SUMPHILOSOPHEIN 14
Η αληθινή πραγματικότητα
Του Enrico Berti

3. Οι «φίλοι των Ιδεών» και τα επιχειρήματά τους
Στον Σοφιστή, διάλογο που πιθανότατα γράφτηκε μετά τον Παρμενίδη, ο Πλάτωνας, διά στόματος του Ξένου από την Ελέα, που γενικά θεωρείται αντιπρόσωπός του, παρουσιάζει μια «μάχη γιγάντων» (gigantomakhía), δηλαδή τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ομάδες φιλοσόφων, τους οποίους αποκαλεί αντίστοιχα «παιδιά της γης» και «φίλους των Ιδεών» (tôn eidôn philoi), σχετικά με τη φύση του όντος.
Σύμφωνα με τους πρώτους, το ον αποτελείται αποκλειστικά από σώματα σε κίνηση, ενώ σύμφωνα με τους δεύτερους, αποτελείται αποκλειστικά από ακίνητες Ιδέες. Η ταύτιση αυτών των δύο ομάδων είναι δύσκολη και αμφιλεγόμενη: τα «παιδιά της γης» ταυτίζονται από κάποιους με τους αρχαίους υλιστές και Ατομιστές, δηλαδή με τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο, αλλά και με τον Αντισθένη, ο οποίος πίστευε μόνο σε ό,τι έβλεπε — όπως ακριβώς κάποιος που βλέπει το άλογο αλλά δεν μπορεί να δει την «ιππικότητα».
Οι «φίλοι των Ιδεών», αντίθετα, ταυτίζονται από κάποιους με τον ίδιο τον Πλάτωνα σε μια πρώιμη φάση της φιλοσοφικής του εξέλιξης, ή και με Ακαδημαϊκούς μαθητές του Πλάτωνα ή με στοχαστές από άλλες σχολές. Σε κάθε περίπτωση, η θεωρία τους για την πραγματικότητα παρουσιάζει αξιοσημείωτες ομοιότητες με την πλατωνική θεωρία των Ιδεών που επικρίθηκε στον Παρμενίδη· επομένως, η κριτική που ο Πλάτωνας τους ασκεί στον Σοφιστή μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια της κριτικής του Παρμενίδη, αλλά διατυπωμένη, όπως θα δούμε αμέσως, με πιο θετικούς όρους.
Σύμφωνα με τον Ξένο, οι «φίλοι των Ιδεών» θα υποστήριζαν με τη βία (biazomenoi), δηλαδή με αυστηρά και κατηγορηματικά επιχειρήματα, ότι η αληθινή πραγματικότητα, ήτοι το όντως ον, αποτελείται μόνο από άυλες και νοητές Ιδέες (noēta kai asōmata eidē), και ότι αυτές δεν μετέχουν στο όντως ον παρά μόνο στο γίγνεσθαι, δηλαδή στη γένεση.
Ωστόσο, αφού πρώτα απορρίψει τη θέση των «παιδιών της γης» ως υπερβολικά μονομερή, ο Ξένος ασκεί επίσης κριτική στη θέση των «φίλων των Ιδεών», θεωρώντας την εξίσου μονομερή. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι, σύμφωνα με τους «φίλους των Ιδεών», ερχόμαστε σε επαφή με το γίγνεσθαι μέσω του σώματος και με το ον μέσω της ψυχής, και ότι για να γνωρίσουμε το ον, πρέπει να επικοινωνήσουμε με αυτό μέσω της ψυχής και όχι του σώματος — δηλαδή, να έρθουμε σε επαφή με τις Ιδέες.
Το να επικοινωνούμε, όμως, σημαίνει να γνωρίζουμε, να αντιλαμβανόμαστε με τη νόηση· και αν η γνώση, η νόηση και η άσκηση της νοητικής λειτουργίας προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός υποκειμένου που γνωρίζει και ενός αντικειμένου που γίνεται γνωστό, τότε το ον — για να μπορεί να γίνει γνωστό — πρέπει να ενεργεί ή να πάσχει. Εφόσον το "δράν και το πάσχειν" είναι μορφές του «συμβαίνειν», πρέπει να αποδεχτούμε ότι υπάρχει μεταβολή μέσα στο ίδιο το ον — δηλαδή ότι υπάρχει νοητική κίνηση, και επομένως ζωή, ψυχή και νοημοσύνη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ιδέες κινούνται ή αλλάζουν, αλλά ότι μέσα στο αληθινό ον δεν υπάρχουν μόνο οι Ιδέες, αλλά επίσης η ψυχή, η κίνηση, η ζωή και η νοημοσύνη.
Όπως βλέπουμε, αυτή αποτελεί μια διόρθωση της θεωρίας των Ιδεών, όπως είχε παρουσιαστεί και κριθεί στον Παρμενίδη, όπου οι Ιδέες δεν ήταν πλέον αντικείμενο της επιστήμης, επειδή η επιστήμη που «υπάρχει μέσα μας» αναφερόταν μόνο στα αισθητά πράγματα.
Τώρα, όμως, η επιστήμη που υπάρχει μέσα μας, δηλαδή στην ψυχή, είναι αυθεντική γνώση των Ιδεών, ακριβώς επειδή η ψυχή ανήκει σε εκείνο το ον του οποίου αποτελούν μέρος και οι Ιδέες.
Επομένως, το όντως ον δεν αποτελείται ούτε μόνο από κινητές πραγματικότητες, όπως υποστηρίζουν τα «παιδιά της γης», ούτε μόνο από ακίνητες πραγματικότητες, όπως υποστηρίζουν οι «φίλοι των Ιδεών», αλλά από και τα δύο: και από ακίνητες πραγματικότητες, δηλαδή τις Ιδέες, και από κινητές, δηλαδή την ψυχή.
Ο Πλάτωνας, λοιπόν, διά στόματος του Ξένου, αποστασιοποιείται από τους "φίλους των Ιδεών"· όμως η κριτική του αποδεικνύει ότι αυτοί όντως υπήρχαν — και πού αλλού θα μπορούσαν να υπάρχουν, αν όχι μέσα στην ίδια την Ακαδημία του Πλάτωνα;
Η ύπαρξη των «φίλων των Ιδεών» μέσα στην Ακαδημία μαρτυρείται επίσης και από τον Αριστοτέλη. Πράγματι, αυτός, συγκρινόμενος με προηγούμενους φιλοσόφους (και κυρίως με τον Πλάτωνα), στο βιβλίο Α της Μεταφυσικής, παρουσιάζει για πρώτη φορά τη σκέψη του Πλάτωνα, αναφερόμενος πολλές φορές ρητά στο όνομά του και αποδίδοντάς του μια θεωρία των Ιδεών πολύ παρόμοια με εκείνη που έχουμε δει στον Φαίδωνα.
Στη συνέχεια, ασκεί κριτική στη θεωρία εκείνων που «τοποθετούν τις Ιδέες» (hoi tas ideas tithemenoi), εκφραζόμενος για αυτούς σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, δηλαδή «εμείς», σαν να ανήκε και ο ίδιος σε αυτή την ομάδα.
Αυτή η χρήση του πρώτου πληθυντικού, που συναντάμε στο βιβλίο Μ, όπου εκτίθεται η ίδια κριτική προς τη θεωρία των Ιδεών, διορθώνεται επιμελώς από τον Αριστοτέλη με την αντικατάσταση του πρώτου προσώπου από το τρίτο πληθυντικό, δηλαδή «αυτοί», και έχει — κατά τη γνώμη μου — σωστά ερμηνευθεί από τον Jaeger ως κατάλοιπο μιας περιόδου κατά την οποία ο Αριστοτέλης μπορούσε ακόμη να αισθάνεται μέλος της Ακαδημίας.
Συνεπώς, υπήρχε μέσα στην Ακαδημία μια ομάδα φιλοσόφων που υποστήριζε την ύπαρξη των Ιδεών, μια θεωρία που πιθανότατα δημιουργήθηκε από τον ίδιο τον Πλάτωνα, αλλά από την οποία απομακρύνθηκε ο ίδιος σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο.
Η θέση αυτής της ομάδας μπορεί να ανασυσταθεί μέσα από νύξεις του Αριστοτέλη, ιδιαίτερα στη Μεταφυσική, αλλά κυρίως μέσω αποσπασμάτων από ένα χαμένο έργο του με τίτλο «Περί Ιδεών» (Perì ideôn), το οποίο ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς διασώζει στο σχόλιό του πάνω στο βιβλίο Α της Μεταφυσικής. Το κείμενο αυτό φέρει ακόμα τον «αέρα» πως γράφτηκε σε περίοδο κατά την οποία ο Αριστοτέλης ανήκε στην Ακαδημία, και έτσι αποτελεί τεκμήριο του φιλοσοφικού διαλόγου που εκτυλισσόταν μέσα στον χώρο της Ακαδημίας του Πλάτωνα — και πιθανότατα υπό την επίδραση της κριτικής που είχε διατυπώσει ο ίδιος ο Πλάτωνας στον Παρμενίδη.
Το απόσπασμα από τη Μεταφυσική, το οποίο διασώζεται από τον Αλέξανδρο και προέρχεται από το χαμένο έργο Περί Ιδεών, έχει ως εξής:
Από τους τρόπους με τους οποίους εμείς αποδεικνύουμε (deiknumen) ότι οι Ιδέες υπάρχουν, κανένας δεν καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα· διότι από κάποιους δεν προκύπτει καμία αναγκαία απόδειξη, ενώ από άλλους προκύπτουν Ιδέες ακόμη και για πράγματα για τα οποία δεν πιστεύουμε (oiometha) ότι υπάρχουν.
Πράγματι, σύμφωνα με τα επιχειρήματα που προέρχονται από τις επιστήμες (logoi ek tôn epistēmôn), θα πρέπει να υπάρχουν Ιδέες για όλα τα πράγματα για τα οποία υπάρχουν επιστήμες.
Εδώ ο Αριστοτέλης αναφέρεται ξεκάθαρα σε γνωστά επιχειρήματα, που ονομάζονται συμβατικά «επιχειρήματα των επιστημών», τα οποία φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν μέσα στην ομάδα των υποστηρικτών των Ιδεών.
Ποια είναι αυτά τα επιχειρήματα των επιστημών μπορούμε να το συμπεράνουμε από το σχόλιο στο απόσπασμα που παραθέτει ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, ο οποίος φαίνεται να διέθετε ακόμη το έργο του Αριστοτέλη Περί Ιδεών, που δεν έχει φτάσει σε εμάς, διότι το παραθέτει και λέει ότι τα επιχειρήματα αυτά εκτίθενται μέσα σε αυτό (άλλες πηγές επίσης επιβεβαιώνουν ότι το έργο αυτό αποτελούνταν από δύο βιβλία).
Σύμφωνα λοιπόν με τον Αλέξανδρο, τα επιχειρήματα από τις επιστήμες ήταν τα εξής:
Αν κάθε επιστήμη έχει ως αντικείμενο κάτι καθολικό και ταυτόσημο, δηλαδή καθολικό, αιώνιο και αμετάβλητο, τότε για κάθε επιστήμη θα πρέπει να υπάρχει κάτι διαφορετικό από τα αισθητά πράγματα, τα οποία είναι μερικά και μεταβαλλόμενα, και αυτό το κάτι που βρίσκεται «πέρα» (παρά) από αυτά, είναι το πρότυπο (παράδειγμα) των πραγμάτων που παράγονται σύμφωνα με την εκάστοτε επιστήμη· αυτό είναι η Ιδέα.
Οι πραγματικότητες για τις οποίες υπάρχουν επιστήμες πρέπει να υπάρχουν πράγματι, και οι επιστήμες είναι επιστήμες καθορισμένων πραγματικοτήτων (ὁρισμένων), ενώ τα αισθητά είναι μερικά και απεριόριστα και ακαθόριστα· επομένως, πρέπει να υπάρχει μια πραγματικότητα διαφορετική από τα αισθητά, και αυτή είναι ο κόσμος των Ιδεών.
Αν υπάρχει επιστήμη του καθολικού και του ιδιαίτερου, δηλαδή του καθ’ εαυτό (αὐτοῦ ἰδέα), και όχι απλώς του επί μέρους, τότε πρέπει να υπάρχει κάτι που να είναι καθεαυτό δίκαιο, καθεαυτό ωραίο, και ούτω καθεξής — και επομένως, θα υπάρχουν Ιδέες.
Βρισκόμαστε απέναντι σε επιχειρήματα παρόμοια με εκείνα του Φαίδωνος, αλλά περισσότερο επεξεργασμένα, πιο ακριβή, και προφανώς καρπός μιας σχολαστικής αναδιατύπωσης, παρ’ όλα αυτά βασισμένα στην ανάγκη να δικαιολογηθούν οι επιστήμες, δηλώνοντας αντικείμενα κατάλληλα για αυτές, δηλαδή καθολικά και αιώνια.
Οι επιστήμες που αναφέρονται ως παραδείγματα είναι εκείνες που για τους Έλληνες της εποχής είχαν αποκτήσει υψηλό γνωσιολογικό κύρος, δηλαδή η ιατρική και η γεωμετρία.
Το παράδειγμα του «ίσου» είναι το ίδιο με εκείνο του Φαίδωνα, μόνο που η ορολογία που χρησιμοποιείται, με τεχνητούς όρους όπως αὐτόισον και αὐτοσύμμετρον, είναι ξεκάθαρα αποτέλεσμα «σχολικής» εργασίας.
Οι Ιδέες των οποίων προσπαθεί να αποδειχθεί η ύπαρξη ως αντικείμενα των επιστημών, είναι χωριστές (παρά) από τα αισθητά πράγματα και είναι πρότυπα (παραδείγματα) αυτών, αλλά υπόκεινται στην αυτοπροσδιοριστικότητα (δηλαδή αποτελούν και οι ίδιες παραδείγματα του ίδιου χαρακτηρισμού που φέρουν). Πρόκειται λοιπόν για τις ίδιες Ιδέες που είχαν ήδη κριθεί στον Παρμενίδη.
Ο Αριστοτέλης, στο έργο του Περί Ιδεών, δεν περιοριζόταν στο να αναφέρει αυτά τα επιχειρήματα, αλλά τους ασκούσε και κριτική.
Στα επιχειρήματα που προέρχονται από τις επιστήμες, άσκησε δύο βασικές κριτικές:
Αυτά τα επιχειρήματα αποδεικνύουν μόνο ότι υπάρχουν άλλες πραγματικότητες πέρα από τα επιμέρους και αισθητά πράγματα, όχι ότι αυτές οι πραγματικότητες είναι Ιδέες· γιατί οι πραγματικότητες που είναι χωριστές από τα αισθητά είναι απλώς τα "κοινά χαρακτηριστικά" (ta koina) των επιμέρους, δηλαδή τα καθολικά, για τα οποία λέμε (phamen) ότι είναι αντικείμενα της επιστήμης.
Αποδεικνύουν την ύπαρξη Ιδεών ακόμα και για πράγματα που παράγονται μέσω τεχνών (τέχναι), παρόλο που και οι τέχνες αφορούν μη καθολικά αντικείμενα, και συνεπώς δεν θέλουν Ιδέες.
Για παράδειγμα, αν υπάρχει μια Ιδέα της υγείας (δηλαδή ένα αὐτο-ὑγιεινόν, μια καθαυτό υγεία), ως αντικείμενο της ιατρικής, τότε με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να υπάρχει και μια Ιδέα για το σπίτι, αντικείμενο της τέχνης του οικοδόμου, και για τη λέμβο, αντικείμενο της ναυπηγικής τέχνης, και για τη λύρα, το παπούτσι, τη στολή, τη σάλπιγγα, το άρμα και την άμαξα, και για κάθε άλλο τεχνούργημα — κάτι που οι ίδιοι οι υποστηρικτές των Ιδεών δεν θέλουν να δεχτούν.
Όπως βλέπουμε, η πρώτη κριτική δεν πλήττει την ύπαρξη των καθολικών πραγματικοτήτων, τις οποίες παραδέχεται και ο Αριστοτέλης, μαζί με όλους τους Ακαδημαϊκούς, αλλά την αντίληψή τους ως Ιδέες, δηλαδή ως πραγματικότητες χωρισμένες από τα αισθητά πράγματα.
Αυτό σημαίνει ότι, για τον Αριστοτέλη, τα καθολικά δεν είναι χωριστά από τα αισθητά, αλλά είναι οι κοινοί όροι σε πολλά επιμέρους αισθητά πράγματα, τα οποία υπάρχουν, δηλαδή είναι πραγματικά — δεν είναι απλές σκέψεις ή έννοιες — και επομένως δεν είναι χωρισμένα από αυτά.
Η δεύτερη κριτική, αντίθετα, αναδεικνύει ένα πρόβλημα στο σημείο όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι οι υποστηρικτές των Ιδεών παραδέχονται ότι «αυτοί» δεν αναγνωρίζουν Ιδέες για τα αντικείμενα των τεχνών, δηλαδή για τα τεχνητά αντικείμενα.
Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι, για παράδειγμα στην Πολιτεία, ο Πλάτων αναφέρει την Ιδέα του κρεβατιού, λέγοντας ότι το αισθητό κρεβάτι είναι απομίμηση ενός άλλου, και ότι το ζωγραφισμένο κρεβάτι είναι απομίμηση της απομίμησης.
Υποστηρίζεται όμως ότι ο Σωκρατικής καταγωγής Πλάτων όριζε την Ιδέα ως «παραδειγματική αιτία» (causa paradigmatica) των πραγμάτων που παράγονται σύμφωνα με τη φύση, και όχι των τεχνητών αντικειμένων.
Επομένως, θεωρείται ότι οι υποστηρικτές των Ιδεών, τους οποίους επικρίνει εδώ ο Αριστοτέλης, δεν πρέπει να ταυτίζονται με τον ίδιο τον Πλάτωνα, αλλά με τον Σωκράτη και τους μαθητές του, δηλαδή με μια ομάδα Ακαδημαϊκών που δεν περιλαμβάνει τον Πλάτωνα.
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, σε ένα χωρίο της Μεταφυσικής, δηλώνει ότι και ο Πλάτων παραδεχόταν Ιδέες μόνο για όσα υπάρχουν «στη φύση»· έτσι, ακόμη κι αν ο Πλάτων άλλαξε άποψη σε αυτό το ζήτημα, αναγνωρίζοντας Ιδέες και για τα τεχνικά αντικείμενα, αυτό θα έγινε πριν ή μετά τη συγγραφή της Πολιτείας — ή ότι το σχετικό χωρίο δεν πρέπει να διαβαστεί κυριολεκτικά.
Ορισμένοι ερμηνευτές πιστεύουν ότι ο Πλάτων απλώς ήθελε να δείξει ότι το ζωγραφισμένο κρεβάτι δεν είναι αληθινό, χωρίς να δεσμεύεται ότι υπάρχει κυριολεκτικά μια Ιδέα του κρεβατιού (επειδή οι Ιδέες θα έπρεπε να είναι αιώνιες, δηλαδή να μην έχουν κατασκευαστεί από κανέναν).
Ένα δεύτερο επιχείρημα που χρησιμοποιούσαν οι υποστηρικτές των Ιδεών αναφέρεται από τον Αριστοτέλη στη Μεταφυσική ως το «Ένα επί των πολλών» (to hèn epì pollôn), και θα είχε ως συνέπεια, σύμφωνα πάντα με τον Αριστοτέλη, να οδηγηθεί κανείς στην παραδοχή Ιδεών ακόμη και για αρνήσεις — δηλαδή Ιδεών που ούτε οι ίδιοι οι υποστηρικτές τους αποδέχονταν.
Ο Αλέξανδρος, αντλώντας και πάλι από το χαμένο έργο του Αριστοτέλη Περί Ιδεών, διατυπώνει το επιχείρημα ως εξής:
Αν καθένας από τους πολλούς ανθρώπους είναι "άνθρωπος" και καθένα από τα πολλά ζώα είναι "ζώο", τότε υπάρχει κάτι ενιαίο, που αποδίδεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο (homoiôs) στους πολλούς, χωρίς όμως να είναι ταυτόσημο με κανέναν από αυτούς· και αυτό θα είναι κάτι που υπάρχει "πέρα" από αυτούς (para), αιώνιο, δηλαδή μια Ιδέα — επομένως, οι Ιδέες υπάρχουν.
Ακόμη κι αν τα παραδείγματα αναφέρονται μόνο σε φυσικά όντα, όπως ο άνθρωπος και το ζώο, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι το επιχείρημα μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε είδος όντος, όπου ένα κοινό κατηγόρημα αποδίδεται με τον ίδιο τρόπο σε πολλά επιμέρους υποκείμενα.
Έτσι πρόκειται για ένα ακόμη επιχείρημα παρόμοιο με εκείνα που αναφέρονται στον Πλατωνικό Παρμενίδη, όπου ο Παρμενίδης προτρέπει τον Σωκράτη να παραδεχτεί την ύπαρξη Ιδεών για όλα όσα έχουν καθολικό κατηγόρημα.
Συνεχίζεται
Στον Σοφιστή, διάλογο που πιθανότατα γράφτηκε μετά τον Παρμενίδη, ο Πλάτωνας, διά στόματος του Ξένου από την Ελέα, που γενικά θεωρείται αντιπρόσωπός του, παρουσιάζει μια «μάχη γιγάντων» (gigantomakhía), δηλαδή τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ομάδες φιλοσόφων, τους οποίους αποκαλεί αντίστοιχα «παιδιά της γης» και «φίλους των Ιδεών» (tôn eidôn philoi), σχετικά με τη φύση του όντος.
Σύμφωνα με τους πρώτους, το ον αποτελείται αποκλειστικά από σώματα σε κίνηση, ενώ σύμφωνα με τους δεύτερους, αποτελείται αποκλειστικά από ακίνητες Ιδέες. Η ταύτιση αυτών των δύο ομάδων είναι δύσκολη και αμφιλεγόμενη: τα «παιδιά της γης» ταυτίζονται από κάποιους με τους αρχαίους υλιστές και Ατομιστές, δηλαδή με τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο, αλλά και με τον Αντισθένη, ο οποίος πίστευε μόνο σε ό,τι έβλεπε — όπως ακριβώς κάποιος που βλέπει το άλογο αλλά δεν μπορεί να δει την «ιππικότητα».
Οι «φίλοι των Ιδεών», αντίθετα, ταυτίζονται από κάποιους με τον ίδιο τον Πλάτωνα σε μια πρώιμη φάση της φιλοσοφικής του εξέλιξης, ή και με Ακαδημαϊκούς μαθητές του Πλάτωνα ή με στοχαστές από άλλες σχολές. Σε κάθε περίπτωση, η θεωρία τους για την πραγματικότητα παρουσιάζει αξιοσημείωτες ομοιότητες με την πλατωνική θεωρία των Ιδεών που επικρίθηκε στον Παρμενίδη· επομένως, η κριτική που ο Πλάτωνας τους ασκεί στον Σοφιστή μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια της κριτικής του Παρμενίδη, αλλά διατυπωμένη, όπως θα δούμε αμέσως, με πιο θετικούς όρους.
Σύμφωνα με τον Ξένο, οι «φίλοι των Ιδεών» θα υποστήριζαν με τη βία (biazomenoi), δηλαδή με αυστηρά και κατηγορηματικά επιχειρήματα, ότι η αληθινή πραγματικότητα, ήτοι το όντως ον, αποτελείται μόνο από άυλες και νοητές Ιδέες (noēta kai asōmata eidē), και ότι αυτές δεν μετέχουν στο όντως ον παρά μόνο στο γίγνεσθαι, δηλαδή στη γένεση.
Ωστόσο, αφού πρώτα απορρίψει τη θέση των «παιδιών της γης» ως υπερβολικά μονομερή, ο Ξένος ασκεί επίσης κριτική στη θέση των «φίλων των Ιδεών», θεωρώντας την εξίσου μονομερή. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι, σύμφωνα με τους «φίλους των Ιδεών», ερχόμαστε σε επαφή με το γίγνεσθαι μέσω του σώματος και με το ον μέσω της ψυχής, και ότι για να γνωρίσουμε το ον, πρέπει να επικοινωνήσουμε με αυτό μέσω της ψυχής και όχι του σώματος — δηλαδή, να έρθουμε σε επαφή με τις Ιδέες.
Το να επικοινωνούμε, όμως, σημαίνει να γνωρίζουμε, να αντιλαμβανόμαστε με τη νόηση· και αν η γνώση, η νόηση και η άσκηση της νοητικής λειτουργίας προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός υποκειμένου που γνωρίζει και ενός αντικειμένου που γίνεται γνωστό, τότε το ον — για να μπορεί να γίνει γνωστό — πρέπει να ενεργεί ή να πάσχει. Εφόσον το "δράν και το πάσχειν" είναι μορφές του «συμβαίνειν», πρέπει να αποδεχτούμε ότι υπάρχει μεταβολή μέσα στο ίδιο το ον — δηλαδή ότι υπάρχει νοητική κίνηση, και επομένως ζωή, ψυχή και νοημοσύνη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ιδέες κινούνται ή αλλάζουν, αλλά ότι μέσα στο αληθινό ον δεν υπάρχουν μόνο οι Ιδέες, αλλά επίσης η ψυχή, η κίνηση, η ζωή και η νοημοσύνη.
Όπως βλέπουμε, αυτή αποτελεί μια διόρθωση της θεωρίας των Ιδεών, όπως είχε παρουσιαστεί και κριθεί στον Παρμενίδη, όπου οι Ιδέες δεν ήταν πλέον αντικείμενο της επιστήμης, επειδή η επιστήμη που «υπάρχει μέσα μας» αναφερόταν μόνο στα αισθητά πράγματα.
Τώρα, όμως, η επιστήμη που υπάρχει μέσα μας, δηλαδή στην ψυχή, είναι αυθεντική γνώση των Ιδεών, ακριβώς επειδή η ψυχή ανήκει σε εκείνο το ον του οποίου αποτελούν μέρος και οι Ιδέες.
Επομένως, το όντως ον δεν αποτελείται ούτε μόνο από κινητές πραγματικότητες, όπως υποστηρίζουν τα «παιδιά της γης», ούτε μόνο από ακίνητες πραγματικότητες, όπως υποστηρίζουν οι «φίλοι των Ιδεών», αλλά από και τα δύο: και από ακίνητες πραγματικότητες, δηλαδή τις Ιδέες, και από κινητές, δηλαδή την ψυχή.
Ο Πλάτωνας, λοιπόν, διά στόματος του Ξένου, αποστασιοποιείται από τους "φίλους των Ιδεών"· όμως η κριτική του αποδεικνύει ότι αυτοί όντως υπήρχαν — και πού αλλού θα μπορούσαν να υπάρχουν, αν όχι μέσα στην ίδια την Ακαδημία του Πλάτωνα;
Η ύπαρξη των «φίλων των Ιδεών» μέσα στην Ακαδημία μαρτυρείται επίσης και από τον Αριστοτέλη. Πράγματι, αυτός, συγκρινόμενος με προηγούμενους φιλοσόφους (και κυρίως με τον Πλάτωνα), στο βιβλίο Α της Μεταφυσικής, παρουσιάζει για πρώτη φορά τη σκέψη του Πλάτωνα, αναφερόμενος πολλές φορές ρητά στο όνομά του και αποδίδοντάς του μια θεωρία των Ιδεών πολύ παρόμοια με εκείνη που έχουμε δει στον Φαίδωνα.
Στη συνέχεια, ασκεί κριτική στη θεωρία εκείνων που «τοποθετούν τις Ιδέες» (hoi tas ideas tithemenoi), εκφραζόμενος για αυτούς σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, δηλαδή «εμείς», σαν να ανήκε και ο ίδιος σε αυτή την ομάδα.
Αυτή η χρήση του πρώτου πληθυντικού, που συναντάμε στο βιβλίο Μ, όπου εκτίθεται η ίδια κριτική προς τη θεωρία των Ιδεών, διορθώνεται επιμελώς από τον Αριστοτέλη με την αντικατάσταση του πρώτου προσώπου από το τρίτο πληθυντικό, δηλαδή «αυτοί», και έχει — κατά τη γνώμη μου — σωστά ερμηνευθεί από τον Jaeger ως κατάλοιπο μιας περιόδου κατά την οποία ο Αριστοτέλης μπορούσε ακόμη να αισθάνεται μέλος της Ακαδημίας.
Συνεπώς, υπήρχε μέσα στην Ακαδημία μια ομάδα φιλοσόφων που υποστήριζε την ύπαρξη των Ιδεών, μια θεωρία που πιθανότατα δημιουργήθηκε από τον ίδιο τον Πλάτωνα, αλλά από την οποία απομακρύνθηκε ο ίδιος σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο.
Η θέση αυτής της ομάδας μπορεί να ανασυσταθεί μέσα από νύξεις του Αριστοτέλη, ιδιαίτερα στη Μεταφυσική, αλλά κυρίως μέσω αποσπασμάτων από ένα χαμένο έργο του με τίτλο «Περί Ιδεών» (Perì ideôn), το οποίο ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς διασώζει στο σχόλιό του πάνω στο βιβλίο Α της Μεταφυσικής. Το κείμενο αυτό φέρει ακόμα τον «αέρα» πως γράφτηκε σε περίοδο κατά την οποία ο Αριστοτέλης ανήκε στην Ακαδημία, και έτσι αποτελεί τεκμήριο του φιλοσοφικού διαλόγου που εκτυλισσόταν μέσα στον χώρο της Ακαδημίας του Πλάτωνα — και πιθανότατα υπό την επίδραση της κριτικής που είχε διατυπώσει ο ίδιος ο Πλάτωνας στον Παρμενίδη.
Το απόσπασμα από τη Μεταφυσική, το οποίο διασώζεται από τον Αλέξανδρο και προέρχεται από το χαμένο έργο Περί Ιδεών, έχει ως εξής:
Από τους τρόπους με τους οποίους εμείς αποδεικνύουμε (deiknumen) ότι οι Ιδέες υπάρχουν, κανένας δεν καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα· διότι από κάποιους δεν προκύπτει καμία αναγκαία απόδειξη, ενώ από άλλους προκύπτουν Ιδέες ακόμη και για πράγματα για τα οποία δεν πιστεύουμε (oiometha) ότι υπάρχουν.
Πράγματι, σύμφωνα με τα επιχειρήματα που προέρχονται από τις επιστήμες (logoi ek tôn epistēmôn), θα πρέπει να υπάρχουν Ιδέες για όλα τα πράγματα για τα οποία υπάρχουν επιστήμες.
Εδώ ο Αριστοτέλης αναφέρεται ξεκάθαρα σε γνωστά επιχειρήματα, που ονομάζονται συμβατικά «επιχειρήματα των επιστημών», τα οποία φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν μέσα στην ομάδα των υποστηρικτών των Ιδεών.
Ποια είναι αυτά τα επιχειρήματα των επιστημών μπορούμε να το συμπεράνουμε από το σχόλιο στο απόσπασμα που παραθέτει ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, ο οποίος φαίνεται να διέθετε ακόμη το έργο του Αριστοτέλη Περί Ιδεών, που δεν έχει φτάσει σε εμάς, διότι το παραθέτει και λέει ότι τα επιχειρήματα αυτά εκτίθενται μέσα σε αυτό (άλλες πηγές επίσης επιβεβαιώνουν ότι το έργο αυτό αποτελούνταν από δύο βιβλία).
Σύμφωνα λοιπόν με τον Αλέξανδρο, τα επιχειρήματα από τις επιστήμες ήταν τα εξής:
Αν κάθε επιστήμη έχει ως αντικείμενο κάτι καθολικό και ταυτόσημο, δηλαδή καθολικό, αιώνιο και αμετάβλητο, τότε για κάθε επιστήμη θα πρέπει να υπάρχει κάτι διαφορετικό από τα αισθητά πράγματα, τα οποία είναι μερικά και μεταβαλλόμενα, και αυτό το κάτι που βρίσκεται «πέρα» (παρά) από αυτά, είναι το πρότυπο (παράδειγμα) των πραγμάτων που παράγονται σύμφωνα με την εκάστοτε επιστήμη· αυτό είναι η Ιδέα.
Οι πραγματικότητες για τις οποίες υπάρχουν επιστήμες πρέπει να υπάρχουν πράγματι, και οι επιστήμες είναι επιστήμες καθορισμένων πραγματικοτήτων (ὁρισμένων), ενώ τα αισθητά είναι μερικά και απεριόριστα και ακαθόριστα· επομένως, πρέπει να υπάρχει μια πραγματικότητα διαφορετική από τα αισθητά, και αυτή είναι ο κόσμος των Ιδεών.
Αν υπάρχει επιστήμη του καθολικού και του ιδιαίτερου, δηλαδή του καθ’ εαυτό (αὐτοῦ ἰδέα), και όχι απλώς του επί μέρους, τότε πρέπει να υπάρχει κάτι που να είναι καθεαυτό δίκαιο, καθεαυτό ωραίο, και ούτω καθεξής — και επομένως, θα υπάρχουν Ιδέες.
Βρισκόμαστε απέναντι σε επιχειρήματα παρόμοια με εκείνα του Φαίδωνος, αλλά περισσότερο επεξεργασμένα, πιο ακριβή, και προφανώς καρπός μιας σχολαστικής αναδιατύπωσης, παρ’ όλα αυτά βασισμένα στην ανάγκη να δικαιολογηθούν οι επιστήμες, δηλώνοντας αντικείμενα κατάλληλα για αυτές, δηλαδή καθολικά και αιώνια.
Οι επιστήμες που αναφέρονται ως παραδείγματα είναι εκείνες που για τους Έλληνες της εποχής είχαν αποκτήσει υψηλό γνωσιολογικό κύρος, δηλαδή η ιατρική και η γεωμετρία.
Το παράδειγμα του «ίσου» είναι το ίδιο με εκείνο του Φαίδωνα, μόνο που η ορολογία που χρησιμοποιείται, με τεχνητούς όρους όπως αὐτόισον και αὐτοσύμμετρον, είναι ξεκάθαρα αποτέλεσμα «σχολικής» εργασίας.
Οι Ιδέες των οποίων προσπαθεί να αποδειχθεί η ύπαρξη ως αντικείμενα των επιστημών, είναι χωριστές (παρά) από τα αισθητά πράγματα και είναι πρότυπα (παραδείγματα) αυτών, αλλά υπόκεινται στην αυτοπροσδιοριστικότητα (δηλαδή αποτελούν και οι ίδιες παραδείγματα του ίδιου χαρακτηρισμού που φέρουν). Πρόκειται λοιπόν για τις ίδιες Ιδέες που είχαν ήδη κριθεί στον Παρμενίδη.
Ο Αριστοτέλης, στο έργο του Περί Ιδεών, δεν περιοριζόταν στο να αναφέρει αυτά τα επιχειρήματα, αλλά τους ασκούσε και κριτική.
Στα επιχειρήματα που προέρχονται από τις επιστήμες, άσκησε δύο βασικές κριτικές:
Αυτά τα επιχειρήματα αποδεικνύουν μόνο ότι υπάρχουν άλλες πραγματικότητες πέρα από τα επιμέρους και αισθητά πράγματα, όχι ότι αυτές οι πραγματικότητες είναι Ιδέες· γιατί οι πραγματικότητες που είναι χωριστές από τα αισθητά είναι απλώς τα "κοινά χαρακτηριστικά" (ta koina) των επιμέρους, δηλαδή τα καθολικά, για τα οποία λέμε (phamen) ότι είναι αντικείμενα της επιστήμης.
Αποδεικνύουν την ύπαρξη Ιδεών ακόμα και για πράγματα που παράγονται μέσω τεχνών (τέχναι), παρόλο που και οι τέχνες αφορούν μη καθολικά αντικείμενα, και συνεπώς δεν θέλουν Ιδέες.
Για παράδειγμα, αν υπάρχει μια Ιδέα της υγείας (δηλαδή ένα αὐτο-ὑγιεινόν, μια καθαυτό υγεία), ως αντικείμενο της ιατρικής, τότε με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να υπάρχει και μια Ιδέα για το σπίτι, αντικείμενο της τέχνης του οικοδόμου, και για τη λέμβο, αντικείμενο της ναυπηγικής τέχνης, και για τη λύρα, το παπούτσι, τη στολή, τη σάλπιγγα, το άρμα και την άμαξα, και για κάθε άλλο τεχνούργημα — κάτι που οι ίδιοι οι υποστηρικτές των Ιδεών δεν θέλουν να δεχτούν.
Όπως βλέπουμε, η πρώτη κριτική δεν πλήττει την ύπαρξη των καθολικών πραγματικοτήτων, τις οποίες παραδέχεται και ο Αριστοτέλης, μαζί με όλους τους Ακαδημαϊκούς, αλλά την αντίληψή τους ως Ιδέες, δηλαδή ως πραγματικότητες χωρισμένες από τα αισθητά πράγματα.
Αυτό σημαίνει ότι, για τον Αριστοτέλη, τα καθολικά δεν είναι χωριστά από τα αισθητά, αλλά είναι οι κοινοί όροι σε πολλά επιμέρους αισθητά πράγματα, τα οποία υπάρχουν, δηλαδή είναι πραγματικά — δεν είναι απλές σκέψεις ή έννοιες — και επομένως δεν είναι χωρισμένα από αυτά.
Η δεύτερη κριτική, αντίθετα, αναδεικνύει ένα πρόβλημα στο σημείο όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι οι υποστηρικτές των Ιδεών παραδέχονται ότι «αυτοί» δεν αναγνωρίζουν Ιδέες για τα αντικείμενα των τεχνών, δηλαδή για τα τεχνητά αντικείμενα.
Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι, για παράδειγμα στην Πολιτεία, ο Πλάτων αναφέρει την Ιδέα του κρεβατιού, λέγοντας ότι το αισθητό κρεβάτι είναι απομίμηση ενός άλλου, και ότι το ζωγραφισμένο κρεβάτι είναι απομίμηση της απομίμησης.
Υποστηρίζεται όμως ότι ο Σωκρατικής καταγωγής Πλάτων όριζε την Ιδέα ως «παραδειγματική αιτία» (causa paradigmatica) των πραγμάτων που παράγονται σύμφωνα με τη φύση, και όχι των τεχνητών αντικειμένων.
Επομένως, θεωρείται ότι οι υποστηρικτές των Ιδεών, τους οποίους επικρίνει εδώ ο Αριστοτέλης, δεν πρέπει να ταυτίζονται με τον ίδιο τον Πλάτωνα, αλλά με τον Σωκράτη και τους μαθητές του, δηλαδή με μια ομάδα Ακαδημαϊκών που δεν περιλαμβάνει τον Πλάτωνα.
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, σε ένα χωρίο της Μεταφυσικής, δηλώνει ότι και ο Πλάτων παραδεχόταν Ιδέες μόνο για όσα υπάρχουν «στη φύση»· έτσι, ακόμη κι αν ο Πλάτων άλλαξε άποψη σε αυτό το ζήτημα, αναγνωρίζοντας Ιδέες και για τα τεχνικά αντικείμενα, αυτό θα έγινε πριν ή μετά τη συγγραφή της Πολιτείας — ή ότι το σχετικό χωρίο δεν πρέπει να διαβαστεί κυριολεκτικά.
Ορισμένοι ερμηνευτές πιστεύουν ότι ο Πλάτων απλώς ήθελε να δείξει ότι το ζωγραφισμένο κρεβάτι δεν είναι αληθινό, χωρίς να δεσμεύεται ότι υπάρχει κυριολεκτικά μια Ιδέα του κρεβατιού (επειδή οι Ιδέες θα έπρεπε να είναι αιώνιες, δηλαδή να μην έχουν κατασκευαστεί από κανέναν).
Ένα δεύτερο επιχείρημα που χρησιμοποιούσαν οι υποστηρικτές των Ιδεών αναφέρεται από τον Αριστοτέλη στη Μεταφυσική ως το «Ένα επί των πολλών» (to hèn epì pollôn), και θα είχε ως συνέπεια, σύμφωνα πάντα με τον Αριστοτέλη, να οδηγηθεί κανείς στην παραδοχή Ιδεών ακόμη και για αρνήσεις — δηλαδή Ιδεών που ούτε οι ίδιοι οι υποστηρικτές τους αποδέχονταν.
Ο Αλέξανδρος, αντλώντας και πάλι από το χαμένο έργο του Αριστοτέλη Περί Ιδεών, διατυπώνει το επιχείρημα ως εξής:
Αν καθένας από τους πολλούς ανθρώπους είναι "άνθρωπος" και καθένα από τα πολλά ζώα είναι "ζώο", τότε υπάρχει κάτι ενιαίο, που αποδίδεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο (homoiôs) στους πολλούς, χωρίς όμως να είναι ταυτόσημο με κανέναν από αυτούς· και αυτό θα είναι κάτι που υπάρχει "πέρα" από αυτούς (para), αιώνιο, δηλαδή μια Ιδέα — επομένως, οι Ιδέες υπάρχουν.
Ακόμη κι αν τα παραδείγματα αναφέρονται μόνο σε φυσικά όντα, όπως ο άνθρωπος και το ζώο, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι το επιχείρημα μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε είδος όντος, όπου ένα κοινό κατηγόρημα αποδίδεται με τον ίδιο τρόπο σε πολλά επιμέρους υποκείμενα.
Έτσι πρόκειται για ένα ακόμη επιχείρημα παρόμοιο με εκείνα που αναφέρονται στον Πλατωνικό Παρμενίδη, όπου ο Παρμενίδης προτρέπει τον Σωκράτη να παραδεχτεί την ύπαρξη Ιδεών για όλα όσα έχουν καθολικό κατηγόρημα.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου