SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 7
Του Martin Heidegger
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ
(Τόμος I, Τμήμα VII, σελ. 336–357)
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
c) Η ασυμβατότητα της ελευθερίας και του συστήματος.
Η ένταξη της έννοιας της ελευθερίας σε ένα σύστημα της ελευθερίας ως καθήκον
Η φιλοσοφική έρευνα της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας πρέπει 1. να οριοθετήσει αυτήν την ουσία με μια επαρκή έννοια (Begriff) και πρέπει 2. να προσδιορίσει τη θέση αυτής της έννοιας μέσα στο όλο του συστήματος, δηλαδή να δείξει πώς η ελευθερία και το είναι του ανθρώπου σχετίζονται με το ον στο σύνολό του και πώς εντάσσονται στο όλο του όντος (Seiendes).
»Επειδή όμως καμιά έννοια δεν μπορεί να καθοριστεί μεμονωμένα, και η απόδειξη της συνάφειάς της με το όλο δίδεται μόνο με την τελική επιστημονική ολοκλήρωση· κάτι που συμβαίνει κατά προτίμηση με την έννοια της ελευθερίας, εφόσον αυτή έχει εν γένει πραγματικότητα, δεν πρέπει να είναι απλώς μια υποδεέστερη ή δευτερεύουσα έννοια, αλλά μία από τα κυρίαρχα κέντρα του συστήματος· έτσι ενώνονται οι δύο πλευρές της έρευνας εδώ, όπως παντού, σε μία ενότητα.« (336)
Εδώ πρέπει να ληφθούν υπόψη τρία πράγματα.
Τι λέγεται εδώ; 1. Ο καθορισμός μιας έννοιας εισέρχεται πάντοτε και αναγκαία σε ένα ευρύτερο πλαίσιο· να καθορίσει κανείς μια έννοια μεμονωμένα, είναι καθαυτό αδύνατον, επειδή ο καθορισμός παραπέμπει σε κάτι ήδη καθορισμένο, το οποίο με τη σειρά του είναι πάλι έννοια. Αλλά αυτή η εξάρτηση κάθε καθορισμού έννοιας από ένα ευρύτερο πλέγμα εννοιών δεν είναι ένδειξη ανεπάρκειας και περιορισμού, αλλά ακριβώς η αναστροφή στο ευρύτερο πλέγμα εννοιών δίνει στην έννοια την επιστημονική, δηλαδή ορθά καθορισμένη, ακρίβεια.
Εδώ έγκειται τώρα το δεύτερο θέμα: Τα προηγουμένως χωρισμένα καθήκοντα της έρευνας, οριοθέτηση της έννοιας και ένταξή της στην επιστημονική κοσμοαντίληψη, είναι στην ουσία ένα. Από αυτό όμως απορρέουν, αν αναλογιστούμε τώρα όσα έχουν ήδη ειπωθεί, ουσιώδη συμπεράσματα. Η έννοια αποκτάται με γνώμονα εκείνο που πρέπει να κατανοηθεί, το γεγονός που δίδεται στο αίσθημα. Η ίδια η έννοια προκαθορίζεται από την πλήρη συνάφεια εννοιών, η οποία κατανοεί το όλο του όντος και συνεπώς και κάθε επιμέρους γεγονός, άρα και το γεγονός της ελευθερίας. Ήδη η πρώτη εμπειρία του γεγονότος της ελευθερίας στο αίσθημα τελεί υπό την καθοδήγηση εννοιολογικών παραστάσεων, υπό προ-έννοιες ή προ-αντιλήψεις.
Καθαρά γεγονότα δεν υπάρχουν καθόλου· ήδη το άμεσο αίσθημα βρίσκεται κάθε φορά εντός μιας ερμηνείας. Αντίστροφα ισχύει όμως και το εξής: Μια συνάφεια εννοιών δεν μπορεί να συλληφθεί αυθαίρετα, να επινοηθεί από το κενό, αλλά η σύλληψη του όλου πρέπει να φέρει και να δεσμεύεται από πρωταρχικές εμπειρίες των πρώτων γεγονότων. Πρέπει δηλαδή να θεμελιωθεί και να αιτιολογηθεί επαρκώς, ποιες είναι, σε σχέση με το όλο του όντος, τά πρώτα γεγονότα.
Το πώς βιώνουμε και αισθανόμαστε το γεγονός της ελευθερίας εξαρτάται ήδη από την καθοδηγητική και άρρητη προ-έννοια, στο φως της οποίας θα πρέπει να φωτίσει το γεγονός. Και ο τρόπος με τον οποίο αυτή η προ-έννοια ξεδιπλώνεται, εξαρτάται από τον προσανατολισμό και το βάθος τής βίωσης, εντός τής οποίας συναντούμε το γεγονός. Η φιλοσοφική διερεύνηση της ανθρώπινης ελευθερίας δεν μπορεί, ως φιλοσοφική, να πάρει θέση είτε στο γεγονός και στο αίσθημα, είτε στο σύστημα εννοιών και στη θεμελίωσή του, αλλά μόνο σε μια εσωτερική σύζευξη και των δύο. Η αφετηριακή θέση της έρευνας πρέπει εξ αρχής να είναι τέτοια, ώστε το βίωμα του γεγονότος και η εννοιολογική σύλληψη του βιωμένου γεγονότος να γίνουν εξίσου πρωταρχικά και αναγκαστικά κατανοητά.
Ένα τέτοιο σημείο θέασης δεν είναι αυτονόητο από μόνο του, και για να μπορεί να το κατανοήσει και να το κατακτήσει κανείς, απαιτείται μια ιδιαίτερη αγωγή. Η κοινή λογική και οι καθημερινές γνώμες έχουν σε αυτό κάτι το ιδιότυπο, ότι δηλαδή κλίνουν πάντοτε προς τη μία πλευρά, είτε προς την πλευρά του γεγονότος είτε προς την πλευρά της έννοιας. Πράξεις κάνει ο δράστης, και γνώση διδάσκει ο επιστήμονας. Ψωμάκια βρίσκουμε στον φούρναρη και το λουκάνικο στον κρεοπώλη. Όμως εκεί όπου πρόκειται για το έσχατο και το πρώτο, δεν μπορεί κανείς να σκέφτεται και να προχωρεί τόσο απλά(κοινά). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το γεγονός και την έννοια της ελευθερίας.
Αυτό είναι το τρίτο που πρέπει εδώ να προσεχθεί, και το οποίο εκφράζει ο Σέλλινγκ στη δευτερεύουσα πρόταση:
»το οποίο στην περίπτωση της έννοιας της ελευθερίας πρέπει κατά προτίμηση να ισχύει, εφόσον αυτή έχει εν γένει πραγματικότητα, να μην είναι δηλαδή μια απλώς υποδεέστερη ή δευτερεύουσα έννοια, αλλά μία από τα κυρίαρχα κέντρα του συστήματος.«
Είναι αναγκαίο να καθορίζεται κάθε έννοια από το όλο. Η έννοια της ελευθερίας δεν είναι μόνο μία ανάμεσα σε άλλες, αλλά το κέντρο του όλου του Είναι· επομένως ο προσδιορισμός αυτής της έννοιας ανήκει ρητά και κατ’ ουσίαν στον καθορισμό του ίδιου του όλου (βλ. την Κρίση του Χέγκελ, παραπάνω σ. 19 και εξής).
Η έννοια της ελευθερίας δεν είναι απλώς μία ανάμεσα σε άλλες, που έχει και αυτή κατά κάποιον τρόπο τη θέση της στο σύστημα, αλλά – εάν έχει εν γένει πραγματικότητα – είναι ένα από τα κυρίαρχα κέντρα του συστήματος.
»Αν έχει εν γένει πραγματικότητα« – Τι σημαίνει αυτό: ότι μια έννοια έχει πραγματικότητα; Αυτή η φράση παραπέμπει στον Καντ. Πραγματικότητα είναι αυτό που κάνει το πράγμα να είναι αυτό που είναι, δηλαδή η πραγματικότητα ενός πράγματος, η ουσία του. »Μια έννοια έχει πραγματικότητα« σημαίνει: Αυτό που εννοείται και υπονοείται με την έννοια δεν είναι αυθαίρετα επινοημένο, αλλά εδράζεται στην ουσία του ίδιου του πράγματος, το καθορίζει. Αυτό που περιέχεται στην έννοια είναι ο ίδιος ο νόμος της ενεργού ύπαρξης. Η έννοια της ελευθερίας έχει πραγματικότητα, όταν η ελευθερία ως τρόπος του Είναι ανήκει στην ουσία και τη θεμελιώδη δομή του Είναι. Αν αυτό ισχύει, τότε η έννοια της ελευθερίας δεν είναι πλέον αυθαίρετη.
Με αυτό οξύνεται το ερώτημα για την ελευθερία σε κάτι θεμελιωδώς ουσιαστικό. Αν η ελευθερία αποτελεί θεμελιώδη προσδιορισμό του Είναι, τότε η σύλληψη του όλου της επιστημονικής κοσμοαντίληψης, μέσα στην οποία πρέπει να ενταχθεί η ελευθερία, έχει στο τέλος ως τελικό σκοπό και ως κεντρικό άξονα τίποτα άλλο παρά την ίδια την ελευθερία. Το σύστημα, το οποίο πρέπει να διαμορφωθεί, δεν περιλαμβάνει απλώς μεταξύ άλλων και την έννοια της ελευθερίας, αλλά η ελευθερία είναι ένα από τα κυρίαρχα κέντρα του συστήματος. Το ίδιο το σύστημα είναι »το σύστημα της ελευθερίας«. Η οριοθέτηση της ουσίας του γεγονότος της ελευθερίας είναι η θεμελίωση του συστήματος της φιλοσοφίας πάνω στην αληθινή του βάση· και η ένταξη της ελευθερίας στο σύστημα δεν είναι τίποτε άλλο από την ανάδειξη του θεμελιώδους γεγονότος και τον φωτισμό της πραγματικότητάς του.
Το ίδιο το σύστημα είναι το σύστημα της ελευθερίας. Οι προσπάθειες του Σέλλινγκ από το 1809 έως τον θάνατό του, η σιωπηλή εργασία αυτών των 45 ετών, αφορούσαν τη θεμελίωση και τη διαμόρφωση του συστήματος της ελευθερίας σε ένα ολοκληρωμένο έργο.
»Ένα σύστημα της ελευθερίας – αλλά σε εξίσου μεγάλα περιγράμματα, με την ίδια απλότητα, ως τέλεια αντίστιξη προς το σπινοζικό – αυτό θα ήταν πράγματι το ύψιστο.« (Μόναχο, διαλέξεις 1827. Χ, 36)
Είπαμε ήδη: το έργο απέτυχε. Και μάλιστα εξαιτίας εσωτερικών ουσιωδών δυσκολιών, τις οποίες ο ίδιος ο Σέλλινγκ αναγνώρισε ως τέτοιες, τόσο καθαρά, ώστε να ξεκινήσει την κύρια πραγματεία, δηλαδή τη δική μας πραγματεία περί ελευθερίας, ακριβώς με τη διατύπωση αυτής της θεμελιώδους δυσκολίας και να αποκλείσει από την αρχή τον κίνδυνο μιας πρόχειρης και φθηνής αυτοεξαπάτησης. Η επόμενη πρόταση ονομάζει αυτή τη δυσκολία ενός συστήματος της ελευθερίας και έτσι ορίζει το ειδικό αντικείμενο των εισαγωγικών σκέψεων:
»Σύμφωνα με έναν αρχαίο, ωστόσο καθόλου ξεχασμένο λόγο, η έννοια της ελευθερίας είναι απολύτως ασύμβατη με το σύστημα, και κάθε φιλοσοφία που αξιώνει ενότητα και ολότητα οδηγείται τελικά στην άρνηση της ελευθερίας.« (σ. 336)
Η έννοια της ελευθερίας είναι απολύτως ασυμβίβαστη με το σύστημα. Όπου, επομένως, εμφανίζεται φιλοσοφία που οικοδομεί, δηλαδή που αξιώνει θεμελιωμένη ενότητα και ολότητα της ουσιώδους γνώσης και που διατηρεί αυτή την αξίωση στην ανάπτυξη αυτής της γνώσης, εκεί θα πρέπει να αρνηθεί την ελευθερία. Διότι η ελευθερία είναι ένα είδος αιτίας και θεμέλιο για κάτι άλλο, π.χ. μια πράξη, της οποίας η αιτία δεν είναι μέσα της η ίδια, ούτε μπορεί να αναχθεί ή να θεμελιωθεί πλήρως. Η ελευθερία αποκλείει την αναγωγή σε θεμελίωση. Το σύστημα, αντίθετα, απαιτεί τη διαρκή συνοχή της θεμελίωσης. Ένα »σύστημα της ελευθερίας« – αυτό είναι, σαν ένας τετράγωνος κύκλος, εντελώς ασύμβατο καθ’ εαυτό.
Θέτοντας ο Σέλλινγκ τον πιο εσωτερικό φιλοσοφικό του μόχθο πάνω σε αυτή τη γυμνή δυσκολία, γνωρίζει καλά πόσο πολύ η προβληματική του αντιβαίνει σε παλαιότερες και στην εποχή του ανανεωμένες απόψεις και πρέπει φανερά να αντιβαίνει, επειδή η προβληματική ενός »συστήματος της ελευθερίας« φαίνεται εκ των προτέρων αδύνατη ως προς το ίδιο το πράγμα.
Αυτή η εσώτερη δυσκολία ολόκληρης της πρόθεσης της πραγματείας περί ελευθερίας εκτίθεται τώρα στην Εισαγωγή και έτσι καθίσταται η ίδια η ερώτηση διαφανέστερη. Αυτό σημαίνει: ουσιώδεις έννοιες και πραγματολογικές σχέσεις, που θα ανακύψουν αργότερα στην κυρίως πραγματεία, λαμβάνουν ήδη από την Εισαγωγή την πρώτη τους, προσανατολισμένη προς το μέλλον, διασαφήνιση.
Η ίδια η Εισαγωγή αρχίζει με μια γενική πραγματεία της εσωτερικά αντιφατικής σκέψης ενός »Συστήματος της Ελευθερίας«. (σ. 336 από την προαναφερθείσα πρόταση έως σ. 338, πρόταση »Θρίαμβος θα ήταν.«) Από σ. 338 »Πιο καθορισμένα διατυπωμένο« έως σ. 350 »Έως αυτό το σημείο« εκτείνεται η ανάπτυξη της δυσκολίας σε σχέση με μία ιδιαίτερη μορφή της ερώτησης και τις ιστορικές της εκφάνσεις.
Συνεχίζεται με την παράγραφο
3 «Η γενική διερεύνηση των δυσκολιών ενός συστήματος ελευθερίας»
c) Η ασυμβατότητα της ελευθερίας και του συστήματος.
Η ένταξη της έννοιας της ελευθερίας σε ένα σύστημα της ελευθερίας ως καθήκον
Η φιλοσοφική έρευνα της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας πρέπει 1. να οριοθετήσει αυτήν την ουσία με μια επαρκή έννοια (Begriff) και πρέπει 2. να προσδιορίσει τη θέση αυτής της έννοιας μέσα στο όλο του συστήματος, δηλαδή να δείξει πώς η ελευθερία και το είναι του ανθρώπου σχετίζονται με το ον στο σύνολό του και πώς εντάσσονται στο όλο του όντος (Seiendes).
»Επειδή όμως καμιά έννοια δεν μπορεί να καθοριστεί μεμονωμένα, και η απόδειξη της συνάφειάς της με το όλο δίδεται μόνο με την τελική επιστημονική ολοκλήρωση· κάτι που συμβαίνει κατά προτίμηση με την έννοια της ελευθερίας, εφόσον αυτή έχει εν γένει πραγματικότητα, δεν πρέπει να είναι απλώς μια υποδεέστερη ή δευτερεύουσα έννοια, αλλά μία από τα κυρίαρχα κέντρα του συστήματος· έτσι ενώνονται οι δύο πλευρές της έρευνας εδώ, όπως παντού, σε μία ενότητα.« (336)
Εδώ πρέπει να ληφθούν υπόψη τρία πράγματα.
Τι λέγεται εδώ; 1. Ο καθορισμός μιας έννοιας εισέρχεται πάντοτε και αναγκαία σε ένα ευρύτερο πλαίσιο· να καθορίσει κανείς μια έννοια μεμονωμένα, είναι καθαυτό αδύνατον, επειδή ο καθορισμός παραπέμπει σε κάτι ήδη καθορισμένο, το οποίο με τη σειρά του είναι πάλι έννοια. Αλλά αυτή η εξάρτηση κάθε καθορισμού έννοιας από ένα ευρύτερο πλέγμα εννοιών δεν είναι ένδειξη ανεπάρκειας και περιορισμού, αλλά ακριβώς η αναστροφή στο ευρύτερο πλέγμα εννοιών δίνει στην έννοια την επιστημονική, δηλαδή ορθά καθορισμένη, ακρίβεια.
Εδώ έγκειται τώρα το δεύτερο θέμα: Τα προηγουμένως χωρισμένα καθήκοντα της έρευνας, οριοθέτηση της έννοιας και ένταξή της στην επιστημονική κοσμοαντίληψη, είναι στην ουσία ένα. Από αυτό όμως απορρέουν, αν αναλογιστούμε τώρα όσα έχουν ήδη ειπωθεί, ουσιώδη συμπεράσματα. Η έννοια αποκτάται με γνώμονα εκείνο που πρέπει να κατανοηθεί, το γεγονός που δίδεται στο αίσθημα. Η ίδια η έννοια προκαθορίζεται από την πλήρη συνάφεια εννοιών, η οποία κατανοεί το όλο του όντος και συνεπώς και κάθε επιμέρους γεγονός, άρα και το γεγονός της ελευθερίας. Ήδη η πρώτη εμπειρία του γεγονότος της ελευθερίας στο αίσθημα τελεί υπό την καθοδήγηση εννοιολογικών παραστάσεων, υπό προ-έννοιες ή προ-αντιλήψεις.
Καθαρά γεγονότα δεν υπάρχουν καθόλου· ήδη το άμεσο αίσθημα βρίσκεται κάθε φορά εντός μιας ερμηνείας. Αντίστροφα ισχύει όμως και το εξής: Μια συνάφεια εννοιών δεν μπορεί να συλληφθεί αυθαίρετα, να επινοηθεί από το κενό, αλλά η σύλληψη του όλου πρέπει να φέρει και να δεσμεύεται από πρωταρχικές εμπειρίες των πρώτων γεγονότων. Πρέπει δηλαδή να θεμελιωθεί και να αιτιολογηθεί επαρκώς, ποιες είναι, σε σχέση με το όλο του όντος, τά πρώτα γεγονότα.
Το πώς βιώνουμε και αισθανόμαστε το γεγονός της ελευθερίας εξαρτάται ήδη από την καθοδηγητική και άρρητη προ-έννοια, στο φως της οποίας θα πρέπει να φωτίσει το γεγονός. Και ο τρόπος με τον οποίο αυτή η προ-έννοια ξεδιπλώνεται, εξαρτάται από τον προσανατολισμό και το βάθος τής βίωσης, εντός τής οποίας συναντούμε το γεγονός. Η φιλοσοφική διερεύνηση της ανθρώπινης ελευθερίας δεν μπορεί, ως φιλοσοφική, να πάρει θέση είτε στο γεγονός και στο αίσθημα, είτε στο σύστημα εννοιών και στη θεμελίωσή του, αλλά μόνο σε μια εσωτερική σύζευξη και των δύο. Η αφετηριακή θέση της έρευνας πρέπει εξ αρχής να είναι τέτοια, ώστε το βίωμα του γεγονότος και η εννοιολογική σύλληψη του βιωμένου γεγονότος να γίνουν εξίσου πρωταρχικά και αναγκαστικά κατανοητά.
Ένα τέτοιο σημείο θέασης δεν είναι αυτονόητο από μόνο του, και για να μπορεί να το κατανοήσει και να το κατακτήσει κανείς, απαιτείται μια ιδιαίτερη αγωγή. Η κοινή λογική και οι καθημερινές γνώμες έχουν σε αυτό κάτι το ιδιότυπο, ότι δηλαδή κλίνουν πάντοτε προς τη μία πλευρά, είτε προς την πλευρά του γεγονότος είτε προς την πλευρά της έννοιας. Πράξεις κάνει ο δράστης, και γνώση διδάσκει ο επιστήμονας. Ψωμάκια βρίσκουμε στον φούρναρη και το λουκάνικο στον κρεοπώλη. Όμως εκεί όπου πρόκειται για το έσχατο και το πρώτο, δεν μπορεί κανείς να σκέφτεται και να προχωρεί τόσο απλά(κοινά). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το γεγονός και την έννοια της ελευθερίας.
Αυτό είναι το τρίτο που πρέπει εδώ να προσεχθεί, και το οποίο εκφράζει ο Σέλλινγκ στη δευτερεύουσα πρόταση:
»το οποίο στην περίπτωση της έννοιας της ελευθερίας πρέπει κατά προτίμηση να ισχύει, εφόσον αυτή έχει εν γένει πραγματικότητα, να μην είναι δηλαδή μια απλώς υποδεέστερη ή δευτερεύουσα έννοια, αλλά μία από τα κυρίαρχα κέντρα του συστήματος.«
Είναι αναγκαίο να καθορίζεται κάθε έννοια από το όλο. Η έννοια της ελευθερίας δεν είναι μόνο μία ανάμεσα σε άλλες, αλλά το κέντρο του όλου του Είναι· επομένως ο προσδιορισμός αυτής της έννοιας ανήκει ρητά και κατ’ ουσίαν στον καθορισμό του ίδιου του όλου (βλ. την Κρίση του Χέγκελ, παραπάνω σ. 19 και εξής).
Η έννοια της ελευθερίας δεν είναι απλώς μία ανάμεσα σε άλλες, που έχει και αυτή κατά κάποιον τρόπο τη θέση της στο σύστημα, αλλά – εάν έχει εν γένει πραγματικότητα – είναι ένα από τα κυρίαρχα κέντρα του συστήματος.
»Αν έχει εν γένει πραγματικότητα« – Τι σημαίνει αυτό: ότι μια έννοια έχει πραγματικότητα; Αυτή η φράση παραπέμπει στον Καντ. Πραγματικότητα είναι αυτό που κάνει το πράγμα να είναι αυτό που είναι, δηλαδή η πραγματικότητα ενός πράγματος, η ουσία του. »Μια έννοια έχει πραγματικότητα« σημαίνει: Αυτό που εννοείται και υπονοείται με την έννοια δεν είναι αυθαίρετα επινοημένο, αλλά εδράζεται στην ουσία του ίδιου του πράγματος, το καθορίζει. Αυτό που περιέχεται στην έννοια είναι ο ίδιος ο νόμος της ενεργού ύπαρξης. Η έννοια της ελευθερίας έχει πραγματικότητα, όταν η ελευθερία ως τρόπος του Είναι ανήκει στην ουσία και τη θεμελιώδη δομή του Είναι. Αν αυτό ισχύει, τότε η έννοια της ελευθερίας δεν είναι πλέον αυθαίρετη.
Με αυτό οξύνεται το ερώτημα για την ελευθερία σε κάτι θεμελιωδώς ουσιαστικό. Αν η ελευθερία αποτελεί θεμελιώδη προσδιορισμό του Είναι, τότε η σύλληψη του όλου της επιστημονικής κοσμοαντίληψης, μέσα στην οποία πρέπει να ενταχθεί η ελευθερία, έχει στο τέλος ως τελικό σκοπό και ως κεντρικό άξονα τίποτα άλλο παρά την ίδια την ελευθερία. Το σύστημα, το οποίο πρέπει να διαμορφωθεί, δεν περιλαμβάνει απλώς μεταξύ άλλων και την έννοια της ελευθερίας, αλλά η ελευθερία είναι ένα από τα κυρίαρχα κέντρα του συστήματος. Το ίδιο το σύστημα είναι »το σύστημα της ελευθερίας«. Η οριοθέτηση της ουσίας του γεγονότος της ελευθερίας είναι η θεμελίωση του συστήματος της φιλοσοφίας πάνω στην αληθινή του βάση· και η ένταξη της ελευθερίας στο σύστημα δεν είναι τίποτε άλλο από την ανάδειξη του θεμελιώδους γεγονότος και τον φωτισμό της πραγματικότητάς του.
Το ίδιο το σύστημα είναι το σύστημα της ελευθερίας. Οι προσπάθειες του Σέλλινγκ από το 1809 έως τον θάνατό του, η σιωπηλή εργασία αυτών των 45 ετών, αφορούσαν τη θεμελίωση και τη διαμόρφωση του συστήματος της ελευθερίας σε ένα ολοκληρωμένο έργο.
»Ένα σύστημα της ελευθερίας – αλλά σε εξίσου μεγάλα περιγράμματα, με την ίδια απλότητα, ως τέλεια αντίστιξη προς το σπινοζικό – αυτό θα ήταν πράγματι το ύψιστο.« (Μόναχο, διαλέξεις 1827. Χ, 36)
Είπαμε ήδη: το έργο απέτυχε. Και μάλιστα εξαιτίας εσωτερικών ουσιωδών δυσκολιών, τις οποίες ο ίδιος ο Σέλλινγκ αναγνώρισε ως τέτοιες, τόσο καθαρά, ώστε να ξεκινήσει την κύρια πραγματεία, δηλαδή τη δική μας πραγματεία περί ελευθερίας, ακριβώς με τη διατύπωση αυτής της θεμελιώδους δυσκολίας και να αποκλείσει από την αρχή τον κίνδυνο μιας πρόχειρης και φθηνής αυτοεξαπάτησης. Η επόμενη πρόταση ονομάζει αυτή τη δυσκολία ενός συστήματος της ελευθερίας και έτσι ορίζει το ειδικό αντικείμενο των εισαγωγικών σκέψεων:
»Σύμφωνα με έναν αρχαίο, ωστόσο καθόλου ξεχασμένο λόγο, η έννοια της ελευθερίας είναι απολύτως ασύμβατη με το σύστημα, και κάθε φιλοσοφία που αξιώνει ενότητα και ολότητα οδηγείται τελικά στην άρνηση της ελευθερίας.« (σ. 336)
Η έννοια της ελευθερίας είναι απολύτως ασυμβίβαστη με το σύστημα. Όπου, επομένως, εμφανίζεται φιλοσοφία που οικοδομεί, δηλαδή που αξιώνει θεμελιωμένη ενότητα και ολότητα της ουσιώδους γνώσης και που διατηρεί αυτή την αξίωση στην ανάπτυξη αυτής της γνώσης, εκεί θα πρέπει να αρνηθεί την ελευθερία. Διότι η ελευθερία είναι ένα είδος αιτίας και θεμέλιο για κάτι άλλο, π.χ. μια πράξη, της οποίας η αιτία δεν είναι μέσα της η ίδια, ούτε μπορεί να αναχθεί ή να θεμελιωθεί πλήρως. Η ελευθερία αποκλείει την αναγωγή σε θεμελίωση. Το σύστημα, αντίθετα, απαιτεί τη διαρκή συνοχή της θεμελίωσης. Ένα »σύστημα της ελευθερίας« – αυτό είναι, σαν ένας τετράγωνος κύκλος, εντελώς ασύμβατο καθ’ εαυτό.
Θέτοντας ο Σέλλινγκ τον πιο εσωτερικό φιλοσοφικό του μόχθο πάνω σε αυτή τη γυμνή δυσκολία, γνωρίζει καλά πόσο πολύ η προβληματική του αντιβαίνει σε παλαιότερες και στην εποχή του ανανεωμένες απόψεις και πρέπει φανερά να αντιβαίνει, επειδή η προβληματική ενός »συστήματος της ελευθερίας« φαίνεται εκ των προτέρων αδύνατη ως προς το ίδιο το πράγμα.
Αυτή η εσώτερη δυσκολία ολόκληρης της πρόθεσης της πραγματείας περί ελευθερίας εκτίθεται τώρα στην Εισαγωγή και έτσι καθίσταται η ίδια η ερώτηση διαφανέστερη. Αυτό σημαίνει: ουσιώδεις έννοιες και πραγματολογικές σχέσεις, που θα ανακύψουν αργότερα στην κυρίως πραγματεία, λαμβάνουν ήδη από την Εισαγωγή την πρώτη τους, προσανατολισμένη προς το μέλλον, διασαφήνιση.
Η ίδια η Εισαγωγή αρχίζει με μια γενική πραγματεία της εσωτερικά αντιφατικής σκέψης ενός »Συστήματος της Ελευθερίας«. (σ. 336 από την προαναφερθείσα πρόταση έως σ. 338, πρόταση »Θρίαμβος θα ήταν.«) Από σ. 338 »Πιο καθορισμένα διατυπωμένο« έως σ. 350 »Έως αυτό το σημείο« εκτείνεται η ανάπτυξη της δυσκολίας σε σχέση με μία ιδιαίτερη μορφή της ερώτησης και τις ιστορικές της εκφάνσεις.
Συνεχίζεται με την παράγραφο
3 «Η γενική διερεύνηση των δυσκολιών ενός συστήματος ελευθερίας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου