Συνέχεια από: Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025
ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
Του Enrico Berti.
5. Η κλασική μεταφυσική στη νεο-νεοπαρμενίδεια διατύπωσή της (2η ανάρτηση)Ακόμη και ο όρος «διαλεκτική» εδώ λαμβάνεται όχι με τη σύγχρονη σημασία του, αλλά με την αρχική του σημασία, που δεν είναι εκείνη του Αριστοτέλη, ούτε καν εκείνη του Πλάτωνα, αλλά εκείνη, κατά δήλωση των ίδιων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, του Ζήνωνα του Ελεάτη, μαθητή του Παρμενίδη. Ο Ζήνων πράγματι προσπαθούσε να αποδείξει τη θέση του δασκάλου του, δηλαδή την ενότητα του όντος, καταστρέφοντας την αντίθετη θέση, δηλαδή την πολλαπλότητα του όντος, και η καταστροφή αυτή συνίστατο στο να δείξει ότι αυτή ήταν εσωτερικά αντιφατική: αν τα όντα είναι πολλά, έλεγε ο Ζήνων σύμφωνα με τον «Παρμενίδη» του Πλάτωνα, τότε είναι ταυτόχρονα όμοια και ανόμοια, πράγμα που είναι αδύνατο.
Αυτή είναι η δομή της μεταφυσικής απόδειξης, μια δομή από μόνη της απολύτως έγκυρη, καθώς εγγυάται από την ίδια την αρχή της μη αντίφασης, ακόμη κι αν δεν σημαίνει ότι οι εφαρμογές της είναι πάντοτε σωστές — αντιθέτως, σίγουρα δεν ήταν όλες, ξεκινώντας από εκείνη του ίδιου του Ζήνωνα, που επικρίθηκε ακριβώς από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη με βάση την ίδια τη λογική δομή που εκείνος εγκαινίασε. Το ότι η δομή αυτή είναι απολύτως έγκυρη δεν σημαίνει ούτε ότι οδηγεί σε απόλυτη γνώση, ούτε ότι οδηγεί σε οριστική γνώση. Αν και πράγματι αναφέρεται αναγκαστικά στο όλον, χωρίς το οποίο δεν μπορεί καν να υπάρξει αντίθεση λόγω αντιφατικότητας, επιτρέπει να ειπωθούν ελάχιστα πράγματα για το όλον, επομένως δεν οδηγεί καθόλου στη γνώση του παντός. Επιπλέον, καθώς συνίσταται ουσιαστικά στην καταστροφή της άρνησης, επιβάλλει τη συνεχή αντιπαράθεση με τις αρνήσεις της μεταφυσικής, χωρίς τις οποίες η ίδια η μεταφυσική δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί θεμελιωμένη, και επειδή τέτοιες αρνήσεις αναγεννιούνται συνεχώς, το καθήκον που αυτή επιβάλλει στον μεταφυσικό δεν τελειώνει ποτέ.
Το πιο δύσκολο πράγμα, πάντως, είναι η χρήση, δηλαδή η εφαρμογή αυτής της δομής: είναι σαφές, πράγματι, ότι, αν δεν καταφέρει κανείς να αποδείξει ότι η θέση που πρόκειται να καταστραφεί είναι πραγματικά αυτοαντιφατική, ή αν νομίσει ότι το έχει αποδείξει χωρίς αυτό να είναι αληθές, η δομή αυτή από μόνη της δεν εγγυάται κανένα ασφαλές αποτέλεσμα. Από εδώ προκύπτει η ανάγκη να εξετάζεται αν η εφαρμογή της δομής αυτής είναι πάντοτε ορθή. Ήδη έχει ειπωθεί ότι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, μολονότι αποδέχθηκαν τη διαδικασία που εισήγαγε ο Ζήνων, δεν θεώρησαν σωστή την εφαρμογή που αυτός της έκανε. Λοιπόν, πέρα από κάθε ακούσια αναλογία, ας μου επιτραπεί να εκφράσω ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με την ορθότητα της εφαρμογής που έκανε ο Bontadini στο σχήμα του Ζήνωνα, με σκοπό να δείξω, μέσα από ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, τι είδους αντιρρήσεις είναι δυνατό να προβληθούν απέναντι σε μια μεταφυσική, αναγνωρίζοντας και σεβόμενος τον τύπο λογικότητας που της είναι εγγενής.
Η αντίφαση που ο Bontadini θέλει να απομακρύνει συνίσταται, κατά τη γνώμη του, στο γίγνεσθαι θεωρούμενο “καθ’ εαυτό”, δηλαδή όπως παρουσιάζεται από την εμπειρία (αυτή η αναφορά στην εμπειρία είναι το άλλο θεμελιώδες αριστοτελικό στοιχείο της μεταφυσικής του Bontadini*).
[*Αλλού έχω ασκήσει κριτική στη θέση του Μπονταντίνι, ερμηνεύοντάς την ως διατύπωση της αντιφατικότητας του γίγνεσθαι “ως τέτοιου”, αντιφατικότητα που κατά τη γνώμη μου είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή, αν αποδεχτεί κανείς, με τον Αριστοτέλη, τη μη αντιφατικότητα κάθε τι του πραγματικού, την αδιαμφισβήτητη αλήθεια όσων είναι πραγματικά (βλ. Ε. Berti, «Αντιφατικότητα, φαινόμενο ή προβληματικότητα του γίγνεσθαι;», στο “Studium”, 74, 1978, σελ. 809-810). Ο ίδιος ο Μπονταντίνι είχε την καλοσύνη να μου απαντήσει, επισημαίνοντάς μου ότι δεν αποδέχεται την αντιφατικότητα του γίγνεσθαι ως τέτοιου, αλλά την αντιφατικότητα του γίγνεσθαι όπως αυτή μαρτυρείται από την εμπειρία (βλ. G. Bontadini, «Και πάλι συζητώντας για την κλασική μεταφυσική», στο Rivista di filosofia neo-scolastica, 72, 1980, σελ. 318-340, ιδίως 328-332, όπου γίνεται η δήλωση ότι το γίγνεσθαι είναι αντιφατικό “καθ’ εαυτό”). Δεδομένου ότι από την απάντηση προκύπτει πως το γίγνεσθαι που μαρτυρείται από την εμπειρία είναι για τον Μπονταντίνι το γίγνεσθαι θεωρούμενο μεμονωμένα (“καθ’ εαυτό”), δηλαδή αυτό που εγώ ονομάζω απόλυτοποιημένο γίγνεσθαι, δεν έχω πλέον δυσκολία να δεχτώ ότι αυτό μπορεί να είναι αντιφατικό (δηλαδή να είναι ψευδαίσθηση, ψεύδος). Συνεχίζω, πάντως, να μη συμμερίζομαι τον τρόπο με τον οποίο ο Μπονταντίνι αποδεικνύει αυτή την αντιφατικότητα, όπως προκύπτει από όσα πρόκειται να πω στη συνέχεια].
Η αναγκαία άρση αυτής της αντίφασης συνίσταται, σύμφωνα με τον Μπονταντίνι, στην παραδοχή της δημιουργίας, δηλαδή στη διατύπωση ότι το γίγνεσθαι είναι δημιουργημένο, διατύπωση η οποία με τον τρόπο αυτό θα αποδεικνυόταν και θα μπορούσε να ονομαστεί «θεώρημα της δημιουργίας». Δεν θα σταθώ σε αυτό το συμπέρασμα, δηλαδή στο ότι η αντίθετη και αντιφατική θέση προς το γίγνεσθαι θεωρούμενο καθ’ εαυτό είναι αναγκαστικά η δημιουργία, αν και έχω κάποιες αμφιβολίες σχετικά με αυτό. [Βρίσκω, πράγματι, όχι ιδιαίτερα πειστικό το γεγονός ότι ο Μπονταντίνι παρουσιάζει τη δημιουργία κυρίως ως εξήγηση της εξαφάνισης του όντος, αντί για την εμφάνισή του. Η εξαφάνιση μου φαίνεται εξηγήσιμη απλώς με βάση τη θνητότητα του όντος, έστω κι αν αυτό έρχεται σε αντίθεση, όπως θα δούμε σε λίγο, με την «αρχή του Παρμενίδη»].
Αυτό που πρωτίστως δεν με πείθει είναι η απόδειξη του Μπονταντίνι για την αντιφατικότητα του γίγνεσθαι «καθ’ εαυτό». Πράγματι, αυτό το γίγνεσθαι, σύμφωνα με τον Μπονταντίνι, θα ήταν αντιφατικό επειδή καταμαρτυρεί το μη είναι του είναι, δηλαδή το να μην είναι πλέον ένα ον που προηγουμένως υπήρχε (για παράδειγμα, ο θάνατος του Σωκράτη).
Αλλά μια τέτοια αντίφαση, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Μπονταντίνι, προκύπτει όχι με βάση την απλή αρχή της μη αντίφασης που διατυπώθηκε από τον Αριστοτέλη, αλλά με βάση εκείνη που ο Μπονταντίνι σωστά αποκαλεί «αρχή του Παρμενίδη», δηλαδή: «το είναι δεν μπορεί να μην είναι». Είναι πράγματι σαφές ότι, αν το είναι δεν μπορεί να μην είναι, τότε ένα ον που πρώτα είναι και ύστερα δεν είναι, όπως αυτό που καταμαρτυρείται από το γίγνεσθαι, συνιστά μια αντίφαση. Τώρα, η αρχή του Παρμενίδη, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο δεν είναι καθόλου αυταπόδεικτη, όπως θα έπρεπε να είναι κάθε αρχή, αλλά είναι μάλιστα ψευδής. Πράγματι, εφόσον αποτελείται από μια διατύπωση που ανήκει στον τρόπο της αναγκαιότητας («δεν μπορεί να μην» = «είναι αναγκαστικά»), περιέχει μια κατηγόρηση που ο Αριστοτέλης θα χαρακτήριζε ως ουσιώδη, δηλαδή όχι συμπτωματική, στην οποία το κατηγόρημα αποτελεί μέρος της ουσίας του υποκειμένου. Το να πει κανείς, με λίγα λόγια, ότι το είναι δεν μπορεί να μην είναι, είναι σαν να λέει ότι το γεγονός ότι είναι, αποτελεί μέρος της ουσίας του είναι.
Λοιπόν, αυτό είναι ψευδές, διότι το είναι δεν έχει ουσία και συνεπώς τίποτα δεν μπορεί να ανήκει στην ουσία του. Το να πει κανείς ότι το είναι έχει ουσία, ισοδυναμεί με το να πει ότι το είναι είναι μονοσήμαντο, δηλαδή ότι έχει μία και μοναδική σημασία σε όλες του τις εφαρμογές, τη σημασία που εκφράζεται ακριβώς από την ουσία του. Αλλά αν το είναι ήταν μονοσήμαντο, δηλαδή αν ήταν αυτό που υπάρχει ως κοινό και ταυτόσημο σε όλα τα όντα, αν ήταν δηλαδή το γένος όλων των όντων, τότε δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί για τις διαφορές του, διότι κανένα γένος, όπως παρατήρησε ο Αριστοτέλης, δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τις διαφορές του. Όμως το είναι κατηγορείται και για τις διαφορές του: ακόμα και γι’ αυτές λέμε ότι «είναι»· επομένως το είναι δεν είναι γένος, δεν είναι μονοσήμαντο, δεν έχει ουσία, δεν μπορεί να αποτελέσει υποκείμενο ουσιωδών κατηγορήσεων, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι κατ’ ανάγκην.
Η μονοσήμαντη σημασία του είναι διατυπώθηκε από τον Παρμενίδη, ο οποίος όμως αναγκάστηκε, ως συνέπεια αυτού, να αρνηθεί την ύπαρξη των διαφορών και να ισχυριστεί ότι το είναι είναι απολύτως ένα. Γι’ αυτό και αντικρούστηκε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Έχει ο Μπονταντίνι το θάρρος να αρνηθεί τις διαφορές που βεβαιώνονται από την εμπειρία; Δεν το νομίζω, γιατί αυτό θα ήταν ασύμβατο με την ίδια τη δημιουργία. Επομένως, αν θέλει κανείς να μείνει στο πλευρό του Αριστοτέλη και να παραδεχτεί τις διαφορές που βεβαιώνει η εμπειρία, δεν μπορεί να πει ότι το είναι δεν μπορεί να μην είναι και ότι για τον λόγο αυτό το γίγνεσθαι, θεωρούμενο καθ’ εαυτό, είναι αντιφατικό. Αντίθετα, όποιος το λέει αυτό, διατυπώνει μια μεταφυσική όχι αριστοτελικού, αλλά παρμενιδείου τύπου**.
[**Πράγματι, αλλού ο ίδιος ο Μπονταντίνι φαίνεται να υποστηρίζει ότι η μεταφυσική του, περισσότερο παρά αριστοτελική, είναι παρμενίδεια (βλ. G. Bontadini, “Με τον Θωμά πέρα από τον Θωμά”, στο Μεταφυσική και Αποελληνισμόςς, ό.π., σελ. 59-64). Εάν στη συνέχεια παραδέχεται επίσης, μαζί με τον Αριστοτέλη και τον Θωμά τον Ακινάτη, την αναλογία του είναι, τότε αντιφάσκει προς την αρχή του Παρμενίδη, καθότι η ενότητα της αναλογίας αποκλείει την ενότητα της ουσίας και συνεπώς δεν επιτρέπει διατυπώσεις του τύπου «το είναι δεν μπορεί να μην είναι»].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου