Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Γεώργιος Α. Τσανανάς - «Τα εν τη Εκκλησία χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος κατά τον Μέγα Βασίλειον»

Συμπόσιον χαριστήριον εις τον καθηγητήν Παναγ. Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 123-140 


Η περί χαρισμάτων διδασκαλία της Κ. Διαθήκης είναι λίαν στενώς και αναποσπάστως συνδεδεμένη μετά της βιβλικής εκκλησιολογίας, αποτελεί μάλιστα την εσωτερικωτέραν πτυχήν αυτής1. Κατά την αναλογίαν της πίστεως δίδονται εις έκαστον πιστόν παρά του Θεού εν ή πλείονα χαρίσματα, τα οποία αποτελούν «φανέρωσιν» του Πνεύματος και υπηρετούν «προς το συμφέρον» και «εις οικοδομήν του σώματος του Χρίστου». Άπαντες οι πιστοί ως χαρισματούχοι κατέχουν θεόθεν ωρισμένην θέσιν εν τω σώματι του Χρίστου ως μέλη αυτού. Εκ της συνεπείας και της πιστότητος αυτών εις τα ληφθέντα χαρίσματα οικοδομείται και καταρτίζεται η κοινότης εν αγάπη εις σωτηρίαν.

Προκαλεί όθεν οδυνηράν έκπληξιν η διαπίστωσις ότι, ενώ η ορθόδο­ξος Εκκλησία ουδέποτε έπαυσε να είναι χαρισματική υπό την ως άνω έν­νοιαν, εν τούτοις το θέμα των χαρισμάτων δεν έτυχε της δεούσης προσοχής και συστηματικής εξετάσεως εις τα νεώτερα δογματικά μας συγγράμματα, εις τον ελληνικόν τουλάχιστον χώρον. Εκ της ορθοδόξου εκκλησιολογίας, εν αντιθέσει προς την δυτικήν, απουσιάζουν τα χαρίσματα2.

Είναι επιτακτική η ανάγκη να παρακολουθήση η σύγχρονος ορθόδοξος θεολογική σκέψη το χαρισματικόν στοιχείον εις την εκκλησιαστικήν της παράδοσιν προς πληρεστέραν και ανανεωμένην εκκλησιολογικήν σύνθεσιν.

Εν τη παρούση εργασία εκτίθεται το χαρισματικόν στοιχείον, ως έχει παρά Μ. Βασιλείω, ως συμβολή εις την πατερικήν χαρισματολογίαν. Πλην των άλλων ωθεί προς τούτο και η ετέρα διαπίστωσις, ότι εκ της μέχρι τούδε γενομένης ερεύνης περί την εκκλησιολογίαν του Μ. Βασιλείου3 το μνημονευθέν στοιχείον απουσιάζει, εξ όσων γνωρίζομεν, κατά κανόνα παντελώς.

Α. Η ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΝ ΣΚΕΨΙΝ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Εν πρώτοις δέον να τονισθή ότι o Μ. Βασίλειος δεν εθεολόγησεν ιδιαιτέρως περί χαρισμάτων, όπως και γενικώτερον περί Εκκλησίας4, μη λαβών προς τούτο αφορμήν. Φυσικώς και ανεπιτηδεύτως είπεν ή κατέγραψε περί αυτών όσα εκ της αδιαλείπτου επικοινωνίας του μετά των Γραφών και της ζώσης παραδόσεως των μέχρι της εποχής του άγιων ανδρών της Εκκλησίας, ως και διά της προσωπικής του εμπειρίας εγνώρισε και εβίωσε. Πρόκειται δηλ. περί σποραδικών βιωματικών μαρτυριών και όχι περί ανεπτυγμένων θεολογικών θέσεων.

Εις το υπ’ όψιν σχετικόν υλικόν δεν υπάρχει ορισμός περί χαρίσματος. Παρίσταται όθεν η ανάγκη να αναζητηθή ή κατά το μάλλον και ήττον ακριβής περί αυτού έννοια διά συντόμου αναδρομής εις μερικάς ανθρωπολογικάς και σωτηριολογικάς του απόψεις εν συναφεία πάντοτε προς την πνευματολογίαν και εκκλησιολογίαν του.

Ο Θεός, η «αληθινή ζωή», εδημιούργησε τον άνθρωπον «κατ' εικόνα και ομοίωσιν» Αυτού. Τούτο αποτελεί «την εξ αρχής χάριν», είναι «χάρισμα», ήτοι δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπον, του οποίου η εν κοινωνία μετ’ Αυτού ζωή χαρακτηρίζεται ως «μακαρία». Η αμαρτία ηχρείωσε το «κάλλος της εικόνος» εν τω ανθρώπω, ο οποίος απολέσας «την προς τον Θεόν ομοιότητα» συναπώλεσε και την «προς την ζωήν οικειότητα»5.

Η επαναφορά του ανθρώπου εις την τάξιν της δημιουργίας χαρακτηρίζεται μ.ά. ως «ανάκλησις» εις την «εξ αρχής χάριν», καθίσταται δε δυνατή διά της του Υιού «οικονομίας»· «η του Θεού και Σωτήρος ημών περί τον άνθρωπον οικονομία ανάκλησις έστιν από της εκπτώσεως και επάνοδος εις οικείωσιν Θεού από της διά την παρακοήν γενομένης αλλοτριώσεως», αι πράξεις δε της θείας προς τούτο αγάπης είναι «η μετά σαρκός επιδημία Χριστού, αι των ευαγγελικών πολιτευμάτων υποτυπώσεις, τα πάθη, ο σταυρός, η ταφή, η ανάστασις»6. Η νέα ζωή είναι χάρις· «το όλον χάριτι ζώντες και δωρεά Θεού»7· αποτελεί δε εν σχέσει προς την μέλλουσαν πληρότητά της «αρραβώνα» μόνον και «γεύμα (=γεύσιν) χάριτος»8.

Βεβαίως «η χάρις δίδεται διά του Υιού και ενεργείται προς ημάς παρ’ αυτού»9, το όλον όμως έργον της θείας οικονομίας και η εξ αυτού νέα ζωή είναι κοινόν της Αγ. Τριάδος· «η ζωή ημών από Θεού διά Χρίστου εν Αγιώ Πνεύματι»10. Το έργον τούτο ενεργεί και τελειοί κατ’ εξοχήν το Πνεύμα το άγιον, το «τελειωτικόν» του εν γένει έργου της Τριάδος11.

Το Αγ. Πνεύμα «συμπάρεστι» κατά την δημιουργίαν του κόσμου και καθ' όλας τας φάσεις του έργου της οικονομίας του Υιού12. Δι’ αυτού δε πραγματοποιείται «η εις παράδεισον αποκατάστασις· η εις βασιλείαν ουρανών άνοδος· η είς υιοθεσίαν επάνοδος· η παρρησία του καλείν εαυτών Πατέρα τόν Θεόν, κοινωνόν γενέσθαι της χάριτος του Χριστού, τέκνον φωτός χρηματίζειν, δόξης αϊδίου μετέχειν, και απαξαπλώς εν παντί πληρώματι ευλογίας γενέσθαι εν τε τω αιώνι τούτω και εν τω μέλλοντι»13. Τούτο οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν», στηρίζει «προς τε γνώσιν ασφαλή και ομολογίαν ακριβή και λατρείαν ευσεβή και προσκύνησιν πνευματικήν και αληθή» του εν Τριάδι Θεού14.

Διά των τελευταίων τούτων ευρισκόμεθα εις την περιοχήν της Εκκλησίας. Θεμελιώδης διδασκαλία του ιερού Πατρός τυγχάνει, ότι η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού15. Την Εκκλησίαν ταύτην «αρχιτεκτονεί» το Πνεύμα το άγιον16, παρέχον εις αυτήν «εγκαινισμόν»17 και «διακόσμησιν» δια ποικίλων χαρισμάτων, αποτελούντων «δωρεάς εκ τού Πνεύματος»18.

Χαρίσματα λοιπόν κατά τα ανωτέρω είναι ειδικαί δωρεαί της γενικής χάριτος του εν Τριάδι Θεού, αι οποίαι παρέχονται διά του Αγ. Πνεύματος εις τα μέλη της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού. Προσδιορίζων τούτο ακριβέστερον ο Μ. Βασίλειος διατυπώνει ως εξής· «και ώσπερ διαιρείν τα ενεργήματα εις τους αξίους των ενεργημάτων ο Πατήρ λέγεται, και διαιρείν τας διακονίας ο Υιός εν τοις της διακονίας αξιώμασιν· ούτω διαιρείν και τα χαρίσματα το Πνεύμα το άγιον εις τους άξιους της των χαρισμάτων υποδοχής μαρτυρείται» (πρβλ. Α' Κορ. 12, 4-6)19. Ως δε αλλαχού παρατηρεί «ου λειτουργικώς διακονεί τας δωρεάς, αλλ’ αυθεντικώς διαιρεί τα χαρίσματα (πρβλ. αυτόθι 12, 11). Αποστέλλεται μεν οικονομικώς, ενεργεί δε αυτεξουσίως»20. «Μερίζειν» ή «διαιρείν» ή «διανέμειν» και «ενεργείν» είναι τα ρήματα, τα οποία γενικώς εκφράζουν το έργον του Αγ. Πνεύματος εν σχέσει προς τα χαρίσματα21.

Ποια όμως είναι ακριβέστερον η φύσις και ο ρόλος ή σκοπός των χαρισμάτων εν τη Εκκλησία; Ποιοι οι όροι και τα όρια της υπάρξεως και ενεργείας αυτών εν αυτή;


Β. Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΦΥΣΙΝ, ΤΟΝ ΣΚΟΠΟΝ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΑΥΤΩΝ

1. Η φύσις και ο ρόλος ή σκοπός των χαρισμάτων

Το σημείον τούτο διαφωτίζει σημαντικώς το κάτωθι χωρίον «Ηδη δὲ καὶ ὡς ὅλον ἐν μέρεσι νοεῖται τὸ Πνεῦμα κατὰ τὴν τῶν χαρισμάτων διανομήν. “Πάντες γὰρ ἀλλήλων ἐσμὲν μέλη͵ ἔχοντες δὲ χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα”(Ρωμ. 12, 5-6). Δια τούτο “οὐ δύναται δὲ ὀφθαλμὸς εἰπεῖν τῇ χειρί· χρείαν σου οὐκ ἔχω...”(Α' Κορ. 12, 21)... Ἀλλὰ πάντα μὲν ὁμοῦ συμπληροῖ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ ἑνότητι τοῦ Πνεύματος· ἀλλήλοις δὲ ἀναγκαίαν τὴν ἐκ τῶν χαρισμάτων ἀντιδίδωσιν ὠφέλειαν. “Ὁ μὲν Θεὸς ἔθετο τὰ μέλη ἐν τῷ σώματι͵ ἓν ἕκαστον αὐτῶν καθὼς ἠθέλησε” (Α' Κορ. 12, 18). Τὰ μέντοι μέλη τὸ αὐτὸ μεριμνῶσιν ὑπὲρ ἀλλήλων͵ κατὰ τὴν πνευματικὴν κοινωνίαν τῆς συμπαθείας αὐτοῖς ὑπαρχούσης. “Διόπερ εἴτε πάσχει ἓν μέλος͵ συμπάσχει πάντα τὰ μέλη... ”(Α' Κορ. 12, 26).  Καὶ ὡς μέρη δὲ ἐν ὅλῳ͵ οἱ καθ΄ ἕνα ἐσμὲν ἐν τῷ Πνεύματι· ὅτι “οἱ πάντες ἐν ἑνὶ σώματι͵ εἰς ἓν Πνεῦμα ἐβαπτίσθημεν”(Α' Κορ. 12, 26)»22. 

Δι’ άλλων λόγων· το Άγιον Πνεύμα ενοικεί εν τη Εκκλησία καθόλου και εις τα μέλη αυτής καθ’ έκαστον, συνέχον αυτά εις έν. Τα χαρίσματα συνιστούν τον τρόπον παρουσίας και ενεργείας του Πνεύματος, ώστε δι’ αυτών να διεξάγηται η ζωή της Εκκλησίας, οικοδομουμένης εις σώμα δια της αλληλεγγύης των μελών μεταξύ των κατά την αντίδοσιν των χαρισμάτων.

Η οικοδομή λοιπόν της Εκκλησίας είναι ο λόγος υπάρξεως και ενεργείας ήτοι ο σκοπός των χαρισμάτων. Τούτο εκτίθεται σαφέστατα πολλαχού εις τούς Όρους κατά Πλάτος και κατ’ Επιτομήν, όπου το χάρισμα παρουσιάζεται ωργανωμένον εν πάση συνεπεία και πειθαρχία ως «διακόνημα» εν στενή μοναχική έννοια. Επ’ αυτού όμως θα επανέλθωμεν κατωτέρω.

2. Οι όροι και τα όρια υπάρξεως και ενεργείας των χαρισμάτων εν τη Εκκλησία

Ταύτα είναι τα εξής τρία· η καθαρότης του βίου, η αγάπη και η πιστότης και πειθαρχία εις το χάρισμα.

α) Η καθαρότης. Ως προς την ύπαρξιν και παρουσίαν των τα χαρίσματα είναι κατ’ αρχήν άσχετα προς την ηθικήν ποιότητα του φορέως αυτών. Διότι, ως λέγει, «το χάρισμα Θεού ή δωρεάν λαμβάνειν και τον ανάξιον ουδέν παράδοξον». Τούτο είναι αφ’ ενός μεν ίδιον του αγαθού Θεού (βλ. Ματθ. 5, 45), αφ’ ετέρου δε δύναται να ωφελήση τον λαβόντα αυτό, «εάν άρα δυσωπηθείς την του Θεού χρηστότητα, προτραπή εις επιμέλειαν της προς αυτόν ευαρεστήσεως», όπως επίσης δύναται να ωφελήση άλλους, καθ’ ά διδάσκει ο απόστολος Παύλος (Φιλιπ. 1, 15-18)23. Ομαλώς όμως εχόντων των πραγμάτων τα χαρίσματα διανέμονται, λειτουργούν και διακονούν εις οικοδομήν κατά την «κατ' αναλογίαν της πίστεως»24 δεκτικότητα, πνευματικήν προκοπήν και την ηθικήν καθαρότητα των δεχομένων αυτά. Λέγει λ.χ. «Το Πνεύμα το άγιον, εκ της πίστεως τών εις Χριστόν πιστευόντων εγγινόμενον τοις αξίοις»25· «τω δικαίω διαρκής έστιν η θεία και επουράνιος ευφροσύνη, διότι άπαξ αυτώ ενοικεί το Πνεύμα»26. Μεταξύ των κατηγορημάτων του Αγ. Πνεύματος τυγχάνει και ότι τούτο είναι «πάντα πληρούν τη δυνάμει, μόνοις δε όν μεθεκτόν τοις αξίοις, ουκ εν ενί μέτρω μετεχόμενον, αλλά κατ' αναλογίαν της πίστεως διαιρούν την ενέργειαν... εκάστω των δεκτικών, ως μόνω παρόν, διαρκή τοις πάσι την χάριν ολόκληρον επαφίησιν· ου απολαύει τα μετέχοντα, όσον αυτά πέφυκεν, ούχ όσον εκείνο δύναται»27. Και αυτοί ούτοι οι μαθηταί έτυχον της παρά του Κυρίου εκλογής, της συν αυτώ διαγωγής, της παρ’ αυτού αποστολής, της των πνευματικών χαρισμάτων διανομής, «μετά το άξιοι φανήναι»28. Αντιθέτως, «έως ου τηρούμεν πάσας τας εντολάς του Κυρίου... Πνεύματος άγιου καταξιωθήναι μη προσδοκήσωμεν»29· «όπου έχθραι, έρεις, θυμοί, εριθείαι, φιλονικίαι, θορύβους ασιγήτους ταις ψυχαίς εμποιούντα, εκεί το Πνεύμα της πραότητος ουκ αναπαύεται»30· «χαρίσματα δε πνευματικά αποδιώκει κραιπάλη»31· «τίς εν τροφή δαψιλεί και τρυφή διηνεκή εδέξατό τινα κοινωνίαν χαρίσματος πνευματικού;»32. Αλλαχού δε, τέλος, λέγει δι’ αναλογιών τα εξής χαρακτηριστικά· Όπως η «δύναμις του οράν» εξαρτάται εκ του υγιαίνοντος οφθαλμού, τοιουτοτρόπως και η ενέργεια του Πνεύματος εκ της κεκαθαρμένης ψυχής. Όπως η τέχνη υπάρχει μεν εις τον τεχνίτην δυνάμει, ενεργεία δε τότε, όταν ενεργή κατ’ αυτήν, τοιουτοτρόπως και η χάρις του Πνεύματος εις τον υποδεξάμενον αυτήν· «το Πνεύμα αεί μεν συμπάρεστι τοις αξίοις, ενεργεί δε κατά την χρείαν, η εν προφητείαις, η εν ιάμασιν, η εν άλλοις τισί δυνάμεων ενεργήμασιν». Η παρουσία Του όμως μένει ανενέργητος, όταν δι’ αναξιότητα απωθήται33.

β) Η αγάπη. Αν η καθαρότης αποτελή όρον διά την κατ’ άνθρωπον ενεργόν και θετικήν παρουσίαν των χαρισμάτων, η ανιδιοτελής αγάπη είναι το κριτήριον, διά του οποίου ίσταται ή πίπτει η αξία αυτών.
Κατ’ αρχήν πάντα τα μέλη της Εκκλησίας είναι φορείς ενός ή πλειόνων χαρισμάτων. Ταύτα είναι διάφορα· δεν εξαρκεί δε ο εις «υποδέξασθαι πάντα τα πνευματικά χαρίσματα»34. Τα χαρίσματα όμως ταύτα δίδονται όχι προς το «συμφέρον» των δεξαμένων αυτά, αλλά χάριν της κοινότητος. Δεν είναι ατομικού, αλλά κοινωνικού, συλλογικού χαρακτήρος. Περί αυτού λέγει ρητώς· «Εν τη της ζωής κοινωνία το εκάστου ίδιον χάρισμα κοινόν των συμπολιτευομένων γίνεται», και «ων (χαρισμάτων) έκαστον ου μάλλον δι’ εαυτόν ή δια τους άλλους ο λαμβάνων έχει… εν δε τη των πλειόνων συμβιώσει και του ιδίου απολαύει, πολυπλασιάζων αυτό τη μεταδόσει, και τα των άλλων ως εαυτού καρπούται»35. Η χαρισματική ιδιοτέλεια δεν έχει χώρον εις μίαν κοινωνίαν αγάπης, όπως είναι η Εκκλησία. Επ’ αυτού είναι κατηγορηματικός ο ιερός Πατήρ, ομιλών την βιβλικήν γλώσσαν· η απολογία λ.χ. των ες αριστερών του Κυρίου κατά την μέλλουσαν κρίσιν («Κύριε, Κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν... δαιμόνια εξεβάλομεν... δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν;» (Ματθ. 7,22) δεν είναι ψευδής, δικαιολογούσα το «ουκ οίδα υμάς»· η μη αναγνώρισις έχει την αιτίαν της εις το ότι «τη του Θεού χάριτι προς τα ίδια θελήματα απεχρήσαντο, όπερ της προς Θεόν αγάπης αλλότριον»36. Κατηγορηματικώτερον λέγει αλλαχού, ότι «χωρίς αγάπης καν γένηται τα προστάγματα και τα δικαιώματα, και φυλαχθώσιν αι εντολαί του Κυρίου, και τα μεγάλα χαρίσματα ενεργηθή ανομίας έργα λογισθήσεται· ου τω ιδίω λόγω των χαρισμάτων και των δικαιωμάτων, αλλά τω σκοπώ των τούτοις χρωμένων προς τα ίδια θελήματα»37. Ο Κύριος δεν απήτησε παρά των μαθητών σημεία και δυνάμεις παραδόξους, καίτοι και τούτων εν Πνεύματι αγίω χαρισάμενος την ενέργειαν, αλλά την αγάπην προς τους αδελφούς (Ιω. 13, 15. Ματθ. 25, 35. 40)38.

γ) Η πιστότης και πειθαρχία εις τα δοθέντα χαρίσματα. Η ειρήνη και η ενότης της Εκκλησίας απειλούνται ήδη από της αποστολικής εποχής λόγω του αριθμού, του είδους και του μεγέθους των χαρισμάτων μεταξύ των μελών αυτής (βλ. Α' Κορ. 12, 12-28). Το αυτό πρόβλημα αντιμετωπίζει και ο Μ. Βασίλειος. Πρωτίστως τονίζει ότι εις έκαστος πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι τα χαρίσματα είναι διάφορα· ούτε εις μόνος δύναται να υποδεχθεί τα πάντα ούτε οι πάντες το αυτό χάρισμα. Δια τούτο πρέπει «σωφρόνως και ευχαρίστως έκαστον εμμένειν τω δεδομένω, και συμφωνεί αλλήλοις προς πάντας εν αγάπη Χριστού, ώσπερ μέλη εν σώματι», ώστε να μη καταλαμβάνηται εξ απογνώσεως ο έχων μικρότερον χάρισμα, συγκρίνων τούτο προς τον μεγαλύτερον έχοντα, ούτε δε ο τελευταίος ούτος να καταφρονή του ελάττονος, διότι τούτο αποτελεί κατάστασιν διαλυτικήν39. Τα διάφορα χαρίσματα εκάστου είναι χαρίσματα πάντων· «σον έστι το αγαθόν, και σοι επέμφθη δια του αδελφού»· διά τούτο δεν υπάρχει λόγος διά φθόνον, αλλά δι’ ευφροσύνην λόγω της ωφελείας40. Ουδείς έχει την εξουσίαν να λάβη δι’ εαυτόν την εις άλλον δοθείσαν χάριν, «αλλ’ έκαστος των πιστών εν τοις ιδίοις όροις μένει της δωρεάς του Θεού»41.

Τα εν τη Εκκλησία χαρίσματα απάντων των μελών αυτής είναι διακονίαι42. Η καρποφορία αυτών, ήτοι η οικοδομή της Εκκλησίας, εξαρτάται εκ της τηρήσεως της ευσχημοσύνης και της τάξεως (Α' Κορ. 14, 10). Όπου δεν κατορθούται η ομόνοια, δεν τηρείται ο σύνδεσμος της ειρήνης, δεν φυλάσσεται η εν Πνεύματι πραότης, χρειάζεται πολλή τόλμη δια να καλέση τις τους ούτω ζώντας μέλη Χριστού43. Αν η Εκκλησία δεν είναι συνδεδεμένη δια του συνδέσμου της ειρήνης και της αγάπης, δεν δύναται να αυξηθή εις ύψος44. Ενώ εξ αντιθέτου «εν τη ευσχημοσύνη της Εκκλησίας» δύναται να «πλεονάζη και πληθύνη το της αγάπης καλόν»45.

Απαιτείται άοκνος επιμέλεια και συνέπεια περί το ίδιον χάρισμα εν τη Εκκλησία. Διότι «επικατάρατος πας ο ποιών τα έργα Κυρίου αμελώς» (Ιερεμ. 48, 10)46. Έκαστος πρέπει «ιδία κλήσει μένειν καί κατορθούν επιμελέστερον το υπό του Κυρίου πιστευθέν»47. Μόνον ούτως επιτυγχάνεται η ευάρεστος τω Θεώ ευταξία εν αγάπη Χριστού εν τη διαφορά των χαρισμάτων και η ευαρέστησις προς τον Θεόν, η οποία δεν επιτρέπει «τον ίδιον τόπον του χαρίσματος υπερβαίνειν», διότι «η παρά τόπον ενέργεια εις το εναντίον του προκειμένου σκοπού περιτρέπει το τέλος»48.

Έμβλημα ισχύον προς επιτυχίαν των σκοπών του της κοινοβιακής οργανώσεως του μοναχικού βίου αλλά και γενικώτερον εν τη Εκκλησία εφαρμοζόμενον, είναι κατά τον Μ. Βασίλειον το του Παύλου· «Έκαστος εν ω εκλήθη, αδελφοί, εν τούτω μενέτω» (Α' Κορ. 7, 24). Τα διάφορα «διακονήματα» εν τω κοινοβίω έχουν ως βάσιν το χάρισμα ή τα χαρίσματα των αδελφών, εις τους όποιους μετά δοκιμασίαν ανατίθενται αι «οικονομίαι». Έκαστος κατά τοιούτον τρόπον τοποθετούμενος είναι «εμπεπιστευμένος» ή «εγκεχειρισμένος» ταύτην ή εκείνην την διακονίαν (του λόγου, του κηρύγματος, της «προστασίας», ταύτης ή εκείνης της εργασίας, της φιλοξενίας κ.λ.π.). Ενταύθα η πειθαρχία των ούτως ειπείν χαρισματικών διακονημάτων είναι αυστηρά, συντελούσα εις την κατ’ άριστον δυνατόν τρόπον «οικοδομήν της πίστεως» και των «αδελφοτήτων» εις πάσαν εκδήλωσιν, και την ελαχίστην ακόμη49.

Σχόλιο: [ΟΠΩΣ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΠΕΙΣΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ, ΚΑΘΟΤΙ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕ ΤΙΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΟΣΩΝ ΕΓΡΑΦΕ, 
Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΝΩΣΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ, ΜΕΤΑΛΛΑΞΕ ΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΣΕ ΔΙΑΚΟΝΗΜΑΤΑ.
ΑΥΤΗ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΕ ΚΛΗΡΙΚΑΛΙΣΜΟ ΥΠΗΡΞΕ Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΖΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΠΛΕΟΝ, ΑΦΟΥ Ο ΚΛΗΡΟΣ ΚΑΤΟΡΘΩΣΕ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ ΤΟΝ ΠΙΣΤΟ ΛΑΟ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ].

Γ. ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ

Ο Μ. Βασίλειος αναφέρει κατά περιστάσεις τα εν τη Κ. Διαθήκη μνημονευόμενα χαρίσματα50, χωρίς όμως κατ’ όνομα να περιορίζηται μόνον εις αυτά και να δίδη την ιδίαν έμφασιν εις πάντα. Άλλωστε και o Παύλος ανέφερε τα κυριώτερα εξ αυτών, και όχι πάντα τα χαρίσματα της αποστολικής Εκκλησίας51, αι δε ανάγκαι και τα αιτήματα της Εκκλησίας της εποχής του Μ. Βασιλείου, εποχής κατ' εξοχήν αιρέσεων, συγχύσεως εκκλησιαστικής και πολέμου, έδιδον διάφορον τόνον ως προς την αξιολόγησιν και βαρύτητα εις μερικά χαρίσματα εν συγκρίσει προς όλα τα άλλα. Κυριαρχούν ούτω τα του λόγου εν γένει, τα οργανωτικά, ποιμαντικά και διακονικά χαρίσματα, ενώ τα θαυματουργικά και εκστασιακά έρχονται εις πολύ δευτέραν μοίραν ή ουδόλως τον απασχολούν, όπως λ.χ. τα των ιάσεων και της γλωσσολαλίας52. Κατ’ ανάγκην η ακολουθούσα παρουσίασις θα είναι ανάλογος προς το προσφερόμενον υλικόν.

1. Προφητεία.

Θεωρεί ταύτην ως «εν των εκ της διαιρέσεως του Πνεύματος χαρισμάτων», σχετιζόμενον προς την αποκάλυψιν των μυστηρίων του Θεού, προσιδιαζούσης ιδίως εις το Αγ. Πνεύμα (κατά Α' Κορ. 11, 10)53. Το χάρισμα τούτο «εναυγάζει» εις τας αχράντους και πάσης κηλίδος κεκαθαρμένας ψυχάς. Διότι, όπως εν ρυπαρόν κάτοπτρον δεν είναι δυνατόν να δεχθή τας «εμφάσεις», ούτω και η ψυχή δεν δύναται να υποδεχθεί τας ελλάμψεις του Αγ. Πνεύματος, τελούσα υπό το βάρος των βιοτικών μεριμνών και υπό το σκότος των εκ του φρονήματος της σαρκός παθών54. Την αποδοχήν πάντως των αποκαλύψεων και την μετάδοσιν των βουλών του Θεού δια του προφητικού χαρίσματος σχετίζει κυρίως προς τα μέλλοντα. Αυτή είναι η γενική εντύπωσις εκ της παρακολουθήσεως των συχνών αναφορών του Μ. Βασιλείου εις τους προφήτας της Π. Διαθήκης. Είναι κυρίως «μελλόντων πρόγνωσις»55.

Εις το Υπόμνημα εις τον προφ. Ησαΐαν ασχολείται εκτενώς περί το χάρισμα της προφητείας εν συνδυασμώ προς το της διακρίσεως των πνευμάτων και του της γνώσεως. «Μέγα μεν και πρώτον χάρισμα», λέγει, «χωρήσαι την θείαν επίνοιαν προς το προφητεύειν τα του Θεού. Δεύτερον δε μετ’ εκείνο... το κατακούειν του βουλήματος των λεγομένων υπό του Πνεύματος, και μη παραστοχάζεσθαι της διανοίας των βουλομένων, αλλ’ ευθυβόλως υπ' αυτού οδηγήσθαι υπό του οικονομήσαντος Πνεύματος γραφήναι την προφητείαν, οδηγούντος και την διάνοιαν των υποδεξαμένων το της γνώσεως χάρισμα». Διευκρινίζων δε σημειώνει, ότι ο παρέχων εαυτόν άξιον όργανον εις την ενέργειαν του Πνεύματος είναι προφήτης, «ο δε την δύναμιν των επαγγελλομένων συνετώς εκδεχόμενος» έχει το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων.

2. Σοφία και γνώσις.

Τα χαρίσματα ταύτα σημαίνοντα εν τη Κ. Διαθήκη το μεν πρώτον βαθυτέραν τινά θεολογικήν κατανόησιν των της πίστεως, δοθείσαν εις μικράν μερίδα εντός της κοινότητος, το δε δεύτερον κατανόησιν θρησκευτικών και θεολογικών αληθειών γενικωτέρας σημασίας και επιρροής εντός αυτής57, εμφανίζονται παρά Μ. Βασιλείω ως τα πλέον ανεπτυγμένα και θεωρητικώτερον συστηματοποιημένα. Η πλήρης παρουσίασις αυτών θα απήτει ολόκληρον έρευναν περί την γνωσιολογίαν και θεολογίαν παρά Μ. Βασιλείω.  Ένεκα τούτου και παρακάμπτοντες εμπλοκήν εις την όλην του σοφιολογίαν58 περιοριζόμεθα εις την παράθεσιν ωρισμένων διαφωτιστικών του σημείου τούτου απόψεων και δη εις τα αυστηρώς εν στενή έννοια χαρισματικά πλαίσια.
«Μυστηρίων σύνεσις» και «κεκρυμμένων κατάληψις» είναι δωρεαί εις πνευματοφόρους ψυχάς ελλαμφθείσας παρά του Αγ. Πνεύματος59. Όταν ο νους του ανθρώπου υποδεχθή τας χάριτας του Πνεύματος, τότε καθίσταται «των θειοτέρων καταληπτικός», όσον ενδίδει η χάρις και επιτρέπει η κατασκευή αυτού. Εάν παραδοθή εις την βοήθειαν του Πνεύματος, θα γνωρίση την αλήθειαν και «Θεόν επιγνώσεται»60. Αποτέλεσμα είναι ότι «από μεν των ενεργειών η γνώσις, από δε της γνώσεως η προσκύνησις» του Θεού61.

Σοφία είναι «επιστήμη θείων τε και ανθρωπίνων πραγμάτων, και των τούτοις αιτιών»62. Υπάρχουν βεβαίως οι κατά κόσμον σοφοί· κατ’ εξοχήν όμως σοφοί είναι «οι την αληθινήν σοφίαν τον Κύριον ημών Ι. Χριστόν εκ της εις αυτόν πίστεως υποδεξάμενοι»63. Το Άγιον Πνεύμα λαμβάνει τον πιστεύοντα τελώνην Ματθαίον και τον αναδεικνύει εις ευαγγελιστήν, τον αλιέα Ιωάννην εις θεολόγον, τον μετανοούντα διώκτην Παύλον εις απόστολον εθνών· ο Ιωάννης δεν εγνώριζε την του κόσμου σοφίαν, «αλλ’ εφθέγξατο ρήματα τη δυνάμει του Πνεύματος, οις ουδεμία σοφία προσβλέψαι δύναται»64.

Η γνώσις όμως επιχορηγείται υπό του Πνεύματος εις τους άξιους, και «ο μέλλων προσιέναι τη αναλήψει τής σοφίας, τω σωτηρίω φόβω τα από κακίας αίσχη καθηράμενος προσερχέσθω»· «εφ’ όσον τοις έξω του Θεού σχολάζομεν πράγμασιν, ου δυνάμεθα χωρήσαι γνώσιν Θεού»65.
Τέλος, πλην της καθαράς δωρεάς του Πνεύματος και της προσωπικής ηθικής καθαρότητος, τα υπό εξέτασιν χαρίσματα της σοφίας και γνώσεως κινούνται επί της περιοχής της πίστεως και της βιβλικής και εκκλησιαστικής παραδόσεως66.

Εις το Υπόμνημα εις τον προφ. Ησαΐαν ως εξής καθορίζει και συσχετίζει προς άλληλα τα χαρίσματα της σοφίας και της γνώσεως μετά της διδασκαλίας, ευχόμενος να συνυπάρχουν ομού· «Έστι δε του μεν λόγου της γνώσεως χρεία προς το θεωρείν του Πνεύματος τα απόρρητα· του δε λόγου της σοφίας, προς το κατασκευάσαι και εξεργάσασθαι τα συνεστραμμένως εν βραχυλογίαις εκδεδομένα· ίδιον γάρ της σοφίας το εκτείνειν τους λόγους (Παροιμ. 1, 24). Έπειτα το της διδασκαλίας χάρισμα εις οικοδομήν των ακουόντων», προς την επίτευξιν της οποίας ευκταία η ύπαρξις και του «συνετού ακροατού»67.

3. Διδασκαλία.

Το χάρισμα τούτο, κυρίως υπό την μορφήν του «κηρύγματος του Ευαγγελίου», απαντά παρά Βασιλείω ως το πλέον ωργανωμένον. Επί τους κήρυκας του Ευαγγελίου και τους λόγους αυτών «πλούσια και άφθονος εκκέχυται η χάρις» παρά Θεού, εις την οποίαν οφείλεται η ταχεία διάδοσις του «κηρύγματος» εις ολόκληρον σχεδόν την οικουμένην, και «πάσα ψυχή κεκράτηται δόγμασιν ακινήτοις, δια της χάριτος προς την ασάλευτον εις Χρίστον πίστιν βεβαιουμένη»68.

Η άσκησις του χαρισματικού λειτουργήματος τούτου ούτε του τυχόντος είναι ούτε υπόθεσις ατομική. Οι «εγκεχειρισμένοι» το κήρυγμα του Ευαγγελίου, είτε διάκονοι είναι είτε πρεσβύτεροι, «καθίστανται» μετά δεήσεως και ευχής, έχοντες την μαρτυρίαν του ανεγκλήτου και δεδοκιμασμένου προτέρου βίου69. Ο εκλεγείς δια το έργον αυτό δεν αναλαμβάνει τούτο αφ’ εαυτού, αλλ’ αναμένει τον «καιρόν της του Θεού ευδοκίας», και άρχεται αυτού όταν επιτραπή, κηρύσσει δε προς ους αν αποσταλή. Επίδειξις, εμπορία, κολακεία και αυτοϊκανοποίησις δεν αρμόζουν εις διακονούντας εις το κήρυγμα, διότι ούτοι λαλούν «εις δόξαν Θεού ενώπιον αυτού» (Β' Κορ. 2, 17)70.

Ο έχων το χάρισμα και την κλήσιν της κηρυγματικής διδασκαλίας είναι φορεύς και πλείστων άλλων χαρισμάτων, ως εμφαίνεται εκ των Ηθικών του αγίου Πατρός, ένθα εν είδει μιας charta cerygmatica, ούτως ειπείν, εκθέτει τα περί της προσωπικότητος του κηρύσσοντος και τα των αρχών του κηρύγματος71.

4. Κυβέρνησις.

Το χάρισμα τούτο, νοούμενον εν τη Κ. Διαθήκη ως οικονομία εκκλησιαστικών και πνευματικών πραγμάτων, ως εκκλησιαστική διοίκησις72, προσιδιάζει κυρίως εις τους «προεστώτας» της Εκκλησίας, τους έχοντας την της ιεροσύνης «δωρεάν»73 και εις τους οποίους είναι εμπεπιστευμένα η «θεραπεία του θυσιαστηρίου», η «επιμέλεια» των «ποιμνίων του Χριστού» και η «προστασία» των Εκκλησιών74.

Κυβέρνησις είναι κατ’ αρχήν «επιστήμη ψυχής περί την άστατον φύσιν των ανθρωπίνων πραγμάτων, όπως αυτήν διαπεραιούσθαι προσήκει», και δη «επιστημόνως και ευσταθώς». Απαραίτητοι ικανότητες του κυβερνήτου είναι «το της διανοίας οξύ και το ευπαρακολούθητον»75. Ο «νοήμων κυβερνήτης» είναι ο «εστοχασμένως της υποκειμένης φύσεως μεταχειριζόμενος τα συμπίπτοντα, και όμοιος αεί αυτός εαυτώ διαμένων, μήτε επαιρόμενος εν ταις ευθυμίαις, μήτε καταπίπτων εν ταις συμφοραίς»76. Ο κυβερνήτης είναι απαραίτητος δια να παρακολουθή αταράχως τας μεταβολάς των του βίου, να μη επαναπαύηται εις τα παρόντα ως εις αθάνατα και να μη καταποντίζηται υπό την πίεσιν των σκυθρωποτέρων77.
Δώρον ούσα κατ' αρχήν η κυβέρνησις δύναται να «προσγίνη» και καλλιεργηθή δια της προσβλέψεως προς τον «ήλιον της δικαιοσύνης», της καθοδηγήσεως υπό του θείου νόμου και της συνεργίας του Πνεύματος78.

Τέλος, ως άξιους «κυβερνήτας» εξαίρει ο Μ. Βασίλειος τον Μουσώνιον Νεοκαισαρείας, κατ’ εξοχήν τον Μ. Αθανάσιον και τον Ευσέβιον Σαμοσάτων79. Η χαλεπότης των καιρών απήτει τοιούτους σοβαρούς κυβερνήτας, ακριβώς δε οι «μακάριοι άνδρες» του παρελθόντος της Εκκλησίας διεδείκνυον το «μεγαλοφυές της διανοίας επί των περιστατικών καιρών μάλιστα»80.

5. «Έχει ο οίκος του Θεού, ήτις εστίν Εκκλησία Θεού ζώντος (Α' Τιμ. 3, 15), θηρευτάς, οδοιπόρους, αρχιτέκτονας, οικοδόμους, γεωργούς, ποιμένας, αθλητάς, στρατιώτας». Έχομεν ενώπιόν μας πρωτότυπον κατ’ όνομα και περιεχόμενον ομάδα χαρισμάτων, τα οποία αποτελούν «τέχνας» εν τη Εκκλησία, ορίζει δε ταύτα ως ακολούθως81· «Θηρευτής» (βλ. Ιρεμ. 16, 16) είναι ο μεριμνών δια τους «υπό της κακίας αγριωθέντας», τους οποίους «συλλαβόμενος τω λόγω της αληθείας» προσάγει εις τον «σώζοντα». «Οδοιπόρος» (βλ. Ψαλ. 118, 133), ο σταθερώς πορευόμενος «οδώ βασιλική». «Αρχιτέκτων», ο χριστοκεντρικώς θεμελιών την πνευματικήν ζωήν των αδελφών. «Οικοδόμος» (βλ. Α' Κορ. 3, 11-12), ο εποικοδομών επί του υπό του «αρχιτέκτονος» τεθέντος θεμελίου. «Ποιμήν» είναι ο επιστρέφων το πεπλανημένον, επιδένων το συντετριμμένον, ο ιώμενος το νοσούν. «Γεωργός» (βλ. Λουκ. 13, 8), ο καλλιεργών τους πιστούς εις καρποφορίαν. «Στρατιώτης» είναι ο πολεμών δια το Ευαγγέλιον και κατά του κακού (βλ. Β' Τιμ. 1, 8. 2, 3. Α' Τιμ. 1, 18. Εφεσ. 6, 12-13. Β’ Τιμ. 2, 4). «Αθλητής», τέλος, είναι ο «νομίμως», σοφώς, «νηφόντως και εγρηγορότως» αγωνιζόμενος.
Εις την τεχνητήν πως απαρίθμησιν των ούτως ειπείν «χαρισματικών τεχνών» τούτων βλέπομεν να συμπλέκωνται κατά ιδιότυπον τρόπον αρκετά βιβλικά χαρίσματα, υπό άλλα βιβλικά ωσαύτως ονόματα, σχετιζόμενα προς το διδακτικόν και ποιμαντικόν, ως και πολεμικόν έργον της Εκκλησίας. Άνευ πολλής δυσκολίας δύναται τις να διίδη όπισθεν αυτών το ποιμαντικόν χάρισμα, το της διδασκαλίας, το προφητικόν και αποστολικόν. Δια των όρων δε «οδοιπόρος» και «αθλητής» έχει ίσως προ οφθαλμών το ασκητικό - μοναστικόν χάρισμα, του οποίου τόσον έντονος ήτο η παρουσία κατά την εποχήν του.

Εις το Υπόμνημα εις προφ. Ησαΐαν, όπου το χαρισματικόν στοιχείον απαντά συχνότερον, αναφέρονται και τα εξής χαρίσματα εν τη Εκκλησία·

α. «Δικασταί» και «στοχασταί». «Δικασταί» είναι οι δυνάμενοι να συμβιβάσουν αδελφόν μετ’ αδελφού, «αφ’ ων ο κόσμος κρίνεται, οι και αγγέλους κρινούσιν» (Α’ Κορ. 6, 2), ήτοι οι ειρηνοποιοί. Η απουσία αυτών εκ της Εκκλησίας κρίνεται ως «σημείον εγκαταλείψεως». «Στοχαστής» είναι ο «δια σύνεσιν εκ της του ομοίου παραθέσεως, δια την πείραν των προσλαβόντων, το μέλλον τεκμαιρόμενος»· ο τοιούτος δύναται λ.χ. να λέγη· εάν συμπεριφερθώμεν όπως οι Σοδομίται, θα πάθωμεν τα αυτά με εκείνους· εάν μετανοήσωμεν ως οι Νινευΐται, θα ελεηθώμεν παραπλησίως προς εκείνους 82.

β. «Σύμβουλος». Η παρουσία του «συμβούλου» χαρακτηρίζεται ως «μεγάλη ευεργεσία», καθόσον αναπληροί «το της συνέσεως ελλείπον των βουλευομένων». Περί της αξίας και σπουδαιότητος της «συμβουλής» λέγει ότι αυτή είναι «ιερόν τι πράγμα... γνώμης ένωσις, αγάπης καρπός, ταπεινοφροσύνης απόδειξις». Ο σύμβουλος εισηγείται τα δέοντα, ο δε αναμένων αυτόν δίδει εις τους ίδιους λογισμούς πλείονα χρόνον ανιχνεύσεως μετά βασάνου και προσοχής του δέοντος. Δεν είναι έκαστος αυτάρκης προς εύρεσιν του δέοντος· δια τούτο ο Θεός ευεργετών «συμβούλους δίδει, αλλ’ ουχί εξουσιαστάς». Κατ’ εξοχήν σύμβουλοι ήσαν ο Μωυσής (βλ. Εξοδ. 18, 21. 22) και ο Παύλος (βλ. Α' Κορ. 8, 25)83. Ασυμβούλευτος άνθρωπος είναι πλοίον ακυβέρνητον· δια τούτο συνιστά ο Μ. Βασίλειος «ευξώμεθα μη αποστερηθήναι θαυμαστού συμβούλου την Εκκλησίαν»84.

6. Ενεργήματα δυνάμεων.

Ως χαρίσματα καθ’ εαυτά δεν τον απασχολούν αι «δυνάμεις» επί εκκλησιολογικής βάσεως εις βαθμόν και έκτασιν, όπως τα προηγούμενα χαρίσματα. Το αναφέρει εις πανηγυρικούς υπέρ άγιων ανδρών λόγους, κυρίως εις το μέγα πρότυπόν του, Γρηγόριον τον Θαυματουργόν.

Τον άγιον τούτο άνδρα κατατάσσει μεταξύ των αποστόλων και προφητών. Πλην του προφητικού χαρίσματος και του ασυνήθους χαρίσματος του λόγου, δια του οποίου εξεχριστιάνισεν εξ ολοκλήρου τον λαόν της περιοχής του ευρών μόνον 17 χριστιανούς εν αυτή, είχε «φοβερόν εκ της του Πνεύματος συνεργίας κατά δαιμόνων το κράτος». Δι’ αυτού «μετέστησε ρείθρα ποταμών» εν τω ονόματι του Χριστού, εξήρανε λίμνην, η οποία απετέλει αφορμήν διαμάχης μεταξύ πλεονεκτών αδελφών. Τόση δε ήτο η υπερβολή των εν αυτώ χαρισμάτων, «των ενεργουμένων υπό του Πνεύματος εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασιν», ώστε να αποκληθή και παρ’ αυτών εισέτι των εχθρών της αληθείας «δεύτερος Μωυσής»85.

Κλείομεν την παρούσαν εργασίαν με την βασικήν παρατήρησιν, ότι ο Μ. Βασίλειος όχι μόνον εδίδαξε περί χαρισμάτων και ειργάσθη υπέρ της καλυτέρας κατ’ άνθρωπον ενεργείας αυτών εν τη Εκκλησία κατά την αυθεντικήν αυτής παράδοσιν και τα αιτήματα της εποχής του, αλλά και ο ίδιος ήτο χαρισματούχος, πολυχαρισματούχος μάλιστα. Εκ της μελέτης της όλης σκέψεως και πολιτείας του εις την Εκκλησίαν πείθεται τις ότι ο μέγας Πατήρ έλαβε και ηξιοποίησε τα πλείστα εκ των γνωστών και αναφερθέντων εν τοις πρόσθεν χαρισμάτων, ιδιαιτέρως δε των θεολογικών, ποιμαντικών και διακονικών.

Δικαίως όθεν Γρηγόριος ο Θεολόγος εγκωμιάζων τον μέγαν Ιεράρχην της Καππαδοκίας καλεί πάντας να συνεργασθούν εις «ευφημίαν» αυτού, «άλλος άλλο τι των εκείνου καλών διηγούμενοι και ζητούντες· οι των θρόνων τον νομοθέτην... οι του δήμου την ευταξίαν· οι περί λόγους τον παιδευτήν... οι της ερημίας τον πτερωτήν... οι της απλότητος τον οδηγόν· οι της θεωρίας τον θεολόγον... οι εν ευθυμίαις τον χαλινόν· οι εν συμφοραίς την παράκλησιν· την βακτηρίαν η πολιά· την παιδαγωγίαν η νεότης... οι ορφανοί τον πατέρα· οι πτωχοί τον φιλόπτωχον τον φιλόξενον οι ξένοι... οι νοσούντες τον ιατρόν... οι πάντες τον πάντα πάσι γενόμενον, ίνα κερδάνη τους πάντας ή πλείονας»86.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ο Μ. Βασίλειος, λαβών ο ίδιος και ασκήσας εν τη Εκκλησία πάση συνεπεία τα πλείστα χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος, εδίδαξε σαφώς περί αυτών.

Η χαρισματολογία του, εντεταγμένη οργανικώς εις την όλην θεολογικήν του σκέψιν ως πείραν ακεραίας χριστιανικής ζωής, και βασιζομένη πλήρως επί της καινοδιαθηκικής σχετικής διδασκαλίας, αποτελεί θεμελιώδη διάστασιν της εκκλησιολογίας του.
Εννοεί τα χαρίσματα ως ιδιαιτέρας δωρεάς του εν Τριάδι Θεού εις τα μέλη της Εκκλησίας ως σώματος Χρίστου, διανεμομένας και ενεργουμένας υπό του Αγ. Πνεύματος χάριν της οικοδομής αυτού εις σωτηρίαν.

Τα χαρίσματα είναι χαρακτήρος συλλογικού, ως προς δε των φύσιν και την μορφήν χαρισματικά διακονήματα ή λειτουργήματα - ιδιαιτέρως ωργανωμένα εις τα υπ’ αυτού ιδρυθέντα ή ευνοηθέντα μοναχικά κοινόβια· ενεργούν δημιουργικώς και αποτελεσματικώς με προϋποθέσεις την (εν τελευταία αναλύσει ως χάριν διδομένην) καθαρότητα του βίου των χαρισματούχων και την πειθαρχίαν και ευταξίαν αυτών κατά την άσκησιν των χαρισμάτων των, κριτήριον δε την ανιδιοτελή αγάπην.

Αναφέρει μεν πάντα τα εν τη Κ. Διαθήκη απαριθμούμενα χαρίσματα, δίδει όμως ιδιαιτέραν έμφασιν εις τινα εξ αυτών, αναλόγως της κατά τα αιτήματα της εποχής του αναγκαιότητος και παρουσίας αυτών εν τη Εκκλησία. Ως τοιαύτα παρουσιάσθησαν εν τη μετά χείρας ερεύνη τα εξής· προφητεία, σοφία, γνώσις, διδασκαλία, κυβέρνησις, «χαρισματικοί τέχναι» («θηρευταί», «οδοιπόροι», «αρχιτέκτονες», «οικοδόμοι», «γεωργοί», «ποιμένες», «αθληταί», «στρατιώται»), δικασταί, στοχασταί, σύμβουλοι και ενεργήματα δυνάμεων.


ΤΕΛΟΣ

Σημειώσεις

1. Βλ. κυρίως Α’ Κορ., κεφ. 12-14. Ρωμ. 12, 1-8. 16, 1. Εφεσ. 4, 1-16.
2. Βλ. ενδεικτικής Κ. Rahner, Das Charismatische in der Kirche, εν «Das Dynamische in der Kirche», 2α έκδ., Freiburg i. Br. 1958, σ. 38-73. G. Eichholz, Was heisst charismatische Gemeinde? München 1960 (Theol. Existenz Heute, Nr. 77).—«Kirche und Charisma». Die Gaben des Heiligen Geistes im N. Testament, in der Kirchengeschichte und in der Gegenwart. Εκδ. υπό R. F. Edel, Marburg 1966.
3. Εκ των κυριωτέρων L. Fischer, Basilius der Grosse. Untersuchungen zu einem Kirchenvater des vierten Jahrhunderts, Basel 1953, σ. 47-50, 52-72 (πλήν του χαρισματικού στοιχείου απουσιάζει και η έκθεσις της περί Εκκλησίας ως σώματος Χριστού θεμελιώδης διδασκαλία του Μ. Βασιλείου). Ι. Καρμίρη, Η εκκλησιολογία του Μ. Βασιλείου, εν Επιστ. Επετηρ. Θεολ. Σχ. Παν/μ. Αθηνών, Αθήναι 1958. σ. 103-139· πρβλ. και του αυτού, Η εκκλησιολογία των Τριών Ιεραρχών, Αθήναι 1962 (θεώρησις κατά το σύνηθες δογματικόν σχήμα)· (η μελέτη του P. Batiffol, L’ ecclesiologie de St. Basile, εν Echos d’ Orient 125/1922, σ.9-30. αναφέρεται εις την εκκλ. δράσιν και όχι την εκκλησιολογίαν του Μ. Βασιλείου). Εξαίρεσιν αποτελεί ο Dom David Amand, L’ ascèse monastique de St. Basile de Césarée, Maredsous 1948, o οποίος εις τάς σ. 138-144 ποιείται μερικώς λόγον περί χαρισμάτων, εν άναφορά όμως μόνον προς τον μοναστικόν βίον.
4. Ορθώς παρετηρήθη ότι προκειμένου περί του Μ. Βασιλείου είναι ακριβέστερον να ομιλώμεν περί «εκκλησιαστικής συνειδήσεως» παρά περί εκκλησιολογίας. Βλ. L. Fischer, μν. έργ., σ. 52· πρβλ. I. Καρμίρη, Η εκκλησιολογία του Μ. Βασιλείου, σ. 103.
5. Βλ. Λόγος ασκητικός 1,1. PG 31, 869D. Όροι κατά πλάτος, ερώτ. 55, 1. PG 31, 1045D.
6. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφάλ. 15, 35. PG 32. 128CD.
7. Ομιλ. 20 Περί ταπεινοφροσύνης 3. PG 31, 532Α. Περί χάριτος βλ. ολόκληρον την στήλην 532· βλ. και Ε. Scholl, Die Lehre des hl. Basilius von der Gnade, Freiburg i. Br. 1881 (λίαν σχολαστικίζουσα·  πρβλ. A. Heising, Der HI. Geist und die Heiligung der Engel in der Pneumatologie des Basilius von Casarea», εν Zeitschr. f. Kath. Theologie 87/1965, σ. 257, σημ. 2).
8. Oμιλ. εις 33 Ψαλμόν 6. PG 29, 365Α.
9. Περί Aγ. Πνεύματος, κεφ. 8, 17. PG 32, 96Β.
10. Κατά Ευνομίου 3, 4. PG 29, 664C. 665 Α.
11. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 9, 22. PG 32, 108Β· κεφ. 16, 38. 136ABC· κεφ. 26, 61. 180Β· Κατά Ευνομίου 3, 4. PG 29. 661C· πρβλ. Ομιλ. εις 32 Ψαλμόν 4. PG 29, 333A-D.
12. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 19, 49. PG 32, 157ABC· κεφ. 16, 39. 140BCD.
13. Αυτόθι, κεφ. 15, 36. 132Β· πρβλ. και κεφ. 24, 55. 172ΑΒ.
14. Περί πίστεως 4. PG 31, 685C.
15. Βλ. παρά I. Καρμίρη, μν. έργ., σ. 109-114.
16. Υπόμν. εις προφ. Ησαίαν 107. Εκδ. P. Trevisan (Torino 1939), τόμ. I, σ. 303. Του έργου τούτου στασιάζεται ή γνησιότης. Οι παρά διαφόρων προβληθέντες κατ' αυτής λόγοι (φιλολογικοί κυρίως) ουδέποτε εξησθένησαν σοβαρώς την βαρύτητα των υπέρ αυτής επιχειρημάτων του J. Wittig, Des Basilius des Grossen geistliche Ubungen auf der Bischofskonferenz von Dazimon 374/5 im Anschluss an Jes. I-XVI, Breslau 1922. Διά τούτο χρησιμοποιούμεν υλικόν εκ του ως άνω υπομνήματος, με την επιβαλλομένην πάντως επιφύλαξιν.
17. «Εγκαινισμόν δε της Εκκλησίας υποληπτέον την ανακαίνωσιν του νοός, την δια του Αγ. Πνεύματος γινομένην τοις καθ’ ένα των συμπληρούντων το σώμα της Εκκλησίας του Χριστού». Ομιλία εις 29 Ψαλμόν 1. PG 29, 308Α.
18. Βλ. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 16, 39. PG 141 Α.
19. Κατά Ευνομίου 3, 4. PG 29, 664ΑΒ· πρβλ. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 16, 37 και 38. PG 32, 133C. 137C.
20. Ομιλία 15 Περί πίστεως 3. PG 31, 472Α.
21. Βλ. Περί κρίματος Θεού 4. PG 31. 660BC. ένθα μ. α. λέγεται1 «και του Πνεύματος του αγίου του διαιρούντος μεν τα μεγάλα και θαυμαστά χαρίσματα, ενεργούντος δε τα πάντα εν πάσι». Πρβλ. και Ομιλίαν 15 Περί πίστεως 4. PG 31, 685C· Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 9, 23. PG 32, 109C.
22. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 26, 61. PG 32, 181ΑΒ.
23. Όροι κατ' επιτομήν, ερώτ. 179. PG 31, 1201C. 1204Α. Το προφητικόν χάρισμα, λέγει αλλαχού, κατείχε μεν λ.χ. ο Δανιήλ, το ευρίσκομεν όμως και εις τον Φαραώ και τον Ναβουχοδονόσορα· προφητεύει μεν ο Βαρλαάμ, προφητεύει όμως και ο Καϊάφας (Ιω. 11, 50). Τούτο εξηγεί ο Βασίλειος λέγων ότι «οικονομικώς εν αυτοίς ο λόγος, ου κατά την αξίαν, αλλά προς τον καιρόν». Υπόμν. εις προφ. Ησαΐαν 4. Trevisan I, σ. 13, 15· πρβλ. αυτόθι 2. σ. 7, 9 και 6. σ. 19, 21.
24. Βλ. Ηθικά, όρος 58. κεφ. 1. PG 31, 789Α· Όροι κατά πλάτος, ερ. 7, 2. 932.Α· Όροι κατ' επιτομήν, ερ. 303, 1297Α· Περί βαπτίσματος, λόγος 2, ερ. 8. 3. 1604ΑΒ.
25. Ομιλία εις 45 Ψαλμόν 4. PG 29, 421C.
26. Ομιλία εις 32 Ψαλμόν 1. PG 29. 324C.
27. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 9, 22. PG 32, 108C. 109Α· πρβλ. αυτόθι, 23. 109ΑΒ. κεφ. 22, 53. 168BC και κεφ. 26, 63. 184Β.
28. Περί πίστεως 2. PG 31, 681C.
29. Όροι κατ' επιτομήν, ερ. 204. PG 31, 1217Β.
30. Ομιλ. 10 Κατά οργιζομένων 7. PG 31, 372Α.
31. Περί νηστείας, λόγος 1,11. PG 31, 184ΑΒ.
32. Αυτόθι, 9. 180Β.
33. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 26, 61. PG 32, 180CD. 181Α. Πρβλ. αυτόθι, 63. 184CD. Περί της καθαρότητος ως όρου λειτουργίας και επωφελούς ενεργείας των διαφόρων χαρισμάτων βλ. κατ' εξοχήν  Υπόμν. εις προφ. Ησαΐαν 1 καί 3. Trevisan I, σ. 5, 9, 11 (χάρισμα προφητείας), ένθα μ.ά. λέγεται· «Πάσι μέν πάρεστι τό Άγ. Πνεύμα· άλλά τοΐς καθαρεύουσι τών παθών τήν Ιδίαν έμφαίνει δύναμιν» (3, σ. 9) και 2, σ. 7, 9 (χαρίσματα σοφίας, γνώσεως καί διδασκαλίας).
34. Όροι κατά πλάτος, ερ. 7, 2. PG 31, 932Α. Πρβλ. Ηθικά, όρ. 60. PG 31, 793Α.
35. Όροι κατά πλάτος, ένθ’ αν., 932ΑΒ.
36. Όροι κατ' επιτομήν, ερ. 179. PG 31, 1201BC.
37. Περί βαπτίσματος Α', λόγος 2, 25. PG 31, 1568Β. Πρβλ. αυτόθι, 24. 1565CD και λόγον 3, 3. 1577C.
38. Όροι κατά πλάτος, ερ. 3, 1. PG 31, 917AΒ.
39. Ηθικά, όρ. 60. PG 31, 793ΑΒ. Πρβλ. αυτόθι. 7, κεφ. 1. 712Β.
40. Ομιλία 11 Περί φθόνου 5. PG 31, 384ΑΒ. Πρβλ. Λόγος ασκητικός και παραίνεσις..., 8. PG 31, 644Β.
41. Περί βαπτίσματος, λόγος 2, ερ. 8, 3. PG 31, 1601C
42. «Έκαστος γαρ ημών των μαθητευομένων τω λόγω μιας τίνος πράξεως έστιν υπηρέτης των κατά το Ευαγγέλιον διατεταγμένων ημίν. Εν γαρ τη μεγάλη οικία τη Εκκλησία ταύτη σκεύη εστί παντοδαπά...». Ομιλία εις το Πρόσεχε σεαυτω 4, PG 31. 205Β. Πρβλ. Ομιλίαν Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός 5. PG 31, 340BC.
43. Περί κρίματος Θεού 3. PG 31, 660ΑΒ.
44. Προς τους συκοφαντούντας ημάς, ότι τρεις θεούς λέγομεν 1. PG 31, 1489Α.
45. Επιστολή 222. Εκδ. R. Deferrari (London 1953). τoμ. III, σ. 284 (PG 32, 820Β).
46. Όροι κατά πλάτος, ερ. 24. PG 31, 984ΑΒ.
47. Όροι κατ’ επιτομήν, ερ. 303. PG 31, 1297Α.
48. Περί βαπτίσματος Β’, ερ. 8,3 και 4, PG 31, 1604ΑΒ.
49. Βλ. ενδεικτικώς Όροι κατά πλάτος, ερ. 30, 32 (2), 35 (2, 3), 39, 40· Όροι κατ’ επιτομήν, ερ. 45, 87, 91, 154, 187, 189 (άπαντα εν PG 31, 993Α εξ.). Βλ. Π. Χρήστου, Η κοινωνιολογία του Μ. Βασιλείου, Αθήναι 1951, σ. 33-40, 78-82. Κατά τον Η. Dörries (De Spiritu Sancto. Der Beitrag Basilius des Grossen zum Abschluss des trinitarisclien Dogmas, Göttingen 1956, σ. 160) «o μοναχισμός ανανέωσε τα χαρίσματα». Προσθετέον πάντως, κατά Μ. Βασίλειον, εφ’ όσον ή «επί το αυτό ζωή» (κοινοβιακή μοναχική) είναι «μίμημα της αποστολικής πολιτείας». Επιστ. 295. Deferrari, τόμ. IV (London 1950), σ. 206.
50. Τον κάτωθι πίνακα αυτών θα ηδύνατο τις να καταρτίση συνδυάζων ελευθέρως πως τα αναφερόμενα εν Α' Κορ. 12, 8-10 και 28-30. Ρωμ. 12, 6-8. Εφεσ, 4, 11. Α' Τιμ. 4, 14 καί Β Τιμ. 1, 6·  προφητεία, διάκρισις πνευμάτων, λόγος σοφίας, λόγος γνώσεως· απόστολοι, ευαγγελισταί, ποιμένες, ιερωσύνη, κυβέρνησις· διακονία, μετάδοσις, προστασία, αντίληψις, παράκλησις, έλεος· πίστις, ενεργήματα δυνάμεων, χαρίσματα ιαμάτων, γένη γλωσσών, ερμηνεία γλωσσών. Περί του νοήματος και της τάξεως ενός εκάστου εξ αυτών βλ. Π. Τρεμπέλα Υπόμνημα εις τας επιστολάς του Παύλου, Αθήναι 1937, σ. 105-107, 233-243 (258) και Σ. Αγουρίδου, Σύντομος ερμηνεία της Α' προς Κορινθίους επιστολής του Απ. Παύλου. Θεσ/νίκη 1967 (πολυγραφ.)· πρβλ. Ε. Käsemann, Exegetische Versuche und Besinnungen, Bd. I, Göttingen 1960, σ. 109-134.
51. Π. Τρεμπέλα, ενθ' ανωτ., σ. 105-106. 235.
52. Βλ. D. Amand, μν. έργ., σ. 144.
53. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 16, 38. PG 32, 137C.
54. Επιστολή 210, 6. Εκδ. Y. Courtonne (Paris 1961), τόμ. II. σ. 196 (PG 32, 777Β).
55. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 9, 23. PG 32, 109C.
56. 1. Trevisan I, σ. 5. Εξόχως ενδιαφερούσας απόψεις περί προφητείας και προφητών βλ. αυτόθι, πλην παραθέσεων υποσημ. 33, και 6, 8, 102, σ. 19, 21, 25, 27, 289, 291ׄ 148, 178, 185(184), 188(187), 194 (193), 199 (198), 255 (254), τομ. ΙΙ, σ. 31,127, 153, 165,187, 201, 295, 297.
57. Βλ. Σ. Αγουρίδου, μν. έργ., σ. 125. Π. Τρεμπέλα, μν. έργ., σ. 325/6.
58. Βλ. Th. Spidlik, La Sophiologie de St. Basile. Roma 1961.
59. Περί Αγ. Πνεύματος κεφ. 9, 23. PG 32, 109C.
60. Επιστολή 233, 1. Deferrari 111, σ. 366, 368, 370 (PG 32, 865AC. 868B).
61. Επιστολή 234, 1. Ενθ' ανωτ., σ. 376 (869D).
62. Ομιλία Εις την αρχήν των Παροιμιών 3. PG 31, 389C. Πρβλ. Υπόμν. εις προφ. Ησαΐαν 176. Trevisan II, σ. 123.
63. Ομιλία Εις την αρχήν των Παροιμιών 14. PG 31, 416C.
64. Ομιλία 15 Περί πίστεως, 3. PG 31, 469C. 472Α.
65. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 30, 75. PG 32, 217C· Ομιλία Εις την αρχήν των Παροιμιών 5. PG 31. 396A· Ομιλία εις 45 Ψαλμόν 8. PG 29, 428C. Πρβλ. και το πλήρες πικρίας και ειρωνείας· «θεολόγος δε πας τις, και ο μυρίαις κηλίσι την ψυχήν στιγματίσας»! Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 29, 77. PG 32, 213D.
66. Βλ. Περί πίστεως. 1. PG 31, 677 A-D· Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 29, 71-75, PG 32, 200-209 και πολλαχού αλλού αυτόθι.
67. 107. Trevisan I, σ. 303.
68. Ομιλία εις 44 Ψαλμόν 4. PG 29, 397ABC.
69. Ηθικά, oρ. 70. ΡG 31, 816D.
70. Αυτόθι, κεφ. 2 και 23, 820Β, 836A.
71. Αυτόθι. oρ. 80, κεφ. 11-19. 864-865. Βλ. και Κ. Κούρκουλα, Αι περί θείου κηρύγματος ιδέσι του Μ. Βασιλείου, Θεσ/νίκη 1964 (ανάτ. εκ της Επιστ. Επετηρ. Θεολ. Σχ. Παν/μίου Θεσ/νίκης, τόμ. 7).
72. Π. Τρεμπέλα, μν. έργ., σ. 242.
73. Επιστολή 290. Deferrari IV, σ. 188 (PG 32, 1029Α).
74. Επιστολή 222, αυτόθι, τόμ. III. σ. 284 (817C)· επιστ. 51, 1. Courtonne Ι (Paris 1957), σ. 138 (397BC)· επιστ. 102. Courtonne ΙΙ, σ. 2-4 (508Β-509Α) (4κις ο όρος «προστασία»).
75. Ομιλία 12 Εις την αρχήν των Παροιμιών 15 και 17. PG 31, 417Β, 421Β.
76. Αυτόθι 15. 420Α.
77. Αυτόθι, 417C.
78. Αυτόθι, 16 και 17. 420Β και 421CD.
79. Επιστολαί 28, 1. 2· 66, 1· 82 και 136,2. Courtonne Ι, σ. 67/8, 157, 184/5, τόμ. ΙΙ, σ. 52 (PG 32, 305C. 308Β, 424C, 460Β, 576Β).
80. Επιστολή 206. Ενθ' ανωτ., τόμ. ΙΙ, σ. 183 (760Α).
81. Ομιλία εις το Πρόσεχε σεαυτω 4. PG 31, 205BCD. 208ΑΒ.
82. Βλ. Υπόμν. εις προφ. Ησαΐαν 102. Trevisan Ι, σ. 289, 291.
83. Αυτόθι 57, σ. 177, 179.
84. Αυτόθι, 106, σ. 299, 301.
85. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 29, 74. PG 32, 205BC.
86. Γρηγ. Ναζιανζηνού, Λόγος 43 Εις τον Μ. Βασίλειον... επιτάφιος 81. PG 36, 604BC.

"αι δε ανάγκαι και τα αιτήματα της Εκκλησίας της εποχής του Μ. Βασιλείου, εποχής κατ' εξοχήν αιρέσεων, συγχύσεως εκκλησιαστικής και πολέμου, έδιδον διάφορον τόνον ως προς την αξιολόγησιν και βαρύτητα εις μερικά χαρίσματα εν συγκρίσει προς όλα τα άλλα. Κυριαρχούν ούτω τα του λόγου εν γένει, τα οργανωτικά, ποιμαντικά και διακονικά χαρίσματα, ενώ τα θαυματουργικά και εκστασιακά έρχονται εις πολύ δευτέραν μοίραν ή ουδόλως τον απασχολούν"

Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ ΣΕ ΔΙΑΚΟΝΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΥΠΟΦΕΡΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ.
ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟ ΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΘΕΙ ΤΡΟΠΟΝ ΤΙΝΑ.

Ανώνυμος είπε...
Αγαπητέ Αμέθυστε για κάποιον που δεν γνωρίζει μπορείτε να πείτε με δυο λόγια τι εννοείτε με το σχόλιο σας; τι σημαίνει ότι άλλαξε τα χαρίσματα σε διακονήματα; με ΑΠΛΑ λόγια.

amethystos είπε...
Στίς Πράξεις τών Αποστόλων φαίνεται ότι τά χαρίσματα δέν ανήκουν στήν εκκλησιαστική ιεραρχία, στόν κλήρο. Τά μείωσαν καί έτσι φτάνουμε σήμερα οπαδοί τού κλήρου νά μεταμορφώνονται σέ αγιομάχους. Δέν αποκλείεται ο κλήρος από αυτά αλλά δέν χορηγούνται διά τής χειροτονίας.

Μπορείτε να κατεβάσετε το κείμενο σε μορφή pdf από εδώ

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΥΠΗΡΧΕ ΠΕΡΙΣΙΑ ΧΑΡΙΤΟΣ ΙΣΩΣ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΟΤΙ ΖΟΥΣΑΝ ΑΚΟΜΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΥΠΗΡΧΑΝ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΉΔΗ ΑΠΟ ΤΟΝ 4ο ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΕΚΛΕΙΠΟΥΝ ΟΙ ΛΑΙΚΟΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΟΠΧΩΣ ΕΞΕΛΕΙΠΑΝ ΟΙ ΑΓΑΠΕΣ ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ. ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ ΝΑ ΕΠΑΝΑΦΕΡΟΥΜΕ ΓΛΩΣΣΩΛΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΧΟΥΝ ΓΙΝΕΙ ΣΥΝΟΔΟΙ ΟΡΓΑΝΟΘΗΚΕ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ . ΤΩΡΑ ΑΝ ΦΤΑΙΝΕ ΚΑΠΟΙΟΙ ΤΑΓΟΙ ΤΗΣ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΦΤΑΙΕΙ ΟΛΗ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ . ΑΣ ΜΗ ΞΕΧΝΑΜΕ ΟΤΙ ΖΟΥΜΕ ΑΙΩΝΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ. ΤΩΡΑ ΑΝ ΠΑΣΧΕΙ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟ ΘΕΜΑ.

amethystos είπε...

Η εκκλησία δέν είναι εκ τού κόσμου τούτου. Μπορούμε εύκολα νά δικαιολογήσουμε αλλά η δικαιολογία δέν είναι εξήγηση. Οι Αγιοι, έξω από τήν επιρροή τής ιεραρχίας, είναι χαρισματούχοι.Μόνο οι λαικοί παγιδεύτηκαν μετά τήν εικονομαχία καί τόν ζήλο τής Στουδίου. Η αρχή όμως είχε ήδη γίνει όπως βλέπουμε καί δυσκολευόμαστε νά τό πιστέψουμε. Αυτή τήν μάχη τής εκκλησίας τού Κυρίου έδωσε ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς ακόμη καί εναντίον τών ιδίων τών ησυχαστών αλλά πέτυχε μόνο μιά Πύρρειο νίκη. Από κλητοί γίναμε όλοι κληρωτοί.

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Στάκτη στα μάτια η ανάρτηση.Όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα του κτιστού ανθρώπου.Μόνον η μετοχή είναι χάρισμα.Γίναμε όλοι ποιητές.Από πότε διατάζεται το Άγιο Πνεύμα;Μόνον το χρήμα της διοικήσεως υφίσταται στην Ιεραρχία.Η εξουσία επί του ποιμνίου.