Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Χρήστος Γιανναράς - ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ - 2ο κεφάλαιο

 Συνέχεια από : 1ο κεφάλαιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

§ 4. Ἡ αἵρεση - ἀναίρεση τῆς ἑνότητας

῾Η ἀνθρώπινη ἀποτυχία καὶ ἁμαρτία δὲν ἀποκλείεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οὔτε εἶναι κίνδυνος γιὰ τὴν ἀλήθεια της. ᾿Αντίθετα, ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ πρόσληψη τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ μεταμόρφωσή της σὲ ζωὴ κοινωνίας καὶ ἑνότητας.

       Το Άγιο Πνεύμα απο το ένα μέρος, είναι οπωσδήποτε το πνεύμα το οποίο ενεργεί, είναι ενεργό, ανάμεσα στον Χριστό και την Εκκλησία. Αλλά απο το άλλο μέρος Αυτό είναι το Άγιο Πνεύμα που

πέμπεται απο την ενότητα Χριστός Εκκλησία (όπως απο την αιώνια ενότητα τού Πατρός με τον Υιό

και επομένως είναι άνοιγμα το οποίο η ένωση αγάπης ανάμεσα στην Νύμφη και τον Νυμφίο δοκιμάζει πρός το νέο, πρός τον Υιό, πρός τον κόσμο τής δημιουργίας, και σήμερα ακριβώς προς τον "εκκοσμικευμένο"  μή-Χριστιανικό κόσμο.

του Hans Urs Von Balthasar.

Μόνο μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή του μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ αὐτοαποκλειστῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν ἀπορρίψη τὴν ἀλήθεια της ἢ ὅταν θελήση νὰ τὴν ὑποτάξη στὰ μέτρα καὶ τὰ κριτήρια τῆς ἀτομικῆς του ὕπαρξης21. Ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου ὑπονομεύει τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μόνο ὅταν ζητάη νὰ τὴν ὑποκαταστήση μὲ μιὰ ἀνθρωποκεντρική θεώρησή της, μόνο ὅταν στὴ θέση τοῦ χαρίσματος καὶ τῆς ἀποκάλυψης θέλη νὰ τοποθετήση ὁ ἄνθρωπος τὴ δική του προσπάθεια προσδιορισμοῦ καὶ βιώσεως τῆς ἀλήθειας. Αὐτὴ ἡ ἐπιβουλὴ ὀνομάστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία αἵρεση, ποὺ σημαίνει ἐκλογὴ - ἐπιλογὴ ἑνὸς τρόπου έρμηνείας καὶ βιώσεως τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας ἄλλου ἀπὸ αὐτὸν ποὺ φανερώνει ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας.

Συνήθως ἡ αἵρεση εἶναι ἐπιλογὴ καὶ προτίμηση ἑνὸς μέρους τῆς ἀλήθειας, στὸ ὁποῖο δίνεται ἀπόλυτη προτεραιότητα σὲ βάρος τῆς ὁλόκληρης ἀλήθειας: Μιὰ ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ ποὺ ἀναπόφευκτα σχετικοποιεῖ τὸ ἀπόλυτο22. Ἡ ἄρνηση ἢ ἀμφισβήτηση τῆς σύνολης ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ ὑποκαταστήση, ἀλλὰ μόνο νὰ ἀντικαταστήση αὐτὴ τὴν ἀλήθεια μὲ μιὰν ἄλλη διαφορετικὴ ἀντίληψη καὶ στάση, μὲ μιὰν ἄλλη ὀντολογία ἢ θρησκεία. Ἐνῶ ἡ ἐπιλογὴ ἑνὸς μέρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας καὶ ἡ ἀπολυτοποίηση αὐτοῦ τοῦ μέρους, ἡ ἀναγωγή του στις διαστάσεις τοῦ ὅλου, διεκδικεῖ τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία καὶ ἐκπροσώπηση τῆς χριστιανικῆς ἀποκάλυψης, ἀλλοιώνοντας καὶ διαστρέφοντας τὴ σύνολη αλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀναιρώντας τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας.

Μιλᾶμε γιὰ ἐκλογὴ - ἐπιλογὴ καὶ ἀπολυτοποίηση ἑνὸς μέρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας, περιγράφοντας τὴ φαινομενολογία τῆς αἰρεσης, χωρίς να κυριολεκτοῦμε. Στὴν πραγματικότητα ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιὰ καθολικὴ ἑνοείδεια καὶ ἑνότητα ζωῆς, ἀμέριστη καὶ ἀδιαίρετη 23. Κάθε ἀπομόνωση καὶ ἀπολυτοποίηση ἐπιμέρους ὄψεων καὶ διατυπώσεων αὐτῆς τῆς καθολικότητας ἀναιρεῖ τὴ σύνολη ἀλήθεια καὶ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς, εἶναι ψεῦδος ζωῆς καὶ πλάνη ζωῆς, εἶναι ἁμαρτία, ἀποτυχία καὶ ἔκπτωση ἀπὸ τὴ ζωή, εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἀποκαλυπτικῆς ὁρολογίας. 

Η αἵρεση θέλει νὰ ὑποτάξη τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὴν ἑνότητα τῆς ζωῆς, στὸν τεμαχισμένο τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσης. Εμφανίζεται συνήθως ἡ αἵρεση σὰν θεωρητική διαφωνία, διαφωνία στη διατύπωση τῆς ἀλήθειας, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἐπιχειρεῖ μιὰ ἀποσπασματική κατανόηση καὶ βίωση της αλήθειας: Απολυτοποιεῖ τὴ διανοητική κατανόηση ἢ τὴ συναισθηματική βίωση ἢ τὴν ἠθικὴ ἐφαρμογὴ τῆς ἀλήθειας – ἂν καὶ ἀρκεῖ ἔστω καὶ μόνο ἡ ἔμπρακτη διάκριση σὲ διανοητική κατανόηση, συναισθηματική βίωση καὶ ἠθικὴ ἐφαρμογὴ γιὰ νὰ ἀναιρεθῆ ἡ καθολικότητα καὶ ἐνοείδεια τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ζωῆς, νὰ διατηρηθῆ ὁ τεμαχισμός τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀντίσταση τῶν ἀτομικῶν ἰδιωμάτων καὶ ἀπαιτήσεων που κατακερματίζει τὴ ζωή.

Μὲ ἄλλα λόγια: ἡ αἵρεση εἶναι μια στάση ζωῆς στοὺς ἀντίποδες τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητας τῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος δὲν δέχεται τὸ χάρισμα τῆς ἑνότητας ἀντιπροσφέροντας τὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία του στὴν προσφερόμενη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· ἀρνεῖται νὰ ἐντάξη τὴν ἀτομική του ὕπαρξη στη σάρκα κοινωνίας τοῦ Χριστοῦ, στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. ᾿Αντίθετα, προσπαθεῖ μὲ τὶς ἀτομικές του δυνατότητες – διανοητικές, συναισθηματικές, ἠθικὲς δυνατότητες – νὰ γεφυρώση τὸ χάσμα ποὺ χωρίζει τὴ ζωή του ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ αἵρεση ἔχει πάντοτε ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς θρησκευτικότητας, εἶναι ἕνα θρησκευτικὸ «κομμάτι» τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, μιὰ προσπάθεια νὰ καλυφθοῦν καὶ οἱ «θρησκευτικὲς ἀνάγκες» τοῦ ἀτόμου, δίπλα σε ἄλλες προσπάθειες γιὰ τὴν κάλυψη άλλων άτομικῶν ἀναγκῶν.

Καὶ κάτι ἀκόμα: Ἡ καθολικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη γενικότητα, ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια τῆς προσωπικής καθολικότητας καὶ τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων. Η πραγματικότητα τοῦ προσώπου συγκεφαλαιώνει τὸ ὑπαρκτικό γεγονός, τὸν καθολικό τρόπο τῆς ὑπάρξεως. Μὲ τὴ δυνατότητα τῶν «συστηματικῶν» διατυπώσεων που προσφέρει ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια (ἡ ἀλήθεια ποὺ ἀποκαλύπτει ὁ Χριστὸς καὶ ἐνσαρκώνει ἡ Ἐκκλησία) εἶναι πρὶν ἀπ' ὅλα μιὰ ὀντολογία, ἡ σύνοψη τοῦ νοήματος τῆς ὕπαρξης, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας σὲ μιὰ ἑνοειδὴ θεώρηση καὶ βιωματικὴ ἐμπειρίαἩ ἀλήθεια τοῦ Εἶναι, ἡ ἀλήθεια κάθε ὑπαρκτῆς καὶ ὑπαρκτικῆς πραγματικότητας, συγκεφαλαιώνεται σὲ ἕνα δυναμικό «γίγνεσθαι», στὸ γεγονὸς τῆς σχέσης τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ σχέση προϋποθέτει τὴν ὑπαρκτική συγκεφαλαίωση ἀλλὰ καὶ αὐθυπέρβαση τῆς θείας φύσης καὶ τῆς ἀνθρώπινης φύσης στὸ γεγονὸς τῆς προσωπικῆς ἑτερότητας: Η φύση ὑπάρχει μόνο «ἐν προσώποις» καὶ γνωρίζουμε τόσο τὴ φύση ὅσο καὶ τὰ πρόσωπα μόνο μέσῳ τῶν ἐνεργειῶν τῆς φύσεως ποὺ εἶναι πάντοτε προσωπικές. Τὸ πρόσωπο εἶναι ὁ φορέας τῶν ἐνεργειῶν τῆς φύσεως, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς φύσεως εἶναι ἡ προσωπικὴ ἑτερότητα, εἶναι τὰ πρόσωπα καὶ τὰ «πράγματα» (=πεπραγμένα) τοῦ προσώπου, ἀποτελέσματα τῶν ἐνεργειῶν τῆς φύσεως ποὺ εἶναι πάντοτε προσωπικές.

Ἡ γνώση τῶν προσώπων καὶ τῶν «πραγμάτων» ἀντιπροσωπεύει μιὰ προσωπική δυνατότητα, δηλαδὴ εἶναι δυνατὴ μόνο στὰ «ὅρια» τοῦ γεγονότος τῆς σχέσης, τῆς ἐμπειρικῆς – καθολικῆς μετοχῆς καὶ μέθεξης στὶς προσωπικές ἐνέργειες ἢ στὰ ἀποτελέσματα τῶν προσωπικῶν ἐνεργειῶν, στὸ λόγο τῆς προσωπικῆς ἑτερότητας τῶν «πραγμάτων». Οἱ ἐνέργειες κάνουν δυνατή τη μέθεξη - σχέση ὡς ὑπαρκτικὴ αὐθυπέρβαση καὶ ἀγαπητικὴ αὐτοπροσφορὰ καὶ ἐρωτικὴ κοινωνία, γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἔρως εἶναι τὸ πλήρωμα τῶν δυνατοτήτων τῆς γνώσης τῶν προσώπων καὶ τῶν «πραγμάτων». Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τὸ Θεὸ στὰ ὅρια τῆς προσωπικῆς σχέσης μὲ τὸν Νυμφίο της τὸν Χριστὸ – τὸν ἐραστὴ τῶν ψυχῶν μας – σχέσης που πραγματοποιεῖται ὡς δυνατότητα ζωῆς μέσῳ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ποὺ ἀποκαλύπτουν τὸ θέλημα τῆς ἀγάπης τοῦ Πατρός. Καὶ γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία τὸν κόσμο τὸ σύνολο τῶν πραγμάτων - πεπραγμένων τῆς θείας προσωπικῆς Ἐνέργειας – ὡς δυναμικά συντελούμενη καὶ ἐνεργούμενη ἐρωτικὴ κλήση τοῦ Θεοῦ γιὰ κοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸν ἄνθρωπο[ΩΣ ΠΡΟΝΟΙΑ] 24.

Αὐτὴ τὴν ἑνοειδὴ θεώρηση καὶ βιωματικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ἀρνεῖται πάντοτε ἡ κάθε αἵρεση. ᾿Αρνεῖται τὴ δυναμικὴ καὶ χαρισματική ἑνοποίηση τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς γνώσης στὸ γεγονὸς τῆς προσωπικῆς ἀγαπητικῆς σχέσης, καὶ ζητάει νὰ ὑποτάξη τὴ γνώση (ἀλήθεια καὶ σωτηρία) στὶς ἀποσπασματικές δυνατότητες τῆς τεμαχισμένης ἀτομικῆς ὕπαρξης: στὴ διανοητική κατανόηση, στη συναισθηματική βίωση καὶ στὴν ἠθικὴ ἐφαρμογή – ἐξαίροντας μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς δυνατότητες ἢ καὶ τὶς τρεῖς μαζί. Γι' αὐτὸ καὶ κάθε αἵρεση ξεκινάει ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὴν ἄμεση ἢ ἔμμεση ἄρνηση τῆς ἑνοείδειας τοῦ ὑπαρκτικοῦ γεγονότος, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀμφισβήτηση, ἀλλοίωση ἢ ἀπόρριψη τῶν σχέσεων φύσεως καὶ προσώπου, φύσεως καὶ ἐνεργειῶν. Οἱ αἱρέσεις πάντοτε ἀπολυτοποιοῦν τὴ διανοητική κατανόηση τῆς οὐσίας ἢ φύσεως σὲ βάρος τῆς ἀλήθειας τῶν προσώπων καὶ τῆς ἐμπειρίας τῆς προσωπικῆς σχέσης. Ή ἀπολυτοποιοῦν τὴν ἀτομικὴ ἰδιαιτερότητα, ἠθικὴ καὶ ψυχολογική, σὲ βάρος τῆς κοινότητας τῆς φύσεως, δηλαδὴ τοῦ κοινοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως.

Ἡ ἑνοποίηση τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς γνώσης στὸ γεγονὸς τῆς προσωπικής σχέσης εἶναι ἡ ἀπάντηση τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας καὶ στὸ πρόβλημα τῆς αὐθεντίας τῆς Ἐκκλησίας, πρόβλημα ἀφετηριακὸ γιὰ τὴ θεολογία καὶ τὴ ζωὴ τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης.

Ἡ ὕπαρξη μιᾶς ἀντικειμενικῆς «ἀρχῆς» ποὺ ἐκπροσωπεῖ, ἐκφράζει καὶ διδάσκει αὐθεντικὰ καὶ ἀλάθητα τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, θεωρήθηκε πάντοτε στὴ Δύση σὰν ἀναγκαία προϋπόθεση για τὴν ἐξασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, δηλαδὴ γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν ὑποκειμενικῶν θεωρήσεων καὶ τῶν διασπαστικῶν τάσεων.

᾿Αλλὰ εἶναι ἀμέσως φανερὸ ὅτι ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἀντικειμενικῆς αὐθεντίας – αὐθεντικῆς καὶ ἀλάθητης έκφρασης τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας – προϋποθέτει οπωσδήποτε μιὰ θετικιστικὴ ἀντίληψη τῆς ἀλήθειας, δηλαδή τὴ γνωσιολογία ποὺ ἐξαντλεῖ τὴν ἀλήθεια στὴν ἀντικειμενική διατύπωση καὶ καθιερώνει τὸ κύρος τοῦ ἀλάθητου φορέα καὶ ἐκφραστῇ αὐτῆς τῆς διατύπωσης.

᾿Αντίθετα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Θεολογία ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας ὑπερβαίνει κάθε ἀντικειμενική νοητική διατύπωση, γι' αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι δυνατό οὔτε καὶ νὰ τεθῆ πρόβλημα προσδιορισμοῦ μιᾶς ἀντικειμενικῆς αὐθεντίας καὶ συγκεκριμένου φορέα αὐτῆς τῆς αὐθεντίας.

Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐξαντληθή στη στεγανή στατικότητα τῆς ἀντικειμενικής διατύπωσης καὶ τῆς ἀντικειμενικῆς ἐκπροσώπησης, γιατί ἡ ἀλήθεια εἶναι δυναμικό γεγονός, εἶναι ὁ τρόπος τῆς ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας πέρα («ἐπέκεινα») ἀπὸ τὴ συμβατική ταυτότητα ἔννοιας καὶ νοουμένου. Η έκφραση καὶ διατύπωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας μέσα στὴν ᾿Αγία Γραφή, στις ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, στὰ κείμενα τῆς λατρείας καὶ στις συγγραφές τῶν Πατέρων «ὁρίζει» χωρίς νὰ ἐξαντλῇ τὸ γεγονὸς τῆς «καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων, τὴν τελειότητα τῶν ἁγίων «τὴν ὄντως ἀτέλεστoν» πάντοτε.

Οπωσδήποτε, οἱ καθιερωμένες μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας «oμολογίες» τῆς πίστης καὶ τῆς ἀλήθειας της καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικών Συνόδων της έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, που σημαίνει ὅτι οἱ διατυπώσεις τῶν δογμάτων καὶ τῶν συμβόλων δὲν εἶναι δυνατό νὰ ἀλλοιωθούν ἢ νὰ παραθεωρηθούν χωρίς νὰ κινδυνεύση ἡ γνησιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἡ πραγματικότητα τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας.

᾿Αλλὰ τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας καὶ ἡ δυναμική του πραγμάτωση στὰ ὅρια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας προηγεῖται ἀπὸ κάθε διατύπωση τῆς ἀλήθειας τῆς σωτηρίας. Τὰ δόγματα τῶν Συνόδων εἶναι «όροι»-ὅρια τῆς ἀλήθειας που βιώνει καὶ σαρκώνει ἡ Ἐκκλησία. Ὁροθετούν αὐτὴ τὴ βίωση καὶ σάρκωση ὡς πρὸς τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, δηλαδὴ ὡς πρὸς τὴ μὴ Ἐκκλησία, ὡς πρὸς τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσης. [ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΠΤΩΣΗΣ]Οἱ συνοδικοί «όροι» καὶ οἱ λειτουργικές «ομολογίες» τῆς πίστης εἶναι «σύμβολα» τῆς ἀλήθειας, «συμβάλλουν» τὴν προσωπική εμπειρία στὴν κοινὴ ἐμπειρία καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Επομένως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐκλαμβάνωνται σὰν ἀφηρημένες ἰδεολογικές «ἀρχὲς» καὶ αὐτονομημένα ἀπὸ τὴ ζωὴ νοήματα.

Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ τὴ διατύπωση τῶν δογμάτων καὶ συμβόλων δὲν εἶναι δυνατό νὰ τὴν διεκδικήση ipso jure κανένας ἱδρυματικός φορέας, καμιὰ «ἀρχὴ» μιᾶς a priori αὐθεντίας αὐτονομημένης ἀπὸ τὸ σύνολο εκκλησιαστικό σῶμα. ᾿Ακόμα καὶ μιὰ Σύνοδος τῆς πλειοψηφίας τῶν «κατὰ τὴν οἰκουμένην» Επισκόπων ποὺ αὐτοανακηρύσσεται Οἰκουμενική, πρέπει νὰ ἀναγνωρισθῆ ὡς Ὀρθόδοξη ἀπὸ τὴ συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἀποφάσεις της δεσμευτικό χαρακτήρα γιὰ τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν καὶ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπῆρξαν Σύνοδοι Επισκόπων πολυαριθμότατες ποὺ αὐτοανακηρύχθηκαν Οἰκουμενικὲς καὶ ποὺ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τὶς ἀπέρριψε, ἐπειδὴ δὲν ἀνεγνώρισε στις ἀποφάσεις τους τη γνήσια καὶ ἀληθινὴ ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας ποὺ μόνο τὸ ἐκκλησιαστικό σώμα στο σύνολό του βιώνει καὶ ἔνσαρκώνει.

Αὐτὸς ὁ ἀπροσδιόριστος παράγων τῆς «συνείδησης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος» δὲν σημαίνει μιὰν ὀρθολογικὴ ἀρχὴ «δημοκρατικής πλειοψηφίας», ἀλλὰ τὴν προτεραιότητα τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας πρὶν ἀπὸ κάθε διατύπωση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Καὶ σημαίνει ταυτόχρονα τη συμμετοχὴ στὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρωταρχικὴ καὶ θεμελιώδη ὁδὸ γνώσεως τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἕνας τρόπος ὑπάρξεως, καὶ ἡ διατύπωση τῆς ἀλήθειας ἁπλῶς «ὁρίζει» καὶ διαστέλλει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσης (τῆς ἁμαρτίας-ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου)[ΠΩΣ;ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ;], γι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τὰ κριτήρια γιὰ τὴν ὀρθὴ διατύπωση καὶ έκφραση τῆς ἀλήθειας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ποσοτικά, ἀλλὰ μόνο κριτήρια καθολικότητας τῆς ἀλήθειας: Ἕνα καὶ μόνο μέλος τῆς Ἐκκλησίας;;; μπορεῖ νὰ σώζη στο πρόσωπό του καὶ νὰ σαρκώνη στὸν βίο του καὶ στὸ λόγο του τὴν ὁλότητα τῆς πίστης καὶ τῆς ἀλήθειας, «τὸν ὅλον Χριστόν», τὸν καθολικό τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας[Ο ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ; ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ;]. Ο Μέγας ᾿Αθανάσιος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικὸς εἶναι, σὲ κάποιο ποσοστό, ἐνδεικτικὰ ἱστορικά παραδείγματα τέτοιας προσωπικῆς-καθολικής διάσωσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας.

Αὐτὴ ἡ καθολικότητα τῆς ἀλήθειας διευκρινίζει πληρέστερα καὶ τὸν παράγοντα τῆς «συνείδησης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος». [ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΟΔΟΣ ΚΑΙ ΖΩΗ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ]Ὅταν μιὰ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποφαίνεται μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι «εδοξεν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν», ἀντλεῖ τὸ κύρος καὶ τὴν τόλμη γιὰ μιὰ τέτοια διατύπωση ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι συγκεφαλαιώνει καὶ ἐκφράζει τὴν ἐμπειρία καὶ αὐτοσυνειδησία τοῦ σύνολου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀφοῦ οἱ ἐπιμέρους Ἐπίσκοποι εἶναι στόματα καὶ φορεῖς τῆς καθολικῆς ἀλήθειας τῆς σωτηρίας, ὅπως σαρκώνεται σὲ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι οὔτε ὁ ἱερατικός «βαθμός» τοῦ Ἐπισκόπου, οὔτε ὁ θεσμικός χαρακτήρας τῆς Συνόδου ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ὀρθὴ ἔκφραση καὶ διατύπωση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὁ συντονισμὸς τῶν Ἐπισκόπων τῆς Συνόδου μὲ τὴν καθόλικὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, μὲ τὴν κοινὴ θέληση καὶ ἐνέργεια τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων, κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ τριαδικού Πρωτοτύπου.[Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΑ ΟΥ ΕΣΤΙΝ ΧΡΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ. Η ΜΟΝΗ ΕΝΟΤΗΣ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ]

Καὶ γι' αὐτὸ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δογματικὲς καὶ «κανονικές», δὲν ἐξαντλοῦνται σὲ ἐποχιακές καταστάσεις καὶ σὲ παροδικά καιρικά προβλήματα. ᾿Ακόμα καὶ οἱ λεπτομερέστεροι κανόνες ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας ἀναφέρονται τελικά, ὅσο καὶ οἱ δογματικοί όροι, στὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὸν «κατὰ φύσιν» καὶ «κατ' ἀλήθειαν» τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου - ἀφοροῦν στὴ σύνολη ἀνθρωπότητα, στὸ ὅλο ἀνθρώπινο γένος.[ΘΑ ΑΡΚΟΥΣΕ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΧΕΙ ΑΠΟΡΡΙΨΕΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΟ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ. ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΣΥΝΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΑΛΛΑ ΤΟ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ] Αὐτὴ τὴν καθολικὴ ἀλήθεια καὶ γνησιότητα τῆς ζωῆς «ὁρίζει» καὶ προστατεύει ἡ διατύπωση τῶν δογμάτων καὶ τῶν Κανόνων. Ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ διατύπωση τῶν δογμάτων καὶ τῶν Κανόνων εἶναι μιὰ καθολική λειτουργία ζωῆς καὶ ἀλήθειας καὶ ὄχι τυπικὴ ἁρμοδιότητα μιᾶς α priori αὐθεντικῆς «ἀρχῆς».[Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ; ΘΑ ΑΓΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΠΑΡΑ ΦΥΣΙΝ ΜΗΤΡΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ;]

Ἡ ἑνοποίηση τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς γνώσης στὸ γεγονὸς τῆς προσωπικής σχέσης εἶναι ἡ ἀπάντηση τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας καὶ στὸ πρόβλημα τῆς αὐθεντίας τῆς Ἐκκλησίας, πρόβλημα ἀφετηριακὸ γιὰ τὴ θεολογία καὶ τὴ ζωὴ τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης.

Ἡ ὕπαρξη μιᾶς ἀντικειμενικῆς «ἀρχῆς» ποὺ ἐκπροσωπεῖ, ἐκφράζει καὶ διδάσκει αὐθεντικὰ καὶ ἀλάθητα τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, θεωρήθηκε πάντοτε στὴ Δύση σὰν ἀναγκαία προϋπόθεση για τὴν ἐξασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, δηλαδὴ γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν ὑποκειμενικῶν θεωρήσεων καὶ τῶν διασπαστικῶν τάσεων.

᾿Αλλὰ εἶναι ἀμέσως φανερὸ ὅτι ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἀντικειμενικῆς αὐθεντίας – αὐθεντικῆς καὶ ἀλάθητης έκφρασης τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας – προϋποθέτει οπωσδήποτε μιὰ θετικιστικὴ ἀντίληψη τῆς ἀλήθειας, δηλαδή τὴ γνωσιολογία ποὺ ἐξαντλεῖ τὴν ἀλήθεια στὴν ἀντικειμενική διατύπωση καὶ καθιερώνει τὸ κύρος τοῦ ἀλάθητου φορέα καὶ ἐκφραστῇ αὐτῆς τῆς διατύπωσης.

᾿Αντίθετα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Θεολογία ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας ὑπερβαίνει κάθε ἀντικειμενική νοητική διατύπωση, γι' αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι δυνατό οὔτε καὶ νὰ τεθῆ πρόβλημα προσδιορισμοῦ μιᾶς ἀντικειμενικῆς αὐθεντίας καὶ συγκεκριμένου φορέα αὐτῆς τῆς αὐθεντίας.

Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐξαντληθή στη στεγανή στατικότητα τῆς ἀντικειμενικής διατύπωσης καὶ τῆς ἀντικειμενικῆς ἐκπροσώπησης, γιατί ἡ ἀλήθεια εἶναι δυναμικό γεγονός, εἶναι ὁ τρόπος τῆς ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας πέρα («ἐπέκεινα») ἀπὸ τὴ συμβατική ταυτότητα ἔννοιας καὶ νοουμένου. Η έκφραση καὶ διατύπωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας μέσα στὴν ᾿Αγία Γραφή, στις ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, στὰ κείμενα τῆς λατρείας καὶ στις συγγραφές τῶν Πατέρων «ὁρίζει» χωρίς νὰ ἐξαντλῇ τὸ γεγονὸς τῆς «καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων, τὴν τελειότητα τῶν ἁγίων «τὴν ὄντως ἀτέλεστoν» πάντοτε.

Οπωσδήποτε, οἱ καθιερωμένες μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας «oμολογίες» τῆς πίστης καὶ τῆς ἀλήθειας της καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικών Συνόδων της έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, που σημαίνει ὅτι οἱ διατυπώσεις τῶν δογμάτων καὶ τῶν συμβόλων δὲν εἶναι δυνατό νὰ ἀλλοιωθούν ἢ νὰ παραθεωρηθούν χωρίς νὰ κινδυνεύση ἡ γνησιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἡ πραγματικότητα τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας.

᾿Αλλὰ τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας καὶ ἡ δυναμική του πραγμάτωση στὰ ὅρια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας προηγεῖται ἀπὸ κάθε διατύπωση τῆς ἀλήθειας τῆς σωτηρίας. Τὰ δόγματα τῶν Συνόδων εἶναι «όροι»-ὅρια τῆς ἀλήθειας που βιώνει καὶ σαρκώνει ἡ Ἐκκλησία. Ὁροθετούν αὐτὴ τὴ βίωση καὶ σάρκωση ὡς πρὸς τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, δηλαδὴ ὡς πρὸς τὴ μὴ Ἐκκλησία, ὡς πρὸς τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσης. [ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΠΤΩΣΗΣ]Οἱ συνοδικοί «όροι» καὶ οἱ λειτουργικές «ομολογίες» τῆς πίστης εἶναι «σύμβολα» τῆς ἀλήθειας, «συμβάλλουν» τὴν προσωπική εμπειρία στὴν κοινὴ ἐμπειρία καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Επομένως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐκλαμβάνωνται σὰν ἀφηρημένες ἰδεολογικές «ἀρχὲς» καὶ αὐτονομημένα ἀπὸ τὴ ζωὴ νοήματα.

Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ τὴ διατύπωση τῶν δογμάτων καὶ συμβόλων δὲν εἶναι δυνατό νὰ τὴν διεκδικήση ipso jure κανένας ἱδρυματικός φορέας, καμιὰ «ἀρχὴ» μιᾶς a priori αὐθεντίας αὐτονομημένης ἀπὸ τὸ σύνολο εκκλησιαστικό σῶμα. ᾿Ακόμα καὶ μιὰ Σύνοδος τῆς πλειοψηφίας τῶν «κατὰ τὴν οἰκουμένην» Επισκόπων ποὺ αὐτοανακηρύσσεται Οἰκουμενική, πρέπει νὰ ἀναγνωρισθῆ ὡς Ὀρθόδοξη ἀπὸ τὴ συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἀποφάσεις της δεσμευτικό χαρακτήρα γιὰ τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν καὶ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπῆρξαν Σύνοδοι Επισκόπων πολυαριθμότατες ποὺ αὐτοανακηρύχθηκαν Οἰκουμενικὲς καὶ ποὺ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τὶς ἀπέρριψε, ἐπειδὴ δὲν ἀνεγνώρισε στις ἀποφάσεις τους τη γνήσια καὶ ἀληθινὴ ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας ποὺ μόνο τὸ ἐκκλησιαστικό σώμα στο σύνολό του βιώνει καὶ ἔνσαρκώνει.

Αὐτὸς ὁ ἀπροσδιόριστος παράγων τῆς «συνείδησης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος» δὲν σημαίνει μιὰν ὀρθολογικὴ ἀρχὴ «δημοκρατικής πλειοψηφίας», ἀλλὰ τὴν προτεραιότητα τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας πρὶν ἀπὸ κάθε διατύπωση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Καὶ σημαίνει ταυτόχρονα τη συμμετοχὴ στὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρωταρχικὴ καὶ θεμελιώδη ὁδὸ γνώσεως τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἕνας τρόπος ὑπάρξεως, καὶ ἡ διατύπωση τῆς ἀλήθειας ἁπλῶς «ὁρίζει» καὶ διαστέλλει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσης (τῆς ἁμαρτίας-ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου)[ΠΩΣ;ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ;], γι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τὰ κριτήρια γιὰ τὴν ὀρθὴ διατύπωση καὶ έκφραση τῆς ἀλήθειας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ποσοτικά, ἀλλὰ μόνο κριτήρια καθολικότητας τῆς ἀλήθειας: Ἕνα καὶ μόνο μέλος τῆς Ἐκκλησίας;;; μπορεῖ νὰ σώζη στο πρόσωπό του καὶ νὰ σαρκώνη στὸν βίο του καὶ στὸ λόγο του τὴν ὁλότητα τῆς πίστης καὶ τῆς ἀλήθειας, «τὸν ὅλον Χριστόν», τὸν καθολικό τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας[Ο ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ; ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ;]. Ο Μέγας ᾿Αθανάσιος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικὸς εἶναι, σὲ κάποιο ποσοστό, ἐνδεικτικὰ ἱστορικά παραδείγματα τέτοιας προσωπικῆς-καθολικής διάσωσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας.

Αὐτὴ ἡ καθολικότητα τῆς ἀλήθειας διευκρινίζει πληρέστερα καὶ τὸν παράγοντα τῆς «συνείδησης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος». [ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΟΔΟΣ ΚΑΙ ΖΩΗ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ]Ὅταν μιὰ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποφαίνεται μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι «εδοξεν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν», ἀντλεῖ τὸ κύρος καὶ τὴν τόλμη γιὰ μιὰ τέτοια διατύπωση ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι συγκεφαλαιώνει καὶ ἐκφράζει τὴν ἐμπειρία καὶ αὐτοσυνειδησία τοῦ σύνολου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀφοῦ οἱ ἐπιμέρους Ἐπίσκοποι εἶναι στόματα καὶ φορεῖς τῆς καθολικῆς ἀλήθειας τῆς σωτηρίας, ὅπως σαρκώνεται σὲ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι οὔτε ὁ ἱερατικός «βαθμός» τοῦ Ἐπισκόπου, οὔτε ὁ θεσμικός χαρακτήρας τῆς Συνόδου ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ὀρθὴ ἔκφραση καὶ διατύπωση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὁ συντονισμὸς τῶν Ἐπισκόπων τῆς Συνόδου μὲ τὴν καθόλικὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, μὲ τὴν κοινὴ θέληση καὶ ἐνέργεια τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων, κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ τριαδικού Πρωτοτύπου.[Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΑ ΟΥ ΕΣΤΙΝ ΧΡΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ. Η ΜΟΝΗ ΕΝΟΤΗΣ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ]

Καὶ γι' αὐτὸ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δογματικὲς καὶ «κανονικές», δὲν ἐξαντλοῦνται σὲ ἐποχιακές καταστάσεις καὶ σὲ παροδικά καιρικά προβλήματα. ᾿Ακόμα καὶ οἱ λεπτομερέστεροι κανόνες ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας ἀναφέρονται τελικά, ὅσο καὶ οἱ δογματικοί όροι, στὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὸν «κατὰ φύσιν» καὶ «κατ' ἀλήθειαν» τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου - ἀφοροῦν στὴ σύνολη ἀνθρωπότητα, στὸ ὅλο ἀνθρώπινο γένος.[ΘΑ ΑΡΚΟΥΣΕ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΧΕΙ ΑΠΟΡΡΙΨΕΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΟ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ. ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΣΥΝΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΑΛΛΑ ΤΟ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ] Αὐτὴ τὴν καθολικὴ ἀλήθεια καὶ γνησιότητα τῆς ζωῆς «ὁρίζει» καὶ προστατεύει ἡ διατύπωση τῶν δογμάτων καὶ τῶν Κανόνων. Ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ διατύπωση τῶν δογμάτων καὶ τῶν Κανόνων εἶναι μιὰ καθολική λειτουργία ζωῆς καὶ ἀλήθειας καὶ ὄχι τυπικὴ ἁρμοδιότητα μιᾶς α priori αὐθεντικῆς «ἀρχῆς».[Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ; ΘΑ ΑΓΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΠΑΡΑ ΦΥΣΙΝ ΜΗΤΡΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ;]

§ 5. Τὸ μονοειδές τῶν αἱρέσεων

Τὰ παραδείγματα τῶν πιὸ χαρακτηριστικῶν αἱρέσεων ποὺ γνώρισε ὁ ἱστορικὸς βίος τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβαιώνουν τους τελικοὺς ὁρισμούς τῆς προηγούμενης παραγράφου.

Ὁ ἀρειανισμὸς εἶναι μιὰ ἀπολυτοποίηση τῆς ἀλήθειας γιὰ τὴν προσωπικὴ ἑτερότητα τῶν Ὑποστάσεων τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ποὺ σχετικοποιεῖ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν ἑνότητα καὶ ταυτότητα τῆς Μιᾶς θείας Οὐσίας: Διακρίνει οὐσίες καὶ ὄχι ὑποστάσεις στὴν ῾Αγία Τριάδα, ἀρνούμενος τὸ «ὁμοούσιον» τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα καὶ ἀναιρώντας ἔτσι τὴν πραγματικότητα τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Πρόθεση τῶν ἀρειανῶν ἦταν νὰ προστατεύσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, νὰ μὴ θεωρηθοῦν τὰ θεῖα Πρόσωπα τῆς Τριάδος σὰν προσωπεία ἢ παροδικὲς ἐκφράσεις καὶ φανερώσεις μιᾶς μοναρχικῆς θείας Οὐσίας. Παρανοοῦν ὡστόσο αὐτὸ ἀκριβῶς που θέλουν νὰ διαφυλάξουν: τὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου που συγκεφαλαιώνει τὴν πραγματικότητα τῆς φύσεως ἢ οὐσίας χωρὶς νὰ τὴν ἐξαντλῆ. ᾿Απομονώνουν διανοητικά τὴ φύση σὰν αὐτόνομη «ὀντική» πραγματικότητα καὶ τὴν ταυτίζουν μὲ τὸ πρόσωπο, ἀρνοῦνται ἢ ἀγνοοῦν τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεως ποὺ ὑπερβαίνει τὶς λογικές ταυτίσεις καὶ εἶναι ταυτόχρονη ὑπαρκτική ταυτότητα καὶ ἑτερότητα: ταυτότητα φύσεως καὶ ἑτερότητα προσώπων.[ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ΧΑΘΗΚΑΜΕ ΣΤΗΝ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΗ. Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΩΝΕΙ ΣΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ ΑΣΥΓΧΥΤΩΣ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΩΣ. ΕΑΝ Η ΦΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΩΝΥΜΗ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΕΧΟΥΜΕ ΔΥΟ ΘΕΙΕΣ ΟΥΣΙΕΣ. Ο ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ ΑΥΤΟΣ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗΝ ΚΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΟΣ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ.Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ Ή ΤΑΥΤΙΣΗ ΝΟΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ(ΑΚΙΝΑΤΗΣ). Η ΣΥΓΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΛΟΙΠΟΝ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΘΕΟΥΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΜΕΤΕΧΟΥΝ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ. ΟΜΩΣ ΜΟΝΟΝ Η ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕ, ΦΑΝΕΡΩΘΗΚΕ.ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ. ΠΩΣ ΝΟΕΙΤΑΙ ΟΜΩΣ ΜΙΑ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΕΝΩΣΗ; ΚΑΤΑΛΗΓΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Ο ΥΙΟΣ ΕΦΟΣΟΝ ΚΕΝΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΕΝΩΘΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΣΑΝ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ, ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΕΚΠΟΡΕΥΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΩΖΕΙ ΤΕΛΙΚΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ.]

Ο νεστοριανισμὸς ἀπολυτοποιεῖ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ διασώση ἀπὸ κάθε «δοκητισμό» τὴν πραγματικότητα τῆς σάρκωσης, τὴν ἀνθρώπινη ύπαρξη τοῦ Χριστοῦ.[ΜΟΝΟΝ Η ΘΕΙΑ ΦΥΣΗ ΧΑΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΔΟΚΗΤΙΣΜΟ, ΕΓΙΝΕ ΦΑΝΤΑΣΜΑ] ᾿Αντίθετα ὁ μονοφυσιτισμός ἀπολυτοποιεῖ τὴν ἀλήθεια τῆς θείας φύσης τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ διασώση ἀπὸ κάθε σχετικότητα καὶ περιορισμὸ τὴν πραγματικότητα τῆς παρεμβολῆς τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἱστορία.

Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἀπομονώνεται διανοητικὰ ἡ φύση καὶ πάλι σὰν αὐτόνομη «ὀντικὴ» πραγματικότητα, ξέχωρη ἀπὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεώς της ποὺ εἶναι τὸ πρόσωπο, ἡ ὑπόσταση τῆς φύσεως.[ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΟΙΝΑ ΚΑΙ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΑ, ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ. Η ΦΥΣΗ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ, ΕΙΝΑΙ Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ, ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ. ΛΕΜΕ ΘΑΝΑΤΩ ΘΑΝΑΤΟΝ ΠΑΤΗΣΑΣ ΚΑΙ  ΚΑΤΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ  ΠΗΡΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΟΣΟΥΣ ΠΙΣΤΕΨΑΝ. ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΗ Η ΟΠΟΙΑ ΧΩΡΙΣΜΕΝΗ ΜΕΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΩΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΟΤΗΤΑ ΚΑΤΕΧΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟ; ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ Ή ΠΡΟΣΩΠΟ; ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΑΣ ΠΕΡΙΣΣΕΥΕΙ ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΧΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ, ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ.] Ταυτίζεται ἡ φύση μὲ τὸ πρόσωπο, γι' αὐτὸ καὶ ἀπολυτοποιεῖται ἡ ἀνθρώπινη ἢ ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ σὲ βάρος τῆς ὁλόκληρης ἀλήθειας γιὰ τὴν ἀσύγχυτη, ἄτρεπτη, ἀδιαίρετη καὶ ἀχώριστη ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸν ἕνα καὶ ἑνικὸ θεανθρώπινο τρόπο ὑπάρξεως, στὸ ἕνα πρόσωπο καὶ μία ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ.

Τόσο μὲ τὸ νεστοριανισμὸ ὅσο καὶ μὲ τὸ μονοφυσιτισμὸ ἐπιδιώκεται μιὰ «ἁπλούστευση» τῆς ἀλήθειας, μιὰ προσαρμογὴ τῆς ἀλήθειας στὶς λογικὲς ταυτίσεις (τὶς ταυτίσεις νοημάτων καὶ νοουμένων). Καὶ οἱ λογικές ταυτίσεις προϋποθέτουν κατηγορίες «ὀντικές» (ἀτομικές). ᾿Αδυνατοῦν νὰ προσεγγίσουν τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς τῆς ἕνωσης δύο διαφορετικῶν φύσεων σὲ μιὰ ἑνικὴ ὑπόσταση, δηλαδὴ τὴν ἀντιφατικὴ (γιὰ τὴ λογικὴ τῶν ὀντικῶν κατηγοριών) ταυτόχρονη ὑπαρκτική ταυτότητα καὶ ἑτερότητα – ταυτότητα προσώπου καὶ ἑτερότητα φύσεων.[Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ; ΕΛΑΒΕ ΧΩΡΑ; ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΝ ΕΤΕΡΑ ΜΟΡΦΗ; ΜΗΠΩΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕ ΗΔΗ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΣ;] Ἔτσι καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἡ ἀνθρώπινη φύση μένει ἀπρόσληπτη ἀπὸ τὴ Θεότητα, ὁ ἄνθρωπος μένει χωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἡ σωτηρία ἀνέφικτη.

Θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανεὶς ὅτι οἱ τρεῖς αὐτὲς αἱρέσεις τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων ἀντιπροσωπεύουν καὶ συγκεφαλαιώνουν τὶς «ἀρχετυπικὲς» τάσεις τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τάσεις ποὺ ἐκφράζουν τὴν ἀδυναμία τῆς ὕπαρξης νὰ αὐθυπερβαθῆ σὰν ὀντικὴ ἀτομικότητα γιὰ νὰ ἀποδεχθῆ τὸ χάρισμα - ἀποκάλυψη τῆς καθολικῆς ἑνοείδειας τῆς ζωῆς καὶ ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας. [ΕΑΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΥΘΥΠΕΡΒΑΘΕΙ ΠΡΟΣ ΤΙ Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ; ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΦΑΝΕΡΩΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΥΘΥΠΕΡΒΑΣΗΣ; ΚΑΙ ΑΦΟΥ ΜΑΣ ΤΗΝ ΦΑΝΕΡΩΣΕ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ ΜΟΝΟΥΣ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ, ΤΗΝ ΕΝΟΕΙΔΙΑ ΤΟΥ ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ ΜΑΣ; ΜΕ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΣΧΑΤΑ; ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΑΝΤ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΞΥΠΝΟΣ ΕΝΝΟΗΣΕ ΟΤΙ  Ο ΘΕΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΤΕΛΕΙΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΜΙΑ ΚΛΩΤΣΙΑ ΤΑ ΕΒΑΛΕ ΜΠΡΟΣ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ ΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΡΙΜΑΝΣΕΩΣ ΤΟΥΣ; ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΣΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΜΑΛΙΣΤΑ ΔΕ ΤΟΥ ΛΑΚΑΝ;] Οἱ μεταγενέστερες ἀφορμὲς γιὰ τὴν ἀναίρεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας (ἀλήθειας καὶ ζωῆς) φαίνεται νὰ ἐπαναλαμβάνουν, σὲ διαφορετική κλίμακα καὶ σὲ ἐπιμέρους θέματα, τὶς πρῶτες καὶ ἀρχετυπικὲς ἀπολυτοποιήσεις τῆς φύσης σὲ σχέση μὲ τὰ πρόσωπα ἢ τῆς ἀτομικῆς ἑτερότητας σὲ σχέση μὲ τὴν κοινότητα τῆς οὐσίας· τὶς ἀπολυτοποιἦσεις ἄλλοτε τῆς θείας καὶ ἀπερινόητης καὶ ἄλλοτε τῆς ἀνθρώπινης καὶ αἰσθητῆς πραγματικότητας τοῦ ἑνιαίου καὶ θεανθρώπινου σώματος τοῦ Χριστοῦ – τοῦ σώματος ποὺ εἶναι ἡ «καινὴ κτίση», δηλαδὴ ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι, τόσο ὁ μονοθελητισμὸς ὅσο καὶ ἡ εἰκονομαχία ἀπολυτοποιοῦν τὴ φύση σὲ σχέση μὲ τὸ πρόσωπο : Οἱ μονοθελῆτες ἀρνοῦνται νὰ διακρίνουν τὸ τί τῆς φυσικῆς θελήσεως ἀπὸ τὸ πῶς τῆς προσωπικῆς ἐκφορᾶς της. ᾿Αρνοῦνται τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου σὲ σχέση μὲ τὸ φυσικὸ θέλημα, ὑποτάσσουν τὸ πρόσωπο στὴ θέληση τῆς φύσης. Γι' αὐτὸ καὶ ἀρνοῦνται νὰ ἀναγνωρίσουν δύο φυσικά θελήματα στὸν Χριστό, ἐναρμονισμένα στὸ πῶς τῆς προσωπικῆς ἐκφορᾶς τους.[ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΠΑΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΙΚΟ, ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ, ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ;]  Κατὰ προέκταση ὁ μονοενεργητισμὸς ὑποτάσσει τὸ πρόσωπο ὄχι μόνο στη θέληση τῆς φύσης, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄλλη φυσική ἐνέργεια: ᾿Αρνεῖται νὰ διακρίνη τὸ τί τῆς φυσικῆς ἐνέργειας ἀπὸ τὸ πῶς τῆς προσωπικῆς ἐκφορᾶς της. ᾿Απολυτοποιεῖ τὴ φύση καὶ τὴν ἐνέργεια τῆς φύσεως παραθεωρώντας καὶ σχετικοποιώντας τὴν πραγματικότητα τοῦ προσώπου ποὺ εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως καὶ ἐνεργείας τῆς φύσεως. Γι' αὐτὸ καὶ ἀρνοῦνται νὰ ἀναγνωρίσουν δύο ἐνέργειες στὸν Χριστό, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἐνέργεια, ἐναρμονισμένες στὸ πῶς τῆς προσωπικῆς ἐκφορᾶς τους.[ΣΤΗΝ ΖΕΣΤΗ ΦΩΝΗ ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΟΣ, ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ.]

Μέσα στὸ ἴδιο πλαίσιο καὶ οἱ εἰκονομάχοι ἀπολυτοποιοῦν τὴ φύση σὰν αὐτόνομη «ὀντικὴ» πραγματικότητα, ξέχωρη ἀπὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεώς της ποὺ εἶναι τὸ πρόσωπο: ᾿Αρνοῦνται τὴν ἑτερότητα τοῦ προσώπου ὡς πρὸς τὴ φύση, γι' αὐτὸ καὶ στὸν εἰκονισμὸ τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ βλέπουν τὴν εἰδωλοποίηση τῆς θείας του φύσης. Ξεχνοῦν ὅτι ἡ φύση δὲν μπορεῖ νὰ εἰκονιστῆ, γιατί δὲν ὑπάρχει καθεαυτή, ὑπάρχει μόνο «ἐνυπόστατη», μόνο «ἐν προσώποις»: «Παντὸς εἰκονιζομένου οὐχ ἡ φύσις, ἀλλ᾿ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται»25. [ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΒΙΝΤΕΟ;]

Αλλὰ καὶ οἱ δυὸ σημαντικώτερες (τουλάχιστον γιὰ τὶς ἱστορικές τους συνέπειες) μεταγενέστερες ἀναιρέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ὁ ρωμαιοκαθολικισμός καὶ ὁ προτεσταντισμός, φαίνεται νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὶς πρῶτες καὶ ἀρχετυπικὲς ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν ὀρθὴ κατανόηση καὶ βίωση τοῦ τριαδικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως ποὺ ἀποκάλυψε ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου : Τὴν ἴδια διανοητικὴ καὶ ἀποσπασματική ἑρμηνεία καὶ ἀλλοίωση τοῦ ὑπαρκτικοῦ περιεχομένου τῶν διακρίσεων φύσεως καὶ προσώπου, φύσεως καὶ ἐνεργειῶν.[Η ΔΥΤΙΚΗ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΚΚΛΙΣΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΔΙΑΛΥΣΕΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΟΜΟΦΩΝΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ.]

Ο ρωμαιοκαθολικισμὸς ἀπολυτοποιεῖ ὁπωσδήποτε τὴ φύση καὶ σχετικοποιεῖ ἢ ἀρνεῖται τὴν προσωπική καθολικότητα: ᾿Απομονώνει διανοητικὰ τὴ φύση ἢ οὐσία σὰν αὐτόνομη «ὀντικὴ» πραγματικότητα, ξέχωρη ἀπὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεώς της ποὺ εἶναι τὸ πρόσωπο, ἡ ὑπόσταση τῆς φύσεως. Γιὰ τοὺς ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι ἡ θεία οὐσία ἢ φύση ἐξαντλεῖται στὴν «καθαρὴ ἐνέργεια τοῦ ὑπάρχειν»26: Δὲν θίγεται ὁ τρόπος τοῦ ὑπάρχειν, καὶ ἑπομένως ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ χωρίζεται ἀπὸ τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς καὶ τὴν προσωπική ἀμεσότητα τῆς ὑποστατικῆς ἀποκάλυψης· περιορίζεται στοὺς ἀφηρημένους ὁρισμούς, γίνεται ἀντικείμενο τῆς διάνοιας27.

᾿Αρνοῦνται οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ νὰ διακρίνουν τὴ φύση ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τῆς φύσεως ποὺ εἶναι πάντοτε προσωπικές: Δίνουν ἀπόλυτη προτεραιότητα στὴν ἑνότητα τῆς θείας φύσεως καὶ ἐνεργείας, δηλαδὴ στὴν «ὀντικὴ» - διανοητική σύλληψη μιᾶς ἀπόλυτα ἐνεργητικῆς οὐσίας. ᾿Αρνοῦνται νὰ διακρίνουν τὸ τι τῆς φυσικῆς ἐνέργειας ἀπὸ τὸ πῶς τῆς προσωπικῆς ἐκφορᾶς της, τὸ συντονισμὸ καὶ τὴν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσωπικῶν θείων ἐνεργειῶν ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν ἀδιαίρετη ἑνότητα τῆς θείας φύσεως καὶ ἐνεργείας, ὡς ἑνοειδὴ πραγματικότητα ζωῆς καὶ ἀγάπης τῶν τριῶν θείων Προσώπων.

᾿Απολυτοποιοῦν οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ τὴ φύση σὲ σχέση μὲ τὰ πρόσωπα, γι' αὐτὸ καὶ ἀρνοῦνται νὰ διακρίνουν τὰ προσωπικὰ ἰδιώματα τῶν θείων Ὑποστάσεων, τὴν πατρότητα, τὴν υἱότητα καὶ τὴν ἐκπόρευση, ἀπὸ τὴν κοινὴ φανέρωση τῆς τριαδικῆς ἐνέργειας στὰ ὅρια τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας : Συγχέουν δηλαδὴ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι πάντοτε φανέρωση τῆς κοινῆς θελήσεως τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, μὲ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος ἀπὸ μόνο τὸν Πατέρα. Ὑποστηρίζουν τὴν ἐκπόρευση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ (Filioque), ἀρνούμενοι τὴν προσωπικὴ ἀρχὴ τῆς διαφοροποίησης τῶν ἰδιωμάτων ποὺ εἶναι μόνη ἡ Ὑπόσταση τοῦ Πατρός, προκειμένου νὰ δώσουν τὴν προτεραιότητα στὴν «ὀντικὴ» - διανοητικὴ ἑνότητα τῆς οὐσίας - ἐνέργειας28.

᾿Απολυτοποιεῖ ὁ ρωμαιοκαθολικισμὸς τὴ φύση σὲ σχέση μὲ τὰ πρόσωπα, τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας σὲ σχέση μὲ τὸ γεγονὸς τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων ποὺ εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. ᾿Απολυτοποιεῖται ἡ «ἐνεργητική» – ὀργανωσιακὴ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ «λογική» αὐθεντία της, δηλαδὴ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας ὡς «ἐνέργεια» - ὀργάνωση - αὐθεντία. Καὶ σχετικοποιεῖται ἢ καὶ ἀγνοεῖται ὁ τρόπος τοῦ ὑπάρχειν τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς τῆς προσωπικῆς μετοχῆς καὶ κοινωνίας ποὺ συγκροτεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια καὶ ἑνότητα – ἐνῶ ἡ ὀργανωτική δομὴ δὲν συγκροτεῖ, ἁπλῶς ἐκφράζει αὐτὴ τὴν ἑνότητα.

Στὴ θέση τῆς ὑποστατικῆς ἑνότητας τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ ἄκτιστο, ποὺ ἔχει τὴν ὑπαρκτική της ἀρχὴ στὸ Πρόσωπο τοῦ σαρκωμένου Λόγου καὶ τὴ δυναμική της πραγμάτωση στὸ σῶμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν προσώπων (ἔργο καὶ χάρισμα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος) προβάλλει ὁ ρωμαιοκαθολικισμὸς τὴν ἑνότητα τοῦ Λόγου μὲ τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας – τοῦ Λόγου που συνεκπορεύει τὸ Πνεῦμα καὶ εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς χορηγείας τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος. Στὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας δυὸ ἀντι-κείμενες οὐσίες, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, συναντώνται στὸ Λόγο: Ἡ ἀπό-σταση τῶν δύο οὐσιῶν γεφυρώνεται ὄχι (καταρχήν) χάρη στὴν ἑνοποιὸ Ὑπόσταση τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, στὴν «καινή» θεανθρώπινη φύση του, δηλαδὴ στὸν τρόπο ὑπάρξεώς Του καὶ στὴν προσωπική - ὑπαρκτικὴ δυνατότητα πραγμάτωσης αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὑπάρξεως. ᾿Αλλὰ χάρη (καταρχὴν) στὴν οὐσία τοῦ Λόγου, στὸ Λόγο ταυτισμένο μὲ τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, τὴ «λογική» αὐθεντία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ᾿Αρχῆς – τελικὰ στὸ λόγο ὡς λογικὴ φανέρωση καὶ διανοητική σύλληψη τῆς ἀλήθειας, καὶ ὡς ἠθικὴ συμμόρφωση στὶς ὀρθολογικές συνέπειες - ἐπιταγὲς αὐτῆς τῆς ἀλήθειας.

Ὁ προτεσταντισμὸς θὰ προχωρήση ἀκόμα περισσότερο στὴν ἴδια παραθεώρηση τῆς ἀλήθειας τοῦ προσώπου, τῆς ἀλήθειας γιὰ τὴν ἑνότητα ὡς προσωπική κοινωνία κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ τριαδικοῦ πρωτοτύπου.[ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΠΟΤΕ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΕΙ ΟΤΙ ΘΑ ΑΛΛΑΖΑΜΕ ΘΕΟ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ, ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑ ΥΠΟΧΩΡΟΥΣΑΜΕ ΣΤΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΠΛΕΟΝ] ᾿Αρνεῖται τὴν ἀπόλυτη προτεραιότητα ποὺ ἔδωσε ὁ ρωμαιοκαθολικισμὸς στὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας – στὴν «ἐνεργητική»-ὀργανωσιακὴ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ «λογική» αὐθεντία της – ὄχι γιὰ νὰ ἀποκαταστήση τὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου καὶ τῆς προσωπικῆς κοινωνίας (ποὺ εἶναι ἔργο καὶ χάρισμα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος), ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀπολυτοποιήση τὴν ἀτομικὴ ἑτερότητα σὲ σχέση μὲ τὴν ἀντικειμενική-ὀργανωσιακή σύλληψη καὶ πραγμάτωση τῆς κοινότητας τῆς οὐσίας : ᾿Απολυτοποιεῖ τὴν ἀτομική πίστη (sola fide) – ἀτομική διανοητική σύλληψη, ἀτομική συναισθηματικὴ βίωση, ἀτομικὴ ἠθικὴ ἐφαρμογὴ τῆς ἀλήθειας.

Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἑτερότητα ὅταν δὲν εἶναι προσωπική (ἀποκαλυπτόμενη στὰ ὅρια τοῦ χαρίσματος τῆς κοινωνίας καὶ σχέσης) ἀλλὰ μόνο ἀτομικὴ διαφοροποίηση δὲν μπορεῖ νὰ συγκροτήση καμιὰ μορφὴ ὀργανικῆς ἑνότητας δίχως ἀναφορὰ σὲ κάποια ἀντικειμενική βάση καὶ αὐθεντία κοινῆς ἀποδοχῆς, γι' αὐτὸ ὁ προτεσταντισμὸς ἀπολυτοποιεῖ ὄχι πιὰ τὴ λογικὴ «φύση» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, ἀλλὰ τὴ λογική «φύση» τῶν Γραφῶν. Ἡ βάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας μετατίθεται στὰ κείμενα τῶν Γραφών, ἡ ἀλήθεια τῆς κοινῆς φύσεως μεταποιεῖται σὲ κοινότητα ἰδεολογίας καὶ ἠθικῆς συμπεριφορᾶς. Η «χριστιανικὴ ἰδεολογία» καὶ ἡ «χριστιανική Ηθικὴ» ἀντλοῦνται ἀπὸ τὴν ἀντικειμενικὴ αὐθεντία τῶν κειμένων - πηγῶν καὶ ὑποκαθιστοῦν τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καὶ κοινωνίας, τὸν καινούργιο τρόπο ὑπάρξεως ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ «καινή» θεανθρώπινη φύση της.

Ο προτεσταντισμὸς διατηρεῖ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἀπόρριψη τῆς διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν, καὶ τὴ ρωμαιοκαθολική διδασκαλία γιὰ τὴν ἐκπόρευση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ: Μένει δηλαδὴ πιστὸς στὴν ἀντίληψη τῆς ἀπόλυτα ἐνεργητικῆς οὐσίας ποὺ ὑποβιβάζει τὴν ἀλήθεια τῶν προσώπων σὲ ἀφηρημένες «ἐσωτερικὲς σχέσεις» τῆς οὐσίας, προσιτές μόνο μέσα ἀπὸ τὴ λογικὴ φανέρωση καὶ τὴ διανοητική προσπέλαση τῆς οὐσίας. Τόσο στὸ ρωμαιοκαθολικισμὸ ὅσο καὶ στὸν προτεσταντισμὸ ἡ βάση τῆς ἐκλησιαστικῆς ἑνότητας εἶναι ἡ αὐθεντία τῆς «λογικῆς» φανέρωσης καὶ ἐκπροσώπησης τῆς οὐσίας-θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς οὐσίας-θελήματος τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι οἱ ρωμαιοκαθολικοί συγκεκριμενοποιοῦν τὴ «λογική» αὐτὴ φανέρωση καὶ ἐκπροσώπηση στὴν ὁρατὴ ᾿Αρχὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, ἐνῶ οἱ προτεστάντες στὰ κείμενα τῆς Γραφῆς. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἡ προσπέλαση τῆς οὐσίας-θελήματος εἶναι δυνατὴ μόνο μὲ τὴν ἀτομική λογική-διανοητικὴ ἱκανότητα – προσπέλαση ποὺ διασώζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα ὄχι ὡς ὑπαρκτικὸ γεγονὸς προσωπικῆς σχέσης καὶ κοινωνίας, ἀλλὰ ὡς ἀτομικὴ πειθαρχία στὴν ἀντικειμενικὴ λογικὴ καὶ ἡθικὴ ἀπαίτηση.

᾿Αλλὰ καὶ στὸ χῶρο τῆς ὀρθόδοξης ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας οἱ κατὰ καιρούς ἀφορμὲς γιὰ τὴν ἀναίρεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἐπαναλαμβάνουν ἐπίσης τὶς πρῶτες καὶ ἀρχετυπικὲς ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν ὀρθὴ κατανόηση καὶ βίωση τοῦ τριαδικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως ποὺ ἀποκάλυψε ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου.

Η σημαντικώτερη ἐπιβουλὴ τῆς καθολικῆς ἑνότητας τῶν κατὰ τόπους ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν τοὺς τελευταίους αἰῶνες εἶναι ὁ ἐθνικισμός ἢ φυλετισμός29. Πρόκειται γιὰ τὴν ὑποκατάσταση τῆς ἀλήθειας γιὰ τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας – τὴ φύση ποὺ εἶναι ὁ «καινὸς» τριαδικὸς τρόπος ὑπάρξεως «ἐν Χριστῷ» – ἀπὸ τὴν ἀντικειμενικὴ ὁμοείδεια τῆς φυλῆς ἢ τοῦ ἔθνους: Σχετικοποίηση τῆς κοινῆς θεανθρώπινης φύσεως τῆς Ἐκκλησίας γιὰ χάρη τῆς «ἀτομικῆς» (ἐθνικῆς - φυλετικῆς) ἑτερότητας.

Ἡ ὑποταγὴ τῶν τοπικῶν ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν στὰ κριτήρια καὶ τὶς ἀπαιτήσεις τῶν ἐθνοφυλετικών σκοπιμοτήτων, ἡ διεκδίκηση παγκόσμιας (ἀντικειμενικά - ὀρθολογικά καθολικῆς) δικαιοδοσίας ἀπὸ κάθε «αὐτοκέφαλη» ἐθνικὴ ᾿Εκκλησία σὲ σχέση μὲ τὴ φυλετική της διασπορά30, μεταθέτει τὴ βάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἀπὸ τὴν ὑπαρκτική πραγματικότητα τῆς σωτηρίας – ποὺ εἶναι ὁ τριαδικός τρόπος τῆς ὑπάρξεως, ὁ τρόπος τῆς κένωσης τοῦ Χριστοῦ - στη νεστοριανίζουσα ἀπολυτοποίηση τῶν ἀνθρώπινων συντελεστῶν τῆς ἑνότητας.

Ὁ ἐθνοφυλετισμός ἂν δὲν καταλήγει ούσιαστικὰ νὰ ἀρνῆται, ὁπωσδήποτε πάντως συσκοτίζει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν πρόσληψη τῆς καθολικῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπὸ τὸν Χριστό, τὴ «συναγωγή εἰς ἐν τῶν πρὶν διεσκορπισμένων τέκνων τοῦ Θεοῦ», (τῶν «φυσικά», ἀλλὰ καὶ τροπικά, δηλαδή φυλετικὰ καὶ ἐθνικά διεσκορπισμένων): Αὐτὸ τὸ «ἕν» τῆς συναγωγῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας δὲν εἶναι γιὰ τὸν ἐθνοφυλετισμό ἡ θεανθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἡ φανέρωση τοῦ σώματος τῆς κοινωνίας ζώντων καὶ τετελειωμένων σὲ κάθε τοπική εὐχαριστιακή σύναξη – μὲ ὀρατὴ κεφαλὴ τὸν ἕνα Ἐπίσκοπο «εἰς τύπον καὶ τόπον» τοῦ ἑνὸς Χριστοῦ. Δὲν εἶναι τὸ «ἓν» τῆς σωτηρίας, ὁ «παγγενῆς ᾿Αδάμ» συναναστημένος μὲ τὸν Χριστὸ στὸν ἕνα καὶ μοναδικό καὶ «κατ' ἀλήθειαν» τρόπο τῆς ὑπάρξεως. Εἶναι τὸ «ἓν» τῆς φυλῆς ἢ τοῦ ἔθνους, ἀκόμα καὶ στὴν παγκόσμια διασπορά τους εἶναι ἡ ἐμμονὴ στὸν τεμαχισμὸ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, στὸ «ἀπρόσληπτον καὶ ἀθεράπευτον» τῆς φύσης.

Ἡ κατανόηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ὡς γεγονότος ἀντικειμενικῆς ὁμοείδειας (συμπτώσεως ἐξωτερικῶν ἀτομικῶν γνωρισμάτων – συγκεκριμένα: ἰδεολογικῶν πεποιθήσεων καὶ ἠθικῶν προτερημάτων) ἐμφανίζεται σήμερα στὸν πνευματικὸ χῶρο τῶν ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν μὲ τὴ μορφὴ τοῦ θεολογικοῦ ἀκαδημαϊσμοῦ καὶ τοῦ πιετισμοῦ.

Ονομάζουμε θεολογικὸ ἀκαδημαϊσμὸ τὸ χωρισμὸ τῆς θεολογίας ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀντικειμενοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας σὲ ἀφηρημένα διανοητικά σχήματα μὲ «δογματικό», δηλαδὴ ἀξιωματικό χαρακτήρα, ἢ σὲ θεωρητικές «ἀρχὲς» ποὺ μπορεῖ νὰ τὶς ἀποδέχεσαι σὰν ἰδεολογικὲς πεποιθήσεις χωρὶς ἡ ζωή σου νὰ μεταβάλλεται σὲ τίποτα. Χωρίζεται ἡ θεολογικὴ ἀλήθεια ἀπὸ τὴ ζωή, χάνει τὸ δυναμικό χαρακτήρα τῆς γνώσης ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ μετοχὴ στὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας. Εξαντλεῖται ἡ θεολογικὴ ἀλήθεια στὴν ἐννοιολογική διατύπωση, αὐτονομεῖται σὲ νοητική κατασκευὴ καὶ ἰδεολογικό «σύστημα», γίνεται «ἐπιστήμη» ὑποταγμένη στοὺς νόμους καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς νοητικῆς - συλλογιστικῆς συνέπειας31.

Μὲ τὰ δεδομένα τοῦ θεολογικοῦ ἀκαδημαϊσμοῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ μετέχη στὴν Ἐκκλησία ὅπως μετέχει σὲ ὁποιαδήποτε ἰδεολογία : μὲ τὴ νοητική ἀποδοχὴ θεωρητικῶν «ἀρχῶν» καὶ «ἀξιωμάτων», δίχως νὰ μεταβάλλεται ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ τρόπος ὑπάρξεώς του. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι πιὰ ἕνα ὑπαρκτικό γεγονός, μιὰ «καινὴ» φύση, ὁ τρόπος ὑπάρξεως ἐν Χριστῷ. Εἶναι μιὰ ἰδεολογικὴ ὁμοιογένεια, σύμπτωση κοινῶν ἀτομικῶν «μεταφυσικῶν» πεποιθήσεων, προσαρμοσμένων στὶς ἀρχὲς καὶ προϋποθέσεις τῆς διανοητικῆς κατανόησης.

Οπωσδήποτε ὁ ἀκαδημαϊσμὸς τῆς θεολογίας εἶναι τυπικὸ ἱστορικὸ παράγωγο τοῦ θεολογικοῦ ὀρθολογισμοῦ τῶν Σχολαστικῶν τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα 32. Οἱ Σχολαστικοὶ καθιέρωσαν μιὰ γνωσιολογία ποὺ ἐξαντλεῖ τὴ γνωστικὴ δυνατότητα στὶς συμβατικές κατηγορίες τῶν ἀντικειμενικῶν συλλογισμῶν καὶ περιορίζει τὴν ἀλήθεια στὴ σύμπτωση τῆς ἔννοιας μὲ τὸ νοούμενο (adaequatio rei et intellectus) ἢ ἀνοίγει τὸ δρόμο πρὸς ἕνα μυστικισμὸ τῆς οὐσίας, μιὰ contemplatio [θεωρία, ενατένιση] τοῦ ἀπρόσωπου ᾿Απολύτου. Η θεολογία μεταβάλλεται σὲ «ἐπιστήμη» μὲ ἀποδεικτική μεθοδολογία, ποὺ ἀντικειμενοποιεῖ τὴν ἐρευνώμενη ἀλήθεια καὶ τὴν ὑποτάσσει στοὺς στόχους καὶ τὶς ἀρχὲς (regulae, axiomata, principia: κανόνες, αξιώματαμ, αρχές) τῆς θετικιστικής γνωσιολογίας.

᾿Αλλὰ μὲ τὴ συγκεκριμένη μορφὴ ποὺ τὸν προσδιορίζουμε σήμερα, ὁ ἀκαδημαϊσμὸς τῆς θεολογίας ἐμφανίζεται στοὺς αἰῶνες μετὰ τὴ Μεταρρύθμιση33. Οἱ καινούργιες «ἐκκλησίες» ποὺ ἀποσχίζονται ἀδιάκοπα ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ρώμης ἀναζητοῦν τὴ δικαίωση τῆς ἱστορικῆς τους γένεσης καὶ ὕπαρξης σὲ μιὰ θεωρητική, πρὶν ἀπὸ ὅλα, διαφοροποίηση, δηλαδὴ σὲ μιὰ ὀρθότερη ἐρμηνεία τῆς παραποιημένης ἀπὸ τὸν παπισμὸ χριστιανικῆς ἀλήθειας. Τὸν κάθε μεταρρυθμιστὴ ἀκολουθοῦν ὅσοι συμμερίζονται τὶς ἀτομικές του ἀπόψεις καὶ ἰδέες γι' αὐτὴ τὴν ὀρθότερη ερμηνεία. Καὶ ἡ ἰδεολογική τους συμφωνία, διατυπωμένη τελικὰ σὲ ἐπίσημες «ὁμολογίες» καὶ ἄρθρα πίστεως, συγκροτεῖ τὴν πνευματική ταυτότητα ὡς κοινότητα πεποιθήσεων κάθε καινούργιας διαμαρτυρόμενης «ἐκκλησίας»34.

Ἔτσι ἡ θεολογία στρατεύεται στην προσπάθεια γιὰ ὅσο τὸ δυνατὸ ἀντικειμενικώτερη, δηλαδὴ «ἐπιστημονική» κατοχύρωση τῶν «ὁμολογιακῶν» διαφορῶν, ὅλο καὶ περισσότερο ἄσχετη μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας, τὴν καθολικὴ ἐμπειρία ποὺ ἐνοποιεῖ τὴν Ἐκκλησία – ἐμπειρία ὑπαρκτικῆς ἑνότητας καὶ κοινωνίας στὰ ὅρια τῆς λατρείας καὶ τῆς ἄσκησης καὶ τῆς συνοδικῆς ὁμοφωνίας. Καὶ ἡ προσπάθεια γιὰ τὴν ἐπιστημονική κατοχύρωση αὐτῆς τῆς ὁμολογιακῆς θεολογίας ἀνοίγει ἀναπόφευκτα τὸ δρόμο καὶ γιὰ τὴν ὀρθολογικὴ καὶ ἱστορικὴ κριτικὴ ἀμφισβήτηση θεμελιωδῶν ἀληθειῶν τῆς βιωματικῆς βεβαιότητας τῆς Ἐκκλησίας35. Η σχιζοειδής διάσταση ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ στὴ γνώση, στὸ θαῦμα καὶ στη λογική, στὴν ἐμπειρικὴ ἀποδοχὴ καὶ στὴν ὀρθολογική κατανόηση, θὰ γίνη τὸ κεντρικό πρόβλημα τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας.

Ἡ ἀντίληψη τῆς θεολογίας ὡς αὐτόνομης ἐπιστήμης, ἡ ἀλλοίωσή της σὲ θεωρητικό κλάδο καὶ ἰδεολογικό σύστημα, ἐμφανίζεται στὸν πνευματικό χῶρο τῶν ὀρθόδοξων ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα. Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ στὴν τουρκοκρατούμενη ᾿Ανατολή, ὅπως καὶ στὴν Πολωνία, Λιθουανία, Ρωσία, κορυφώνεται ἡ ὀργανωμένη προσπάθεια ρωμαιοκαθολικῶν καὶ προτεσταντῶν γιὰ τὸν προσηλυτισμὸ τῶν ὀρθοδόξων36. Στὸν διμέτωπο αὐτὸν ἀγώνα ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀρχίζει νὰ χρησιμοποιῆ τὰ ὅπλα τῶν ἀντιπάλων της καὶ τὴν ἐπιχειρηματολογία τῆς δυτικῆς θρησκευτικῆς διαμάχης, γιὰ νὰ ὑπερασπιστῆ τὴ δική της παράδοση καὶ ἀλήθεια. Υιοθετεῖ τὴν τακτικὴ καὶ τὴ νοοτροπία τῶν «ὁμολογιακῶν» θεολόγων τῆς Δύσης, ἐκφράζεται καὶ αὐτὴ μὲ «ὁμολογίες», μεταθέτοντας τὸ κέντρο τῆς πνευματικῆς της αὐτοσυνειδησίας ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ καὶ τὴ βιωματικὴ ἀμεσότητα στὴ διακήρυξη ἰδεολογικῶν θέσεων καὶ ἄρθρων πίστεως 37. Ἡ Θεολογία, ὡς ἔκφραση τῆς ὑπαρκτικῆς καθολικότητας τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας, ἐνσαρκωμένη στὴ διαχρονική ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Εὐχαριστίας – ἑνότητα πίστεως καὶ βιώματος καὶ ἀποστολικῆς διαδοχῆς – ἡ συνείδηση αὐτῆς τῆς ἑνότητας ποὺ διαφοροποιοῦσε πάντοτε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν αἴρεση, παραχωρεῖ τὴ θέση της σὲ μιὰ ἀποσπασματική - ὁμολογιακὴ ἀντίληψη καὶ αὐτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.

᾿Αναπόφευκτη συνέπεια τοῦ θεολογικοῦ ἀκαδημαϊσμοῦ εἶναι ὁ πιετισμός. Ονομάζουμε πιετισμό (ἢ εὐσεβισμό - pietismus) ἕνα φαινόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μὲ συγκεκριμένη ὁπωσδήποτε ἱστορικὴ καὶ «ὁμολογιακὴ» ἀφετηρία38, ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ εὐρύτερες προεκτάσεις στὸν πνευματικό βίο ὅλων τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν – χωρὶς νὰ ἐξαιροῦνται οἱ ὀρθόδοξες ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες.

Μποροῦμε νὰ ὁρίσουμε τὸν πιετισμὸ ὡς ἐκείνη τὴ θρησκευτικὴ ἀντίληψη καὶ στάση ποὺ θεωρεῖ καὶ ἀντιμετωπίζει τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀτομικὸ γεγονός, ἀτομικὴ δυνατότητα ζωῆς : Εἶναι ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς ἀτομικῆς εὐσέβειας, τῆς ὑποκειμενικῆς «οἰκειώσεως τῆς σωτηρίας» – μετάθεση τῶν δυνατοτήτων σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου στὰ ὅρια τῆς ἀτομικῆς ἠθικῆς προσπάθειας39.[ΑΝΑΙΜΑΚΤΕΣ ΓΕΝΙΚΕΥΣΕΙΣ. Ο ΠΙΕΤΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΧΩΡΙΣ ΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΔΑΣΜΟΥΣ, ΤΗΣ ΚΑΝΤΙΑΝΗΣ ΚΕΝΟΛΟΓΙΑΣ. Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΗ ΣΑΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΗΤΟΥ, ΣΑΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΓΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΠΟΧΗ Η ΟΠΟΙΑ ΔΙΚΑΙΩΣ ΓΝΩΡΙΖΕ ΟΤΙ ΤΟΝ ΘΕΟ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ, ΕΝΝΟΗΣΕΙΣ, ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ. ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΝ ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ ΠΟΥ ΕΠΕΒΑΛΛΕ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΥΝΟΗΘΕΙ Η ΜΙΜΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΓΩ ΜΑΣ]

Γιὰ τὸν πιετισμὸ ἡ σωτηρία δὲν εἶναι πρὶν ἀπὸ ὅλα τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ θεανθρώπινη «καινὴ κτίση» τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ – ἡ «κατ᾿ ἀλήθειαν» ἀνθρώπινη φύση, δηλαδὴ ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ τριαδικοῦ Πρωτοτύπου, ἡ ἑνότητα τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων.[Η ΓΝΩΣΤΗ ΜΠΟΥΡΔΟΛΟΓΙΑ ΣΕ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΑΡΩΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ ΨΥΧΕΣ] Δὲν εἶναι ἡ δυναμική - προσωπικὴ μετοχὴ στὸ σῶμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο παρὰ τὴν ἀτομική του ἀναξιότητα (τὸν ἀποκαθιστᾶ σῶον - ὁλόκληρον στὴν ὑπαρκτικὴ δυνατότητα τῆς προσωπικῆς καθολικότητας, μεταποιεῖ καὶ τὴν ἁμαρτία του μὲ τὴ μετάνοια σὲ δυνατότητα ἀποδοχῆς τῆς Χάρης καὶ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ).[Η ΓΝΩΣΤΗ ΚΩΜΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΣ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ. ΒΑΡΕΙΑ Η ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΥΣ ΓΟΗΤΕΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ] ᾿Αλλὰ εἶναι τὰ ἀτομικὰ καταρχὴν ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀτομική του συνέπεια σὲ θρησκευτικὲς ὑποχρεώσεις καὶ ἠθικὲς ἐντολές, ἡ ἀτομικὴ μίμηση τῶν «ἀρετῶν» τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοῦ ἐξασφαλίζουν μιὰ ἀντικειμενικὰ διαπιστωμένη δικαίωση. Ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὸν πιετισμὸ εἶναι ἕνα ἐπιφαινόμενο τῆς ἀτομικῆς δικαίωσης : εἶναι ἡ συνάθροιση τῶν ἠθικὰ «ἀναγεννημένων» ἀτόμων, μιὰ σύναξη τῶν «καθαρῶν», ἕνα συμπλήρωμα καὶ βοήθημα τῆς ἀτομικῆς θρησκευτικότητας40.

Ο πιετισμὸς ὑπονομεύει, ἂν δὲν ἀρνεῖται ὁλοκληρωτικά, τὴν ὀντολογικὴ ἀλήθεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἀμφισβητῆ τὶς διατυπώσεις αὐτῆς τῆς ἀλήθειας.[ΜΙΑ ΠΑΛΑΙΟΔΙΑΘΗΚΗΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΑΝ Ο ΩΝ. ΕΚ ΤΟΥ ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ. ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ, ΜΑΤΑΙΩΣ ΣΗΜΕΡΑ, ΟΤΙ ΕΓΩ ΕΙΜΙ Η ΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ Η ΖΩΗ.ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΝΑ ΤΑΙΡΙΑΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ ΜΑΣ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ].᾿Απλῶς παραθεωρεῖ αὐτὲς τὶς διατυπώσεις, τὶς ἐκλαμβάνει σὰ νοητικά σχήματα ἄσχετα μὲ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου – τὶς ἐγκαταλείπει στὴ δικαιοδοσία τοῦ αὐτονομημένου θεολογικοῦ ἀκαδημαϊσμοῦ. Τόσο ὁ θεολογικὸς ἀκαδημαϊσμὸς ὅσο καὶ ὁ πιετισμὸς διατηροῦν μιὰ τυπικὴ πιστότητα στὸ γράμμα τῆς δογματικῆς διατύπωσης, ἀλλὰ πρόκειται γιὰ γράμμα νεκρό, ἄσχετο μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμπειρία.

Κατὰ τοῦτο καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς πραγματικές ἀναιρέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας καὶ ἑνότητας διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὶς παλαιότερες αἱρέσεις. Γιατὶ δὲν ἀρνοῦνται τοὺς «ὅρους» – ὅρια τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας· μόνο ἀποσυνδέουν αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀποσύνδεση πραγματοποιείται σὲ μιὰ εὐρύτατη κλίμακα διαφοροποιήσεων καὶ ἀποχρώσεων, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολος ὁ «ἀφορισμὸς» τοῦ ἀκαδημαϊσμοῦ καὶ τοῦ πιετισμοῦ, δηλαδὴ ὁ διαχωρισμός τους ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἐμπειρίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας καὶ ἑνότητας. ᾿Αλλὰ καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ἀποτελοῦν τὴν πιὸ ἐπικίνδυνη ἴσως ἐπιβουλὴ αὐτῆς τῆς ἀλήθειας καὶ ἑνότητας.

᾿Απὸ τὸν ἀρειανισμὸ ὡς τὸν πιετισμό, σὲ ὅλη τὴν κλίμακα τῶν ἱστορικῶν καὶ θεωρητικῶν διαφοροποιήσεων, εἶναι φανερὸ τὸ «μονοειδές» τῶν αἱρέσεων: Ἡ ἴδια πάντοτε ἄρνηση ἢ ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἀλήθειας τῆς φύσεως, τῆς καθολικότητας τοῦ προσώπου καὶ τοῦ προσωπικοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῆς φύσεως – ἡ ἴδια ἄρνηση ἢ ἀλλοίωση τῶν πραγματικῶν (καὶ ὄχι συμβατικῶν) διακρίσεων φύσεως καὶ προσώπου, φύσεως καὶ ἐνεργειῶν.[ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΡΟΣΩΠΕΣ. ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΜΙΑΣ ΒΑΘΕΙΑΣ ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΗΣ ΦΩΝΗΣ ΠΟΥ ΞΕΣΗΚΩΝΕΙ  ΤΑ ΡΟΜΑΝΤΙΚΑ ΜΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ].

᾿Απὸ τὸν ἀρειανισμὸ ὡς τὸν πιετισμὸ ἡ κάθε αἵρεση εἶναι πάντοτε ἀναίρεση τοῦ γεγονότος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας[ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΠΑΡΑΙΤΟΥΜΕΘΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ, ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΟΧΥΡΟ ΤΟΥ ΣΩΣΜΕΝΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟΥ ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΟΥ ΜΑΝΩΛΙΟΥ ΠΟΥ ΒΑΖΕΙ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΛΛΙΩΣ].᾿Αναίρεση τοῦ «καινοῦ» τρόπου ὑπάρξεως τῆς προσωπικῆς κοινωνίας καὶ σχέσης, τῆς κοινωνίας ζώντων καὶ τετελειωμένων, ἁμαρτωλῶν καὶ ἁγίων. ᾿Αναίρεση τῆς ὑπαρκτικῆς ἑνοείδειας τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς θεανθρώπινης κτίσης καὶ ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.[ΑΥΤΑ ΔΙΑΒΑΖΕ Ο ΣΟΡΟΣ ΚΑΙ ΜΑΣ ΚΟΥΒΑΛΗΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΠΙΣΤΟΥΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΤΕΤΕΛΕΙΩΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ].

§ 6. Ἐκκλησία καὶ αἵρεση: Δυὸ ἀσύμπτωτες ὀντολογίες

Πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε στὶς τελικές θέσεις τῆς προηγούμενης παραγράφου, σχετικά μὲ τὸ θεολογικὸ ἀκαδημαϊσμὸ καὶ τὸν πιετισμό:

῾Ο ὁμολογιακὸς ἀκαδημαϊσμὸς τῆς θεολογίας καὶ ὁ πιετισμὸς εἶναι δυὸ πραγματικὲς ἀναιρέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ τοῦ ὑπαρκτικοῦ γεγονότος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας: Στὴ θέση τῆς ἀτομικῆς αὐθυπέρβασης καὶ τῆς προσωπικῆς κοινωνίας, στὴ θέση τοῦ τριαδικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως, διατηροῦν τὸν ἄνθρωπο τῆς πτώσης, τὴν τεμαχισμένη σὲ ἀτομικότητες ἀνθρώπινη φύση: τὴν ἀτομικὴ νοητικὴ ἀποδοχὴ τῆς ἀλήθειας, τὴν ἠθικά «βελτιωμένη» ἀλλὰ ὑπαρκτικὰ ἀναλλοίωτη ἀτομικότητα.[ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΣΤΙΝΟΥ(ΣΧΕΣΕΙΣ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΑΝΑΛΟΓΙΑ, ΙΕΡΑΡΧΙΑ) ΣΤΟΝ ΚΑΡΤΕΣΙΟ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟΘΩΜΙΣΜΟ ΤΟΥ ΖΙΛΣΟΝ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΚΛΕΚΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ  Η ΟΠΟΙΑ ΣΑΝ ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΝ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ.]

Ωστόσο, ἂν καὶ πραγματικὲς ἀναιρέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας καὶ ἑνότητας, ὁ ἀκαδημαϊσμὸς καὶ ὁ πιετισμὸς διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὶς παλαιότερες αἱρέσεις, γιατὶ δὲν ἀρνοῦνται οὔτε ἀμφισβητοῦν τὴν παραδεδομένη διατύπωση τῆς ἀλήθειας. Μόνο ἀποσυνδέουν αὐτὴ τὴ διατύπωση ἀπὸ τὸ ὑπαρκτικό της περιεχόμενο, διαστέλλουν τὴ διατύπωση τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ὡς ὀντολογικὴ πραγματικότητα, ὡς τρόπο τῆς ὑπάρξεως.[ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ ΚΑΙ Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ΟΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ] 

Ἔτσι ὁ θεολογικὸς ἀκαδημαϊσμὸς καὶ ὁ πιετισμὸς γίνονται ἡ βάση γιὰ μιὰ καινούργια ἀντίληψη καὶ μορφὴ ἐκκλησιαστικῆς «ἑνότητας»: ᾿Αναιροῦν τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς καὶ τὴν ὀντολογικὴ ἀλήθεια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ τὴν ὑποκαταστήσουν μὲ μιὰ ἰδεολογικὴ ὁμοιογένεια καὶ κοινότητα ἀτομικῆς πρακτικῆς εὐσέβειας. Στενώτερη ἰδεολογικὴ ὁμοιογένεια συγκροτεῖ τὶς ἐπιμέρους «ὁμολογίες», εὐρύτερη ἰδεολογικὴ ὁμοιογένεια μπορεῖ νὰ ἀποτελέση τὴ βάση τῆς «οίκουμενικῆς» ἑνότητας τῶν χριστιανῶν. Ἡ διαφοροποίηση εἶναι μόνο ποσοτική, ἀφοῦ καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις πρόκειται γιὰ ἰδεολογική συμφωνία (που συμπληρώνεται ἀπὸ μιὰ ἐξίσου ἀντικειμενικὴ ἠθικὴ) καὶ ὄχι γιὰ ὑπαρκτικό κατόρθωμα κοινωνίας καὶ ἑνότητας.

Ἡ ἰδεολογικὴ καὶ ἠθικὴ ἀντίληψη της χριστιανικῆς ἑνότητας σχετικοποιεῖ ὁπωσδήποτε τὶς «ὁμολογιακές» διαφορές. Οἱ ὁμολογιακές διαφορὲς δὲν διαφοροποιοῦν τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ μόνο τὶς ἀπόψεις καὶ «πεποιθήσεις» τους εἶναι διαφορὲς στὴν ἀκαδημαϊκὴ ἀντίληψη τοῦ δόγματος καὶ στὴν ἀντικειμενική – φορμαλιστική ἐκδοχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐθιμοτυπίας καὶ διοίκησης. Ἔτσι ἡ ἀλήθεια τῆς αἵρεσης ἢ τοῦ σχίσματος χάνει κάθε πραγματικό περιεχόμενο, περιορίζεται σὲ παραλλαγές θεωρητικῶν διατυπώσεων ποὺ μόνο οἱ εἰδικοὶ τὶς κατέχουν καὶ τὶς συζητᾶνε σὲ συνέδρια καὶ διασκέψεις, ἀνταλλάσσοντας διαξιφισμοὺς «ἐπιστημονικῶν» ἐπιχειρημάτων γιὰ νοητικά σχήματα ἄσχετα μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμπειρία τῶν ἀνθρώπων.

Οἱ ὁμολογιακές διαφορές σχετικοποιοῦνται ἀκόμα περισσότερο (ἂν δὲν ἐξαλείφονται) στὰ ὅρια τοῦ ἀδογματικοῦ πιετισμοῦ. Ὁ ἀδογματικὸς πιετισμὸς ἐξομοιώνει τὴν πνευματικότητα καὶ τὴν εὐσέβεια τῶν διαφόρων ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν, ἀνεξάρτητα καὶ ἀπὸ θεμελιώδεις ἀκόμα θεολογικὲς διαφορές. Ἡ εὐσέβεια ἑνὸς ρωμαιοκαθολικοῦ, ἑνὸς διαμαρτυρόμενου – φιλελεύθερου ἢ συντηρητικοῦ – συχνὰ καὶ ἑνὸς «ὀρθοδόξου», δὲν παρουσιάζουν μεταξύ τους οὐσιαστικές διαφορές, δὲν φανερώνει πιὰ ἡ προσωπική ζωή, ἄσκηση καὶ ἐλπίδα, τὴ βίωση τῆς σωστῆς ἢ ἀλλοιωμένης ἀλήθειας. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς Σάρκωσης τοῦ Λόγου, τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τῆς θεανθρώπινης ὑπόστασης τῆς Ἐκκλησίας, δὲν φαίνεται νὰ ἔχουν σχέση μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ βιωματικὴ εὐσέβεια τῶν χριστιανῶν – δὲν εἶναι τὸ δόγμα ὅριο καὶ περιφρούρηση τοῦ ὑπαρκτικοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας, τοῦ «καινοῦ» τρόπου τῆς ὑπάρξεως ποὺ συνιστᾶ τὴν Ἐκκλησία.[ΜΙΑ ΤΕΛΕΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ] Ὁ τύπος τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας ἐξομοιώνεται ὅλο καὶ περισσότερο σὲ ὅλες τὶς χριστιανικὲς ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες, μὲ τὸν τύπο μιᾶς «τελειότερης» ἀτομικῆς ἠθικῆς, ποὺ θεμελιώνεται νοητικὰ στὴν αὐθεντία μιᾶς ἀφηρημένης καὶ ἄσχετης μὲ τὴ ζωὴ «μεταφυσικῆς» ἀλήθειας. Διαφοροποιεῖται ἡ εὐσέβεια μόνο φαινομενολογικά, μόνο ἀπὸ τὶς παραλλαγές τῶν θρησκευτικῶν συνηθειῶν καὶ τοῦ εἴδους τῶν θρησκευτικῶν ὑποχρεώσεων.

Σιωπηλὰ καὶ ἀνεπαίσθητα, δίχως ἀντικειμενικὲς ἀμφισβητήσεις, θεολογικὲς ἀντιδικίες καὶ ἔριδες, δίχως μεταρρυθμίσεις στὴ δομὴ καὶ τὴν πράξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ὁ ὁμολογιακὸς ἀκαδημαϊσμὸς τῆς θεολογίας καὶ ὁ γενικευμένος πιετισμὸς τείνουν νὰ καταργήσουν τὴν ᾿Εκκλησία, συντηρώντας μιὰ ψευδαίσθηση «πίστης» στὶς «ἀλήθειες» της. Ἡ δυναμική μεταμόρφωση τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ μετάνοια σὲ γεγονὸς κοινωνίας καὶ σχέσης στὰ ὅρια τοῦ θεανθρώπινου σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ τριαδικός τρόπος τῆς ὑπάρξεως ποὺ ἀποκάλυψε ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ, μεταποιοῦνται σὲ ἰδεολογικὴ ὁμοιογένεια καὶ σὲ ἀντικειμενικὴ ὁμοείδεια ἀτομικῆς ἠθικῆς συμπεριφορᾶς. [Η ΜΗΤΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ]

᾿Οργανική συνέπεια εἶναι ἡ σύγχρονη κίνηση γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, τὸ διαφημιζόμενο πρωτεῖο τῆς «ἀγάπης» ποὺ πρέπει νὰ ἑνώνη τὶς ἐκκλησίες, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δόγμα ποὺ τὶς χωρίζει. Ἴσως ποτὲ ἄλλοτε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τόσες ἀγαθὲς προθέσεις, ἀνθρώπινος μόχθος καὶ ἀνιδιοτέλεια δὲν ὑπηρέτησαν μιὰ τόσο ἀλλοιωμένη εἰκόνα τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ ἔλεγε ὡστόσο κανεὶς ὅτι ἡ κίνηση αὐτὴ εἶναι σήμερα ἱστορικά δικαιολογημένη, ἀφοῦ ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν ἔχει οὐσιαστικά συντελεστή στὸ χῶρο τῆς κοινῆς ἀδογματικῆς εὐσέβειας. Αὐτὸ ποὺ χώριζε ἄλλοτε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν αἵρεση δὲν ἦταν οἱ διαφορὲς σὲ ἀφηρημένες διατυπώσεις, ἀλλὰ οἱ διαφορὲς στὴν ἔμπρακτη πίστη, δηλαδὴ στὴν ἐμπειρία τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας ποὺ διατυπωνόταν τελικὰ στὸ δόγμα.[ΔΕΝ ΟΔΗΓΟΥΣΑΝ ΣΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ, ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ,ΟΠΩΣ ΚΑΙ Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΙΡΕΣΗ] Σήμερα ἡ εὐσέβεια τείνει νὰ ἐξομοιωθῆ, ἡ ἠθικὴ ἐμπειρία ἔχει χωριστῆ ἀπὸ τὸ δόγμα,[ΣΑΝ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ] οἱ διαφορὲς ἀπόμειναν κενὲς λεκτικές διατυπώσεις ἄσχετες μὲ τὴν ἐμπειρία, ἢ διατηροῦνται σὰν ἀπλὲς παραλλαγές θρησκευτικῶν συνηθειών. Εἶναι φυσικό λοιπὸν νὰ ζητᾶνε οἱ ἐκκλησίες καὶ τὴν τυπικὴ ἕνωσή τους, τὴν ἐξάλειψη τῶν διαφορῶν στὶς θρησκευτικές συνήθειες ἢ στὶς θεωρητικές διατυπώσεις, ἀφοῦ προηγεῖται ἡ ἐξομοίωσή τους στὸ χῶρο τῆς ἀδογματικῆς εὐσέβειας, δηλαδὴ τῆς ἀτομικῆς ἠθικῆς συμπεριφορᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ αὐτονόητη βάση τοῦ ἑνωτικοῦ κινήματος στὶς μέρες μας – ἂν καὶ ὄχι πάντοτε συνειδητή.

Ἡ ἀλλοίωση τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἀφηρημένη θρησκευτικὴ ἰδεολογία καὶ ἀτομικὴ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴ συγκεκριμένη ἱστορική, κοινωνικὴ καὶ ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα ποὺ τὴν ὀνομάζουμε δυτικό ἢ τεχνοκρατικό πολιτισμό. Γίνεται φανερὸ στὶς μέρες μας, περισσότερο ἀπὸ προηγούμενες ἐποχές, ὅτι ὁ ὅρος «Δύση» καὶ «δυτικός πολιτισμός» ἀντιπροσωπεύει ένα τρόπο ζωῆς καὶ μιὰ ἀφετηριακὴ ἀνθρώπινη στάση ἀπέναντι στὴν ὕπαρξη, τὸν κόσμο καὶ τὴν Ἱστορία. Αὐτὸς ὁ τρόπος καὶ ἡ στάση ζωῆς μοιάζουν νὰ διαμορφώνωνται, τοὺς τελευταίους αἰῶνες, ἀπὸ τὸ «φιλελεύθερο» πνεῦμα τῆς ᾿Αναγέννησης καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς τεχνολογίας. Οἱ προϋποθέσεις ὅμως τῶν διαμορφώσεων αὐτῶν βρίσκονται ὁπωσδήποτε σὲ αἰῶνες προηγούμενους, καὶ συγκεκριμένα στη θρησκευτικὴ βάση ὀργάνωσης τοῦ δυτικοῦ μεσαιωνικοῦ βίου41. Οπωσδήποτε πάντως οἱ πολιτιστικὲς ἐξελίξεις στὸ χῶρο τῆς Δύσης διαμόρφωσαν τελικά προϋποθέσεις ζωῆς ποὺ βρίσκονται στοὺς ἀντίποδες τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας.

Δὲν πρόκειται γιὰ διαφορὲς ἠθικὲς ἢ θρησκευτικές, αὐτὲς συνήθως τονώνουν τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εδραιώθηκε ὡς ἱστορικὸ γεγονὸς μέσα στὸ κοινωνικὸ καὶ πολιτιστικό περιβάλλον τῆς εἰδωλολατρείας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὴ χώριζαν ὀξύτατες θρησκευτικὲς καὶ ἠθικὲς διαφορές. ᾿Αλλὰ αὐτὸ ποὺ χωρίζει σήμερα τὶς Ορθόδοξες τουλάχιστον ᾿Ανατολικὲς Ἐκκλησίες (που θέλουν νὰ παραμένουν πιστὲς στὶς ἀλήθειες τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων) ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ καὶ κοινωνικό τους περιβάλλον, εἶναι μιὰ διαφορὰ ἀσύγκριτα πιὸ ριζικὴ καὶ θεμελιώδης: Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ δυὸ ἀσύμπτωτες ὀντολογίες, σὲ δυὸ ἀντιθετικὲς ἀφετηριακὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴ γνώση τῆς ἀλήθειας καὶ γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ νοήματος τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς Ἱστορίας. Καὶ ἀκόμα σαφέστερα καὶ ἀπερίφραστα: Ἡ διαφορὰ ποὺ χώριζε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν ἀρχαιοελληνικὸ καὶ ρωμαϊκό πολιτισμό δὲν ἦταν τόσο ριζικὴ καὶ θεμελιώδης ὅσο ἡ ὀντολογική διαφορὰ ποὺ τὴ χωρίζει ἀπὸ τὸν «χριστιανικό» πολιτισμὸ τῆς Δύσης σήμερα – τὸ μόνο πολιτισμὸ ποὺ μπορεῖ πραγματικὰ νὰ διεκδικήση τὸν τίτλο τῆς παγκοσμιότητας42.

Ὁ δυτικός πολιτισμός θεμελιώνεται σὲ μιὰν ὀντολογία ποὺ θεωρεῖ ὡς ὑπαρκτὸ μόνο ὅ,τι ἀνταποκρίνεται σὲ μιὰ ὁρισμένη λειτουργία τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς, λειτουργία ποὺ περιορίζει τὴ γνώση στὴν ἀριθμητικὴ ἀντικειμενοποίηση τῆς ἀλήθειας, μὲ ἀποκλειστικό στόχο τὴν ὑποταγὴ τῆς φυσικῆς πραγματικότητας στὴν ἀνθρώπινη βούληση καὶ ἐπιθυμία43. Ἡ παραθεώρηση τῆς ἀλήθειας τοῦ προσώπου ἀπὸ τὴ δυτική (ρωμαιοκαθολικὴ καὶ προτεσταντική) θεολογία ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν ἄρνηση τοῦ δυναμικοῦ χαρακτήρα τῆς γνώσης ὡς καθολικῆς προσωπικῆς σχέσης, περιορίζει τὶς δυνατότητες τῆς γνώσης στὴ σύμπτωση τῆς ἔννοιας μὲ τὸ νοούμενο (adaequatio rei et intellectus)44. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ἀντικειμενοποιεῖται σὲ νοητικά σχήματα ἐννοιολογικῶν ταυτίσεων, ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμπειρία καὶ τὴ βιωματικὴ ἀμεσότητα. Τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς παύει νὰ εἶναι ἡ ἀντικειμενικὰ ἀπροσδιόριστη ἔκπληξη ἑνὸς δυναμικοῦ «γίγνεσθαι»[ΠΡΟΣ;]. Περιορίζεται καὶ ἐξαντλεῖται σὲ κλειστὲς νοητικές κατηγορίες, στὸν ἐννοιολογικό προσδιορισμὸ «ὀντικῶν» οὐσιῶν ἢ φύσεων. Δὲν εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς οὐσίας ἢ φύσης ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν οὐσία ἢ φύση. Ἡ φύση δὲν γίνεται γνωστὴ καὶ μεθεκτὴ ὡς ὑπαρκτικό γεγονός, ὡς προσωπικὴ ἑτερότητα ἢ ἑτερότητα προσωπικῆς ἐνέργειας. ᾿Αλλὰ συλλαμβάνεται νοητικά ἡ φύση καθεαυτὴν ὡς κοινότητα γνωρισμάτων, ὡς ἀντι-κείμενη ὀντικὴ πραγματικότητα.[ΑΛΛΟ Η ΦΥΣΗ, ΑΛΛΟ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ. ΚΑΘΟΤΙ Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ, Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ;]

Ο δυτικός πολιτισμός θεμελιώνεται σὲ μιὰν ὀντολογία ποὺ προϋποθέτει ἢ τὴν ἀπόλυτη (νοητική) προτεραιότητα τῆς φύσης - οὐσίας σὲ σχέση μὲ τὴν (ἀτομική) ὕπαρξη, ἢ τὴν ἀντιστροφὴ αὐτῆς τῆς «μεταφυσικῆς» (δηλαδή θεμελιώδους ἢ ἀξιωματικῆς) ἀρχῆς – ἀντιστροφὴ ποὺ ἀρνεῖται τὴν ἀντικειμενικότητα τῶν οὐσιῶν, ἐξαντλώντας τὴν ἀλήθεια κάθε ὑπαρκτῆς πραγματικότητας στὸ γεγονὸς τῆς χρονικῆς «φανέρωσης», δηλαδή τῆς ἀνάδυσης ἀπὸ τὸ μηδέν45.[ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΑΥΤΙΣΤΗΚΑΝ ΜΕ ΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΠΝΙΞΑΝ ΤΟ ΡΗΜΑ, ΤΟ ΕΙΝΑΙ. ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ ΠΡΟΣΘΕΤΩ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΡΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΜΟΥ.]

Ἔτσι ὁ Θεὸς εἶναι ἢ ἡ ἀπόλυτη καὶ ὑπέρτατη Οὐσία, οὐσία ὀντικὴ ὡς νοητικὴ σύλληψη, ἂν καὶ ἀπόλυτα ἐνεργητική (actus purus) – ἀνώτατο Ον, αὐτοαιτία καὶ αἰτία τῶν ἄλλων ὄντων – ἢ εἶναι τὸ κενὸ μιᾶς ἐξίσου ἀπόλυτης ὀντικῆς ἀπουσίας ποὺ ἐπιτρέπει τὴ «μεταφυσικὴ» ἀπολυτοποίηση τῆς κοσμικῆς πραγματικότητας καὶ τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι. Καὶ ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη εἶναι ἐπίσης ἢ μιὰ ὀντικὴ ἀτομικότητα, μονάδα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς οὐσίας (animal rationale) ποὺ ἐξαντλεῖ τὴν ὑπαρκτική της ταυτότητα στὴ νοητικὴ ἱκανότητα (cogito ergo sum), ἢ εἶναι μιὰ ἀτομικότητα ποὺ αὐτοπροσδιορίζεται ἀπὸ τὴν ὑπαρξιακὴ αὐτοσυνειδησία τῆς χρονικῆς ἐνθαδικότητας ἢ τοῦ ψυχολογικοῦ καὶ κοινωνικοῦ ἐγὼ-φορέα τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης.

Μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὶς θεωρήσεις ἀντικειμενοποιεῖται ἀναπόφευκτα καὶ ὁ κόσμος σὲ μιὰν ἀπόσταση οὐσιαστικῆς ὀντικῆς ἢ φαινομενικῆς αὐτοτέλειας. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀντι-τίθεται στὴν οὐσιαστικὴ ἢ φαινομενική πραγματικότητα τοῦ κόσμου· ἡ μόνη δυνατή σχέση μὲ τὸν κόσμο, καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, εἶναι ἡ ὑποταγὴ τοῦ κόσμου στη νοητικὴ ἱκανότητα τοῦ ὑποκειμένου. Ο κόσμος δὲν εἶναι ὁ λόγος-φανέρωση μιᾶς προσωπικῆς δημιουργικῆς Ἐνέργειας, ἀλλὰ τὸ ἀπρόσωπο «χρήμα» - ἀντικείμενο χρήσης καὶ ἱκανοποίησης τῶν ἀνθρώπινων ἀναγκῶν καὶ ἐπιθυμιῶν46. Στὴν ὀντολογικὴ αὐτὴ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου (στὸν ἄνθρωπο ἄτομο καὶ στὸν κόσμο «χρήμα») βασίζεται ὁλόκληρο τὸ κοινωνικό - πολιτικὸ οἰκοδόμημα τοῦ δυτικοῦ ἢ τεχνοκρατικοῦ πολιτισμοῦ.[ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡΙΑΝΟ]

Ὁ θεολογικὸς ἀκαδημαϊσμὸς καὶ ὁ πιετισμὸς εἶναι οἱ ἀναπόφευκτες θρησκευτικές συνέπειες τῆς ὀντολογικῆς θεώρησης ποὺ χαρακτηρίζει καὶ θεμελιώνει τὸ δυτικό πολιτισμό. Ἡ δυτικὴ ὀντολογία καθιερώνει μιὰ ἀτομοκεντρική στάση ζωῆς ἢ τρόπο ζωῆς: Τὴν ἀπόλυτη προτεραιότητα τῆς συλλογιστικῆς ἱκανότητας τοῦ ὑποκειμένου, τῶν κοινωνικῶν καὶ πολιτικῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀτόμου, τῶν ἀτομικῶν ἰδεολογικῶν προτιμήσεων, τῶν ὑποκειμενικῶν μεταφυσικῶν θεωρήσεων. Ἡ γνώση ὑποτάσσεται στὶς ἀτομικὲς ἀπαιτήσεις χρησιμότητας καὶ εὐζωίας, δηλαδή στη χρησιμοθηρική σκοπιμότητα τῆς τεχνικῆς ἢ στὴ σκοπιμότητα τῆς ὀργανωτικῆς ἀποδοτικότητας τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν. ᾿Αναπόφευκτη συνέπεια καὶ ὀργανικὸ ἐπακόλουθο εἶναι καὶ ἡ ὑποταγὴ τῆς θρησκευτικότητας σὲ αὐτὸ τὸν ἀτομοκεντρικό τρόπο ὑπάρξεως καὶ ἀρθρώσεως τοῦ κοινωνικοῦ βίου: οἱ ἀτομικὲς θρησκευτικές πεποιθήσεις, ἡ ἀτομικὴ ἠθική, ἡ ἀτομική σωτηρία.

Ὁ ἀτομοκεντρικός τρόπος ὑπάρξεως ποὺ ἐπιβάλλεται στὰ ὅρια τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ὑπεραγορᾶς καὶ τῆς κατανάλωσης, ἀναιρεῖ ριζικὰ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας δίχως νὰ μάχεται ἢ νὰ ἀλλοιώνη τὴ διατύπωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας.[ΤΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΧΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΠΟΥ ΕΠΙΤΑΣΣΕΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ; ΔΗΛ. ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ; ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΥΠΑΡΞΕΩΣ;] Ἡ ἀλήθεια παύει νὰ εἶναι ἐμπειρικὸ γεγονὸς καθολικῆς σχέσης, μεταβάλλεται σὲ ἀντικείμενο τῆς διάνοιας. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κόσμος καὶ ὁ Θεός, ἀντικειμενοποιοῦνται σὲ ἀπρόσωπες «ἀξίες» ὑπηρετικὲς τοῦ ἀτόμου, «ἀξίες» ἠθικῆς ἢ οἰκονομικῆς χρησιμότητας. [ΟΠΟΤΕ; Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ ΑΛΛΑ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ; Ο ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ 70 ΧΡΟΝΙΑ ΥΠΗΡΞΕ ΜΙΑ ΙΕΡΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ; ΕΝΑΣ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΕ ΤΟΥΣ ΟΠΑΔΟΥΣ ΤΟΥ; ΤΕΤΟΙΑ ΝΤΡΟΠΗ ΟΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ;] Ο Θεὸς εἶναι μιὰ «ἀξία» κοινωνικῆς ὠφελιμότητας ἢ ἀτομικῆς ψυχολογικῆς διευκόλυνσης, ὅπως εἶναι καὶ ὁ κόσμος ἕνα σύνολο οἰκονομικῶν «ἀξιῶν» γιὰ ἀτομικὴ κατανάλωση, καὶ ὅπως εἶναι ὁ ἄνθρωπος μιὰ «ἀξία» παραγωγικὴ εὐζωίας. Ἡ ἀλλοίωση τῆς ὑπαρκτικῆς ἀλήθειας σὲ ἀξιολογική ἀποτίμηση μπορεῖ νὰ ἐντάσσεται τόσο σὲ μιὰ ὑλιστικὴ ὅσο καὶ σὲ μιὰ ἰδεαλιστικὴ «κοσμοθεωρία», σὲ ἄρνηση ἢ σὲ ἐξαιρετική προσήλωση στὴν παραδεδομένη θρησκευτικότητα καὶ στὶς διατυπώσεις τῆς ἀλήθειας της. ᾿Αλλὰ αὐτὲς οἱ διατυπώσεις ἀντικειμενοποιοῦνται, ὑποτάσσονται στὴν ἀτομικὴ διανοητικὴ ἱκανότητα ἢ στὴν ἀτομικὴ ψυχολογικὴ αὐθαιρεσία.[ΤΙ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ Ο ΝΕΟΣ; ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ; ΕΝΑΣ ΕΛΕΕΙΝΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ;]

Ἡ ὑποταγή κατορθώνεται μὲ τὴν οὐδετεροποίηση τῆς ἀλήθειας σὲ ἔννοιες. Οὐδετεροποιημένες ὑπαρκτικὰ οἱ ἔννοιες ἐξασφαλίζουν τὴν «ἀντικειμενικότητα» τῆς ἀλήθειας, δίχως νὰ ἀναιροῦν τὸν ἐγκλωβισμό στὴν τέλεια ὑποκειμενικότητα. Ὁ ἐγκλωβισμὸς στὴν τέλεια ὑποκειμενικότητα καὶ ἡ ταυτόχρονη ἀναζήτηση ἀπόλυτης ἀντικειμενικότητας εἶναι τὸ τυπικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου που διαμορφώνει ὁ δυτικός πολιτισμός. (Καὶ ὁ Kant εἶναι μᾶλλον ἡ εὐφυέστερη περίπτωση στὴν προσπάθεια γιὰ τὴν ἄρση τῆς φαινομενικῆς ἀντίθεσης ἀνάμεσα στὴν ὑποκειμενικότητα καὶ τὴν ἀντικειμενικότητα)47. ῾Η ἀντικειμενικότητα τῆς ἀλήθειας προϋποθέτει τὴ συμβατικὴ ταυτότητα τῶν ὑποκειμενικῶν κατανοήσεων ἢ τῶν ψυχολογικῶν καὶ συνειδησιακῶν βιωμάτων. ᾿Αντικειμενικά «σημεῖα» (signes) τῆς συμβατικῆς αὐτῆς ταυτότητας εἶναι οἱ ἔννοιες (concepts). 

Ο Heidegger ἔδειξε μὲ συνέπεια ὅτι ὁ «θάνατος τοῦ Θεοῦ» στὰ ὅρια τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς «ἀποεννοιοποίησης» (Verbegrifflichung) τῶν θρησκευτικῶν ἐμπειριῶν, εἶναι δηλαδὴ ἔργο τῆς ἴδιας τῆς δυτικῆς θεολογίας που μετέβαλε τὸν Θεὸ τῆς προσωπικῆς σχέσης καὶ κοινωνίας σὲ ἀφηρημένο ὑπερβατικὸ ἀντικείμενο διανοητικῶν ἀναζητήσεων καὶ σὲ ἀπρόσωπη ἀρχὴ ἠθικῆς αὐθεντίας 48.[ΧΕΣΤΗΚΑΜΕ ΦΙΛΤΑΤΕ. ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ!!! ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ; ΚΛΑΙΜΕ ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΑ. ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΟΣ ΑΥΤΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕ ΤΑ ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ; ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΛΕΩΝ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ; Ο ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ ΜΑΚΙΓΙΕΡ ΤΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΟΥ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΟΣ; Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΠΟΥ ΤΟ ΞΕΣΗΚΩΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΦΟ;]

Στὰ ὅρια τοῦ κοινωνικοπολιτικοῦ οἰκοδομήματος ποὺ θεμελιώνουν οἱ ὀντολογικὲς προϋποθέσεις τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, καλοῦνται σήμερα οἱ ᾿Ορθόδοξες τουλάχιστον Ἐκκλησίες νὰ βιώσουν καὶ νὰ φανερώσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου που ὡς προσωπικὴ ἑτερότητα, δηλαδὴ ὡς γεγονὸς κοινωνίας καὶ σχέσης, καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ κόσμου ὡς δυναμικὰ ἐνεργούμενη ἐρωτικὴ κλήση τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ γιὰ κοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸν ἄνθρωπο: Νὰ φανερώσουν οἱ Ὀρθόδοξες Εκκλησίες μιὰν ὀντολογία, δηλαδὴ ἕνα τρόπο ὑπάρξεως, ποὺ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς ἀτομοκρατίας καὶ τῆς ἀντικειμενοποίησης, καὶ ποὺ συγκεφαλαιώνει τὴν ἀλήθεια τοῦ Εἶναι, τὴν ἀλήθεια καὶ γνησιότητα τῆς ὕπαρξης, στὸν ἔρωτα τῆς τριαδικής κοινωνίας καὶ στὴ δυναμική πραγμάτωσή του στὰ ὅρια τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων, στὸ γεγονὸς τῆς σχέσης τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου.[ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ, ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑ]

Οπωσδήποτε, δὲν εἶναι τὸ θέμα αὐτῆς ἐδῶ τῆς συγγραφῆς νὰ ἀναλύση εὐρύτερα τὶς διαφορὲς ἀνάμεσα στὴν ὀντολογία ποὺ προϋποθέτει ὁ δυτικὸς ἢ καταναλωτικός πολιτισμὸς καὶ στὴν ὀντολογία ποὺ προϋποθέτει ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια καὶ ζωή[ΒΛΕΠΕ ΖΗΖΙΟΥΛΑ]49. Τὸ θέμα ἐδῶ εἶναι νὰ δοῦμε κυρίως τὶς συνέπειες ποὺ ἔχει ἡ ἱστορικὴ συνύπαρξη αὐτῶν τῶν ἀσύμπτωτων ὀντολογιῶν, συνέπειες στὸ συγκεκριμένο θέμα τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, στη συγκεκριμένη φανέρωση, μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο, τῆς ἀλήθειας γιὰ τὴν κοινωνία τῶν προσώπων, τὸν τριαδικό τρόπο τῆς ὑπάρξεως ποὺ ἀποκάλυψε ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου.[Η ΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΔΕΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟ, ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. ΓΥΡΙΣΤΕ ΠΙΣΩ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ. ΞΕΧΝΩΝΤΑΣ ΟΤΙ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΕ ΤΗ ΡΟΜΦΑΙΑ ΚΛΕΙΝΕΙ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΘΑ ΕΙΣΕΛΘΟΥΝ ΜΕ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ]
Αν όμως δεχόμαστε πὼς μιὰ ὀντολογία[ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ] δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα σύστημα ἀφηρημένων ἰδεῶν καὶ ἀπόψεων, ἀλλὰ ἀφετηριακὴ ἐκδοχὴ τῆς ὕπαρξης καὶ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ἀποδοχή της διαμορφώνει ἕνα τρόπο ζωῆς καὶ ἑπομένως ἕνα πολιτισμό, τότε πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν ἱστορικο - κοινωνικὴ συνύπαρξη δυὸ ἀσύμπτωτων ὀντολογιῶν; [ΜΕ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΣΑΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ . Η ΟΠΟΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΗΔΗ ΤΟΝ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟ ΛΑΚΑΝΟΝΤΟΛΜΑ]. Αν ἡ Ἐκκλησία εἶναι γεγονός κοινωνίας καὶ δημιουργία κοινωνίας, ἂν ἡ ἀλήθεια της ἀντιπροσωπεύει τὶς ὀντολογικὲς προϋποθέσεις ἑνὸς συγκεκριμένου τρόπου ὑπάρξεως ποὺ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς ἀτομοκρατίας καὶ τῆς ἀντικειμενοποίησης, τότε πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ μιλᾶμε γιὰ συνύπαρξη κοινωνικό - ιστορικὴ τῆς ᾿Εκκλησίας μὲ τὴν καταναλωτική κοινωνία, μὲ τὴν ὀρθολογική ρύθμιση δικαιωμάτων καὶ ὑποχρεώσεων στὰ ὅρια τῆς συμβατικής συμβίωσης ἀπρόσωπων ἀτόμων; [ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΤΗΣ Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ]

᾿Ακριβῶς ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ θρησκευτικὴ ἰδεολογία, ἀλλὰ ἡ ἀδιάκοπη πρόσληψη τῆς σάρκας τοῦ κόσμου καὶ ἡ μεταμόρφωση αὐτοῦ τοῦ προσλήμματος σὲ θεανθρώπινη σάρκα τοῦ Χριστοῦ[ΘΕΟΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ], γι' αὐτὸν τὸ λόγο ἡ ὀντολογικὴ ἀλήθεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καὶ κοινωνίας δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ «συνυπάρχη» παθητικὰ μὲ ἕνα πολιτισμὸ ἀτομοκεντρισμοῦ καὶ ἀντικειμενοποίησης. Ἡ Ἐκκλησία ζῆ καὶ λειτουργεῖ μόνο ἐφόσον προσλαμβάνει ἀδιάκοπα καὶ δυναμικὰ τίς ἀτομοκεντρικὲς καὶ ἀντικειμενοποιημένες ὑπάρξεις γιὰ νὰ τὶς μεταμορφώση σὲ ἑνότητα ζωῆς, προσωπικῆς σχέσης καὶ κοινωνίας.[ΣΕ ΠΟΙΜΝΙΟ] ᾿Αλλὰ αὐτὸ σημαίνει ὅτι σὲ ἱστορικο - κοινωνικὸ ἐπίπεδο ἡ ζωὴ καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας λειτουργεῖ σὰν ριζικὴ καὶ ἄμεση ἄρνηση ἡ ὑπονόμευση τοῦ πολιτιστικοῦ «συστήματος» τῆς ἀτομοκρατίας καὶ τῆς ἀντικειμενοποίησης.[ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ] Διαφορετικά, ὑποτάσσεται ἡ Ἐκκλησία στὸν τρόπο ζωῆς ποὺ ἐπιβάλλει τὸ «σύστημα», γιὰ νὰ ἀλλοτριωθῆ ἡ ἴδια καὶ σὰν γεγονὸς ἀλήθειας καὶ σωτηρίας, καὶ σὰν θεσμικὴ ἔκφραση καὶ φανέρωση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος.[ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. ΑΡΚΕΙ ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΟΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΤΣΙΦΛΙΚΑΔΕΣ ΜΕ ΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΠΡΟΒΑΤΑ]

Θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθῆ κανεὶς ὅτι ὁ τρόπος λειτουργίας τῶν θεσμῶν καὶ δομῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος εἶναι ἕνας ἐξαιρετικὰ εὐαίσθητος δείκτης τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κοσμικοῦ προσλήμματος ἢ τῆς ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὸ κοσμικό πρόσλημμα. Στὴ διάρκεια τῶν ὀκτὼ πρώτων αἰώνων ἡ ὀντολογικὴ ἀλήθεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καὶ κοινωνίας βρῆκε τὴ συγκεκριμένη ἱστορικὴ (θεσμικὴ καὶ ὀργανωτική) φανέρωσή της «ἐπὶ τῇ βάσει τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς, ἤτοι τῆς ἀρχῆς τῆς προσαρμογῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικητικῶν ἑνοτήτων πρὸς τὰς ἀντιστοίχους πολιτικάς»50. Ἡ ἱεραρχικὴ ἄρθρωση τῆς «κατὰ τὴν οἰκουμένην καθολικῆς Ἐκκλησίας», δηλαδὴ ἡ ὁρατὴ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, πραγματοποιήθηκε πάνω στὴ βάση τῆς πολιτικῆς ἑνότητας τοῦ ρωμαϊκοῦ imperium.

Οπωσδήποτε, ἡ ἀντίληψη τῆς οἰκουμενικῆς πολιτικῆς ἑνότητας ποὺ ἐνσάρκωνε τὸ ρωμαϊκὸ imperium ὡς τὸν 13ο περίπου αἰώνα, ἀντιπροσώπευε μιὰ ἐκδοχὴ τῆς «οἰκουμένης» κυρίως ποιοτική, δηλαδὴ μιὰ ὁρισμένη τάξη πραγμάτων, ἕνα τρόπο πολιτιστικῆς συνύπαρξης ποὺ ἔβρισκε τὴν ἔκφρασή του ἀρχικὰ στὴν pax romana καὶ ἀργότερα στὴν pax christiana51. Ἡ ποιοτικὴ ἐκδοχὴ τῆς οἰκουμένης διέσωζε ἀκόμα τότε τὴν ἀρχαϊκὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν κόσμο (τὸ φυσικό κόσμο καὶ τῶν ἀνθρώπων τὸν κόσμο) ὡς κόσμημα ἁρμονίας καὶ τάξης – τὸ ἀντίθετο τῆς ἀκοσμίας, ἀμορφίας καὶ ἀταξίας ποὺ εἶναι ἡ ἐκτὸς τῆς «οἰκουμένης» βαρβαρότητα, ἀναιρετικὴ τῶν δυνατοτήτων τῆς «κατ᾿ ἀλήθειαν» ζωῆς52.

Ἡ ἱεράρχηση καὶ διοικητικὴ διάρθρωση τῆς «κατὰ τὴν οἰκουμένην καθολικῆς Ἐκκλησίας» βασίστηκε στὴν ἱεράρχηση τῶν διοικητικῶν καὶ πολιτιστικῶν κέντρων τοῦ imperium. Ἔτσι προέκυψε τὸ μητροπολιτικό σύστημα καὶ ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν53, χωρὶς ὅμως νὰ ἐξαντλῆται τὸ περιεχόμενο τῶν θεσμῶν στὶς ἱστορικὲς καὶ πολιτικές συγκυρίες. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑποτάχθηκε στὸ πρόσλημμα τῆς πολιτικῆς διάρθρωσης τοῦ imperium, ἀλλὰ μεταμόρφωσε τὸ πρόσλημμα σὲ δική της ἀλήθεια καὶ ἀποκάλυψη.[ΜΕ ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΟΤΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΖΗΣΕ ΕΝΩΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΙΚΟΥ ΦΡΟΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ. ΑΠΟ ΔΩ ΤΟ ΕΜΒΟΛΙΟ ΑΠΟ ΔΩ Ο ΤΑΦΟΣ] Ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας βασίστηκε στὴν ἱεράρχηση τῶν ἐπαρχιακῶν πολιτικῶν κέντρων στὰ ὁποῖα συγκεντρωνόταν ὁ πολιτικός, οἰκονομικός καὶ πνευματικὸς βίος τῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ σάρκα τοῦ θεσμοῦ ταυτίστηκε μὲ τὸ λόγο καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς βιώσεως τῆς Ἱεραρχίας. Γιατὶ ἡ ἱεραρχικὴ ἄρθρωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν προβαδισμάτων καὶ τῶν πρωτείων τιμῆς, ποὺ εἶναι πρωτεία θυσιαστικῆς ἀγάπης καὶ εὐθύνης γιὰ τὴν ἑνότητα στὸ δόγμα καὶ τὴ λατρεία, δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία πρόβλημα ἁπλῶς ὀργανωτικό, ἀλλὰ πρόβλημα ἀλήθειας καὶ πίστεως. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία «ἱεραρχία ἐστὶ τάξις ἱερὰ καὶ ἐπιστήμη καὶ ἐνέργεια πρὸς τὸ θεοειδές ὡς ἐφικτὸν ἀφομοιουμένη καὶ ἀναλόγως ἐπὶ τὸ θεομίμητον ἀναγομένη»54. Καὶ «τάξις ἱεραρχίας ἐστὶ τὸ τοὺς μὲν καθαίρεσθαι, τοὺς δὲ καθαίρειν καὶ τοὺς μὲν φωτίζεσθαι, τοὺς δὲ φωτίζειν καὶ τοὺς μὲν τελεῖσθαι, τοὺς δὲ τελεσιουργεῖν»55.[ΕΜΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΙΝΗΣΑΜΕ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ ΠΗΓΕ. ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΑΝ ΑΡΧΗ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΠΕΛΩΝΕΙ Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ Η ΕΙΔΩΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΤΡΙΤΟΝΟΜΙΟ]

Ἡ ἱεραρχικὴ αὐτὴ ἄρθρωση τῆς ἀγαπητικῆς-κενωτικῆς ἀντιμεταδόσεως τῆς ἀλήθειας ὑπερβαίνει οὐσιαστικὰ τὴ διοικητική-ὀργανωτική σκοπιμότητα καὶ συνιστᾶ τὴν ὀντολογική φανέρωση τῆς ᾿Εκκλησίας, τὸν τρόπο ὑπάρξεώς της - ἀποκαλύπτει τὴν ᾿Εκκλησία ὡς εἰκόνα τῆς τριαδικῆς «θεαρχικῆς ὡραιότητος», φανερώνει «τὴν θειοτάτην εὐπρέπειαν» τῆς «οὐρανίου ἱεραρχίας»[ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ ΔΕΝ ΡΙΣΚΑΡΕΙ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ]. Καὶ ἀποτυπώθηκε ἡ «ἱερὰ τάξις» καὶ «καθόλου διακόσμησις» τῆς θεοειδοῦς ἱεραρχίας στη συμβολικὴ τῆς λατρείας καὶ στὶς «κανονικές» προϋποθέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐρυθμίας καὶ στὴν κοσμολογική σύνθεση ποὺ ἐκφράζει ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῶν ναῶν καὶ ἡ διάρθρωση τῶν ζωνῶν τῆς εἰκονογραφίας56. Κυρίως ὅμως ἀποτυπώθηκε στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο λειτούργησε ἡ διοικητικὴ ἐκ-κλησιαστικὴ ἱεραρχία στὴν πράξη τῶν ἑπτὰ Οικουμενικῶν Συνόδων που παραμένουν μέτρο καὶ ὁρισμὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας. Οἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι δὲν ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος ἀντικειμενοποιημένου ἀλάθητου κώδικα διατυπώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ συνιστοῦν τὸν πάντοτε παρόντα στὴν Ἐκκλησία τρόπο «ὁρισμοῦ» τῆς ἀλήθειας ἔναντι τῆς ψευδωνύμου γνώσεως καὶ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας ἀποτελεῖ τὴν ἱστορικὴ σάρκα. Καὶ ἂν ἀκόμη πάψουν νὰ ὑφίστανται σὰν πόλεις ἡ Ρώμη καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ ᾿Αλεξάνδρεια καὶ ἡ ᾿Αντιόχεια καὶ ἡ Ἱερουσαλήμ, δὲν θὰ πάψουν ὡστόσο νὰ ἀποτελοῦν παρούσα καὶ ζωντανὴ ἐκκλησιαστική πραγματικότητα, νὰ συνιστοῦν τὶς συντεταγμένες λειτουργίας τοῦ τρόπου «ὁρισμοῦ» τῆς ἀλήθειας ἔναντι τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ὅπως φανέρωσαν αὐτὸ τὸν τρόπο οἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. [ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΘΡΑΣΥΔΕΙΛΟΥΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΡΟΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΝΟΜΙΖΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΘΑ ΠΛΑΣΣΑΡΟΥΝ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ]

Σημειώσεις


21. Ὁ τῆς σωζούσης πίστεως ἀποτμηθεὶς ἀκέφαλος ἂν εἴη κατὰ τὸν Γολιάθ, διὰ τῆς ἰδίας μαχαίρας, ἣν κατὰ τῆς ἀληθείας ἐθήξατο, τῆς ἀληθινῆς κεφαλῆς μεριζόμενος. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Κατὰ Εὐνομίου Π. 6 - Ἔκδοση Jaeger, τόμος 1, σελ. 228, 1-3.
22. Η διατύπωση εἶναι τοῦ Igor CARUSO: Ψυχανάλυσις καὶ σύνθεσις τῆς ὑπάρξεως, Μτφρ. Α. Π. Καραντώνη, ᾿Αθῆναι 1953, σελ. 76 - 77 : Η αίρεσις εἶναι μία ἀπολυτοποίησις ἐπὶ μέρους ἀληθειῶν καὶ συνακολουθεῖται ἀναγκαστικῶς ἀπὸ τὴν σχετικοποίησιν τοῦ ἀπολύτου. ... ᾿Ακόμη καὶ ὑπὸ τὴν θεολογικὴν ἔννοιαν τῆς λέξεως, μία δογματική αἵρεσις δὲν εἶναι μόνον μία ὀρθολογιστικὴ ὑπόθεσις. Μία αἱρετικὴ ἄποψις οὐδέποτε εἶναι μόνον ὑπόθεσις τῆς διανοίας… Επηρεάζει τὸ ὅλον κοσμοείδωλον, τὸ ὁποῖον διὰ τῆς αἰρέσεως «παραφρονεῖ»... Μία δογματική αἵρεσις δὲν ἔχει μόνον θρησκευτικὴν σημασίαν, ἀλλ' εἶναι μία ἐσφαλμένη στάσις εἰς ὅλα τὰ πεδία τῆς ζωῆς... Ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι μία, ἡ αἵρεσις εἶναι μία διάσπασις τῆς ἀληθείας, μία ἐπὶ μέρους ἀλήθεια. - Στὸν ἴδιο ὁρισμὸ συμπίπτει καὶ ἡ κοινωνιολογική θεώρηση τῆς αἵρεσης ἀπὸ τὸν Cornelius CASTORIADIS: L' institution imaginaire de la société, Paris (Seuil) 1975, σελ. 16 : Le mot secte pour nous n'est pas un qualificatif, il a un sens sociologique et historique précis... Une secte est un groupement qui érige en absolu un seul côté, aspect ou phase du mouvement dont il est issu, en fait la vérité de la doctrine et la vérité tout court, lui subordonne tout le reste et, pour maintenir sa «fidélité» à cet aspect, se sépare radicalement du monde et vit désormais dans «son» monde à part. [Μια αίρεση είναι μια ομάδα που απολυτοποιεί μια μόνο πλευρά, άποψη ή φάση του κινήματος από το οποίο προέρχεται, την καθιστά την αλήθεια της διδασκαλίας και την αλήθεια γενικά, υποτάσσει σε αυτήν τα υπόλοιπα και, για να διατηρήσει την "πίστη" της σε αυτήν την άποψη, απομακρύνεται ριζικά από τον κόσμο και πλέον ζει στον "δικό της" ξεχωριστό κόσμο.»]
23. Πρβλ. Ιωάννου ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Ἡ ἐνότης τῆς ᾿Εκκλησίας ἐν τῇ θεία Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ ᾿Επισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, Ἐν ᾿Αθήναις 1965, Κεφ. Β΄ § 2, σελ. 110 κ.ε.
24. Βλ. Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Έρως, σελ. 287.
25. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, ᾿Αντιρρητικός 3, 34 - P. G. 99, 405A.
26. B2. Étienne GILSON, La Philosophie au Moyen Age, Paris (Payot) 1962, σελ. 589 - 590. – Το Πρόσωπο καὶ ὁ Έρως, σελ. 38.
27. BX. THOMAS DE AQUINO, Summa Theologica I-ΙI, 62 1.–М.-D. CHENU, La théologie comme science au XIII siècle, Paris (Vrin) 1969, σελ. 42. – Το Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, σελ. 270 – Martin GRABMANN, Die Geschichte der scholastischen Methode, Graz (Akadem. Druck) 1957, τόμος 11, σελ. 281 κ. ε.
28. Ἡ προσθήκη τοῦ Filioque καὶ ἡ ἀπόρριψη τῆς διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν βρίσκονται σὲ ἀμοιβαία αἰτιώδη ἀλληλεξάρτηση: Η σύγχυση τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων μὲ τὴν κοινὴ ἐνέργεια τῶν τριῶν Ὑποστάσεων -σύγχυση τῆς ἐκπόρευσης μὲ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ᾿Αγίου Πνεύματος- ὑποδηλώνει ἄμεσα τὴν ταύτιση οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν: Ἡ ἀποστολὴ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος στὸν κόσμο δὲν εἶναι πιὰ κοινὴ «πρὸς τὰ ἔξω» ἐνέργεια τῶν τριῶν θείων Ὑποστάσεων, ἀλλὰ «πρὸς τὰ ἔσω» προσδιορισμὸς τῆς Θεότητας, δηλαδὴ «ἐσωτερικὴ σχέση» τῆς θείας Οὐσίας γι' αὐτὸ καὶ ταυτίζεται μὲ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἐσωτερικὴ αὐτὴ σχέση τῆς οὐσίας εἶναι αἰτιώδης καὶ προσδιοριστικὴ τοῦ ἑνὸς παράγοντος τῆς σχέσης, ἀναπόφευκτα ἡ ἐκπόρευση ἀναφέρεται στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υιό (ex patre filioque). Ἔτσι οἱ τρεῖς θεῖες Ὑποστάσεις δὲν ἔχουν ἀπὸ μιὰ ξεχωριστή προσωπική θέληση καὶ ἐνέργεια ποὺ ὠστόσο ἀποκαλύπτεται μόνο ὡς κοινή τριαδική φανέρωση (ἀφοῦ ὁ τρόπος τῆς ὑπάρξεως εἶναι ἡ προσωπικὴ ἀλληλοπεριχώρηση καὶ ἑνότητα τῆς ἀγάπης). ᾿Αλλὰ τὸ ἐνιαῖο πῶς τῆς προσωπικῆς ἐκφορᾶς τῶν φυσικών θελημάτων καὶ ἐνεργειών ταυτίζεται μὲ τὸ τί τῆς φυσικῆς ἐνέργειας: Ἡ ἐνέργεια ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὰ πρόσωπα, παύει νὰ εἶναι πραγματικὴ φανέρωση, ἀποκαλυπτικὴ τῆς ἑτερότητας τῶν προσώπων. Αναφέρεται μόνο στὴν οὐσία σὰ νοητικὸς προσδιορισμός, προσδιορίζοντας τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι ἡ οὐσία (actus purus). Καὶ ὁ προσδιορισμὸς τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι ἡ οὐσία σημαίνει τὴν ἀποεννοιοποίηση τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῆς οὐσίας, δηλαδὴ τὸν ὑποβιβασμὸ τῆς πραγματικότητας τῶν προσώπων σὲ ἀφηρημένες «ἐσωτερικές σχέσεις» τῆς οὐσίας. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἀνατολικοὶ θεολόγοι τοῦ 14ου αἰώνα, μὲ ἀφορμὴ τὴ λεγόμενη «ήσυχαστικὴ ἔριδα», κατηγοροῦν τοὺς ρωμαιοκαθολικοὺς γιὰ «ἰουδαϊκὴν πτωχείαν μονοθεΐας», ἢ ἀκόμα γιὰ μιὰ διανοητική μόνο σύλληψη ἑνὸς ἀπρόσωπου Θεοῦ-οὐσίας καὶ στέρηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἐμπειρία πραγματικῆς προσωπικῆς σχέσης μὲ τὸν προσωπικό Θεό. (Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, § 20. - Christos YANNARAS, The Distinction between Essence and Energies and its Importance for Theology, St. Vladimir's Theological Quarterly, 4/1975, σελ. 232-245).
29. Ἐν τῇ συγκληθείσῃ ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἐν ἔτει 1872 Μεγάλη Τοπική Συνόδεῳ (κατεδικάσθη) ὁ ἐθνοφυλετισμός, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον ἀποτελεῖ παρέκκλισιν ἀπὸ τῆς ὑγιοῦς ἀγάπης πρὸς τὸ ἔθνος καὶ τὸ κράτος, ἀλλὰ καὶ εἶναι πραγματικὸν ἐμπόδιον εἰς τὴν συνεργασίαν τῶν ᾿Ορθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ κόσμῳ καὶ ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τῆς ἑνότητος τῆς κατ' ᾿Ανατολάς ᾿Ορθοδόξου Εκκλησίας... Ἡ εὐρεῖα καὶ βαθεῖα ἐπικράτησις τῆς ἀρχῆς τῶν ἐθνικοτήτων προσέλαβε, δυστυχώς, παρὰ τισι τῶν ἐθνῶν τὴν χειροτέραν μορφήν, τὴν μορφήν δηλαδὴ τοῦ ἀκράτου ἐθνικισμού (σωβινισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ κύριος ἐχθρὸς τῆς εἰρήνης καὶ ὁ ἀνατροπεὺς τῆς ἐνότητος μεταξύ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Αύτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν : Μητροπολίτου ΣΑΡΔΕΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ, Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ἐν τῇ ᾿Ορθοδόξῳ ᾿Εκκλησία, Ιστορικοκανονική μελέτη, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 322 καὶ 321, ὅπου καὶ σχε τικές παραπομπές στοὺς SCHMEMANN, καὶ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟ. – Βλ. Επίσης, Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, σελ. 302 κ.ά.
30. Βλ. Μητροπολίτου ΣΑΡΔΕΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ, Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, σελ. 330 - 333.
31. Η θεολογικὴ ἐπιστήμη ἦλθεν εἰς τὴν Ρωσίαν ἀπὸ τὴν Δύσιν. Παρέμεινε ξένη ἐπὶ μακρότατον διάστημα. Μὲ πεῖσμα ἐπέμεινε νὰ ὁμιλῆ μίαν ἰδιαιτέραν γλῶσσαν (ἡ ὁποία δὲν ἦτο γλῶσσα οὔτε τοῦ κόσμου, οὔτε τῆς προσευχῆς). Έτσι παρέμενεν ὡς ἕνα ξένον σῶμα μέσα εἰς τὸν ἐκκλησιαστικὸν ὀργανισμόν. Καλλιεργουμένη καὶ ἀναπτυσσομένη μέσα εἰς ἕνα τεχνητὸν καὶ ἀπομεμονωμένον περιβάλλον, ἐγίνετο διαρκώς περισσότερον ὑπόθεσις ἀκαδημαϊκή· διαρκῶς περισσότερον «διδακτέα ύλη»· διαρκῶς ὁλιγώτερον ἀναζήτησις τῆς ἀληθείας καὶ ὁμολογία τῆς πίστεως. Η θεολογική σκέψις έχανε τὴν ικανότητα νὰ ἀκούη καὶ νὰ συλλαμβάνη τοὺς ζωντανούς παλμοὺς τῆς Ἐκκλησίας... Δὲν προσείλκυεν οὔτε τὴν προσοχήν οὔτε τὴν συμπάθειαν τῶν κοινωνικῶν καὶ λαϊκῶν κύκλων τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τὰς εὐνοϊκωτέρας τῶν περιπτώσεων ἐθεωρεῖτο ἄχρηστος: Γεωργ. ΦΛΩΡΟΒΣΚΥ, Η πορεία τῆς ρωσικῆς θεολογίας, στὸν τόμο: Θεολογία. ᾿Αλήθεια καὶ Ζωή, ᾿Αθῆναι («Ζωή») 1962, σελ. 17 - 18. -La théologie grecque d' aujourd'hui souffre du divorce des monastères et de la vie intellectuelle de l' Eglise; c'est une théologie de sale de conférences, mais pas une théologie mystique, comme à l' époque byzantine, lorsqu' on trouvait des théologiens aussi dans les cellules des monastères que dans les universités [Η ελληνική θεολογία σήμερα πάσχει από το διαζύγιο μεταξύ των μοναστηριών και της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας· είναι μια θεολογία των αμφιθεάτρων, αλλά όχι μια μυστική θεολογία, όπως στους βυζαντινούς χρόνους, όταν οι θεολόγοι μπορούσαν να βρεθούν στα κελιά των μοναστηριών καθώς και στα πανεπιστήμια.]: Timothy WARE, L' Orthodoxie, (Desclée de Brouwer) 1968, σελ. 194 (γαλλική μετάφραση ἀπὸ τὸ ἀγγλικό πρωτότυπο: The Orthodox Church, Penguin Books). Βλ. ἐπὶσης, Χρήστου ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Ορθοδοξία καὶ Δύση - Η θεολογία στην Ελλάδα σήμερα, ᾿Αθήνα («Αθηνά») 1972.
32. Θεμελιώδη γιὰ τὴν ἱστορία τῆς γένεσης τοῦ θεολογικοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ ἀκαδημαϊσμοῦ εἶναι τὰ δύο βιβλία τοῦ Μ.-D. CHENU, La théologie au Douzième Siècle [Η θεολογία στον δωδέκατο αιώνα], Paris (Vrin) 1966, καὶ La théologie comme science au XIIIe siècle [Η θεολογία ως επιστήμη τον 13ο αιώνα], Paris (Vrin) 1969 – Βλ. ἐπίσης Το Πρόσωπο καὶ ὁ Έρως, §§ 34 καὶ 71. – Martin GRABMANN, Die Geschichte der scholastischen Methode [Η ιστορία της σχολαστικής μεθόδου], τόμος 1, σελ. 4, 133, 275, 287. Τόμος 1, σελ. 35, 190, 319, 475.
33. Depuis la formule de Concorde (1577), le luthéranisme est dominé par une théologie “orthodoxe” qui donne à la foi et à la piété une orientation intellectualiste. L'adhésion à la lettre des confessions de foi est exigée. Cette théologie de la «pure doctrines joue un rôle important dans la polémique contre catholiques et réformés et dans l'élaboration d'un système dogmatique. La méthode des théologiens de l' époque s' apparente au formalisme rigoureux de la logique aristotélicienne qui caractérise la neo-scolastique catholique du 17e siècle [Από τη συμφωνία θρησκευτικής συμφιλίωσης που υπεγράφη στη Γαλλία το 1577 κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών πολέμων μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών (Ουγενότων) , ο λουθηρανισμός κυριαρχείται από μια «ορθόδοξη» θεολογία που δίνει στη πίστη και την ευσέβεια μια διανοητική κατεύθυνση. Απαιτήθηκε η προσήλωση στο γράμμα των ομολογιών της πίστης. Αυτή η θεολογία της «καθαρής» διδασκαλίας παίζει σημαντικό ρόλο στην πολεμική κατά των καθολικών και των μεταρρυθμιστών, καθώς και στη διαμόρφωση ενός δογματικού συστήματος. Η μέθοδος των θεολόγων της εποχής ήταν παρόμοια με τον αυστηρό φορμαλισμό της αριστοτελικής λογικής που χαρακτηρίζει τον καθολικό νεο-σχολαστικισμό του 17ου αιώνα.]: Karl HEUSSI/Eric PETER, Précis d' Histoire de l' Eglise, Neuchatel (Delachaux et Niestlé) 1967, § 94, 1. – Βλ. ἐπίσης, Ε. LAU, (altprotestantische) Orthodoxie (3), στο RGG, τόμος IV, στ. 1722. – J. Τ. Mc NEIL, The History and Character of Calvinism, 1954, σελ. 154, κ.ε. – E. WEBER, Die philosophische Scholastik des deutschen Protestantismus im Zeitalter der Orthodozie, Leipzig 1907.
34. B. HEUSSI/PETER, Précis d'Histoire de l' Eglise [Σύνοψη της Εκκλησιαστικής Ιστορίας], §§ 75.2-75.5-80.2-80.5-99.2.
35. B. Liselotte RICHTER, Immanenz und Transzendenz im nachreformatorischen Gottesbild [Η εμμένεια και η υπερβατικότητα στην εικόνα του Θεού μετά τη Μεταρρύθμιση], Göttingen (Vandenhoeck u. Ruprecht) 1955. – R. BULTMANN, Die liberale Theologie und die jüngste theologische Bewegung [Η φιλελεύθερη θεολογία και το πιο πρόσφατο θεολογικό κίνημα], στὸν τόμος Glauben und Verstehen I, Tübingen (Mohr) 1964, σελ. 1 - 25. – W. NIGG, Geschichte des religiösen Liberalismus [Ιστορία του θρησκευτικού φιλελευθερισμού], Zürich-Leipzig, 1937.A. SCHWEITZER, Geschichte der Leben - Jesu-Forschung, Tübingen (Mohr-Verl.) 1951.
36. Βλ. Tibor SZAMUELY, The Russian Tradition, London (Secker and Warburg) 1974, σελ. 105 - 107. – Βλασ. ΦΕΙΔΑ, ᾿Επίτομος ᾿Εκκλησιαστικὴ Ἱστορία τῆς Ρωσίας, ᾿Αθῆναι 1967, σελ. 86 κ. ἑ. καὶ 135 κ.ἐ. – Alexander SCHMEMANN, The Historical Road of Eastern Orthodoxy, 1963, σελ. 324, κ.ά. – Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ᾿Ορθοδοξία καὶ Δύση - Η θεολογία στὴν Ἑλλάδα σήμερα, σελ. 57 κ.ἐ.
37. Βλ. Ιωάν. ΚΑΡΜΙΡΗ, Ετερόδοξοι ἐπιδράσεις ἐπὶ τὰς Ὁμολογίας τοῦ ΙΖ' αἰῶνος, Ἱερουσαλήμ 1949. – Steven RUNCIMAN, The Great Church in Captivity, Cambridge (Univ. Press) 1968, σελ. 338. – Timothy WARE Eustratios Argenti, A Study of the Greek Church under Turkish Rule, Oxford (Univ. Press) 1964, σελ. 8.
38. Πιετισμός ὀνομάστηκε τὸ κίνημα στους κόλπους τοῦ προτεσταντισμοῦ στὰ τέλη του 17ου - ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα (1690 - 1730) ποὺ ἀπέβλεψε στὸ πρωτεῖο τῆς πρακτικῆς εὐσέβειας, σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὴν πολεμική δογματική θεολογία στὴν ὁποία εἶχε δώσει ἀρχικὰ κάποια προτεραιότητα ή Μεταρρύθμιση. Στη νοησιαρχικὴ καὶ ἀφηρημένη ἀντίληψη τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀλήθειας τῶν δογμάτων ὁ πιετισμὸς ἀντιτάσσει μιὰ ἐνεργητικὴ εὐσέβεια (praxis pietatis) : ἀγαθὰ ἔργα, καθημερινὴ αὐτοεξέταση μὲ ἀντικειμενικὰ κριτήρια γιὰ τὴν πρόοδο στις ἀρετές, καθημερινή μελέτη τῆς Βίβλου καὶ ἐφαρμογὴ τῶν ἠθικῶν διδαγμάτων της, έντονος συναισθηματισμός στὴν προσευχή, σαφής ρήξη μὲ τὸν κόσμο καὶ τὶς κοσμικές συνήθειες (: χορό, θέατρο, μή-θρησκευτικά ἀναγνώσματα), τάσεις παρασυναγωγῆς καὶ διαφοροποίησης (separatisme) ἀπὸ τὴν «ἐπίσημη» ἐκκλησία (βλ. HEUSSI/PETER, Précis d' Histoire de l' Eglise, § 106). Η γνώση τοῦ Θεοῦ προϋποθέτει τὴν «ἀναγέννηση» τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ ἀναγέννηση αὐτὴ νοεῖται ὡς ἡθική συνέπεια στὸν εὐαγγελικό νόμο καὶ συναισθηματική βίωση δεδομένων ἀληθειῶν. Ο πιετισμὸς εἶναι ἕνας μυστικισμὸς τῆς πρακτικῆς εὐσέβειας, τελικά μιὰ μορφή γνωσιομαχίας, ἕνας ἀδογματισμὸς ἢ καὶ καθαρός ἀγνωστικισμός ντυμένος τὸ μανδύα τῆς ἠθικῆς σκοπιμότητας. Με διάφορες μορφὲς καὶ «κινήματα» δὲν ἔπαψε νὰ ἐπηρεάζη τὸν προτεσταντισμό, ἀλλὰ καὶ τὸν πνευματικὸ βίο τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν, ὡς σήμερα (πρβλ. : ρωμαιοκαθολικός μυστικισμός, γιανσενισμός, πουριτανισμός, κουάκεροι, μεθοδιστές, πιετισμὸς τῆς Χάλλης στη Ρωσία καὶ ἀρχιεπίσκοπος Feofan Prokopovic, «Στρατός τοῦ Κυρίου» καὶ πρεσβύτερος Joseph Trifa στη Ρουμανία, θρησκευτικὲς ὀργανώσεις τύπου «Ζωῆς», «Σωτῆρος», στὴν Ἑλλάδα, κ.λ.π.). Σε συνδυασμὸ μὲ τὸν Ουμανισμὸ καὶ τὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὸ «πρακτικό» πνεῦμα τῶν νεώτερων χρόνων, καλλιέργησε ὁ πιετισμὸς σὲ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη μιὰν ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας περισσότερο κοινωνική, μὲ πρακτικές κοινωφελεῖς δραστηριότητες καὶ παρουσίασε τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας προπάντων σὰν ἀναγκαιότητα ἀτομικῆς καὶ συλλογικῆς ἠθικῆς. – Βλ. Βασ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, ᾿Εκκλησιαστική Ιστορία, ᾿Αθῆναι (᾿Αστήρ) 1970, σελ. 643 κ.ε. – W. MAHRHOLZ, Der deutsche Pietismus [Γερμανικός Πιετισμός], Berlin (Furche-Verl.) 1921. – М. BEYER - FRÖHLICH, Pietismus und Rationalismus [Πιετισμός και ορθολογισμός], Leipzig (Phil. Reclam) 1933. – K. REINHARDT, Mystik and Pietismus [Μυστικισμός και πιετισμός], 1925. – O. SÖHNGEN (Exd.) Die bleibende Bedeutung des Pietismus [Η διαχρονική σημασία του Πιετισμού], Witten, Berlin (von Cansteinschen Bibelanstalt), 1960. – Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ᾿Ορθοδοξία καὶ Δύση - Η θεολογία στὴ Ελλάδα σήμερα, σελ. 95 κ.ε.
39. Im Mittelpunkt steht der einzelne Mensch das urchristliche Bild von der Erbauung («οἰκοδομὴ») wird individualistisch abgewandelt (Erbauung des inneren Menschen) [Το ατομικό πρόσωπο βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής - η παλαιοχριστιανική εικόνα της οικοδόμησης («οἰκοδομὴ») τροποποιείται ατομικιστικά (οικοδόμηση του εσωτερικού προσώπου)]: M. SCHMIDT, Pietismus, στο RGG, τόμος V, στ. 370.
40. Die neuartige Gemeinschaftsform... ist die Gruppenbildung der wiedergeborenen Einzelnen, nicht die gemeinschaft der Berufenen an Wort und Sakrament. Die Initiative liegt beim Subjekt... Individualismus und Subjectivismus hohlen die Sakramentsanschauung aus [Η νέα μορφή κοινότητας... είναι ο σχηματισμός ομάδων αναγεννημένων ατόμων και όχι η κοινότητα εκείνων που καλούνται στο Λόγο και το Μυστήριο. Η πρωτοβουλία ανήκει στο υποκείμενο... Ο ατομικισμός και ο υποκειμενισμός υπονομεύουν την οπτική του μυστηρίου]: SCHMIDT, ε.α. στ. 371.
41. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Έρως, §§ 34, 35.
42. Η σύγκριση στὸ ἐπίπεδο τῶν ὀντολογικῶν προϋποθέσεων ἀνάμεσα στὸν ἀρχαιοελληνικό - ρωμαϊκὸ καὶ στὸν δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμὸ εἶναι ἕνα ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρον καὶ πελώριο θέμα που ξεπερνάει ὁπωσδήποτε τὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ βιβλίου. Βλ. μόνο ενδεικτικά: Philip SHERRARD, Άγγελος Σικελιανός, στο βιβλίο The Marble Threshing Floor, Studies in Modern Greek Poetry, London 1956, έλλην, μτφρ. Σοφίας ΣΚΟΠΕΤΕΑ, στον τόμο : Δοκίμια γιὰ τὸν Νέο Ελληνισμό, ᾿Αθήνα («Αθηνά») 1971, σελ. 196 κ.ε. – Στέλιου ΡΑΜΦΟΥ, Τόπος ὑπερουράνιος, ᾿Αθήνα (Κέδρος) 1975. – Etienne GILSON, Le christianisme et la tradition philosophique, Περιοδ. Revue des sciences philosophiques et théologiques, 30 (1941 - 42), σελ. 249 - 266. – Endré von IVANKA, Aristotelismus und Platonismus im theologischen Denken - Westliche und östliche Theologie, Περιοδ. Scholastik, 14 (1939), σελ. 373 - 396. – Τοῦ ἴδιου, Der Ort des Platonismus unter den philosophischen Systemen, στὸ βιβλίο: Plato Christianus, Einsiedeln (Johannes - Verl.) 1964, σελ. 56 - 70.
43. En Occident il y a quelques siècles, (on) a créé cette représentation imaginaire particulière, d' après laquelle tout ce qui est est «rationnel» (et en particulier mathématisable), ce qu' il y a à savoir est en droit exhaustible, et la fin du savoir est la maitrise et la possession de la nature: Cornelius CASTORIADIS, L'institution imaginaire de la société, σελ. 369.
44. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, § 7 καὶ σελ. 23, καὶ 272 σημ. 189.
45. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Έρως. § 10 καὶ § 75.
46. B. Christos YANNARAS, Scholasticism and technology, στο Eastern. Churches Review VI/2 1974, σελ. 162 -169. – Τοῦ ίδιου, Pollution of the Earth, στο περιοδικό Christian, Vol. 3, No 4-1976, σελ. 317 - 321.
47. Βλ. ἐνδεικτικά : Κritik der reinen Vernunft [Κριτική του καθαρού λόγου], B 133, 134, 137. Die Religion innerhalb der Grenzen der blossen Vernunft [Η θρησκεία εντός των ορίων της απλής λογικής], 3/II.
48. Βλ. Holzwege, Frankfurt (Klostermann) 1963, σελ. 193 κ. ε. – Nietzsche, Pfullingen (Neske) 1961, τόμος ΙΙ, σελ. 31 κ. ε. – Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η θεολογία τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, ᾿Αθήνα 1967. – Eric FUCHS, «Dieu est morts parce que la raison occidentale l'a tué, Journal de Genève, 14 octobre 1972, σελ. 5. – Olivier CLÉMENT, Devant l' atheisme contemporain, στὸν τόμο: Evangile et Révolution, Paris (Ed. Centurion) 1968, σελ. 102 κ. ε.
49. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ βλ. Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, ἰδιαίτερα τις §§ 7, 9, 22, 34, 35, 71.
50. Βλ. Βλασ. ΦΕΙΔΑ, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, ᾿Αθῆναι 1969, σελ. 37 κ. έ 96 κ.ε.
51. Βασικά βοηθήματα γιὰ τὴν κατανόηση τῆς πολιτικῆς ἰδεολογίας τοῦ ρωμαϊκοῦ καὶ βυζαντινοῦ imperium θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι τὰ ἐξῆς: -Hélène AHRWEILER, L' idéologie politique de l'empire byzantin, Paris (P.U.F.) 1975. - E. BACH, Imperium Romanum, Etude sur l'idéologie politique du XIIe siècle, στο περιοδικό Classica et Medievalia, τόμος 7, 1945. - Κ. LECHNER, Hellenen und Barbaren im Weltbild der Byzantiner, München 1955. - Dimitri OBOLENSKY, The Byzantine Commonwealth, London (Cardinal Edition) 1974. - E. BARKER, Social and political thought in Byzantinum, Oxford 1957.
52. Βλ. Christos YANNARAS, Le cauchemar de la mondialité, περιοδ. Contacts, No 95, 1976/3, σελ. 233 - 237.
53. Βλ. Βλασ. ΦΕΙΔΑ, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας, σελ. 51 κ.ε. - 168 κ.ε.
54. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ οὐρανίου ἱεραρχίας III 1, Ἔκδοση Sources Chrétiennes, τόμος 58, σελ. 87.
55. Στὸ ἴδιο βιβλίο, ΙΙΙ. 2, σελ. 90.

-----

Περί θείων ενεργειών - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (10)

ΤΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΗΣ.

25. Εάν δε την ενέργεια αυτή, ως κάτι διαφορετικό από την φύσιν -διότι η φύσις είναι ενεργητική, όχι ενέργεια-, ανακηρύξει κανείς κτιστήν, ή ούτε κτιστήν ούτε άκτιστον, όπως οι αντιλέγοντες προς εμάς, θα περιπέσει σε δεινές και ποικίλες βλασφημίες. Διότι ή θα συμβεί να μην υπάρχει καθόλου Θεός (εφ’ όσον το μη έχον ούτε κτιστή ούτε άκτιστον ενέργεια ανήκει στα μη όντα καθόλου και πουθενά) ή θα είναι και αυτός κτιστός˙ διότι παν το έχον κτιστή ένεργεια είναι και αυτό κτιστό. 

26. Βλέπεις ότι η ενέργεια του Θεού δεν είναι ούτε φύσις ούτε ουσία, αλλά φυσικό και ουσιώδες; Και ότι είναι άκτιστο και όχι κτιστό, αν και είναι κάτι άλλο από την φύσιν; «Διότι εκ των λεγομένων επί Θεού άλλα μεν σημαίνουν τι δεν είναι, όπως είναι όλα τα αφαιρετικά, άλλα δε παρέπονται στη θεία φύσιν, όπως είναι η αγαθότης, η απλότης, η ζωή και γενικώς παν είδος αρετής, άλλα δε έχουν την σημασία της δυνάμεως και ενεργείας, όπως είναι και η θεότης»˙ διότι ο Θεός έλαβε το όνομα αυτό «από το ότι θεάται τα πάντα», δηλαδή γνωρίζει. Τί συμβαίνει λοιπόν; Αυτός ο όποιος εγνώρισε τα πάντα ακόμη και προ της γενέσεώς τους άρχισε κάποτε (εν χρόνω) την ενέργεια αυτή; Βλέπεις ότι η τοιαύτη ενέργεια είναι άκτιστος και άναρχος, υπάρχουσα άλλη από την ουσία του Θεού, ως υπάρχουσα όχι εκ των κατ’ αυτόν αλλ’ εκ των περί αυτόν; Τί συμβαίνει δε με τα παρεπόμενα στη θεία φύσιν; Υπήρχε εποχή κατά την οποία δεν ήταν επόμενα; Ώστε και αυτά όλα είναι άκτιστα, αν και δεν είναι θεία ουσία έκαστο εξ αυτών.

27. Ο δε λέγων ότι μόνον η θεία ουσία του Θεού είναι άκτιστος και ότι γι’ αυτό το άκτιστον είναι έν, και οτιδήποτε δεν είναι ουσία αλλά περί την ουσία του Θεού είναι κτιστό, αυτός θα πει ότι και τα υποστατικά όλα, όπως το αγέννητον, το γεννητόν, το εκπορευτόν, ως άκτιστα είναι ουσία του Θεού, και θα είναι ένας νέος Ευνόμιος. Εάν δε δεν λέγει μεν αυτά θείες ουσίες, αποφαίνεται όμως ότι ως όντα περί την ουσία είναι κτιστά, υπερβαίνει και τον Ευνόμιο κατά την δυσσέβεια. Διότι δεν καταβιβάζει μόνον το μονογενές φως στην κτίσιν, αλλά και το αγέννητον, και ευλόγως καταφέρεται ασυγκράτητος εναντίον ημών οι οποίοι δεχόμεθα ευσεβώς ένα άκτιστο κατά την ουσία Θεόν, όχι δε μόνον κατά την ουσία άκτιστον, αλλά και καθ’ όλες τις φυσικές ενέργειες και τις υποστατικές ιδιότητεςΔιότι ούτε οι υποστάσεις θα ήταν άκτιστες, αν δεν ήταν άκτιστες οι υποστατικές ιδιότητες, ούτε η φύσις και η ουσία θα είναι άκτιστος, αν δεν έχει ακτίστους τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες.

28. Επομένως, είτε έργα τα ονομάσει κανείς είτε ενέργειες, αφού είναι άλλα από την ουσία του Θεού (διότι, όπως ακούεις, δεν είναι από τα κατ’ αυτόν αλλά από τα περί αυτόν), όλα αυτά λοιπόν είναι κατώτερα του Πνεύματος, όπως και ο μέγας Βασίλειος διεκήρυξε λίγο παραπάνω, εφ' όσον (τούτο) υπερέχει κατά το άφραστο και απροσπέλαστο της ουσίας. Άκουσες όμως επίσης και τον σεπτό Μάξιμο να λέγει ότι «η βασιλεία του Χριστού είναι κάτι υπέρ τους αιώνες, πιστεύομε δε ότι αυτή είναι η κληρονομιά των σωζομένων». Ο ίδιος πάλι λέγει αλλού ότι οι αξιωμένοι της χάριτος ταύτης «θα είναι υπέρ πάντες τους αιώνες και τους χρόνους και τους τόπους, αν βέβαια κληρονομιά των αξίων είναι ο ίδιος ο Θεός». Τί λοιπόν; Θα κληρονομήσουν την φύσιν και ουσία του Θεού; Όχι βέβαια· αλλά την θεοποιόν χάριν και την θεία βασιλεία, η οποία αν και δεν είναι φύσις Θεού -εφ’ όσον εκείνη είναι αμέθεκτος-, είναι όμως φυσική ενέργεια του Θεού, ακολουθούσα φυσικώς τον Θεόν και αχωρίστως περί αυτόν πάντοτε θεωρούμενη. Γι’ αυτό και ο κληρονόμος ταύτης λέγεται κληρονόμος Θεού.

30. Τί άλλο δε θα μπορούσε να είναι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος παρά η βασιλεία του Θεού; Διότι το ίδιο είναι να γίνει κανείς Θεός και να επιτύχει την βασιλεία του Θεού. Εάν λοιπόν η βασιλεία του θεού είναι άναρχος και άκτιστος τότε και το θεοποιό δώρο είναι άναρχο και άκτιστο. Γι’ αυτό ο μέγας Διονύσιος το ονόμασε και «θεαρχίαν» και «θεότητα», αλλά και λέγει, «και της ούτω λεγομένης θεότητος ως θεαρχίας και αγαθαρχίας ο Θεός είναι επέκεινα ως υπερκείμενος πάσης αρχής». Αρχή μεν και αίτιος των θεωμένων είναι ο Θεός ως μετεχόμενος, υπεράρχιος δε ως υπάρχων υπεράνω μετοχής. Ώστε υπέρκειται και των ακτίστων ενεργειών του, διότι ουδέποτε έως σήμερα ηκούσθη να λέγεται κτιστή θεότης ή και θεαρχία και αγαθαρχία, μολονότι ο ίδιος αλλού είπε ταύτην και «αυτοαγαθότητα», αλλού δε πάλι «αρχίφωτον» και «θεαρχικήν ακτίνα». Πώς δε και θεοποιό δώρο θα είναι και θα θεοποιήσει το κτιστό; Τότε θα έπρεπε να λέγεται μάλλον θεοποιημένο και όχι θεοποιό. 

Εάν δε την ενέργεια αυτή, ως κάτι διαφορετικό από την φύσιν -διότι η φύσις είναι ενεργητική, όχι ενέργεια-
 δεχόμεθα ευσεβώς ένα άκτιστο κατά την ουσία Θεόν, όχι δε μόνον κατά την ουσία άκτιστον, αλλά και καθ’ όλες τις φυσικές ενέργειες και τις υποστατικές ιδιότητεςΔιότι ούτε οι υποστάσεις θα ήταν άκτιστες, αν δεν ήταν άκτιστες οι υποστατικές ιδιότητες, ούτε η φύσις και η ουσία θα είναι άκτιστος, αν δεν έχει ακτίστους τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες.
 «Διότι εκ των λεγομένων επί Θεού άλλα μεν σημαίνουν τι δεν είναι, όπως είναι όλα τα αφαιρετικά, άλλα δε παρέπονται στη θεία φύσιν, όπως είναι η αγαθότης, η απλότης, η ζωή και γενικώς παν είδος αρετής, άλλα δε έχουν την σημασία της δυνάμεως και ενεργείας, όπως είναι και η θεότης»˙ διότι ο Θεός έλαβε το όνομα αυτό «από το ότι θεάται τα πάντα», δηλαδή γνωρίζει.
 Δεχόμεθα ευσεβώς ένα άκτιστο κατά την ουσία Θεόν, όχι δε μόνον κατά την ουσία άκτιστον, αλλά και καθ’ όλες τις φυσικές ενέργειες και τις υποστατικές ιδιότητες το αγέννητον, το γεννητόν, το εκπορευτόν...  Διότι ούτε οι υποστάσεις θα ήταν άκτιστες, αν δεν ήταν άκτιστες οι υποστατικές ιδιότητες, ούτε η φύσις και η ουσία θα είναι άκτιστος, αν δεν έχει ακτίστους τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΟΡΙΣΘΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΑΝ ΕΝΟΤΗΣ ΕΚΤΟΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΙΝ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΠΟΥ ΧΑΡΙΖΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΤ' ΕΝΕΡΓΕΙΑΝ.

31. Αλλά οι θεολόγοι λέγουν ότι ο Θεός είναι και της καθ' υπερουσιότητα θέσεως απείρως υπερβατικός. Τί λοιπόν; Θα πεις γι’ αυτό κτιστή την υπερουσιότητα, ώστε να μη σου γίνει σύνθετος από υπερκείμενο και υφειμένο ο Θεός; Λέγει δε και ο μέγας Βασίλειος ότι, «εις ημάς το πνεύμα είναι ως δώρον Θεού· αλλά δώρον ζωής, δώρον ελευθερίας, δώρον δυνάμεως· δια τούτο και είναι ομότιμο με τον δώσαντα». Διότι τίποτε δεν εμποδίζει να είναι ομότιμο με το υπερκείμενο κατά το αίτιον, το αχωρίστως ενωμένο προς αυτό ως ομοφυές ή ως φυσική και ουσιώδης δύναμις. Και ο Υιός άλλωστε είναι ομότιμος με τον Πατέρα, ο οποίος είναι μεγαλύτερος κατά το αίτιον. Όποιος δε λέγει κτίσμα το θεοποιό τούτο δώρο, πώς θα το πει πάλι ομότιμο με τον δώσαντα αυτό κατά τον μέγα Βασίλειο; Και πάλι, όταν λέγει· «το πνεύμα της υιοθεσίας, το αίτιον της ελευθερίας το πνέον θειότητα όπου θέλει», δεν είναι σαν να λέγει ακριβώς εκείνο το «θεοποιό δώρο, η θεότης, η θεαρχία, η αγαθαρχία, η αρχή της θεώσεως»;. Διότι ό,τι είπε εκείνος αρχή, εκάλεσε ούτος αίτιο. Αλλ’ άκουε την συνέχεια· «διά τούτο όλοι οι άγιοι είναι ναοί Θεού και Υιού και Αγίου Πνεύματος, εφ’ όσον κατοικεί σε αυτούς η μία θεότης και η μία κυριότης».

32. Βλέπεις ότι το ενοικούν στους αγίους θεοποιό δώρο είναι άκτιστο; Αλλά τo ότι λέγεται και αυτό θεότης έχουσα υπερκείμενη εαυτής την υπεράρχιον φύσιν δεν εμποδίζει να υπάρχει μία θεότης. Γιατί; Διότι και αυτή είναι άκτιστος και αδιαίρετος από εκείνην. Όπως δηλαδή ήλιος είναι τόσο η ακτίνα όσο και το σώμα από το όποιο προέρχεται η ακτίνα, και αυτό μεν είναι απρόσιτο, αυτή δε ως υφειμένη είναι προσιτή, αλλά δεν είναι για τον λόγο αυτό δυο φώτα ούτε δύο ήλιοι, έτσι θεότης είναι τόσο και το θεοποιό δώρο όσον και η χαρίζουσα τούτο αφ’ εαυτής θεαρχικωτάτη φύσις, αλλά δεν είναι δύο θεότητες. Έτσι Πνεύμα άγιον είναι τόσον το παρέχον όσο και το παρεχόμενον. Και έτσι ενώ υπάρχουν και λέγονται πολλά πνεύματα άγια, δεν εμποδίζει τίποτε να πιστεύουμε εμείς ένα. Ιδού πράγματι άκουσες ότι το Πνεύμα ως δώρο είναι μέσα μας και ότι το δώρο είναι ομότιμο με τον δώσαντα.

33. Επομένως το Πνεύμα κατ’ ουσίαν μεν είναι αμέθεκτο, κατά δε την θεοποιό τούτη ενέργεια, η οποία και θεότης και θεαρχία ως θέωσις καλείται κατά την οποίαν και εκχύνεται και δίδεται και αποστέλλεται αυτό το οποίον είναι πανταχού και είναι ιδρυμένο σε ακίνητο ταυτότητα μονίμως, είναι μεθεκτό από τους αξίους. Οι λέγοντες λοιπόν κτιστήν και άκτιστον θεαρχίαν και θεότητα, αυτοί είναι οι διαχωρίζοντες το Πνεύμα σε άνισους και εκ διαμέτρου αντικείμενες θεότητες· αυτοί είναι οι λέγοντες κυριολεκτικώς δύο θεούς και περιπέφτουν στην νόσο της διθεΐας. Χωρίς να το καταλάβουν λοιπόν θεωρούν το αίτιο της μιας θεότητος ως αίτιον αλλοκότου διπλόης και όπως οι έχοντες την κεφαλή γεμάτη δίνη (ζάλη) εκλαμβάνουν την εκ της παραλύσεως ανατροπή τους ως ανατροπή των ορθώς και ασφαλώς ισταμένων.

34. Τί δηλαδή; Δεν είναι το ίδιο πράγμα το θεοποιό δώρο και η θέωσις; Ο θείος Μάξιμος δεν λέγει σε πολλά σημεία των θαυμασίων Κεφαλαίων και των διεξοδικωτέρων λόγων «αγένητον την θέωσιν, ως μη έχουσαν γένεσιν αλλά ακατάληπτον εις τους αξίους φανέρωσιν»; Αλλά άκουσε πάλι τον Αρεοπαγίτη λέγοντα ότι «το θεαρχικό Πνεύμα είναι υπέρ πάσα αϋλίαν και νοητήν θέωσιν υπεριδρυμένον», και πάλι ότι «καμμίαν θέωσιν ή ζωήν δεν βλέπουμε να είναι ακριβώς εμφερής με την υπερκείμενη των πάντων αιτίαν». Ώστε εμφερής (παρόμοιος, παρεμφερής) αλλά όχι ακριβώς. Πώς όχι ακριβώς; Επειδή κατά τον θείον Μάξιμο πάλι «ο καταξιωμένος δια της χάριτος θα είναι κατά πάντα ό,τι είναι ο Θεός χωρίς την κατ' ουσίαν ταυτότητα». Αυτή είναι η διαφορά, ότι, ενώ μετέχουν των ζωοποιών χαρίτων του πνεύματος, δεν μετέχουν της ουσίας. Ποιος δε δύναται να χωρέσει ολόκληρο και τούτων εκάστην; Διότι λέγει ο μέγας Αθανάσιος ότι «οι άγιοι δεν έβλεπαν την ουσία του Θεού αλλά την δόξαν», όπως και οι απόστολοι επάνω στο όρος. Ο ίδιος άλλου, όπως είπαμε ανωτέρω, την δόξα ταύτη ονομάζει «φυσικήν δόξαν» του Θεού, καθώς και ο θείος Δαμασκηνός «φυσικήν ακτίνα της θεότητος». Ψάλλωντας μάλιστα προς αυτήν, λέγει ότι οι συναναβαίνοντες με τον Ιησού στο όρος θα δουν αυτή με δύναμη πνευματική και απόρρητον, αλλά δεν θα την δουν ολόκληρον· γι’ αυτό και την ονόμασε «αμυδρά αυγήν της θεότητος».

Το Άγιο Πνεύμα ως «motor omnis creature» ενεργεί στην ιστορία της ανθρωπότητας με τρόπο διαλεκτικό: καταστρέφει και δημιουργεί, κινεί και δίνει ησυχία, σκοτώνει και ζωογονεί, είναι πόλεμος και ειρήνη, υποταγή και συμφιλίωση, οξύτητα και απαλότητα, τρόμος και χαρά, ανάθεμα και έλεος, κρίση και παρηγοριά. Αυτή η θεολογία του Πνεύματος δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια συγκεκριμένη μορφή έκφρασης του Πνεύματος: ο λόγος του Ευαγγελίου είναι μόνο μια από τις εμφανίσεις Του, όπως η εμφάνιση (γνωστοποίηση) στον λόγο της δημιουργίας, στην πολλαπλότητα των δωρεών της χάριτος, στην εσωτερική φωτιά της έμπνευσης. Κατά την έκπτυξη του Αγίου Πνεύματος αναδύεται ένα εξαιρετικά σημαντικό χαρακτηριστικό: πριν εμφανιστεί στις πολλαπλές μορφές των χαρισμάτων, διαποτίζει ενεργά το σύμπαν. Πριν ανυψώσει την ιστορία σε ιστορία της σωτηρίας, δίνει παλμό στην φύση. Πριν προβληθεί στην ιστορία της σωτηρίας ως δημιουργός του νέου, ως ο νικητής του θανάτου και ως ανανεωτής της ζωής, αποκαλύπτεται στο σύμπαν ως δημιουργός. Πριν κινηθεί στα πνεύματα των σοφών, αιωρείται πάνω από τα ύδατα. Πριν απευθυνθεί με τον λόγο του Ευαγγελίου στον κόσμο, μιλά δια των προφητών της παλιάς ανθρωπότητας. Όλα όμως στοχεύουν στην γέννηση της κοινότητας, στην οποία ο κόσμος θα βρίσκεται στην τάξη του Αγίου Πνεύματος. Εκείνης της κοινότητας που έχει ως χαρακτηριστικό το «pax, quies, gaudium» (ειρήνη, ησυχία, χαρά). Στην θεολογία αυτή περί Αγίου Πνεύματος βρίσκεται ένα πυρακτωμένο μεταρρυθμιστικό στοιχείο: γνωρίζει πως η ανανεωτική δύναμη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να στραφεί και εναντίον υφιστάμενων τάξεων (οργανώσεων), που εναντιώνονται στην πραγμάτωση του. Δεν πρέπει μάλιστα να διστάσει ούτε μπροστά στους θεσμούς εκείνους που κάποτε ιδρύθηκαν εν ονόματι του Θεού, ο χρόνος των οποίων τελείωσε και πρέπει να κάνουν τόπο για τις νέες δημιουργίες του Αγίου Πνεύματος. Ο Ιωακείμ λοιπόν, έγινε ο πατέρας των μεταρρυθμιστών. Στα μάτια όμως των δυνάμεων που απειλούνται από τους μεταρρυθμιστές αυτούς, είναι ο αιρετικός.

Η ΤΕΡΑΤΩΔΗΣ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΜΕ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΔΗΛ. ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΠΙΝΟΗΣΕ Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΣΑΝ ΜΙΑ ΘΕΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΒΑΣΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΑΝ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Βαφτίζοντας την Θ. Ευχαριστία, τον Μυστικό Δείπνο, ευχαριστιακή εκκλησιολογία, πρόγευση των εσχάτων και τη Σύναξη τύπον και τόπον της Βασιλείας, αγκαλιάζουμε με αγάπη και ευγένεια την Εβραϊκή θρησκεία και με αγιότητα περιμένουμε και εμείς μαζί τους την έλευση του Μεσσία. Πάνω σ’ αυτό το εξαίσιο παράδειγμα αγάπης πρέπει να αγκαλιάσουμε τώρα και τους αδελφούς Μουσουλμάνους. Για την ειρήνη του κόσμου. Για την αγάπη ρε γαμώτο! Ας δούμε όμως τί λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος δεν είναι παλαιός αλλά αρχή της θεολογίας: «Λίαν αισχρόν, και ουκ αισχρόν μόνον, αλλά και μάταιον επιεικώς, εκ των κάτω των άνω την εικασίαν λαμβάνειν, και των ακινήτων εκ της ρευστής φύσεως.»

Και συνεχίζει: «Διότι δεν πρέπει, επειδή κατά τινα σχέσιν υψηλοτέραν Υιός ο Υιός, και επειδή δεν ημπορέσαμε δι’ άλλου τρόπου παρά έτσι να δείξουμε το εκ του Θεού και ομοούσιον, να νομίζωμεν ότι πρέπει να μεταφέρουμε στον Θεό και όλες τις ανθρώπινες και της δικής μας συγγενείας ονομασίες. Καθώς η διαφορά εις την αποκάλυψιν και όχι της προς άλληλα σχέσεως διάφορον, έκαμε διαφορετικήν και την ονομασία: Πατήρ – Υιός – Άγιον Πνεύμα.»

Και ο Ιωάννης Δαμασκηνός ματαίως προειδοποιεί, καθώς φαίνεται: «Δεν υπάρχει εν τη κτίσει εικόνα απαραλλάκτως εν εαυτή τον τρόπον της Αγίας Τριάδος παραδεικνύουσα. Σχέση σημαίνει: Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι πάντα μαζί και στην ενέργεια, εφόσον και η ενέργεια, όπως και η ουσία, είναι άκτιστες.» Όσον αφορά στην αρχή του Ευαγγελίου του Ιωάννη «εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν» και την ερμηνεία αυτού του «προς» από τους Ρώσους θεολόγους και από τον κ. Ζηζιούλα σαν υποψία σχέσεως, η θεολογία λέει το εξής: “Χρησιμοποιείται το ίδιο ρήμα «ην» επειδή ο Υιός δεν μπορεί να υπάρξει χωριστά από την Αρχή, ούτε μπορεί να αποκοπεί από τον Πατέρα.” Αυτή η θεολογία στην οποία και αναφερόμαστε θεολογούσε με τα ρήματα επηρεασμένη από την ελληνική γλώσσα, ενώ σήμερα όλες οι αποτυχημένες προσπάθειες θεολογίας προσπαθούν να θεολογήσουν με τα επίθετα επηρεασμένες από τη γερμανική γλώσσα!

Και προχωρούμε τελειώνοντας ξανά με τον Άγιο Γρηγόριο: «Πώς είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στην Αγία Τριάδα Μοναρχία και Πατρότης;!» Και απαντά, “Λόγος ΚΘ, 2, 8”: «Ημείς όμως τιμώμεν την μοναρχίαν, και μάλιστα την μοναρχίαν η οποία δεν περιορίζεται εις ένα πρόσωπον, αλλά μοναρχίαν την οποίαν πραγματοποιεί η ισοτιμία της φύσεως, η σύμπνοια της γνώμης, η ταυτότης της κινήσεως και η συμφωνία με το ένα πρόσωπον, πράγμα που δεν επιτυγχάνεται εις την κτιστήν φύσιν, δια τούτο μονάς απ’ αρχής, εις δυάδα κινηθείσα, μέχρι Τριάδος έστη».

Φτάνουμε τώρα στο σημαντικότερο κείμενο, το οποίο απαντά και στο κατεξοχήν επιχείρημά τους, “Λόγος ΚΘ, 16, 9”: «Η ονομασία Πατήρ δεν είναι χαρακτηρισμός ούτε της ουσίας, ούτε της ενεργείας, αλλά σημαίνει την σχέσιν του Πατρός προς τον Υιόν ή του Υιού προς τον Πατέρα. Όπως δηλ. εις ημάς τους ανθρώπους αι ονομασίαι αύται φανερώνουν την γνησιότητα και την ομοιότητα φύσεως μεταξύ γεννήτορος και γεννηθέντος».

Βλέπουμε ξεκάθαρα και εδώ πως είναι αδύνατο να βρεθούν όροι και καταστάσεις στη ζωή μας που να μπορούν να περιγράψουν την Αγία Τριάδα. Ακόμη και η Σχέση, το πώς έχει, σημαίνει ομοφυίαν, ισοτιμίαν. Δεν σημαίνουν πώς είναι, όπως ψευδώς προσπαθούν να μας πείσουν οι θεολόγοι μας. Το πρόσωπον δεν σημαίνει πώς είναι, αλλά πώς έχει το ένα προς το άλλο!

Δεν υπάρχουν σχόλια: