Για το έργο του Φρίντριχ Σέλινγκ σχετικά με την ελευθερία. Ένα δοκίμιο του Volker Braumann
«Μέσα του, στον άνθρωπο, βρίσκεται η βαθύτερη άβυσσος και ο υψηλότερος ουρανός». – Φρίντριχ Σέλινγκ
«Μέσα του, στον άνθρωπο, βρίσκεται η βαθύτερη άβυσσος και ο υψηλότερος ουρανός». – Φρίντριχ Σέλινγκ
[ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΙΝ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ.ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΤΗΣ ΓΗΣ ΣΑΝ ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝ ΤΙΠΟΤΑ......Η ΓΗ ΗΤΑΝ ΕΡΗΜΗ ΚΑΙ ΑΣΧΗΜΑΤΙΣΤΗ. ΗΤΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΡΑ ΕΠΝΕΕ ΠΝΕΥΜΑ ΘΕΟΥ, Ο ΛΟΓΟΣ..Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ]
Η μελέτη του Schelling για την ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας ανήκει στα κεντρικά κείμενα εκείνης της φιλοσοφικά τόσο γόνιμης εποχής που σήμερα αποκαλείται Γερμανικός Ιδεαλισμός. Ο Friedrich Schelling τη δημοσίευσε το 1809 μαζί με άλλα ιδεαλιστικά του έργα. Εκτός από ελάχιστες μελέτες και άρθρα, ο Schelling δεν επρόκειτο να δημοσιεύσει τίποτα ουσιαστικό τα επόμενα 45 χρόνια μέχρι τον θάνατό του το 1854. Όταν δημοσίευσε τη συγγραφή για την ελευθερία, ήταν 34 ετών και ήδη από το 1794 είχε αρχίσει να συνεισφέρει τακτικά, ξεκινώντας με το έργο του για τη δυνατότητα μιας μορφής φιλοσοφίας εν γένει, στη φιλοσοφική συζήτηση. Πού συναντάμε λοιπόν φιλοσοφικά τον Schelling στη συγγραφή του για την ελευθερία; Τον συναντάμε στην προσπάθεια να εντάξει την ανθρώπινη ελευθερία σε ένα κλειστό μεταφυσικό-θεοσοφικό σύστημα που υπερβαίνει τον άνθρωπο. Συμπυκνωμένα και προσωρινά σχηματικά, μπορούμε να το συνοψίσουμε ως εξής: ο άνθρωπος είναι ελεύθερος· μέσω της ελευθερίας του έχει εσωτερική μετοχή στον Θεό, ο οποίος παράγει και διατηρεί ολόκληρη τη φύση και τους ανθρώπους από ελεύθερη βούληση, χωρίς να έχει επιλέξει ανάμεσα σε διάφορες δυνατότητες, αλλά όντας περιορισμένος σε αυτόν τον έναν δεδομένο κόσμο. Κατά τη διαδικασία της θείας δημιουργίας ως αυτοαποκάλυψη του Θεού, ο άνθρωπος δεν βρίσκεται εκτός αλλά εντός του Θεού· έτσι ο άνθρωπος είναι εμψυχωμένος από την ελευθερία – ή όπως το θέτει ο Martin Heidegger στην παράδοσή του για το έργο περί ελευθερίας: «δεν ανήκει η ελευθερία στον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος ανήκει στην ελευθερία».
Ως εδώ καλά – τίποτα δεν αντιτίθεται στην αποδοχή αυτής της θέσης. Αλλά εξηγείται πράγματι κάτι σταθερά με αυτόν τον τρόπο; Δεν είναι όλες αυτές δηλώσεις που θα μπορούσαν εξίσου καλά να αναστραφούν; Με λίγα λόγια: δεν έχει όλο αυτό καθαρά υποθετικό, για να μην πούμε εικοτολογικό ιδεαλιστικό χαρακτήρα; Και επιπλέον θα μπορούσε να προκληθεί κάποιος να ρωτήσει: αν ο άνθρωπος είναι πράγματι ελεύθερος και εντός του Θεού, γιατί τότε είναι κακός; Πώς μπορεί το κακό να εισχωρήσει στον άνθρωπο, εφόσον βρίσκεται εντός του Θεού; Ή αλλιώς διατυπωμένο: πώς είναι δυνατόν να υφίσταται ελευθερία που περιλαμβάνει και την ελευθερία προς το κακό, σε έναν κόσμο που απορρέει από τη θεία βούληση; Μια βούληση απολύτως καλή και πλήρους αγάπης;
Αναπόφευκτα ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη λεγόμενη ερώτηση της Θεοδικίας, μόλις προτάξουμε την ύπαρξη της ανθρώπινης ελευθερίας και την παναγαθότητα καθώς και την παναγάπη του Θεού. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ένα μεγάλο μέρος της συγγραφής για την ελευθερία αφιερώνεται στην απάντηση ακριβώς αυτού του περίπλοκου ερωτήματος.
Η επιχειρηματολογία του Schelling είναι εκπληκτική και αποκλίνει σε βασικά σημεία από τις παραδοσιακές ερμηνείες και τα συστήματα των προγενέστερών του. Αν ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον Schelling, είναι ικανός τόσο για το καλό όσο και για το κακό και ταυτόχρονα βρίσκεται εντός του Θεού, τότε συνεπάγεται λογικά ότι και ο Θεός φέρει εντός του τουλάχιστον κάτι που οδηγεί στην ανθρώπινη ελευθερία και συνεπώς εμπεριέχει και τη δυνατότητα του κακού. Αυτό είναι νέο και αξιοσημείωτο στον βαθμό που ο Schelling δεν υποβαθμίζει το κακό ως έλλειμμα του αγαθού –και συνεπώς ως μη-Ον– αλλά του αποδίδει την αρχή του εντός του ίδιου του Θεού.
Ο Schelling ξεκινά από το αξίωμα: εκ του μηδενός δεν γεννάται τίποτε· άρα πρέπει να υπάρχει κάτι μέσα στον Θεό που να διεγείρει το κακό στον άνθρωπο. Η λέξη «διεγείρει» είναι εδώ κατάλληλη, γιατί ο ίδιος ο Schelling χρησιμοποιεί αυτό το ρήμα για να περιγράψει τη διαδικασία με την οποία αφυπνίστηκε το κακό. Έτσι γράφει στη συγγραφή περί ελευθερίας: «Αφού μια φορά στη δημιουργία, μέσω της αντίδρασης του ‘Grund (θεμέλιο)’ προς την αποκάλυψη, διεγέρθηκε γενικά το κακό, ο άνθρωπος έχει από αιώνες κυριευθεί από την ιδιαιτερότητα της ιδιοτέλειας, και όλοι όσοι γεννιούνται, γεννιούνται με το προσκολλημένο σκοτεινό στοιχείο του κακού, αν και αυτό το κακό ανυψώνεται στη συνείδησή τους μόνον μέσω της εμφάνισης του αντίθετου». Μόνον από αυτή τη σκοτεινή αρχή μπορεί, όπως είναι σήμερα ο άνθρωπος, μέσω θείας μεταμόρφωσης να αναδυθεί το καλό ως φως.
Χωρίς να θέλουμε να εμβαθύνουμε υπερβολικά, παρατηρούμε ήδη στην επιφάνεια του αποσπάσματος ότι ο Schelling εισάγει στην απάντηση του ερωτήματος της θεοδικίας κάτι που πολλοί φιλόσοφοι πριν από αυτόν, ίσως από ανάγκη για αρμονία, είχαν αποσιωπήσει: το σκοτεινό, το άναρχο, το χάος, τη «τυφλή βούληση» ως πηγή του κακού. Ενσωματώνοντας αυτό το σκοτεινό στοιχείο στον Θεό, ο Schelling του προσδίδει και τη διάσταση του ζωντανού, του ουσιαστικού. Για τον Schelling, ο Θεός είναι πολύ περισσότερο από μια αφηρημένη ύπαρξη, περισσότερο από μια πνευματική αρχή που, όπως πιστεύει ο πανθεϊσμός, διαποτίζει κάθε πράγμα.
Ο ίδιος το διατυπώνει έτσι: «Ή πρωταρχική ύπαρξη είναι για εμάς κάτι που υπήρξε εξ αρχής έτοιμο και αμετάβλητο – αυτή είναι η συνηθισμένη έννοια του Θεού της λεγόμενης θρησκείας της λογικής και όλων των αφηρημένων συστημάτων. Όμως όσο πιο πολύ υψώνουμε αυτήν την έννοια του Θεού, τόσο περισσότερο χάνει ο Θεός για εμάς τη ζωντάνια του, τόσο λιγότερο μπορεί να κατανοηθεί ως πραγματικό, προσωπικό, εννοούμενο ως ζωντανό ον. Αν επιθυμούμε έναν Θεό που να μπορούμε να αντιληφθούμε ως απολύτως ζωντανό, προσωπικό ον, τότε πρέπει να τον δούμε και απολύτως ανθρώπινα. Πρέπει να υποθέσουμε ότι η ζωή του έχει τη μεγαλύτερη αναλογία με την ανθρώπινη ζωή· ότι μέσα του συνυπάρχουν όχι μόνο η αιώνια ύπαρξη αλλά και το αιώνιο γίγνεσθαι· ότι έχει με μια λέξη όλα κοινά με τον άνθρωπο – εκτός από την εξάρτηση».
Με αυτή την άποψη για τον Θεό, ο Schelling απομακρύνεται πολύ από τις μηχανιστικές και οκκαζιοναλιστικές θεωρίες που επηρέασαν βαθιά τη μεταφυσική σκέψη του 18ου αιώνα, βασιζόμενες στον καρτεσιανό διαχωρισμό της res extensa και της res cogitans. Στον Schelling, αντίθετα, ο κόσμος γίνεται το πεδίο μάχης των δυνάμεων του φωτός ενάντια στις δυνάμεις του σκοταδιού και του χάους, που τείνουν προς το άναρχο.
Και ποιος είναι ο ρόλος της φύσεως σε όλα αυτά; Η φύσις γίνεται η σκηνή αυτού του συνεχώς μεταβαλλόμενου αγώνα ανάμεσα στις δύο αρχές, το Grund (θεμέλιο) και την Ύπαρξη, οι οποίες στον Θεό είναι ακόμη αδιάσπαστες. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο: ο Schelling δεν θέλει να πει ότι ο ίδιος ο Θεός είναι εκ φύσεως κακός ή ότι κατέχει, όπως ο άνθρωπος, τη δυνατότητα για καλό και κακό. Μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν λάθος. Ο Schelling ερμηνεύει την πάλη των αντιθέτων περισσότερο ως το αναγκαίο παιχνίδι των δυνάμεων που επιτρέπουν στον Θεό να φτάσει στην αυτοαποκάλυψή του.
Στο Περί ελευθερίας, το συνοψίζει στη φράση: «χωρίς σκοτάδι, κανένα φως».
Κατά τον Schelling, ο κόσμος είναι ένα τακτοποιημένο χάος, μια μορφή που αναδύεται από μια θεμελιώδη αμορφία· αυτό καθίσταται δυνατό μόνον μέσω των δύο αρχών που προϋπάρχουν κάθε δημιουργίας, αδιάσπαστες αλλά ακόμη μη αλληλεπιδρώσες: το Grund (θεμέλιο) και η Ύπαρξη. Ο Schelling συσχετίζει με αυτές τις δύο αρχές διάφορους όρους. Από τη μια είναι το θεμέλιο, που το αποκαλεί επίσης και βούληση του Grund (θεμέλιο), ή μερική βούληση. Με αυτό συνδέονται το σκοτάδι, η τυφλή επιθυμία και το χάος. Από την άλλη είναι η Ύπαρξη, ως βούληση της αγάπης, ως καθολική βούληση. Με την Ύπαρξη συνδέονται το φως, ο κόσμος, το πνεύμα, ο λόγος και ο νους.
Ας προσπαθήσουμε εδώ να συλλάβουμε αυτούς τους δύο κεντρικούς όρους της συγγραφής λίγο πιο βαθιά, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα ό,τι ακολουθεί και βασίζεται στην αλληλεπίδρασή τους. Το θεμέλιο δεν πρέπει να παρερμηνευθεί ως η αρχή μιας αιτιοκρατικής αλυσίδας. Από αυτή τη μηχανιστική αιτιακή κατανόηση, όπως επικρατεί στις επιστήμες, πρέπει κανείς να αποδεσμευθεί για να πλησιάσει τις σκέψεις του Schelling στη φιλοσοφία της φύσεως.
Αλλά ποιος είναι ο Θεός; Ο Θεός, όπως ήδη ειπώθηκε παραπάνω, είναι ζωντανό, αιώνιο πνεύμα και, ως τέτοιο, είναι ένας Θεός εν γίγνεσθαι, που εξέρχεται από τον εαυτό του μέσα στη δημιουργία και με αυτόν τον τρόπο βλέπει σταδιακά τον εαυτό του. Αυτή είναι η αυτοαποκάλυψη. Εάν επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε τη φιλοσοφία του Schelling στους βασικούς της όρους, πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νου ότι ο Schelling, σε αντίθεση με τον Hegel, σκέφτεται λιγότερο με έννοιες και περισσότερο με δυνάμεις. Φυσικά, χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως μέσο σκέψης σε έννοιες, αλλά η φιλοσοφική του σκέψη δεν παραμένει στο επίπεδο αφηρημένων εννοιών· αντιθέτως, λεκτικοποιεί μια αμοιβαία σχέση δυνάμεων μέσα στο ίδιο το είναι του Θεού, η οποία, στην πιο ελεύθερη μορφή αλληλεπίδρασής της, οδηγεί τελικά στην ελευθερία του ανθρώπου. Και η διερεύνηση αυτής της ελευθερίας στην ουσία της είναι, αναγκαστικά, κεντρικό καθήκον της φιλοσοφίας της φύσεως του. Διότι, αν θέλει κανείς να εξερευνήσει την ουσία του ανθρώπινου είναι, πρέπει να ερευνήσει την ουσία της ελευθερίας. Οτιδήποτε άλλο χάνει τον στόχο του ανθρώπου.
Κατά συνέπεια, πρώτα έχουμε μια πάλη δυνάμεων, μια συνύπαρξη και αντιπαράθεση αρχών, τις οποίες περιγράφει ο Schelling ως προϋπόθεση της δυνατότητας της ανθρώπινης ελευθερίας στο έργο του Περί της ανθρώπινης ελευθερίας. Δεν πρόκειται εδώ για αφαίρεση, αλλά στην πραγματικότητα για περιγραφή. Όταν μιλά για αρχέγονη βούληση, εννοεί όντως την αρχέγονη βούληση. Όταν μιλά για τον Θεό, μιλά για ένα ζωντανό ον. Πρέπει λοιπόν να πάρουμε τον Schelling απολύτως κυριολεκτικά. Γενικά, ο λόγος αποκτά πρωταρχική σημασία στη φιλοσοφία του Schelling, πράγμα που φαίνεται από το ότι μόνο ο άνθρωπος, από όλα τα δημιουργήματα, διαθέτει λόγο. Μέσω του λόγου ο άνθρωπος αποχωρίζεται από τη φύση. Ο λόγος προέρχεται από τον νου· είναι θεϊκό πνεύμα και έτσι ο άνθρωπος εγκαταλείπει τη φύση με την κτιστή έννοια.
Πώς και γιατί λοιπόν φτάνει ο Θεός στην αυτοαποκάλυψη; Ας ξεκινήσουμε με το «πώς». Ο Grund (θεμέλιο) και η ύπαρξη, πριν από κάθε δημιουργία, είναι ενωμένοι και αδιαχώριστοι εντός του Θεού. Αυστηρά μιλώντας, ως αρχές δεν υπάρχουν ακόμη, λόγω αυτής της αδιαχώριστης κατάστασης. Με την παραδοχή μιας τέτοιας κατάστασης χωρίς αντίθεση, ο Schelling προχωρεί πέρα από τη φιλοσοφία της ταυτότητας.
Αλλά πώς μπορεί κανείς να εκφράσει με λέξεις αυτό που προηγείται κάθε δημιουργίας; Για να περιγράψει αυτήν την προηγούμενη κατάσταση πριν από κάθε αυτοαποκάλυψη στον Θεό, ο Schelling χρησιμοποιεί πολλούς όρους σε σύντομη ακολουθία, δείχνοντας έτσι τον αγώνα του για την καταλληλότερη ονομασία. Τον αποκαλεί αρχικά Urgrund, για να τον προσδιορίσει στη συνέχεια βαθύτερα ως Ungrund (μη-θεμέλιο)και τέλος ως απόλυτη αδιαφορία. Στην απόλυτη αυτή αδιαφορία βρίσκονται τα δύο αρχικά στοιχεία — η σκοτεινή, ακαθόριστη και άφωνη βούληση του Grund (θεμελίου) και η φωτεινή, με τον λόγο, νομοθετική βούληση του νου — αχώριστα και αδιαχώριστα ενωμένα. Ουσιαστικά, δεν υπάρχουν ακόμη ως αυτόνομες δρώσες δυνάμεις.
Παραθέτουμε τον Schelling: «πρέπει, πριν από κάθε Grund (θεμέλιο) και πριν από κάθε υπάρχον, δηλαδή γενικά πριν από κάθε δυαδικότητα, να υπάρχει ένα Είναι». Πώς αλλιώς να το αποκαλέσουμε παρά Urgrund ή, καλύτερα, Ungrund, αυτό που προηγείται όλων των αντιθέσεων. Έτσι, αυτά δεν μπορούν να είναι διακριτά ή να υπάρχουν με οποιονδήποτε τρόπο μέσα σε αυτό. Δεν μπορεί να ονομαστεί ταυτότητα, παρά μόνο απόλυτη αδιαφορία των δύο.
Αναφερόμενος σε αυτήν την απόλυτη αδιαφορία, ο Schelling πρέπει τώρα να εξηγήσει τι είναι αυτό που κινεί την αιώνια δημιουργία και την κρατά σε κίνηση. Ή, αλλιώς, τι πρέπει να συμβεί ώστε από αυτή την κατάσταση απόλυτης αδιαφορίας(αδιαφοροποίησης), δηλαδή την αδιαχώριστη ενότητα των δύο αρχών, να γίνει δυνατή μια δημιουργία που ξεδιπλώνεται, διαφοροποιείται και εξελίσσεται βαθμιαία;
Ο Schelling απαντά σε αυτό με κάτι που ονομάζει συγκίνηση και επιθυμία. Γράφει: «κάθε γέννηση είναι γέννηση από το σκοτάδι προς το φως, και από το σκοτάδι του νου χωρίς νόηση, από το συναίσθημα, από την επιθυμία της ένδοξης μητέρας της γνώσης, γεννιούνται τελικά οι φωτεινές σκέψεις». Αλλά σύμφωνα με την επιθυμία, η οποία ως το ακόμη σκοτεινό Grund (θεμέλιο) είναι η πρώτη συγκίνηση της θείας ύπαρξης, παράγεται στον ίδιο τον Θεό μια εσωτερική, αναστοχαστική παράσταση, με αντικείμενο, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από τον ίδιο τον Θεό. Έτσι, ο Θεός βλέπει τον εαυτό του στο ίδιο του το είδωλο. Προκύπτει λοιπόν στον Θεό μια εικόνα του εαυτού του, και αυτή η εικόνα —όπως μπορούμε να παραφράσουμε τον Schelling— είναι ο από τον Θεό και εντός του Θεού παραγόμενος Θεός. Με λίγα λόγια, ο Θεός γεννά τον εαυτό του στο είδωλό του.
Ο Schelling συχνά σκέφτεται ανθρωπομορφικά στο πλαίσιο του συστήματός του, δηλαδή με αφετηρία τον άνθρωπο. Δεν το κάνει αυτό από αμηχανία ή έλλειψη εναλλακτικών, αλλά —όπως ήδη φαίνεται από το προηγούμενο απόσπασμα για το ζωντανό ον του Θεού— από τη μεταφυσική του πεποίθηση ότι η ζωή του ανθρώπου παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αναλογία με τη ζωή του Θεού.
Ας ανακαλέσουμε αυτό το απόσπασμα και ας το διαβάσουμε όχι πλέον ως δήλωση για τον Θεό, αλλά για τον άνθρωπο: Εάν απαιτούμε έναν Θεό που μπορούμε να αντιληφθούμε ως ένα πλήρως ζωντανό, προσωπικό ον, τότε πρέπει να τον αντιληφθούμε και πλήρως ανθρωπινά. Πρέπει να δεχτούμε ότι η ζωή του έχει τη μεγαλύτερη αναλογία με την ανθρώπινη, ότι σ’ αυτόν, εκτός από την αιώνια ύπαρξη, υπάρχει και αιώνιο γίγνεσθαι. Ότι, με μία λέξη, έχει κοινά με τον άνθρωπο τα πάντα, εκτός από την εξάρτηση.
Αν ακολουθήσουμε αυτή την ανθρωπομορφική προσέγγιση του Schelling, μπορούμε να αντλήσουμε αναλογία από το δημιουργικό είναι του Θεού με τον καλλιτέχνη, ο οποίος, νιώθοντας βαθιά επιθυμία για αυτογνωσία, αποζητά την αυτοέκφραση και, μέσα από το έργο του που το δημιουργεί εντός και εκτός του εαυτού του, αναγνωρίζει ολοένα και περισσότερο τον εαυτό του. Στο σκοτάδι του εσωτερικού του, του Grund (θεμελίου) του, αισθάνεται την τυφλή, άναρχη, χωρίς νόηση και άρα ακατανόητη παρόρμηση για έκφραση· και μέσα σε αυτό το σκοτάδι κείται η κινούσα δύναμη, που κάνει το πνεύμα να βλαστά και να ανθίζει. Μέσα στο έργο τέχνης που διαμορφώνεται έτσι εντός του, παράγεται ένα είδωλο του Grund (θεμελίου) του.
Τα δημιουργήματα ενός καλλιτέχνη λέγονται και δημιουργίες· η σχέση με τη λατινική λέξη creatio είναι προφανής. Σημαίνει δημιουργία, ακόμη και θεϊκή δημιουργία, αλλά και γέννηση και έργο τέχνης. Όπως ο Θεός δημιουργεί στο μέγα σύνολο, έτσι δημιουργεί και ο καλλιτέχνης στο μικρό, διαχωρισμένο επίπεδο.
Στο σύστημα του Friedrich Schelling αυτή η αναλογία δεν είναι μια απλή παρομοίωση για σκοπούς εξήγησης, αλλά η ενσωματωμένη στην πραγματικότητα της δημιουργίας ταυτότητα του Είναι και του όντος. Εδώ όμως πρέπει να σημειωθεί ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως ένας μικρογραφικός Θεός, γιατί ο Θεός και ο άνθρωπος διαφέρουν σε ένα ουσιώδες σημείο:
«Διότι, εάν ο Θεός ως Πνεύμα είναι η αδιάσπαστη ενότητα των δύο αρχών, και η ίδια ενότητα υφίσταται μόνο στο πνεύμα του ανθρώπου, τότε, εάν ήταν εξίσου αδιάλυτη σ’ αυτόν όπως και στον Θεό, ο άνθρωπος δεν θα διέφερε καθόλου από τον Θεό. Θα συγχωνευόταν εντός του Θεού, και δεν θα υπήρχε καμία αποκάλυψη και καμία κίνηση της αγάπης. Διότι κάθε ον μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο μέσω του αντίθετού του. Η αγάπη μέσα στο μίσος, η ενότητα μέσα στη διχόνοια. Αν δεν υπήρχε διάκριση των αρχών, τότε η ενότητα δεν θα μπορούσε να αποδείξει την παντοδυναμία της. Αν δεν υπήρχε διχόνοια, τότε η αγάπη δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα».
Συνεχίζεται
Ως εδώ καλά – τίποτα δεν αντιτίθεται στην αποδοχή αυτής της θέσης. Αλλά εξηγείται πράγματι κάτι σταθερά με αυτόν τον τρόπο; Δεν είναι όλες αυτές δηλώσεις που θα μπορούσαν εξίσου καλά να αναστραφούν; Με λίγα λόγια: δεν έχει όλο αυτό καθαρά υποθετικό, για να μην πούμε εικοτολογικό ιδεαλιστικό χαρακτήρα; Και επιπλέον θα μπορούσε να προκληθεί κάποιος να ρωτήσει: αν ο άνθρωπος είναι πράγματι ελεύθερος και εντός του Θεού, γιατί τότε είναι κακός; Πώς μπορεί το κακό να εισχωρήσει στον άνθρωπο, εφόσον βρίσκεται εντός του Θεού; Ή αλλιώς διατυπωμένο: πώς είναι δυνατόν να υφίσταται ελευθερία που περιλαμβάνει και την ελευθερία προς το κακό, σε έναν κόσμο που απορρέει από τη θεία βούληση; Μια βούληση απολύτως καλή και πλήρους αγάπης;
Αναπόφευκτα ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη λεγόμενη ερώτηση της Θεοδικίας, μόλις προτάξουμε την ύπαρξη της ανθρώπινης ελευθερίας και την παναγαθότητα καθώς και την παναγάπη του Θεού. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ένα μεγάλο μέρος της συγγραφής για την ελευθερία αφιερώνεται στην απάντηση ακριβώς αυτού του περίπλοκου ερωτήματος.
Η επιχειρηματολογία του Schelling είναι εκπληκτική και αποκλίνει σε βασικά σημεία από τις παραδοσιακές ερμηνείες και τα συστήματα των προγενέστερών του. Αν ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον Schelling, είναι ικανός τόσο για το καλό όσο και για το κακό και ταυτόχρονα βρίσκεται εντός του Θεού, τότε συνεπάγεται λογικά ότι και ο Θεός φέρει εντός του τουλάχιστον κάτι που οδηγεί στην ανθρώπινη ελευθερία και συνεπώς εμπεριέχει και τη δυνατότητα του κακού. Αυτό είναι νέο και αξιοσημείωτο στον βαθμό που ο Schelling δεν υποβαθμίζει το κακό ως έλλειμμα του αγαθού –και συνεπώς ως μη-Ον– αλλά του αποδίδει την αρχή του εντός του ίδιου του Θεού.
Ο Schelling ξεκινά από το αξίωμα: εκ του μηδενός δεν γεννάται τίποτε· άρα πρέπει να υπάρχει κάτι μέσα στον Θεό που να διεγείρει το κακό στον άνθρωπο. Η λέξη «διεγείρει» είναι εδώ κατάλληλη, γιατί ο ίδιος ο Schelling χρησιμοποιεί αυτό το ρήμα για να περιγράψει τη διαδικασία με την οποία αφυπνίστηκε το κακό. Έτσι γράφει στη συγγραφή περί ελευθερίας: «Αφού μια φορά στη δημιουργία, μέσω της αντίδρασης του ‘Grund (θεμέλιο)’ προς την αποκάλυψη, διεγέρθηκε γενικά το κακό, ο άνθρωπος έχει από αιώνες κυριευθεί από την ιδιαιτερότητα της ιδιοτέλειας, και όλοι όσοι γεννιούνται, γεννιούνται με το προσκολλημένο σκοτεινό στοιχείο του κακού, αν και αυτό το κακό ανυψώνεται στη συνείδησή τους μόνον μέσω της εμφάνισης του αντίθετου». Μόνον από αυτή τη σκοτεινή αρχή μπορεί, όπως είναι σήμερα ο άνθρωπος, μέσω θείας μεταμόρφωσης να αναδυθεί το καλό ως φως.
Χωρίς να θέλουμε να εμβαθύνουμε υπερβολικά, παρατηρούμε ήδη στην επιφάνεια του αποσπάσματος ότι ο Schelling εισάγει στην απάντηση του ερωτήματος της θεοδικίας κάτι που πολλοί φιλόσοφοι πριν από αυτόν, ίσως από ανάγκη για αρμονία, είχαν αποσιωπήσει: το σκοτεινό, το άναρχο, το χάος, τη «τυφλή βούληση» ως πηγή του κακού. Ενσωματώνοντας αυτό το σκοτεινό στοιχείο στον Θεό, ο Schelling του προσδίδει και τη διάσταση του ζωντανού, του ουσιαστικού. Για τον Schelling, ο Θεός είναι πολύ περισσότερο από μια αφηρημένη ύπαρξη, περισσότερο από μια πνευματική αρχή που, όπως πιστεύει ο πανθεϊσμός, διαποτίζει κάθε πράγμα.
Ο ίδιος το διατυπώνει έτσι: «Ή πρωταρχική ύπαρξη είναι για εμάς κάτι που υπήρξε εξ αρχής έτοιμο και αμετάβλητο – αυτή είναι η συνηθισμένη έννοια του Θεού της λεγόμενης θρησκείας της λογικής και όλων των αφηρημένων συστημάτων. Όμως όσο πιο πολύ υψώνουμε αυτήν την έννοια του Θεού, τόσο περισσότερο χάνει ο Θεός για εμάς τη ζωντάνια του, τόσο λιγότερο μπορεί να κατανοηθεί ως πραγματικό, προσωπικό, εννοούμενο ως ζωντανό ον. Αν επιθυμούμε έναν Θεό που να μπορούμε να αντιληφθούμε ως απολύτως ζωντανό, προσωπικό ον, τότε πρέπει να τον δούμε και απολύτως ανθρώπινα. Πρέπει να υποθέσουμε ότι η ζωή του έχει τη μεγαλύτερη αναλογία με την ανθρώπινη ζωή· ότι μέσα του συνυπάρχουν όχι μόνο η αιώνια ύπαρξη αλλά και το αιώνιο γίγνεσθαι· ότι έχει με μια λέξη όλα κοινά με τον άνθρωπο – εκτός από την εξάρτηση».
Με αυτή την άποψη για τον Θεό, ο Schelling απομακρύνεται πολύ από τις μηχανιστικές και οκκαζιοναλιστικές θεωρίες που επηρέασαν βαθιά τη μεταφυσική σκέψη του 18ου αιώνα, βασιζόμενες στον καρτεσιανό διαχωρισμό της res extensa και της res cogitans. Στον Schelling, αντίθετα, ο κόσμος γίνεται το πεδίο μάχης των δυνάμεων του φωτός ενάντια στις δυνάμεις του σκοταδιού και του χάους, που τείνουν προς το άναρχο.
Και ποιος είναι ο ρόλος της φύσεως σε όλα αυτά; Η φύσις γίνεται η σκηνή αυτού του συνεχώς μεταβαλλόμενου αγώνα ανάμεσα στις δύο αρχές, το Grund (θεμέλιο) και την Ύπαρξη, οι οποίες στον Θεό είναι ακόμη αδιάσπαστες. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο: ο Schelling δεν θέλει να πει ότι ο ίδιος ο Θεός είναι εκ φύσεως κακός ή ότι κατέχει, όπως ο άνθρωπος, τη δυνατότητα για καλό και κακό. Μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν λάθος. Ο Schelling ερμηνεύει την πάλη των αντιθέτων περισσότερο ως το αναγκαίο παιχνίδι των δυνάμεων που επιτρέπουν στον Θεό να φτάσει στην αυτοαποκάλυψή του.
Στο Περί ελευθερίας, το συνοψίζει στη φράση: «χωρίς σκοτάδι, κανένα φως».
Κατά τον Schelling, ο κόσμος είναι ένα τακτοποιημένο χάος, μια μορφή που αναδύεται από μια θεμελιώδη αμορφία· αυτό καθίσταται δυνατό μόνον μέσω των δύο αρχών που προϋπάρχουν κάθε δημιουργίας, αδιάσπαστες αλλά ακόμη μη αλληλεπιδρώσες: το Grund (θεμέλιο) και η Ύπαρξη. Ο Schelling συσχετίζει με αυτές τις δύο αρχές διάφορους όρους. Από τη μια είναι το θεμέλιο, που το αποκαλεί επίσης και βούληση του Grund (θεμέλιο), ή μερική βούληση. Με αυτό συνδέονται το σκοτάδι, η τυφλή επιθυμία και το χάος. Από την άλλη είναι η Ύπαρξη, ως βούληση της αγάπης, ως καθολική βούληση. Με την Ύπαρξη συνδέονται το φως, ο κόσμος, το πνεύμα, ο λόγος και ο νους.
Ας προσπαθήσουμε εδώ να συλλάβουμε αυτούς τους δύο κεντρικούς όρους της συγγραφής λίγο πιο βαθιά, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα ό,τι ακολουθεί και βασίζεται στην αλληλεπίδρασή τους. Το θεμέλιο δεν πρέπει να παρερμηνευθεί ως η αρχή μιας αιτιοκρατικής αλυσίδας. Από αυτή τη μηχανιστική αιτιακή κατανόηση, όπως επικρατεί στις επιστήμες, πρέπει κανείς να αποδεσμευθεί για να πλησιάσει τις σκέψεις του Schelling στη φιλοσοφία της φύσεως.
Αλλά ποιος είναι ο Θεός; Ο Θεός, όπως ήδη ειπώθηκε παραπάνω, είναι ζωντανό, αιώνιο πνεύμα και, ως τέτοιο, είναι ένας Θεός εν γίγνεσθαι, που εξέρχεται από τον εαυτό του μέσα στη δημιουργία και με αυτόν τον τρόπο βλέπει σταδιακά τον εαυτό του. Αυτή είναι η αυτοαποκάλυψη. Εάν επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε τη φιλοσοφία του Schelling στους βασικούς της όρους, πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νου ότι ο Schelling, σε αντίθεση με τον Hegel, σκέφτεται λιγότερο με έννοιες και περισσότερο με δυνάμεις. Φυσικά, χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως μέσο σκέψης σε έννοιες, αλλά η φιλοσοφική του σκέψη δεν παραμένει στο επίπεδο αφηρημένων εννοιών· αντιθέτως, λεκτικοποιεί μια αμοιβαία σχέση δυνάμεων μέσα στο ίδιο το είναι του Θεού, η οποία, στην πιο ελεύθερη μορφή αλληλεπίδρασής της, οδηγεί τελικά στην ελευθερία του ανθρώπου. Και η διερεύνηση αυτής της ελευθερίας στην ουσία της είναι, αναγκαστικά, κεντρικό καθήκον της φιλοσοφίας της φύσεως του. Διότι, αν θέλει κανείς να εξερευνήσει την ουσία του ανθρώπινου είναι, πρέπει να ερευνήσει την ουσία της ελευθερίας. Οτιδήποτε άλλο χάνει τον στόχο του ανθρώπου.
Κατά συνέπεια, πρώτα έχουμε μια πάλη δυνάμεων, μια συνύπαρξη και αντιπαράθεση αρχών, τις οποίες περιγράφει ο Schelling ως προϋπόθεση της δυνατότητας της ανθρώπινης ελευθερίας στο έργο του Περί της ανθρώπινης ελευθερίας. Δεν πρόκειται εδώ για αφαίρεση, αλλά στην πραγματικότητα για περιγραφή. Όταν μιλά για αρχέγονη βούληση, εννοεί όντως την αρχέγονη βούληση. Όταν μιλά για τον Θεό, μιλά για ένα ζωντανό ον. Πρέπει λοιπόν να πάρουμε τον Schelling απολύτως κυριολεκτικά. Γενικά, ο λόγος αποκτά πρωταρχική σημασία στη φιλοσοφία του Schelling, πράγμα που φαίνεται από το ότι μόνο ο άνθρωπος, από όλα τα δημιουργήματα, διαθέτει λόγο. Μέσω του λόγου ο άνθρωπος αποχωρίζεται από τη φύση. Ο λόγος προέρχεται από τον νου· είναι θεϊκό πνεύμα και έτσι ο άνθρωπος εγκαταλείπει τη φύση με την κτιστή έννοια.
Πώς και γιατί λοιπόν φτάνει ο Θεός στην αυτοαποκάλυψη; Ας ξεκινήσουμε με το «πώς». Ο Grund (θεμέλιο) και η ύπαρξη, πριν από κάθε δημιουργία, είναι ενωμένοι και αδιαχώριστοι εντός του Θεού. Αυστηρά μιλώντας, ως αρχές δεν υπάρχουν ακόμη, λόγω αυτής της αδιαχώριστης κατάστασης. Με την παραδοχή μιας τέτοιας κατάστασης χωρίς αντίθεση, ο Schelling προχωρεί πέρα από τη φιλοσοφία της ταυτότητας.
Αλλά πώς μπορεί κανείς να εκφράσει με λέξεις αυτό που προηγείται κάθε δημιουργίας; Για να περιγράψει αυτήν την προηγούμενη κατάσταση πριν από κάθε αυτοαποκάλυψη στον Θεό, ο Schelling χρησιμοποιεί πολλούς όρους σε σύντομη ακολουθία, δείχνοντας έτσι τον αγώνα του για την καταλληλότερη ονομασία. Τον αποκαλεί αρχικά Urgrund, για να τον προσδιορίσει στη συνέχεια βαθύτερα ως Ungrund (μη-θεμέλιο)και τέλος ως απόλυτη αδιαφορία. Στην απόλυτη αυτή αδιαφορία βρίσκονται τα δύο αρχικά στοιχεία — η σκοτεινή, ακαθόριστη και άφωνη βούληση του Grund (θεμελίου) και η φωτεινή, με τον λόγο, νομοθετική βούληση του νου — αχώριστα και αδιαχώριστα ενωμένα. Ουσιαστικά, δεν υπάρχουν ακόμη ως αυτόνομες δρώσες δυνάμεις.
Παραθέτουμε τον Schelling: «πρέπει, πριν από κάθε Grund (θεμέλιο) και πριν από κάθε υπάρχον, δηλαδή γενικά πριν από κάθε δυαδικότητα, να υπάρχει ένα Είναι». Πώς αλλιώς να το αποκαλέσουμε παρά Urgrund ή, καλύτερα, Ungrund, αυτό που προηγείται όλων των αντιθέσεων. Έτσι, αυτά δεν μπορούν να είναι διακριτά ή να υπάρχουν με οποιονδήποτε τρόπο μέσα σε αυτό. Δεν μπορεί να ονομαστεί ταυτότητα, παρά μόνο απόλυτη αδιαφορία των δύο.
Αναφερόμενος σε αυτήν την απόλυτη αδιαφορία, ο Schelling πρέπει τώρα να εξηγήσει τι είναι αυτό που κινεί την αιώνια δημιουργία και την κρατά σε κίνηση. Ή, αλλιώς, τι πρέπει να συμβεί ώστε από αυτή την κατάσταση απόλυτης αδιαφορίας(αδιαφοροποίησης), δηλαδή την αδιαχώριστη ενότητα των δύο αρχών, να γίνει δυνατή μια δημιουργία που ξεδιπλώνεται, διαφοροποιείται και εξελίσσεται βαθμιαία;
Ο Schelling απαντά σε αυτό με κάτι που ονομάζει συγκίνηση και επιθυμία. Γράφει: «κάθε γέννηση είναι γέννηση από το σκοτάδι προς το φως, και από το σκοτάδι του νου χωρίς νόηση, από το συναίσθημα, από την επιθυμία της ένδοξης μητέρας της γνώσης, γεννιούνται τελικά οι φωτεινές σκέψεις». Αλλά σύμφωνα με την επιθυμία, η οποία ως το ακόμη σκοτεινό Grund (θεμέλιο) είναι η πρώτη συγκίνηση της θείας ύπαρξης, παράγεται στον ίδιο τον Θεό μια εσωτερική, αναστοχαστική παράσταση, με αντικείμενο, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από τον ίδιο τον Θεό. Έτσι, ο Θεός βλέπει τον εαυτό του στο ίδιο του το είδωλο. Προκύπτει λοιπόν στον Θεό μια εικόνα του εαυτού του, και αυτή η εικόνα —όπως μπορούμε να παραφράσουμε τον Schelling— είναι ο από τον Θεό και εντός του Θεού παραγόμενος Θεός. Με λίγα λόγια, ο Θεός γεννά τον εαυτό του στο είδωλό του.
Ο Schelling συχνά σκέφτεται ανθρωπομορφικά στο πλαίσιο του συστήματός του, δηλαδή με αφετηρία τον άνθρωπο. Δεν το κάνει αυτό από αμηχανία ή έλλειψη εναλλακτικών, αλλά —όπως ήδη φαίνεται από το προηγούμενο απόσπασμα για το ζωντανό ον του Θεού— από τη μεταφυσική του πεποίθηση ότι η ζωή του ανθρώπου παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αναλογία με τη ζωή του Θεού.
Ας ανακαλέσουμε αυτό το απόσπασμα και ας το διαβάσουμε όχι πλέον ως δήλωση για τον Θεό, αλλά για τον άνθρωπο: Εάν απαιτούμε έναν Θεό που μπορούμε να αντιληφθούμε ως ένα πλήρως ζωντανό, προσωπικό ον, τότε πρέπει να τον αντιληφθούμε και πλήρως ανθρωπινά. Πρέπει να δεχτούμε ότι η ζωή του έχει τη μεγαλύτερη αναλογία με την ανθρώπινη, ότι σ’ αυτόν, εκτός από την αιώνια ύπαρξη, υπάρχει και αιώνιο γίγνεσθαι. Ότι, με μία λέξη, έχει κοινά με τον άνθρωπο τα πάντα, εκτός από την εξάρτηση.
Αν ακολουθήσουμε αυτή την ανθρωπομορφική προσέγγιση του Schelling, μπορούμε να αντλήσουμε αναλογία από το δημιουργικό είναι του Θεού με τον καλλιτέχνη, ο οποίος, νιώθοντας βαθιά επιθυμία για αυτογνωσία, αποζητά την αυτοέκφραση και, μέσα από το έργο του που το δημιουργεί εντός και εκτός του εαυτού του, αναγνωρίζει ολοένα και περισσότερο τον εαυτό του. Στο σκοτάδι του εσωτερικού του, του Grund (θεμελίου) του, αισθάνεται την τυφλή, άναρχη, χωρίς νόηση και άρα ακατανόητη παρόρμηση για έκφραση· και μέσα σε αυτό το σκοτάδι κείται η κινούσα δύναμη, που κάνει το πνεύμα να βλαστά και να ανθίζει. Μέσα στο έργο τέχνης που διαμορφώνεται έτσι εντός του, παράγεται ένα είδωλο του Grund (θεμελίου) του.
Τα δημιουργήματα ενός καλλιτέχνη λέγονται και δημιουργίες· η σχέση με τη λατινική λέξη creatio είναι προφανής. Σημαίνει δημιουργία, ακόμη και θεϊκή δημιουργία, αλλά και γέννηση και έργο τέχνης. Όπως ο Θεός δημιουργεί στο μέγα σύνολο, έτσι δημιουργεί και ο καλλιτέχνης στο μικρό, διαχωρισμένο επίπεδο.
Στο σύστημα του Friedrich Schelling αυτή η αναλογία δεν είναι μια απλή παρομοίωση για σκοπούς εξήγησης, αλλά η ενσωματωμένη στην πραγματικότητα της δημιουργίας ταυτότητα του Είναι και του όντος. Εδώ όμως πρέπει να σημειωθεί ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως ένας μικρογραφικός Θεός, γιατί ο Θεός και ο άνθρωπος διαφέρουν σε ένα ουσιώδες σημείο:
«Διότι, εάν ο Θεός ως Πνεύμα είναι η αδιάσπαστη ενότητα των δύο αρχών, και η ίδια ενότητα υφίσταται μόνο στο πνεύμα του ανθρώπου, τότε, εάν ήταν εξίσου αδιάλυτη σ’ αυτόν όπως και στον Θεό, ο άνθρωπος δεν θα διέφερε καθόλου από τον Θεό. Θα συγχωνευόταν εντός του Θεού, και δεν θα υπήρχε καμία αποκάλυψη και καμία κίνηση της αγάπης. Διότι κάθε ον μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο μέσω του αντίθετού του. Η αγάπη μέσα στο μίσος, η ενότητα μέσα στη διχόνοια. Αν δεν υπήρχε διάκριση των αρχών, τότε η ενότητα δεν θα μπορούσε να αποδείξει την παντοδυναμία της. Αν δεν υπήρχε διχόνοια, τότε η αγάπη δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα».
Συνεχίζεται
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟΝΟΗΤΟ. Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ ΣΤΟΝ ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΑ. ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΚΑΘΑΥΤΟ. ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΟΥ ΜΑΝΙΧΑΙΣΜΟΥ.
Ο ΕΩΣΦΟΡΟΣ ΕΙΔΕ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΑΝ ΠΡΩΤΟΔΗΜΙΟΥΡΓΗΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΟΝ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΗΓΗΣΕ ΣΤΟΝ ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΑ. ΟΤΙ ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΟΥΣ ΟΥΤΕ Ο ΘΕΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΕΙΝΑΙ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ, Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ. Ο ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΣ ΤΟΥ.
Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ.
1 σχόλιο:
Χριστος Ανεστη
Εξαιρετικο,,,, και το σχολιο.
AV
Δημοσίευση σχολίου