Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (52)

Συνέχεια από Πέμπτη, 30 Απριλίου 2020
                                           HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                      Johannes Verlag, 1987
                                   
                                   4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
                                  
                             V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

                    β)  Η διπλή κίνηση τής Εκκλησίας  ( συνέχεια )
Η προβληματικότητα τής ηθικής στον αποστολικό διάλογο μπορεί να χαρακτηρισθή εδώ ως μια διαπραγμάτευση ανάμεσα στην ηθική τού δόγματος και την ηθική τής υπό συζήτηση ακόμα Πνευματολογίας. Πρόκειται ωστόσο για την απόφαση (που θα πρέπη να πάρουμε…) ανάμεσα σε μιαν (ατομική και κοινωνική) ηθική εξ αυτονόμου ελευθερίας και μιαν (επίσης ατομική και κοινωνική) ηθική εκ «θεονόμου» ελευθερίας (που δεν είναι καθόλου αντιφατική!). «Θεονομικά» θα ήταν εδώ και όλα τα «προσχεδιάσματα», που θεωρούν πως «απελευθερώνεται», κατά κάποιον τρόπο, από μιαν απόλυτη ελευθερία, εναρμονιζόμενη έτσι μαζί της, η ανθρώπινη ηθική και κριτική δύναμη, κάτι για το οποίο μπορεί να χρησιμεύση ως παράδειγμα η Στοά. Χωρίς τη θέα ενός απολύτου Καλού ή Αγαθού, θα ήταν αδύνατο να σταθμίζη η ανθρώπινη ελευθερία τις σχετικές αξίες αναμεταξύ τους και να προτιμά την «αντικειμενικά» καλύτερη (που να αντιστοιχή δηλ. περισσότερο στο απόλυτο Καλό). Αν λείπη ένα τέτοιο μέτρο, τότε απολυτοποιείται μια σχετική αξία (το καλό τού κόμματος, η θέληση για δύναμη) και η ηθική κατακρημνίζεται. Ο χριστιανικός διάλογος με μη-χριστιανικές ηθικές είναι δυνατός και αναγκαίος, εφ’ όσον ο δρόμος προς την ορθοδοξία μπορεί να περνά αρκετά συχνά «πάνω» απ’ την ορθοπραξία. Θα συμφωνήσουμε εύκολα στο ότι απαιτείται μια μεταφυσική πάνω απ’ το Εγώ (Ego) για την ηθική πράξη, υπάρχει όμως μια φιλονεικία ως προς το σε ποιαν ανώτατη αξία οφείλει να εγκαταλειφθή το Εγώ.
    Οδηγούμαστε τελικά και αναπόφευκτα στο ερώτημα, τί είναι η αληθινή «ανιδιοτέλεια». Αν αποκλείσουμε, ως εξαιρετικά «κοντόθωρες», τη μαρξιστική και τη θετικιστική (του Comte) απάντηση-λύση, τότε παραμένει ως η πιο «σοβαρή» εκδοχή εκείνη που βρίσκεται ανάμεσα στη βουδιστική (γενικώς απω-ανατολική) και τη χριστιανική «ανιδιοτέλεια». Που θα μπορούσαμε επίσης να τη χαρακτηρίσουμε ως την εκδοχή ανάμεσα στην (τριαδική) αγάπη και τη συμπόνοια ή τον οίκτο (που θεωρεί ανυπέρβλητο καθ’ εαυτόν τον πόνο τού πλάσματος). Η βουδιστική άποψη βλέπει να ενσαρκώνεται ο μοιραίος εγωϊσμός στο να «υπάρχη για τον εαυτό του» το ατομικό Εγώ, οπότε και απαιτείται να καταργηθή το κάθε ξεχωριστό Εγώ. Η χριστιανική άποψη αναγνωρίζει όμως μια «τριαδική εικόνα» (“imago Trinitatis”) στο κάθε ξεχωριστό Εγώ, στην οποία «τριαδική εικόνα» η κάθε υπόσταση (Hypostase) συγκροτείται και εννοείται μόνον ως προς τις άλλες δύο υποστάσεις. Μια θρησκεία τής Νιρβάνα και της εξίσου μάταιας και κενής Σαμσάρα (που ταυτίζονται, ει δυνατόν, στη ματαιότητά τους) δεν μπορεί να κατανοήση, τί σημαίνει χριστιανική «κένωση» (Kenose)· βρίσκεται όμως εντελώς κοντά της   (( Μπράβο! μπράβο!... )) . Ένας διάλογος ανάμεσα στις δυό «απόψεις», που η διαφορά τους στην Ιδέα μιας Ενανθρώπησης του Θεού (απέναντι σ’ ένα Άβαταρ) δεν μπορεί να μεγαλώση, θα μπορούσε να είναι επιτυχής στο πεδίο τής Πνευματολογίας  (( Νά λοιπόν που το Πνεύμα όπου «θέλουμε» πνει… )) .
      Κάτι που δυσχεραίνει ολόκληρο το ιεραποστολικό έργο είναι το γεγονός, ότι η αλήθεια της χριστιανικής Αποκάλυψης δεν είναι πλήρης χωρίς την προϊστορία της, την εμπειρία τού Ισραήλ. Με κάθε όμως προσπάθεια να αντικατασταθή η προϊστορία τού Χριστιανισμού με την ιστορία τής κάθε ιδιαίτερης κουλτούρας, επιδιώκοντας να συνενωθούν οι «πολιτισμοί» (Ιnkulturation), θα χάνεται αναγκαστικά η χριστιανική καθολικότητα μέσω μιας μορφής «εθνικοποίησης». Οι «Γερμανοί Χριστιανοί» τού Χίτλερ μάς προειδοποιούν γι’ αυτό συνεχώς.
      Μπορούμε, παρ’ όλ’ αυτά, να αναφερθούμε τελικά στην εκκλησιαστική «κοινωνική διδασκαλία», και ιδιαιτέρως στη μορφή που έλαβε στη φιλοσοφία και θεολογία τού Ιωάννη-Παύλου ΙΙ., του οποίου η σκέψη προέρχεται πάντοτε και ταυτόχρονα απ’ το επίπεδο μιας («φιλοσοφικής») ανθρωπολογίας και της («θεολογικο»-) χριστιανικής της τελείωσης, μ’ έναν τρόπο που περιέχει ήδη μορφολογικά το διαλογικό στοιχείο στον εαυτό του. Χωρίς να αποσιωπά ή να σφετερίζεται την υφιστάμενη χαώδη διαφορά: ανάμεσα στην «ειρήνη» π.χ. «του κόσμου» κι εκείνην τού Χριστού, «που δεν μπορεί να τη δώση ο κόσμος», ειρήνη που προϋποθέτει ωστόσο και μιαν ανθρωπολογική στάση, χωρίς την οποία δεν μπορούμε καν να φανταστούμε μιαν αληθινή ειρήνη στον κόσμο. Το χριστιανικό στοιχείο ενεργεί πολιτικά και οικονομικά (σ’ αυτόν τον «χάρτη» τοποθετείται και η «θεολογία τής απελευθέρωσης»), χωρίς να μπορή ωστόσο να κατασκευαστή μια σύνθεση (που θα παρέβλεπε την εσχατολογική επιφύλαξη) εκ μέρους τού κοσμικού στοιχείου.
     Εδώ ακριβώς έρχεται να «βοηθήση» εκείνο το χάρισμα (Charisma) του Αγίου Πνεύματος, το οποίο χαρακτηρίζει ο Παύλος ως διακριτικό τών πνευμάτων (Α’ Κορ. 12, 10)  (( Γράφει ο απόστολος Παύλος στους χριστιανούς τής Κορίνθου για τα χαρίσματα: «… Διαιρέσεις δέ χαρισμάτων εισί, τό δέ αυτό Πνεύμα· καί διαιρέσεις διακονιών εισι, καί ο αυτός Κύριος· και διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δέ αυτός εστι Θεός, ο ενεργών τά πάντα εν πάσιν. Εκάστω δέ δίδοται η φανέρωσις τού Πνεύματος πρός τό συμφέρον. ώ μέν γάρ διά τού Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, άλλω δέ λόγος γνώσεως κατά τό αυτό Πνεύμα, ετέρω δέ πίστις εν τώ αυτώ Πνεύματι, άλλω δέ χαρίσματα ιαμάτων εν τώ αυτώ Πνεύματι, άλλω δέ ενεργήματα δυνάμεων, άλλω δέ προφητεία, άλλω δέ διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δέ γένη γλωσσών, άλλω δέ ερμηνεία γλωσσών· πάντα δέ ταύτα ενεργεί τό έν καί τό αυτό Πνεύμα, διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται» )) . Ο Wilhelm Dantine έχει αναπτύξει ευρέως στο «Το άγιο και το μη άγιο Πνεύμα» (Der heilige und der unheilige Geist)  αυτόν τόν προβληματισμό. Το Πνεύμα λειτουργεί, λέει, ώστε «να φανερώση τον μακάβριο αθεϊσμό και την απανθρωπία όλων τών δυνάμεων της Σταύρωσης», κατέχοντας εν τω μέσω τού αινίγματος της ιστορίας τη «διαύγεια του Πνεύματος». Ενώ στηλιτεύει ο Dantine (ως προτεστάντης) την «υποτιθέμενη κατοχή τού Πνεύματος από τη θεσμική Εκκλησία», βλέπει να λειτουργή με γνήσιο τρόπο η προφητική υπηρεσία τής Εκκλησίας προς τον κόσμο, προπάντων απ’ όσους έχουν μεμονωμένα «εκλεχθή», σ’ έναν «σκληρό» κριτικό διάλογο, καινούργιο σε κάθε εποχή, επαγγελόμενον ωστόσο ένα γνήσιο τριαδικό δόγμα, έστω κι αν αυτό απαιτή να προεξοφλήσουμε μια μελλοντική μορφή τής ανθρωπότητας, στην οποία θα μπορή να κυριαρχή κατ’ αρχάς μια αληθινή ελευθερία.
     Ας πούμε απλούστερα απέναντι στα παραπάνω, ότι το τελευταίο κριτήριο στο οποίο καλείται να επαληθευθή η διάκριση των πνευμάτων είναι το ερώτημα, αν τίθεται (ποτέ…) η εγκόσμια δύναμη στην καθαρή διακονία τής χριστιανικής, «αδύναμης» αγάπης, ή αν χρησιμοποιή η χριστιανική αγάπη την εγκόσμια δύναμη, για να φθάση (δήθεν!) στους στόχους και τους σκοπούς της. Ένας προβληματισμός που υφίσταται απ’ την «κωνσταντίνεια στροφή»  ((σ.σ.: Δες περί αυτού στο «παραμορφωτικό» μεν στη μονομέρειά του, άξιο όμως να μελετηθή έργο τού Hernegger Macht ohne Auftrag – Δύναμη χωρίς εντολή”, Olten 1963 )) . Προβληματισμός για τις Σταυροφορίες, την Ιερά Εξέταση, την Εκκαθάριση των ιησουητικών ιεραποστολών (Παραγουάη, Πεκίνο), την Αποκατάσταση, προβληματισμός σήμερα για τη σύγχυση ιεραποστολής και προπαγάνδας (για τον εαυτό τους) σε πολυάριθμες «κινήσεις», που «διαφημίζουν» («αφισσοκολλούν») την εκκλησιαστικότητά τους. Η διάκριση των πνευμάτων πρέπει να ενεργοποιείται εκεί προπάντων όπου «ο σατανάς μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός» (Β’ Κορ. 11, 14), και ένας καλοπροαίρετος Πέτρος πρέπει να επιπληχθή και να αποκαλυφθή ως  «σατανάς» (δηλ. πειραστής), επειδή δεν «φρονεί τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων» (Ματθ. 16, 22 κ.ε.). Ένας οποιοσδήποτε θεσμός είναι (ωστόσο…) τόσο λίγο σατανικός καθεαυτός, όσο και μια διοικούμενη με χριστιανική ευθύνη εγκόσμια δύναμη  (( σ.σ.: Ο Reinhold Schneider έχει συμφωνήσει επανειλημμένα μ’ αυτήν την άποψη, θέτοντάς την ωστόσο εκ νέου υπό αμφισβήτηση, θεωρώντας δηλ. τραγικά άλυτο το πρόβλημα της σχέσης τού «δυνατού», αυτού που κατέχει τη δύναμη, προς τον «αδύναμο» άγιο )) · όμως η ροπή τής δύναμης, να απαλλαγή σε όλα τα (προσωπικά και κοινωνικά) επίπεδα απ’ τον σύνδεσμο της μεγαλύτερης (απ’ αυτήν…) αγάπης και να αυτονομηθή, καθιστά απαραίτητη τη διαρκή επαγρύπνηση της πνευματικής (pneumatisch) «διάκρισης των πνευμάτων». Και η αγάπη δεν εννοείται ως μια διαθέσιμη εδώ, ανθρώπινη αρετή, αλλ’ ως η χάρη που ζητείται μονίμως εκ νέου απ’ τον «Πατέρα τών πενήτων» (“Pater pauperum”), χάρη που μπορεί να την υποδεχθή μόνον η «πτωχεία εν πνεύματι», και που μπορεί να εκχυθή στις καρδιές (μας…) μόνον απ’ τον Θεό, ως η ίδια του η αγάπη εν Πνεύματι Αγίω (Ρωμ. 5, 5).  (( Γράφει ο απόστολος Παύλος στη σχετική περικοπή: «Δικαιωθέντες ούν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν πρός τόν Θεόν διά τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ού καί τήν προσαγωγήν εσχήκαμεν τή πίστει εις τήν χάριν ταύτην εν ή εστήκαμεν, καί καυχώμεθα επ’ ελπίδι τής δόξης τού Θεού. ου μόνον δέ, αλλά καί καυχώμεθα εν ταίς θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δέ υπομονή δοκιμήν, η δέ δοκιμή ελπίδα, η δέ ελπίς ου καταισχύνει, ότι η αγάπη τού Θεού εκκέχυται εν ταίς καρδίαις ημών διά Πνεύματος Αγίου τού δοθέντος ημίν…» – Ως ωραίοι οι πόδες τών ευαγγελιζομένων την ειρήνην, και την αλήθειαν, και την αγάπην τού μόνου Θεού… )) .

     ( συνεχίζεται ) 

Δεν υπάρχουν σχόλια: