Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

 ΚΑΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ.

ΘΑ ΑΡΑΙΩΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΛΙΓΟ 

Νίκος Αυγελής - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (1β)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

I. H ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ “ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ” ΚΑΙ Η ΣΗMΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

1. Ο επικουρισμός

Για τον Επίκουρο (341-270 π.Χ.) το κεντρικό φιλοσοφικό πρόβλημα είναι ηθικό και αφορά στην ευδαιμονία του ατόμου. Όλα τα άλλα προβλήματα από τον χώρο της Λογικής, της γνωσιολογίας και της φυσικής συναρτώνται άμεσα, όπως και στους Στωικούς, με το μείζον αυτό πρόβλημα της αρχαίας ηθικής φιλοσοφίας. Έτσι, η γνώση της αληθινής φύσης των πραγμάτων δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση και μέσο για την επίτευξη της ανθρώπινης ευδαιμονίας. «Αυτός που δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος, αλλά ζει με τον φόβο που προξενούν οι μύθοι, δεν μπορεί να απαλλαγεί από τους φόβους του για τα πιο σημαντικά πράγματα. Γι' αυτό δεν είναι δυνατόν να απολαμβάνουμε ακέραιες τις ηδονές χωρίς την έρευνα της φύσης»[33]. Η γνώση που μας παρέχει η φυσική αποτελεί τη θεωρητική βάση για την απελευθέρωσή μας από τις ψευδείς δοξασίες, οι οποίες μας προκαλούν φόβο, όπως είναι ο φόβος για τα φυσικά φαινόμενα, όταν αυτά μένουν ανεξήγητα, ο φόβος για τους θεούς οι οποίοι τιμωρούν, ο φόβος για τον θάνατο. «Αν δεν μας παίδευαν οι ανησυχίες για τα ουράνια φαινόμενα και για τον θάνατο, μήπως τυχόν έχουν κάποια σχέση μ' εμάς, και επιπλέον η αδυναμία μας να κατανοήσουμε τα όρια του πόνου και των επιθυμιών, τότε δεν θα χρειαζόμασταν τη μελέτη της φύσης» (Κύριαι δόξαι, XI). Αποστολή της επικούρειας φιλοσοφίας είναι να πείσει τους ανθρώπους ότι: α) δεν υπάρχει λόγος να φοβούνται τους θεούς (άφοβον ὁ θεὸς)· β) δεν υπάρχει λόγους να φοβούνται τον θάνατο (ἀνύποπτον ὁ θάνατος)· (γ) είναι εφικτή η ευδαιμονία (καὶ τἀγαθὸν μὲν εὔκτητον) και δ) είναι εύκολο να υπομένουν τον πόνο (τὁ δὲ δεινὸν εὐεκκαρτέρητον).

α) Η αντίληψη ότι οι θεοί τιμωρούν τους ανθρώπους στη ζωή και μετά τον θάνατο είναι μια μυθική δοξασία των πολλών. Οι θεοί δεν παρεμβαίνουν στις ανθρώπινες υποθέσεις «Το μακάριον καὶ ἄφθαρτον οὔτε αὐτὸ πράγματα ἔχει οὔτε ἄλλῳ παρέχει· ὥστε οὔτε ὀργαῖς οὔτε χάρισι συνέχεται· ἐν ἀσθενεῖ γὰρ πᾶν τὸ τοιοῦτον»(Κύριαι δόξαι, Ι).

Το ον που είναι μακάριο και άφθαρτο δεν έχει δικά του προβλήματα ούτε και δημιουργεί σε οποιοδήποτε άλλο. Έτσι δεν υπόκειται ούτε σε οργή ούτε σε μεροληψία. Αυτά τα προβλήματα υπάρχουν στα αδύνατα όντα (μετάφρ. Γιώργος Ζωγραφίδης)

Ο Επίκουρος αντιλαμβάνεται τους θεούς ως υπέρτατη ύπαρξη στην οποία προσιδιάζει η ευδαιμονία, η ομορφιά, η αφθαρσία και η γαλήνη. Ο σοφός προβάλλει στους θεούς το ιδεώδες της δικής του ελευθερίας και αυτάρκειας. Η φιλοσοφική θεώρηση της ζωής των θεών αποτελεί την ύψιστη δραστηριότητα του ανθρώπου, καθότι του αποκαλύπτει την αλήθεια και τον σκοπό της δικής του ζωής.

β) Ο θάνατος φοβίζει μόνον εκείνους που δεν γνωρίζουν την αληθινή φιλοσοφία της φύσης:

«Ὁ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς· τὸ γὰρ διαλυθὲν ἀναισθητεῖ· τὸ δ' ἀναισθητοῦν οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς» (Κύριαι Δόξαι, ΙΙ)

Ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας. Γιατί αυτό που έχει αποσυντεθεί δεν αισθάνεται και αυτό που δεν αισθάνεται δεν είναι τίποτε για μας (μετάφρ. Γιώργος Ζωγραφίδης).

Τὸ φρικωδέστατον οὖν τῶν κακῶν ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. Οὔτε οὖν πρὸς τοὺς ζῶντάς ἐστιν οὔτε πρὸς τοὺς τετελευκότας, ἐπειδήπερ περὶ οὓς μὲν οὐκ ἔστιν, οἱ δ' οὐκέτι εἰσίν (Επιστολή προς Μενοικέα, 125).

Το πιο φρικτό από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτε για μας - στο βαθμό που όσο υπάρχουμε, δεν είναι παρών κι όταν πάλι είναι παρών, τότε εμείς δεν υπάρχουμε. Άρα, ο θάνατος δεν υπάρχει ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους πεθαμένους - εφόσον για τους πρώτους δεν υπάρχει, ενώ οι άλλοι δεν υπάρχουν πια (μετάφρ. Γιώργος Ζωγραφίδης).

Ο Επίκουρος ανατρέχει στην ατομική θεωρία του Δημόκριτου και
την τροποποιεί, για να στηρίξει το επιχείρημά του. Το σύμπαν είναι αιώνιο, άπειρο και αμετάβλητο. Ό,τι υπάρχει συνίσταται από άτομα, τα οποία καθώς κινούνται στον κενό χώρο, συγκρούονται, όταν αποκλίνουν από την πορεία τους, και σχηματίζουν σύνθετα σώματα. Τα ίδια τα άτομα είναι αμετάβλητα, αυτό που μεταβάλλεται είναι η σύνθεσή τους. Στη φυσική του Επίκουρου αντιστοιχεί μια ανθρωπολογία: ο ανθρώπινος οργανισμός αποτελείται από άτομα. Η ανθρώπινη ψυχή είναι και αυτή σωματική με τη διαφορά ότι αυτή αποτελείται από πολύ λεπτά άτομα. Με την αποσύνθεση του σώματος, που επιφέρει ο θάνατος, η ψυχή, η έδρα της αίσθησης, διαλύεται μαζί με το σώμα και παύει να υπάρχει. Από τη σκοπιά αυτή ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας, αφού αυτό που έχει αποσυντεθεί δεν αισθάνεται και αυτό που δεν αισθάνεται, δεν είναι τίποτε. Έτσι, η φυσική καθίσταται η βάση της ηθικής φιλοσοφίας του Επίκουρου. Αν εξαλειφθεί ο φόβος του θανάτου, τότε το πρόβλημα του θανάτου γίνεται πρόβλημα συμφιλίωσης του ανθρώπου με το πεπερασμένο της ύπαρξής του.

«Πρὸς μὲν τἆλλα δυνατὸν ἀσφάλειαν πορίσασθαι, χάριν δὲ θανάτου πάντες ἄνθρωποι πόλιν ἀτείχιστον οἰκοῦμεν» (Επικούρου προ αφωνήσεις, 31).

Μπορούμε να εξασφαλιστούμε ως προς όλα τα άλλα, όμως εξαιτίας του θανάτου όλοι οι άνθρωποι ζούμε σε μια πόλη ανοχύρωτη (μετάφρ. Γιώργος Ζωγραφίδης).

Η απάντηση αυτή στο πρόβλημα του θανάτου εμπεριέχει βασικές προκείμενες της επικούρειας θεωρίας περί ευδαιμονίας του ανθρώπου.

Ὅθεν γνῶσις ὀρθή τοῦ μηθὲν εἶναι πρὸς ἡμᾶς τὸν θάνατον ἀπο λαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν, οὐκ ἄπειρον προστιθεῖσα χρόνον, ἀλλὰ τὸν τῆς ἀθανασίας ἀφελομένη πόθον (Επιστολή προς Μενοικέα, 124-25).

Γι' αυτό η γνώση του γεγονότος ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας μάς κάνει ικανούς να απολαμβάνουμε την πρόσκαιρη ζωή μας, όχι γιατί προσθέτει άπειρο χρόνο σ' αυτήν, αλλά γιατί απομακρύνει τον πόθο της αθανασίας (μετάφρ. Γιώργος Ζωγραφίδης).

Η γνώση του πεπερασμένου της ύπαρξής μας καταλαγιάζει τον ασίγαστο και ανόητο πόθο της αθανασίας, ο οποίος καταπιέζει τη ζωή μας και δεν μας αφήνει να την χαρούμε, καθώς υποκαθιστά το εφικτό στο εκάστοτε παρόν με κάτι το μελλοντικό στον χώρο της φαντασίας. Με την απελευθέρωσή μας από τον φόβο του θανάτου και της μετέπειτα ζωής επανακτά η ζωή μας τη σημασία της. Η σκέψη του θανάτου αναδεικνύει τη μοναδικότητα και την απόλυτη αξία της ύπαρξής μας και μας προτρέπει να ζήσουμε κάθε στιγμή της σαν να ήταν η τελευταία.

Γεννηθήκαμε μια φορά και δεν γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη και η αιωνιότητα κατ' ανάγκη δεν έχει επέκεινα. Όμως, εσύ, που δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία σου και η ζωή σπαταλιέται στις αναβολές κι ο καθένας μας πεθαίνει γεμάτος ασχολίες (μετάφρ. Γιώργος Ζωγραφίδης).

«Γεγόναμεν ἅπαξ, δὶς δὲ οὐκ ἔστι γενέσθαι· δεῖ δὲ τὸν αἰῶνα μηκέτι εἶναι σὺ δὲ οὐκ ὢν τῆς αὔριον κύριος ἀναβάλλῃ τὸ χαῖρον ὁ δὲ βίος μελλησμῷ παραπόλλυται καὶ εἰς ἕκαστος ἡμῶν ἀσχολούμενος ἀποθνῄσκει» (Επικούρου προσφωνήσεις, 14).

Γεννηθήκαμε μια φορά και δεν γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη και η αιωνιότητα κατ' ανάγκη δεν έχει επέκεινα. Όμως, εσύ, που δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία σου και η ζωή σπαταλιέται στις αναβολές κι ο καθένας μας πεθαίνει γεμάτος ασχολίες (μετάφρ. Γιώργος Ζωγραφίδης). 

γ) Ο Επίκουρος θεωρεί υπέρτατο αγαθό την ηδονή («τὴν ἡδονὴν ἀρχὴν καὶ τέλος λέγομεν τοῦ μακαρίως ζήν») και διακρίνει την «ἡδονὴ ἐν τῇ σαρκὶ» από την «ἡδονὴ τῆς διανοίας». Η ηδονή ορίζεται ως η «παντὸς τοῦ ἀλγοῦντος ὑπεξαίρεσις». Η ηδονή είναι η ευχαρίστηση που νιώθουμε, όταν λείψει κάθε ενόχληση, όπως, για παράδειγμα, η πείνα, η δίψα κ.ά. Ο Επίκουρος αναγνωρίζει ότι η επιδίωξη της ηδονής οδηγεί στην εξάρτηση του ανθρώπου από τις φυσικές ορμές, αλλά θεωρεί ότι η εξάρτηση αυτή μπορεί με τη βοήθεια της φρόνησης να μετριασθεί: «Κακόν», γράφει, «ἡ ἀνάγκη, ἀλλὰ οὐδεμία ἀνάγκη ζῆν μετ' ἀνάγκης» (Επικούρου προσφωνήσεις, 9). Οι αχαλίνωτες επιθυμίες μας δεν οφείλονται στη φύση, αλλά στην ανθρώπινη αυταπάτη, στην κενοδοξία μας που τις ελευθερώνει.

Ο Επίκουρος διακρίνει τρία είδη επιθυμιών: 1) ορισμένες επιθυμίες μας είναι φυσικές και αναγκαίες (η επιθυμία της τροφής), 2) ορισμένες επιθυμίες είναι φυσικές, αλλά όχι αναγκαίες (π.χ. για πολυτελή εδέσματα) και 3) ορισμένες επιθυμίες δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες, αλλά τις γεννά η κενοδοξία μας (π.χ. για την ανέγερση ανδριάντων). Ο σοφός μπορεί να παραιτηθεί από τις δύο τελευταίες και να επιδιώξει τις πνευματικές απολαύσεις που είναι ανώτερες από τις φυσικές οι οποίες συναρτώνται με τη διέγερση των παθών. Ο Επίκουρος προτείνει έναν καλαίσθητο, εκλεπτυσμένο τρόπο ζωής. Την ευδαιμονία δεν μπορούμε να την ορίσουμε θετικά, δεν μπορούμε δηλαδή να πούμε σε κανέναν τι χρειάζεται για να είναι ευτυχής, μπορούμε όμως να την ορίσουμε αρνητικά. Ο υπέρτατος σκοπός της ζωής είναι η αποφυγή των πόνων, η ηρεμία και η γαλήνη της ψυχής (αταραξία). Ο φιλοσοφημένος άνθρωπος δεν θα παραδοθεί τυφλά στο κυνήγι των ηδονών, των υλικών απολαύσεων, αλλά θα σταθμίσει τις καταστάσεις συνυπολογίζοντας τα θετικά και τα αρνητικά, ώστε να περιορίσει στο ελάχιστο το ενδεχόμενο σωματικών και ψυχικών οχλήσεων μόνον έτσι μπορεί να διασφαλίσει την ευτυχία. «Την ηδονή», γράφει, «την χρειαζόμαστε, όταν η στέρησή της μας προξενεί πόνο. Όταν δεν αισθανόμαστε πόνο, δεν χρειαζόμαστε πια την ηδονή». Το όριο της ηδονής είναι η αποφυγή των πόνων. Η αντίληψη αυτή, που αναγορεύει σε ηθικό κριτήριο την απονία, βρήκε απήχηση στους νεότερους χρόνους και μάλιστα επέδρασε και στη νομοθεσία μας, η οποία θεωρεί κολάσιμο τον βασανισμό των ζώων. Μπορεί να μην γνωρίζουμε τι χρειάζονται τα ζώα για να ζουν ευχάριστα, αλλά μπορούμε να γνωρίζουμε αν πονούν, και αυτό πρέπει να αποφευχθεί. Μπορούμε, συνεπώς, να αναγνωρίσουμε και στα πλάσματα αυτά το δικαίωμα να ζουν όσο το δυνατόν δίχως πόνο.

Η κριτική που ασκήθηκε στην Ηθική του Επίκουρου από την αρχαιότητα έως σήμερα επικεντρώνεται στα εξής σημεία[
34]:

1. Ο Επίκουρος πρεσβεύει τον «απολαυστικό βία», διδάσκει δηλαδή έναν ακραίο ηδονισμό.

2. Η θεωρία του περί ευδαιμονίας αποτελεί, από τη σκοπιά του χριστιανικού τρόπου ζωής, ύβρη με την έννοια ότι ο άνθρωπος θεωρεί το εαυτόν ισάξιο με τη θεότητα και χλευάζει την ειμαρμένη και τη θεία πρόνοια.

3. Η Ηθική του Επίκουρου είναι μια Ηθική δίχως ηθικές αξίες.


Ως προς το τελευταίο σημείο, που αφορά στην προβληματική της σχέσης αρετής και ευδαιμονίας, η κριτική αυτή δεν ευσταθεί. Προς το τέλος της Επιστολής προς Μενοικέα ο Επίκουρος αναφέρεται σε εκείνους που παρερμηνεύουν τη διδασκαλία του, χωρίς να τους κατονομάζει, και διευκρινίζει ότι, όταν λέει ότι ο τελικός σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοεί «τις αισθησιακές ηδονές, αλλά την απουσία σωματικού πόνου και ψυχικής ταραχής. Γιατί την ευχάριστη ζωή δεν την κάνουν ούτε οι συνεχείς οινοποσίες και οι διασκεδάσεις... αλλά ο νηφάλιος στοχασμός, ο οποίος αναζητεί τις αιτίες κάθε προτίμησης και κάθε αποστροφής και απομακρύνει τις δοξασίες που προκαλούν μεγάλη σύγχυση στην ψυχή». Η φρόνηση, από όπου απορρέουν όλες οι άλλες αρετές, είναι το «μέγιστο αγαθό», «πολυτιμότερη ακόμη και από τη φιλοσοφία» [τη θεωρητική γνώση], γιατί «μας διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζούμε ευχάριστα, δίχως να ζούμε συνετά, ηθικά και δίκαια», και αντίστροφα. «Γιατί οι αρετές συγγενεύουν εκ φύσεως με την ευχάριστη ζωή και η ευχάριστη ζωή είναι αχώριστη από αυτές» (μετάφρ. Γιώργος Ζωγραφίδης).

Είναι φανερό ότι δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με έναν ακραίο ηδονισμό ούτε με μια Ηθική δίχως ηθικές αξίες, αλλά με μια Ηθική του «λογισμού»: «Τα όρια της ηδονής πρέπει να τα μετρήσουμε με το λογικό» (Κύριαι δόξαι, XIX). «Η σάρκα έχει άπειρα τα όρια της ηδονής», αλλά ο νους κατανοεί ότι για την κατάκτηση της ευδαιμονίας πρέπει να θέσει όρια στις απαιτήσεις της σάρκας (Κύριαι δόξαι, ΧΧ). Το ζητούμενο είναι η αυτάρκεια, την οποία ο Επίκουρος χαρακτηρίζει ως τη μέγιστη αρετή. Με το να συνηθίζει κανείς στην απλή και όχι στην πολυτελή διατροφή δεν βελτιώνει μόνον την υγεία του, αλλά προετοιμάζεται και για την αντιμετώπιση των μεταστροφών της τύχης. Η αυτάρκεια δεν αφορά μόνον στα υλικά αλλά σε άλλα αγαθά, όπως είναι η τιμή, τα δημόσια αξιώματα κ.λπ. Ο σοφός προτιμά να ζει απαρατήρητος (λάθε βιώσας) μακριά από τους περισπασμούς της καθημερινής ζωής.

Η ύψιστη αρετή βρίσκεται στην ανιδιοτελή εκείνη σχέση που ονομάζεται φιλία «Από τα αγαθά που παρέχει η σοφία για τη μακαριότητα της ζωής στο σύνολο της το μέγιστο είναι η απόκτηση της φιλίας [φιλίας κτήσις]» (Κύριαι δόξαι, XXVII).

Στη βάση των κριτηρίων του ο Επίκουρος ορίζει και τον ηθικό «τόπο
» της δικαιοσύνης και του νόμου, δίχως να ανατρέχει στις πλατωνικές ιδέες ή στον κοσμικό νόμο των Στωικών. Ο Επίκουρος θεωρεί το δίκαιο ως ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου που συνάπτουν οι άνθρωποι με στόχο την κοινή ωφέλεια. Πρόκειται για κοινωνικές συμβάσεις που ποικίλλουν από κοινωνία σε κοινωνία και μπορούν να αλλάζουν στο πέρασμα του χρόνου, όταν αυτές δεν υπηρετούν πια το κοινό συμφέρον.

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ | Philosophy Project: Ο Επίκουρος και η φιλοσοφία του

Σημειώσεις

[33]. Βλ. Επίκουρος, Ηθική: κύριαι δόξαι (εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια: Γιώργος Ζωγραφίδης), Αθήνα 1992, σελ. 103.
[34]. Βλ. Maximilian Forschner, Über das Glück des Menschen, Darmstadt 1994, σελ. 41-2.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (136)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα, 29 Αυγούστου  2022                       

                                                 Jacob Burckhardt
                                                       ΤΟΜΟΣ 2ος
                                    ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ:
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

V. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ -11

Στο θρύλο της εκστρατείας των Επτά εναντίον των Θηβών, η προβλεπόμενη δυστυχία ακολουθεί διαφορετικό δρόμο. Ένας από τους αρχηγούς, ο οποίος είναι επιπλέον και φημισμένος μάντης, ο Αμφιάραος, γνωρίζει ότι τα γεγονότα εξελίσσονται αντίθετα από τη θέληση του Δία, και οι υπόλοιποι το γνωρίζουν επίσης χάρη σ’ αυτόν, και έτσι ένα προαίσθημα επικείμενου θανάτου συνοδευόμενο από τραγικά σημεία τους ακολουθεί σε όλη την εκστρατεία, από την οποία επιστρέφει μόνο ο Άδραστος, ως ένας μελαγχολικός και θλιμμένος για πάντα ήρωας. Στο δρόμο τους για τη Θήβα οι Επτά φιλοξενήθηκαν από τον βασιλέα της Νεμέας του οποίου ο γιός είχε μόλις πεθάνει από δάγκωμα φιδιού. Οι Επτά τον έθαψαν και ο Αμφιάραος δήλωσε ότι επρόκειτο για σημάδι και του δικού τους θανάτου· στο νεκρό βρέφος έδωσαν το όνομα Αρχέμορος, που σημαίνει αρχή όλων των δεινών. Υπάρχουν άραγε στους θρύλους κάποιου άλλου λαού παρόμοια σημεία ; Με ακόμη μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια ηχεί το προαίσθημα του Έκτορα: «Θα φτάσει η μέρα να χαθεί η Ίλιος η αγία», διότι δεν είναι αρχηγός μιας εκστρατείας καιροσκόπων, αλλά ο ισχυρότερος προστάτης της πατρίδας του, και έτσι παραμένει, παρότι γνωρίζει το τέλος της.
Αυτή η πατρίδα υπήρξε κάποτε ένας ευδαίμων τόπος, έτσι ώστε η καταστροφή της να αναδείξει με τρόπο συνάμα σαφή αλλά και πικρό τη φθαρτότητα των επίγειων πραγμάτων απέναντι στο πεπρωμένο. Όλα τα γνωρίσματα μιας δυναστείας σε ότι αφορά το μεγαλείο και τις δωρεές των θεών χαρίστηκαν απλόχερα σ’ αυτούς τους Δαρδανίδες, δόξα πλούτη και απολαύσεις, ως την ημέρα που οι Αχαιοί ξεκίνησαν την εκστρατεία τους· έχουμε όμως ήδη περιγράψει ποιο ήταν το τέλος αυτών των πολεμιστών. Οι Τρώες και οι Αχαιοί ανέδειξαν και οι δύο μαζί, διά της μοίρας τους, την αντίληψη των Ελλήνων για την αξία των πραγμάτων αυτού του κόσμου· αλλά και η αναποφάσιστη και διχασμένη παρέμβαση των θεών, δεν υπήρξε εδώ παρά μόνο συντελεστής μιας ισχυρής γενικής επιταγής· οι προνομιούχες φυλές όφειλαν να εξαλειφθούν. Από μέρους των Αχαιών δεν έλειψαν τα δυσοίωνα προαισθήματα: ο Οδυσσέας προσποιήθηκε των τρελό για να αποφύγει τον πόλεμο, και η Θέτις έκρυψε το γιό της ανάμεσα στα κορίτσια της Σκύρου· όλα αυτά εις μάτην.
Ασφαλώς ο άνθρωπος διδάχθηκε από τις Μοίρες να υπομένει καρτερικά ακόμη και την πιο επώδυνη συμφορά, αλλά από μιαν άλλη σκοπιά, και σε αρκετά ευρεία κλίμακα, «ο κλήρος που του επεφύλαξαν οι θεοί ήταν να ζήσει μέσα στα βάσανα». Ενίοτε και οι ίδιοι οι θεοί δείχνουν να αντιλαμβάνονται πόσο παράλογο είναι να παίρνουν μέρος στους διαπληκτισμούς των θλιβερών θνητών, οι οποίοι «όμοιοι με τα φύλλα των δέντρων άλλοτε διάγουν βίο λαμπρό και άλλοτε αφανίζονται». «Απ’ όλα τα όντα που ζουν και αναπνέουν εδώ στη γη, διανοείται ο Ζευς, τίποτε δεν είναι πιο μίζερο από μιαν ανθρώπινη ύπαρξη». Απευθύνει αυτά τα λόγια στους αθάνατους αγγελιοφόρους του Αχιλλέα, που θρηνούν το θάνατο του Πάτροκλου, ενώ τους οικτίρει που προσφέρθηκαν, αυτοί οι αθάνατοι, στον Πηλέα, ένα θνητό ! Ο θεός και αυτά τα κτήνη διαλέγονται μεταξύ τους και μπορούν να ρυθμίζουν τη μοίρα των ανθρώπων.
Γνωρίζουμε τον προορισμό των δύο αμφορέων της μοίρας που είχαν τοποθετηθεί στο έδαφος του ναού του Δία· κανείς δεν επωφελείται από το περιεχόμενο της καλής μοίρας· η αναλογία είναι τέτοια που οι περισσότεροι γίνονται δέκτες μόνο της κακής. Ο Πίνδαρος αργότερα θα δώσει μια σαφέστερη ερμηνεία: σε κάθε αγαθό που παραχωρούν οι θεοί στους θνητούς αναλογούν δύο δεινά. Προτού υποσχεθούν σε κάποιον κάποιο αγαθό, ή την ευτυχία, διατυπώνουν με σοφία τις επιφυλάξεις τους, που αφορούν στην κοινή μοίρα των θνητών. Ο Αλκίνοος γνωρίζει μόνο ότι τα θαυμαστά πλοία των Φαιάκων μπορούν να μεταφέρουν με ασφάλεια τον ξένο στην πατρίδα του: «Εκεί εγκαταλείπεται στη μοίρα που οι φοβερές Υφάντρες έχουν εναποθέσει στ’ αδράχτια τους από την ημέρα που η μητέρα του τον έφερε στον κόσμο».
Αλλά για να είναι ευχάριστη η ζωή των θεών πάνω στον Όλυμπο, οι Μούσες θα πρέπει να τραγουδούν στους ήχους της λύρας την απελπισμένη μοίρα των θνητών, των τόσο πλανεμένων, που η αδυναμία τούς έχει αφαιρέσει κάθε δυνατότητα να εφεύρουν ένα αντίδοτο στο θάνατο, ή ένα αντιστάθμισμα στα γηρατειά. Δεν θα επαναλάβουμε εδώ πόσες φορές και με ποιους φρικιαστικούς τρόπους ο φθόνος των θεών βυθίζει τους θνητούς στην απόλυτη απελπισία, και σε ποιο βαθμό η στοιχειώδης κοινωνική ευδαιμονία και καλοπιστία των ανθρώπων τους είναι ανυπόφορες. Είναι αδύνατον να μην ενθυμείται κανείς, παρ’ όλες τις αποδιδόμενες τιμές στους θεούς, τις οδύνες που ήσαν ικανοί να προκαλέσουν. Ο Φινέας που βασίλευε στην είσοδο του Πόντου, διέπραξε ένα έγκλημα, και ο Ζευς του έδωσε τη δυνατότητα να επιλέξει αν προτιμούσε να πεθάνει ή να τυφλωθεί· διάλεξε την τύφλωση, αλλά ο Ήλιος οργισμένος επειδή ο Φινέας δεν θέλει να τον βλέπει του έστειλε τις Αρπύες. Ο Ποσειδώνας υπόσχεται στον Θησέα να εκπληρώσει τρείς επιθυμίες του, και αυτός ζητά και λαμβάνει την απελευθέρωση του συντρόφου του Πειρίθοου από τον Άδη, ασφαλή έξοδο από τον Λαβύρινθο, και – ώ της φρίκης – τον θάνατο του γιού του Ιππόλυτου, που έχει συκοφαντηθεί.
Η φαντασία, εξακολουθώντας να επεξεργάζεται παρόμοιες αντιλήψεις, θα συναντήσει αναπόφευκτα την εικόνα ενός χρυσού αιώνα, όπου οι άνθρωποι γνωρίζουν μεγαλύτερη ευτυχία. Δεν θα αναρωτηθεί καν αν υπήρξαν κάποτε άσπλαχνοι θεοί, αναζητώντας μόνο να ξεφύγει απ’ όλα αυτά με οποιοδήποτε τίμημα. Σε όλους τους λαούς υπάρχουν παρόμοιες απεικονίσεις που μπορεί να αγγίξουν ακόμη σκηνές μιας απόλυτα χυδαίας αφθονίας. Αναμφισβήτητα στις περιπτώσεις αυτές οι άνθρωποι υποχρεώνονται να ζήσουν πραγματικά τραγικές καταστάσεις· δεν γνωρίζουμε όμως κανένα άλλο έθνος που να τις αντιμετώπισε με τόσο απεριόριστη απαισιοδοξία και τόσο απόλυτη απογοήτευση απέναντι στο παρόν και το μέλλον, όσο η ελληνική συνείδηση, όπως τουλάχιστο εκφράστηκε στον Ησίοδο, στο μύθο περί των φυλών. Στη συνέχεια με τον Όμηρο αρχίζει να πλέκεται το εγκώμιο μακρινών λαών, πιο δίκαιων και πιο ευτυχισμένων, που καταλαμβάνει ένα σημαντικό μέρος της μυθικής γεωγραφίας, επιδιώκοντας αργότερα μια σημαντική θέση και στην πραγματική γεωγραφία· τα πέρατα του κόσμου θα πρέπει ασφαλώς να αντιπροσωπεύουν τόπους ευημερίας, την οποία το κέντρο του έχει ολοκληρωτικά απωλέσει· «η ευτυχία εδρεύει εκεί απ’ όπου εσύ απουσιάζεις».
Μια ακόμη σύντομη παρατήρηση επιβάλλεται να προστεθεί σ’ αυτά που προηγήθηκαν. Έτσι όπως αντιλαμβάνονται τη ζωή, οι Έλληνες έχουν τη δυνατότητα, ήδη από την επική εποχή, να συζητούν ανοιχτά για το θάνατο που αναμένει τους ηλικιωμένους, και το περίφημο πέπλο της Πηνελόπης προορίζεται να γίνει το σάβανο του πεθερού της Λαέρτη. Γνωρίζουμε με πόση φυσικότητα αργότερα, στην ιστορική πλέον εποχή, ο Πίνδαρος απευθύνεται στον τύραννο του Ακράγαντα Θήρωνα, αναφερόμενος στον επικείμενο θάνατό του. Να σημειώσουμε έγκαιρα εδώ ότι οι Αθηναίοι είχαν για παράδειγμα αποφασίσει, ενόσω ακόμη ο στωικός Ζήνων βρισκόταν στη ζωή, επειδή έζησε μαζί τους για μεγάλο διάστημα και υπήρξε ένα αληθινό πρότυπο τιμιότητας, να τον ανταμείψουν, όχι μόνο με ένα χρυσό στεφάνι, αλλά και με ένα μνήμα που θα ανεγείρονταν δημοσία δαπάνη. Ας αναλογιστούμε τώρα το ύψος της υποτιθέμενης νομιμοφροσύνης που θα απαιτούσε ο σύγχρονος κόσμος ώστε να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση, ή έστω και η εκδήλωση μιας ανάλογης πρόθεσης. Κατ’ αρχάς θα έπρεπε να αναγνωριστεί ότι πρόκειται για μια προσωπικότητα άξια της υψίστης τιμής και σε μεγάλο βάθος χρόνου· ακολούθως θα έπρεπε επίσης να υποτίθεται – διότι δεν είναι ασφαλώς δυνατόν να εντοπίσουμε την ακριβή αιτία – ότι ο θάνατος αυτού του προσώπου θα συνιστούσε μιαν εξαιρετικά σημαντική απώλεια για τον κόσμο μας. Οι Έλληνες αντίθετα αντιμετώπιζαν αυτές τις καταστάσεις με αφέλεια, όπως ακριβώς και τις προσδοκίες τους.
Εν τέλει όμως τα δεινά στους μύθους των Ελλήνων έχουν μιαν ακόμη εντελώς ιδιαίτερη ιδανική χρησιμότητα. Οι θεοί, λέει ο Αλκίνοος, αποφάσισαν την καταστροφή της Τροίας και των Δαναών και το θάνατο των πολεμιστών για να τους υμνεί στο μέλλον η ανθρωπότητα. Το ίδιο συναίσθημα, προσαρμοσμένο σε ένα διαφορετικό βασίλειο της φύσεως, εκφράζουν τα λόγια του Ερμή στη χελώνα, τη στιγμή που τη σκοτώνει: «Ζωντανή θα υπομένεις ένα οδυνηρό βάδισμα· νεκρή όμως θα μπορείς να τραγουδάς πολύ όμορφα !». Η γερμανική παροιμία λέει:

Ό,τι προορίζεται να ζήσει αιώνια μέσα από το τραγούδι
Πρέπει να παραιτηθεί απ’ τη ζωή.


Οι αοιδοί γνώριζαν ασφαλώς ότι τα ίδια τους τα μυθικά πρότυπα, οι βάρδοι της αρχέγονης εποχής, θυσίασαν τη ζωή τους και τη σωτηρία τους. Ο Ορφέας κατασπαράχθηκε από τις Μαινάδες, ο Θάμυρις τυφλώθηκε από τις Μούσες οι οποίες του αφαίρεσαν και τη μουσική τέχνη επειδή θέλησε να τις συναγωνιστεί στο τραγούδι.


(συνεχίζεται)

Ποια τα σπουδαιότερα πνευματικά προβλήματα; († Κάλλιστος Ware, Μητροπολίτης Διοκλείας)


Κατά την άποψή μου, το σοβαρότερο πνευματικό πρόβλημα του σύγχρονου Ευρωπαίου είναι η απώλεια νοήματος και σκοπού. Στη σύγχρονη Δυτική Ευρώπη οι περισσότεροι άνθρωποι απολαμβάνουν μεγάλο βαθμό υλικής ευμάρειας, σαφώς μεγαλύτερης απ’ ότι στο παρελθόν, αλλά όπως είπε ο Κύριος «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος», καθώς το πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σήμερα είναι πως δεν βρίσκουν λόγο ύπαρξης, δεν βρίσκουν κανένα σκοπό ή κατεύθυνση στη ζωή τους, και αυτό συμβαίνει όχι μόνο μ’ εκείνους που έχουν απωλέσει την πίστη τους, μεγάλος αριθμός χριστιανών αισθάνεται το ίδιο. Ως ένα βαθμό αυτό συνδέεται με μία μεγάλη, μεγαλύτερη αποδόμηση της κοινωνίας.

Στο παρελθόν, στη Δυτική Ευρώπη, όπως συμβαίνει ακόμη σε άλλα μέρη της γης, οι άνθρωποι γεννιόντουσαν σε μια ζώσα κοινότητα, σε μια ευρύτερη οικογένεια, εντός πολλών δικτύων, εκείνων του χωριού ή της κωμόπολης, και ένοιωθαν ότι κατείχαν μία θέση στην κοινωνία. Σήμερα, ο σύγχρονος Ευρωπαίος νοιώθει μόνος, είτε –συχνότατα-, ακόμη και εάν δύο άνθρωποι συζευχθούν, πρόκειται απλώς περί δύο προσώπων, δεν υφίσταται η ευρύτερη οικογένεια, θείοι, θείες, εξαδέλφια, φίλοι, να τους στηρίξουν.

– Ό,τι αποκαλούμε πυρηνική οικογένεια.

– Ακριβώς, πυρηνική οικογένεια. Νομίζω δε ότι αυτή [η κατάσταση] υποβάλλει το γάμο σε μεγάλη πίεση και εξάλλου, στη σύγχρονη δυτική κοινωνία μας, ως ένα βαθμό άγνωστο στο παρελθόν, έχουμε ανθρώπους που δεν έχουν συζευχθεί, που πιθανόν να είχαν περιστασιακές σχέσεις με άλλους, αλλά όχι σταθερές με την έννοια της μακρόχρονης δέσμευσης, καθώς επίσης έχουμε γύρω μας τόσους ανθρώπους των οποίων οι γάμοι είναι διαλυμένοι. Όταν κοιτώ στην εκκλησία μου, εδώ στην Οξφόρδη, εννοώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αναλογίζομαι πόσοι από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχουν πραγματική οικογένεια. Φυσικά, υπάρχουν άλλοι στους οποίους τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, υφίστανται μητέρα, πατέρας καθώς και οικογένειες με παιδιά, αλλά ακόμη βλέπω τόσους ανθρώπους απομονωμένους.

Όταν δέχομαι τις εξομολογήσεις τους, αντιλαμβάνομαι ότι συνήθως οι άνθρωποι δεν έχουν διαπράξει ασυνήθιστα είτε υπερβολικά μεγάλα αμαρτήματα, και εάν αφουγκραστώ όχι τόσο αυτά που λένε όσο τη σιωπή τους, αυτά που δεν λένε, εκείνο που πραγματικά εξαγορεύουν στην εξομολόγηση είναι το εξής: «Δεν βρίσκω κανένα νόημα στη ζωή μου». Και κατά συνέπεια, ένας από τους πρώτιστους σκοπούς του πνευματικού πατρός, σήμερα, είναι όχι να επιπλήττει τους ανθρώπους για την κακία τους, όχι να συντρίβει την υπερηφάνειά τους. Πολύ συχνά δεν έχουν ικανή αίσθηση της προσωπικής τους αξίας και νοήματος.

Οφείλουμε να προσπαθήσουμε να δώσουμε στους ανθρώπους την αίσθηση ότι ο Θεός τους αγαπά, ότι κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι μοναδικό, ότι ο Θεός έχει ένα ειδικό σκοπό για κάθε ένα μας και ότι δεν είμαστε απλά πιόνια επιτραπέζιου παιχνιδιού, που μπορούν να αντικατασταθούν. Σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο υπάρχει ένας θησαυρός, ο οποίος δεν ανευρίσκεται σε κανέναν άλλο. Όμως, για μένα αυτό είναι το μεγαλύτερο πνευματικό πρόβλημα. Φέρνω στη μνήμη μου κάποιον, ο οποίος μου εκμυστηρεύτηκε εδώ και λίγες εβδομάδες: «Εάν πέθαινα αύριο, δεν θα το έπαιρνε είδηση κανείς». Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την αίσθηση της μοναξιάς, της απομόνωσης, η οποία συχνά είναι δυνατόν να αποτελεί ένα είδος απόγνωσης.

Κατά συνέπεια, εάν θα μπορούσα να προσθέσω δυό λέξεις ακόμη, σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία για το ανθρώπινο πρόσωπο, είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού, όπερ σημαίνει, πρωτίστως κατ’ εικόνα Χριστού. Αυτό όμως ενέχει επίσης την έννοια κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος. Και αν αναρωτηθούμε ποιο είναι το βασικό νόημα της Τριάδος, σαφώς πρόκειται περί του ότι ο Θεός είναι αγάπη, όχι απλά αυταγάπη. Ο Θεός είναι αμοιβαία αγάπη. Δεν είναι ο Θεός απλά η ενδοστρεφής αγάπη του ενός, είναι η συνενωτική και συμμετοχική αγάπη των τριών, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αυτό που οι Έλληνες Πατέρες καλούν «περιχώρηση». Ώστε, εάν εμείς, τα ανθρώπινα πλάσματα, είμαστε κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού, αυτό σημαίνει ότι είμαστε πλασμένοι να αγαπάμε ο ένας τον άλλο και ότι αδυνατούμε να είμαστε πλήρως ανθρώπινοι εάν είμαστε απομονωμένοι, εάν είμαστε μόνοι. Μέσω των σχέσεών μας με τα άλλα ανθρώπινα πλάσματα φτάνουμε στην ολοκλήρωσή μας.

– Διαφορετικά παραμένουμε απλά σαρκικοί.

– Ακριβώς. Και θα συμφωνούσα με τον Γάλλο συγγραφέα Bernanos, που γράφει ότι «Κόλαση είναι να μην μπορείς να αγαπήσεις πλέον». Αυτό όμως είναι το πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας μας. Υπάρχει ασίγαστη δίψα μεταξύ των ανθρώπων, ασίγαστη δίψα για αγάπη. Ίσως δεν το έχουν αντιληφθεί, ίσως θεωρούν ότι υπάρχει δυστυχία, αλλά εάν μπορούσαμε να βρούμε τρόπους στη σύγχρονη κοινωνία μας να πληρώσουμε τη δίψα τους, ώστε οι άνθρωποι να γίνονται πραγματικές Τριαδικές εικόνες…


(Περιοδικὸ “Τόλμη” Ὀκτωβρίου 2007 – Συνέντευξη στόν π. Γ. Κανάκη)

(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiazoni.gr)

Ποια τα σπουδαιότερα πνευματικά προβλήματα; († Κάλλιστος Ware, Μητροπολίτης Διοκλείας) | Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ (alopsis.gr)

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας (11)

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας

Κεφάλαιο 1: Η νομιναλιστική επανάσταση και η καταγωγή της νεωτερικότητας γ

Η θεολογική κρίση της ύστερης μεσαιωνικής σκέψης

Συνέχεια από 30 Αυγούστου 2022

Η Εκκλησία προσπάθησε να καταστείλει τον νομιναλισμό, αλλά οι προσπάθειες αυτές είχαν λίγη επίδραση. Η σκέψη του Ockham λογοκρίθηκε το 1326 και είχε επανειλημμένως καταδικαστεί από το 1339 έως το 1347, αλλά η επίδραση της συνέχισε να μεγαλώνει, και στα 150 χρόνια μετά το θάνατο του, ο νομιναλισμός είχε καταστεί το πιο ισχυρό πνευματικό κίνημα στην Ευρώπη. Στην Αγγλία υπήρχε μια ισχυρή παράδοση, στηριζόμενη στη σκέψη του Ockham, που άρχισε το πρώτο μισό του 14ου αιώνα υπό την ηγεσία του Thomas Bradwardine (αρχιεπίσκοπος του Canterbury), Robert Holcot και Adam Woodham. Οι οπαδοί του Ockham στο Παρίσι κατά τον 14ο αιώνα ήταν επίσης ισχυροί και σε αυτούς περιλαμβάνονταν οι Nicholas του Autrecourt, John Buridan, John του Mirecourt και αργότερα Peter D`Ailly, Jean Gerson και Marsilius του Inghen (ενεργός και στη Χαϊδελβέργη). Στη Γερμανία υπήρχε μια ισχυρή νομιναλιστική παράδοση, ιδιαίτερα στα τέλη του 14ου και κατά τον 15 αιώνα, που κατέληξε στον Gabriel Biel. Η επίδραση του νομιναλισμού εκτός της Ισπανίας και της Ιταλίας ήταν τέτοια, ώστε την εποχή του Λούθηρου στη Γερμανία υπήρχε μόνο ένα πανεπιστήμιο στο οποίο δεν κυριαρχούσαν οι νομιναλιστές.

Ενώ ο νομιναλισμός υπέσκαπτε τον αρμονικό χριστιανικό κόσμο που ανέπτυξε ο σχολαστικισμός (συχνά με μορφή πολύ λιγότερο αρμονικών πολιτικών και θρησκευτικών πραγματικοτήτων), και με τον τρόπο αυτό δημιούργησε μια επανάσταση μέσα στον Χριστιανισμό, δεν ήταν απλά καταστροφικός. Ο νομιναλισμός δεν παρουσίαζε μόνο μια νέα θεώρηση περί Θεού, αλλά και μια νέα θεώρηση του τι σήμαινε να είσαι άνθρωπος, πράγμα που έδωσε πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην ανθρώπινη βούληση. Όπως το επεσήμανε ο Antony Levi, ο σχολαστικισμός από τον 13ο αιώνα και μετά, δεν είχε ποτέ στη διάθεση του την ψυχολογία, που θα μπορούσε να εξηγήσει την πράξη ως λογική και βουλητική. Για τον σχολαστικισμό, τόσο η βούληση του Θεού όσο και του ανθρώπου, μπορούσαν να κάνουν είτε τα πάντα είτε τίποτα. Ο Ακινάτης ισχυρίστηκε ουσιαστικά το τελευταίο. Ο Scotus (στηριζόμενος στην έμφαση που έδωσε ο Bonaventura στην ανεξαρτησία του Θεού από τη δημιουργία του) και κατόπιν ο Ockham, διαβεβαίωσαν τη ριζική ελευθερία της θείας βουλήσεως. Τονίζοντας τον κεντρικό χαρακτήρα της θείας βουλήσεως, έδωσαν και οι δυο νέα σημασία και νομιμοποίηση στην ανθρώπινη βούληση. Οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα του Θεού, και όπως ο Θεός ήταν κυρίως βουλητικά παρά λογικά όντα. Αυτή η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής, είχε ανέκαθεν θεωρηθεί πως παίζει ρόλο στα κοσμικά πράγματα, αλλά ο ορθόδοξος Χριστιανισμός αρνήθηκε πως οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι να αποδεχθούν ή να απορρίψουν την χάρη που δικαιώνει. Αν όμως οι άνθρωποι ήταν αληθινά ελεύθεροι, όπως πολλοί νομιναλιστές πίστευαν, τότε ήταν κατανοητό πως μπορούσαν να επιλέξουν να δράσουν με τρόπους που θα αύξαναν τις πιθανότητες σωτηρίας τους.

Ενώ η θέση αυτή ήταν λογική, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής όμως, η άποψη αυτή ήταν ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη, καθώς πλησίαζε επικίνδυνα τον Πελαγιανισμό, που είχε καταδικαστεί από τον Αυγουστίνο και σχεδόν κάθε ορθόδοξο θεολόγο μετά από αυτόν. Παρά τις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις από τον Ockham και τους οπαδούς του, πως ο Θεός με κανένα τρόπο δεν ανταποκρίνεται στον άνθρωπο, και επομένως δεν μπορεί να επηρεασθεί με κανένα τρόπο από την ανθρώπινη βούληση, όσο ελεύθερη και να είναι, οι νομιναλιστές δέχονταν διαρκείς επιθέσεις από τους πελαγιανούς. Αυτό σχετιζόταν εν μέρει με την ερμηνεία που έδιναν στον άνθρωπο, που τον θεωρούσαν μάλλον βουλητικό παρά λογικό ον, οφειλόταν όμως και στο γεγονός, πως κάποιοι νομιναλιστές εύρισκαν δύσκολο να ανεχθούν ένα Θεό που ήταν τρομακτικός και ανήλεος, βασίζοντας την επιχειρηματολογία τους όχι στη θεολογία, αλλά απλώς στο πρακτικό δεδομένο, πως ο Θεός δεν θα αρνηθεί τη σωτηρία σε κάποιον που τα έδωσε όλα ή έκανε ότι εξαρτιόταν από αυτόν: «Facientibus quod in se est, deus non denegat gratiam» (Αν κάνεις ότι εξαρτάται από σένα, ο Θεός δε θα αρνηθεί την χάρη Του».) Αυτή ήταν η λεγόμενη αρχή του Facientibus. Μια τέτοια άποψη φαινόταν πως υπονοεί, ότι υπάρχουν κάποιες σταθερές-κανόνες για τη σωτηρία, αλλά οι σταθερές αυτές είναι εντελώς ατομικές για τον καθένα. Αυτό σημαίνει για ένα άνθρωπο πως έδωσε τα πάντα, μπορεί να είναι αρκετά διαφορετικό για κάποιον άλλο. Με τον τρόπο αυτό είχε παρθεί από τα χέρια της Εκκλησίας ο ορισμός της αγιότητας και της αμαρτωλότητας. Καμιά φιλανθρωπία δεν ήταν αναγκαία για τη σωτηρία, γιατί ο Θεός στην παντοδυναμία Του μπορούσε να αναγνωρίσει κάθε απατηλή πράξη ως επαρκή, και το πιο σημαντικό, μπορούσε να αναγνωρίσει κάθε πράξη ως απατηλή. Η αρχή του Facientibus όχι μόνο υπέσκαπτε την πνευματική (και ηθική) αυθεντία της Εκκλησίας, αλλά υπερασπιζόταν μια έννοια της σωτηρίας που ήταν επικίνδυνα κοντά στον Πελαγιανισμό.

Παρά τα φαινόμενα, η θεώρηση του νομιναλισμού ως εντελώς διαποτισμένου από τον Πελαγιανισμό είναι εσφαλμένη. Ενώ οι ύστεροι νομιναλιστές, όπως ο Gabriel Biel, προωθούσαν πράγματι μια πελαγιανική ιδέα περί σωτηρίας, ο Ockham και οι ακόλουθοι κατά τον 14ο και 15ο αιώνα όχι. Η έμφαση που έδιναν στην θεία παντοδυναμία άφηνε απλώς πολύ λίγο χώρο για οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης βούλησης. Είναι αλήθεια πως αναγνωρίζοντας το πόσο σημαντική είναι η ανθρώπινη βούληση, φαινόταν ότι εισηγούνται πως τα ανθρώπινα όντα μπορούσαν να κερδίσουν τη σωτηρία τους, αυτή η άποψη όμως μετριαζόταν από τον ισχυρισμό, πως όλα τα γεγονότα και επιλογές ήταν προορισμένα από το Θεό. Ενώ φαινόταν πως η διδασκαλία τους άνοιγε χώρο για την ανθρώπινη ελευθερία, αυτό αναιρούνταν από την προσκόλληση τους στην θεία δύναμη που καθόριζε απολύτως τα πάντα, το έκανε όμως με ένα τυχαίο, και για το λόγο αυτό απρόβλεπτο τρόπο.

Με αυτή την έμφαση στον θεϊκό ντετερμινισμό, ο νομιναλισμός μπόρεσε να αποφύγει τον Πελαγιανισμό, το κόστος όμως ήταν μεγάλο, καθώς η έννοια του προορισμού δεν απάλλαξε μόνο τον άνθρωπο από κάθε ηθική υπευθυνότητα, αλλά κατέστησε το Θεό υπεύθυνο κάθε κακού. Ο Ιωάννης του Mirecourt θεωρούσε το συμπέρασμα αυτό ως την αναπόφευκτη συνέπεια του δικού του νομιναλισμού, παραδεχόμενος πως ο Θεός καθόριζε τι θα λογαριαζόταν ως αμαρτία και ποιος θα δρούσε αμαρτωλά. Ο Nicholas d`Autrecourt πήγε ακόμα πιο πέρα, δηλώνοντας πως ο Θεός ήταν η αιτία της αμαρτίας. Ενώ το συμπέρασμα αυτό δεν τονίστηκε για ευνόητους λόγους από τους περισσότερους νομιναλιστές, ήταν υπερβολικά σημαντικό ώστε να παραμείνει για πολύ κρυμμένο, και αναδύθηκε με όλη του τη δύναμη την περίοδο της Μεταρρύθμισης.

Ο νομιναλισμός προσπάθησε να σκίσει το πέπλο του ορθολογισμού από το πρόσωπο του Θεού, με σκοπό να βρει τον αληθινό Χριστιανισμό, κάνοντας το όμως αποκάλυψε ένα άστατο Θεό, τρομερό στη δύναμη του, άγνωστο, απρόβλεπτο, χωρίς περιορισμούς από τη φύση ή τη λογική, και αδιάφορα για το καλό και το κακό. Η άποψη αυτή περί Θεού μετέτρεψε την τάξη της φύσεως σε ένα χάος των ατομικών όντων, και την τάξη της λογικής σε μια απλή αλυσίδα ονομάτων. Ο άνθρωπος είχε εκθρονιστεί από την υψηλή του θέση στην φυσική τάξη των πραγμάτων, εγκαταλελειμμένος στο άπειρο σύμπαν, χωρίς φυσικό νόμο να τον καθοδηγεί και χωρίς βέβαιο μονοπάτι προς τη σωτηρία. Δεν εκπλήσσει λοιπόν, πως για όλους, εκτός για τους πιο ακραίους ασκητές και μυστικούς, αυτός ο σκοτεινός Θεός του νομιναλισμού αποδείχθηκε πηγή φόβου και ανασφάλειας.

Ενώ η επίδραση της νέας αυτής άποψης περί Θεού αντλούσε μεγάλο μέρος της ισχύος της από τη δύναμη της ίδιας της ιδέας και από την θεμελίωση της στις Γραφές, οι συνθήκες της ζωής στο δεύτερο μισό του 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα, έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην επιτυχία της. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, τρία μνημειώδη γεγονότα: η μαύρη πανώλη, το Μεγάλο Σχίσμα και ο Εκατονταετής Πόλεμος, συντάραξαν τα θεμέλια του μεσαιωνικού πολιτισμού, που είχαν αποδυναμωθεί από την αποτυχία των Σταυροφοριών, την επινόηση της πυρίτιδας και η σοβαρή καταστροφή που επέφερε η μικρή παγετώδης περίοδος στην αγροτική οικονομία, που ήταν το θεμέλιο της ζωής στα φέουδα. Ενώ μια τέτοια αντίληψη περί Θεού θεωρήθηκε παράλογη κατά τον 12ο και 13ο αιώνα, οι καταστροφές κατά την περίοδο που ακολούθησε βοήθησαν στο να γίνει πιστευτός ένας τέτοιος Θεός.

Ενώ ο Μεσαίωνας τελείωσε με το θρίαμβο αυτής της νομιναλιστικής αντίληψης περί Θεού, το εγχείρημα του σχολαστικισμού δεν εξαφανίστηκε έτσι απλά. Στην πραγματικότητα αναβίωσε αρκετές φορές, χωρίς ποτέ να έχει τις ίδιες παγκόσμιες φιλοδοξίες. Ακόμα και ο Francisco Suarez, ο μεγαλύτερος υπερασπιστής του Ακινάτη και ο τελευταίος μεγάλος σχολαστικός, ήταν οντολογικά νομιναλιστής. Στο ένα επίπεδο υποστήριζε τον θωμιστικό ρεαλισμό, αποδεχόμενος την ύπαρξη των καθόλου έξω από τη διάνοια, αλλά σε ένα βαθύτερο επίπεδο, έστριβε το επιχείρημα αυτό με νομιναλιστικό τρόπο, ισχυριζόμενος πως κάθε ατομικό ον είναι ένα καθόλου. Ο κόσμος στον οποίο γεννήθηκε η νεωτερικότητα δεν ήταν ένας κόσμος του σχολαστικισμού, αλλά του σχολαστικισμού που είχε ανατραπεί. Η κατάρρευση του σχολαστικισμού δεν συνέβη βέβαια μεμιάς, ή μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά είχε δρομολογηθεί για τα καλά προς το τέλος του 14ου αιώνα.

Τέλος υποκεφαλαίου
Συνεχίζεται με: Από την Avignon στον μοντέρνο κόσμο

ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΠΛΕΟΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ, Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ, Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ, Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ. ΤΑ ΚΑΤΑΒΡΟΧΘΙΣΕ ΟΛΑ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ Ο ΘΕΟΣ, ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ ΜΕ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΒΟΥΛΗΣΗ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΤΑΥΤΙΣΤΗΚΕ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΑ.

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΣ (2)

 Συνέχεια από: Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ (1975)
Του Hans-Georg Gadamer.
"Αλήθεια και Μέθοδος 2", κ,16.
       
  Έτσι λοιπόν αναρωτώμεθα πώς έγινε και στην βάση μίας τέτοιας κατευθύνσεως η μοντέρνα έννοια του υποκειμένου και της υποκειμενικότητος κατόρθωσε να λάβει την σημασία που της αποδίδεται σήμερα;!
 Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Αυτό συνέβη μέσω της Καρτεσιανής εννοιολογήσεως τού Cogito me cogitare, το οποίο μέσω του John Locke προσέλαβε μία σπουδαιότητα καθολικώς κεκτημένη. Σ' αυτή απεδόθη ένα γνωσιολογικό πρωτείο, σαν απαράβατο θεμέλιο, το οποίο αντιστέκεται σε κάθε αμφιβολία quandin cogito, εφόσον εγώ σκέπτομαι-οτιδήποτε πράγμα εγώ σκέπτομαι. Ξεκινώντας απο εδώ ανεπτύχθη η έννοια της υποκειμενικότητος. Ο Καντ στη συνέχεια οδήγησε την λέξη και την έννοια, στην νίκη, αναγνωρίζοντας την λειτουργία τής υποκειμενικότητος στην υπερβατική σύνθεση της αντιλήψεως, η οποία πρέπει να συνοδεύει όλες μας τις αναπαραστάσεις και η οποία τους προσδίδει ενότητα. Όπως στην φύση οι καταστάσεις και οι μεταβλητές διεργασίες εμφανίζονται πάντοτε σε κάτι τί που είναι σταθερό και αμετάβλητο, έτσι και η εναλλαγή των αναπαραστάσεων στηρίζεται στο γεγονός ότι ανήκουν σε ένα σταθερό εγώ. Αυτός είναι  ο εννοιολογικός χώρος στον οποίο συνέβη το πέρασμα απο την ουσία στο υποκείμενο.
          Μ'αυτό η δομή τού στοχασμού (αντικατοπτρισμού, διότι ο στοχασμός και ο διαλογισμός είναι ένας καθρέφτης, τοποθετημένος εσωτερικά απο τον Αυγουστίνο, επιτρέποντας μ'αυτόν τον τρόπο την υποκειμενική σύνθεση του εξωτερικού κόσμου. Η σύνθεση αυτή ονομάστηκε ιστορία ή ουσιαστικώτερα πλέον σήμερα αυτοβιογραφία! Σήμερα χωρίς ένα καλό βιογραφικό δέν κερδίζεις την ζωή της εργασίας, και με ένα καλό αυτοβιογραφικό, στο οποίο αποδεδειγμένα θα φταίνε οι άλλοι, δέν κερδίζεις την ζωή της αθανασίας), τοποθετείται στο κέντρο της φιλοσοφίας. Όσον αφορά την μορφοποίηση της λέξης, στοχασμός και διαλογικότης προέρχονται απο την λατινική έκφραση reflexio, η οποία μας έφτασε απο την οπτική και το καθρέφτισμα! Αυτό το τελευταίο (το καθρέφτισμα) δέν κατόρθωσε να αναπτυχθεί πρίν απο την εμφάνιση της σχολαστικής επιστήμης (η οποία μιμήθηκε την Ελληνική φιλοσοφία), στην νέα εννοιολογική σημασία ή οποία μάς είναι οικεία. Πρωτογενώς ο όρος αυτός έδειξε μόνον την ιδιαιτερότητα του φωτός, για την οποία αυτό που θα βρεθεί στο φώς, φανερώνει το ίδιο το φώς. Αυτό μπόρεσε να προσληφθεί σαν το καθοριστικό σημείο της αυτοσύστασης και της αυτονομίας η οποία σαν αυτοκίνηση, χαρακτηρίζει την καθαυτή ζωή, και για τους Έλληνες συνιστά την έννοια της ψυχής. Ότι μία τέτοια δομή χαρακτηρίζει την ζωή σαν τέτοια είναι αυτονόητο και για τους ανθρώπους και για τα ζώα. Αλλά ακόμη και το φυτό, με την αφομοίωση, γίνεται οργανική ενότης και διατηρείται σαν τέτοια. Η αριστοτελική παράδοση αυτό το ονόμασε φυτική ψυχή. Σ'αυτή την θεμελιώδη δομή τού οργανισμού υπονοούνται διάφορα προβλήματα τα οποία έχουν ήδη συζητηθεί  στους χρόνους του Πλάτωνος. Πως μπορεί να υπάρχει αυτοκίνηση εάν κάθε τί που κινείται πρέπει να έχει κάτι που το κινεί; Όλη η προβληματική του αυτό- κινούν, την οποία συζητά ο Αριστοτέλης στο 8ο βιβλίο της φυσικής τοποθετείται εδώ, και βρίσκει τον δικό της χαρακτηρισμό στην έννοια του Νού. Σ'αυτόν αναγνωρίζουμε την έννοια του Πνεύματος και γι'αυτό ο Χέγκελ, ολοκλήρωσε το δικό του σύστημα των φιλοσοφικών επιστημών, το οποίο ονόμασε Εγκυκλοπαίδεια, με μία αναφορά στον Αριστοτέλη, σαν να επρόκειτο για την τελευταία λέξη. Το υπέρτατο όν (ή είναι) είναι ο Νούς, ο οποίος σαν Νόησις Νοήσεως, σαν σκέψη τής σκέψης, αντιπροσωπεύει την δομή και την σύσταση του στοχασμού, του διαλογισμού (του αντικατοπτρισμού). Αυτό που είναι παρόν στον εαυτό του, που έχει την σύσταση του στοχασμού, προσφέρει την μέγιστη ολότητα τού Είναι σαν Παρουσία! [πόσο τραγικό λάθος. Πόσο κόστισε στην ανθρωπότητα. Και το ξεπληρώνει ακόμη! Το υπέρτατο όν της Ελληνικής φιλοσοφίας είναι το ΕΝΑ. Αυτό το ΕΝΑ κινεί αυτό που κινείται!]
          Εδώ ολοκληρώθηκε η Ελληνική σκέψη, αλλά θέτοντας επίσης στον εαυτό της τήν αντίρρηση ότι ο στοχασμός, αναφορικώς με το καταγωγικό στρέφομαι πρός κάτι, κατευθύνομαι προς κάτι, αντιπροσωπεύει πάντοτε ένα δευτερογενές φαινόμενο. Η σκέψη είναι πρώτα απ'όλα η σκέψη κάποιου πράγματος, σκέψη τίνος, και μόνον στην συνέχεια είναι μία σκέψη της σκέψης. Ο Αριστοτέλης είδε το πρόβλημα με την μεγαλύτερη καθαρότητα! Το να απευθύνομαι στο δικό μου σκεπτόμενο Είναι είναι πάντοτε μόνον ένα παράγωγο (πάρεργο). Έτσι ο Αριστοτέλης υποχρεώθηκε, στον οντολογικό χώρο τής μεταφυσικής, να επαναπροσδιορίσει, να επαναφέρει το σύμπαν, σαν τάξη της κινήσεως του όλου, σε ένα όν (Είναι) υπέρτατο, το οποίο αντιδιαστέλλεται, ξεχωρίζει απο την αυτοσύσταση. Πόσο διαφορετικά όμως τίθεται σε μάς η αυτονόητη αποδεικτική τής αυτοσυνειδήσεως στο κέντρο της φιλοσοφίας! Ο υπερβατικός ιδεαλισμός προσδίδει στην υποκειμενικότητα τον υπέρτατο βαθμό του απολύτου. Μόνον στην επιστροφή στον Αριστοτέλη, ο Franz von Brentano επανέφερε στην συζήτηση, στα μισά του XVIII αιώνος, και αμφέβαλλε για το πρωτείο της αυτοσυνειδήσεως. Αυτόν διαδέχθηκε ο Μάξ Σέλλερ, ο οποίος επέμεινε στο πρωτείο τού δεδομένου του πράγματος σε σχέση με εκείνο τής αυτοσυνειδήσεως [χωρίς να την καταργήσει]. [Αυτό το πρωτείο σημαίνει επίσης και αυτό που δίνει, που δωρίζει το πράγμα, επίσης που καθορίζει το πράγμα, το δεδομένο χρονικά του πράγματος. Εισάγει πάντως τον χρόνο, επαναφέροντας την φιλοσοφία στον Αυγουστίνο, απο όπου ξεκίνησε, κλείνοντας τοιουτοτρόπως με τον Χάιντεγκερ, τον φαύλο κύκλο της Δυτικής νοοτροπίας]. Εκείνο που καθόρισε, η αιτιώδης αρχή, στην μοντέρνα σκέψη, το πρωτείο της αυτοσυνειδήσεως απέναντι στο πρωτείο τής συνειδήσεως του πράγματος, στάθηκε το πρωτείο τής βεβαιότητος σε σχέση με την αλήθεια, το οποίο βασίζεται με την σειρά του στην έννοια τής μεθόδου της μοντέρνας επιστήμης. [Αυτή είναι και η ουσία του Ντοστογιέφσκι ο οποίος προτίμησε το βέβαιο απο την αλήθεια, επαναλαμβάνοντας το σχίσμα τής πίστεως, επιλέγοντας τον Χριστό απο την αλήθεια, χωρίζοντας τα αχώριστα. Εδώ ριζώνει καί τό φαινόμενο τού οικουμενιστικού Ταιζέ, τό οποίο διαχωρίζει τόν Χριστό από τήν αλήθεια.]. Σε απόλυτη διαφορά απο την κλασσική έννοια τής μεθόδου κατανοείται σαν η οδός τής αυτοβεβαιώσεως, και μ'αυτή την σημασία, παρά την διαφορά των μεθόδων, η αληθινή μέθοδος είναι μόνο μία. Με την ανάδυση της μοντέρνας επιστήμης αρχίζει για την φιλοσοφία η αιώνια υποχρέωση να μεσολαβήσει ανάμεσα στην παράδοση της μεταφυσικής και την μοντέρνα επιστήμη! Είναι το χρέος και η ευθύνη να ενωθεί κάτι που δέν ενώνεται, όπως η οδός της εμπειρίας της επιστήμης και οι αιώνιες αλήθειες της μεταφυσικής. Έτσι είναι δυνατόν να εξηγηθεί το γεγονός ότι στην μοντέρνα εποχή η αρχαία έννοια του συστήματος βρήκε μία εφαρμογή στην φιλοσοφία. Στην αρχαία γλωσσική χρήση των Ελλήνων το σύστημα έπαιξε κάποιον ρόλο μόνο στην αστρονομία και στην μουσική, δηλαδή εκεί όπου τίθεται, όπως και στο στερέωμα, το πρόβλημα της εναρμονήσεως της κυκλικής κινήσεως του έναστρου ουρανού με την ακανόνιστη κίνηση των πλανητών, ή επίσης να αντιστοιχίσει την σκάλα των ήχων. Η μεταφορά τής έννοιας του συστήματος στην φιλοσοφία θέτει τώρα στην φιλοσοφία την ίδια υποχρέωση τής μεσολαβήσεως, της μεσότητος, της συνεχούς αναπτύξεως της επιστημονικής έρευνας με την απαίτηση στην αλήθεια απο μέρους της φιλοσοφίας. Στον Λάϊμπνιτς η έκφραση αυτή γίνεται ο κατεξοχήν τίτλος της φιλοσοφίας.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ(8)

Συνέχεια από:Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

Ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Του
Pierre Aubenque.
                                 Ευτυχία και Φύσις.

 

Το δεύτερο κριτήριο για να διακρίνουμε τα στοιχεία τα οποία συστήνουν πραγματικά την Ευτυχία, είναι γι' άλλη μια φορά, η συμφωνία με τη Φύση. Δέν πρόκειται πλέον να λάβουμε υπ'όψιν εκείνο που οι άνθρωποι επιθυμούν πραγματικά κάτω απο τον γενικό τίτλο της ευτυχίας, αλλά να καθορίσουμε τί πράγμα επιθυμεί ο άνθρωπος ή μπορεί να επιθυμήσει "φύσει"! Και ένας τέτοιος καθορισμός του "φυσικού" στον άνθρωπο δεν είναι μόνον εμπειρικός, περιγραφικός ή στατιστικός έστω, αλλά οντολογικός και επομένως κανονιστικός.[ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΥ, ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ Ή ΟΥΣΙΑ]
Αυτό το σημείο βρίσκει ήδη την έκφρασή του, παρότι κάπως κεκρυμένα, στο κεφάλαιο 3 του 1ου βιβλίου των Ηθικών, εκεί όπου ο Αριστοτέλης στρέφει τήν κριτική του στους αντιπροσώπους τού ηδονισμού. Όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν την ηδονή. Αλλά πρέπει να αναρωτηθούμε : ποιά ηδονή; Και σε ποιούς ανθρώπους αναφερόμαστε κάθε φορά; Η μάζα προτιμά μία "Ζωή ζώου" (1095
b 20) . Μ'αυτή την υποτιμητική έκφραση έχουμε τα πάντα. Μία ανθρώπινη βούληση η οποία προτιμά το ζωώδες μέσα στον άνθρωπο εις βάρος αυτού που μέσα στον άνθρωπο είναι με κάθε ακρίβεια ανθρώπινο, είναι φανερά μία βούληση η οποία δέν βρίσκεται στο ύψος της ανθρώπινης φύσεως: και γι'αυτό και μόνον απορρίπτεται. Η αρχή που προϋποτίθεται απο αυτή την καταδίκη και η αντίθετη θετική της εκδοχή ξεκαθαρίζουν αρχής γενομένης απο το 6ο κεφάλαιο. Για να γνωρίσουμε σε τί συνίσταται η ευτυχία, πρέπει να αναρωτηθούμε πρώτα απ'όλα για το έργο του ανθρώπου, δηλαδή την καθαυτή ανθρώπινη πράξη (1097 b 24). Η πράξη ενός όντος είναι η φανέρωση αυτού του όντος, η πραγματοποίηση των ιδιαιτέρων δυνατοτήτων του. Έτσι λοιπόν είναι αναμφισβήτητο πώς η πράξη του ξυλουργού βρίσκεται στην κατασκευή επίπλων και στην κατασκευή τους με επάρκεια και τέχνη. Αλλά ποιά είναι η πράξη του ανθρώπου σαν ανθρώπου; Δέν μπορούμε να πούμε πώς είναι η ζωή γενικώς, καθώς την μοιράζεται με άλλα ζωντανά όντα. Ούτε η φυτική ζωή, η οποία ανήκει και στα φυτά και στα ζώα. Ούτε ακόμη η αισθητή ζωή, η οποία χαρακτηρίζει όλα τα ζωντανά όντα εκτός των φυτών, επομένως και τα ζώα. Η δική του η ζωή τού ανθρώπου είναι "πρακτική τις ζωή τού λόγον έχοντος" (1098 α 3-7), μία κάποια πρακτική ζωή τού μέρους τής ψυχής το οποίο διαθέτει τον λόγον, [τρόπος ζωής], την νόηση.
Σ' αυτη την δήλωση κορυφώνεται η αριστοτελική θεωρία της Ευτυχίας: η ανθρώπινη ευτυχία συνίσταται στο να διάγουμε την ζωή η οποία είναι αυθεντικά και μοναδικά ανθρώπινη, δηλαδή την ζωή της νοήσεως, και αυτό όχι με οποιονδήποτε τρόπο ή μέτριο τρόπο, αλλά σύμφωνα με την δική μας αρετή (κατά την οικείαν αρετή, 1177 α 17) δηλαδή σύμφωνα με την τελειότητα που ανήκει σ'αυτό το είδος ζωής. Μόνον ξεκινώντας απο αυτό το σημείο, απο αυτή την αρχή, μπορεί να γίνει κατανοητή όλη η υπόλοιπη ανάπτυξη της σκέψης τού Αριστοτέλη για την Ευτυχία, ακόμη δέ και οι φαινομενικές του ασάφειες και αντιφάσεις.
Ξεκινώντας απο τον Σλαϊερμάχερ οι μελετητές πίστεψαν ότι διέκριναν μία αντίφαση σ'αυτό το σημείο ανάμεσα στο βιβλίο Ι και το βιβλίο Χ της Νικομάχειας Ηθικής. Στο βιβλίο Χ ο Αριστοτέλης φτάνει στο συμπέρασμα, απο την προϋπόθεση ότι η Ευτυχία είναι η ενέργεια που ταιριάζει στην ουσία μας, επειδή ο νούς είναι οτι ανώτερο έχουμε σε μας ή το όριο του Θείου, ότι η δραστηριότης του νού, δηλαδή η θεωρία, συνιστά την πιό υψηλή ευτυχία του ανθρώπου, καθότι η θεωρία είναι ενέργεια κατά την τελειοτάτην αρετήν, ή ενέργεια που ταιριάζει στην ύψιστη τελειότητα (1177 α 16).
Απο την ίδια προϋπόθεση το βιβλίο Ι εξάγει διαφορετικά συμπεράσματα. Αποδεικνύεται εδώ ότι το νοερό μέρος τής ανθρώπινης ψυχής είναι και αυτό διπλό. Υπάρχει ένα μέρος που κατέχει την νόηση και την ασκεί χωρίς διαμεσολαβητάς. Και υπάρχει το μέρος το οποίο χωρίς να διαθέτει το ίδιο την νόηση, είναι ικανό να κατανοήσει την φωνή της νοήσεως και να την υπακούσει. Αυτό το δεύτερο μέρος, το οποίο δέν είναι ακριβώς λογικό, αλλά ικανό να λάβει μέρος στην λογική, είναι το μέρος των ορέξεων, και γενικότερα των επιθυμιών (επιθυμητικόν και όλως ορεκτικόν, 1102
b 30). Μπορούμε να παρακάμψουμε σ'αυτή την εργασία, το ερώτημα εάν αυτή η ικανότητα μπορεί να υπολογισθεί σαν το κατώτερο μέρος της λογικής ψυχής, δηλαδή σαν το ανώτερο μέρος τής άλογης ψυχής, καθώς ο Αριστοτέλης υποστηρίζει τις δύο όψεις σε ακολουθία, αλλά δέν αισθάνεται αναγκαίο να λύσει το πρόβλημα με την μία ή την άλλη σημασία. Τον ενδιαφέρουν περισσότερο το τριμερές της ψυχής και η διάμεσος θέση όπως και η μεσολαβητική λειτουργία, οι οποίες αποδίδονται στο επιθυμητικό μέρος που είναι ικανό να ακούσει την φωνή της λογικής.
Απο αυτό το τριμερές, που δέν αναφέρεται στο βιβλίο Χ, συμπεραίνεται στο βιβλίο Ι πώς η σφαίρα τής ευτυχίας βρίσκεται εκτεταμένη σε σχέση με εκείνη του βιβλίου Χ. Στην ευτυχία ανήκει η άσκηση δύο τύπων τελειότητος, δηλαδή οι ηθικές αρετές και οι νοητικές ή διανοητικές αρετές. Αυτή είναι πάντως μία διάκριση η οποία δέν αντικρούει την βεβαίωση πώς η νοητική ζωή αποτελεί για τον άνθρωπο τον υψηλότερο σκοπό, τον πιό καθολικό!
Αλλά το βιβλίο Ι περισσότερο απο το βιβλίο Χ λογαριάζει το γεγονός ότι η ανθρωπινη φύσις είναι ένα σύνθετο σύνολο, οργανωμένο και ιεραρχημένο. Για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τις πιό υψηλές της δυνατότητες η ανθρώπινη φύση απαιτεί την ενασχόληση πρώτα απ'όλα με τα κατώτερα επίπεδα. Γι'αυτόν τον λόγο η λογική ζωή προϋποθέτει την ηθική ζωή, δηλαδή έναν κάποιο τρόπο συμπεριφοράς, πρακτικό και λογικό, απέναντι στα πάθη που ανήκουν στην ανθρώπινη φύση και γι'αυτό δέν πρέπει να καταπιεσθούν ή να απωθηθούν. Η ίδια η φυτική ζωή, η πρωτογενής ζωή, πρέπει να προστατευθεί και να ασφαλισθεί εάν θέλουμε πάνω σ'αυτή την ασυγκράτητη βιολογική βάση, να κατορθώσουμε να αναπτύξουμε την πνευματική ζωή. Δι'αυτής τής κατευθύνσεως εξηγούνται ποικίλες δηλώσεις τού Αριστοτέλη, οι οποίες είχαν σκανδαλίσει αργότερα τους στωϊκούς και οι οποίες χωρίς αμφιβολία είχαν για στόχο τους την κυρίαρχη σωκρατική παράδοση, όπως για παράδειμα την δήλωση ότι η Ευτυχία, για να είναι πλήρης, έχει την ανάγκη ενός τέλειου βίου, μία ολοκληρωμένη ζωή, δηλαδή μία ζωή, η οποία εκτείνεται για κάποια ικανοποιητική διάρκεια, ούτε πολύ σύντομη, ούτε πολύ μακρυά (για να αποφευχθεί η αδυναμία και η φθορά του γήρατος). Αντίθετα απο όσα θα υποστηρίξουν αργότερα οι στωϊκοί, η Ευτυχία δέν είναι δυνατόν να κατακτηθεί σε μία μοναδική στιγμή, αλλά έχει ανάγκη την διάρκεια, την σταθερότητα. Όπως δέ ακριβώς ένας κούκος δέν φέρνει την άνοιξη, έτσι και μία μόνον ημέρα δέν κάνουν κάποιον μακάριο ή ευτυχισμένο. Όπως και ένα μωρό δέν μπορεί αναλόγως να ορισθεί σαν ευτυχισμένο. (Ηθ Νικ 1098 α 18). Και ακριβώς ο Αριστοτέλης βλέπει με ειρωνία την θέση η οποία υποστηριζόταν απο κάποιους φιλοσόφους του καιρού του-μία θέση η οποία θα κατέληγε στην συνέχεια, ένα απο τα διασημότερα παράδοξα των στωϊκών, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος ακόμη και κάτω απο τα χειρότερα παθήματα, ακόμη και τα βασανιστήρια, αρκεί να είναι ενάρετος! Δέν μπορούμε να το ισχυρισθούμε, απαντά ο Αριστοτέλης, παρά μόνον για την ευχαρίστηση να υποστηρίξουμε με κάθε μέσον μία "θέση", δηλαδή να υποστηρίξουμε το παράδοξο απο αγάπη του παραδόξου.
(1096 α 1).


Συνεχίζεται

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ - Δημήτριος Δουμάνης (10)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ - ΑΠΘ

Σύμβουλος Καθηγητής κ. Χρ. Σταμούλης

Μεταπτυχιακός Φοιτητής: Δημήτριος Δουμάνης

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015

ΚΕΦΆΛΑΙΟ Β΄:ΧΡΙΣΤΌΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΊΑ.

Δ) Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΩΣ ΚΕΦΑΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.

α. Ο προαιώνιος Θεάνθρωπος Χριστός

Με ένα ελάχιστο δείγμα παραδειγμάτων γίνεται σαφές το συνεχές της πατερικής διδασκαλίας για το γεγονός της υπάρξεως της Εκκλησίας του Χριστού και προ Χριστού. «Η εκκλησία του Χριστού δεν είναι μόνο καθολική αλλά είναι και διαχρονική». Όπως παρατηρεί ο Αγ. Χρυσόστομος όχι μόνο «πανταχού της οικουμένης», αλλά και «πανταχού των χρόνων εκτέταται»229. «Η επέκταση της Εκκλησίας μέσα στον χρόνο δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως ιστορική διάρκεια αλλά και ως διαχρονική παρουσία»230.Και αυτό γιατί «η Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Χριστός, αλλά και ο Χριστός είναι η Εκκλησία. Όλη η εκκλησία ενυπάρχει εν τω Χριστώ και όλος ο Χριστός ενυπάρχει εν τη εκκλησία»231. Και όχι μόνον αυτό αλλά ο Αγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος δίνει στην Εκκλησία την διάσταση που της αρμόζει, «Όπου γάρ αν ή Χριστός Ιησούς, εκεί και η Καθολική Εκκλησία.»232 [Τουτέστιν ανόητοι ο χρόνος υπάρχει μέσα στην αΐδιο Τριάδα. Δεν ξεκίνησε με την δημιουργία; Ούτε τους λόγους των αγίων που αντιγράψατε δεν συλλαμβάνετε και θέλετε να θεολογήσετε!]

Από τα ανωτέρω μπορούμε να συμπεράνουμε αβίαστα τα εξής: H πραγματικότητα της εν χρόνω, πενήντα ημέρες μετά την Ανάσταση, αποκάλυψης της ήδη υπαρχούσης Εκκλησίας του Χριστού, επ’ ουδενί δεν αναιρεί την ύπαρξη της και προ της Θείας Ενσαρκώσεως. Ο Υιός και Λόγος του Θεού ο Άναρχος και Προαιώνιος Χριστός, είναι ο ίδιος κεφαλή και ιδρυτής της με την αρχή της δημιουργίας.[ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Η ΑΛΟΓΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ; ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΑΛΛΑΖΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ;!!]

β. Πίστη, η μεγαλυτέρα απόδειξις

Επειδή βέβαια, αυτή η έκφραση «Προαιώνιος Χριστός», ίσως προβληματίζει κάποιους, θεωρώντας ότι κάθε φορά που την χρησιμοποιούμε θα πρέπει να κάνουμε και την απαραίτητη γι’ αυτούς διευκρίνιση ότι αναφερόμαστε στον Υιό και Λόγο του Θεού και όχι στην ανθρώπινη φύση Του, χωρίζοντας νεστοριανικά τον ένα Χριστό, [ΤΟΝ ΧΩΡΙΣΑΤΕ ΗΔΗ. ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΦΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ. ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΕΤΕ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΣΤΡΕΦΕΤΕ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ;] θα παραθέσουμε πάλι το χωρίο του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά «πάσης αποδείξεως κρείτων και οίον αρχή τις αναπόδεικτος ιεράς αποδείξεως, η πίστης εστί, μόνιμος ούσα των πεπεισμένων ίδρυσις.»233 Η προσπάθεια που καταβάλει κανείς να διαλεχτεί με κάποιον για το ότι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός είναι προαιώνιος είναι ανευ ουσίας αν ο ίδιος δεν πιστεύει τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό ως Προαιώνιο Θεό.[ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΘΕΛΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΟΝΑΔΑ ΕΝ ΤΡΙΑΔΙ;]

Εν ολίγοις η στάση αυτών θυμίζει τη στάση του Ιουλιανού του παραβάτου έναντι του προσώπου του Χριστού όπως αποτυπώνεται στο «υπόμνημα μαρτυρίου μεγαλομάρτυρος Αρτεμίου», του Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού: «τον δε Χριστόν χθές του είναι αρξάμενον και προ πολλού της ημετέρας γενεάς, Θεόν προαιώνιον και βασιλέα των όλων ανακηρύττετε;»[ΚΑΙ; Ο ΑΓΙΟΣ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ]234 Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ίδια αμφιβολία έχουν και οι μη αποδεχόμενοι την θεότητα του Χριστού, Εβραίοι: «και ο Τρύφων (σ.σ. ο εβραίος συνομιλητής του Ιουστίνου.). και περί τούτων όσα φρονείς ακηκόαμεν, είπεν. Αναλαβών ούν τον λόγον, όθεν επαύσω, πέραινε, παράδοξός τις γαρ ποτέ και μη δυνάμενος όλως αποδειχθήναι δοκεί μοι είναι, το γάρ λέγειν σε προυπάρχειν Θεόν όντα πρό αιώνων τούτον τον Χριστόν, είτα και γεννηθήναι άνθρωπον γενόμενον υπομείναι, και ότι ούκ άνθρωπος εξ ανθρώπου, ού μόνον παράδοξον δοκεί μοι είναι αλλά και μωρόν.»235[ΚΑΙ; Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΑΙΔΙΟΣ ΓΕΝΝΗΣΙΣ]

γ. Νεστόριος και προαιώνιος Χριστός

Η αναγνώριση όμως της προαιωνιότητος του Χριστού είναι βασική προϋπόθεση της σωτηρίας όχι μόνο στην καινή, αλλά και στην παλαιά διαθήκη: «επεί οί τα καθόλου και φύσει και αιώνια καλά εποίουν ευάρεστοί εισι τω Θεώ, και δια του Χριστού τούτου εν τη αναστάσει ομοίως τοις προγενομένοις αυτών δικαίοις, Νώε και Ενώχ και Ιακώβ και εί τινές άλλοι γεγόνασι, σωθήσονται συν τοις επιγνοούσι τον Χριστόν τούτον του Θεού Υιόν, ός και πρό εωσφόρου και σελήνης ήν.»236

Βέβαια το πρόβλημα της μη αποδοχής της προαιωνιότητας του Χριστού έχει νεστοριανές ρίζες. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας για να μεταπείσει τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β΄ (Μικρό), για τις κακοδοξίες του Νεστορίου και να του αποδείξει ότι αφενός ο Υιός και Λόγος του Θεού και ο Χριστός είναι ένα και το αυτό, αφετέρου ότι ο Χριστός για αυτόν ακριβώς το λόγο είναι ο «Αυτός χθές και σήμερον και εις τους αιώνας»237, ερμηνεύοντας το σχετικό Παύλειο χωρίο αλλά και άλλα του ιδίου αποστόλου και του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.[ΕΔΩ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ ΤΟΝ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ. ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ ΛΕΓΕΤΑΙ Η ΥΠΟΥΛΗ ΤΑΚΤΙΚΗ.]

Θα μας επιτραπεί εδώ λόγω του μεγέθους του κειμένου και της σπουδαιότητάς του να παραθέσουμε την μετάφραση μόνον.: « μπορείς να δείς και από αλλού να λένε τα ίδια οι πνευματοφόροι. Πράγματι ο Ιωάννης λέγει: “εν αρχή ήν ό λόγος, και ο λόγος ήν προς τον θεόν, και θεός ήν ο Λόγος. Ούτος ήν εν αρχή προς τον Θεόν. Πάντα δι αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέν έν”. Ο Παύλος λέει “Είς Θεός, ο Πατήρ, εξ ού τα πάντα, και είς Κύριος, Ιησούς Χριστός δι ού τα πάντα”. Αλλά αν υπήρχε κάτι το οποίο μεσολαβούσε μετά την ένωση του Λόγου με τη σάρκα, και κατά την άποψη κάποιων διαιρούσε σε διαφορετικά μέρη, εννοώ την δυάδα που υπάρχει τον Υιό, πως δημιουργήθηκαν όλα από τον Ιησού Χριστό. Αλλ’ ‘όμως δημιουργήθηκαν τα πάντα από αυτόν. Είναι λοιπόν ολοφάνερο ότι τα ιδιαίτερα φυσικά γνωρίσματα που υπάρχουν στον Λόγο που γεννήθηκε από τον Πατέρα, διατηρήθηκαν πάλι σ’ αυτόν και όταν φανερώθηκε σαν άνθρωπος. Επομένως είναι επικίνδυνο να τολμά κανείς την διαίρεση. Γιατί είναι ένας Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, και μ’ αυτόν δημιούργησε ο Πατέρας τα πάντα. Και δημιουργός λοιπόν είναι ως Θεός, και ζωοποιός ως ζωή, και αποτελείται από ενδιάμεσο με ενωμένα τα ανθρώπινα και υπερανθρώπινα ιδιώματα. Γιατί είναι μεσίτης μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων, σύμφωνα με της γραφές, όντας από την φύση του Θεός και όχι χωρίς σάρκα, και άνθρωπος αληθινά, όχι όμως απλός σαν εμάς, αλλά είναι αυτό που ήταν, Θεός, και όταν έγινε σάρκα. Έχει γραφεί “Ιησούς Χριστός χθές και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας”. Η δηλαδή δεν λέμε ότι γεννήθηκε από την αγία Παρθένο ο Εμμανουήλ κατά τους τελευταίους καιρούς του αιώνα; Και αυτό δεν είναι αλήθεια; Το “χθές” πάλι και “σήμερον”, φιλοχριστε βασιλιά μου, μπορεί να σημαίνει τον παρόντα χρόνον και τον περασμένο ήδη. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να είναι ο ίδιος και κατά τον περασμένο χρόνο, αφού δεν είχε ακόμα γεννηθεί κατά σάρκα; Υπήρχε λοιπόν στην αρχή ο λόγος, και αφού φανερώθηκε από τον αιώνιο και Άτρεπτο Θεού και Πατέρα, έχει κι αυτός στη φύση του το αιώνιο και άτρεπτο. Ή δεν είναι πολύ πρόσφατο και αποδόθηκε κατά τον καιρό της ενανθρώπησης στο Λόγο το όνομα “Ιησούς Χριστός”; κι αυτό βέβαια το δείξαμε με τα πλείστα όσα επιχειρήματα. Κατανόησε λοιπόν ότι ο Ιησούς Χριστός, και όχι μόνο ο Λόγος, λέγει ότι είναι ο ίδιος χθές και σήμερα και στους αιώνες. Πώς όμως μπορεί να έχει το άτρεπτο και την παραμονή στην ταυτότητα η ανθρώπινη φύση, τη στιγμή πού επιδέχεται κίνηση και εκτός από τα άλλα την κίνηση από την μη ύπαρξη στην ύπαρξη και τη ζωή; Έκανε λοιπόν λάθος στην αλήθεια η αγία γραφή, και αυτόν πού χθές δεν υπήρχε λέγει ότι προϋπήρχε; Αυτό εγώ βέβαια δεν θα το έλεγα, πολύ απέχω από κάτι τέτοιο, γιατί ο Ιησούς Χριστός είναι χθές και σήμερα ο ίδιος και στους αιώνες. Την πρεσβύτητα όμως του λόγου και το αμετάβλητο δεν θα τα αρνηθώ καθόλου, έστω και αν έγινε σάρκα, θα θεωρήσω όμως ότι με την ένωσή του με τη δική του σάρκα καταδηλώνεται πάλι αυτός ως αυτός που υπήρχε χθές και προϋπήρχε. Και βέβαια αποστρέφονταν με βδελυγμία στην παραφροσύνη τους οι Ιουδαίοι και επιχειρούσαν να τον λιθοβολήσουν, επειδή δεν αποδέχονταν την πίστη. Γιατί απορούσαν, μολονότι τον έβλεπαν άνθρωπο σαν εμάς, διαβεβαίωνε ότι αυτός είναι πρεσβύτατος ως προς την αρχαιότητα από κάθε άνθρωπο, λέγοντας ως Θεός, “Αμήν, αμήν λέγω υμίν, πρίν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί”. Όταν απαντώντας και σ’ αυτό το λόγο εκείνοι του έλεγαν, “πεντήκοντα έτη ούπω έχεις, και Αβραάμ εώρακας”;. λέγει πάλι και ο Ιωάννης “ούτος έστι, περί ού εγώ είπον υμίν, οπίσω μου έρχεται ανήρ ός εμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτος μου ήν”. Και πώς ενώ τον γνώριζε ως άντρα και έλεγε με το όνομά του τον Εμμανουήλ, λέγει ότι γεννήθηκε πρίν από αυτόν και υπήρξε πρώτος από αυτόν, αυτός που ήταν νεώτερος και μεταγενέστερος του; Αλλά θα πεί ίσως κάποιος, λέγει ότι ήταν μπροστά από αυτόν και πρώτος ως την δόξα, όπως μου έρχεται στο νού να το πώ. Ότι όμως η σκέψη αυτή είναι κίβδηλη και αποτέλεσμα αμάθειας, θα το αποδείξει όχι μακρός λόγος…. Είπε κάπου ο Θεός για τον κατά σάρκα Χριστόν που κατάγεται από την γενιά του Δαυίδ, μέσω κάποιου προφήτη “και σύ, Βηθλεέμ, οίκος του Εφραθά, μη ολιγοστός εί του είναι εν χιλιάσιν Ιούδα. Εκ σού μοί εξελεύσεται του είναι εις άρχοντα εν τω Ισραήλ και αί έξοδοι αυτού απαρχής εξ’ ημερών αιώνος”. Για τους Ισραηλίτες πάλι ο ιερώτατος Παύλος λέγει, “πάντες εις τον Μωυσήν εβαπτίσθησαν εν τη νεφέλη και εν τη θαλλάση, και πάντες βρώμα πνευματικόν το αυτό έφαγον, και πάντες το αυτό πνευματικόν έπιον πόμα, έπινον γάρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ήν ο Χριστός.” Πρόσεχε λοιπόν ότι δίνεται στον Ιησού Χριστό σε ένωση κατ’ οικονομίαν η πρεσβύτητα που είναι ιδιαίτερο γνώρισμα του Λόγου. Ή δεν είναι σαφής ο λόγος; Γιατί πολύ καλά ότι ο καταγόμενος από την Βηθλεέμ, ως άνθρωπος και υιός γυναίκας έχει την προέλευσή του από την αρχή του κόσμου, γιατί ο Θεός Λόγος που ενανθρώπησε υπήρχε από την αρχή και πρίν από κάθε αιώνα ακόμα, και αυτός ήταν η πέτρα, που διψασμένο τον Ισραήλ τον ξεδιψούσε με ανέλπιστα κι απροσδόκητα νάματα, μολονότι είχε γεννηθεί ως προς την σάρκα από την ανθρώπινη φύση κατά τους εσχάτους καιρούς του κόσμου και είχε χρισθεί για την αποστολή του σ΄ αυτόν τον κόσμο από τον Θεό Πατέρα…..»238. [ΜΙΑ ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΕΣΑΡΚΩΜΕΝΗ. ΕΙΝΑΙ Η ΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΓΕΝΝΗΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ ΚΑΤΑ ΓΡΑΜΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟΝ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟ. ΠΑΡΟΤΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΔΙΕΚΡΙΝΕ ΣΑΦΩΣ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ, ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ ΤΗΝ ΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΥ, ΑΚΥΡΩΝΟΝΤΑΣ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΩΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΜΑΞΙΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ.]

δ. Η πίστη του πληρώματος στην προαιωνιότητα του Θεανθρώπου

Εδώ αξίζει να τονίσουμε ότι οι πατέρες που μιλούν για την προαιωνιότητα του Χριστού, μεταφέρουν και την αντίληψη και γνώμη του απλού λαού για τον Θεό του. Ακόμη και συγγραφείς, οι οποίοι ήταν φιλικά προσκείμενοι στον Άρειο, όπως ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος, ο οποίος ελέγχεται για τη στάση του απέναντι στην αίρεση του Αρείου239, αναγκάζεται, μεταφέροντας την άποψη του πληρώματος της Εκκλησίας να ομολογήσει την ύπαρξη του Χριστού και πρίν από την Θεία Του σάρκωση.: «ταύτα μεν ουν αναγκαίως προ της ιστορίας ενταύθα μοι κείσθω, ως αν μη νεώτερον τις είναι νομίσειε τον Σωτήρα και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, δια της ενσάρκου πολιτείας αυτού χρόνους. Ίνα δε μηδέ την διδασκαλίαν αυτού νέαν είναι και ξένην ως αν υπό νέου και μηδέν των λοιπών διαφέροντος ανθρώπων συστάσαν υπονοήσειέ της, φέρε δια βραχέων και περί τούτου διαλάβομεν».240 [ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΙ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΥΠΑΡΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ. ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ;]

Και η άποψη του πληρώματος της Εκκλησίας είχε από πολύ νωρίς συνοδικά διατυπωθεί στην σύνοδο της Αντιοχείας που συγκλήθηκε το 268-269 για να καταδικάσει τον Παύλο Σαμοσατέα. Ως γνωστόν ο εν λόγω αιρετικός, υποστήριζε, ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν μία απλή δύναμη του Θεού241 και όχι ο Άναρχος και Προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού, ο ομοούσιος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Σε αυτό το σύμβολο οι πατέρες της Εκκλησίας κάνουν μια εκτενή αναφορά στην προΰπαρξη του Χριστού ως Υιού και Λόγου του Θεού: « Τούτον (τον Χριστό) λέγομεν καταβάντα και οφθέντα τω Αβραάμ προς τη δρϋί τη Μαυρή, ένα των τριών, ώ ως Κυρίω και κριτή ο πατριάρχης διελέγετο… τούτον(λέγομεν) είναι, ός εκπληρών την πατρικήν βουλήν τοις πατριάρχαις φαίνεται και διαλέγεται εν ταίς αυταίς περικοπές και τοις αυτοίς κεφαλαίοις ποτέ μεν ως άγγελος, ποτέ δε ως κύριος, ποτέ δε θεός μαρτυρούμενος…. Και εκάλεσεν Ιακώβ το όνομα του τόπου εκείνου «είδος Θεού», είδον γάρ Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή…. Ούτω και ο Χριστός πρό της σαρκώσεως εν ταίς θείαις γραφαίς ως είς ωνόμασται..»242. [ΝΑ ΚΑΙ Η ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΨΕΥΔΗ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΕΝΣΑΡΚΩΘΕΝΤΑ ΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΥΙΟΥ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΘΕΙ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ  ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΧΑΡΙΝ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ]

ε. Λάθος Τριαδολογία, εσφαλμένη Χριστολογία

Λίγα χρόνια αργότερα ο Μέγας Αθανάσιος αντιμετωπίζοντας τους αρειανούς της εποχής του, είχε αντιληφθεί ότι η συγκεκριμένη χριστολογική αντίληψη του Αρείου αλλά και του συνεχιστή του, Ευνομίου, αποτελούσε επισφράγισμα της λανθασμένης Τριαδολογίας τους, εφόσον κάθε αμφισβήτηση της θεότητος του Χριστού, προκαλεί σύγχυση στην κατανόηση του Τριαδολογικού δόγματος: «Πράγματι ο Άρειος υποστήριζε ότι ο Λόγος δεν είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, αλλά είναι κτίσμα και ποίημά του “…ούκ έστιν ίδιος της ουσίας του Πατρός, κτίσμα γάρ εστί και ποίημα. Και ουκ έστιν αληθινός Θεός ο Χριστός, αλλά μετοχή και αυτός εθεοποιήθη”243. Όπως κάθε κτίσμα, έτσι και ο Υιός είναι τρεπτός και αλλοιωτός κατά φύσιν, “… ότε μέντοι θέλει, δύνασθαι τρέπεσθαι και αυτός ο Λόγος εστί τρεπτός, τω δε ιδίω αυτεξουσίω έως βούλεται, μένει καλός”244. Για να αποδείξει την κτιστότητα του Λόγου, ο Άρειος χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη χριστολογική αντίληψη και απέδωσε όλες τις ανθρώπινες ιδιότητες και τα πάθη του Χριστού στον ίδιο το Λόγο»245.[ΔΗΛ. Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑ ΑΡΕΙΟΣ;] Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΓΕΙ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΣΤΗΝ ΑΙΔΙΟ ΤΡΙΑΔΑ , ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ;

στ. Κεφαλή της εκκλησίας, η Θεϊκή υπόστασις του Χριστού

Σημαντικό επίσης, είναι να τονιστεί ότι, κεφαλή της εκκλησίας δεν είναι η ανθρώπινη φύση του Χριστού. «Ος ερρύσατο ημάς εκ της εξουσίας……εν ώ έχομεν την απολύτρωσιν,την άφεσιν των αμαρτιών……Ος εστίν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ότι εν αυτώ εκτίστη τα πάντα…… τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται, και αυτός εστί πρό πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε, και Αυτός εστίν η Κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας…»246. Και αυτό γιατί μόνο ως Θεός μπορεί να είναι κεφαλή της Εκκλησίας. «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ως Αρχηγός….. δέν δύναται παρά να είναι Θεός….. διότι μόνον ο Θεός διαμένει εις τον αιώνα και δύναται να ιδρύσει Εκκλησίαν Αιωνίαν, περιλαμβάνουσα τους απ’ αρχής πιστούς μέχρι των εσχάτων.».247 Κεφαλή της Εκκλησίας συνέπεια της Ανάρχου και Προαιώνιας Υπόστασις Του , είναι ο Όλος Χριστός.
Αν όμως θελήσουμε, επιμένοντας, να δούμε το θέμα και από την άποψη της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, τότε πάλι καταλήγουμε στο ίδιο σημείο. Στην ανθρώπινη φύση Του, πάλι βρίσκεται σαρκούμενη στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Λόγου, ολόκληρος η Αγία Τριάς, « και ότε λέγει ο Απόστολος, «ότι εν Χριστώ κατοικεί πάν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς», εν τη σαρκί αυτού κατοικεί πάν το πλήρωμα της Θεότητος νοητέον»248. Με όποιο τρόπο λοιπόν προσεγγίσει κάποιος τον Χριστό, οδηγείται στο Θεϊκό Του πρόσωπο, το οποίο ενεργεί και υποστασιάζει και τις δύο φύσεις Αυτού249.[ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΓΟΣ. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΕΝΑ ΓΝΩΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ. ΑΛΛΟ ΟΜΩΣ ΝΑ ΛΕΜΕ ΟΤΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΧΕΙ ΣΑΝ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΛΕΜΕ ΟΤΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ, ΔΗΛ. ΠΡΟΑΙΩΝΙΟΣ ΧΑΡΙΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΘΕΩΣΗ. ΝΑ ΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕ ΔΗΛ. ΟΤΙ ΘΕΟΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΤΗΣ ΑΥΤΗΣ Ο ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ Ο ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΟΜΟΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΟΣ, ΚΑΤΑΡΓΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ. ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΛΟΓΟ. ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ: ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΗΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΙ ΘΕΟΣ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΙΗΣΟΥ, ΕΚΟΥΣΙΑ, ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΚΟΥΣΙΟ ΕΡΧΟΜΟ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ. ΑΥΤΗ Η ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΥΣΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΕΚΟΥΣΙΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΕΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΚΑΘΙΣΤΑ ΑΙΩΝΙΟ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟ ΤΟ ΑΚΟΥΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ].

ζ. Ορθόδοξη θεολογία και σχολαστικισμός

Βέβαια εδώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι φαίνεται ξεκάθαρα ένας «ορθόδοξος» σχολαστικισμός. Ο ισχυρισμός ότι κεφαλή της εκκλησίας είναι μόνον η ανθρώπινη φύση του Χριστού250, δεν είναι απαραίτητο να δηλώνεται ξεκάθαρα. [Ο ΑΝΑΣΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΘΕΟΦΟΒΕ] Αυτό είναι άλλωστε και ενάντια στην κοινή συνείδηση του απλού ορθοδόξου λαού. Μπορεί απλά να αποτελεί λογική συνέπεια εσφαλμένων, ορθοδόξων φαινομενικά, δογματικών θέσεων.

Σε αυτό το σημείο αρκεί να αναφέρουμε την περίπτωση του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά ο οποίος στην πολεμική του ενάντια στο περίφημο έργο του Βαρλαάμ, ορθόδοξο κατά τους περισσοτέρους συγχρόνους του, «κατά Λατίνων» (contra latinos), διέκρινε την αίρεση μόνον στον τρόπο προσεγγίσεως του Θεού μέσω της διαλεκτικής και όχι της πατερικής αποδεικτικής-εμπειρικής μεθόδου251. Το γεγονός ότι ξεκινώντας από αυτό, το φαινομενικά όχι τόσο σημαντικό γεγονός, κατέληγε η διδασκαλία του Βαρλαάμ να απορρίπτει τη σύνολη πατερική παράδοση, δυστυχώς δεν έγινε στην αρχή αντιληπτό από κανέναν σχεδόν σύγχρονό του, γι’ αυτό και πολεμήθηκε ο άγιος και από «ορθοδόξους» της εποχής του.

Αυτός λοιπόν ο σχολαστικισμός, σαν θεολογική σκέψη προτάσσει μόνο μια διαλεκτική και νοητική πορεία στα πλαίσια της οποίας η προσέγγιση του Θεού μπορεί να γίνει μόνο διαμέσου των κτιστών πραγμάτων γιατί απλά καμία Θεοφάνεια ή θέα του Θεού δεν είναι όχι μόνον κατανοητή, αλλά ούτε καν αντιληπτή252. Οι πατέρες της Εκκλησίας μιλούν για «κατάφαση» και «απόφαση» της θεολογίας. Αυτές οι δύο όμως είναι παντελώς αντίθετες προς την θετική θεολογία (theologia affirmativa) και αρνητική θεολογία (theologia negativa) του σχολαστικισμού στις οποίες κυριαρχεί μόνο η διαλεκτική και νοητική αναγωγή προς το Θεό. [Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ; ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΚΤΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΟΥΝ ΤΗΝ ΑΛΟΓΗ. ΔΙΑΛΟΓΟΣ;]

η. Θεοτόκος και Θεάνθρωπος

Σε κάθε περίπτωση, μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς είναι δυνατόν να δέχεται κάποιος την Παναγία ως Θεοτόκο, παρότι γέννησε τον Θεάνθρωπο Χριστό και ταυτόχρονα να μην μπορεί να δεχτεί ότι ο ίδιος Θεάνθρωπος Χριστός είναι προαιώνιος.[ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΓΕΝΝΗΣΗ, ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, ΑΝΑΣΤΑΣΗ; Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΝΕΛΗΦΘΗ  ΙΔΙΟΣ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΗΛΘΕ; ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΤΜΑΝ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΜΕΤΕΜΨΥΧΩΣΗ ΤΟΥ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΛΛΑΖΕΙ ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ, ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟ ΜΠΡΑΜΑΝ ΑΠΑΡΑΛΛΑΧΤΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΞΕΙ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ;] Φυσική συνέπεια λοιπόν, για όποιον τυχόν δεν δέχεται ότι ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι προαιώνιος Θεός, είναι το να μην θεωρεί την Παναγία Θεοτόκο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας αφιέρωσε την ζωή του για τον όρο «Θεοτόκος», αρνούμενος στον θεολογικό του αντίπαλο Νεστόριο, τον όρο «Χριστοτόκος», τον ίδιο που χρησιμοποιούσε και ο ίδιος, αλλά με την ορθόδοξη έννοια του πριν εμφανιστεί το πρόβλημα της αμφισβήτησης του προσώπου του Χριστού. Βέβαια για τον Νεστόριο που κατέτασσε τον Κύριλλο με τους Αρειανούς και τους Απολιναριστές, στο θέμα του θεοπασχητισμού, το πρόβλημα προέρχοταν από τον υποστατικό τρόπο ένωσης των δύο φύσεων, τρόπος που εκφράζεται πλήρως από τον όρο «Θεοτόκος». Σύμφωνα με αυτόν, αυτός ο όρος, που σημειωτέον τον θεωρεί έξω της παραδόσεως, έχει μονοφυσιτικές ρίζες και προέλευση ως προκαλών «κράση» του Θεού με τον άνθρωπο, του κτιστού με το άκτιστο.[ΞΕΧΝΟΥΝ ΕΠΙΤΗΔΕΙΩΣ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ Η ΟΠΟΙΑ ΕΔΩΣΕ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΤΟ ΘΕΩΜΕΝΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΤΑ ΔΙΑΒΛΗΤΑ ΜΑΣ ΠΑΘΗ.]

Κατά συνέπεια καταργείται η διάκριση των φύσεων, η οποία κατάργηση αποδίδει τα πάθη της ανθρωπότητας στη θεότητα εφόσον όλα λέγονται και γίνονται από έναν, όχι όμως κατά την αξία της συνάφειας αλλά κατά φύσιν: «…ίνα δε αυτό σαφέστερον και πάσιν ευληπτότερον είπω, τοις Αρείου και Ευνομίου και Απολιναρίου και πάντων (σ.σ. εδώ στρέφεται και κατά του αγίου Κυρίλλου) τοις χοροίς των της τοιαύτης φατρίας σπουδή το Θεοτόκος, εισάγειν, ως κράσεως γινομένης και των δύο φύσεως μη διαιρουμένων, μηδέν των ευτελών εις την ανθρωπότητα λαμβάνεσθαι και χώραν αυτούς λοιπόν κατά της θεότητος έχειν, ως πάντων λεγομένων παρ’ ενός, ού κατά την από της συναφείας αξίας, αλλά κατά την φύσιν»253. «Πράγματι, ο επίσκοπος Αλεξανδρείας αποκαλεί την Παρθένο «Θεοτόκο» γιατί γέννησε το Θεό Λόγο ενωμένο «καθ’ υπόστασιν» με τη σάρκα254. Η ένωση, όμως, έγινε «ατρέπτως», «ασυγχύτως»255, «αχωρίστως» και «αδιαιρέτως»256, έτσι ώστε να μείνει ό Λόγος του Θεού «τούθ’ όπερ εστί», επειδή η φύση του είναι αναλλοίωτη και ανεπίδεκτη μετατροπής ή μεταβολής. Η σάρκωση, λοιπόν του Λόγου του Θεού δε θεωρείται ως τροπή ή μεταχώρηση ούτε, βέβαια, ως σύγχυση με τη σάρκα, αλλά ως ένωση κάποιων στοιχείων(«πραγμάτων») στο ένα και μόνο πρόσωπο του Χριστού257»258. [ΔΗΛ. ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΑΔΕΙΑΣΕΙ Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ, ΕΠΙΝΟΟΥΜΕ ΜΙΑ ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΝΑΡΩΤΗΘΟΥΜΕ ΓΙΑΤΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕ Ο ΥΙΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ Ο ΠΑΤΗΡ Ή ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ;]

θ. Το προϋπάρχων πρόσωπο του Χριστού, η αρχή και το τέλος των πάντων

Εδώ πρέπει να τονιστεί πάλι, ότι κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Όλος Χριστός και όχι κάποια από τις δύο φύσεις. Ο όλος Χριστός είναι κεφαλή της, γιατί η Θεία του Υπόσταση είναι αυτή που πραγματοποιεί την ένωση των δύο φύσεων. Το προϋπάρχον πρόσωπο του Χριστού είναι αυτό που διασφαλίζει το γεγονός της ύπαρξης της Εκκλησίας του Χριστού προ Χριστού. Πάνω σε αυτό το Πρόσωπο «εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου»,(Εφες.1,3-4). «Ο Μέγας Αθανάσιος, απαντώντας στον Άρειο, κάνει μια ρωμαλέα εφαρμογή της περικοπής αυτής. Ο Λόγος, που προόρισε «προ καταβολής κόσμου» τα μέλη της εκκλησίας, ήταν «πρό του αιώνος» και είχε «προτετυπωμένους» στον ίδιο τον εαυτό του τους ανθρώπους, ως «δημιουργικούς λόγους».

Δεν ήταν δυνατόν να γίνει η υιοθεσία και ο δικός μας «προορισμός» χωρίς να προϋπάρχει το πρόσωπο του Χριστού (ως άσαρκου εδώ λόγου), προοριζόμενο το ίδιο να επιτελέσει τούτο το έργο. «Πως ουν εξελέξατο, πρίν γενέσθαι ημάς ει μη, ως αυτός είρηκεν, εν αυτώ ήμεν προτετυπωμένοι. Πως δε όλως, πρίν ανθρώπους κτισθήναι, ημάς προώρισεν εις υϊοθεσίαν, ει μη αυτός ο Υϊός προ του αιώνος τεθεμελίωτο, αναδειξάμενος την υπέρ ημών οικονομίαν? Ή πως, ως επιφέρει λέγων ο Απόστολος, εκληρώθημεν προορισθέντες, ει μη αυτός ο Κύριος, προ του αιώνος, ην θεμελιωτής, ώστε αυτόν πρόθεσιν έχει υπέρ ημών πάντα τον καθ’ ημών κλήρον του κρίματος αναδέξασθαι δια της σαρκός, και λοιπόν ημάς εν αυτώ υϊοποιηθήναι;»( Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών 2 P.G. 26, 308B.)» 259.
«Η εκκλησία λοιπόν αρχίζει με την δημιουργία»260 διότι ο σκοπός της δημιουργίας ήταν η κοινωνία του Θεού με όλα τα κτιστά και λογικά όντα, δηλαδή η θέωση αυτών. Ή ο κόσμος δια την Εκκλησία και όχι η Εκκλησία διά τον κόσμο, όπως τονίζει ο Αγ. Χρυσόστομος261. Και αν θέλουμε να είμαστε πιο κοντά στην ορθόδοξη κτισιολογία και ανθρωπολογία, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά «ο άνθρωπος φτιάχτηκε εξαρχής για τον Χριστό, όπως , άλλωστε και ο κόσμος ολόκληρος, αλλά ακόμη και αυτοί οι άγγελοι φτιάχτηκαν εξαρχής, πρίν από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο… Έτσι ο Χριστός, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, αποδεικνύεται η αρχή και το τέλος όχι μόνον των ανθρώπων, αλλά των πάντων»262.[ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ] [ΑΡΧΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΔΕΝ ΤΗΝ ΚΑΘΙΣΤΑ ΠΡΟΑΙΩΝΙΟ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ]

 Γιατί ο Θεός έγινε Άνθρωπος; (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής)

  

"Τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον, δι᾿ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος"
«᾿Αλλὰ μὲ τὸ πολύτιμο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσιάστηκε σὰν ἀμνὸς ἄμωμος καὶ ἄσπιλος, κι ἦταν βέβαια προορισμένος πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ φανερώθηκε γιὰ χάρη μας αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια»1. 

Προορισμένος ἀπὸ ποιόν;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς τὸ ὀνόμασε Χριστὸ καὶ τὸ βεβαιώνει μὲ σαφήνεια ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «τὸ μυστικὸ σχέδιο, ποὺ ἦταν κρυμμένο ἀπὸ ὅλες τὶς γενεές, φανερώθηκε τώρα»2, ἐννοώντας δηλαδὴ ὡς τὸν Χριστό, τὸ μυστικὸ σχέδιο μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸ εἶναι ὁλοφάνερα ἡ ἄρρητη καὶ ἀκατάληπτη ὑποστασιακὴ ἕνωση τῆς θεότητας καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ταυτότητα πλήρη τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὴ θεότητα ἐξαιτίας τῆς ὑπόστασης καί, κάνοντας μία τὴν ὑπόσταση τὴ σύνθετη ἀπὸ τὰ δύο, χωρὶς ἡ φυσικὴ διαφορὰ τῆς οὐσίας τους νὰ προκαλέσει σ᾿ αὐτὴν καμμιὰ μείωση σὲ ὁτιδήποτε. 
Τὸ μυστήριο τοῦτο [τοῦ Χριστοῦ] προγνώριζε ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα.
῾Ο Πατέρας γιατὶ ἔτσι εὐδόκησε, ὁ Υἱὸς γιατὶ ἦταν ὁ αὐτουργός, καὶ τὸ Πνεῦμα γιατὶ συνεργαζόταν σ᾿ αὐτό. Γιατὶ εἶναι μία ἡ γνώση τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ εἶναι μία καὶ ἡ οὐσία καὶ ἡ δύναμη. Δὲν ἀγνοοῦσε δηλαδὴ ὁ Πατέρας ἢ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, γιατὶ ὑπῆρχε σὲ ὁλόκληρο τὸν Υἱό, ποὺ αὐτουργοῦσε τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας μὲ τὴ σάρκωσή Του, ὅλος κατὰ τὴν οὐσία Του ὁ Πατέρας, ὄχι βέβαια μὲ σάρκωσή Του, ἀλλὰ εὐδοκώντας γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, καὶ ὁλόκληρο τὸ ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὴν οὐσία Του ὑπῆρχε στὸν Υἱό, ὄχι λαμβάνοντας σάρκα, ἀλλὰ συνεργώντας μὲ τὸν Υἱὸ στὴν ἀπόρρητη γιὰ μᾶς σάρκωσή Του.
Εἴτε λοιπὸν πεῖ κάποιος Χριστό, εἴτε μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τὴν πρόγνωση γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὴν οὐσία τὴν ἔχει μόνη ἡ ἁγία Τριάδα, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κι ἄς μὴν ἀναρωτηθεῖ κανένας πῶς ὁ Χριστός, ἐνῶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα, γίνεται ἀντικείμενο πρόγνωσής της, ἔχοντας ὑπόψη ὅτι δὲν ἔγινε πρόγνωση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀνθρώπου, ἔγινε δηλαδὴ πρόγνωση τῆς κατ᾿ οἰκονομίαν σάρκωσής του γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὅ,τι ὑπάρχει αἰώνια ποτὲ δὲν προγνωρίζεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο αἰώνιο. Γιατὶ ἡ πρόγνωση γίνεται γιὰ ὅσα ἔχουν ἀρχὴ στὸ εἶναι καὶ γιὰ κάποια αἰτία. 
Προγνωρίσθηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἀπὸ πρὶν ὄχι γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἦταν κατὰ φύση γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ ποὺ φάνηκε ὅτι ἔγινε ἀργότερα γιὰ μᾶς κατ᾿ οἰκονομία. ῎Επρεπε δηλαδὴ ἀληθινὰ ὁ φυσικὸς δημιουργὸς τῆς οὐσίας τῶν ὄντων νὰ γίνει αὐτουργὸς καὶ τῆς κατὰ χάρη θέωσης τῶν δημιουργημάτων, ὥστε ὁ δωρητὴς τοῦ εἶναι νὰ φανεῖ δωρεοδότης καὶ τῆς μακαριότητας. ᾿Επειδὴ λοιπὸν κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν γνωρίζει καθόλου τὸν ἑαυτό του ἢ κάποιο ἄλλο τί εἶναι ὡς πρὸς τὴν οὐσία, εἶναι εὔλογο ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν ἔχει κατὰ τὴ φύση τὴν ἱκανότητα πρόγνωσης κανενὸς ἀπὸ ὅσα θὰ γίνουν, πλὴν μόνο ὁ Θεὸς ὁ πάνω ἀπὸ τὰ ὄντα, ποὺ καὶ τὸν ἑαυτό Του γνωρίζει τί εἶναι κατὰ τὴν οὐσία καὶ γιὰ ὅλα ὅσα δημιούργησε καὶ πρὶν ἀκόμα γίνουν εἶχε ἀπὸ πρὶν τὴ γνώση τῆς ὕπαρξής τους κι ἔμελλε κατὰ χάρη νὰ φιλοδωρήσει τὰ ὄντα μὲ τὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ τῶν ἄλλων, τί εἶναι στὴν οὐσία τους, καὶ νὰ φανερώσει τοὺς λόγους ποὺ ὑπάρχουν ἑνιαῖα σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ πρίν.
Τὸ νὰ λένε μερικοὶ ὅμως πὼς ὁ Χριστὸς εἶχε προγνωσθεῖ πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου ἀπὸ ἐκείνους, στοὺς ὁποίους φανερώθηκε ὕστερα τοὺς τελευταίους καιρούς, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὑπῆρχαν πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου μαζὶ μὲ τὸν προεγνωσμένο Χριστό, αὐτὸν τὸ λόγο σὰν ἐντελῶς ἄσχετο μὲ τὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ κάνει συναΐδια μὲ τὸν Θεὸ τὴν οὐσία τῶν λογικῶν ὄντων, τὸν ἀπορρίπτουμεΓιατὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο νὰ βρίσκονται μὲ τὸ Χριστό, ἔτσι ὅπως αὐτὸς εἶναι, καὶ πάλι νὰ λείψουν τελείως κάποτε ἀπὸ αὐτόν, ἂν βέβαια εἶναι φυσικὸ νὰ γίνει σ᾿ αὐτὸν ἡ ἀποπεράτωση τῶν αἰώνων καὶ ἡ στάση ὅσων κινοῦνται, μέσα στὴν ὁποία κανένα ἀπολύτως ἀπὸ τὰ ὄντα δὲ θὰ ὑπόκειται σὲ μεταβολή. ῾Ο λόγος τῆς Γραφῆς κάλεσε τὸν Χριστὸ ἄμωμο καὶ ἄσπιλο, ἐπειδὴ εἶναι κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴ φύση του τελείως ξένος ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ ἡ ψυχή του δὲν εἶχε μῶμο κακίας οὔτε τὸ σῶμα του σπίλο τῆς ἁμαρτίας.
῾Αγίου Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον Περὶ Διαφόρων ᾿Απόρων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ᾿Ερώτησις Ξʹ.Ε.Π.Ε. τ. 14Γ, σελ. 186-195, Θεσσαλονίκη 1992)

Σημειώσεις