Συνέχεια από: Εισαγωγή
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
§ 1. Ἡ θεολογία τῆς ἑνότητας
Ἀπὸ τὶς πρῶτες στιγμὲς τοῦ ἱστορικοῦ της βίου ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴ συνείδηση ὅτι ἡ ἑνότητά της δὲν εἶναι γεγονὸς ἰδεολογικῆς ἁπλῶς ὁμοιογένειας ἢ ἀποτέλεσμα ὀργανωτικῆς διάρθρωσης. Οἱ πρῶτες χριστιανικές κοινότητες δὲν ἐμφανίζονται στὴν Ἱστορία οὔτε σὰν ἰδεολογικὸ κίνημα, οὔτε σὰν ταξικὴ ὀργάνωση, οὔτε καὶ σὰν καινούργιος «θρησκευτικός» θεσμὸς τοῦ κοινωνικοῦ βίου. Τὸ ὄνομα ποὺ ἐκφράζει τὴν κοινωνιολογικὴ - ἱστορική, ἀλλὰ καὶ τὴν οὐσιαστικὴ ταυτότητα τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων εἶναι ἡ ἑλληνικὴ λέξη ἐκκλησία. Καὶ ἐκκλησία σημαίνει σύναξη, συναγωγή, ἕνα ἀφετηριακὸ γεγονὸς κοινωνίας καὶ ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων, πρὶν ἀπό κάθε ἄλλο προσδιορισμό3.[ΚΑΛΕΣΕ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥ, ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ, ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΒΑΠΤΙΣΕ ΕΚ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΚΑΙ ΚΑΤΕΣΤΗ Ο ΝΟΝΟΣ ΤΟΥΣ, Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ]Ἡ Ἐκκλησία εἶναι δημιουργία κοινωνίας, ἑνὸς συγκεκριμένου τρόπου ἀνθρώπινης κοινωνίας. Αὐτὸς ὁ τρόπος τείνει νὰ πραγματώση δυναμικὰ τὴν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων ὄχι σὰν συμβατική συμβίωση ἢ ἀποτέλεσμα ἰδεολογικῶν καὶ βιοτικῶν συνθηκῶν, ἀλλὰ ὡς ὑπαρκτικὸ γεγονός: Τὴν ἑνότητα ὡς ὀντολογικὴ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τὸν «κατὰ φύσιν» καὶ «κατ' ἀλήθειαν» τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου.[ΦΟΒΕΡΗ ΟΜΟΒΡΟΝΤΙΑ. ΕΤΣΙ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ, ΡΙΧΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤ' ΑΝΑΛΟΓΙΑΝ]
Η πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας διαφέρει ἀπὸ τὰ πολιτικὰ καὶ ἰδεολογικὰ συστήματα κοινωνικῆς ὀργάνωσης ἀκριβῶς ὡς πρὸς τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τῆς ἑνότητας ποὺ ἐπιδιώκει. Οἱ προσπάθειες τῶν ἐπιμέρους ἀνθρώπινων κοινωνιῶν ἢ κοινωνικῶν ὁμάδων, ἔτσι ὅπως ἐκφράζονται στὰ προγράμματα καὶ τὶς ἐπιδιώξεις τῆς πολιτικῆς ἢ στοὺς ἰδεολογικούς στόχους καὶ τὶς φιλοσοφικές τους θεμελιώσεις ἀποβλέπουν στὴ βελτίωση (ὀρθολογικὴ ἢ ἠθική) τῶν ὅρων καὶ τῶν συνθηκῶν τῆς συμβίωσης τῶν ἀνθρώπων, μὲ τελικό σκοπὸ τὴν πληρέστερη ἱκανοποίηση τῶν ἀτομικῶν ἀναγκῶν τῆς κάθε κοινωνικῆς μονάδας.[ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΗΤΑΝ Η ΔΟΞΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ]
᾿Αλλὰ ὅταν ὁ τελικός στόχος τοῦ κοινωνικοῦ βίου καὶ τῆς δυναμικῆς του βελτίωσης εἶναι ἡ ἱκανοποίηση καὶ κατοχύρωση τοῦ ἀτόμου, τότε ἡ ἀλήθεια τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων ἐξαντλεῖται ἀναπόφευκτα στὴ φαινομενολογία τῆς συμβίωσης ἑνὸς ἀθροίσματος ἀτομικοτήτων. [ΧΑΣΑΜΕ ΗΔΗ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ] Η κοινωνική ζωὴ εἶναι τότε ἕνα ἐπιφαινόμενο ἀντικειμενικῶν ρυθμίσεων, τυπικὰ θεσμοποιημένων σχέσεων, ταυτισμοῦ συμφερόντων ἢ ἰδεολογικῶν ἐπιδιώξεων. Μὲ ἄλλα λόγια: Ἡ συμβατικὴ ἀντίληψη τῆς κοινωνικῆς ἑνότητας προϋποθέτει σὰν ὁρισμὸ καὶ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου τὴν αὐτονομημένη ἀτομικότητα, τὴν ὀντική-χρονικὴ ἐκδοχὴ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τὸ ψυχολογικὸ «ἐγώ», τὴν ἱστορικὴ αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου. Ο τρόπος ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀτομικότητα (βιολογική, ψυχολογική, ἱστορικὴ καὶ πάντοτε ὀντικὴ ἀτομικότητα) ποὺ προηγεῖται τοῦ συμβατικοῦ γεγονότος τῆς κοινωνικῆς συμβίωσης. Η κοινωνικότητα, ἔστω καὶ ὡς «εἰδοποιὸς διαφορὰ» τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους, κατανοεῖται σὰν ἰδιότητα τῆς ἀτομικῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου4.
Στοὺς ἀντίποδες βρίσκεται ἡ πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καὶ ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου ποὺ αὐτὴ προϋποθέτει: Προυποθέτει τὴ δυναμικὴ αὐθυπέρβαση τῆς ἀτομικότητας, τὸν ἄνθρωπο ὡς ὑπαρκτικὸ γεγονὸς κοινωνίας καὶ σχέσης. Ὁρισμὸς καὶ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ κοινωνία καὶ σχέση, δηλαδή ή πραγματικότητα τοῦ προσώπου5, ἡ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅπως ἀποκαλύπτεται αὐτὴ ἡ εἰκόνα στὸ ἰδρυτικό γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Ἵδρυτικὸ γεγονὸς τῆς ᾿Εκκλησίας, εἶναι ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ, ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὄχι μιὰ καινούργια θρησκευτική διδασκαλία, ὄχι μιὰ νέα μεταφυσική θεωρία, ἀλλὰ ἕνα γεγονὸς μὲ συγκεκριμένες ἱστορικὲς συντεταγμένες, γεγονὸς ποὺ τέμνει στὰ δυὸ τὴ σύνολη Ἱστορία τῶν ἀνθρώπων: Ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου τῆς Ἰουδαίας, ἐν ἔτει πεντεκαιδεκάτῳ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος6, ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, συγκεκριμένο ἱστορικὸ πρόσωπο, Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς τοῦ Θεοῦ.
Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἱδρύει τὴν Ἐκκλησία: ἀποκαλύπτει ἔνσαρκη μέσα στὴν Ἱστορία τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸν κοινό τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου «ἐνυπόστατον» στὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.[ΤΗΝ ΣΤΑΥΡΩΣΗ. ΤΟΝ ΧΑΡΗΚΑΝ ΠΟΛΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΤΡΟΠΟ ΥΠΑΡΞΕΩΣ]
Τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρώπισης τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει καταρχὴν τὸν ἄχρονο τρόπο τῆς θείας ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη (Α΄ Ἰωαν. 4.8), ἡ ἀγάπη ὄχι σὰν ἠθικὴ ἰδιότητα (ἰδιότητα συμπεριφορᾶς), ἀλλὰ ὡς ὀντολογικὴ πραγματικότητα ποὺ θὰ πῆ: ὑπαρκτικὴ ἀλήθεια, ἀλήθεια ἑνότητας, κοινωνίας καὶ σχέσης7.[ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΟΣΚΟΥΣ ΔΕΧΤΗΚΕ ΜΕ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ Ο ΗΡΩΔΗΣ] Αὐτὴ ἡ ἑνότητα φανερώνει μέσα στὴν Ἱστορία τὴ Θεότητα ὡς Τριάδα Προσώπων καὶ Μονάδα Φύσεως,[ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ] οὐσιαστικὴ Μονάδα καὶ ὑπαρκτικὴ Τριάδα, τριαδική κι ὡστόσο ἑνιαία θέληση καὶ ἐνέργεια. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Ἑνὸς καὶ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται στὸν κενωτικό τρόπο προσλήψεως τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπὸ τὸν Λόγο: Ονομάζουμε κένωση τὴ δυναμικὴ «αὐτοαπόκρυψη» τῆς Θεότητας τοῦ Λόγου στὴ σχέση κοινωνίας μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, σχέση ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ «ἄδειασμα» ἀπὸ κάθε στοιχεῖο ἀτομικῆς αὐτοτέλειας, δηλαδὴ ἕνα καινούργιο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐμπειρία καὶ τὶς ἀνθρώπινες κατηγορίες τρόπο ὑπάρξεως: Εἶναι ὁ ὑποστατικὸς τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Λόγου, ποὺ σαρκοῦται ἐνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος γιὰ νὰ φανερώση τὸν Πατέρα, ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς τριαδικῆς «ἀλληλοπεριχώρησης», τῆς θείας ἀγάπης8.[ΠΟΥ ΣΑΡΚΟΥΤΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ;]
Καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ Ἑνὸς καὶ Τρισυπόστατου Θεοῦ ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια τοῦ ἑνὸς καὶ μυριυπόστατου ἀνθρώπου: [ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠΟ ΕΚΘΕΣΗ ΙΔΕΩΝ] Φανερώνει καὶ ἑρμηνεύει τὸν «κατ᾿ ἀλήθειαν» ἄνθρωπο, τὴν ὑπαρκτικὴ προυπόθεση καὶ τὸ δυναμικό «τέλος» αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ποὺ εἶναι ἡ προσωπική (ὑποστατική καὶ ὄχι ἀτομικὴ) ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ εἰκόνα τῆς τριαδικῆς κοινωνίας στὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου, ἡ συγκεκριμένη ἱστορικὴ πραγματικότητα τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μιὰ δυνατότητα βιωματικοῦ συντονισμοῦ μὲ τὸν ὑποστατικό τρόπο τῆς ὑπάρξεως, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ γνησιότητα τῆς ὑπάρξεως, τὴν «κατὰ φύσιν» καὶ «κατ᾿ ἀλήθειαν» ὕπαρξη.[Η ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΚΕΝΩΣΗ ΛΟΙΠΟΝ ΜΑΛΛΟΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΣΑΡΚΩΘΕΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ] Τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας δὲν εἶναι παρὰ αὐτὸς ὁ βιωματικός συντονισμός μὲ τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ, τὸ «ἄδειασμα» ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς ἀτομικῆς αὐτοτέλειας, τὸ ἐπίτευγμα τῆς προσωπικῆς πληρότητας, ἡ πραγματοποίηση τοῦ τριαδικοῦ πρωτοτύπου τῆς κοινωνίας τῶν ὑποστάσεων.[ΠΩΣ ΝΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΝΩΣΗ; ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ; ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΣΤΟ ΕΙΝΑΙ; ΚΑΤ' ΑΝΑΛΟΓΙΑΝ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ; ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΤΟΛΗ ΑΥΞΑΝΕΣΘΕ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΝΕΣΘΕ;]
Ἡ ἴδια ἡ δυναμικὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσης (τὰ ἔκτακτα φανερώματα τῶν χαρισμάτων της ἢ ἡ βαθύτερη σπουδὴ τῶν ὑπαρκτικῶν της δυνατοτήτων) ἀποκαλύπτει τὸ τριαδικό πρωτότυπο τῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ἡ εἰκόνα τῆς Τριάδος δὲν εἶναι ἐξωτερικὰ ἢ ἐκ τῶν ὑστέρων ἐπιβεβλημένη, κανόνας ἢ σχῆμα ζωῆς, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ γνησιότητα καὶ ἀλήθεια τῆς φύσεώς μας, τὸ ὀντολογικό της πρωτότυπο, ἡ «εὐγένεια» τῆς καταγωγῆς μας. Αὐτὴ τὴ γνησιότητα τῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου τείνει νὰ ἀποκαταστήση δυναμικὰ ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Καὶ ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ ἀποκατάσταση τῆς γνησιότητας καὶ ὄχι γιὰ προσθήκη ἐξωτερικῶν στοιχείων στὴν ἀνθρώπινη φύση (οἱ ὑπαρκτικὲς δυνατότητες ποὺ ἀξιοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία προϋπάρχουν «δυνάμει» στὸν ἄνθρωπο), γι' αὐτὸ καὶ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε μιὰν ἀνταύγεια τῆς ἀλήθειας τῆς ᾿Εκκλησίας ἀκόμα καὶ στὶς πιὸ παρεφθαρμένες μορφὲς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο μιλᾶμε στὸ χῶρο τῆς χριστιανικῆς Θεολογίας καὶ γιὰ προϋπαρξη τῆς Ἐκκλησίας – γιὰ ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστὸ – ὑπογραμμίζοντας τὴν «ἐκκλησιαστικὴ» φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπισημαίνοντας μιὰ κατάσταση γνησιότητας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης πρὶν ἀπὸ τὴν ἀλλοίωση καὶ παραφθορά της9. Ἡ εἰκόνα τοῦ τριαδικοῦ πρωτοτύπου ἀποτυπώθηκε στὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιὰ νὰ πραγματώση τὴν Ἐκκλησία.[Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ ΜΑΛΛΟΝ. ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ. ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟΝ ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΑ ΤΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ; ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΛΟΙΠΟΝ Η ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ. ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ]
§ 2. Ἡ δυναμική τῆς ἑνότητας
Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ὑπαρκτικῆς γνησιότητας τοῦ ἀνθρώπου «ἐν Χριστῷ» ἀναφέρεται στὴν ἐπίσης ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης πτώσης, δηλαδὴ στὴν ἀλλοίωση τῆς «ἐκκλησιαστικῆς» φύσης τοῦ ἀνθρώπου, στην παραφθορὰ τοῦ «κατὰ φύσιν» καὶ «κατ᾿ ἀλήθειαν» τρόπου ὑπάρξεώς του.
Τὸ τριαδικό πρωτότυπο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη ὡς ὀντολογικὴ πραγματικότητα, πραγματώνεται δυναμικὰ στὴν κοινωνία, σχέση καὶ ἑνότητα τῶν προσώπων. ᾿Αλλὰ ἡ δυναμικὴ τῆς προσωπικῆς σχέσης, κοινωνίας καὶ ἑνότητας, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ μόνο γεγονὸς ἐλευθερίας, ἕνα κατόρθωμα ἐλευθερίας. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξη ἀγάπη χωρὶς ἐλευθερία, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ πραγματωθῆ δυναμικὰ ἡ ἀγαπητικὴ σχέση, κοινωνία καὶ ἑνότητα, δίχως ἐλευθερία. Καὶ ἡ ἐλευθερία προϋποθέτει καὶ τὴ δυνατότητα νὰ ἀπορριφθῆ ἡ ἀγάπη, τὴ δυνατότητα νὰ πραγματωθῇ ὑπαρκτικὰ ἡ μὴ ἀγάπη, ἕνας τρόπος ὑπάρξεως ποὺ ἀλλοιώνει τὴν ἑνότητα καὶ κοινωνία τῶν προσώπων σὲ ἀπόσταση ἀντικειμένων ἀτόμων, τεμαχίζοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση σὲ αὐτόνομες ὑπαρκτικὲς ἀτομικότητες10.Αὐτὴ ἡ ἔκπτωση ἀπὸ τὸ πρόσωπο στὸ ἄτομο, ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία στὴν αὐτονομημένη ἀτομικότητα, εἶναι τὸ ὑπαρκτικὸ περιεχόμενο τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἀστοχίας του ὡς πρὸς τὴν ὑπαρκτική του ἀλήθεια καὶ γνησιότητα11. Εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ τὸ γνωρίζουμε καλὰ καὶ τὸ σπουδάζουμε ἐμπειρικά, εἶναι ἡ πραγματικότητα τοῦ ἀτομικοῦ καὶ τοῦ κοινοῦ μας βίου προσιτὴ ἀκόμα καὶ στὴ θετικιστικὴ γνώση τῶν ἐπιστημῶν μας. Τὰ δεδομένα τῆς Ἱστορίας, τῆς ψυχολογίας καὶ ψυχανάλυσης, τῆς κοινωνιολογίας, κάποτε καὶ τῆς φιλοσοφικῆς ἀνθρωπολογίας προσφέρουν ἕνα πελώριο ὑλικὸ γιὰ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς καθημερινῆς μας πείρας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου: Τὸν ἐγκλωβισμὸ στὴν ἐγωκεντρικὴ αὐτοάμυνα καὶ διεκδίκηση, τὴν ἀντικειμενοποίηση τοῦ «ἄλλου» καὶ τὴν ἀντικειμενοποίησή μας ἀπὸ τὸν «ἄλλον», τὴν ἀλλοτρίωση καὶ οὐδετεροποίηση τῶν μαζῶν, τη βία καὶ τὸ βασανισμὸ ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο, τὴ σκιὰ τοῦ μίσους που συνοδεύει συχνὰ καὶ τὴν πιὸ στενή σχέση, τὴν ἀπανθρωπία τῆς ἀδικίας, τῆς ἁρπαγῆς καὶ τῆς καταπίεσης, τὴν ἐγωκεντρική καὶ ἐμπορικὴ ἐκμετάλλευση τοῦ ἔρωτα, τις διαστροφὲς τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης.
Αὐτὰ ὅλα τὰ δεδομένα τῆς ἁμαρτίας καὶ πλῆθoς άλλες παραλλαγές τῆς πτώσης στη σκληρυμένη ἀτομικότητα, εἶναι ἡ καθημερινή μας πείρα, ἡ κοινὴ ἀνθρώπινη τραγωδία μας. ᾿Αντίθετα, αὐτὸ ποὺ μᾶς λείπει ὀδυνηρὰ εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς ὑπαρκτικῆς μας ἀλήθειας καὶ γνησιότητας, ἡ φανέρωση καὶ πραγμάτωση τοῦ τριαδικοῦ πρωτοτύπου τῆς φύσεώς μας. Καὶ ἡ πάντοτε ἀνεκπλήρωτη κοινὴ καὶ ἀπύθμενη δίψα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης εἶναι γι' αὐτὴ τὴν ἀλήθεια καὶ ὑπαρκτική πληρό τητα, συνειδητά ἢ ἀνεπίγνωστα. Δίψα ποὺ δὲν παρηγοριέται μὲ ἀφηρημένα διανοήματα καὶ ἡθικὲς «βελτιώσεις».
Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ μᾶς σώση ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ὑπαρκτική μας ἀποτυχία, τὸν τεμαχισμό μας σὲ ἀτομικότητες, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ μᾶς ἐνώση ὑπαρκτικὰ μιὰ διδαχὴ ποὺ γέμισε τὴν Ιστορία σχίσματα καὶ σέκτες; Η διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας μοιάζει νὰ εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀναίρεση τῆς έσχατης δυνατότητας γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς φύσεώς μας στὸ πλήρωμα τῶν ὑπαρκτικῶν της δυνατοτήτων. Αν ἡ Ἐκκλησία δὲν κατορθώνει νὰ αὐτοπραγματωθῆ, νὰ εἶναι σῶμα καὶ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ὁ τρόπος ὑπάρξεώς Του, ἂν τεμαχίζεται σὲ σχίσματα καὶ σέκτες καὶ παραμορφώνει τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἀτομικὴ ἠθικὴ καὶ ἀτομική θρησκευτικότητα, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ δὲν κατόρθωσε τὴν ἴαση τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι παντοδύναμη, καὶ ἀποδείχνεται κενὸ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, κενὴ ἡ ἐλπίδα τῶν ἀνθρώπων.[ΦΟΒΕΡΟ]
Ο συλλογισμός αὐτὸς (ποὺ θὰ ἦταν χρήσιμος σὰν βάση γιὰ κάθε προσπάθεια ἕνωσης τῶν ἐκκλησιῶν) δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βρῆ ἀπάντηση παρὰ μόνο στὰ ὅρια τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ διδαχὴ ἢ ἕνα γεγονὸς ποὺ μεταμορφώνει μαγικὰ ἢ ἀναγκαστικὰ τοὺς ἀνθρώπους: Ἡ ἀλήθεια της προϋποθέτει τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἑπομένως καὶ τὴν ἁμαρτία, τὴν παραμόρφωση τῆς ἀλήθειας τῆς σωτηρίας ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀποτυχία καὶ ἀστοχία. [ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΟΧΙ ΤΗΝ ΧΑΡΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΦΟΒΕΡΟ ΝΑ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ]
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἔνωση ποὺ δὲν ἐπιφέρει τροπὴ ἢ ἀλλοίωση οὔτε στὴ θεία οὔτε στὴν ἀνθρώπινη φύση. Κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἐλεύθερος καὶ ἡ ἁμαρτία του εἶναι μιὰ πραγματικότητα μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τόσο ὅσο καὶ ἡ μεταμόρφωση καὶ σωτηρία του. Ὁ Χριστὸς προσλαμβάνει ἀδιάκοπα στὸ σῶμα Του, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου· κατεβαίνει στὸν Άδη τῆς μοναξιᾶς καὶ τοῦ τεμαχισμοῦ τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ ἀνασύρη «παγγενῆ» τὸν ᾿Αδὰμ στὴ δυνατότητα μιᾶς νέας ζωῆς.[ΑΚΟΥΡΑΣΤΑ]
᾿Αλλὰ αὐτὴ ἡ δυνατότητα πραγματώνεται μυστικά, ὅπως ἡ ζωὴ πάντοτε αὐξαίνει μυστικά, ὅπως ἡ ζύμη ζυμώνει μυστικὰ τὸ νεκρὸ φύραμα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα ἡ ἁμαρτωλή καὶ τεμαχισμένη, μόνο ποὺ μέσα στὴν ἁμαρτία τῶν τεμαχισμῶν καὶ τῆς διαίρεσης φωλιάζει μυστικὰ ἡ δυναμικὴ τῆς ζύμης, ἡ καινούργια ζωή. Το τριαδικὸ πρωτότυπο τῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ «καινὴ κτίση» τῆς σωτηρίας, ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ πραγματώνεται στὴν ᾿Εκκλησία δυναμικὰ καὶ ὄχι μαγικά, εἶναι ἕνα μυστικό πλήρωμα ζωῆς καὶ προσωπικῆς ὁλοκλήρωσης καὶ ὄχι ἁπλῶς μιὰ φαινομενολογία συμπτωμάτων.[ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΤΕΛΙΚΑ. ΤΟΣΟ ΑΠΛΟ]
Ὅποιος βλέπει τὴ διαίρεση τῶν ἐκκλησιῶν ὄντας ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι φυσικὸ νὰ διαπιστώνη τὴν ἀποτυχία τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, τὸ θρίαμβο τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Αντίθετα γιὰ τὸν πιστὸ ὁ τεμαχισμὸς καὶ ἡ διαίρεση τῶν χριστιανῶν εἶναι ὀδύνη καὶ πόνος γιὰ τὴν πτώση τῆς κοινῆς μας φύσης, ἀλλὰ εἶναι καὶ παρήγορη βεβαίωση τῆς προσωπικῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τῆς ἐλευθερίας του ποὺ δὲν βιάζεται γιὰ χάρη μιᾶς ἀναγκαστικῆς σωτηρίας12. Ἡ διαίρεση τῶν χριστιανῶν εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ βίωση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ἕνα γεγονὸς ἀδιάκοπα παρὸν γιὰ τὴν ἐμπειρία της : Ὁ Χριστὸς προσλαμβάνει ἀδιάκοπα τὸ θάνατο τοῦ κόσμου – τὴν ἔκπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωὴ – τὸν κάνει δικό Του θάνατο, δηλαδὴ δική του ζωή, κένωση ἀπὸ κάθε ἀτομικὴ ἀπαίτηση, παραίτηση ἀπὸ κάθε ἐντυπωσιακὸ ἐπίτευγμα, ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορὰ καὶ ἀγάπη, πλήρωμα ζωῆς.[ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΟΥ ΧΩΡΙΣΑΜΕ ΤΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΜΑΣ ΤΕΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΕΚΑΛΥΦΘΗ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ]
Καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ πρόσληψη τοῦ θανάτου ποὺ σκανδαλίζει τὴν ἀνθρώπινη μυωπική λογική. Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ νεκρὸ πάνω στὸ Σταυρό, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας παραποιημένη καὶ παραμορφωμένη ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πάθη, τὶς μικρότητες, τὶς φιλοπρωτίες, τὴν ἄγνοια τοῦ οὐσιώδους, εἶναι ἕνα ἀνυπόφορο σκάνδαλο. ᾿Αλλὰ ὅταν νεκρώνονται τὰ ἁπτὰ τεκμήρια ἐπιτυχίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας, ποὺ μποροῦν νὰ γίνουν εἴδωλα τῆς ζωῆς, τότε ἀνοίγονται ἀπεριόριστα τὰ ὅρια τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσωπικοῦ ἔρωτα γιὰ τὸν Νυμφίο Χριστό.[ΑΥΤΟΜΑΤΑ;] Τότε ἡ ἐλπίδα μας δὲν εἶναι τὰ ἱστορικὰ ἐπιτεύγματα, ἀλλὰ μόνο ἡ θεία ζωή, τὸ «περισσὸν τῆς ζωῆς» ποὺ χορηγεῖ ὁ Χριστός, ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, μέσα ἀπὸ τὴν Εὐχαριστία, τὰ μυστήρια, τὴν ἄσκηση, ποὺ δὲν παύουν νὰ «λειτουργοῦν» στὴν Ἐκκλησία, ἀκόμα καὶ μὲ τὴν πιὸ ἀπελπιστικὴ παρακμὴ τῶν ἱστορικῶν σχημάτων.
Τὸ τριαδικό πρωτότυπο τῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, πραγματώνεται δυνα μικὰ σὲ ἕνα μυστικὸ πλήρωμα ζωῆς καὶ προσωπικῆς ὁλοκλήρωσης ἕνσαρκο στὶς μορφὲς τῶν ἁγίων. Ὅσο κι ἂν μοιάζει ἀντιφατικό, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ να πραγματώνεται κάθε στιγμὴ ἔστω καὶ σὲ μιὰ ἀνθρώπινη ζωή, νὰ ἐνσαρκώνεται ἔστω καὶ σὲ ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὅταν πλησιάζεις ἕναν ἄγιο τῆς Ἐκκλησίας (καὶ οἱ ἅγιοι εἶναι ἀνάμεσά μας, κρυμμένοι καὶ αὐτοὶ ὅπως πάντοτε ἡ ζωντανή ζύμη) ζῆς τὴν ἑνότητα σὰν καθολικὴ πρόσληψη τῶν πάντων, σὰν ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορὰ καὶ ἀγάπη, ποὺ ξεπηδάει ἀπὸ τὴν πραγμάτωση τῆς κένωσης τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀσκητικῆς βίωσης τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ μὴν χωράη στὰ ἀπεριόριστα ὅρια τῆς κένωσης τῶν ἁγίων· ὅλοι καὶ ὅλα προσλαμβάνονται καὶ ἑνοποιοῦνται, ἡ ζωὴ βρίσκει τὴν ὑπαρκτική της ἑνοείδεια, τὴν καθολική της ἑνότητα καὶ τὴν ἑνική της καθολικότητα στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων, στὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ, στὴν «καῦσιν τῆς καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως»13.
Τὸ μοναδικὸ ἐμπόδιο γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς ἑνότητας εἶναι οἱ ἀτομικὲς ἀντιστάσεις. Πλησιάζοντας ἕναν ἄγιο δὲν συναντᾶς τέτοιες ἀντιστάσεις, δὲν σκοντάφτεις οὔτε στὴν ἀρετή του, οὔτε στὶς γνώσεις του, οὔτε στὴν κριτική του ἱκανότητα, σὲ κανένα ἀτομικό του ἰδίωμα. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ χωρίζη καὶ νὰ διαστέλλη τὴ δική του ἀτομικότητα ἀπὸ τὴ δική σου ἀτομικότητα. Ὁ ἅγιος εἶναι ἀτομικὰ ἀνύπαρκτος καὶ γι' αὐτὸ συγκλονιστικὰ ὑπαρκτός, ὅλος ἕνα χάρισμα καὶ μιὰ ἀποδοχή. Καὶ αὐτὴ ἡ καθολικὴ ἀποδοχὴ ὑπερβαίνει καὶ τὰ δικά σου ἀτομικὰ ἰδιώματα, τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀρετές σου, τὴν εὐφυΐα ἢ τὴ βραδύνοιά σου. Χωρὶς δικές του ἀτομικὲς ἀντιστάσεις ὁ ἅγιος δὲν προσκρούει στὰ δικά σου ἀτομικὰ ἰδιώματα, γι' αὐτὸ καὶ μπορεῖ νὰ διακρίνη τὰ «βάθη» τῆς ὕπαρξής σου, δηλαδὴ τὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου σου, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνσαρκώνεις, ἔστω ἀμαυρωμένη καὶ σπιλωμένη. Ἡ ἀλήθεια σου εἶναι καὶ δική του ἀλήθεια, ἡ κοινὴ ἀλήθεια τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνσαρκώνουμε καὶ τὰ σημάδια τῆς φθορᾶς πάνω σὲ αὐτὴ τὴν εἰκόνα εἶναι μιὰ ἅμεση πιστοποίηση τῆς ἄμετρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀπόλυτου σεβασμοῦ Του γιὰ τὸ πρόσωπό μας καὶ τὴν ἐλευθερία μας.
Πλησιάζοντας ἕναν ἄγιο δίνεσαι ὁλόκληρος σὲ μιὰν ὁλόκληρη ἀποδοχή, κι αὐτὴ εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς ὑπαρκτικῆς ἀλήθειας καὶ γνησιότητας ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, ἡ ἐμπειρία τοῦ τριαδικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως, εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητα τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων.[ΑΠΟΡΟΥΜΕ ΠΩΣ ΣΤΑΥΡΩΣΑΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ. ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΓΙΟΣ;]
§ 3. Τὸ χάρισμα τῆς ἑνότητας
Η σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἁπλᾶ καὶ μόνο ἕνα ἱστορικὸ γεγονός, ἀφηρημένα «ὑπερφυσικό», ἀφετηρία τῆς σκέψης γιὰ τὴν ἄντληση θεωρητικῶν συμπερασμάτων ἢ διδαχῶν. Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα χάρισμα ζωῆς, ἡ δυνατότητα νὰ πραγματωθῆ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ πλήρωμα τῶν ὑπαρκτικῶν της δυνατοτήτων, παρὰ τὴν πτώση καὶ ἁμαρτία. Καὶ αὐτὴ ἡ πραγμάτωση τοῦ πληρώματος τῆς ζωῆς φανερώνεται στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Χάρη – χάρισμα τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους: Χαρίζεται στὸν ἄνθρωπο ὅπως τοῦ χαρίζεται ἡ ζωὴ στὴν κάθε στιγμή, ὅπως τοῦ χαρίζεται ἡ ὕπαρξη μὲ τὴ φυσική του γέννηση, ὅπως τοῦ χαρίζεται ὁ κόσμος καὶ τὸ κάλλος τοῦ κόσμου – δῶρο μαζὶ καὶ δυνατότητα. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Χάρη, δώρημα καὶ δυνατότητα νὰ μετάσχη ὁ ἄνθρωπος στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, πραγματώνοντας ἔτσι τὴν ὑπαρκτική του ἀλήθεια καὶ γνησιότητα14.
Ἡ ἑνότητα, δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία, χαρίζεται στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ γεγονὸς τῆς σάρκωσης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἑνώνει στὸ πρόσωπό Του τὴ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση: Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Θεότητα καὶ ἡ ἀνθρωπότητα ἔχουν «ἐν τῷ Χριστῷ» ἕνα κοινό τρόπο ὑπάρξεως,[ΟΜΟΟΥΣΙΟ;] καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος εἶναι ἡ ἑνότητα, ἡ «ἀλληλοπεριχώρηση» τῶν προσώπων, ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης. Ἡ ἕνωση τῆς θείας μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη μεταφυσικὴ «ἀρχή»· φανερώνεται σὲ μᾶς ὅπως φανερώνεται πάντοτε ἡ φύση: μόνο ὡς τρόπος ὑπάρξεως, δηλαδὴ ὡς δυνατότητα ζωῆς. Εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ ζήσουμε, νὰ πληρωθῆ ἡ ἀπύθμενη δίψα γιὰ ζωὴ ποὺ βασανίζει τὴν ὕπαρξή μας, νὰ ζήσουμε ὅλες τὶς δυνατότητες τῆς ζωῆς, τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, νικώντας τὴν ἀναπηρία καὶ τὸ θάνατο τῆς τεμαχισμένης ὕπαρξης.
Ὁ Χριστὸς προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, αὐτὴ τὴ σάρκα ποὺ μετὰ τὴν πτώση ὑπάρχει μόνο τεμαχισμένη σὲ ἀτομικότητες, ταυτισμένη μὲ τὸ «ἐγώ», μὲ τὴν αὐτονομημένη προσπάθεια ἐπιβίωσης, ἐπιβολῆς καὶ ἡδονῆς.[ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ, Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΣΑΡΚΑ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕ, ΜΕ ΨΥΧΗ, ΝΟΥ ΚΑΙ ΣΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΝΟΕΡΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΖΩΗ , ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ. Η ΝΙΚΗ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕ ΗΔΗ Η ΔΙΑΙΩΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΙΔΟΥΣ,ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ, ΕΙΝΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΝΟΥ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ, ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΤΟΥ. ΙΔΟΥ ΚΑΙΝΑ ΠΟΙΩ ΠΑΝΤΑ. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΖΩΗ ΣΕ ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟ, ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΔΟΥΛΟΥΣ ΚΥΡΙΟΥ, ΜΕ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΤΟΥ] Καὶ τὴ μεταμορφώνει σὲ σάρκα κοινωνίας, σὲ δυνατότητα αὐθυπέρβασης καὶ αὐτοπροσφορᾶς.[ΑΛΛΟ ΣΑΡΚΑ, ΑΛΛΟ ΦΥΣΗ] Ἡ μεταμόρφωση δὲν εἶναι μαγικὴ ἢ αὐτοματική, δὲν παύει ἡ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη νὰ εἶναι σάρκα ἀτομική, δηλαδὴ ἁμαρτωλή, ἀποτυχημένη. ᾿Αλλὰ τώρα ἡ ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία της μπορεῖ νὰ ἐνταχθῆ σὲ ἕνα καινούργιο τρόπο ὑπάρξεως, νὰ γίνη δυνατότητα κοινωνίας μὲ τὸν Θεό. ᾿Αρκεῖ νὰ ἀποδεχθῆ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία του, νὰ τὴν ἀποδεχθῆ «ἐν Χριστῷ», ποὺ θὰ πῆ: «συμμορφούμενος» καὶ «συσχηματιζόμενος» μὲ τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ, τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ.[ΚΕΝΩΣΗ ΥΠΕΣΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ Ο ΕΩΣΦΟΡΟΣ. ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΕΚΦΡΑΣΗ, ΣΚΥΛΙ ΞΕΔΟΝΤΙΑΣΜΕΝΟ]
Μὲ τὴν ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχὴ τῆς ἁμαρτίας του ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει τὰ ἀβυσσαλέα κενὰ τῆς ζωῆς μέσα στὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του. Καὶ ἐγκαταλείπεται στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης ἀβύσσου ἀπὸ τὸν Χριστό. Δὲν διεκδικεῖ τίποτα, οὔτε ἀτομικὴ ἀναμαρτησία οὔτε ἀτομικὴ ἀρετή, μόνο βυθομετράει τὴ στέρηση τῆς ζωῆς μέσα του μὲ τὸ χάρισμα ζωῆς τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ Χάρη τῆς ζωῆς. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ἡ ἔμπρακτη κατάφαση στὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης σάρκας[ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ, ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΧΕΙΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΕΤΟΥΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ, ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟ] ἀπὸ τὸν Χριστό. Μεταβάλλεται ὁ «νοῦς» τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρωπος «μετανοεῖ», ἀρνεῖται νὰ συμφιλιωθῆ μὲ τὴ νοοτροπία καὶ τὴ στάση τῆς ἐγκύστωσης στὴν ἀτομικότητα.[ΜΑΛΛΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, ΜΕ ΤΟ ΟΧΙ ΑΚΟΜΑ] Καὶ παρὰ τὴ συνεχιζόμενη πτώση του στὴν ἀπουσία τῆς ζωῆς, στὸ κενὸ τῆς διάτρητης ὕπαρξής του, ἀποδέχεται αὐτὴ τὴν πτώση καὶ τὴν προσάγει στὸ Θεὸ ἀντλώντας ζωὴ ἀπὸ τὴ δική Του ἀγάπη, ἀπὸ τὸν μανικὸ ἔρωτα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ πρώτη ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τὸ προοίμιο τοῦ Μεγάλου Σαββατισμοῦ, ἡ συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ στὸν Άδη τῆς ἀνθρώπινης ἀποτυχίας καὶ ἁμαρτίας, ἡ πρώτη Χάρη καὶ ἐμπειρία τῆς ἑνότητας.[ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ]
Αὐτὰ ὅλα δὲν λειτουργοῦν στὸ χῶρο τῶν ἀφηρημένων διανοητικῶν ἀναγωγῶν. Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ βιωματικὴ ἐμπειρία τοῦ «σώματος» τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα, ποὺ θὰ πῆ ὅτι τὰ «μέλη» τῆς Ἐκκλησίας συγκροτοῦν μιὰ ὀργανικὴ ἑνότητα – ὅπως τὰ μέλη τοῦ σάρκινου σώματος – ἑνότητα ζωῆς. Δὲν εἶναι ἡ ἠθικὴ τελειότητα ποὺ ἑνοποιεῖ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας· ἡ ἑνότητά τους δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀγαθῶν ἁπλῶς προθέσεων καὶ καλῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε κοινῶν ἰδεολογικῶν πεποιθήσεων. Ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἑνότητα ζωῆς, γιατὶ εἶναι ἡ κοινὴ καὶ ἔμπρακτη βίωση τῆς μετάνοιας ποὺ ἑνοποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως ποὺ «ἐγκεντρίζει» τὸν ἄνθρωπο στὴ θεανθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἕνωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀνθρώπινης στέρησης καὶ ἀποτυχίας μὲ τὴ ζωὴ τῆς θείας ἀγάπης – ἕνας «μεταβολισμὸς» τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου στὰ ὅρια τῆς θεανθρώπινης ὕπαρξης τοῦ Χριστοῦ.[ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;]
Οἱ ἄνθρωποι μέσα στὴν Ἐκκλησία γίνονται «μέλη» ἑνὸς ἑνιαίου σώματος ποὺ εἶναι «σῶμα Χριστοῦ»: «Κεφαλὴ» αὐτοῦ τοῦ σώματος Υπαρκτικὴ ἀπαρχὴ καὶ ὑποστατικὴ πραγμάτωση εἶναι ὁ Χριστός, σάρκα αὐτοῦ τοῦ σώματος εἶναι ἡ θεανθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ὁ τρόπος ὑπάρξεώς Του: Εἶναι ἡ πρόσληψη τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς θείας ἀγάπης, καὶ ἡ δυναμικὴ ἀποδοχὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὰ ὅρια ἐπιγνώσεως τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου.[ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ] Αὐτὴ ἡ «ἀλληλοπεριχώρηση» τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς εἶναι ἡ ὀργανική λειτουργία τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἑνιαῖο γεγονὸς τῆς ζωῆς της, ὁ ἑνικὸς τρόπος ὑπάρξεως τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.[ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ]
Καὶ γίνεται ὁ ἄνθρωπος «μέλος» τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, κοινωνὸς τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μὲ τὴ διανοητικὴ ἀποδοχὴ «ἀρχῶν» καὶ «ἀξιωμάτων», ἀλλὰ μὲ μιὰ σωματική πράξη μετάνοιας, μὲ τὴν καθολική (ποὺ εἶναι καὶ σωματική) αὐτοπροσφορά του στὴν ἀντιπροσφερόμενη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸ «μυστήριο» τοῦ Βαπτίσματος εἶναι ἡ χαρισματικὴ ἀφετηρία γιὰ τὴν ἐμπειρία τῆς «καινῆς» ζωῆς ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ μετάνοια: Ὁ ἄνθρωπος προσφέρει τὴ σωματική του ἀτομικότητα γιὰ νὰ «συσχηματισθῆ» μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν κενωτικό τρόπο ὑπάρξεως ποὺ Αὐτὸς ἀποκάλυψε. Καὶ ἡ αὐτοπροσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μυστήριο κοινωνίας μὲ τὴ Θεότητα, συνάντησης μὲ τὴ Χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ – ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος τὶς ὑπαρκτικές δυνατότητες τῆς θεανθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ.
Νὰ τὸ ξαναπούμε: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι φύση καινή, καὶ ἡ φύση «ὑφίσταται» καὶ φανερώνεται μόνο ὡς τρόπος ὑπάρξεως. Τρόπος ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ζωὴ ὡς κοινωνία, ὄχι ἡ ζωὴ ὡς ἀτομικὴ ἐπιβίωση. Μὲ τὸ ἀφετηριακὸ καὶ μέγιστο χάρισμα τοῦ Βαπτίσματος εἰσέρχεται ὁ ἄνθρωπος στὴν πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Μετέχει στὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματος ποὺ εἶναι ἡ προσευχὴ τῆς ᾿Εκκλησίας, συντονίζεται μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ἁγίων, προσεύχεται μὲ τὶς προσευχὲς τῶν ἁγίων. ᾿Αγωνίζεται νὰ καταστείλη τὴν ἀνταρσία τῆς ἁμαρτωλῆς του φύσης μὲ τοὺς κανόνες καὶ τοὺς ὅρους τῆς ἄσκησης τῶν ἁγίων, συντονισμένος χρονικὰ καὶ τροπικὰ μὲ τὸ σύνολο ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Τρέφεται ἀπὸ τὸ ποτήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τὴν τροφὴ τῶν μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν, τὸ δώρημα τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο ποὺ ἑνώνει γῆ καὶ οὐρανό.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπου εἰσέρχεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ Βάπτισμα, μὲ τὴν τριπλή κατάδυσή του στη Χάρη τῆς τριαδικῆς ζωῆς. Καὶ «πραγματικότητα» ἐδῶ δὲν σημαίνει μιὰν ἀντικειμενοποίηση τῆς ζωῆς σὲ ὁριστικὲς καὶ πάγιες μορφὲς βιωματικῆς ἐμπειρίας καὶ συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς, τὸ δυναμικὸ ἐνδεχόμενο ὅλης τῆς ἀπεριόριστης κλίμακας τοῦ βιωματικοῦ πλούτου ποὺ ἐπιφυλάσ σει ἡ ἀληθινὴ ἐρωτικὴ αὐθυπέρβαση καὶ προσωπική κοινωνία.
Μέσα ἀπὸ τὸ νερὸ ξεπήδησε ἡ πρώτη ζωή, ἡ πρώτη, ἀσύλληπτη γιὰ τὴ σκέψη, διαφοροποίηση τῆς ἔμβιας φύσης ἀπὸ τὴν ἄζωη ὕλη. Καὶ μέσα ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ Βαπτίσματος ἀναδύεται ἡ καινούργια ζωή, ἡ ριζικὴ διαφοροποίηση τῆς ζωῆς ὡς κοινωνίας ἀπὸ τὴ συνεχόμενη στὰ ὅρια τοῦ θανάτου ἀτομικὴ ἐπιβίωση. Ο τρόπος ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἡ ζωὴ ὡς κοινωνία, δὲν εἶναι προσθήκη μιᾶς ἐπιμέρους ἰδιότητας ἢ ἱκανότητας στὴν ἀτομικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἡ ριζική διαφοροποίηση ὅλων τῶν δυνατοτήτων τῆς ὕπαρξης: μιὰ διαφορετική βίωση τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας. Ὁ χῶρος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀδιάστατη ἀμεσότητα τῆς προσωπικῆς σχέσης καὶ κοινωνίας, ή ἑνότητα ζώντων καὶ τετελειωμένων, ἁμαρτωλῶν καὶ ἁγίων, «συνάφεια ἀδιάστατος», δίχως ἀρχὴ καὶ πέρας, μέτρο ἢ ποσό, «παντὸς ἀσχέτως ἐπέκεινα ποῦ»15. Καὶ ὁ χρόνος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μεταμόρφωση τῆς «στιγμῆς» σὲ δυνατότητα ἀδιάστατου παρόντος ἐρωτικῆς ἀμεσότητας, ὁ λειτουργικός χρόνος ποὺ ἑνοποιεῖ τὴν Ἱστορία σὲ δοξολογία, ὁ χρόνος τῆς γιορτῆς ποὺ «διαρκεῖ» ὡς ἀδιάκοπη προσωπική μετάβαση ἀπὸ τὸ θάνατο στη ζωή16.
Ἡ προϋπόθεση τῆς ἀτομικῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ λήψη τῆς τροφῆς, ἡ ἄμεση πρόσληψη τοῦ κόσμου, μεταβάλλεται μέσα στὴν ᾿Εκκλησία ἀπὸ προσπάθεια ἐπιβίωσης διαιρετικὴ τῶν ἀνθρώπων, σὲ γεγονὸς κοινωνίας ἑνοποιητικῆς καὶ συνεκτικῆς. Προσλαμβάνουμε τὸν κόσμο, ὑπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ὡς Λόγο ἔνσαρκο τοῦ Θεοῦ ἀποδεχόμαστε τὴ ζωή, τὴν «ἐν σαρκὶ» ζωὴ τοῦ κόσμου τούτου, ὄχι ὡς αὐτονομημένη ἀτομικὴ ἐπιβίωση, ἀλλὰ ὡς μυστήριο ἑνότητος σαρκὸς καὶ Θεότητος. Κοινωνοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀτομική μας σάρκα τρέφεται μὲ μιὰ σάρκα κοινωνίας, θείας κοινωνίας, μὲ τὴ ζύμη μιᾶς ζωῆς ποὺ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς πτώσης μας καὶ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Τριάδος, ἡ ὄντως ζωή, τὸ περισσὸν τῆς ζωῆς.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς κοινωνίας, ἡ θεία ζωὴ ἔνσαρκη στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου;;;, ὁ Θεὸς προσφερόμενος ὡς βρώση καὶ πόση – βρώση καὶ πόση ποὺ δὲν συντηρεῖ ἁπλᾶ καὶ προσωρινὰ τὴ ζωὴ στὰ ὅρια τοῦ θανάτου, ἀλλὰ «ἀφθαρτίζει θεοπρεπέστατα» τὴ ζωή. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀφθαρτοποιεῖται μὲ διανοήματα καὶ ἠθικὲς «βελτιώσεις», ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια ἄμεση πρόσληψη τοῦ κόσμου, τὴ βρώση καὶ τὴν πόση, ποὺ εἶναι ἡ φυσική προϋπόθεση τῆς ζωῆς.
Ἡ λήψη τῆς τροφῆς ἑνοποιεῖ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου, ἀποκαλύπτει τὴν καθολικὴ ἑνοείδεια τῆς ζωῆς. Καὶ στὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, πάλι ἡ βρώση καὶ ἡ πόση ἑνοποιεῖ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀ φθαρτοποιημένη ζωὴ τοῦ κόσμου, τὴ ζωὴ τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ, ἀποκαλύπτει τὴν καθολικὴ ἑνοείδεια τῆς ζωῆς ὡς ἑνότητα κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, σαρκὸς καὶ Θεότητος. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου· ἡ καθολικὴ ἑνοείδεια τῆς ζωῆς πέρα ἀπὸ κάθε διχασμὸ καὶ διαίρεση ὑπερβατικοῦ καὶ ἐγκόσμιου, ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ· εἶναι ἡ ἑνοποίηση τῶν «πάντων ἐν πᾶσι» στὴν ἑνική μοναδικότητα τῆς θείας ζωῆς.
Ἡ ἑνοποίηση τῶν «πάντων ἐν πᾶσι» συντελεῖται μὲ τὸ γεγονὸς τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἔχει τὴν πραγματική της φανέρωση στὴν ἐκκλησιαστικὴ Εὐχαριστία. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ εὐχαριστία εἶναι μιὰ κοσμική λειτουργία: συγκεφαλαίωση τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ λόγου τοῦ κόσμου στὸν βιωματικά σαρκωμένο ἀνθρώπινο λόγο τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ λόγος τῆς ὑπακοῆς τοῦ Χριστοῦ στὸ θέλημα τοῦ Πατρός, τὸ «ναὶ» τῆς κατάφασης τοῦ Υἱοῦ. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατάφαση τοῦ ἀνθρώπου στὴν πρόσληψη τῆς φύσης του ἀπὸ τὸν Χριστό, κατάφαση ποὺ ἑνοποιεῖ τὸ λόγο ὅλης τῆς κτιστῆς φύσης – τὸ λόγο τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ λόγο τοῦ κόσμου· στὸ «ναὶ» τῆς ὑπακοῆς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἱερουργὸς τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητας τοῦ κόσμου: Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ζωῆς ὡς κοινωνίας, κοινωνίας τῶν προσώπων στὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, εἶναι κοινωνία μετοχῆς στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου, συγκεφαλαιώνει τὴν ἑνοείδεια τῆς ζωῆς τῶν κτιστῶν ὄντων σὲ μιὰ κίνηση καὶ φορὰ εὐχαριστιακὴ-ἐρωτική, ἐπιστρεπτικὴ στὸ Θεό17.
ΕΑΝ ΒΑΛΟΥΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΚΡΑΣΙ ΣΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΥΣ ΑΣΚΟΥΣ, ΠΑΛΑΙΟ ΘΑ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙ.
Ἡ μεταμόρφωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας καὶ τῆς φύσης τοῦ κόσμου μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι πραγματικὴ καὶ συγκεκριμένη, τόσο πραγματικὴ ὅσο καὶ ἡ πτώση μας καὶ ἡ φθορὰ τοῦ κόσμου, ποὺ δὲν ἀναιρεῖται μαγικὰ ἢ ἀλληγορικά. Ἡ πτώση μας καὶ ἡ φθορὰ εἶναι ἕνας τρόπος ὑπάρξεως, καὶ ἡ μεταμόρφωσή μας καὶ ἡ ἀφθαρσία εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως, καὶ ἡ ζωή μας μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι μιὰ δυναμικὴ κίνηση καὶ ἀδιάκοπη δοκιμασία τῆς ἐλευθερίας μας στὰ ὅρια τῶν δύο αὐτῶν τρόπων ὑπάρξεως ἢ, σωστότερα, στὰ ὅρια τῆς ἀνυπαρξίας καὶ τῆς ὕπαρξης, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς.
«Καθ' ἡμέραν γευόμεθα τοῦ θανάτου» καὶ μὲ τὴ μετάνοια ἐγκεντριζόμαστε στη ζωή, μετρώντας μὲ τὴν ἐμπειρικὴ ἐπίγνωση τοῦ θανάτου τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔνσαρκη στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ18. «Καθ' ἡμέραν γευόμεθα τοῦ θανάτου», βιώνουμε τὴν τραγική μας πτώση στὴν ἀτομικότητα, στὴν ἀτομικὴ ἐπιβίωση, στὴν ἀτομικὴ ἡδονή, στὴν ἀτομικὴ νοητική μας αὐτοβεβαιότητα, στὴν ἀτομικὴ ἐρωτική μας εὐαισθησία καὶ ἀκόρεστη δίψα πληρότητας. Καὶ ταυτόχρονα ζοῦμε τὸ χάρισμα τῆς καινῆς ζωῆς, τὴν πρόσληψή μας ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν «ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος» τοῦ Θεοῦ19, τὴν πρόσληψή μας ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν ἁγίων καὶ τῆς Θεοτόκου. Αὐτὴ ἡ ἀγαπητικὴ πρόσληψη μεταμορφώνει τὴν ἁμαρτία μας σὲ μετάνοια καὶ κοινωνία, μᾶς ἐξασφαλίζει τὴ μετοχὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ μᾶς δίνει τὴν ἐλπίδα τῆς ζωῆς. Τὴν ἐλπίδα ὄχι ὡς προσδοκία, ἀλλὰ ὡς ἄμεση βεβαιότητα καὶ βιωματικὴ γεύση, ἄγκυρα ἀσφαλὴ στὴν πέτρα τῆς πίστεως, τῆς ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης καὶ αὐτοπαράδοσης στὸ Χριστό.[ΠΟΛΥ ΜΑΝΙΧΑΙΣΤΙΚΟ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ. ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ; ΔΙΑΘΕΤΕΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ; ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ; ΜΗΠΩΣ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΜΑΣ; ΜΗΠΩΣ ΕΠΕΣΕ; ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟ ΠΩΣ ΝΑ ΤΟΝ ΟΝΟΜΑΣΟΥΜΕ; ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΜΑΣ; ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ;]
Καὶ ὄχι μόνο ἡ προσωπική μας ζωή, ἀλλὰ καὶ ὁ σύνολος ἱστορικὸς βίος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτὴ ἡ ἀδιάκοπη δοκιμασία στὰ ὅρια τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ ἀντικειμενικὴ ὁλοκλήρωση στὸν ἱστορικὸ χρόνο τοῦ πληρώματος τῆς ζωῆς, μιὰ ἀντικειμενικὴ πραγμάτωση συλλογικῆς τελειότητας, γιατὶ τότε οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ μέναμε ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴν τελειότητα, δίχως ἐλπίδα πρόσληψης καὶ σωτηρίας. Ἡ Ἐκκλησία – τὸ εἴπαμε πιὸ πάνω – δὲν «βελτιώνει» τὴν ἁμαρτία μας μὲ μέτρα ἀντικειμενικῆς ἠθικῆς τελειότητας, ἀλλὰ ἀναιρεῖ τὴν ἁμαρτία μας μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ταπεινὴ ἐπίγνωση τῆς ἀνάγκης ποὺ ἔχουμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων, μὲ τὴν ἀποδοχὴ αὐτοῦ τοῦ πλούτου τῆς φιλανθρωπίας. [ΑΝΑΓΚΗ; Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ;ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ; ΕΙΝΑΙ ΑΚΕΦΑΛΗ ΡΙΓΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΡΟΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ; Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΕΝ ΝΙΚΗΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ; Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΔΕΝ ΝΙΚΗΣΕ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ; ΔΕΝ ΦΟΒΑΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΑΥΤΟ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ. ΤΗΝ ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΓΩ ΤΟΥ. ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ. ΤΗΝ ΝΙΚΗ ΑΥΤΗ ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΥΠΟΔΟΥΛΩΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΝΔΥΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ.ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΛΥΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΒΙΟΥ. ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΛΗΣΕΙ ΟΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ. ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΝΙΧΑΙΣΜΟΣ. ΜΙΑ ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΣΤΑ ΕΣΧΑΤΑ. ΜΙΑ ΜΑΤΑΙΗ ΕΛΠΙΔΑ]
Μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεώρηση, ἡ ἀναξιότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας – κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἡ ἀτομικὴ ἀδυναμία, ἀνεπάρκεια καὶ ἀποτυχία, ὅπως καὶ οἱ ἀδυναμίες τοῦ σύνολου ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, εἶναι ὀδύνη καὶ πόνος γιὰ τὴν πτώση τῆς κοινῆς μας φύσης, ἀλλὰ εἶναι καὶ παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση, γιατὶ ὅλα αὐτὰ βεβαιώνουν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτωλότητα δὲν ἀποκλείεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀντίθετα, ὑπογραμμίζει τὸ θαυμαστὸ «παράδοξο» τῆς σωτηρίας.[ΧΡΙΣΤΟΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ;]
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνοποίηση καὶ ἑνοείδεια τῆς ζωῆς, ἔτσι ὅπως πραγματώνεται καὶ ἀποκαλύπτεται στὸ γεγονὸς τῆς Εὐχαριστίας. Τίποτε δὲν ἀποκλείεται ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἑνότητα, οὔτε καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς «ἐν μετανοίᾳ» ἄνθρωπος.[Happy end;] Ἡ ζωὴ τῆς Εὐχαριστίας μπορεῖ νὰ προσλάβη ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, νὰ ἐγκεντρίση τὸ θάνατο στὴ ζωή.[ΜΗΠΩΣ ΑΝΤΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ;ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΖΟΜΠΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ; ΜΗΠΩΣ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΠΛΑΝΗ;] Αὐτὴ ἡ πρόσληψη καὶ ὁ ἐγκεντρισμὸς τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου στη ζωὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ὁ καινούργιος τρόπος ὑπάρξεως ποὺ ἐνσαρκώνει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ὅπως φανερώνεται κάθε φορὰ στὴν εὐχαριστιακή σύναξη.[ΠΟΙΟΣ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΑΡΑΓΕ; ΠΟΙΑ ΕΩΣΦΟΡΙΚΗ ΠΛΑΝΗ ΚΑΤΕΛΑΒΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;]
Ἡ Εὐχαριστία ἑνοποιεῖ τὴ διεσπασμένη μας ὕπαρξη καὶ τὴν τεμαχισμένη μας φύση – τὴ βιολογική μας ζωὴ καὶ τὴν πνευματική μας ζωή, τοὺς ζῶντες καὶ τοὺς τετελειωμένους, τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ἁγίους – «εἰς ἔνθεον ὁμοτροπίαν, εἰς ἑνοειδῆ καὶ μίαν σύμπνοιαν»[Η ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΕΧΕΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ Η ΠΛΑΝΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟ ΝΟΗΜΑ. ΕΩΣΦΟΡΙΚΟ.ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ, ΣΑΝ ΘΕΟΙ ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΜΙΛΑΜΕ. ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ. Η ΠΙΚΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ Β'ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ ΤΟΥ ΜΑΗ ΤΟΥ 68.]20. Ενοποιεῖ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο στὴν ἀδιάστατη ἀμεσότητα [ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ]τῆς μεταξύ μας κοινωνίας καὶ τῆς κοινωνίας μας μὲ τὸ Θεό. Συγκεφαλαιώνει τὶς ὑπαρκτικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου – τη λογική, τὴν ποιητική, τὴν ἀγαπητικὴ δυνατότητα – στὴν ἱερουργία τῆς λογοποίησης τοῦ ὑλικοῦ τοῦ κόσμου, στὴν ἑνοείδεια τοῦ καθολικοῦ λόγου τῆς κτίσης ποὺ γίνεται μιὰ κατάφαση καὶ ἀποδοχὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, σάρκα καὶ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.[Η ΣΥΓΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ. Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΑΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ, ΤΗΝ ΑΓΟΡΑΣΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ Ο ΦΛΩΡΟΦΣΚΙ]
Σημειώσεις
3. Ἐκκλησία δὲ καλεῖται φερωνύμως, διὰ τὸ πάντας ἐκκαλεῖσθαι καὶ ὁμοῦ συνάγειν. ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις 18, 24-P. G. 33, 1044. – Τὸ γὰρ τῆς ἐκκλησίας ὄνομα οὐ χωρισμοῦ, ἀλλὰ ἑνώσεὡς ἐστι καὶ συμφωνίας ὄνομα... τὴν ἐπὶ τῆς οἰκουμένης μίαν δεῖ εἶναι ἐκκλησίαν, καίτοι τόποις πολλοῖς κεχωρισμένην. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ομιλία εἰς τὴν Α΄ Κορινθ. - Ρ. G. 61, 13. – Βλ. καὶ R. BULTMANN, Theologie des Neuen Testaments Tübingen (Mohr) 1961, σελ. 40 - 41. καὶ 96. – Ἰωάννου ΚΑΡΜΙΡΗ, ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησιολογία, ᾿Αθῆναι 1973, σελ. 11 - 18.4. Βλ. Casimir KOBLERNICZ, Individual and Collective Marxism, Communism and Western Society, τόμος IV, σελ. 234, κ.έ. - Herder (N.Y.) 1972. P. A. SOROKIN, Society Culture and Personality, New York 1947. K. LÖWITH, Das Individuum in der Rolle des Mitmenschen, München 1928.
5. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, §§ 1, 2, 4, 5.
6. Λουκ. 3, 1-2.
7. Το τέλος ἐνεδείξατο τῶν ἀρετῶν, τὴν ἀγάπην· ὅπερ ἐστὶ ἡ κατ' ἔφεσιν τοῦ φύσει ἀγαθοῦ τῶν μετεχόντων ἀδιάσπαστος ἡδονὴ καὶ ἀδιαίρετος ἕνωσις· διὰ δὲ τῆς ἀληθείας, τὸ πέρας πασῶν ἐπεσήμανε τῶν γνώσεων· καὶ αὐτῶν πάντων τῶν γινωσκομένων, εἰς ὅπερ ὡς ἀρχὴν καὶ πέρας πάντων τῶν ὄντων, αἱ κατὰ φύσιν κινήσεις, γενικῷ τινι λόγῳ συνέλκονται. Πάντα νικώσης κατὰ φύσιν ὡς ἀληθείας τῆς τῶν ὄντων ἀρχῆς καὶ αἰτίας καὶ πρὸς ἑαυτὴν συνελκούσης τῶν γεγονότων τὴν κίνησιν. ΜΑΞΙΜΟΥ Ομολογητού, Περὶ διαφόρων ἀπόρων, P. G. 90, 516A.
8. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, § 84γ.
9. Γιὰ τὴν προϋπαρξη τῆς Ἐκκλησίας, βλ. Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησιολογία, σελ. 19 - 44. – Ἐπίσης, Κων. ΣΚΟΥΤΕΡΗ, Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ ᾿Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ᾿Αθῆναι 1969, σελ. 39 -49.
10. Βλ. Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Έρως, §§ 75, 76, 77, 79.
11. ῾Αμαρτίαν, τουτέστιν ἀτευξίαν καὶ ἀπόπτωσίν τινα τοῦ προσήκοντος, αὐτὸ τὸ τῆς στερήσεως καλεῖ καὶ ἄσκοπον, ἀντὶ τοῦ παρὰ τὸν σκοπὸν βάλλον, ἐκ μεταφορᾶς τῶν τοξευόντων. Τοῦ ἀγαν θοῦ καὶ τῆς κατὰ φύσιν κινήσεως ἤτοι τάξεως ἀποτυγχάνοντες φερόμεθα εἰς τὴν παρὰ φύσιν ἄλογον καὶ παντελῆ καὶ ἀνούσιον ἀνυπαρξίαν. ΜΑΞΙΜΟΥ Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων Ονομάτων, Ρ. G. 4, 3480. – Το Πρόσωπο καὶ ὁ ᾿Έρως, § 95.
12. Γράφει ὁ ἅγιος ΙΣΑΑΚ & Σύρος: «Καὶ διὰ τὴν ἀγάπην αὐτοῦ τὴν πολλὴν, οὐκ εὐδόκησε τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν βιάσασθαι κἂν δυνατὸς ἢ ποιῆσαι, ἀλλὰ τῇ ἀγάπῃ τοῦ φρονήματος ἡμῶν πλησιάσαι αὐτῷ». Τα ευρεθέντα ἀσκητικά, Λόγος ΠΑ. Έκδοση Σπανού, Αθήναi, σελ. 307 - 308.
13. «Καὶ τί ἐστι καρδία ἐλεήμων; καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν ὀρνέων, καὶ τῶν ζώων, καὶ τῶν δαιμόνων, καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος. Καὶ ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καὶ τῆς θεωρίας αὐτῶν ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ δάκρυα. Ἐκ τῆς πολλῆς καὶ σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης τῆς συνεχούσης τὴν καρδίαν, καὶ ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ οὐ δύναται βαστάξαι, ἢ ἀκοῦσαι, ἢ ἰδεῖν βλάβην τινὰ ἢ λύπην μικρὰν ἐν τῇ κτίσει γινομένην. Καὶ διὰ τοῦτο καὶ ὑπὲρ τῶν ἀλόγων, καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας, καὶ ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτὸν ἐν πάσῃ ὥρᾳ εὐχὴν μετὰ δακρύων προσφέρει, τοῦ φυλαχθῆναι αὐ τοὺς καὶ ἱλασθῆναι αὐτοῖς· ὁμοίως καὶ ὑπὲρ τῆς φύσεως τῶν ἐρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης τῆς κινουμένης ἐν τῇ καρδία αὐτοῦ ἀμέτρως καθ' ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ». ΙΣΑΑΚ τοῦ Σύρου, Τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικά, Λόγος ΠΑ, σελ. 306. – Βλ. καὶ Wladimir SOLOWJEW, Die Rechtfertigung des Guten, Deutsche Gesamtausgabe der Werke von W. S., (Erich Wewel Verlag), München, τόμος V, 1976, σελ. 128-129: Das grenzenlose, universale Mitleid, wie es von dem hl. Isaak dem Syrer beschrieben worden ist [Η απεριόριστη, οικουμενική συμπόνια που περιγράφει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος].
14. Ἐγενόμεθα ἀδελφοί τοῦ μονογενούς, καὶ εἰς τὴν σάρκα αὐτοῦ τελοῦμεν, καὶ ὥσπερ σῶμα κεφαλῇ οὕτως ἡνώμεθα. Ταῦτα οὖν ἅπαντα περισσείαν χάριτος ἐκάλεσεν ὁ Παῦλος. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ομιλία 10.2 εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, P. G. 60, 477. - Πάντα ὅσα ὁ Θεὸς καὶ ὁ διὰ τῆς χάριτος τεθεωμένος ἔσται, χωρίς τῆς κατ' οὐσίαν ταυτότητος. ΜΑΞΙΜΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον 22, P. G. 90, 320A.
15. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Έρως, § 45.
16. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Έρως, § 55.
17. Βλ. Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, §§ 33, 43.
19. Αὐτός, ὁ πάντων αἴτιος ... δι' ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται καὶ οἷον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι θέλγεται. Καὶ ἐκ τοῦ ὑπὲρ πάντα καὶ πάντων ἐξῃρημένου πρὸς τὸ ἐν πᾶσι κατάγεται κατ' ἐκστατικὴν ὑπερούσιον δύναμιν ἀνεκφοίτητον ἑαυτοῦ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων Ονομάτων, IV, P.G. 3, 712AB.
20. Ἐν ταύταις (ταῖς ἱεραῖς συνάξεσιν) ὁ βλέπων ἱερῶς ὅιψε ται τὴν ἐνοειδῆ καὶ μίαν σύμπνοιαν, ὡς ὑφ' ἑνὸς τοῦ θεαρχικοῦ Πνεύματος κεκινημένην… Ἡ θειοτάτη τοῦ ἑνὸς καὶ ταὐτοῦ καὶ ἄρτου καὶ ποτηρίου κοινὴ καὶ εἰρηναία μετάδοσις ὁμοτροπίαν (ἡμῖν) ἔνθεον ὡς ὁμοτρόφοις νομοθετεί. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας ΙΙΙ, P.G. 3, 432B.
2 σχόλια:
ΨΙΛΟΣΧΕΤΙΚΟ.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΞΕΔΟΝΤΙΑΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΛΥΚΕΡΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΛΕΕΙ Ο ΣΥΓΧΩΡΕΜΕΝΟΣ.
https://geromorias.blogspot.com/2023/11/blog-post_98.html#more
Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΛΑΝΗ ΑΔΕΛΦΕ. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ ΜΑΣ . ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΙΣ.
Δημοσίευση σχολίου