Συνέχεια από Κεφάλαιο IV
Giovanni Reale ΠΛΑΤΩΝ
V
Η Γραφή Δεν Μπορεί Να Υποκαταστήσει την Διαλεκτική Προφορικότητα
Ο Φιλόσοφος, ως τέτοιος, πρέπει να επικοινωνεί τα ανώτερα μηνύματά του όχι γράφοντάς τα σε ρολά χαρτιού αλλά στις ψυχές των ανθρώπων.
Οι δομικοί περιορισμοί των γραπτών, όπως συζητούνται στις αυτομαρτυρίες στο τέλος του "Φαίδρου" και της "Επιστολής VII", και οι δομικές συνδέσεις μεταξύ των γραπτών και των «άγραφων δογμάτων» του Πλάτωνα.
Οι Κύριες Ιδέες της Αυτομαρτυρίας που περιέχονται στο Τέλος του "Φαίδρου"
Το πρόβλημα που τίθεται και λύνεται στις καταληκτικές σελίδες του "Φαίδρου" είναι κρίσιμο: δεν αρκεί η υπεράσπιση της γραφής, καθορίζοντας τους κανόνες που πρέπει να τηρούνται για να γράφει κανείς σωστά (δηλαδή τους κανόνες που, όπως έχουμε δει, βασίζονται στη διαλεκτική), αλλά είναι επίσης απαραίτητο να τεθεί και να επιλυθεί το ζήτημα της σκοπιμότητας της γραφής, καθορίζοντας πότε είναι κατάλληλη και πότε όχι.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι αυτή είναι η πιο ευαίσθητη και, από ορισμένες απόψεις, καθοριστική πτυχή στην κρίσιμη καμπή της μετάβασης από τον πολιτισμό της προφορικότητας στον πολιτισμό της γραφής. Με άλλα λόγια, ο Πλάτωνας θέτει το ερώτημα αν η γραφή μπορεί ή όχι να αντικαταστήσει πλήρως την προφορικότητα, ή αν οι τομείς της γραφής και της προφορικότητας πρέπει να παραμείνουν σαφώς διακριτοί και, αν ναι, για ποιους λόγους αυτή η διάκριση είναι αξεπέραστη.
Η συλλογιστική που αναπτύσσεται για την επίλυση αυτού του ζητήματος είναι αποτελεσματικά διαρθρωμένη και πολύ καλά οργανωμένη (Φαίδρος, 274 B-278 ). Ο Πλάτωνας ξεκινά παρουσιάζοντας έναν μύθο που δημιούργησε ειδικά για αυτόν τον σκοπό, τοποθετημένο στην Αίγυπτο. Ο θεός Θευθ παρουσίασε στον βασιλιά Θαμούν, στη Θήβα της Αιγύπτου, μεγάλη πόλη στον Νείλο, μια σειρά από τέχνες που είχε ανακαλύψει: την αριθμητική, τη γεωμετρία, την αστρονομία, το παιχνίδι με τους πεσσούς και τους κύβους και τη γραφή, επεξηγώντας τα οφέλη που θα έφερναν αυτές οι τέχνες, και ιδιαίτερα εξυμνώντας τη γραφή, η οποία θα καθιστούσε τους Αιγύπτιους πιο σοφούς και πιο ικανούς να θυμούνται. Αλλά ο βασιλιάς απάντησε ότι, στην πραγματικότητα, η γραφή θα παρήγαγε όχι «σοφία», αλλά «φαινομενική σοφία», δηλαδή θα δημιουργούσε όχι ανθρώπους «σοφούς» αλλά «φορείς γνώμης», στερούμενους πραγματικής γνώσης. Επιπλέον, η γραφή θα αποδεικνυόταν όχι μέσο δημιουργίας μνήμης, αλλά μόνο μέσο για να ανακαλεί κανείς στη μνήμη πράγματα που έμαθε με άλλον τρόπο.
Πρέπει να προστεθεί ότι η γραφή είναι άψυχη και δεν είναι σε θέση να απαντήσει σε καμία ερώτηση, όπως οι εικόνες της ζωγραφικής που παραμένουν πάντα βυθισμένες σε απόλυτη σιωπή. Επιπλέον, το γραπτό κυλά στα χέρια όλων, ακόμη και εκείνων που δεν ενδιαφέρονται για αυτό που λέει ή δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τα μηνύματά του. Έτσι αν το γραπτό επικριθεί, δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να προσφέρει βοήθεια στον εαυτό του.
Πολύ ανώτερος και ισχυρότερος από τον γραπτό λόγο είναι ο προφορικός λόγος, καθώς είναι ζωντανός και εμψυχωμένος, ενώ ο γραπτός είναι άψυχος και αποτελεί απλώς μια «εικόνα», μια ξεθωριασμένη και αδρανής απομίμηση του προφορικού λόγου. Ο προφορικός λόγος γνωρίζει σε ποιον πρέπει να απευθυνθεί και πότε να σιωπήσει, ενώ είναι σε θέση να απαντά σε ερωτήσεις και να υπερασπίζεται τον εαυτό του.
Η γραφή, στην πραγματικότητα, περιέχει σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο του παιχνιδιού, ενώ η προφορικότητα απαιτεί σημαντική αφοσίωση και σοβαρότητα. Στη γραφή κυριαρχεί ο «μύθος» σε μεγάλο βαθμό, ενώ στην προφορικότητα επικρατεί η «διαλεκτική τέχνη», μέσω της οποίας μεταδίδονται με επιστημοσύνη λόγοι που απευθύνονται σε ψυχές κατάλληλες να τους δεχτούν και επομένως ικανές να τους υπερασπιστούν, όταν χρειαστεί, με τον κατάλληλο τρόπο.
Ο Πλάτωνας, λοιπόν, συνοψίζει τους τρεις κανόνες του ορθού λόγου, τους οποίους έχουμε παρουσιάσει στο προηγούμενο κεφάλαιο. Αλλά επισημαίνει ότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και με την παραγωγή γραπτών σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης, θα ήταν λάθος να πιστεύουμε ότι σε αυτά υπάρχει «σταθερότητα» και «σαφήνεια», καθώς στα γραπτά λείπουν εκείνα τα θεμέλια του λόγου που μπορούν να επιτευχθούν μόνο στο πλαίσιο της διαλεκτικής προφορικότητας: ακόμα και τα καλύτερα γραπτά είναι απλώς μέσα για να υπενθυμίζουν σε αυτούς που ήδη γνωρίζουν εκείνα τα θέματα για τα οποία αυτά αναφέρονται.
Η αυτομαρτυρία καταλήγει με μια πραγματικά ανατρεπτική δήλωση: φιλόσοφος είναι μόνο εκείνος που δεν καταθέτει στα γραπτά όλα όσα έχει να πει, αλλά διατηρεί για την διαλεκτική προφορικότητα όσα θεωρεί «πιο σημαντικά», εκείνα τα πράγματα που είναι γι' αυτόν «μεγαλύτερης αξίας». Αληθινός συγγραφέας και φιλόσοφος είναι εκείνος που έχει συνθέσει έργα, γνωρίζοντας την αλήθεια, και που επομένως είναι σε θέση να υποστηρίξει και να υπερασπιστεί όσα έχει γράψει, αποδεικνύοντας, συνεπώς, ότι τα γραπτά είναι «μικρότερης αξίας» σε σχέση με εκείνα που θεωρεί «μεγαλύτερης αξίας» και τα διαφυλάσσει για την προφορικότητα, αφού μπορούν να μεταδοθούν κατάλληλα μόνο μέσω της διαλεκτικής προφορικότητας.
Τώρα που έχουμε σκιαγραφήσει ένα περίγραμμα του περιεχομένου της τελικής αυτομαρτυρίας του "Φαίδρου", πρέπει να δούμε πώς, μακριά από το να είναι έννοιες που δημιουργήθηκαν εξ ολοκλήρου και εκ νέου από τον Πλάτωνα – και περιορισμένες αποκλειστικά στον χώρο της σκέψης του, ίσως αποτέλεσμα ενός εκκεντρικού ειρωνικού παιχνιδιού και επομένως μόνο εν μέρει συνδεδεμένες με τη βασική του σκέψη – είναι, αντίθετα, έννοιες στενά συνδεδεμένες με πεποιθήσεις που, από τον πέμπτο αιώνα και μετά, διαδίδονταν όλο και περισσότερο με διάφορους τρόπους. Πρόκειται, επομένως, για έννοιες που έχουν συγκεκριμένες ιστορικές ρίζες και μπορούν να κατανοηθούν σωστά μόνο αν εξεταστούν στην προοπτική εκείνης της πολιτιστικής επανάστασης, η οποία, ενώ ο Πλάτωνας έγραφε τον "Φαίδρο", είχε πλέον φτάσει σε πλήρη ωριμότητα.
Γραφή και μνήμη: η γραφή δεν είναι φάρμακο για τη μνήμη αλλά απλώς ένα μέσο για να ανακαλούμε στη μνήμη ό,τι έχουμε ήδη μάθει
Ας ξεκινήσουμε με μια πρώτη, πολύ έντονη παρατήρηση που κάνει ο Πλάτωνας κατά της γραφής, βάζοντας την στα χείλη του βασιλιά Θαμούν ως απάντηση στον εφευρέτη Θευθ:
Η εφεύρεση της γραφής θα φέρει λήθη στις ψυχές εκείνων που τη μαθαίνουν, διότι, βασιζόμενοι στη γραφή, το μνημονικό τους θα πάψει να ασκείται και θα συνηθίζουν να θυμούνται και ν’ ανακαλούν κάτι στη μνήμη τους όχι από μέσα και από τον ίδιο τους τον εαυτό, αλλά από έξω από κάποια ξένα και εξωτερικά σημάδια· συνεπώς, δεν έχεις βρει το φάρμακο της μνήμης αλλά της υπενθύμισης, της ανάκλησης στη μνήμη (Φαίδρος, 275 A).
Αυτή η αντίληψη της γραφής ως «φάρμακου της μνήμης» ήταν μια πεποίθηση που διαδιδόταν και επιβαλλόταν σε σημαντικό βαθμό, όπως μαρτυρούν δηλώσεις που διαβάζουμε σε κείμενα συγγραφέων όπως ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης και ο Γοργίας.
Στον "Προμηθέα Δεσμώτη" διαβάζουμε:
Κι ύστερα, ακόμα, την υπέρτατη σοφία, τον αριθμό,
τον έμαθα στους ανθρώπους, και κατόπιν τη γνώση των γραμμάτων
μνήμη των πάντων και εργατική μητέρα των Μουσών (Προμηθεὺς δεσμώτης, 459-461)
Σε ένα απόσπασμα από μια χαμένη τραγωδία του Ευριπίδη επαναλαμβάνεται η πεποίθηση ότι «οι γραπτές λέξεις» είναι «ένα φάρμακο κατά της λήθης».
Πράγματι, ο Ευριπίδης στη χαμένη του τραγωδία Παλαμήδης, θέλει τον ήρωα να λέει:
τὰ τῆς γε λήθης φάρμακ᾿ ὀρθώσας μόνος,
ἄφωνα καὶ φωνοῦντα, συλλαβὰς τιθείς,
ἐξηῦρον ἀνθρώποισι γράμματ᾿ εἰδέναι.
Tragicorum Graecorum Fragmenta, Euripides, Nauck, 578
Τα φάρμακα για τη λησμονιά μόνος συνταίριαξα,
άφωνα και φωνήεντα, φτιάχνοντας συλλαβές,
ανακάλυψα για τους ανθρώπους τα γράμματα να μαθαίνουν.
Ο Γοργίας, στη "Διατριβή για τον Παλαμήδη", παρουσιάζει την ίδια ιδέα:
Και θα μπορούσα επίσης να ισχυριστώ [...] όχι μόνο δεν έχω κάνει σφάλμα, αλλά επιπλέον, είμαι και μεγάλος ευεργέτης [...]. Διότι, ποιος θα μπορούσε να κάνει τη ζωή των ανθρώπων ευκολότερη από δύσκολη που ήταν, και πολιτισμένη από άγρια που ήταν, εφευρίσκοντας τις πολεμικές τακτικές [...], τους γραπτούς νόμους φύλακες της δικαιοσύνης, τη γραφή εργαλείο της μνήμης, και τα μέτρα και τα σταθμά, βολικά μέσα ανταλλαγής στις εμπορικές σχέσεις, τους αριθμούς, που είναι φύλακες των αγαθών και της περιουσίας [...]. (Γοργίας, Ὑπὲρ Παλαμήδους ἀπολογία, Fr. 11 έως 30 Diels-Kranz).
Η σύνδεση της «Μνημοσύνης», θεάς της μνήμης και μητέρας των Μουσών, με τη γραφή επιβεβαιώνεται και από μια εικονογραφική αναπαράσταση που βρίσκεται σε μια υδρία που χρονολογείται από το 475/450 π.Χ., στην οποία η Μνημοσύνη κρατά έναν γραπτό κύλινδρο και κοιτάζει τη Μούσα Καλλιόπη που παίζει μουσική. Ο Erler σωστά παρατηρεί: «Η Μνημοσύνη, ως μητέρα των Μουσών και ιεραρχική οδός που, σε μια κοινωνία βασισμένη στην προφορικότητα, μεταδίδει στον ποιητή τη θεϊκή γνώση που νοείται ως αλήθεια που πρέπει να μεταδοθεί στους ανθρώπους, χρησιμοποιεί εδώ τη γραφή, δηλαδή ένα μέσο που αντικαθιστά ακριβώς την κατάσταση που εκπροσωπεί ιδιαίτερα η Μνημοσύνη. Αυτό ταιριάζει καλά με το προαναφερθέν απόσπασμα του Προμηθέα, όπου ο Προμηθέας καυχιέται για την εφεύρεση της “γραφής, μητέρας των Μουσών”» (M. Erler, Το νόημα των αποριών στους διαλόγους του Πλάτωνα. Ασκήσεις εισαγωγής στη φιλοσοφική σκέψη, Εισαγωγή του G. Reale, μετάφραση της C. Mazzarelli, Εκδόσεις Vita e Pensiero, Μιλάνο 1991, σελ. 108).
Ο Πλάτωνας, λοιπόν, παίρνει μια σαφή θέση απέναντι σε μια επικρατούσα πεποίθηση και, πέρα από το απόσπασμα που αναφέρθηκε, την επαναλαμβάνει λίγο μετά με τρόπο εξαιρετικά ξεκάθαρο:
«Και τότε, όποιος πιστεύει ότι μπορεί να μεταδώσει μια τέχνη μέσω της γραφής, και όποιος την παραλαμβάνει πιστεύοντας ότι από αυτά τα γραπτά σημάδια μπορεί να αντλήσει κάτι σαφές και βέβαιο, θα πρέπει να είναι γεμάτος με μεγάλη αφέλεια και να αγνοεί πραγματικά τη μαντεία του Άμμωνα [που αντιστοιχεί συγκεκριμένα σ’ αυτό που είπε ο βασιλιάς Θαμούν, στο παραπάνω απόσπασμα], αν θεωρεί ότι οι γραπτές λέξεις είναι κάτι περισσότερο από ένα μέσο για να υπενθυμίζουν σε εκείνους που γνωρίζουν ήδη τα πράγματα στα οποία αναφέρεται το γραπτό κείμενο» (Φαίδρος, 275 C-D).
Φυσικά, όσα λέει εδώ ο Πλάτωνας μπορεί αρχικά να φαίνονται, όπως έχουν σκεφτεί ορισμένοι προγενέστεροι μελετητές, ως μια «οπισθοδρομική» θέση. Αλλά θα δούμε ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Προς το παρόν, ολοκληρώνουμε το ιστορικό πλαίσιο, το οποίο μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τις δηλώσεις του Πλάτωνα.
Γραφή και Σοφία: η γραφή δεν δημιουργεί σοφούς ανθρώπους, αλλά φορείς απόψεων
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ που κάνει ο Πλάτων, στενά συνδεδεμένη με την πρώτη, συνίσταται σε μια ριζική άρνηση ότι από τη γραφή μπορεί να γεννηθεί η αληθινή σοφία: χωρίς διδασκαλία δεν μπορεί να γεννηθεί αυθεντική σοφία, παρά μόνο «φαινομενική σοφία», δηλαδή απλή «άποψη»/«γνώμη».
Ακολουθούν τα λόγια του:
«Στους μαθητές σου, λοιπόν, παρέχεις την εικόνα της σοφίας, όχι την αλήθεια (προσφέρεις φαινομενική γνώση και όχι αληθινή) : διότι αυτοί, μέσω εσού (δηλ. με την εφεύρεσή σου τη γραφή), θα γίνουν ακροατές πολλών πραγμάτων χωρίς να τα έχουν διδαχθεί (από κάποιο δάσκαλο), θα φανταστούν ότι γνωρίζουν πολλά, ενώ, όπως συμβαίνει συχνά, στην πραγματικότητα δεν θα τα γνωρίζουν: και θα είναι πολύ δύσκολο να συζητήσεις μαζί τους και δυσάρεστο, έτσι όπως θα φαντάζονται τον εαυτό τους σοφό, αφού θα έχουν γίνει φορείς απόψεων (δηλ. δοκησίσοφοι) και όχι σοφοί»(Φαίδρος, 275 A-B).
Και αυτή την πεποίθηση, την οποία αμφισβητεί ο Πλάτων, δηλαδή ότι η γραφή συνδέεται στενά με τη σοφία, βλέπει να διαδίδεται και να επιβάλλεται όλο και περισσότερο σε διάφορα επίπεδα.
Ο Αριστοφάνης την περιγελά και τη διακωμωδεί στην κωμωδία του «Βάτραχοι», που παρουσιάστηκε το 405 π.Χ., αντιπαρατιθέμενος στον Ευριπίδη, στην τέχνη του και στη φανερή προσκόλλησή του στα βιβλία (λέγεται ότι ο Ευριπίδης ήταν από τους πρώτους που είχαν βιβλιοθήκη):
«Αλλά ίσως αυτός είναι ο φόβος σας:
ότι οι θεατές είναι τόσο αμαθείς και άσχετοι
που δεν καταλαβαίνουν τις λεπτομέρειες που λέτε.
Μην ανησυχείτε: δεν είναι πια έτσι.
Έκαναν τον πόλεμό τους,
ο καθένας έχει το βιβλίο του και μπορεί να αναγνωρίσει πού υπάρχει επιδεξιότητα.
Ανώτεροι από τη φύση τους,
έχουν πλέον τελειοποιηθεί και οι ίδιοι.
Λοιπόν, προχωρήστε με θάρρος, δοκιμάστε κάθε κίνηση:
όσο για το κοινό, είναι άνθρωποι που γνωρίζουν» (Αριστοφάνης, Οι βάτραχοι, 1109-1118).
Το παραπάνω απόσπασμα σε μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου έχει ως εξής:
«Κι αν φοβάστε πως δεν έχουν ίσως μόρφωση αρκετή
οι θεατές, ώστε να νιώσουν
τη λεπτή συζήτησή σας,
μη δειλιάζετε καθόλου, κι άλλαξαν πολύ οι καιροί.
Πήγανε όλοι σ᾽ εκστρατείες
και βιβλίο κρατά ο καθένας κι εννοεί το καθετί·
έμφυτη έχουνε ξυπνάδα,
την περάσαν και στ᾽ ακόνι.
Ε λοιπόν, κανένας φόβος·
πιάστε κι ερευνήστε τα όλα· οι θεατές είναι σοφοί» (Αριστοφάνης, Οι βάτραχοι, 1109-1118).
Ο πιο ισχυρός στίχος, κατά λέξη, λέει: «Έχοντας ένα βιβλίο, ο καθένας μαθαίνει από αυτό τα σωστά πράγματα».
Και πάλι ο Αριστοφάνης εξομοιώνει ένα βιβλίο με τον σοφιστή Πρόδικο, ταυτίζοντάς τους με σαρκαστικό τρόπο, όπως φαίνεται από αυτό το απόσπασμα:
«Αυτόν τον άνθρωπο τον έχει διαφθείρει είτε ένα βιβλίο είτε ο Πρόδικος»(Αριστοφάνης, Απόσπασμα 506 Kassel-Austin).
Αλλά αυτή η πεποίθηση για το βιβλίο ως πηγή σοφίας, δηλαδή ως αποτελεσματικό εργαλείο για μάθηση, την οποία ο Αριστοφάνης περιγελά, κάνοντας ακόμα το μεγαλύτερο μέρος του κοινού να γελά, με τον Αριστοτέλη έχει πλέον εδραιωθεί οριστικά, όπως προκύπτει από τις εξής δηλώσεις:
«Οι αρχαίοι δεν κατέταξαν τη μουσική ανάμεσα στις απαραίτητες επιστήμες [...] ούτε ανάμεσα στις χρήσιμες, όπως τη γραφή, η οποία είναι χρήσιμη για τις υποθέσεις, για τη διαχείριση του σπιτιού, για μάθηση και για πολλές πολιτικές δραστηριότητες» (Αριστοτέλης, Πολιτικά, VIII 1338 a 13-17).
Και για να επιβεβαιώσουμε όσα λέμε, ένα απόσπασμα από τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα δείχνει ότι η θέση που είχε υιοθετήσει ο Πλάτων ήταν σύμφωνη με εκείνη του Σωκράτη:
«Ο Σωκράτης είχε μάθει ότι ο όμορφος Ευθύδημος είχε συλλέξει πολλά γραπτά έργα ποιητών και των πιο ξακουστών σοφών και ότι, γι’ αυτό, ήταν πλέον πεπεισμένος πως υπερείχε στη γνώση έναντι των συνομηλίκων του και έτρεφε πολλές ελπίδες να ξεπεράσει τους πάντες στην ευφράδεια και στη δράση. Ωστόσο, ο Σωκράτης είχε παρατηρήσει ότι, λόγω της νεαρής του ηλικίας, δεν πήγαινε στην αγορά και, αν ήθελε να κάνει κάτι, καθόταν σε ένα κατάστημα σαγματοποιού εκεί κοντά. Εκεί πήγε ο Σωκράτης με κάποιους φίλους του. Αρχικά, ένας ρώτησε: “Είναι λόγω της συναναστροφής με κάποιο σοφό ή λόγω φυσικού ταλέντου που ο Θεμιστοκλής υπερείχε τόσο των συμπολιτών του, ώστε ολόκληρη η πόλη να στρέφεται σε αυτόν όταν χρειαζόταν κάποιον ικανό;”». Και ο Σωκράτης, με σκοπό να ταρακουνήσει τον Ευθύδημο, απάντησε: “Είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι στις τέχνες που δεν έχουν μεγάλη σημασία μπορεί να γίνει κανείς ικανός χωρίς καλούς δασκάλους, και ότι, από την άλλη πλευρά, η τέχνη της διοίκησης, μακράν η πιο δύσκολη από όλες, γεννιέται από μόνη της στους ανθρώπους”.»(Ξενοφών, Απομνημονεύματα, IV 2, 1-2).
Ο Σωκράτης, στο απόσπασμα του Ξενοφώντα, για να αντικρούσει την πεποίθηση ότι η γνώση γεννιέται μόνο από τα βιβλία, επικαλείται τη «συναναστροφή» με τους δασκάλους, δηλαδή τη γνήσια διδασκαλία: έννοια που και ο Πλάτων αναδεικνύει σε πρώτο πλάνο.
Η γραφή διαχωρίζει τον λόγο που είναι παγιωμένος στο βιβλίο από τον συγγραφέα του, τον καθιστά μια αδρανή εικόνα του προφορικού λόγου και επιπλέον στερεί στον λόγο εκείνη την «υποστήριξη» που χρειάζεται από τον συγγραφέα.
ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ως νέο μέσο επικοινωνίας διαφόρων ειδών μηνυμάτων, δημιουργήθηκε, φυσικά, η διάδοση και το εμπόριο των βιβλίων, με σαφή διαχωρισμό από τον συγγραφέα τους. Εμφανίστηκε επίσης η συνήθεια της μοναχικής ανάγνωσης (J. Svenbro, Αρχαϊκή και Κλασική Ελλάδα: Η επινόηση της σιωπηλής ανάγνωσης), δηλαδή η μορφή του αναγνώστη που διάβαζε μόνος και όχι πλέον σε μια ομάδα, και ούτε με την παρουσία του ίδιου του συγγραφέα και τη συζήτηση μαζί του.
Πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η δημοσίευση ενός βιβλίου σε έναν πολιτισμό όπου ακόμα κυριαρχούσε η προφορικότητα, ακόμα κι αν είχε φτάσει σε προχωρημένη κατάσταση αλφαβητισμού, συνίστατο στην ανάγνωση του κειμένου από τον συγγραφέα, ακολουθούμενη από «ερωτήσεις» που έκαναν οι ακροατές και τις αντίστοιχες «απαντήσεις» από τον συγγραφέα και, στη συνέχεια, από συστηματικές διαλεκτικές συζητήσεις. Οι μελετητές εδώ και καιρό έχουν εντοπίσει ένα πρότυπο παράδειγμα αυτής της μορφής δημοσίευσης στην ανάγνωση από τον Ζήνωνα του βιβλίου του, μαζί με τη σχετική συζήτηση που παρουσίασε ο Πλάτωνας στο πρώτο μέρος του Παρμενίδη.
Ο Χάβελοκ έχει παρατηρήσει ότι η περιγραφή αυτή είναι αναχρονιστική, καθώς παρουσιάζει πολύ περισσότερο την ιστορική κατάσταση της εποχής του Πλάτωνα παρά την εποχή του Ζήνωνα. Αλλά εδώ μας ενδιαφέρει ακριβώς αυτή η εποχή. Αφού ανέφερε ότι ο Παρμενίδης και ο Ζήνωνας είχαν έρθει στην Αθήνα για τα Μεγάλα Παναθήναια και ότι είχαν εγκατασταθεί στο σπίτι του Πυθόδωρου στον Κεραμεικό, ο Πλάτωνας γράφει:
Εκεί ακριβώς μετέβησαν ο Σωκράτης και πολλοί άλλοι μαζί του, γιατί ήθελαν να ακούσουν την ανάγνωση του γραπτού κειμένου του Ζήνωνα, το οποίο είχε μεταφερθεί για πρώτη φορά στην Αθήνα με αυτή την αφορμή (Παρμενίδης, 127 C).
Και λίγο αργότερα προσθέτει:
Ο Σωκράτης, αφού άκουσε την ανάγνωση, ζήτησε να ξαναδιαβάσει την πρώτη υπόθεση του πρώτου επιχειρήματος. Αφού τελείωσε αυτή την ανάγνωση, αναφώνησε: Ζήνωνα, τι θέλεις να πεις; [...].(Παρμενίδης, 127 D).
Λοιπόν, αρχικά το κείμενο διαβαζόταν ολόκληρο· στη συνέχεια, ακολουθούσαν ερωτήσεις, όπως σε αυτή την περίπτωση το αίτημα για για την εκ νέου ανάγνωση της πρώτης υπόθεσης με τη σχετική εξήγηση, και με μια δυναμική μιας συζήτησης της οποίας η εξέλιξη ήταν εύκολα φανταστή. Και, στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, ο συγγραφέας υπερασπιζόταν το έργο του, παρέχοντάς του την κατάλληλη υποστήριξη. Με λίγα λόγια: το βιβλίο διαβαζόταν μαζί με τον συγγραφέα του.
Η συνύπαρξη με τον συγγραφέα, η διαλογική συνεύρεση, ήταν ο βασικός άξονας σε αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή της αρχαίας κουλτούρας. Όμως, αυτή ακριβώς η συνεύρεση διαταράχθηκε από τη συστηματική διάδοση της γραφής, η οποία επέφερε τον σαφή διαχωρισμό του συγγραφέα από το έργο του.
Οι πρώτοι συγγραφείς που, προαναγγέλλοντας τις εξελίξεις, εισήγαγαν αυτή την καινοτομία και ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο ήταν ο Ηράκλειτος και ο Θουκυδίδης. Λέγεται ότι ο Ηράκλειτος, αφού συνέθεσε το έργο του, «το κατέθεσε στο ναό της Αρτέμιδος»(Διογένης Λαέρτιος, Βίοι των φιλοσόφων, IX 6), όχι μόνο προς τιμήν της θεάς, αλλά και για να το διαθέσει στους αναγνώστες (έστω και αν, δεδομένης της σκοτεινής μορφής στην οποία το είχε συνθέσει, μόνο όσοι ενδιαφέρονταν και ήταν σε θέση να το κατανοήσουν θα μπορούσαν να το προσεγγίσουν).
Ο Θουκυδίδης μάλιστα γράφει:
«[...] αν όσοι θελήσουν να ερευνήσουν την πραγματικότητα των γεγονότων του παρελθόντος και του μέλλοντος [...] θεωρήσουν το έργο μου χρήσιμο, αυτό αρκεί: είναι ένα απόκτημα που ισχύει για πάντα» (Θουκυδίδης, Ιστορίαι, Ι 22).
Όσον αφορά το εμπόριο του βιβλίου, το οποίο διαδόθηκε αργά και με δυσκολία, θα αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα που έγινε πολύ διάσημο και το οποίο ήδη προαναφέρθηκε: στην «Απολογία» γίνεται αναφορά σε ένα σημείο της αγοράς (που ονομαζόταν «ορχήστρα»), όπου μπορούσε κανείς να αγοράσει ένα βιβλίο του Αναξαγόρα για την πενιχρή τιμή της μιας δραχμής (Απολογία, 26 D).
Και εδώ, με τη λέξη «βιβλίο» σε αυτή τη χαμηλή τιμή, όπως έχουν επισημάνει οι μελετητές, δεν μπορεί να εννοηθεί παρά ένα κείμενο με λίγα φύλλα παπύρου, δηλαδή μια σύνοψη της σκέψης του συγγραφέα - κάτι που, ωστόσο, παραμένει πολύ σημαντικό.
Όσον αφορά τη διάδοση της μοναχικής ανάγνωσης, η οποία ξεκίνησε προς το τέλος του 5ου αιώνα, το πρώτο παράδειγμα που εντόπισαν οι μελετητές βρίσκεται σε ένα απόσπασμα από τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, όπου ο Διόνυσος λέει:
«Και ακριβώς πάνω στο πλοίο, ενώ διάβαζα μόνος μου την Ανδρομέδα, ξαφνικά μια επιθυμία χτύπησε την καρδιά μου, τόσο δυνατή που ούτε καν μπορείς να τη φανταστείς»(Αριστοφάνης, Οι βάτραχοι, στ. 52-54).
Την ίδια περίοδο χρονολογούνται οι αναφορές σε ιδιωτικές βιβλιοθήκες. Οι πρώτοι άνθρωποι που κατείχαν ιδιωτική βιβλιοθήκη ήταν σύγχρονοι του Σωκράτη, μεταξύ των οποίων και ο Ευριπίδης.
Ο ίδιος ο Πλάτων, στον Φαίδωνα, αφού παρουσιάζει τον Σωκράτη να ακούει ένα κείμενο του Αναξαγόρα, μιλάει για μια προσεκτική, μοναχική ανάγνωση του εν λόγω κειμένου. Προφανώς, πολύ περισσότερο από τον ιστορικό Σωκράτη, ο Πλάτων μιλά για τον εαυτό του—κάτι που είναι εξαιρετικά σημαντικό (Πρβλ. Φαίδων, 97 B-99 A).
Στον Φαίδρο, λοιπόν, ο Πλάτων υπερασπίζεται ακριβώς αυτήν τη συνήθεια της διαλεκτικής συζήτησης, η οποία χανόταν λόγω της εξάπλωσης της πρακτικής της μοναχικής ανάγνωσης.
Κατά την άποψή του, το γραπτό κείμενο και ο συγγραφέας του δεν μπορούν και δεν πρέπει να διαχωρίζονται, καθώς το γραπτό είναι σαν τις ζωγραφιές: αν τους θέσεις ερωτήσεις, δεν είναι σε θέση να απαντήσουν. Έτσι, το γραπτό δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του από παρερμηνείες, κριτικές και αδικίες που υφίσταται, καθώς
«χρειάζεται πάντα τη βοήθεια του πατέρα του, γιατί δεν είναι ικανό να υπερασπιστεί και να βοηθήσει τον εαυτό του μόνο του»(Φαίδρος, 275 E).
Η κριτική του Πλάτωνα είναι τόσο πιο αιχμηρή και εύστοχη, όσο πιο διαδεδομένη ήταν ήδη, στην εποχή του, η αντίληψη ότι ο γραπτός λόγος μπορούσε να βοηθήσει τον προφορικό λόγο.
Ο Κριτίας έλεγε:
Οι Φοίνικες ανακάλυψαν τη γραφή, ένα βοήθημα για τον λόγο (Κριτίας, απ. 2, 10 Diels-Kranz).
Φυσικά, οι απόψεις που υποστηρίζει ο Πλάτων έχουν παραλληλισμούς και σε ορισμένους ρήτορες· ωστόσο, οι δηλώσεις των ρητόρων, παρά τις έντονες, ακόμη και λεκτικές, ομοιότητες, έχουν το αντίθετο πρόσημο, όπως πολύ καλά έχουν παρατηρήσει οι πιο προσεκτικοί μελετητές.
Ωστόσο, είναι ακριβώς αυτές οι θεματικές αντιστοιχίες που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κατανόηση του κειμένου που ερμηνεύουμε. Πράγματι, αναδεικνύουν ξεκάθαρα το γεγονός ότι τα ζητήματα που συζητά ο Πλάτων στην αυτομαρτυρία του Φαίδρου συνδέονται στενά με τα συγκεκριμένα προβλήματα μιας δεδομένης ιστορικής συγκυρίας, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από τον προφορικό στον γραπτό πολιτισμό. Εάν αυτά τα ζητήματα αποκοπούν από εκείνο το πλαίσιο και ερμηνευθούν αφηρημένα, χάνουν σχεδόν ολοκληρωτικά το ακριβές τους νόημα.
Ο Ισοκράτης και ο Αλκιδάμας, ειδικότερα, προσφέρουν ορισμένες εξαιρετικά εύγλωττες προσεγγίσεις.
Ο Ισοκράτης, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι η παροχή συμβουλών σε κάποιον είναι ευκολότερη και πιο πειστική όταν γίνεται προφορικά και όχι γραπτώς· μόνο η ζωντανή παρουσία του συγγραφέα μπορεί να εξαλείψει τις παρερμηνείες, μέσα από εξηγήσεις και διευκρινίσεις. Πράγματι, λέει:
«αν ο συγγραφέας απουσιάζει, το γραπτό μένει χωρίς βοήθεια» (Ισοκράτης, Επιστολή Ι, 3).
Ωστόσο, η «βοήθεια» που αναφέρεται εδώ δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια διορθωτική παρέμβαση καθαρά τυπικού χαρακτήρα. Επιπλέον, για τον Ισοκράτη, η υπεροχή του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού αφορά τη ρητορική διάσταση της προφορικότητας έναντι της ρητορικής του γραπτού λόγου.
Ο ρήτορας που μιλάει αυτοπροσώπως φέρει το βάρος της φήμης του· επιπλέον, μιλά με τις σωστές φωνητικές διακυμάνσεις και τους ζωντανούς τόνους της φωνής, με εκείνους τους αυτοσχεδιασμούς που υπαγορεύει η κατάλληλη στιγμή και η περίσταση, ενώ οι μηχανικές αναγνώσεις του γραπτού λόγου στερούνται εντελώς αυτών των στοιχείων (Το νόημα των αποριών στους διαλόγους του Πλάτωνα - Michael Erler, σελ. 92-99).
Ακόμη πιο έντονες είναι οι λεκτικές ομοιότητες με το κείμενο του Πλάτωνα που σχολιάζουμε εδώ, οι οποίες εντοπίζονται στο έργο Περί Σοφιστών του Αλκιδάμαντα.
Αξίζει να διαβαστεί το πιο χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Δεν θα ήταν καν δίκαιο να αποκαλέσουμε λόγους τα γραπτά κείμενα, αλλά μάλλον ομοιώματα, μορφές και μιμήσεις των λόγων· έτσι, δικαίως θα μπορούσα να τα συγκρίνω με τα χάλκινα αγάλματα των ανθρώπων, τους μαρμάρινους θεούς ή τα ζωγραφισμένα ζώα.
Ακριβώς όπως αυτά τα ομοιώματα είναι απομιμήσεις ζωντανών και πραγματικών σωμάτων, και είναι πράγματι ευχάριστα στο μάτι του ανθρώπου, έτσι και ο γραπτός λόγος, διαμορφωμένος σε ένα και μόνο προκαθορισμένο σχήμα, μπορεί, όταν διαβάζεται από το βιβλίο, να εντυπωσιάζει ευχάριστα· όμως, είναι ανίκανος να προσαρμοστεί στις διαφορετικές περιστάσεις, δεν προσφέρει καμία χρησιμότητα σε αυτόν που τον κατέχει. Και όπως τα ζωντανά και πραγματικά σώματα, αν και υπολείπονται κατά πολύ σε ομορφιά σε σχέση με τα αγάλματα, παρέχουν ωστόσο ουσιαστική βοήθεια σε πολλές και διάφορες ενέργειες, έτσι και ο λόγος που εκφέρεται αυτοσχεδιαστικά, τη στιγμή ακριβώς της σύλληψής του, αναπνέει και είναι ζωντανός, προσαρμόζεται στα γεγονότα, όμοιος σε όλα με ένα ζωντανό σώμα, ενώ ο γραπτός λόγος μοιάζει από τη φύση του με μια απλή εικόνα του λόγου και στερείται κάθε χρησιμότητας (Αλκιδάμας, Περί των τους γραπτούς λόγους γραφόντων ή περί σοφιστών, στ. 27).
Ας διαβάσουμε παράλληλα το απόσπασμα του Πλάτωνα, που επαναλαμβάνει τις ίδιες εικόνες, αν και μέσα από διαφορετική οπτική:
«Γιατί, Φαίδρε, αυτό είναι το φοβερό στη γραφή, που μοιάζει, στην πραγματικότητα, με τη ζωγραφική: τα πλάσματα της ζωγραφικής στέκονται μπροστά σου σαν να είναι ζωντανά, αλλά αν τα ρωτήσεις κάτι, μένουν σιωπηλά, κλεισμένα σε μια επιβλητική σιγή. Το ίδιο συμβαίνει και με τους γραπτούς λόγους. Νομίζεις ότι μιλούν σκεπτόμενοι κάτι από μόνοι τους, αλλά αν τους ρωτήσεις για να κατανοήσεις καλύτερα κάτι από όσα λένε, επαναλαμβάνουν συνεχώς ένα και το αυτό πράγμα, το ίδιο και το ίδιο. Και όταν ένας λόγος αποτυπωθεί γραπτώς, περιφέρεται παντού, πέφτοντας στα χέρια τόσο εκείνων που καταλαβαίνουν όσο και εκείνων που δεν νοιάζονται καθόλου, χωρίς να ξέρει σε ποιον πρέπει να μιλήσει και σε ποιον όχι. Κι αν τον προσβάλλουν ή τον κακοποιήσουν άδικα, έχει πάντα ανάγκη τη βοήθεια του «πατέρα» του, γιατί δεν μπορεί να υπερασπιστεί ούτε να βοηθήσει τον εαυτό του» (Φαίδρος, 275 D-E).
Ο Πλάτων αντιλαμβάνεται το «βοήθημα» που πρέπει να παρέχεται στον γραπτό λόγο και την υπεροχή του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο και προχωρά πολύ πέρα από την απλή ζωντανή παρουσία του συγγραφέα ή οποιαδήποτε τυπική υποστήριξη. Ωστόσο, οι απόψεις του Ισοκράτη και του Αλκιδάμαντα, στις οποίες αναφερθήκαμε, αποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι το ζήτημα της «υπεροχής του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού» δεν ήταν καθόλου μια αποκλειστική ιδέα του Πλάτωνα, αλλά βρισκόταν στο επίκεντρο και αποτελούσε αντικείμενο έντονων συζητήσεων εκείνη την ιστορική περίοδο.
Όπως ανέφερα ήδη παραπάνω, ο Ισοκράτης και ο Αλκιδάμας, ως ρήτορες, αντιπαραθέτουν την προφορικότητα των ρητόρων με τη γραφή των ρητόρων. Η προφορικότητα των ρητόρων, ωστόσο, ήταν κοντά στην μιμητική-ποιητική προφορικότητα, καθώς στόχευε πρωτίστως στην πειθώ· και ακριβώς αυτό μας βοηθά να κατανοήσουμε τη σημασία εκείνης της «διαλεκτικής προφορικότητας» που ο Πλάτων αναδεικνύει στο ζήτημα της «υποστήριξης» που χρειάζονται τα γραπτά κείμενα.
Πριν, όμως, προχωρήσουμε στο ζήτημα της «υποστήριξης» του γραπτού λόγου και προσδιορίσουμε τι ακριβώς σημαίνει για τον Πλάτωνα, πρέπει να εξετάσουμε ένα άλλο σημαντικό ζήτημα.
Το γραπτό ως «παιχνίδι» και η προφορικότητα της διαλεκτικής ως «σοβαρότητα»: το γράψιμο σε ρολούς από πάπυρο και το γράψιμο στην ψυχή των ανθρώπων
Για τον Ισοκράτη, οι προφορικοί λόγοι προορίζονται για τη συζήτηση «σοβαρών και επειγόντων» ζητημάτων (Ισοκράτης, Κατά Σοφιστών, 25) και συνδέονται με κάποιο πρακτικό θέμα της στιγμής, το οποίο συνεπάγεται «σοβαρότητα». Ακόμη και για τον Αλκιδάμαντα, η γραφή είναι ένα «παιχνίδι»: έχει μικρή χρησιμότητα σε σύγκριση με τον προφορικό λόγο, ακριβώς επειδή τα γραπτά είναι μόνο «εικόνες» των προφορικών λόγων.
Και ακριβώς πάνω στις έννοιες του «παιχνιδιού» και της «σοβαρότητας» στηρίζει ο Πλάτωνας τον λόγο του στο κεντρικό σημείο της αυτομαρτυρίας του.
Το γραπτό είναι σαν ένα παιχνίδι παρόμοιο με εκείνο που γίνεται με τους «κήπους του Άδωνη», δηλαδή τη σπορά ορισμένων σπόρων στην καρδιά του καλοκαιριού μέσα σε κατάλληλα δοχεία, επιταχύνοντας την ανάπτυξή τους μέσα σε μόλις οκτώ ημέρες, προς τιμήν του Άδωνη.
Αυτοί οι σπόροι ναι μεν φυτρώνουν και μεγαλώνουν γρήγορα, αλλά εξίσου γρήγορα μαραίνονται χωρίς να αποφέρουν κανέναν καρπό. Αντίθετα, η προφορικότητα μοιάζει με την «σοβαρή» εργασία του αληθινού γεωργού, ο οποίος σπέρνει τους σημαντικούς για εκείνον σπόρους στον σωστό χρόνο και με τον σωστό τρόπο, χωρίς να τους υποβάλλει σε επιζήμιες εξαναγκαστικές διαδικασίες ανάπτυξης.
Ωστόσο, οι μέθοδοι και οι χρόνοι που απαιτεί αυτή η δραστηριότητα του αληθινού γεωργού είναι εντελώς διαφορετικοί: ο γεωργός πρέπει να αναζητήσει το κατάλληλο έδαφος, να το προετοιμάσει σωστά και να σπείρει τους σπόρους με τον πρέποντα τρόπο· και ο χρόνος βλάστησης και ανάπτυξης των σπόρων δεν είναι οκτώ ημέρες αλλά οκτώ μήνες, όχι οκτώ αλλά πάνω από διακόσιες σαράντα ημέρες.
Το παιχνίδι του γραψίματος είναι πολύ όμορφο, πολύ πιο όμορφο από οποιοδήποτε άλλο παιχνίδι· αλλά ακόμα πιο όμορφη είναι η αφοσίωση και η σοβαρότητα που πρέπει να επενδύσει στην προφορικότητα της διαλεκτικής όποιος έχει αληθινή γνώση.
Εδώ είναι το κείμενο που περιέχει ένα πραγματικά προγραμματικό μήνυμα:
Σωκράτης: – Κι εκείνος που κατέχει τη γνώση του δικαίου, του καλού και του αγαθού, θα πρέπει να πούμε ότι έχει λιγότερη φρόνηση από έναν γεωργό ως προς τους σπόρους του;
Φαίδρος: – Όχι, σε καμία περίπτωση.
Σωκράτης: – Άρα, αν θέλει να ασχοληθεί σοβαρά, δεν θα γράψει αυτά με μελάνι επάνω στο νερό, σπέρνοντας με τη γραφίδα του λόγους που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους με τη λογική και που δεν μπορούν καν να διδάξουν την αλήθεια με επαρκή τρόπο.
Φαίδρος: – Όχι, δεν φαίνεται να μπορούν.
Σωκράτης – Όχι, πράγματι. Αντίθετα, τους κήπους της γραφής θα τους σπείρει και θα τους γράψει για παιχνίδι, όταν γράφει, συγκεντρώνοντας υλικό ώστε να το θυμάται ο ίδιος όταν φτάσει στα γηρατειά που οδηγούν στη λήθη – αν φτάσει ποτέ σ’ αυτά – καθώς και για όποιον ακολουθεί την ίδια πορεία, και θα χαίρεται βλέποντάς αυτούς τους κήπους να βγάζουν τρυφερά βλαστάρια. Και όταν οι άλλοι αφιερώνουν τον χρόνο τους σε άλλα παιχνίδια, περνώντας τις ώρες τους σε συμπόσια ή σε άλλες παρόμοιες απολαύσεις, τότε αυτός, όπως φαίνεται, αντί για αυτά, θα αφιερώνει τη ζωή του απολαμβάνοντας τα πράγματα για τα οποία μιλώ.
Φαίδρος: – Και είναι ένα πολύ όμορφο παιχνίδι, Σωκράτη, σε σύγκριση με το άλλο που δεν αξίζει τίποτα, αυτό του ανθρώπου που ξέρει να απολαμβάνει τους λόγους, αφηγούμενος ιστορίες για τη δικαιοσύνη και τα άλλα πράγματα για τα οποία μιλάς.
Σωκράτης: – Έτσι είναι πράγματι, αγαπητέ Φαίδρε. Αλλά νομίζω πως γίνεται ακόμη πιο όμορφη η ενασχόληση με αυτά τα ζητήματα, όταν γίνεται χρήση της διαλεκτικής τέχνης και, μέσω αυτής, φυτεύονται και σπέρνονται λόγοι με γνώση σε μια ψυχή κατάλληλη να τους δεχτεί· λόγοι που μπορούν να προσφέρουν βοήθεια τόσο στον εαυτό τους όσο και σε εκείνον που τους έχει φυτέψει, ώστε να μην μείνουν άκαρποι, αλλά να γεννήσουν σπόρο από τον οποίο θα προκύψουν άλλοι λόγοι σε άλλες ψυχές ανθρώπων, ικανοί να καταστήσουν αυτόν τον σπόρο αθάνατο και να κάνουν ευτυχισμένο εκείνον που τον κατέχει, όσο αυτό είναι δυνατό για τον άνθρωπο. (Φαίδρος, 276 C-277 A)
Αυτή η ιδέα του «να γράφει κανείς στην ψυχή» κυκλοφορούσε ήδη εκείνη την εποχή, αλλά ο Πλάτωνας την επαναφέρει προσδίδοντάς της πολύ μεγαλύτερη σημασία. Ήδη στον Πίνδαρο και στους τραγικούς συναντάμε την έννοια της γραφής στην καρδιά ή στο νου των ανθρώπων (Φαίδρος, 275 E. Για παράδειγμα, καθώς και στον Πίνδαρο, ιδιαίτερα στους τραγικούς Αισχύλο και Σοφοκλή), αλλά ακόμη με πολύ γενικό τρόπο, αφού ο πολιτισμός πριν από τον Σωκράτη δεν είχε ακόμη διαμορφώσει την έννοια της «ψυχής» ως ικανότητας κατανόησης και βούλησης.
Πολύ πιο κοντά στη σκέψη του Πλάτωνα βρίσκεται η απάντηση που έδωσε ο Αντισθένης σε έναν φίλο του, ο οποίος παραπονιόταν επειδή είχε χάσει τις σημειώσεις κάποιων ιδιαίτερα σημαντικών για εκείνον πραγμάτων:
Έπρεπε να τα γράψεις στην ψυχή σου και όχι στο χαρτί.
Ο Αντισθένης ήταν μαθητής του Σωκράτη, και με αυτή τη φράση εκφράζει απολύτως σωκρατικές ιδέες.
Πλέον έχουμε συγκεντρώσει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να αντιμετωπίσουμε και να επιλύσουμε το σύνθετο βασικό ζήτημα: τι σημαίνει για τον Πλάτωνα το να "προσφέρει κανείς βοήθεια" στα γραπτά.
Ο φιλόσοφος δεν καταγράφει γραπτώς τα πράγματα που για εκείνον έχουν «τη μεγαλύτερη αξία» (που είναι «πολυτιμότερα» γι' αυτόν), ακόμα κι αν πάνω σε αυτά θεμελιώνεται η «τελική στήριξη» των γραπτών.
Από όσα έχουν ειπωθεί, ο Πλάτωνας καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα. Σε όλους τους γραπτούς λόγους υπάρχει πάντοτε ένα μεγάλο μέρος «παιχνιδιού» και δεν υπάρχει μεγάλη «σοβαρότητα», καθώς αυτοί αποσκοπούν περισσότερο στο να πείσουν παρά στο να διδάξουν· ακόμη και οι καλύτεροι από αυτούς δεν μπορούν να είναι παρά μέσα για να ανακαλέσουν στη μνήμη πράγματα που έχουν ήδη διδαχθεί με άλλον τρόπο. Μόνο στους προφορικούς λόγους που εκφέρονται στο πλαίσιο της διδασκαλίας, δηλαδή που είναι «γραμμένοι» στις ψυχές των μαθητών, υπάρχει «σαφήνεια» και «πληρότητα», και αυτοί είναι οι λόγοι που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία.
Όποιος έχει συγγράψει γραπτά έργα γνωρίζοντας την αλήθεια για τα πράγματα που έχει γράψει, πρέπει να είναι σε θέση να τα στηρίξει, να δείξει σε τι συνίσταται η αδυναμία τους, δηλαδή τι θα χρειαζόταν για να είναι ολοκληρωμένα, και συνεπώς να τα υπερασπιστεί, παρουσιάζοντας όσα τους λείπουν.
Και «φιλόσοφος» είναι ακριβώς και μόνο αυτός που μπορεί να το κάνει: να δείξει ότι τα γραπτά του είναι «αδύναμα»· δηλαδή ότι αποτελούν πράγματα «μικρότερης αξίας» σε σχέση με τα πράγματα «μεγαλύτερης αξίας» που μεταδίδει μέσω της διαλεκτικής προφορικότητας, καθώς αυτά ταυτίζονται με τις πρώτες και ύψιστες/υπέρτατες αρχές.
Να, λοιπόν, το καταληκτικό απόσπασμα της αυτομαρτυρίας του Φαίδρου (278 D-E), όπου ο Πλάτωνας αναρωτιέται ποιο είναι το κατάλληλο όνομα για εκείνον που μπορεί να αποδείξει την αδυναμία των γραπτών και να τους προσφέρει τη δέουσα στήριξη:
Φαίδρος – Πώς θα τον ονομάσεις;
Σωκράτης – Να τον αποκαλέσω «σοφό», Φαίδρε, μου φαίνεται υπερβολικό, και ότι ένας τέτοιος τίτλος αρμόζει μόνο σε έναν θεό· αλλά να τον πω «φιλόσοφο», δηλαδή εραστή της σοφίας, ή με κάποιο παρόμοιο όνομα, ίσως του ταιριάζει καλύτερα και σίγουρα θα ήταν πιο εύστοχο.
Φαίδρος – Και δεν θα ήταν καθόλου άστοχο/παράταιρο.
Σωκράτης – Αντίθετα, εκείνον που δεν κατέχει πράγματα μεγαλύτερης αξίας από αυτά που έχει συνθέσει ή γράψει, αναδιατάσσοντας αυτά αέναα, κλωθωγυρίζοντας τις φράσεις ώρες ατέλειωτες, συγκολλώντας και αφαιρώντας τμήματα, δεν θα τον αποκαλέσεις δικαίως ποιητή, ή συντάκτη λόγων, ή νομοθέτη;
Βάσει όσων έχουμε αποκτήσει μέχρι τώρα, είναι προφανές ότι αυτά τα «πράγματα μεγαλύτερης αξίας» δεν αφορούν αποκλειστικά τη μορφή του λόγου, αλλά ακριβώς το περιεχόμενό του, το οποίο τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε.
Επανεξέταση και ανάπτυξη της αυτομαρτυρίας του "Φαίδρου" στο ενδιάμεσο της Επιστολής VII και δραστική διαβεβαίωση του Πλάτωνα ότι δεν θα υπήρχε ποτέ δικό του γραπτό για τα πιο σημαντικά πράγματα.
Στην αποκαλούμενη παρέκβαση (excursus) της Επιστολής VII (Φαίδρος, 274 B-278 E = Επιστολή VII, 340 B-345 C), ο Πλάτων, προκειμένου να εξηγήσει πώς οι σχέσεις του με τον τύραννο Διονύσιο των Συρακουσών διαλύθηκαν αμέσως, επανεξετάζει και αναπτύσσει κάποιες έννοιες που έχουμε συναντήσει στην αυτομαρτυρία του "Φαίδρου", και τις οποίες έχουμε ήδη συζητήσει.
Αρχικά, εξηγεί σε τι συνίστατο εκείνη η «δοκιμασία» στην οποία υποβάλλονταν όσοι πλησίαζαν τη φιλοσοφία, για να διαπιστώσει εάν ήταν σε θέση να την αντιμετωπίσουν ή όχι. Ωστόσο, η δοκιμασία του Διονυσίου απέτυχε παταγωδώς, καθώς, έχοντας ακούσει μόλις μία διάλεξη, πίστεψε ότι μπορούσε να καταγράψει «τα μεγαλύτερα πράγματα», δηλαδή ακριβώς εκείνα για τα οποία ο Πλάτων θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να γράφονται.
Για να εξηγήσει τη θέση του σχετικά με τα γραπτά για τέτοια θέματα, ο Πλάτων επικαλείται ορισμένα γνωσιολογικά πράγματα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, αν ένας συγγραφέας είναι «σοβαρός», τότε τα πράγματα που εμπιστεύεται στα γραπτά του δεν είναι για αυτόν «τα πιο σοβαρά», διότι ο φιλόσοφος τα φυλάει στην ψυχή του. Επομένως, εάν ο Διονύσιος έγραψε για εκείνα τα πράγματα, τα οποία για τον Πλάτωνα είναι τα ανώτατα, δεν το έκανε για καλούς λόγους, αλλά για κακούς σκοπούς.
Αυτή η αυτομαρτυρία της Επιστολής VII περιέχει τη δήλωση του Πλάτωνα που είναι πραγματικά καταλυτική για εκείνα τα μοντέλα ερμηνείας που απομονώνουν τους διαλόγους από το ιστορικό τους πλαίσιο:
Αυτό, όμως, μπορώ να πω για όλους όσους έχουν γράψει ή πρόκειται να γράψουν: όλοι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν εκείνα τα πράγματα για τα οποία εγώ μεριμνώ, είτε λένε ότι τα άκουσαν από εμένα, είτε από άλλους, είτε πως τάχα τα ανακάλυψαν μόνοι τους: λοιπόν, κατά τη δική μου τουλάχιστον αντίληψη, είναι αδύνατο να ξέρουν γι’ αυτά το παραμικρό. Δεν υπάρχει δικό μου γραπτό για αυτά τα πράγματα, ούτε θα υπάρξει ποτέ (Επιστολή VII, 341 B-C).
Οι λόγοι για τους οποίους ο Πλάτων αρνούνταν να γράψει για αυτά τα πράγματα είναι οι εξής:
Πρώτον, η γνώση αυτών των πραγμάτων δεν μπορεί να μεταδοθεί και να αποκτηθεί όπως η γνώση των άλλων. Απαιτεί μια ολόκληρη σειρά από μακρές και εντατικές συζητήσεις που πραγματοποιούνται σε στενή επικοινωνία μεταξύ διδάσκοντος και μαθητή, μέχρι να γεννηθεί στην ψυχή του μαθητή το φως που φωτίζει την αλήθεια. Ας διαβάσουμε το διάσημο απόσπασμα:
Η γνώση αυτών των πραγμάτων δεν μπορεί να διατυπωθεί με το λόγο, όπως άλλες γνώσεις, αλλά, μετά από πολλές συζητήσεις και μέσα από μακρόχρονη κοινή αναζήτηση της ουσίας του πράγματος και την αδιάκοπη απασχόληση με το πρόβλημα, ξαφνικά, σαν το φως που ανάβει από μια σπίθα, αυτή γεννιέται στην ψυχή, και ύστερα τρέφεται μόνη της (Επιστολή VII, 341 C-D).
Αν διαβάσουμε αυτές τις δηλώσεις με προσοχή και χωρίς ερμηνευτικές προκαταλήψεις, γίνεται σαφές ότι αυτές οι γνώσεις δεν είναι από τη φύση τους ακατάληπτες ή «ανεκλάλητες», όπως κάποιοι πιστεύουν, αλλά απλώς δεν μπορούν να μεταδοθούν όπως οι άλλες γνώσεις, διότι απαιτούν ειδικές ικανότητες και μακροχρόνια μαθητεία από όποιον θέλει να τις μάθει.
Δεύτερον, δεν πρόκειται για γνώσεις πραγμάτων που δεν μπορούν να καταγραφούν. Στην πραγματικότητα, ο Πλάτων λέει ρητά ότι θα μπορούσε να τις καταγράψει «με τον καλύτερο τρόπο» ο ίδιος. Πρόκειται μάλλον για γνώσεις που δεν μπορούν «να μεταδοθούν με κατάλληλο τρόπο στους πολλούς». Επομένως, είναι διδάγματα εκ φύσεως εκφρασμένα και καταγεγραμμένα, αλλά όχι για όλους.
Τρίτον, ο Πλάτων εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η γραπτή μετάδοση τέτοιων διδασκαλιών στους πολλούς δεν είναι κατάλληλη. Σίγουρα, κάποιοι θα μπορούσαν να ωφεληθούν από ένα γραπτό για αυτά τα πράγματα: αλλά θα ήταν λίγοι, στους οποίους αρκούν κάποιες ενδείξεις για να βρουν την αλήθεια. Αντίθετα, οι πολλοί είτε δεν θα τα καταλάβαιναν και, μη κατανοώντας τα, θα τα περιφρονούσαν, είτε θα γέμιζαν υπερηφάνεια/αλαζονεία, νομίζοντας ότι έχουν κατακτήσει σπουδαία πράγματα, ενώ στην πραγματικότητα δεν θα είχαν κατανοήσει τίποτα.
Ας διαβάσουμε το κείμενο που περιέχει αυτές τις έννοιες, το οποίο αποτελεί μια πραγματική ομολογία:
Αυτό γνωρίζω: ότι εάν έπρεπε να καταγραφούν ή να ειπωθούν, θα το έκανα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο εγώ, και αν γράφονταν άσχημα, θα λυπόμουν βαθύτατα. Εάν, από την άλλη, πίστευα ότι έπρεπε να γραφτούν και μπορούσαν να μεταδοθούν κατάλληλα στους πολλούς, τι άλλο πιο όμορφο θα μπορούσα να κάνω στη ζωή μου από το να γράψω μια διδασκαλία που θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμη για τους ανθρώπους και να φέρω στο φως για όλους τη φύση των πραγμάτων; Όμως, δεν πιστεύω ότι μια πραγματεία και μια επικοινωνία πάνω σε αυτά τα θέματα θα ήταν ωφέλιμη για τους ανθρώπους, εκτός από εκείνους τους λίγους οι οποίοι από μόνοι τους είναι ικανοί να βρουν την αλήθεια με λίγες ενδείξεις που θα τους δοθούν, ενώ οι υπόλοιποι θα γεμίσουν, κάποιοι, από μια αδικαιολόγητη περιφρόνηση, καθόλου κατάλληλη, άλλοι, όμως, από μια υπεροπτική και κενή αλαζονεία, νομίζοντας ότι έχουν μάθει σπουδαία πράγματα (Επιστολή VII, 341 D-342 A).
Φυσικά, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς γιατί ο Πλάτων θεωρούσε άχρηστο να παρέχει ένα γραπτό πάνω σε αυτά τα πράγματα ως απλό υπομνηματικό εργαλείο, δηλαδή για να τα θυμάται όποιος τα είχε κατανοήσει καλά και τα είχε μάθει μέσω της προφορικής διαλεκτικής. Όμως ο ίδιος ο Πλάτων δίνει μια σαφή απάντηση σε αυτήν την ερώτηση:
Δεν υπάρχει κίνδυνος να ξεχάσει κανείς αυτά τα πράγματα, όταν τα έχει κατανοήσει καλά η ψυχή, αφού συνοψίζονται σε πολύ λίγα λόγια (Επιστολή VII, 344 D-E).
ΚΑΙ ΤΩΡΑ;ΟΙ ΣΟΦΟΙ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΑΣ ΓΡΑΦΟΥΝ Ή ΜΑΣ ΓΡΑΦΟΥΝ;
Οι «άγραφες διδασκαλίες» του Πλάτωνα που μας παραδόθηκαν από τους μαθητές του και οι δομικοί δεσμοί που τις συνδέουν στενά με τα γραπτά.
Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, και συνεπώς ο μεγαλύτερος από τους μαθητές του Πλάτωνα, μας πληροφορεί ότι οι διδασκαλίες που ο Πλάτωνας επιφύλασσε για την προφορική διαλεκτική (και επομένως παρουσίαζε στα μαθήματα μέσα στην Ακαδημία) αποκαλούνταν κοινώς «άγραφες διδασκαλίες»(Αριστοτέλης, Φυσικά, IV 2, 209 b 11-17). Σε αυτόν οφείλουμε επίσης ακριβείς πληροφορίες-ενδείξεις σχετικά με το περιεχόμενό τους.
Αλλά πώς είναι δυνατόν ο Αριστοτέλης και άλλοι μαζί του να παραβίασαν συστηματικά την πλατωνική απαγόρευση να γράφουν για αυτές τις διδασκαλίες, γι' αυτά τα δόγματα;
Ο Πλάτωνας αρνείται ότι όποιος έχει γράψει για αυτές τις διδασκαλίες τις έχει κατανοήσει. Όποιος με ακολούθησε σε αυτή την αφήγηση και παρέκβαση, θα καταλάβει καλά ότι, αν ο Διονύσιος έχει γράψει για τις πρώτες και ανώτατες αρχές της φύσεως, ή αν το έκανε κάποιος άλλος, κατώτερος ή ανώτερος από αυτόν, δεν μπορεί να έμαθε ή να άκουσε από μένα τίποτα υγιές (δηλ. σωστό) για τα θέματα για τα οποία έγραψε, όπως νομίζω. Διαφορετικά, θα είχε τον σεβασμό που έχω εγώ γι' αυτά, και δεν θα τολμούσε να τα εκθέσει σε ένα κοινό ακατάλληλο και ανεπαρκές(Επιστολή VII, 344 D).
Και τότε, οι έμμεσες μαρτυρίες που μας παρέδωσαν οι μαθητές δεν καταποντίζονται επίσης από αυτή την αυστηρή καταδίκη;
Η απάντηση μας παρέχεται από τον ίδιο τον Πλάτωνα, με μία δήλωση που αποκλείει με σαφήνεια τους μαθητές του από τον κατάλογο εκείνων που δεν τον κατάλαβαν. Μας λέει, μάλιστα, ότι αυτοί οι μαθητές τον κατάλαβαν, αναφερόμενος σε αυτούς ως αυθεντικούς κριτές εναντίον του Διονυσίου:
Αν ο Διονύσιος θεωρούσε αυτές τις διδασκαλίες ανοησίες, τότε θα βρεθεί σε αντίθεση με πολλούς μάρτυρες που υποστηρίζουν το αντίθετο και που σε αυτά τα ζητήματα θα μπορούσαν να είναι πολύ πιο έγκυροι κριτές από αυτόν (Επιστολή VII, 345 Β).
Υπό αυτές τις συνθήκες, γίνεται προφανές ότι οι μαρτυρίες των μαθητών του Πλάτωνα σχετικά με τις «άγραφες διδασκαλίες» του πρέπει να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη. Επομένως, η έμμεση πλατωνική παράδοση πρέπει να αποτελεί αδιαμφισβήτητο σημείο αναφοράς στην ερμηνεία του Πλάτωνα και στην επανεξέταση και στην εκ νέου ανάγνωση των γραπτών του.
Στην Έβδομη Επιστολή, ο Πλάτωνας μας λέει, έστω και παρεμπιπτόντως, ότι οι άγραφες διδασκαλίες αφορούσαν «το όλον», δηλαδή το σύνολο, «τα μεγαλύτερα πράγματα», «το αγαθό», «το ψευδές και το αληθές κάθε όντος», «τα σοβαρότερα πράγματα», και ειδικά, όπως διαβάζουμε στο προτελευταίο απόσπασμα, «τις πρώτες και υπέρτατες αρχές της πραγματικότητας».
Με άλλα λόγια, οι «άγραφες διδασκαλίες» πραγματεύονταν όντως εκείνα τα ζητήματα που για τον φιλόσοφο έχουν «τη μεγαλύτερη αξία», σύμφωνα με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στον Φαίδρο.
Εξάλλου, σε αυτά τα «πράγματα μεγαλύτερης αξίας», δηλαδή σε εκείνα που είναι «οι πρώτες και υπέρτατες αρχές της πραγματικότητας», ο Πλάτωνας κάνει συνεχείς αναφορές στους διαλόγους του με συγκεκριμένα υπαινικτικά μηνύματα, τα οποία θα έχουμε την ευκαιρία να εξετάσουμε. Πρόκειται για υπομνηματικές αναφορές χρήσιμες για όσους είχαν παρακολουθήσει τις διαλέξεις του, και που εμείς σήμερα, ευτυχώς, μπορούμε να κατανοήσουμε, πέρα από τον υπαινικτικό τους χαρακτήρα, ως συγκεκριμένες αναφορές στις «άγραφες διδασκαλίες», στα «άγραφα δόγματα».
Αυτές οι αναφορές στις «πρώτες και υπέρτατες αρχές» της πραγματικότητας είναι σίγουρα τα «τελικά βοηθήματα» που πρέπει να παρέχουμε στα γραπτά του Πλάτωνα, εκείνα που υπερβαίνουν την «αδυναμία» τους, παρέχοντας αυτό που τους λείπει.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά το ζήτημα του «βοηθήματος», χρειάζεται να κάνουμε ακόμα κάποιες επισημάνσεις.
«Η κατάσταση σωτηρίας» ως βασική δραματουργική δομή των πλατωνικών γραπτών, τόσο ως αντανάκλαση της προφορικότητας όσο και ως αναφορά σε αυτή.
Ο THOMAS SZLEZÁK, σε ένα βιβλίο με τίτλο Ο Πλάτων και η γραφή της φιλοσοφίας, που έχω μεταφράσει και παρουσιάσει στην ιταλική γλώσσα, έχει αποδείξει ότι η κατασκευή όλων των πλατωνικών γραπτών στηρίζεται ακριβώς πάνω στη «παροχή βοήθειας», η οποία παρέχεται σε διάφορα επίπεδα. [Μια κατάσταση σωτηρίας (situazione di soccorso), δηλαδή μια σκηνή στην οποία κάποιος έχει ανάγκη από βοήθεια – γνωσιακή, διανοητική, πνευματική – και κάποιος άλλος, ο φιλόσοφος, επεμβαίνει.]
Η «σωτηρία» συνίσταται συγκεκριμένα σε αυτό που ο Πλάτων, σε όλους τους διαλόγους, κάνει τον Σωκράτη να εφαρμόζει, ο οποίος αποτελεί τη μάσκα του φιλοσόφου-διαλεκτικού. [Ο Σωκράτης (ως μάσκα του ίδιου του Πλάτωνα) παίζει τον ρόλο εκείνου που "φέρει βοήθεια": είναι αυτός που, με διαλεκτικά μέσα, «σώζει» τον συνομιλητή του από τη σύγχυση, την άγνοια, τη δοκησισοφία.]
Πράγματι, οι εννοιολογικές δομές που αναδύονται κατά την παροχή «βοηθήματος» σε έναν συγκεκριμένο «λόγο» από αυτόν που γνωρίζει, δηλαδή από τον φιλόσοφο-διαλεκτικό, είναι οι ίδιες τόσο στην προφορικότητα όσο και στη γραπτή μορφή, η οποία είναι μια μορφή διαλόγου που αναπαράγει, με τον δικό της τρόπο, την προφορικότητα.
Συνεπώς, «οι εννοιολογικές δομές που θα αναδυθούν θα πρέπει να είναι οι ίδιες, και η σχέση μεταξύ του “λόγου” που χρειάζεται βοήθεια και του λόγου που του παρέχει βοήθεια θα είναι η ίδια».
Αν είναι έτσι, τότε οι διάλογοι παρουσιάζουν δομικά την κατάσταση-του-βοηθήματος «ως βασικό δραματουργικό σχήμα», και πρέπει να επανεξεταστούν και να ερμηνευτούν υπό αυτό το πρίσμα.
Φυσικά, οι διάλογοι παραμένουν «γραπτά κείμενα» σε κάθε περίπτωση, και, παρόλο που είναι δομημένοι πάνω σε μια αρχή βοηθήματος, χρειάζονται περαιτέρω βοήθεια, η οποία, από τη φύση τους, για τους λόγους που εξήγησε ο Πλάτων στις αυτομαρτυρίες του, δηλαδή ακριβώς ως γραπτά, δεν μπορούν να περιέχουν· ωστόσο, περιέχουν «μια υποδειγματική πρόβλεψη του βοηθήματος που τα ίδια χρειάζονται».
Επιπλέον, οι διάλογοι δεν προσφέρουν μόνο τυπικά παραδείγματα για τον τρόπο με τον οποίο προχωρά ο φιλόσοφος, αλλά υπαινίσσονται επίσης τα περιεχόμενα που θα μπορούσαν να προσφέρουν την περαιτέρω βοήθεια στο γραπτό, αλλά τα οποία λείπουν από αυτό. Όλοι οι διάλογοι, ή τουλάχιστον η πλειοψηφία αυτών, είναι γεμάτοι από υποδείξεις και αναφορές που δείχνουν την ανάγκη για μια περαιτέρω θεμελίωση, δηλαδή δείχνουν αυτό που τους λείπει.
Πρόκειται, ειδικότερα, για εκείνα τα «σημεία παράλειψης», δηλαδή για εκείνα τα σημεία στα οποία θα περιμέναμε να λάβουμε μια συγκεκριμένη απάντηση, αλλά ο Πλάτωνας παραπέμπει «για άλλη φορά», αποτελώντας έτσι υπενθύμιση της διάστασης της διαλεκτικής προφορικότητας.
Όπως ο αναγνώστης θα έχει καταλάβει, πολλές από τις παλαιότερες ερμηνείες που αντιμετωπίζουν προβληματικά τους πλατωνικούς διαλόγους, τις απότομες φαινομενικά «απορητικές» παύσεις τους, τις ξαφνικές σιωπές τους και τις αναβολές της συζήτησης, ακόμα και όταν αυτές παρουσιάζονται με μεγάλη καλλιτεχνική λεπτότητα, δεν στέκουν σε καμία περίπτωση.
Οι συγγραφείς αυτών των ερμηνειών δεν κατανόησαν το ιστορικό νόημα της κριτικής του Πλάτωνα στη γραφή και τη διαλεκτική σχέση που υφίσταται μεταξύ γραφής και προφορικότητας. Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί τον κεντρικό άξονα της πλατωνικής φιλοσοφίας και τους ιδιαίτερους τρόπους με τους οποίους παρουσιάζει τα φιλοσοφικά του μηνύματα μέσω της γραφής, αν δεν ανακτήσει εκείνον τον ερμηνευτικό κύκλο που επιτρέπει την επανεξέταση των διαλόγων στη σωστή ιστορική τους διάσταση, στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή της μετάβασης από τον πολιτισμό της προφορικότητας στον πολιτισμό της γραφής.
Πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το πνεύμα με το οποίο ο Πλάτωνας βίωσε εκείνη την επαναστατική πολιτισμική στιγμή, και να εμβαθύνουμε στους λόγους για τους οποίους πήρε θέση υπέρ της διαλεκτικής προφορικότητας, θεωρώντας την ως αναντικατάστατο εργαλείο και ανώτερο της γραφής, η οποία στη μετάδοση των τελικών μηνυμάτων θα μπορούσε να αποτύχει.
Τέλος V Κεφαλαίου
1 σχόλιο:
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου