
– ανήθικα διατυπωμένο, η βούλησή του να εμφανίζεται πιο ανόητος απ’ όσο είναι – πιο ανόητος, δηλαδή: πιο ισχυρός, απλούστερος, διατακτικός, πιο αμόρφωτος, πιο εξουσιαστικός, πιο τυραννικός... (WW XIV, 353) Για τον ίδιο του τον εαυτό λέει ο Nietzsche ότι δεν είναι αρκετά στενόμυαλος για να ενταχθεί σε ένα σύστημα (ό.π., 354, πάντα σε έκδοση μεγάλου οκτάβου).
Έτσι φαίνεται πως η παραίτηση από το σύστημα έχει αναχθεί σε αρχή. Και θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το ερώτημα για το σύστημα της ελευθερίας και γενικά για το σύστημα ως κάτι παρωχημένο και στην καλύτερη περίπτωση ύποπτο – και άρα να παρακάμψουμε ολόκληρη την πραγματεία – εάν, πράγματι, ο Nietzsche ήταν για εμάς ένα αλάνθαστο και κατάλληλα εξουσιοδοτημένο κύρος. Αυτό όμως δεν είναι, όπως ούτε και οποιοσδήποτε από τους μεγάλους στοχαστές. Επιπλέον – και κυρίως: τα παρατεθειμένα και σήμερα ιδιαιτέρως συχνά επικαλούμενα λόγια του Nietzsche περί «πέρα» [=αντίθεσης] προς το σύστημα στη φιλοσοφία δεν εξαντλούν αυτό που έχει να ειπωθεί – ναι, δεν αγγίζουν καν το ουσιώδες.
Ίσως, πράγματι, η παραίτηση από το σύστημα να είναι σήμερα αναγκαία, αλλά όχι επειδή το σύστημα είναι καθεαυτό κάτι ανέφικτο ή ασήμαντο, αλλά, αντιθέτως, επειδή είναι το ύψιστο και το ουσιαστικό. Και αυτό είναι, πράγματι, η εσώτατη πεποίθηση του Nietzsche. Η βούληση για σύστημα είναι πράγματι έλλειψη εντιμότητας, δηλαδή, όταν αυτή η βούληση εκτονώνεται χωρίς να έχει προηγηθεί η υπέρβαση του μηδενισμού – και μάλιστα από αυτόν – επειδή τότε ο μηδενισμός, η νάρκωση μέσα στη γενική συνήθεια, προάγεται σε μια συστηματική εγκατάλειψη.
Η θέση του Nietzsche απέναντι στο σύστημα είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη του Kierkegaard, με τον οποίο συχνά αρέσκεται κανείς να τον συνδέει. Ο Kierkegaard στέκεται πράγματι απολύτως απορριπτικός απέναντι στο σύστημα, αλλά: 1. με τον όρο «σύστημα» εννοεί αποκλειστικά το σύστημα του Hegel, και αυτό μάλιστα παρερμηνευμένο. 2. Η απόρριψη του συστήματος από τον Kierkegaard δεν είναι φιλοσοφική, με φιλοσοφική πρόθεση, αλλά θρησκευτική. Όσα εκφέρει ο Kierkegaard από τη σκοπιά του χριστιανού πιστού ενάντια στο «σύστημα» είναι ευφυή, όπως όταν λέει: «Ο φιλόσοφος του συστήματος είναι ως άνθρωπος σαν κάποιον που χτίζει ένα παλάτι, αλλά μένει στο παράσπιτο δίπλα.» Αυτό είναι ευφυές, αλλά φιλοσοφικά αδιάφορο, επειδή το «σύστημα» — και ιδίως στην υποτιθέμενη μορφή του Hegel — θεωρείται στη φιλοσοφία δογματικά ως κάτι αυτονόητο.
Αυτό παρεμπιπτόντως και ως υπαινιγμός, ότι ο σήμερα διαδεδομένος συσχετισμός του Kierkegaard με τον Nietzsche είναι σε κάποια σημεία δικαιολογημένος, αλλά κατ’ ουσίαν φιλοσοφικά αναληθής και παραπλανητικός. Η μεσαίας σημασίας συμβολή του Kierkegaard στη φιλοσοφία ανήκει σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.
Ο Kierkegaard είχε πάει το φθινόπωρο του 1834 στο Βερολίνο για να ακούσει τον Schelling: «Σύστημα της ελευθερίας». Έμεινε εκεί τέσσερις και μισό μήνες και επέστρεψε απογοητευμένος στην Κοπεγχάγη.
Μια τεκμηριωμένη φιλοσοφική παραίτηση από το σύστημα μπορεί να προκύψει μόνο από μια ουσιώδη κατανόηση αυτού και από μια ουσιώδη εκτίμηση του συστήματος· μια τεκμηριωμένη παραίτηση είναι όμως κάτι θεμελιωδώς διαφορετικό από μια απλή αδιαφορία απέναντι στο σύστημα, από μια απλή αμηχανία μπροστά στο ερώτημα περί του συστήματος.
Και μια τέτοια αδιαφορία και αμηχανία απέναντι στην ιδέα του συστήματος αποκαλύπτει σήμερα σε εμάς τον εαυτό της άμεσα και εύκολα. Αλλά όταν αυτό που «εμείς» έτσι σκεφτόμαστε και όπως «εμείς» σκεφτόμαστε, δεν μπορεί καθόλου και πολύ λιγότερο χωρίς επιφύλαξη και χωρίς κρίση να γίνει αυθεντία όπως ο λόγος ενός μεγάλου στοχαστή, τότε δεν πρέπει να μετατρέψουμε την αδυναμία μας απέναντι στο ερώτημα του συστήματος χωρίς δεύτερη σκέψη σε μια ουσιαστική απόρριψη του ερωτήματος για το σύστημα.
Το ότι το ερώτημα για τη δυνατότητα ενός συστήματος της ελευθερίας και γενικά το ερώτημα για το σύστημα δεν τίθεται εξαρχής — αυτό δεν μιλά ενάντια στο ερώτημα, αλλά μάλλον εναντίον μας· δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτα ή τίποτα το σωστό για αυτό το ερώτημα, αλλά περισσότερο ότι κινδυνεύει να χαθεί η σοβαρότητα και το θάρρος για στοχασμό.
Ο ίδιος ο Schelling τονίζει, ακολουθώντας την υπόδειξη για τη φαινομενική ασυμβατότητα του συστήματος και της έννοιας της ελευθερίας:
«Ενάντια σε γενικές διαβεβαιώσεις τέτοιου είδους δεν είναι εύκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς· διότι ποιος ξέρει ποιες περιοριστικές αντιλήψεις έχουν ήδη συνδεθεί με τη λέξη “σύστημα”, ώστε ο ισχυρισμός να λέει μεν κάτι πολύ αληθινό, αλλά και κάτι πολύ συνηθισμένο.» (σ. 336)
Συνεχίζεται με
β) Τι σημαίνει γενικά “σύστημα”; Σημασία της λέξης και χρήση της στους Έλληνες και στον Μεσαίωνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου