Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Η ΝΟΗΣΕΩΣ ΝΟΗΣΙΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (4) - HANS KRÄMER

 Συνέχεια από: Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

HANS KRÄMER

Η ΝΟΗΣΕΩΣ ΝΟΗΣΙΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

IIΙ - ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΛΥΣΗ

Ωστόσο, με αυτό δεν εξαντλούνται οι ενδείξεις που παρέχει το κείμενο της Μεταφυσικής, Λ, σε σχέση με το πρόβλημά μας. Πολλά αποσπάσματα των κεφαλαίων 8 και 10 δείχνουν, περισσότερο ή λιγότερο ρητά, όχι ότι ο κινητήρας(η κίνηση) των απλανών αστέρων είναι κατά κάποιον τρόπο ο πρώτος μέσα στη σειρά των 56 κινητήρων, αλλά ότι ταυτίζεται καθεαυτόν με τη αμετάβλητη νοητή σφαίρα και είναι ταυτόσημος με αυτήν14. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά ότι οι κινητήρες που συνδέονται με εκείνον των απλανών, εκτός κι αν στερούνται τόπου από οντολογική άποψη, βρίσκονται κατ' ανάγκη μέσα σ' αυτόν ως ροπές/στιγμές του. Προφανώς, η σχέση μεταξύ του ενός και του άλλου αντιστοιχεί αναλογικά στη θέση, με κυριολεκτική έννοια, των πλανητών και των πλανητικών σφαιρών μέσα στο σύμπαν (δηλαδή μέσα στον ουρανό των απλανών αστέρων). Οι συνέπειες που προκύπτουν από αυτή την κατάσταση πραγμάτων, όσον αφορά τη δομή της θεϊκής πράξης της σκέψης, είναι διττής φύσης.

Πρώτον, η αυτοαναφορικότητα της αδιάβλητης σφαίρας, η οποία χαρακτηρίζεται στο σύνολό της ως καθαρή σκέψη, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συμπερίληψη των επιμέρους στιγμών της, οι οποίες δεν διαφέρουν από αυτήν ως προς το ότι είναι και αυτές σκέψη. Η ένσταση ότι οι 55 επιμέρους κινητήρες θα ήταν αντίθετα ιεραρχικά υποδεέστεροι τόσο του κινητήρα του κόσμου και των απλανών αστέρων, όσο και μεταξύ τους, είναι αβάσιμη, διότι το κεφάλαιο 9 δεν ορίζει τον κινητήρα του κόσμου, αλλά τη σκέψη, και επιπλέον την ορίζει διακρίνοντάς την μόνο από τη μη-σκέψη, όχι όμως από τη σκέψη ή από ορισμένες στιγμές της σκέψης15. Με αυτόν τον τρόπο, οι κινητήρες, που είναι σκέψη σε ενέργεια, δεν μπορούν επομένως να αποκλειστούν από τη σκέψη του κινητήρα(κινητού) του κόσμου.

Μια άλλη ένσταση προσπαθεί να υποστηρίξει την ανάγκη το αντικείμενο της θείας σκέψης να είναι ενιαίο, διότι διαφορετικά η σκέψη θα έπρεπε να προχωρεί «διαλογικά (με συλλογιστική κίνηση)», μπρος-πίσω, ανάμεσα στα διάφορα μέρη-αντικείμενα της16. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, εντός της περιοχής του νοητού, υποτίθεται πέρα από την άυλη φύση και μια δευτεροβάθμια απλότητα, η οποία θα απέκλειε το ενδεχόμενο η πολλαπλότητα των κινητήρων(κινήσεων) να συγκροτεί το αντικείμενο της σκέψης του κινητήρα (κινητού) του κόσμου. Ωστόσο, στο κείμενο δεν βρίσκεται απολύτως κανένα σημείο στήριξης για μια τέτοια δομή διπλού επιπέδου απλότητας. Επιπλέον, σε αυτή την περίπτωση αγνοείται το γεγονός ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του intellectus divinus έγκειται ακριβώς στην ικανότητά του να συλλαμβάνει μέσω ενόρασης μια πολλαπλότητα, την οποία η πεπερασμένη σκέψη μπορεί να κατανοήσει μόνο διαλογικά/διαλεκτικά. Είναι επομένως σοβαρό λάθος να πιστεύουμε ότι ο θεός, για να σκεφτεί άμεσα (με unus intuitus*), πρέπει να σκέφτεται απλώς ένα unum (μόνο ένα απλό πράγμα)! Αντιθέτως: το ουσιώδες σημείο της unus intuitus και το κύρος της έγκειται ακριβώς στη ταυτόχρονη και ενιαία σύλληψη πολλών πραγμάτων, με την οποία η unus intuitus διακρίνεται από την πεπερασμένη σκέψη, που χαρακτηρίζεται από διαδοχή και διαιρετικότητα, κατά τρόπο ανάλογο με το κλείσιμο του Λ, 9. [*unus intuitus: διαισθητική σύλληψη, ενιαία ενόραση που συλλαμβάνει πολλαπλότητα, ικανότητα του θείου νου να κατανοεί πολλαπλά πράγματα αμέσως, ενιαία, χωρίς να χρειάζεται να τα συλλογιστεί διαδοχικά ή βήμα-βήμα, όπως κάνει η ανθρώπινη σκέψη. Το unus intuitus δεν σημαίνει σκέψη ενός και μόνο πράγματος, αλλά συγχρόνως και ενιαία σκέψη πολλών πραγμάτων — χωρίς διαδοχή ή διάκριση, όπως συμβαίνει στην ανθρώπινη σκέψη].

Το να θέλουμε να αναγάγουμε την πρωταρχική ενόραση (Intuitus Originarius) σε ένα υπερ-απλό unum σημαίνει λοιπόν να εξαλείφουμε αυτό που της είναι ιδιάζον και να την υποβιβάζουμε στο επίπεδο της ανθρώπινης σκέψης, η οποία ασκεί μεν την ίδια δύναμη ανά πάσα στιγμή, αλλά με τετριμμένο τρόπο17.

Εάν αυτή η ευρύτερη θεώρηση/λύση είναι σωστή, τότε οι εκφράσεις «νόησις», «ζωή» και παρόμοιες, χρησιμοποιούνται με την ίδια έκταση όπως και η έκφραση «πρώτη οὐσία», και όπως η τελευταία, αναφέρονται στον άχρονο τομέα του είναι, δηλαδή στην περιοχή του νοητού και του υπεραισθητού στο σύνολό τους. Η αυτοαναφορικότητα της νόησης είναι, επομένως, η αυτοαναφορικότητα της πρώτης και ανώτατης περιοχής του Είναι ως τέτοιας, χωρίς να αναλύονται λεπτομερώς οι σχέσεις μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου. Αυτή η μη διαφοροποίηση αφήνει ανοιχτό το ερώτημα αν, στην αυτοαναφορικότητα της πρώτης σφαίρας του Είναι, πρέπει να ληφθεί υπόψη, πρώτα απ’ όλα, μια πράξη σκέψης από τον κινητήρα (τό κινούν) του κόσμου προς τους κινητήρες(τίς κινήσεις) που είναι συντονισμένοι με αυτόν, ή, αντίστροφα, μια πράξη σκέψης από καθέναν από αυτούς τους επιμέρους κινητήρες προς τον κινητήρα του κόσμου που υπερέχει έναντί τους, καθότι αυτοί αποτελούν στιγμές του18.

Αυτή η τελευταία σκέψη συνιστά τη δεύτερη συνέπεια που προκύπτει από την ταύτιση του κινητήρα(τής κινήσεως) του κόσμου με τη μεταφυσική/υπερβατική σφαίρα. Πιθανόν να πρέπει να υπερβούμε έναν τύπο αμοιβαιότητας και αντιστρεψιμότητας που χαρακτηρίζει τις σχέσεις σκέψης, βάσει του οποίου καθίσταται, μεταξύ άλλων, αδόκιμο να μιλά κανείς για μια προ-εμπειρική δομή (δομή a priori), στην οποία θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ νόησης και περιεχομένων νόησης ανεξάρτητων από τη νόηση, και η οποία, ταυτόχρονα, θα πρέπει να διαφοροποιείται από ένα μεταγενέστερο (a posteriori) που υπάρχει παραπλεύρως αυτής19. Αρκεί να λάβουμε υπόψη ότι πρόκειται για ένα νοητικό σχήμα τόσο ενδο-υποκειμενικό όσο και δια-υποκειμενικό, του οποίου τα επιμέρους στοιχεία, στην εκτέλεση της πράξης σκέψης τους, αναφέρονται τόσο στο όλον όσο και το ένα στο άλλο.

Είναι αλήθεια πως, αν γίνει δεκτή αυτή η ευρύτερη λύση, τότε η ελάχιστη λύση που εξετάστηκε προηγουμένως — σύμφωνα με την οποία κάθε μεμονωμένη πράξη σκέψης σκέφτεται αποκλειστικά τον εαυτό της — πρέπει να απορριφθεί ως περιττή και μη πειστική: η αυτοαναφορά της καθαρής νόησης, με τη μορφή που παρουσιάζεται στο Λ, 9, αφορά λοιπόν χωρίς περαιτέρω διάκριση ή εξατομίκευση την σκεπτόμενη αυτοπραγμάτωση της ανώτατης σφαίρας του είναι, λαμβανόμενης συνολικά και ως τέτοιας20. Σύμφωνα με την αναλογία προς την πεπερασμένη σκέψη, μπορεί να προκύψει και ένα επιπλέον συμπέρασμα, δηλαδή ότι η σκέψη του εαυτού της από τη θεία νόηση (το αυτοστοχάζεσθαι της θείας σκέψης) συνοδεύεται από έναν αναστοχασμό επί της πρωταρχικής πραγμάτωσης της σκέψης[ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ]. Στην intentio recta (ευθεία πρόθεση), προστίθεται έτσι, ενσωματωμένη στην ίδια την πραγμάτωση της πράξης, και η intentio obliqua (πλάγια πρόθεση) {«δευτερευόντως, παρεμπιπτόντως», όπως συμβαίνει στην ανθρώπινη γνώση, με τη διαφορά όμως ότι στην περίπτωση της θείας σκέψης η αυτοαναφορά υπάρχει ήδη στην πρωταρχική πράξη και δεν εμφανίζεται δευτερογενώς, με βάση μια αρχική πράξη στραμμένη προς κάτι άλλο και προς τα έξω}. Ο αναστοχασμός, βέβαια, θα παρήγαγε μια μορφή εξατομίκευσης, και κατά τούτο θα παρείχε ένα ανάλογο και ένα σημείο σύγκρισης με κάθε αυστηρή έννοια αυτοαναφοράς εκ μέρους κάθε επιμέρους Νου — αυτοαναφορά η οποία προηγουμένως είχε θεωρηθεί ως η ελαχιστη λύση. Και κατά τούτο, η ευρύτερη λύση περιλαμβάνει ακόμη, ως μερική διάσταση, αυτήν που εξετάστηκε προηγουμένως.

ΕΔΩ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ. Η ΨΥΧΗ. Η ΤΡΙΤΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ ΠΛΩΤΙΝΟ

Σημειώσεις


14. Βλ. 1073a, 29 και εξής, σχετικά με την «πρώτη οὐσία καὶ ἀκίνητος» ως κινητήρια δύναμη των απλανών αστέρων, ή και του σύμπαντος (τοῦ παντός), καθώς και 1073b, 1 και εξής, σχετικά με τη διαφορά της από το «πρῶτον» στη σειρά των κινητήρων (των κινητήριων δυνάμεων) των σφαιρών των πλανητών· 1073a, 31-38, όπου η απόδειξη της ενότητας του κόσμου και των σχετικών κινητήριων σφαιρών τεκμηριώνει —σε σύνδεση με τον Πλάτωνα, Τίμαιος, 31Α και εξής (πρβλ. Περί Ουρανού, Α, 8, 9)— την πληρότητα των συμπερασμάτων περί υπερβατικών οντοτήτων· ιδίως 1073a, 37, όπου οι σφαίρες των κινητήρων υποδεικνύονται επίσης με τη σειρά τους ως «πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον» (για τη σωστή ερμηνεία αυτού του αποσπάσματος, βλ. PH. Merlan, Aristotle's Unmoved Movers, ό.π., σσ. 12-14 [= Kleine philosophische Schriften, ό.π., σσ. 206-208], και, πριν από αυτόν, την ερμηνεία του H. v. Arnim, ενώ μετά από αυτόν εκείνες των Owens, Wolfson, Untersteiner, Reale και άλλων)· βλ. τέλος 1075b, 34 – 1076a, 4, δηλαδή το καταληκτικό απόσπασμα του Λ, 10, όπου η «πρῶτη οὐσία», σε σύγκριση με αυτό που στην Ακαδημία θεωρούνταν το πρώτο ιεραρχικό επίπεδο του όντος (πρβλ. PH. Merlan, Aristotle's Unmoved Movers, ό.π., σσ. 19-24 [=Kleine philosophische Schriften, ό.π., σσ. 213-218]), παρουσιάζεται ως κινητήρια δύναμη (κινητήρας) του κόσμου με λειτουργία οργανωτική/διατακτική (βλ. ιδίως 1075b, 37, πρβλ. 1075a, 14 και εξής).

15. Οι επανειλημμένες αναλύσεις του K. OEHLER, Der Unbewegte Beweger..., ό.π., σελ. 76 σημ. 14, παρακάμπτουν επομένως το κείμενο του Λ, 9. Αυτές συγχέουν την κατά σειρά διάταξη που αφορά το κεφάλαιο 8 με τη σειρά διάταξης μεταξύ της ενεργής νόησης και όλων των μορφών μη-νόησης, που αποτελεί θέμα αποκλειστικά του κεφαλαίου 9. Οι δύο αυτές σειρές διάταξης, ωστόσο, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση μεταξύ τους. Αν παρ’ όλα αυτά επιδιώξει κανείς να καθιερώσει έναν σύνδεσμο ανάμεσά τους, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την προϋπόθεση ότι η πρώτη διάταξη εμπίπτει στο σύνολό της εντός της σφαίρας του πρώτου μέλους της δεύτερης. Ο PH. W. ROSEMANN, Νόησις νοήσεως und TA ‘AQQUL AT-TA ‘AQQUL, «Zeitschrift für philosophische Forschung», 40, 1986, σελ. 542-561, υπόκειται στην ίδια σύγχυση και, ταυτόχρονα, δεν προσέχει ότι και οι 55 κινητήρες που συντονίζονται με τον πρώτο αποτελούν καθαρή νόηση σε ενεργεία, παρόλο που προτείνει την παράδοξη λύση κατά την οποία ο θεός σκέφτεται ωστόσο υπονοούμενα/σιωπηρά/έμμεσα ολόκληρο τον κόσμο. Στο πλαίσιο των διευκρινίσεων που παρείχαν οι Gadamer και Patzig, και ο Th. de Koninck έδωσε πρόσφατα μια νέα δομή στη λύση της υποδήλωσης [δηλαδή μια λύση που βασίζεται στην ιδέα ότι το νοείν του Θεού για τον κόσμο συμβαίνει έμμεσα, λόγω της σχέσης κόσμου και θείας νόησης, όχι ως άμεση πράξη σκέψης. Δεν είναι ότι ο Θεός κάθεται και σκέφτεται "τώρα θα σκεφτώ τον κόσμο", αλλά ότι σκεπτόμενος τον Εαυτό Του (ο οποίος είναι το ύψιστο ον), περιέχει εξ ανάγκης μέσα Του και την τάξη του κόσμου] (La «pensée de la pensée» chez Aristote, στο: AUTORI VARI, La question de Dieu selon Aristote et Hegel, επιμ. Thomas de Koninck και Guy Planty-Bonjour, Παρίσι 1991, σελ. 69-151). Η θεία νόηση, επομένως, πρέπει να σκέφτεται έμμεσα/υπονοούμενα τα πάντα, μόνο που πρέπει να αποκλειστούν ακριβώς οι 55 κινητήρες που συντονίζονται με τον πρώτο, οι οποίοι είναι νοητοί εκ προτιμήσεως (με προτεραιότητα), και σαφώς, με τον ίδιο τρόπο, πρέπει να αποκλειστεί η αυτοαναφορά κάθε επιμέρους κινητήρα (κάθε επιμέρους κινητήριας δύναμης), που προηγουμένως είχε θεωρηθεί ως ελάχιστη λύση. Το κείμενο του Λ δεν παρέχει το παραμικρό στήριγμα υπέρ αυτής της ερμηνείας (το αντίθετο, μάλιστα, υποδηλώνει η παθητική μορφή «ὡς ἐρώμενον» στο 1072 b, 3), διότι εξηγώντας την περιστασιακή (ἐν παρέργῳ) αυτοσκέψη στον άνθρωπο ως περιστασιακή σκέψη του κόσμου στον θεό, όπως επιχειρούν οι Gadamer και, μετά από αυτόν, ο de Koninck, ανατρέπεται η πορεία του συλλογισμού. Αν στον θεό η αυτοαναφορά είναι ήδη δοσμένη/δεδομένη εκ προθέσεως, τότε ως δυνατή «συνοδευτική σκέψη» υφίσταται μόνο η αυτοαντανάκλαση και όχι κάποια δευτερεύουσα σκέψη του κόσμου (για ακριβέστερη παραπομπή στον Gadamer, βλέπε παρακάτω, σημ. 25). Η υποδηλωτική λύση, εξάλλου, μετρά την πρώτη σφαίρα και τις επόμενες με αντίστροφα μέτρα και σταθμά (αντίθετα κριτήρια) και, κατά συνέπεια, διπλά αντιφατικά κριτήρια: οι νοητοί κινητήρες πρέπει να αποκλειστούν από τη θεία νόηση, επειδή θα ασκούσαν τη νόηση/σκέψη με τρόπο «εξαρτημένο» και «δυνάμει», μολονότι στην πρώτη σφαίρα δεν υπάρχει καμία απολύτως δυνητικότητα — αλλά αυτό δεν πρέπει να ισχύει για τις άυλες οντότητες του σύμπαντος που υπονοούνται (εμμέσως περιλαμβάνονται) στη θεία σκέψη!

[Το σημείο εδώ κάνει εμφανή την αντίφαση της "υποδηλωτικής λύσης" — δηλαδή της ιδέας ότι ο Θεός υπονοεί τον κόσμο στη σκέψη Του, χωρίς να τον σκέφτεται άμεσα. Τι λέγεται εδώ;

Οι "νοητοί κινητήρες" (i motori intelligibili) — δηλαδή οι 55 ουράνιοι κινητήρες — αποκλείονται από τη θεία σκέψη, με τη δικαιολογία ότι:

η νόησή τους είναι εξαρτημένη (dipendente),
και δυνητική (potenziale) — άρα όχι «άξια» να αποτελέσουν αντικείμενο της θείας σκέψης.

Όμως, αυτό είναι αντιφατικό, διότι:

η πρώτη σφαίρα (ο Πρώτος Κινητήρας/Θεός) είναι κι αυτή καθαρή ενεργεία, χωρίς καμία δυνατότητα (potenzialità),
και οι 55 κινητήρες είναι επίσης καθαρή ενεργεία σύμφωνα με τον Αριστοτέλη — άρα δεν θα έπρεπε να θεωρούνται «κατώτερες» μορφές σκέψης.
Παρά ταύτα, οι άυλες οντότητες του κόσμου (immateriali entità) θεωρούνται έμμεσα παρούσες στη σκέψη του Θεού, χωρίς αντίστοιχο αποκλεισμό — παρόλο που είναι κατώτερες από τους 55 κινητήρες!

Συμπέρασμα: Η "υποδηλωτική λύση" μετρά με δύο μέτρα και δύο σταθμά.

- Αποκλείει ανώτερες οντότητες (νοητικούς κινητήρες), λέγοντας πως είναι «δυνητικές» και «εξαρτημένες» (ενώ δεν είναι!).

- Περιλαμβάνει κατώτερες (άυλες, κοσμικές οντότητες), χωρίς να τις θεωρεί "εξαρτημένες".

Άρα η λύση είναι διπλά αντιφατική]

16. F.P. HAGER, Der Geist und das Eine, Bern 1970, σ. 198-201 (πρβλ. O. GIGON, Aristoteles, Einführungsschriften, Zurich 1961, σ. 212)- K. OEHLER, Der Unbewegte Beweger..., ό.π., σ. 108.

17. Μια περαιτέρω παρεξήγηση αφορά το οντολογικό καθεστώς των 55 κινητήρων που συντονίζονται με τον πρώτο: θεωρείται ότι, επειδή τοποθετούνται εντός του κινητήρα του κόσμου, αποουσιοποιούνται και στερούνται της εννοιολογικής τους δύναμης (J. Owens, W. Pötscher). Αυτή η παρεξήγηση βασίζεται σε μία αναδρομική προβολή της μεσαιωνικής διαμάχης για τα καθόλου στη φιλοσοφία της αρχαιότητας, στην οποία τέτοιες διακρίσεις είναι ξένες, όπως μπορεί να κατανοηθεί από μια συνολική επισκόπηση που ξεκινά από τον Τίμαιο, περνά από τη Στοά και φτάνει έως τον μέσο πλατωνισμό και τον νεοπλατωνισμό. Οι ενστάσεις που διατυπώνει η Dorothea Frede στην επιστολή της της 11-4-1984, δημοσιευμένη στο έργο του K. Oehler (ό.π., σελ. 121-126), κατά της εξήγησης που προτείνεται στο κείμενο (σελ. 122), επηρεάζονται από την όψιμη αποδοχή της εκ μέρους της μεταγενέστερης χρονολόγησης που πρότεινε ο Jaeger (Theophrasts Kritik am unbewegten Beweger des Aristoteles, «Phronesis», 16, 1971, σελ. 65-79), η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στη μεταβολή του ζητήματος που επέφερε ο Merlan (βλ. ανωτέρω, σημ. 13). (Δεν λαμβάνεται έτσι υπ’ όψιν ούτε η δεύτερη συμβολή του Merlan σχετικά με το Λ, 9 στο Studies in Epicurus and Aristotle, 1960, σελ. 78 κ.ε., ιδίως σελ. 76-81, ούτε οι αναλύσεις που ο συγγραφέας της παρούσας μελέτης έχει παρουσιάσει, είτε υπέρ μιας διαφοράς οπτικής ανάμεσα στη φυσική και τη μεταφυσική, είτε σχετικά με τη δευτερεύουσα θέση της απόδειξης του κινητήρα έναντι του προβλήματος της ύπαρξης και της δομής της υπερβατικής σφαίρας, στα: Ursprung der Geistmetaphysik, ό.π., σελ. 172 κ.ε.· Zur geschichtlichen Stellung..., ό.π., σελ. 332-337). Όταν η Frede στο Λ, 9 εκφράζει τη λύπη της για την απουσία εκφραστικών μορφών στον πληθυντικό, αποδεικνύει ότι η συνολική θέση του κινητήρα (της κινητήριας δύναμης) του κόσμου λαμβάνεται υπόψη ελάχιστα, όπως, από άλλη άποψη (στην ελάχιστη λύση), δίνεται λίγη σημασία στη δυνατότητα ύπαρξης ενός συλλογικού ενικού (κινητήρα).

18. Η Μεταφυσική, σε επιμέλεια G. Reale, τόμος II, ό.π., σελ. 299, επιχειρηματολογεί με επιτυχή τρόπο: «αν ο άνθρωπος σκέφτεται τον Θεό, πολύ περισσότερο θα τον σκέπτονται αυτές οι ουσίες».

19. Με αυτό, ο συγγραφέας διορθώνει την ορολογία που είχε χρησιμοποιήσει στα προηγούμενα έργα του.

20. Το «Η σκέψη είναι σκέψη του εαυτού της» (και τίποτε άλλο) είναι συγκρίσιμο με την πρόταση: «Το λιοντάρι δεν ζευγαρώνει με άλλα είδη έμβιων όντων, αλλά μόνο με τον εαυτό του» (χωρίς φυσικά να εννοείται με αυτό κυριολεκτικά το αυτοζευγάρωμα του μεμονωμένου ατόμου-λιονταριού!), ή, αντίστροφα, με την εξής άλλη πρόταση: «Το λιοντάρι σκοτώνει μόνο άλλα έμβια είδη, αλλά όχι τον εαυτό του» (και με αυτό ασφαλώς δεν αποκλείεται η αυτοκτονία του μεμονωμένου λιονταριού!).

[Ο KRÄMER προσπαθεί να δείξει πόσο προβληματικό ή παραπλανητικό μπορεί να είναι το να παίρνουμε κυριολεκτικά ορισμένες καθολικές προτάσεις. Όταν λέμε ότι “η σκέψη σκέφτεται μόνο τον εαυτό της”, δεν σημαίνει ότι κάθε μεμονωμένη πράξη σκέψης είναι αναγκαστικά εγωκεντρική ή αυτάρκης. Όπως και το λιοντάρι δεν ζευγαρώνει με τον εαυτό του — αλλά το είδος ως σύνολο έχει αυτόν τον τρόπο λειτουργίας.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: