Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας (11)

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας

Κεφάλαιο 1: Η νομιναλιστική επανάσταση και η καταγωγή της νεωτερικότητας γ

Η θεολογική κρίση της ύστερης μεσαιωνικής σκέψης

Συνέχεια από 30 Αυγούστου 2022

Η Εκκλησία προσπάθησε να καταστείλει τον νομιναλισμό, αλλά οι προσπάθειες αυτές είχαν λίγη επίδραση. Η σκέψη του Ockham λογοκρίθηκε το 1326 και είχε επανειλημμένως καταδικαστεί από το 1339 έως το 1347, αλλά η επίδραση της συνέχισε να μεγαλώνει, και στα 150 χρόνια μετά το θάνατο του, ο νομιναλισμός είχε καταστεί το πιο ισχυρό πνευματικό κίνημα στην Ευρώπη. Στην Αγγλία υπήρχε μια ισχυρή παράδοση, στηριζόμενη στη σκέψη του Ockham, που άρχισε το πρώτο μισό του 14ου αιώνα υπό την ηγεσία του Thomas Bradwardine (αρχιεπίσκοπος του Canterbury), Robert Holcot και Adam Woodham. Οι οπαδοί του Ockham στο Παρίσι κατά τον 14ο αιώνα ήταν επίσης ισχυροί και σε αυτούς περιλαμβάνονταν οι Nicholas του Autrecourt, John Buridan, John του Mirecourt και αργότερα Peter D`Ailly, Jean Gerson και Marsilius του Inghen (ενεργός και στη Χαϊδελβέργη). Στη Γερμανία υπήρχε μια ισχυρή νομιναλιστική παράδοση, ιδιαίτερα στα τέλη του 14ου και κατά τον 15 αιώνα, που κατέληξε στον Gabriel Biel. Η επίδραση του νομιναλισμού εκτός της Ισπανίας και της Ιταλίας ήταν τέτοια, ώστε την εποχή του Λούθηρου στη Γερμανία υπήρχε μόνο ένα πανεπιστήμιο στο οποίο δεν κυριαρχούσαν οι νομιναλιστές.

Ενώ ο νομιναλισμός υπέσκαπτε τον αρμονικό χριστιανικό κόσμο που ανέπτυξε ο σχολαστικισμός (συχνά με μορφή πολύ λιγότερο αρμονικών πολιτικών και θρησκευτικών πραγματικοτήτων), και με τον τρόπο αυτό δημιούργησε μια επανάσταση μέσα στον Χριστιανισμό, δεν ήταν απλά καταστροφικός. Ο νομιναλισμός δεν παρουσίαζε μόνο μια νέα θεώρηση περί Θεού, αλλά και μια νέα θεώρηση του τι σήμαινε να είσαι άνθρωπος, πράγμα που έδωσε πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην ανθρώπινη βούληση. Όπως το επεσήμανε ο Antony Levi, ο σχολαστικισμός από τον 13ο αιώνα και μετά, δεν είχε ποτέ στη διάθεση του την ψυχολογία, που θα μπορούσε να εξηγήσει την πράξη ως λογική και βουλητική. Για τον σχολαστικισμό, τόσο η βούληση του Θεού όσο και του ανθρώπου, μπορούσαν να κάνουν είτε τα πάντα είτε τίποτα. Ο Ακινάτης ισχυρίστηκε ουσιαστικά το τελευταίο. Ο Scotus (στηριζόμενος στην έμφαση που έδωσε ο Bonaventura στην ανεξαρτησία του Θεού από τη δημιουργία του) και κατόπιν ο Ockham, διαβεβαίωσαν τη ριζική ελευθερία της θείας βουλήσεως. Τονίζοντας τον κεντρικό χαρακτήρα της θείας βουλήσεως, έδωσαν και οι δυο νέα σημασία και νομιμοποίηση στην ανθρώπινη βούληση. Οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα του Θεού, και όπως ο Θεός ήταν κυρίως βουλητικά παρά λογικά όντα. Αυτή η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής, είχε ανέκαθεν θεωρηθεί πως παίζει ρόλο στα κοσμικά πράγματα, αλλά ο ορθόδοξος Χριστιανισμός αρνήθηκε πως οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι να αποδεχθούν ή να απορρίψουν την χάρη που δικαιώνει. Αν όμως οι άνθρωποι ήταν αληθινά ελεύθεροι, όπως πολλοί νομιναλιστές πίστευαν, τότε ήταν κατανοητό πως μπορούσαν να επιλέξουν να δράσουν με τρόπους που θα αύξαναν τις πιθανότητες σωτηρίας τους.

Ενώ η θέση αυτή ήταν λογική, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής όμως, η άποψη αυτή ήταν ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη, καθώς πλησίαζε επικίνδυνα τον Πελαγιανισμό, που είχε καταδικαστεί από τον Αυγουστίνο και σχεδόν κάθε ορθόδοξο θεολόγο μετά από αυτόν. Παρά τις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις από τον Ockham και τους οπαδούς του, πως ο Θεός με κανένα τρόπο δεν ανταποκρίνεται στον άνθρωπο, και επομένως δεν μπορεί να επηρεασθεί με κανένα τρόπο από την ανθρώπινη βούληση, όσο ελεύθερη και να είναι, οι νομιναλιστές δέχονταν διαρκείς επιθέσεις από τους πελαγιανούς. Αυτό σχετιζόταν εν μέρει με την ερμηνεία που έδιναν στον άνθρωπο, που τον θεωρούσαν μάλλον βουλητικό παρά λογικό ον, οφειλόταν όμως και στο γεγονός, πως κάποιοι νομιναλιστές εύρισκαν δύσκολο να ανεχθούν ένα Θεό που ήταν τρομακτικός και ανήλεος, βασίζοντας την επιχειρηματολογία τους όχι στη θεολογία, αλλά απλώς στο πρακτικό δεδομένο, πως ο Θεός δεν θα αρνηθεί τη σωτηρία σε κάποιον που τα έδωσε όλα ή έκανε ότι εξαρτιόταν από αυτόν: «Facientibus quod in se est, deus non denegat gratiam» (Αν κάνεις ότι εξαρτάται από σένα, ο Θεός δε θα αρνηθεί την χάρη Του».) Αυτή ήταν η λεγόμενη αρχή του Facientibus. Μια τέτοια άποψη φαινόταν πως υπονοεί, ότι υπάρχουν κάποιες σταθερές-κανόνες για τη σωτηρία, αλλά οι σταθερές αυτές είναι εντελώς ατομικές για τον καθένα. Αυτό σημαίνει για ένα άνθρωπο πως έδωσε τα πάντα, μπορεί να είναι αρκετά διαφορετικό για κάποιον άλλο. Με τον τρόπο αυτό είχε παρθεί από τα χέρια της Εκκλησίας ο ορισμός της αγιότητας και της αμαρτωλότητας. Καμιά φιλανθρωπία δεν ήταν αναγκαία για τη σωτηρία, γιατί ο Θεός στην παντοδυναμία Του μπορούσε να αναγνωρίσει κάθε απατηλή πράξη ως επαρκή, και το πιο σημαντικό, μπορούσε να αναγνωρίσει κάθε πράξη ως απατηλή. Η αρχή του Facientibus όχι μόνο υπέσκαπτε την πνευματική (και ηθική) αυθεντία της Εκκλησίας, αλλά υπερασπιζόταν μια έννοια της σωτηρίας που ήταν επικίνδυνα κοντά στον Πελαγιανισμό.

Παρά τα φαινόμενα, η θεώρηση του νομιναλισμού ως εντελώς διαποτισμένου από τον Πελαγιανισμό είναι εσφαλμένη. Ενώ οι ύστεροι νομιναλιστές, όπως ο Gabriel Biel, προωθούσαν πράγματι μια πελαγιανική ιδέα περί σωτηρίας, ο Ockham και οι ακόλουθοι κατά τον 14ο και 15ο αιώνα όχι. Η έμφαση που έδιναν στην θεία παντοδυναμία άφηνε απλώς πολύ λίγο χώρο για οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης βούλησης. Είναι αλήθεια πως αναγνωρίζοντας το πόσο σημαντική είναι η ανθρώπινη βούληση, φαινόταν ότι εισηγούνται πως τα ανθρώπινα όντα μπορούσαν να κερδίσουν τη σωτηρία τους, αυτή η άποψη όμως μετριαζόταν από τον ισχυρισμό, πως όλα τα γεγονότα και επιλογές ήταν προορισμένα από το Θεό. Ενώ φαινόταν πως η διδασκαλία τους άνοιγε χώρο για την ανθρώπινη ελευθερία, αυτό αναιρούνταν από την προσκόλληση τους στην θεία δύναμη που καθόριζε απολύτως τα πάντα, το έκανε όμως με ένα τυχαίο, και για το λόγο αυτό απρόβλεπτο τρόπο.

Με αυτή την έμφαση στον θεϊκό ντετερμινισμό, ο νομιναλισμός μπόρεσε να αποφύγει τον Πελαγιανισμό, το κόστος όμως ήταν μεγάλο, καθώς η έννοια του προορισμού δεν απάλλαξε μόνο τον άνθρωπο από κάθε ηθική υπευθυνότητα, αλλά κατέστησε το Θεό υπεύθυνο κάθε κακού. Ο Ιωάννης του Mirecourt θεωρούσε το συμπέρασμα αυτό ως την αναπόφευκτη συνέπεια του δικού του νομιναλισμού, παραδεχόμενος πως ο Θεός καθόριζε τι θα λογαριαζόταν ως αμαρτία και ποιος θα δρούσε αμαρτωλά. Ο Nicholas d`Autrecourt πήγε ακόμα πιο πέρα, δηλώνοντας πως ο Θεός ήταν η αιτία της αμαρτίας. Ενώ το συμπέρασμα αυτό δεν τονίστηκε για ευνόητους λόγους από τους περισσότερους νομιναλιστές, ήταν υπερβολικά σημαντικό ώστε να παραμείνει για πολύ κρυμμένο, και αναδύθηκε με όλη του τη δύναμη την περίοδο της Μεταρρύθμισης.

Ο νομιναλισμός προσπάθησε να σκίσει το πέπλο του ορθολογισμού από το πρόσωπο του Θεού, με σκοπό να βρει τον αληθινό Χριστιανισμό, κάνοντας το όμως αποκάλυψε ένα άστατο Θεό, τρομερό στη δύναμη του, άγνωστο, απρόβλεπτο, χωρίς περιορισμούς από τη φύση ή τη λογική, και αδιάφορα για το καλό και το κακό. Η άποψη αυτή περί Θεού μετέτρεψε την τάξη της φύσεως σε ένα χάος των ατομικών όντων, και την τάξη της λογικής σε μια απλή αλυσίδα ονομάτων. Ο άνθρωπος είχε εκθρονιστεί από την υψηλή του θέση στην φυσική τάξη των πραγμάτων, εγκαταλελειμμένος στο άπειρο σύμπαν, χωρίς φυσικό νόμο να τον καθοδηγεί και χωρίς βέβαιο μονοπάτι προς τη σωτηρία. Δεν εκπλήσσει λοιπόν, πως για όλους, εκτός για τους πιο ακραίους ασκητές και μυστικούς, αυτός ο σκοτεινός Θεός του νομιναλισμού αποδείχθηκε πηγή φόβου και ανασφάλειας.

Ενώ η επίδραση της νέας αυτής άποψης περί Θεού αντλούσε μεγάλο μέρος της ισχύος της από τη δύναμη της ίδιας της ιδέας και από την θεμελίωση της στις Γραφές, οι συνθήκες της ζωής στο δεύτερο μισό του 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα, έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην επιτυχία της. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, τρία μνημειώδη γεγονότα: η μαύρη πανώλη, το Μεγάλο Σχίσμα και ο Εκατονταετής Πόλεμος, συντάραξαν τα θεμέλια του μεσαιωνικού πολιτισμού, που είχαν αποδυναμωθεί από την αποτυχία των Σταυροφοριών, την επινόηση της πυρίτιδας και η σοβαρή καταστροφή που επέφερε η μικρή παγετώδης περίοδος στην αγροτική οικονομία, που ήταν το θεμέλιο της ζωής στα φέουδα. Ενώ μια τέτοια αντίληψη περί Θεού θεωρήθηκε παράλογη κατά τον 12ο και 13ο αιώνα, οι καταστροφές κατά την περίοδο που ακολούθησε βοήθησαν στο να γίνει πιστευτός ένας τέτοιος Θεός.

Ενώ ο Μεσαίωνας τελείωσε με το θρίαμβο αυτής της νομιναλιστικής αντίληψης περί Θεού, το εγχείρημα του σχολαστικισμού δεν εξαφανίστηκε έτσι απλά. Στην πραγματικότητα αναβίωσε αρκετές φορές, χωρίς ποτέ να έχει τις ίδιες παγκόσμιες φιλοδοξίες. Ακόμα και ο Francisco Suarez, ο μεγαλύτερος υπερασπιστής του Ακινάτη και ο τελευταίος μεγάλος σχολαστικός, ήταν οντολογικά νομιναλιστής. Στο ένα επίπεδο υποστήριζε τον θωμιστικό ρεαλισμό, αποδεχόμενος την ύπαρξη των καθόλου έξω από τη διάνοια, αλλά σε ένα βαθύτερο επίπεδο, έστριβε το επιχείρημα αυτό με νομιναλιστικό τρόπο, ισχυριζόμενος πως κάθε ατομικό ον είναι ένα καθόλου. Ο κόσμος στον οποίο γεννήθηκε η νεωτερικότητα δεν ήταν ένας κόσμος του σχολαστικισμού, αλλά του σχολαστικισμού που είχε ανατραπεί. Η κατάρρευση του σχολαστικισμού δεν συνέβη βέβαια μεμιάς, ή μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά είχε δρομολογηθεί για τα καλά προς το τέλος του 14ου αιώνα.

Τέλος υποκεφαλαίου
Συνεχίζεται με: Από την Avignon στον μοντέρνο κόσμο

ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΠΛΕΟΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ, Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ, Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ, Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ. ΤΑ ΚΑΤΑΒΡΟΧΘΙΣΕ ΟΛΑ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ Ο ΘΕΟΣ, ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ ΜΕ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΒΟΥΛΗΣΗ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΤΑΥΤΙΣΤΗΚΕ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: