Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΩΣ «ΝΟΗΣΕΩΣ ΝΟΗΣΙΣ» - ΔΗΜΗΤΡΗ I. ΠΑΠΑΔΗ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΩΣ «ΝΟΗΣΕΩΣ ΝΟΗΣΙΣ»

ΔΗΜΗΤΡΗ I. ΠΑΠΑΔΗ

Η νόησις νοήσεως ως έννοια του Θεού, όπως αυτή μας δίνεται στην περίφημη πραγματεία του Αριστοτέλη με το συμπτωματικό και συμβατικό τίτλο “Τα μετά τα φυσικά”1, και πιο συγκεκριμένα στο έννατο κεφάλαιο του βιβλίου Λ, είναι το θέμα αυτής της μελέτης.

Η πραγματεία αυτή μαζί με τα “Φυσικά”, τα “Ηθικά Νικομάχεια”, τα “Πολιτικά” και το “Περί ψυχής” ανήκει στα μεγάλα έργα του Αριστοτέλη, που μαζί με τα εξίσου σπουδαία έργα των άλλων μεγάλων της ελληνικής αρχαιότητας άσκησαν τεράστια επίδραση στο ανθρώπινο πνεύμα, που γαλουχήθηκε με αυτά, και συνέβαλαν αποφασιστικά στη θεμελίωση και διαμόρφωση του λεγόμενου ευρωπαϊκού πνεύματος και πολιτισμού.

Από τα βιβλία των Μεταφυσικών που για πολλούς αιώνες άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω στο θεωρητικό φιλοσοφικό στοχασμό, ξεχωρίζει το βιβλίο Λ, όχι βέβαια για την κομψότητα του ύφους του και τη δύναμη της γλώσσας του αλλά για το μεταφυσικό βάθος των νοημάτων του, τα οποία πάντοτε εμπνέουν και γονιμοποιούν τη φιλοσοφική σκέψη. Κεντρικό θέμα αυτού του βιβλίου είναι η περίφημη θεωρία του Αριστοτέλη περί «τοῦ πρώτου κινοῦντος ἀκινήτου»1a της πρώτης δηλαδή αιτία της κίνησης του Κόσμου, η οποία και ταυτίζεται με το ύψιστο oν, το Θεό, που νοείται ως «ζῷον ἀἴδιον ἄριστον»2, ως «ζωὴ καὶ αἰὼν συνεχὴς καὶ ἀΐδιος»3, ως «οὐσία τις ἀΐδιος καὶ ἀκίνητος καὶ κεχωρισμένη τῶν αἰσθητῶν»4, η οποία κινεί τον Κόσμο «ὡς ἐρώμενον»5 και η οποία τέλος νοείται ως «νόησις νοήσεως»6, ενέργεια δηλαδή καθαρή και απόλυτη,

Τη δύσκολη αυτή και παράδοξη, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, αντίληψη του θεού ως νοήσεως νόησιν θα προσπαθήσω στη συνέχεια να ερμηνεύσω. Ότι τα ζητήματα που αναφέρονται στο νου, τη νόηση και τα νοητά είναι δύσκολα το γνωρίζει ο Αριστοτέλης πολύ καλά και το επισημαίνει στην αρχή μάλιστα του έννατου κεφαλαίου, το οποίο και θα αναλύσουμε, λέγοντας ότι «τὰ περὶ τὸν νοῦν ἔχει τινὰς ἀπορίας». Χαρακτηριστικό της δυσκολίας που παρουσιάζει η οριοθέτηση και κατανόηση των εννοιών αυτών είναι και η έντονα απορητική μέθοδος, την οποία ο Αριστοτέλης ιδιαίτερα σ' αυτό το κεφάλαιο χρησιμοποιεί.

Εφόσον το υπό ανάλυση κεφάλαιο αναφέρεται στα περί τον νουν, πρέπει για την πληρέστερη κατανόηση των σχετικών εννοιών να δώσω το αναγκαίο περίγραμμα, να τις εντάξω δηλαδή στο οικείο Αριστοτελικό εννοιολογικό πλαίσιο.

Ο νους –κατά Αριστοτέλη– είναι, όσον αφορά τον άνθρωπο, δύναμη της ψυχής και μάλιστα η ανώτερη και τελειότερη. Οι άλλες βασικές δυνάμεις της ψυχής είναι το φυτικόν ή θρεπτικόν, το αισθητικόν, το ορεκτικόν και το κινητικόν κατά τόπον (Αριστ., Περί ψυχής 414 α 31-32).

Βασική εξάλλου είναι η διάκριση του νου –από τον Αριστοτέλη– σε α) νου δυνάμει ή παθητικό και β) νου ποιητικό (ο όρος «νους ποιητικός» δεν απαντά, στον Αριστοτέλη· είναι μεταγενέστερος). Ο πρώτος είναι «φθαρτός»7, ενώ ο δεύτερος «ἀθάνατος καὶ ἀΐδιος»8, ώστε να αποτελεῖ τη γέφυρα που ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό, τον κόσμο της γένεσης και της φθοράς με τον κόσμο τον αιώνιο και αμετάβλητο. Ο παθητικός νους είναι αυτός με τον οποίο «διανοεῖται καὶ ὑπολαμβάνει ἡ ψυχή»9, ενώ ο ποιητικός είναι αυτός, που ενεργοποιεί τον παθητικό, ώστε να μεταβεί από την κατάσταση του δυνάμει στην κατάσταση του ενεργεία: «ὃς (sc. ὁ ποιητικὸ νοῦς) αἴτοις τῆς ἕξεως τῆς τοῦ ὑλικοῦ νοῦ γίνεται»10. Είναι δηλαδή ο λεγόμενος ποιητικός νους «τὸ πρῶτον αἴτιον»11 τῆς νοητικής λειτουργίας, της μετάβασης, όπως ελέχθη, από το δυνάμει στο ενεργεία. Και απαιτεί η μετάβαση αυτή την ύπαρξη μιας καθαρά ενεργητικής αρχής, ένα πρώτον κινούν, όχι όμως στην απόλυτη μορφή του. Ακριβώς η διαλεκτική αυτή αναγκαιότητα οδήγησε τον Αριστοτέλη στην ανάγκη να υποθέσει την ύπαρξη του ποιητικού νου ως καθαρά ενεργητικής ουσίας: «τῇ οὐσίᾳ ὢν ἐνέργεια» 12 και να διχοτομήσει έτσι τη λογική ψυχή σε δύο δυνάμεις, που, αν και είναι διαφορετικές ως προς το Είναι τους, συναποτελούν μία ουσία.

Συνήθως υποστηρίζεται ότι μόνο ο παθητικός νους νοεί και ότι ο «ποιητικός» αποτελεί απλώς την πρώτη αιτία της νόησης13. Η θέση όμως αυτή φαίνεται να είναι προβληματική, διότι στο περίφημο Γ. 5 κεφάλαιο του Περί ψυχής λέγεται ότι – σύμφωνα τουλάχιστον με την επικρατέστερη ερμηνεία 14 – ο ποιητικός νους ουδέν νοεί χωρίς τον παθητικό νου, όταν ο τελευταίος με το θάνατο παύσει να υπάρχει και ο ποιητικός λεγόμενος νους υπάρχει στην καθαρή και απόλυτη πλέον μορφή του ως ουσία χωριστή, υπάρχουσα δηλαδή καθ' εαυτήν: «χωρισθεὶς δ᾽ ἐστὶ μόνον τοῦθ᾽ ὅπερ ἐστί, καὶ τοῦτο μόνον ἀθάνατον καὶ ἀΐδιον (οὐ μνημονεύομεν δέ, ὅτι τοῦτο μὲν ἀπαθές, ὁ δὲ παθητικὸς νοῦς φθαρτός)· καὶ ἄνευ τούτου οὐθὲν νοεῖ».15

Άρα πριν από τη φθορά του παθητικού λεγόμενου νου και όσο συνυπάρχει με αυτόν νοεί. Αν πάλι δεν νοεί τίποτε, γιατί να ονομάζεται και αυτός νους; Ίσως βέβαια η νόηση του ποιητικού νου –τουλάχιστον μετά θάνατον– να είναι ένα είδος αυτονόησης σαν εκείνη του Θεοῦ, ο οποίος ακριβώς νοείται, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ως νόησις νοήσεως. Εξάλλου ότι ο «ποιητικός» Νους είναι πράγματι ένα είδος νοούντος νου εξάγεται σαφέστατα και από τη φράση του Γ΄ 5 κεφαλαίου του Περί ψυχής: «οὐχ ὁτὲ μὲν νοεῖ ὁτὲ δ᾽ οὐ νοεῖ». (430 α 22), που σημαίνει ότι οπωσδήποτε ο «ποιητικός» νους δεν είναι νους-νόηση με την τρέχουσα τουλάχιστον έννοια της διανοητικής και διαλεκτικής νόησης, αλλά ως καθαρή ενέργεια: «τῇ οὐσίᾳ ὢν ἐνέργεια» είναι και καθαρή νόηση, ανεξάρτητη δηλαδή από τις σχέσεις και ανάγκες του σωματικού ανθρώπου, τουλάχιστον στη χωριστή και αυτόνομη ύπαρξή του μετά τη διάλυση του σωματικού εταίρου του16. Και πριν από το θάνατο η καθαρή νόηση είναι ο θεωρητικός καθαρά και ενορατικός λογισμός, ο οποίος μετά θάνατον μπορεί ίσως να νοηθεί, όπως ελέχθη, ως ένα είδος αυτονόησης. Πάντως η διάκριση του νου του ψυχοσωματικού ανθρώπου σε νου παθητικό ή δυνάμει και σε νου «ποιητικό» είναι εντελώς τεχνητή και σχηματική και οπωσδήποτε δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στην ίδια την ουσία του νου.

Θεώρησα, απαραίτητη τη σύντομη αυτή αναφορά στη λογική ψυχή του ανθρώπου, όπως αυτή παρουσιάζεται στην Ψυχολογία του Αριστοτέλη, διότι αποτελεί την προϋπόθεση για την κατανόηση της Θεολογίας του, που αποτελεί το αποκορύφωμα της Μεταφυσικής του. Η νοολογία του Θεού είναι προέκταση της νοολογίας του ανθρώπου και άρα η Θεολογία του είναι κατά κάποιο τρόπο προέκταση της Ανθρωπολογίας του, διότι ο θεός ως «νόησις νοήσεως» προϋποθέτει, νομίζω, το μοντέλο του «ποιητικού» νου. Εξάλλου το έδαφος για την περί του πρώτου κινούντος ακινήτου θεωρία του Αριστοτέλη, το οποίο νοείται και ως νόησις νοήσεως και ταυτίζεται με το Θεό, έχει προετοιμασθεί σημαντικά από τον Πλάτωνα και τους Προσωκρατικούς17.

Συνεχίζεται

Σημειώσεις

1. Υποστηρίζεται βέβαια και η άποψη ότι το όνομα “Μετά τα φυσικά” δε σημαίνει απλώς τη βιβλιοθηκονομική και εκδοτική από τον Ανδρόνικο το Ρόδιο τυχαία κατάταξη του γνωστού έκτοτε με το όνομα αυτό έργου του Αριστοτέλη (ό,τι ο ίδιος ο Αριστοτέλης ονόμαζε κυρίως πρώτη φιλοσοφία), αλλά ότι συγχρόνως το όνομα αυτό: “Μετά τα φυσικά” εδήλωνε ευθύς εξαρχής και το αντίστοιχο εξ επόψεως πραγμάτων περιεχόμενο, ό,τι δηλαδή είναι πέρα και πίσω από τη φύση, και ότι με άλλα λόγια η κατάταξη του έργου δεν υπήρξε τυχαία αλλά σκόπιμη (Πβ. σχετικά Hans Reiner, "Die Enstehung und ursprüngliche Bedeutung des Namen Metaphysik", στό: Wege der Forschung, τόμ. CCVI: Metaphysik und Theologie des Aristoteles, έκδ. F-P. Hager, Darmstadt, Wissen. Buchgesellschaft, 1969, και Augustin Mansion, "Erste Philosophie, zweite Philosophie und Metaphysik bei Aristoteles", στό: Wege der Forschung ένθ.αν.

1α. Βλ. Αριστ., Μετ. Λ. 3, Λ 6, Λ 7 και Λ. 8.
2. Αριστ., Μετ. 1072b 29.
3. Αριστ., Μετ. 1072b 29-30.
4. Αριστ., Μετ. 1073α 4-5.
5. Αριστ., Μετ. 1072b 3.
6. Αριστ., Μετ. 1074b 34-35.
7. Βλ. Αριστ., Περί ψυχής 430α 25. Πβ. 408 b 25-29.
8. Βλ. Αριστ., Περί ψυχής 430α 22-23. Πβ. 408 b 29.
9. Αριστ., Περί ψυχής 429 α 23.
10. Αλεξάνδρου, Περί ψυχής 88. 24. Πβ. Αριστ., Περί ψυχής, 430 α 15-17.
11. Αλεξ., Περί ψυχής 89. 17-18.
12. Αριστ., Περί ψυχής 430 α 18.
13. Βλ. π.χ. Η. Cassirer, Aristoteles' Schrift "Von der Seele", Tübingen 1932, σ. 169-176.
14. Βλ. π.χ. Η. Cassirer, ένθ, αν., σ. 176-177.
15. Αριστ., Περί ψυχής 430 α 22-25. Το λεγόμενο βέβαια εδώ ότι ο παθητικός νους είναι φθαρτός (= θνητός) και ο «ποιητικός» αθάνατος και αΐδιος (= άφθαρτος) είναι μια σχηματική μόνο διάκριση, διότι ουσιαστικά ο νους του ανθρώπου είναι ένας και αδιαίρετος. Προκειμένου να αιτιολογήσει ο Αριστοτέλης την κίνηση-μετάβαση του νου από την κατάσταση του δυνάμει στην κατάσταση του ἐνεργείᾳ διαίρεσε το νου σε παθητικό και ποιητικό και θεώρησε τον δεύτερο ὡς πρώτη αρχή και αιτία αυτής της κίνησης· ένα είδος ενός πρώτου κινούντος ακινήτου.
16. Βλ. Αριστ., Περί ψυχής 430 α 17-25, 413 α 6-7 και 413 b 24-28.
17. Πβ. το νου του Αναξαγόρα, το Θεό, του Ξενοφάνη, ο οποίος «οὖλος νοεῖ». το λόγο και το σοφόν του Ηρακλείτου, το ον του Παρμενίδη κ.λπ.

Πηγή: https://pasithee.library.upatras.gr/ephe/article/view/652

Δεν υπάρχουν σχόλια: