Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025

Θωμάς Ακινάτης για την ευδαιμονία (α) - Πρακτική Φιλοσοφία-Μάθημα 4



Πρακτική Φιλοσοφία-Μάθημα 4
Θωμάς Ακινάτης για την ευδαιμονία (α)
Η συνέχεια: Tρίτη 22 Ιουλίου 2025

Διαλέξεις που έδωσε ο Καθηγητής Enrico Berti στις 5–6 Μαρτίου 2008 και καταγράφηκαν στο Ινστιτούτο Φιλοσοφικών Σπουδών του Λουγκάνο

Λοιπόν, σε αυτό το τέταρτο μάθημα της πρωινής σειράς, αλλάζουμε λίγο θέμα και μιλάμε για τη σοφία, η οποία, όπως έλεγα πριν, κάποιοι μελετητές ταυτίζουν με τη πρακτική φιλοσοφία, ενώ κατά τη δική μου άποψη – και θα προσπαθήσω να το δείξω αυτό με τα ίδια τα κείμενα – πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα, για δύο διαφορετικές μορφές λογικότητας. Η σοφία είναι μία από τις πέντε διανοητικές έξεις που εξετάζει ο Αριστοτέλης στο Έκτο Βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων. Ολόκληρο το Έκτο Βιβλίο είναι αφιερωμένο στην ανάλυση αυτών των πέντε έξεων, μέσω των οποίων, με την κατάφαση και την άρνηση, γνωρίζουμε την αλήθεια.
Πρόκειται λοιπόν για διανοητικές έξεις, ή όπως λέγονται στα ελληνικά, διανοητικές (δυνατότητες), και συνήθως αποκαλούνται και διανοητικές αρετές, διότι λέγεται πως για τον Αριστοτέλη υπάρχουν δύο είδη αρετών: οι ηθικές αρετές, που αφορούν τον χαρακτήρα, και οι διανοητικές αρετές, που σχετίζονται με τον λόγο. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι και οι πέντε αυτές έξεις αρετές, διότι για τον Αριστοτέλη ο λόγος αποτελείται από δύο μέρη – ή καλύτερα, διαθέτει δύο ικανότητες. Υπάρχει αυτό που ονομάζει επιστημονικό λόγο, τον οποίο σε ένα σημείο αποκαλεί και θεωρητικό λόγο – αυτό είναι το ένα μέρος – και υπάρχει και ο λόγος που ονομάζει κάποιες φορές υπολογιστικό (λογιστικό), άλλες φορές δοξαστικό (της γνώμης), και άλλες φορές πρακτικό λόγο.
Άρα, η διάκριση που θα βρούμε αργότερα στον Καντ μεταξύ θεωρητικού και πρακτικού λόγου – τις γνωστές μεγάλες Κριτικές του Καντ, «Κριτική του καθαρού λόγου» και «Κριτική του πρακτικού λόγου» – αυτή η διάκριση υπήρχε ήδη στον Αριστοτέλη. Ο ίδιος χρησιμοποιεί τους όρους θεωρητικός λόγος και πρακτικός λόγος. Ο θεωρητικός λόγος, λέει ο Αριστοτέλης, ασχολείται με τα πράγματα που δεν μπορούν να είναι αλλιώς, δηλαδή με τις αναγκαίες πραγματικότητες.
Θα δούμε αργότερα ποια είναι η αρετή του. Ο Καντ θα έλεγε ότι πρόκειται για τον κόσμο της φύσης, για ό,τι δεν εξαρτάται από εμάς. Αντίθετα, ο πρακτικός λόγος ασχολείται με τα πράγματα που μπορούν να είναι και διαφορετικά, που είναι, κατά τον Αριστοτέλη, τα πράγματα που εξαρτώνται από εμάς. Αυτός είναι ένας, αν θέλετε, κάπως αρχαϊκός τρόπος να δηλώσει αυτό που ο Καντ θα ονομάσει κόσμος της ελευθερίας.
Ο κόσμος της πράξης είναι ο κόσμος της ελευθερίας, διότι οι πράξεις εξαρτώνται από εμάς, και εμείς μπορούμε είτε να πράξουμε είτε να μην πράξουμε κάτι. Επομένως, η ανθρώπινη πράξη, ακριβώς επειδή είναι ανθρώπινη, είναι ελεύθερη πράξη. Και ως τέτοια, είναι αντικείμενο εξέτασης όχι από τον θεωρητικό λόγο, αλλά από τον πρακτικό λόγο.
Λοιπόν, αυτά τα δύο μέρη του λόγου, ή καλύτερα, αυτές οι δύο ικανότητες του λόγου, διαθέτουν μια σειρά από έξεις, δηλαδή καταστάσεις ή διαθέσεις dispositions που αποκτώνται μέσω της εξάσκησης και γίνονται ως εκ τούτου συνήθεια. Οι έξεις του θεωρητικού λόγου είναι τρεις: η διάνοια, ο νους ή αλλιώς το νοητικό, το οποίο, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η γνώση των αρχών, δηλαδή των προϋποθέσεων από τις οποίες ξεκινούν οι αποδείξεις. Για παράδειγμα, για τον Αριστοτέλη, η αριθμητική και η γεωμετρία – ας πάρουμε την ευκλείδεια γεωμετρία – γνωρίζουν τα αξιώματα.
Λοιπόν, η γνώση των αξιωμάτων είναι έργο του νοός, της διάνοιας. Τα αξιώματα είναι γνωστά, παρότι δεν αποδεικνύονται, δεν αποτελούν αποτέλεσμα αποδείξεων – είναι, αντιθέτως, τα θεμέλια, η αφετηρία από την οποία ξεκινούν οι αποδείξεις. Επομένως, δεν μπορούν να αποδειχθούν, και ο μόνος τρόπος να τα γνωρίσουμε είναι να τα συλλάβουμε άμεσα.
Πράγματι, έλεγε ο Ευκλείδης, τα γνωρίζουμε επειδή είναι αυτονόητα· τα αξιώματα είναι αυτονόητα, τα αντιλαμβανόμαστε χάρη στην αυτονόητη φύση τους. Η διανοητική έξη της γνώσης των αρχών είναι αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει νους, που στα λατινικά μεταφραζόταν ως intellectus, και που εγώ προτιμώ να αποκαλώ νοημοσύνη ή ευφυΐα.

Η δεύτερη έξη του θεωρητικού λόγου είναι αυτό που ο Αριστοτέλης αποκαλεί επιστήμη.


Και η επιστήμη, λέει, είναι μια αποδεικτική έξη· δηλαδή είναι η ικανότητα να αποδεικνύει κανείς ποιες είναι οι συνέπειες που απορρέουν από τις αρχές. Άρα, η επιστήμη συμπληρώνει τη νοημοσύνη: η νοημοσύνη γνωρίζει τις αρχές, και η επιστήμη κάνει τις αποδείξεις. Η γεωμετρία είναι το σύνολο των θεωρημάτων που παρουσίασε ο Ευκλείδης στα «Στοιχεία» του, δηλαδή το σύνολο των αποδείξεων που ξεκινούν από τις αρχές.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη έξη του θεωρητικού λόγου, που είναι η καλύτερη από τις τρεις, και επομένως έχει το δικαίωμα να αποκαλείται αρετή. Ξέρετε ότι στα ελληνικά, η λέξη αρετή (ἀρετή) σημαίνει αριστεία, σημαίνει τελειότητα. Επομένως, μια αρετή είναι μια τέλεια έξη, είναι η καλύτερη έξη σε έναν συγκεκριμένο τομέα.
Έτσι λοιπόν, η αρετή του θεωρητικού λόγου, δηλαδή η καλύτερη, η τέλεια έξη του θεωρητικού λόγου, είναι αυτό που ο Αριστοτέλης αποκαλεί σοφία (Σοφία). Τη Σοφία εμείς τη μεταφράζουμε ως σοφία ή σοφία του νου, και λέει ο Αριστοτέλης ότι αυτή συνίσταται στην ένωση της νοημοσύνης και της επιστήμης.
Δηλαδή, είναι ταυτόχρονα γνώση των αρχών και γνώση των συνεπειών που προκύπτουν από τις αρχές. Επομένως, πρόκειται για την ανώτατη μορφή γνώσης – είναι αυτό που στη Μεταφυσική ονομάζει πρώτη φιλοσοφία, δηλαδή γνώση των πρώτων αιτίων. Αυτή είναι η αρετή του θεωρητικού λόγου, δηλαδή η πιο υψηλή του έξη.

Ας περάσουμε τώρα στον πρακτικό λόγο. Κι αυτός έχει δύο έξεις. Ενώ ο πρώτος (ο θεωρητικός λόγος) είχε τρεις, αυτός έχει δύο.

Οι δύο έξεις του πρακτικού λόγου είναι, λέει ο Αριστοτέλης, η τέχνη (στα ελληνικά τέχνη, tekhne) και η φρόνηση (phronesis). Προσοχή: τη σοφία τη μεταφράζουμε ως sapienza (σοφία), τη φρόνηση ως saggezza (σύνεση ή φρόνηση). Και τα δύο είναι διαφορετικά πράγματα.
Πρέπει να το πούμε αυτό, γιατί υπάρχει μια γλώσσα – τα γαλλικά – όπου η λέξη sagesse σημαίνει και τα δύο, δηλαδή σοφία και φρόνηση. Στα ιταλικά όμως όχι. Στα ιταλικά άλλο είναι η sapienza (σοφία), άλλο η saggezza (φρόνηση).
Η sapienza (σοφία) αντιστοιχεί στο ελληνικό Σοφία, ενώ η saggezza (φρόνηση) αντιστοιχεί στο ελληνικό Φρόνησις. Ας αφήσουμε τη φρόνηση τελευταία, ας δούμε πρώτα την τέχνη.
Η τέχνη,  λέει ο Αριστοτέλης, είναι η ικανότητα να χρησιμοποιεί κανείς σωστά τον λόγο στις παραγωγικές δραστηριότητες.
Δηλαδή, είναι η ικανότητα να παράγει κανείς ωραία προϊόντα, να δημιουργεί ωραία έργα. Και αυτό ισχύει τόσο για εκείνα που εμείς αποκαλούμε καλές τέχνες – ζωγραφική, γλυπτική, μουσική, ποίηση – που είναι ικανότητες να δημιουργείς όμορφα πράγματα (όμορφους πίνακες, όμορφη μουσική), όσο και για εκείνα που εμείς αποκαλούμε τεχνικές. Ένα καλοφτιαγμένο σπίτι, αλλά και ένα καλοσχεδιασμένο στυλό, ένα καλοφτιαγμένο κινητό τηλέφωνο – όλα αυτά είναι έργα τέχνης (με την αριστοτελική έννοια).
Δηλαδή, τέχνη σημαίνει ικανότητα να κάνεις καλά ένα πράγμα, ένα προϊόν· και αυτό απαιτεί τον λόγο, και επομένως είναι μια έξη του πρακτικού λόγου. Είναι η έξη του ποιητικού πρακτικού λόγου (δηλαδή του λόγου που παράγει), που ξέρει να παράγει, ενώ η φρόνηση είναι η έξη του πρακτικού λόγου που δεν παράγει αντικείμενα, αλλά ξέρει να πράττει σωστά.

Δηλαδή, είναι η καλή χρήση του λόγου στις πράξεις.

Είναι το να ξέρει κανείς να κάνει εκείνες τις πράξεις που μας οδηγούν στο καλό, που πραγματοποιούν το αγαθό – και να ξέρει να αποφεύγει εκείνες τις πράξεις που μας οδηγούν στο κακό. Αυτή η διαδικασία – δηλαδή το να μπορεί κανείς να διακρίνει ποιες πράξεις μας οδηγούν στο καλό και επομένως πρέπει να γίνουν, και ποιες μας οδηγούν στο κακό και πρέπει να αποφεύγονται – κατά τον Αριστοτέλη απαιτεί συλλογισμό, απαιτεί λογισμό, και γι’ αυτό απαιτεί τη χρήση του λόγου. Και αυτόν τον συλλογισμό, ο Αριστοτέλης τον ονομάζει προαίρεση ή σκέψη μέσω επιλογής (deliberazione).
Επομένως, το να προαιρείται κανείς σωστά σημαίνει να ξέρει να συγκρίνει τις διάφορες δυνατότητες και να εντοπίζει, να υπολογίζει ποιες είναι οι σωστές.
Για να καταλάβουμε με ποια έννοια πρόκειται για λογισμό, ο Αριστοτέλης εισάγει επίσης τη σχέση μεταξύ σκοπού (τέλους) και μέσων. Ο σκοπός πρέπει να είναι το αγαθό – πάνω σε αυτό δεν γίνεται συζήτηση. Δηλαδή, δεν είναι ότι η φρόνηση συνίσταται στο να βρει έναν καλό σκοπό – η φρόνηση εκ φύσεως αποβλέπει σε έναν καλό σκοπό. Αν δεν αποβλέπει σε έναν καλό σκοπό, δεν είναι φρόνηση, είναι απλώς ικανότητα, πονηριά.
Μπορεί να υπάρχει πονηριά, επιτήδευση – για παράδειγμα, κάποιος θέλει να ληστέψει μια τράπεζα· τότε κάνει καλά τα σχέδιά του, κάνει καλούς υπολογισμούς – αν είναι ικανός, αν είναι πονηρός, φτιάχνει τέλειο σχέδιο και καταφέρνει να τη ληστέψει.
Αυτό όμως δεν είναι φρόνηση, γιατί ο σκοπός είναι κακός. Φρόνηση υπάρχει μόνο αν ο σκοπός είναι καλός. Αλλά κι εδώ δεν αρκεί να γνωρίζει κανείς έναν καλό σκοπό, ούτε αρκεί να θέλει έναν καλό σκοπό. Όπως θα λέγαμε σήμερα στην πολιτική: δεν φτάνει να είσαι έντιμος – φυσικά, είναι απαραίτητο, είναι το πρώτο πράγμα – αλλά δεν είναι αρκετό. Γιατί, ακόμα κι αν έχεις έναν καλό σκοπό, ακόμα κι αν έχεις καλή πρόθεση, πρέπει να ξέρεις ποια είναι τα πιο αποτελεσματικά μέσα για να τον πραγματοποιήσεις – και αυτό είναι έργο του λόγου. Δηλαδή, δεν αρκεί να είσαι τίμιος, πρέπει να είσαι και έξυπνος – με λίγα λόγια – για να είσαι φρόνιμος.
Να λοιπόν: η φρόνηση είναι η ικανότητα, ή καλύτερα η έξη, εκείνη η σταθερή και επίκτητη διάθεση του πρακτικού λόγου, που συνίσταται στο να ξέρει να εντοπίζει ποια είναι τα καταλληλότερα και αποτελεσματικότερα μέσα, δηλαδή ποιες είναι οι ενέργειες που ταιριάζουν περισσότερο στην πραγματοποίηση ενός καλού σκοπού – δηλαδή στην πραγμάτωση του αγαθού.
Άρα, βλέπετε – λέει ο Αριστοτέλης – αυτή είναι η πιο τέλεια έξη του πρακτικού λόγου, επομένως είναι η αρετή του πρακτικού λόγου. Όπως η σοφία είναι η αρετή του θεωρητικού λόγου, έτσι η φρόνηση είναι η αρετή του πρακτικού λόγου. Άρα, συνολικά υπάρχουν δύο διανοητικές αρετές, πέντε έξεις και δύο αρετές.
Οι έξεις είναι η νοημοσύνη, η επιστήμη, η σοφία, η τέχνη και η φρόνηση, αλλά ανάμεσα σε αυτές τις πέντε, η σοφία και η φρόνηση είναι επίσης αρετές, επειδή είναι τέλειες έξεις – η μία του θεωρητικού λόγου, η άλλη του πρακτικού λόγου. Ας επικεντρωθούμε τώρα στη φρόνηση.
Ο Αριστοτέλης φέρνει ένα παράδειγμα, ένα πρότυπο φρόνησης, δηλαδή έναν σοφό άνθρωπο, γιατί – για να καταλάβουμε τι είναι η φρόνηση, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη – πρέπει να δούμε πώς συμπεριφέρεται ένας φρόνιμος άνθρωπος. Και ως πρότυπο, ως τέλειο παράδειγμα φρόνιμου ανθρώπου, στο Έκτο Βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων, ο Αριστοτέλης αναφέρει τον Περικλή.
Ποιος ήταν ο Περικλής; Ήταν ένας σπουδαίος ηγέτης της Αθήνας, κατά τη διάρκεια του οποίου η Αθήνα έφτασε στο απόγειο της ακμής της – τόσο από την άποψη της στρατιωτικής ισχύος, αφού διέθετε στόλο που κυριαρχούσε σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, όσο και από την άποψη της τέχνης και του πολιτισμού. Για να το πούμε απλά: επί Περικλέους χτίστηκε στην Ακρόπολη της Αθήνας ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο – όλα όσα παραμένουν έως σήμερα ως τα πιο εντυπωσιακά μνημεία της αρχαίας Αθήνας προέρχονται από την εποχή του Περικλή, δηλαδή στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.
Για τον Αριστοτέλη, λοιπόν, ο Περικλής ήταν ο καλύτερος πολιτικός ηγέτης που υπήρξε ποτέ. Τώρα εμείς δεν ασχολούμαστε με την πολιτική, ασχολούμαστε με τη φιλοσοφία – αλλά έχει ενδιαφέρον ότι ο Αριστοτέλης, ένας φιλόσοφος του πρακτικού βίου, παρουσιάζει ως πρότυπο φρόνησης όχι έναν φιλόσοφο, ούτε τον Σωκράτη ούτε τον Πλάτωνα, αλλά τον Περικλή, έναν πολιτικό.
Γιατί; Επειδή ο Περικλής έδειξε ότι ήξερε να επιτυγχάνει το καλό της πόλης του, δηλαδή της Αθήνας.
Αυτό είναι, κατά τον Αριστοτέλη, η αληθινή φρόνηση: η πολιτική φρόνηση, η ανώτερη μορφή φρόνησης που μπορεί να υπάρξει. Βέβαια, υπάρχουν και άλλες μορφές φρόνησης. Για παράδειγμα, κάποιος που επιδιώκει το καλό της οικογένειάς του – τότε ένας καλός οικογενειάρχης είναι φρόνιμος όταν δεν θέλει απλώς το καλό της οικογένειάς του, αλλά ξέρει και πώς να το επιτύχει· δηλαδή, όταν παίρνει τις σωστές αποφάσεις για το καλό της οικογένειας – τότε είναι ένας σοφός αρχηγός του οίκου.
Ο Αριστοτέλης τον αποκαλεί οικονόμο, γιατί η τέχνη του να διοικεί κανείς το σπίτι ή την οικογένεια λεγόταν οἰκονομική τέχνη (οἰκονομική), από τη λέξη οἶκος, που σημαίνει σπίτι. Αργότερα, η λέξη «οικονομία» απέκτησε άλλη σημασία, έγινε πολιτική οικονομία, δηλαδή οικονομία σε εθνικό επίπεδο, αλλά αρχικά η οικονομία ήταν η τέχνη της σωστής διαχείρισης του σπιτιού, και ο φρόνιμος ήταν ο οικονόμος, που ήξερε καλά ποιες δουλειές να κάνει, τι να αγοράσει, τι να πουλήσει, τι να εξασφαλίσει για την οικογένεια, πώς να οργανώσει το σπίτι. Και πρέπει να πούμε ότι το αρχαίο σπίτι ήταν σύνθετο: δεν είχε μόνο τη σύζυγο και τα παιδιά, αλλά είχε και ζώα – γαϊδούρια, βόδια, άλογα – ήταν ένα σύνολο που χρειαζόταν σοβαρή και πολυσύνθετη διαχείριση.
Και τέλος, λέει ο Αριστοτέλης, η φρόνηση είναι και η τέχνη όχι μόνο τού να κάνει κανείς το καλό της πόλης του ή της οικογένειάς του, αλλά και το να κάνει το δικό του καλό, ως μεμονωμένο άτομο. Και αυτό, λέει, είναι το σύνηθες νόημα της λέξης φρόνηση: δηλαδή, στην καθομιλουμένη, η φρόνηση σημαίνει κυρίως την ικανότητα του να κάνει κανείς το δικό του καλό. Παρ’ όλα αυτά, για τον Αριστοτέλη, πιο σημαντική είναι η πολιτική φρόνηση και η οικονομική φρόνηση, παρά η ατομική φρόνηση, δηλαδή αυτή που αφορά το δικό μας προσωπικό καλό. Όπως βλέπετε λοιπόν, η φρόνηση είναι διαφορετική από την πρακτική φιλοσοφία.
Εδώ δεν υπάρχει ανάγκη για αποδείξεις, δεν χρειάζεται να ξεκινάμε από έγκυρες προκείμενες, δεν χρειάζονται όλες οι γνώμες που έχουν διατυπωθεί από τους φιλοσόφους, δεν χρειάζεται να γίνονται αντικρούσεις ή αντιρρήσεις. Εδώ ο συλλογισμός είναι πιο απλός: είναι αυτό που ο Αριστοτέλης θα αποκαλέσει πρακτικός συλλογισμός.
Δηλαδή, όταν έχει δοθεί ένας σκοπός και έχουν εντοπιστεί τα καταλληλότερα μέσα για την επίτευξή του, το συμπέρασμα συνίσταται στο να πράξει κανείς αυτό που υποδεικνύουν τα μέσα. Ο Αριστοτέλης δίνει παραδείγματα, τα οποία συνήθως προέρχονται από την ιατρική – είτε γιατί, όπως φαίνεται, ήταν γιος γιατρού και στο σπίτι του άκουγε να μιλούν για ιατρικά θέματα, είτε γιατί η ιατρική είναι μία μορφή φρόνησης, καθώς συνίσταται στο να βρίσκει κανείς τα καταλληλότερα μέσα για να επιτύχει ή να διατηρήσει εκείνο το αγαθό που είναι η υγεία.
Και τότε λέει: για παράδειγμα, ένα παράδειγμα πρακτικού συλλογισμού:
Τα ελαφριά κρέατα κάνουν καλό στην υγεία.
Αυτή είναι, κατά κάποιο τρόπο, η γενική προκείμενη. Θεωρείται δεδομένο ότι ο σκοπός είναι η υγεία, που είναι ένας καλός σκοπός, και ότι, ως προκείμενη, πρέπει να γνωρίζουμε πως είναι καλύτερο να τρώει κανείς ελαφριά κρέατα παρά βαριά, για να είναι καλά.

Έπειτα λέει ο Αριστοτέλης: Τα κρέατα των πουλερικών, π.χ. το κοτόπουλο, είναι ελαφριά. Αυτή είναι η δεύτερη προκείμενη, πιο συγκεκριμένη: εδώ δεν εξετάζεται πλέον ο σκοπός (η υγεία), αλλά ποια κρέατα είναι ελαφριά. Το κοτόπουλο, για παράδειγμα, είναι πιο ελαφρύ από το αγριογούρουνο.
Τότε το συμπέρασμα είναι:
Αν θέλεις να απολαμβάνεις καλή υγεία, φάε κοτόπουλο.
Βλέπετε, είναι ένας συλλογισμός – ναι, υπάρχουν δύο προκείμενες και ένα συμπέρασμα. Είναι ένας πολύ απλός συλλογισμός, δεν χρειάζεται να σπουδάσει κανείς φιλοσοφία ούτε να είναι φιλόσοφος για να κάνει τέτοιου είδους συλλογισμούς – αλλά πρέπει να είναι φρόνιμος.
Αυτοί είναι οι συλλογισμοί που κάνουν οι σοφοί άνθρωποι: δοθέντος ενός καλού σκοπού, ποια είναι τα καταλληλότερα μέσα; Αυτό, αυτό και αυτό.
Τότε κάνουμε αυτό και όχι το αντίθετο. Είναι λοιπόν μια μορφή λογικότητας, αλλά μια πιο απλή λογικότητα – όχι επιστήμη. Ο ίδιος το λέει καθαρά: η φρόνηση δεν είναι επιστήμη, ούτε τέχνη γιατί δεν παράγει κάτι, δεν έχει προϊόν.
Είναι φρόνηση, είναι η αρετή του πρακτικού λόγου, είναι το να ξέρει κανείς να πράττει σωστά, να συμπεριφέρεται σωστά. Αλλά για να ξέρει κανείς να συμπεριφέρεται σωστά δεν χρειάζεται να είναι φιλόσοφος. Οποιοσδήποτε καλός οικογενειάρχης, οποιοσδήποτε καλός πολιτικός, οποιοσδήποτε καλός άνθρωπος, ως άτομο, μπορεί να ξέρει να συμπεριφέρεται σωστά χωρίς να κατέχει την πρακτική φιλοσοφία.
Αν ο Αριστοτέλης ήθελε να αναφέρει παραδείγματα πρακτικής φιλοσοφίας, θα ανέφερε τον Σωκράτη, θα ανέφερε τον Πλάτωνα, τον δάσκαλό του· αλλά επειδή θέλει να δείξει παραδείγματα φρόνησης, αναφέρει τον Περικλή, όχι φιλόσοφο. Αυτό αποδεικνύει ότι η φρόνηση δεν είναι φιλοσοφία, ούτε καν πρακτική φιλοσοφία – είναι παρ’ όλα αυτά μία μορφή λογικότητας, επειδή εμπεριέχει έναν συγκεκριμένο τύπο συλλογισμού, και για αυτό είναι αρετή του πρακτικού λόγου.

Αλλά όχι όλες οι μορφές λογικότητας είναι φιλοσοφία.

Η φιλοσοφία, αν θέλετε, από μια άποψη απαιτεί κάτι παραπάνω, και ίσως από μια άλλη άποψη κάτι λιγότερο. Απαιτεί περισσότερο γιατί ο φιλόσοφος, όπως διαβάσαμε προηγουμένως, πρέπει να εξετάσει όλες τις γνώμες. Εγώ, ως καθηγητής, λέω: να μελετήσει κανείς λίγο την ιστορία της φιλοσοφίας, να ξέρει τι έχουν πει οι άλλοι φιλόσοφοι.
Ύστερα πρέπει κανείς να αναπτύξει τις απορίες, δηλαδή να συζητήσει τι είπαν οι φιλόσοφοι για να δει αν αυτά που είπαν στέκουν ή όχι. Αν στο τέλος αυτού του έργου καταφέρει να βγάλει ένα συμπέρασμα που δεν έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές που όλοι δέχονται και αντέχει στις αντιρρήσεις, τότε θα έχει γίνει μια επαρκής απόδειξη φιλοσοφίας πρακτικής. Ο καλός Περικλής δεν είχε ανάγκη να κάνει όλα αυτά.
Δεν είχε χρόνο να σπαταλήσει με τους φιλοσόφους. Έπρεπε να κυβερνήσει, να παίρνει αποφάσεις. Έκανε κι αυτός τους συλλογισμούς του, όπως τον πρακτικό συλλογισμό, αλλά χωρίς να αρχίζει συζητήσεις, χωρίς να κάνει διαλεκτική, χωρίς τις διαλεκτικές αποδείξεις που κάνουν οι φιλόσοφοι.
Επομένως, είχε πολύ λιγότερα σε σχέση με την πρακτική φιλοσοφία. Αν και μπορεί να πει κανείς ότι, αφού στο τέλος το σημαντικό είναι να κάνει κανείς το καλό, ο φρόνιμος, εφόσον καταφέρνει να πράξει το καλό, δεν έχει ανάγκη από τόση φιλοσοφία. Ήδη έχει αυτό που η πρακτική φιλοσοφία επιδιώκει να επιτύχει – και που ίσως ο φιλόσοφος δεν καταφέρνει πάντα να πετύχει, γιατί δεν είναι αυτονόητο ότι ο φιλόσοφος είναι και φρόνιμος.
Βλέπετε λοιπόν, πρόκειται για δύο μορφές λογικότητας, και οι δύο πρακτικές, και οι δύο έχουν ως σκοπό την πράξη, αλλά η μία είναι φιλοσοφία και η άλλη είναι απλώς μια έξη του λόγου, μια αρετή, μια μορφή αριστείας.
Ποια είναι η σχέση μεταξύ αυτών των δύο διανοητικών αρετών, δηλαδή της σοφίας (σοφία) και της φρόνησης; Γιατί και αυτό το ξεκαθαρίζει καλά ο Αριστοτέλης. Και λέει ότι σχετίζονται όπως η υγεία και η ιατρική.
Δηλαδή, η υγεία είναι ο σκοπός, και η ιατρική είναι η ικανότητα να βρίσκεις τα κατάλληλα μέσα για να πραγματοποιήσεις, να διατηρήσεις την υγεία, αν την έχεις ήδη, ή να την επανακτήσεις, αν την έχεις χάσει. Η ιατρική, επομένως, ασχολείται με τα μέσα. Γι’ αυτό λέει: η ιατρική δίνει εντολές, δηλαδή προδιαγράφει.
Όπως όλοι ξέρουμε, ο καλός γιατρός είναι εκείνος που ξέρει να κάνει δύο πράγματα: τη διάγνωση και τη θεραπεία. Η διάγνωση είναι μια γνωσιακή πράξη – πρόκειται για το να καταλάβει κανείς ποια ασθένεια έχεις. Εσύ του λες τα συμπτώματα, εκείνος σε παρατηρεί, σε εξετάζει κ.τ.λ., και πρέπει να κάνει διάγνωση – δηλαδή, πρώτα πρέπει να καταλάβει ακριβώς ποια είναι η ασθένεια.
Δεύτερον, η θεραπεία, δηλαδή η αγωγή – να δώσει οδηγίες, να συνταγογραφήσει φάρμακα, να δώσει διατροφικές οδηγίες, να προτείνει ασκήσεις, να προτείνει όλα εκείνα τα πράγματα που είναι μέσα για να πετύχεις την ίαση, δηλαδή για να θεραπευτείς από την ασθένεια.
Να λοιπόν, λέει ο Αριστοτέλης: η σχέση ανάμεσα στη φρόνηση και στη σοφία είναι ακριβώς αυτή – η σοφία είναι ο σκοπός. Με αυτό, έχει ήδη πει ποια είναι για τον ίδιο η ευδαιμονία, γιατί αν ο σκοπός είναι η ευδαιμονία, τότε η ευδαιμονία είναι η σοφία – η ευδαιμονία είναι το να γνωρίζεις τα πρώτα αίτια όλων των πραγμάτων.
Αυτό για τον Αριστοτέλη είναι η φιλοσοφική ζωή, είναι το να ζει κανείς ως φιλόσοφος. Όμως, για να φτάσει κανείς εκεί, χρειάζεται η φρόνηση. Άρα, ακόμα και ο φιλόσοφος έχει ανάγκη από φρόνηση.
Η σοφία, λέει ο Αριστοτέλης, δεν δίνει εντολές, δεν προδιαγράφει. Είναι η φρόνηση εκείνη που δίνει εντολές, που προδιαγράφει τι πρέπει να γίνει και τι όχι, ώστε να πραγματοποιηθεί τελικά η σοφία.
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό το λέει στην Ηθική Νικομάχεια, αλλά όπως ξέρετε, ο Αριστοτέλης έχει γράψει κι ένα άλλο έργο ηθικής, που ονομάζεται Ηθικά Ευδήμεια – ή, όπως λένε κάποιοι, Ηθικά Ευδήμεια ή Ευδέμεια· στα ελληνικά δεν υπάρχει πάντα αυστηρός κανόνας.
Το σημαντικό είναι ότι αυτή η δεύτερη Ηθική (Ηθικά Ευδήμεια) ονομάζεται έτσι όχι επειδή είναι αφιερωμένη σε κάποιον που λεγόταν Εύδημος, όπως τα Ηθικά Νικομάχεια είναι αφιερωμένα στον Νικομάχο, αλλά επειδή πιθανόν εκδόθηκε από έναν μαθητή του Αριστοτέλη, τον Εύδημο από τη Ρόδο.
Σ’ αυτό το άλλο έργο, το οποίο σε μεγάλο βαθμό είναι ανάλογο, παράλληλο με τα Ηθικά Νικομάχεια, στο παράλληλο σημείο με εκείνο όπου στα Νικομάχεια ο Αριστοτέλης εξηγεί τη σχέση ανάμεσα στη σοφία και τη φρόνηση, στα Ηθικά Ευδήμεια εξηγεί την ίδια σχέση, αλλά αντί για τη σοφία, τοποθετεί αυτό που οι Έλληνες ονόμαζαν “ο Θεός” – ὁ Θεός.
Λέω ο Θεός, γιατί οι Έλληνες έλεγαν “ο Θεός” – δεν έλεγαν “Θεός” με κεφαλαίο και χωρίς άρθρο, όπως γίνεται στις βιβλικές θρησκείες. Για τους Έλληνες, “ο Θεός” είναι είδος, όπως υπάρχει “ο άνθρωπος” ως είδος όλων των ανθρώπων, έτσι υπάρχει “ο Θεός” ως το είδος των θεών.
Οι θεοί, σύμφωνα με τους Έλληνες, διαφέρουν από τους ανθρώπους για δύο λόγους: γιατί είναι αθάνατοι, ενώ οι άνθρωποι είναι θνητοί, και γιατί είναι μακάριοι (ευτυχισμένοι), ενώ οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι.
Στα Ηθικά Ευδήμεια λέει ο Αριστοτέλης ότι ο Θεός δεν δίνει εντολές, επειδή δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Στα ελληνικά, για τους Έλληνες, το να δίνεις εντολές είναι η πράξη του κυρίου, που έχει ανάγκη από δούλους, έχει ανάγκη να υπηρετείται. Ο Θεός όμως δεν έχει ανάγκη από τίποτα, είναι ήδη μακάριος από μόνος του, δεν έχει ανάγκη να υπηρετείται, και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να δίνει εντολές σε κανέναν.
Αυτή είναι μια βαθιά διαφορά της ελληνικής θρησκείας σε σχέση με τις βιβλικές θρησκείες, όπου ο Θεός δίνει έναν Νόμο – ο νόμος του Μωυσή, ακόμα και ο Ιησούς, με τον δικό του τρόπο, δίνει εντολές, παρότι υπερβαίνει τον Νόμο· και έπειτα, στο Ισλάμ, ο Νόμος επανέρχεται στο κέντρο, με τον Νόμο του Αλλάχ, τη Σαρία.
Για τους Έλληνες, οι θεοί δεν δίνουν νόμους, δεν δίνουν εντολές. Είναι η φρόνηση, λέει ο Αριστοτέλης, που μας διατάζει τι να κάνουμε και τι να μη κάνουμε για να θεωρούμε, για να ασκούμε τη θεωρητική ζωή και να υπηρετούμε τον Θεό. Χρησιμοποιεί αυτήν την έκφραση: «υπηρετείν τῷ Θεῷ».
Δηλαδή, ο Θεός δεν έχει ανάγκη να τον υπηρετούμε. Είναι η δική μας φρόνηση που μας λέει τι πρέπει να κάνουμε για να υπηρετούμε τον Θεό. Και τι σημαίνει να υπηρετούμε τον Θεό; Σημαίνει να ασκούμε τη σοφία, να ασκούμε τη γνώση των πρώτων αρχών, των πρώτων αιτίων – διότι σε αυτό συνίσταται η ευδαιμονία.

Αλλά αυτό δεν μας το προστάζει ο Θεός, μας το προστάζει η δική μας φρόνηση.

Κατά τη γνώμη μου, και αυτό είναι παράδειγμα αυτόνομης ηθικής – λένε πως μόνο η ηθική του Καντ είναι αυτόνομη, αλλά και αυτή εδώ είναι μια αυτόνομη ηθική, γιατί αυτός που δίνει τον νόμο είναι η φρόνηση, δηλαδή ο λόγος, όχι κάποιος εξωτερικός νόμος, όχι ο θεϊκός νόμος.
Όλη αυτή η συζήτηση δεν έχει πια να κάνει με την πρακτική φιλοσοφία, ή μάλλον, η πρακτική φιλοσοφία καθορίζει ποιο είναι το υπέρτατο αγαθό.
Για τον Αριστοτέλη, το υπέρτατο αγαθό, δηλαδή η ευδαιμονία, είναι η άσκηση της σοφίας. Αυτό το λέει η πρακτική φιλοσοφία· άρα, η πρακτική φιλοσοφία είναι αυτή που μας λέει: Θέλετε να είστε ευτυχισμένοι; Τότε αναζητήστε τη σοφία.
Όμως, για να ξέρουμε ποιες πράξεις πρέπει να κάνουμε και ποιες να αποφύγουμε για να πετύχουμε αυτόν τον σκοπό, δεν αρκεί η πρακτική φιλοσοφία, χρειάζεται και η φρόνηση. Δηλαδή, δεν αρκεί να είσαι φιλόσοφος, πρέπει να είσαι και φρόνιμος, σοφός άνθρωπος.
Αυτός ο λόγος, όπως μπορείτε να καταλάβετε, είχε έντονη απήχηση στη σύγχρονη φιλοσοφία, στη μοντέρνα σκέψη – αυτή η επανεύρεση της αρχαίας φρόνησης θεωρήθηκε ως η πραγματική απάντηση, η πραγματική λύση στα προβλήματα που έθεσε η σύγχρονη επιστήμη.
Διότι είναι η φρόνηση αυτή που μας λέει πώς να φερόμαστε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αυτή που απαιτεί εμπειρία, αυτή που απαιτεί αυτοκυριαρχία.
Υπάρχουν πράγματι ομοιότητες ανάμεσα στην πρακτική φιλοσοφία και τη φρόνηση. Ακόμα και σε σχέση με τη φρόνηση, ο Αριστοτέλης λέει ότι απαιτεί εμπειρία, άρα προϋποθέτει μια ορισμένη ηλικία.
Είναι δύσκολο ένας νέος να είναι φρόνιμος, γιατί δεν έχει ακόμα την εμπειρία. Η φρόνηση απαιτεί και αυτοκυριαρχία επί των παθών.
Και εδώ υπάρχει μια πολύ ωραία παρατήρηση: λέει ότι αν επιθυμώ πολύ ένα πράγμα, η επιθυμία επηρεάζει την κρίση μου και με σπρώχνει να κρίνω ως καλό – με τη λογική – αυτό που είναι απλώς αντικείμενο της επιθυμίας μου.
Άρα, για να είμαστε βέβαιοι ότι η κρίση μας είναι δίκαιη και όχι επηρεασμένη από τις επιθυμίες, πρέπει να μπορούμε να κυριαρχούμε πάνω στις επιθυμίες.
Έτσι, λέει, η φρόνηση, που είναι το να ξέρει κανείς να κρίνει σωστά, έχει ως προϋπόθεση μια άλλη αρετή, που είναι η εγκράτεια.
Η εγκράτεια είναι το να μπορεί κανείς να κυριαρχεί στις επιθυμίες, να κυριαρχεί στα πάθη. Στα ελληνικά λέγεται σωφροσύνη (σωφροσύνη).
Και ο Αριστοτέλης κάνει και μια λίγο τραβηγμένη ετυμολογία, εντελώς επινοημένη από τον ίδιο, αλλά που αποκαλύπτει τις προθέσεις του. Λέει ότι η σωφροσύνη (σωφροσύνη) ονομάζεται έτσι γιατί “σώζει” – στα ελληνικά “σῴζει” σημαίνει “σώζει”, από το ρήμα σῴζω, και “σῴζει” τη ἀφροσύνη.
Δεν είναι αλήθεια ότι σωφροσύνη σημαίνει αυτό, αλλά είναι αλήθεια ότι αν δεν υπάρχει σωφροσύνη, δηλαδή αν δεν υπάρχει εγκράτεια, είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει φρόνηση. Αν κάποιος δεν κυριαρχεί στα πάθη του, δύσκολα θα καταφέρει να είναι φρόνιμος.
Αυτό το παιχνίδι λέξεων – φρόνηση (φρόνησις), σωφροσύνη (σωφροσύνη) – μας κάνει να σκεφτούμε και την πραγματική ετυμολογία της λέξης “φρόνησις”. Προέρχεται από τη λέξη φρήν (phren), που σημαίνει νους, μυαλό. Τόσο αληθινό είναι αυτό που λέμε και σήμερα: “σχιζοφρενής”, που σημαίνει αυτός που έχει διχασμένο μυαλό.
Σχίζειν σημαίνει σχίζω στα δύο. Ο σχιζοφρενής είναι αυτός που είναι σαν να είναι δύο, με δύο προσωπικότητες που αντιμάχονται μεταξύ τους. Ή λέμε και “φρενολογία”, που σημαίνει η μελέτη του νου. Άρα, η φρόνηση, που προέρχεται από τη λέξη φρήν, σημαίνει καλή λειτουργία του νου, ένας υγιής νους, νοητική υγεία.
Όταν λέμε πως κάποιος είναι ψυχικά υγιής, εννοούμε ότι έχει φρόνηση· το αντίθετο είναι να είναι ψυχικά άρρωστος.

Τώρα, πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα: η πρακτική φιλοσοφία είναι υπόθεση των φιλοσόφων.

Είναι οι φιλόσοφοι που συζητούν μεταξύ τους για την πρακτική φιλοσοφία, ενώ η φρόνηση αφορά όλους, δεν αφορά μόνο τους φιλοσόφους. Δεν χρειάζεται να είσαι επαγγελματίας φιλόσοφος – αντίθετα, συχνά είναι καλύτερα αν ο πολιτικός δεν ασχολείται με φιλοσοφία. Ο καλός οικογενειάρχης... Βέβαια, η φιλοσοφία είναι ωραίο πράγμα, αλλά έχει έναν σκοπό.
Η πρακτική φιλοσοφία είναι σημαντική, επειδή δίνει αξιολογικές κρίσεις, μας λέει ποια είναι τα αγαθά, μας λέει τι είναι η ευδαιμονία κ.λπ.
Όμως, στην καθημερινή ζωή, στην καθημερινή πράξη, αυτό που μας καθοδηγεί είναι μια μορφή λογικότητας, που είναι όμως η φρόνηση, η πρακτική σοφία.
Στα λατινικά, όπως θα δούμε το απόγευμα μιλώντας για τον Άγιο Θωμά, η φρόνησις μεταφράζεται με τη λέξη prudentia.
Στα ιταλικά (λέει ο ομιλητής), διστάζω λίγο να τη μεταφράσω ως “προνοητικότητα” ή “προσεκτικότητα”, γιατί στα ιταλικά το “prudenza” έχει περιορισμένη σημασία: σημαίνει να είσαι προσεκτικός, να προσέχεις, όπως λέμε: «Να είσαι προσεκτικός όταν οδηγείς, μην τρέχεις πολύ, να τηρείς τα σήματα κυκλοφορίας».

Αυτό είναι κάτι λιγότερο από τη φρόνηση του Περικλή, που ήξερε πώς να κυβερνά σωστά.

Παρ’ όλα αυτά, με τη μετάφραση prudentia αποφεύγεται η σύγχυση με τη σοφία (σοφία) και με την πρακτική φιλοσοφία. Έτσι καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για μια αρετή που αφορά τη συμπεριφορά, που αφορά την πράξη, το πράττειν, και όχι μια γνώση.
Ορισμένοι σύγχρονοι φιλόσοφοι, από τους πιο σημαντικούς που επανέφεραν την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, πρώτος απ’ όλους ο Gadamer – με τον οποίο θα ασχοληθούμε αύριο το πρωί διαβάζοντας και κάποια αποσπάσματα – δεν έκανε σαφή διάκριση, κατά τη γνώμη μου, μιλώντας για τον Αριστοτέλη, ανάμεσα στη φρόνηση και την πρακτική φιλοσοφία. Δηλαδή, παρουσίασε ως πρακτική φιλοσοφία κάτι που στην πραγματικότητα για τον Αριστοτέλη ήταν μόνο φρόνηση.

Το ίδιο έκαναν και πολλοί από τους μαθητές του Gadamer, και πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι.

Για παράδειγμα – και με αυτό τελειώνω – θα κάνω μια παρατήρηση που σίγουρα θα προκαλέσει αντιδράσεις: όπως ξέρετε, σήμερα υπάρχει ένα νέο επάγγελμα που αρχίζει να καθιερώνεται, το “philosophical counseling” – δηλαδή η φιλοσοφική συμβουλευτική.
Εδώ, κατά τη γνώμη μου – και το λέω με απόλυτο σεβασμό για αυτό το επάγγελμα, καθώς είχα την τύχη να γνωρίσω συναδέλφους που το εξασκούν και μαθητές μου που αφιερώθηκαν σ’ αυτό – δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμα πλήρως αν ο σκοπός είναι να βοηθήσουν κάποιον να γίνει φιλόσοφος ή να τον βοηθήσουν να γίνει σοφός, δηλαδή να λύσει τα πρακτικά του προβλήματα. Το πράγμα δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο.

ΣΧΟΛΙΟ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΜΕ ΑΥΤΑ ΤΑ ΥΠΕΡΟΧΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΟΦΙΑΣ ΔΙΟΤΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΛΕΙΨΗ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΤΙ ΕΧΕΙ ΥΠΟΤΙΜΗΘΕΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ.

1 σχόλιο:

χαλαρωσε είπε...

ΤΕΛΕΙΑ