Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

«Σοβαρός άνθρωπος» στην πολιτική

Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς 

Κ​​άποιες συζητήσεις στη Βουλή ή στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, τηλεοπτικά μεταδιδόμενες, δίνουν την εντύπωση στον πολίτη ότι διασώζονται ακόμα στο πολιτικό προσωπικό της χώρας περιπτώσεις ανθρώπων σοβαρών. Ας συμφωνήσουμε σε κάποια στοιχειώδη κριτήρια «σοβαρότητας»: Κατορθώνουν να δίνουν στον ακροατή-θεατή τους την αίσθηση ότι είναι έντιμοι και νηφάλιοι. Οτι διαθέτουν ευφυΐα, έστω και μέσου βεληνεκούς. Δεν είναι απαίδευτοι, δηλαδή έχουν επάρκεια γλωσσικής εκφραστικής, άρα και συλλογιστικής ικανότητας (ως γνωστόν: άνθρωπος χωρίς γλώσσα είναι άνθρωπος χωρίς σκέψη, αφού με τη γλώσσα σκεφτόμαστε). Διαθέτουν την αισθητική καλλιέργεια που προϋποθέτει η ενδυματολογική καλαισθησία.

Το πρώτο ερώτημα που γεννιέται από τη θέα αυτών των εξαιρέσεων: Γιατί η όποια ανθρώπινη ποιότητα υπάρχει στα κόμματα κρατιέται στην αφάνεια, δηλαδή αποκλείεται από την τηλεόραση; Γιατί οι «εκπρόσωποι τύπου» των κομμάτων και οι κομματικοί απεσταλμένοι στις τηλεοπτικές εκπομπές είναι, κατά κανόνα, μικρονοϊκοί, μονόχνωτοι, κωμικά δογματικοί, και επιπλέον άγλωσσοι, απαίδευτοι, ακαλαίσθητοι; Δεν έχουν τα κριτήρια οι αρχηγοί και οι επιτελείς των κομμάτων (και των κυβερνήσεων) να διακρίνουν ποιος τύπος «εκπροσώπου» τούς κολακεύει και ποιος τους δυσφημεί;

Μια εξήγηση θα ήταν, ίσως, το μοντέλο ή η συνταγή για «σαρωτικές επιτυχίες» στο πεδίο του εντυπωσιασμού των μαζών, που αποτέλεσαν στη μεταπολίτευση ο Μένιος Κουτσόγιωργας και ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος. Το κουτσαβάκικο ύφος, η αθυροστομία, η αναίδεια και θρασύτητα, το αδίστακτο ψέμα, οι έμμεσες απειλές (τσαμπουκάς), οι χυδαίοι υπαινιγμοί καταξιώθηκαν σαν «όπλα πολιτικής πάλης».

Καθιερώθηκε «κλίμα» δημόσιου λόγου – η Ν.Δ. και στο πεδίο αυτό, όπως και σε κάθε άλλο πολιτικής πρακτικής, πάσχιζε να μιμηθεί το ΠΑΣΟΚ, να μην υστερήσει σε «εκσυγχρονισμό».

Ο,τι ονομάζουμε «κλίμα» δημοσίου λόγου, κυρίαρχο πολιτικό «κλίμα», κατανοείται πληρέστερα με αναφορά σε πρόσωπα, αλλά αυτή η προσωποποίηση αφήνει κενά κατανόησης στους νεότερους. Η ελλαδική κοινωνία γνώρισε τα τελευταία σαράντα χρόνια τόσα ευτελισμένα, ανίκανα (της ντροπής) αχρεία πρόσωπα σε θώκους ηγετικούς (χωρίς να υπάρξει έστω και ίχνος συλλογικών αντανακλαστικών διαμαρτυρίας, καταισχύνης ή οργής) που η ανάμνησή τους και μόνο θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν πέδη ανάσχεσης στη διολίσθηση προς τον ιστορικό αφανισμό. Δεν υπήρξαν έγκαιρα αντανακλαστικά οργής ούτε μνήμη ανασχετική του συνεχώς χειρότερου. Το πολιτικό μας σύστημα μπήκε σε τροχιά ραγδαίας αποσύνθεσης, με τα προσχήματα δημοκρατίας να συντηρούνται ως νεκροπομπός φενάκη.

Αλλά μια τέτοια ανάγνωση της ελλαδικής πολιτικής πραγματικότητας επιτείνει τη δυσκολία να ερμηνεύσουμε το πώς γίνεται να υπάρχουν ακόμα «σοβαροί άνθρωποι» στην πολιτική σκηνή. Αγόρευε τις προάλλες για τον εκλογικό νόμο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, νέος σχετικά, με στρωτό και ευπρεπή λόγο, καλοχτισμένα επιχειρήματα και ικανότητα να δείχνει ότι το θέμα τον ενδιαφέρει ουσιαστικά, όχι για να κερδίσει εντυπώσεις.

Ομως, αυτός ο νέος (και ας τον υποθέσουμε αγνών προθέσεων) άνθρωπος ακύρωνε τη σοβαρότητά του με την κατάφωρη πολιτική του ανακολουθία και ασυνέπεια: Μιλούσε για ιδιοτέλεια κομματικών σκοπιμοτήτων στο εκλογικό νομοσχέδιο εκπροσωπώντας το κόμμα που υπήρξε ο πανουργότερος μάγειρας εκλογικών συστημάτων, προκειμένου να υποκλέψει την εξουσία.

Και αν το παρελθόν του κόμματός του το αμνηστεύει ο νεαρός βουλευτής νιώθοντας ο ίδιος φορέας του πολιτικά καινούργιου, πώς συμβιβάζει τους οραματισμούς του (και τη σοβαρότητά του) με το «προφίλ» της αρχηγού του; Διερωτήθηκε ποτέ: πού, πώς και από ποιον πρωτοδιορίστηκε σε μισθωτή εργασία η αρχηγός του; Αλλά και πέραν της αρχηγού: Ποιες αξιώσεις σοβαρότητας μπορεί να έχει ένας πολιτικός, πιθανόν ταλαντούχος και πάντως κόσμιος ως παρουσία, που επιλέγει να ενταχθεί σε κόμμα «σοσιαλιστικό», όταν στο πολύ πρόσφατο παρελθόν το κόμμα αυτό κυβέρνησε με όρους τού πιο αχαλίνωτου καπιταλισμού, μοιράζοντας με τους συγκυβερνώντες τα ρουσφέτια προκαταβολικά (4-2-1);

Οι παραδειγματικές αναφορές λειτουργούν στον δοκιμιακό λόγο της επιφυλλίδας προφανώς ως ένδειξη, όχι ως καταγγελία. Να παραθέσουμε και μια δεύτερη εικόνα: Μεσήλικα βουλευτή, στην ίδια συζήτηση στη Βουλή, με λόγο σοβαρό, πειστικό, ευπρεπή, που εκπροσωπούσε το κόμμα το αυτοονομαζόμενο «Το ποτάμι». Προκαλούσε και αυτός την απορία: Δικαιολογείται ο όρος σοβαρότητα για έναν άνθρωπο ενταγμένον εθελούσια σε κόμμα που η ονομασία του επαγγέλλεται το τίποτα; Να δηλώνει η ονομασία όχι, φυσικά, ιδεοληψίες και ταμπού, αλλά (που να πάρει η ευχή) στόχους κοινωνικούς, κριτήρια ποιότητας της ζωής πέρα από τον καταναλωτικό πρωτογονισμό. Ποια ανθρώπινη σοβαρότητα μπορεί να συμβιβαστεί με τη στράτευση σε κόμμα, που και μόνο ο τίτλος του δηλώνει το πολιτικό τίποτα – θα μπορούσε να είναι το όνομα παρόχθιας ταβέρνας ή εντευκτηρίου εραστών του «καγιάκ».

Βέβαια, κατάντησε κανόνας τις ονομασίες των πολιτικών κομμάτων (όπως και των απορρυπαντικών, αποσμητικών, αλλαντικών κ.λπ.) να τις επινοούν διαφημιστικά γραφεία, με κριτήρια εντελώς α-πολιτικά ή εσκεμμένης αοριστίας και γενικότητας αποβλέποντας στην ψυχολογική πρωταρχικά σαγήνη και στον υποβολιμαίο εντυπωσιασμό των αφελών (βλ. «Νέα Δημοκρατία», «Δημοκρατική Συμπαράταξη», «Πολιτική Ανοιξη» κ.ά.). Εφευρίσκουν οι διαφημιστές το «πιασάρικο» όνομα και στη συνέχεια οι ενδιαφερόμενοι προσπαθούν να γεμίσουν το νοηματικό κενό με «ευρήματα» αφηρημένων και συχνά αλληλοαναιρούμενων εννοιών – «κοινωνικός φιλελευθερισμός», «δημοκρατικός σοσιαλισμός», «κεντροδεξιά», «κεντροαριστερά» και ανάλογες πομφόλυγες αοριστολογίας.

Η εδραιωμένη αξιολογική αποτίμηση των πολιτικών από τους πολίτες συνοψίζεται στον αφορισμό: «όλοι ίδιοι είναι». Μάλλον άδικος ο αφορισμός, επειδή αναφέρεται σε πρόσωπα. Ισχύει όμως απολύτως και αποδεδειγμένα για τα κόμματα: ναι, «όλα ίδια είναι». Ψηλαφήσαμε την ολοκληρωτική εξομοίωση «πράσινου» και «γαλάζιου» ΠΑΣΟΚ, τους υποστήκαμε να συγκυβερνάνε – μαζί και ο «ερυθρός» Κουβέλης. Ζήσαμε και τους «ριζοσπάστες» του Τσίπρα να τους μεταβάλλει η Κίρκη των «Αγορών» σε ευπειθέστατους διεκπεραιωτές των εντολών της, να απεμπολούν «αρχές» και «παντιέρες» τους, έρμαια αδιάντροπης εξουσιολαγνείας.

Λογικά αλλά και έμπρακτα: τα κόμματα «όλα ίδια είναι» – ίδιες πολιτικές, ίδιος αμοραλισμός, ίδια νοσηρή εξουσιολαγνεία. Αν κάποιοι κομματικοί δίνουν την εντύπωση «σοβαρών ανθρώπων», πρόβλημα έχουμε οι δέκτες της εντύπωσης. Να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους οι ψηφοφόροι ότι με τα υπάρχοντα σήμερα κόμματα, όλα, πολιτική ελπίδα δεν υπάρχει. Ας ξεκαθαρίσουμε στην κρίση μας τα γνωρίσματα του «σοβαρού ανθρώπου».

Πηγή "Καθημερινή"
kostasxan.

Ελληνοτουρκικός πόλεμος στα «σκαριά» για να «μαζευτεί» η Τουρκία;

Ελληνοτουρκικός πόλεμος στα «σκαριά» για να «μαζευτεί» η Τουρκία;
Το αποτυχημένο πραξικόπημα στη Τουρκία προκάλεσε σειρά τεκτονικών μετατοπίσεων, στις γεωπολιτικές πλάκες της Ευρασίας και της Μέσης Ανατολής, που ακόμα βρίσκονται σε εξέλιξη.

Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι η ανοιχτή εχθρότητα του «πληγωμένου σουλτάνου» προς τις ΗΠΑ και η πρόθεσή του να πλεύσει προς την αγκαλιά της Μόσχας.
Αν η συγκεκριμένη τουρκική στροφή αποκτήσει διάρκεια τότε βρισκόμαστε στην αρχή μιας κομβικής αλλαγής στις ευρύτερες ισορροπίες της Δύσης με την Ανατολή.

Το ερώτημα, όμως, είναι αν η Δύση, δηλαδή οι ΗΠΑ και τα ισχυρά παγκόσμια κέντρα χρηματοπιστωτικής ισχύος, επιτρέψει αυτόν τον αναπροσανατολισμό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς την ρωσική άρκτο.

Πριν απαντήσουμε, οφείλουμε προηγουμένως να αναζητήσουμε τους λόγους για τους οποίους φθάσαμε σ’ αυτό το σημείο.
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η Τουρκία έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη του τρίτου ισλαμικού άξονα έναντι του, κυρίως αραβικού, σουνιτικού, με επίκεντρο την Σαουδική Αραβία, και του σιιτικού, με κέντρο το Ιράν.

Στόχος της ενίσχυσης του τουρκικού παράγοντα από τη Δύση υπήρξε η υπονόμευση της ρωσικής επιρροής στον πρώην σοβιετικό χώρο, μεταξύ των τουρκογενών μουσουλμάνων από την Κριμαία και τον Καύκασο μέχρι τα Ουράλια και το Ουζμπεκιστάν.
Επιρροή που εκτεινόταν επίσης και στα Βαλκάνια – Βοσνία, Αλβανία, Κόσσοβο, Σκόπια, Βουλγαρία- και εκτός τη ρωσική παρουσία υπονόμευε και την ευρωπαϊκή πολιτική.
Έτσι, η οικονομική και πολιτισμικό-θρησκευτική επέκταση της Τουρκίας γινόταν με τις ευλογίες των ΗΠΑ.

Οι μεντρεσέδες του Γκιουλέν για παράδειγμα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη μιας νέας διεκδικητικής γενιάς μουσουλμάνων, με γερές υπερατλαντικές διασυνδέσεις.

Το σχέδιο γενικά δεν ήταν καινοφανές.
Το είχε εκπονήσει και χρησιμοποιήσει η Βρετανική Αυτοκρατορία από τον 19ο αιώνα για το «Great Game», και αργότερα το χρησιμοποίησε και η Γερμανία, μέχρι και το 1944.
Αλλά και στην περιοχή της Μέσης Ανατολής ο αναβαθμισμένος ρόλος της Τουρκίας στόχευε τα μπααθικά καθεστώτα, που συνιστούσαν πάντοτε τη σοβαρότερη απειλή για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ λόγω της συνοχής και του εθνικισμού τους.

Τις δεκαετίες αυτές η νέα Τουρκία μετασχηματιζόταν και εσωτερικά.
Οι μάζες της Ανατολίας, με υψηλότερη δημογραφική αύξηση από τα παράλια, προόδευαν οικονομικά και εν τέλει κέρδισαν και την πολιτική εξουσία στο πρόσωπο του φιλόδοξου και φανατικού μουσουλμάνου Ερντογάν.
Ο δυτικός σχεδιασμός δεν έπαψε να εφαρμόζεται, παρά τις ιδιοτροπίες του νεο-οθωμανού, που οραματιζόταν την προαγωγή του σε σουλτάνο και χαλίφη.
Οι Αμερικανοί θα πιστεύουν για πολύ καιρό ότι η Τουρκία, παρ’ όλες τις επί μέρους παρασπονδίες, όπως η απαγόρευση της βάσης Ιντσιρλίκ για χρήση από τον αμερικανικό στρατό για επιχειρήσεις στο Ιράκ ή οι στενές οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα, είναι ακόμη ελεγχόμενη και βέβαια πάντα χρήσιμη.
Στη διάρκεια μάλιστα της «Αραβικής Άνοιξης» η αίγλη της Άγκυρας εκτοξεύεται.
Μέχρι, όμως, που ο Σίσι ανατρέπει τον Μόρσι και ο Πούτιν σώζει τον Άσαντ.
Το παιχνίδι τότε αλλάζει ραγδαία.

Κι ο Ερντογάν κάνει το λάθος να μην το παραδεχθεί εγκαίρως. Και τα βάζει με όλους.
Το αποτέλεσμα είναι να χάνει σχεδόν παντού και το σπουδαιότερο να βάζει σε σοβαρό κίνδυνο τον μεγάλο σχεδιασμό.
Η εμμονή του στη μη δημιουργία κουρδικής οντότητας στα καντόνια της βόρειας Συρίας προκαλεί σοβαρές παρενέργειες στην διευθέτηση του μεταπολεμικού χάρτη της Μεσοποταμίας.

Οι Αμερικανοί και οι Ισραηλινοί, όμως, συνεργάζονταν ανοιχτά με τις δυνάμεις των Κούρδων στη Συρία και όχι μόνον γιατί δεν διατίθενται άλλες χερσαίες δυνάμεις για να κάνουν τη δύσκολη δουλειά εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους».
Ένας επιπλέον λόγος είναι γιατί και οι δύο επιθυμούν να δουν σύντομα κατασκευασμένο τον αγωγό που θα συνδέει τα κοιτάσματα φυσικού αερίου του Ισραήλ προς τη Τουρκία, μέσω της Κύπρου.
Εδώ εντάσσεται και η πίεση για λύση του Κυπριακού μέχρι το τέλος του έτους.
Η Κύπρος, άλλωστε, έγινε ήδη πολύ πιο απαραίτητη στους σχεδιασμούς ΗΠΑ-Ισραήλ, μετά από την εγκατάσταση ισχυρής ρωσικής στρατιωτικής δύναμης στα παράλια της Συρίας.

Η δημιουργία του αγωγού, πέρα από τα οικονομικά οφέλη, θα κάνει την Τουρκία περισσότερη εξαρτημένη από το Ισραήλ και τη Δύση, ενώ ταυτόχρονα θα την μετατρέψει σε ενεργειακή οδό προς την Ευρώπη, και άρα θα τη βάλει σε μόνιμο ανταγωνισμό με τη Ρωσία.
Το διακύβευμα είναι, προφανώς, πολύ μεγάλο.
Ο Ερντογάν, απογοητευμένος από την αμερικανική πίεση, έχοντας χάσει και την ελπίδα να μεταφέρει το φυσικό αέριο του Κατάρ μέσω της Συρίας, έψαχνε σανίδα σωτηρίας.
Μαζί με τις σχέσεις με το Ισραήλ προσπάθησε να αποκαταστήσει και αυτές με τη Ρωσία, με εκείνη την περίπου συγνώμη για το καταρριφθέν αεροσκάφος.
Ίσως αυτή να ήταν η στιγμή που δόθηκε και «το πράσινο φως» για την εκδήλωση στρατιωτικού πραξικοπήματος από χολωμένους κεμαλιστές αλλά και, συνδεδεμένους με τη Δύση, οπαδούς του Γκιουλέν.
Το τι συνέβη στο παρασκήνιο θα αργήσουμε να το μάθουμε, αν το μάθουμε ποτέ επακριβώς.
Τώρα, αυτό που προέχει είναι να δούμε προς τα πού πάνε τα πράγματα.
Για τη Ρωσία, τα γεγονότα της Τουρκίας ήταν θεόσταλτο δώρο.
Βασικός στόχος του Πούτιν είναι η αποτροπή του πολλαπλασιασμού των ανοιχτών μετώπων.
Γνωρίζει ότι αυτό επιδιώκουν τα «γεράκια», με πρώτο βιολί τη φοβερή κα Νούλαντ.
Ο Ρώσος πρόεδρος δεν έχει μάλλον ψευδαισθήσεις για το ποιόν και την αξιοπιστία του Ερντογάν.
Ούτε για το πόσο μακριά μπορεί να πάει η Άγκυρα στις επιλογές της εξωτερικής της πολιτικής.
Αλλά από την άλλη, όσο και να κρατήσει, μια φιλική προς τη Μόσχα Τουρκία τού προσφέρει τη δυνατότητα να επικεντρωθεί στο σημαντικότερο για τη Ρωσία πρόβλημα της Ουκρανίας.
Παράλληλα, εμφανίζει τη Μόσχα ανοιχτή προς το Ισλάμ, και πυροδοτεί εσωτερικές εντάσεις στο ΝΑΤΟ.
Ο Ντούγκιν, παρά τη μεγαλοστομία του, έχει μάλλον δίκιο στα όσα πρόσφατα είπε για το ότι είναι προς το συμφέρον της ρωσικής πολιτικής να ακολουθήσει το παράδειγμα του Λένιν.
Εννοούσε τη συμφωνία του 1921 με τον Κεμάλ για να διασφαλίσει τα σύνορά του στον Καύκασο και να κερδίσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της σοσιαλιστικής Ρωσίας.
Από τη συμφωνία αυτή κέρδισαν τότε και ο Λένιν και ο Κεμάλ -αυτοί, βέβαια, που έχασαν τα πάντα, ακόμη και τη ζωή τους, ήταν οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας.
Εκεί, ωστόσο, που σίγουρα αυταπατάται, είναι στη βεβαιότητα της προοπτικής μιας στρατηγικής σχέσης μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας στο πλαίσιο του ευρασιανισμού.
Όπως συνέβη και στο παρελθόν –το 1800, το 1831, αλλά και το 1921– η συμμαχία Τουρκίας και Ρωσίας κράτησε ελάχιστα.
Και αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: Ο πρώτος είναι τα ριζικά αντίθετα συμφέροντα των δύο χωρών.
Φαντάζει αδύνατο οι Τάταροι της Κριμαίας, οι Τσετσένοι, οι Νταγκεστανοί ισλαμιστές και οι ομοϊδεάτες τους της Κεντρικής Ασίας, που επηρεάζουν καθοριστικά την τουρκική πολιτική, να συμβιβαστούν με την ιδέα της φιλορωσικής συμπόρευσης.
Ο δεύτερος και σημαντικότερος είναι η σημασία που έχει η Τουρκία για τη Δύση.
Χωρίς την Τουρκία, οι ΗΠΑ θα έχουν σοβαρότατο πρόβλημα στην ανάσχεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, την Μαύρη Θάλασσα, την Υπερκαυκασία, και κυρίως στο Αζερμπαϊτζάν, και την Κεντρική Ασία.
Το ρωσικό Ναυτικό θα κινείται με μεγαλύτερη άνεση στα Στενά και στο Αιγαίο μέχρι τη Συρία.
Στον βαλκανικό χώρο, η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Τουρκίας μπορεί να προκαλέσει σοβαρές συγκρούσεις στα κέντρα εξουσίας –ιδιαίτερα μεταξύ των Αλβανών.
Τέλος, θα αλλάξει αναγκαστικά όλος ο σχεδιασμός στη Μέση Ανατολή.
Ένα «τετράγωνο» Μόσχας- Άγκυρας-Τεχεράνης-Δαμασκού (πιθανώς πεντάγωνο με το Πεκίνο) δεν είναι απλά ένας δυτικός και ισραηλινός εφιάλτης, είναι η ίδια η κόλαση.
Η θητεία του Ομπάμα, ενός προέδρου που είχε ως σκοπό να απαλύνει τις συνέπειες του χοντροκομμένου ιμπεριαλισμού του Μπους, κατά τα φαινόμενα θα τελειώσει με την πιο παταγώδη αποτυχία, μετά και από το τουρκικό πραξικόπημα – που μπορεί να ολοκληρωθεί με την εκλογή του Τραμπ.
Ωστόσο, κανείς πρόεδρος και κανένα παγκόσμιο κέντρο εξουσίας δεν θα αποδεχθεί ελαφρά τη καρδία την έστω και για λίγο απώλεια της Τουρκίας.
Για την αποκατάσταση της «φυσικής τάξης των πραγμάτων» θα βγουν όλα τα όπλα: ο οικονομικός πόλεμος, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Κούρδων, η πολιτική απομόνωση, αντιπαραθέσεις με γείτονες.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει και να δούμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Μια πιθανή κρίση που θα έφθανε στα πρόθυρα της στρατιωτικής αντιπαράθεσης και η οποία θα επέβαλε την έξωθεν παρέμβαση και θα έβαζε πάλι το ταύρο στο στάβλο του, ίσως να μην είναι εκτός των επιλογών κάποιων.
Έτσι κι αλλιώς, ο «πληγωμένος σουλτάνος» θα είναι ακόμη για καιρό αρκετά οργισμένος ώστε να αδυνατεί να σκεφτεί ψύχραιμα.
Για τον λόγο αυτό ας είναι πιο συγκρατημένοι όσοι συμπεραίνουν ότι η Ελλάδα αναβαθμίζεται μετά από τα γεγονότα της Τουρκίας κι ας προετοιμάζονται για την αποφυγή των χειρότερων σεναρίων.

Σωτήρης Δημόπουλος, αναδημοσίευση από το σάιτ του Μιχάλη Ιγνατίου, πρωτότυπος τίτλος: «Ας είμαστε έτοιμοι για την αντιμετώπιση των χειρότερων σεναρίων με την Τουρκία».

tribune.gr 

Ιωάννης Τάτσης, Κατά του Οικουμενισμού άνευ ακραίου ζηλωτισμού

Κατά του Οικουμενισμού άνευ ακραίου ζηλωτισμού
του Ιωάννη Τάτση, Θεολόγου
Η προαναγγελθείσα από ομάδα Αγιορειτών πατέρων διακοπή της μνημόνευσης του Πατριάρχου Βαρθολομαίου μετά την Σύνοδο της Κρήτης αλλά και το γενικότερο κλίμα που επικρατεί εντός και εκτός του Αγίου Όρους θέτει εκ νέου μπροστά μας ζητήματα που αφορούν στον τρόπο αντίδρασης απέναντι στους Οικουμενιστές.

Πρώτη και βασική αρχή που θα πρέπει να διακατέχει όσους αγωνίζονται υπέρ της ορθοδόξου πίστεως είναι η αποφυγή των δύο άκρων. Πολεμώντας τον επάρατο οικουμενισμό δεν πρέπει να οδηγούμαστε στον άκρατο ζηλωτισμό.
Η διακοπή της μνημόνευσης του Πατριάρχη είναι πράξη ουσιαστική, μέσο αντίδρασης στην οικουμενιστική του πορεία, για τη λήψη του οποίου απαιτείται, πέραν της μελέτης των πατερικών κειμένων, η προσωπική αλλά και συλλογική προσευχή για την απόκτηση της εκ Θεού πληροφορίας που θα οδηγήσει στην απόφαση αυτή. Σε κάθε περίπτωση όποιος διακόπτει τη μνημόνευση του Πατριάρχη δεν θα πρέπει αυτομάτως να κρίνει ως αιρετικούς, οικουμενιστές ή φιλοοικουμενιστές όσους δεν προχωρούν στην διακοπή του μνημοσύνου σύμφωνα με τη δική του επιλογή.
Ασφαλώς η διακοπή του μνημοσύνου είναι πράξη που θα δρούσε αποτελεσματικά ως μέσο ανάσχεσης της πορείας των οικουμενιστών εάν αποφασιζόταν από επισκόπους ή τους Αγιορείτες ηγουμένους. Αλλά και στην περίπτωση αυτή, όσοι πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί, δεν θα ανήκαν στις μητροπόλεις των επισκόπων που θα προχωρούσαν σε διακοπή του μνημοσύνου του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, δεν υποχρεούνταν σε «μετακίνηση» προς μία μητρόπολη στην οποία δεν θα μνημονευόταν ο Πατριάρχης. Ομοίως ιερομόναχοι του Αγίου Όρους ή και κληρικοί εκτός αυτού που διακόπτουν το μνημόσυνο του Πατριάρχη Βαρθολομαίου δεν θα πρέπει αυτομάτως να διακόπτουν την κοινωνία με όσους συνεχίζουν, για τους δικούς τους λόγους, να μνημονεύουν τον Πατριάρχη. Εάν τούτο επικρατήσει, οι Οικουμενιστές θα έχουν πετύχει ένα ακόμη στόχο, αυτόν της διάσπασης των πιστών που αγωνίζονται κατά του Οικουμενισμού και θα οδηγηθούμε και πάλι σε σχίσματα εντός της Εκκλησίας.
Η διακοπή της μνημόνευσης είναι ένα μέσο προειδοποίησης του Πατριάρχη ότι η πορεία του έχει εκτραπεί εκτός των ορίων που θέτουν οι άγιοι Πατέρες. Δεν είναι λόγος διάσπασης των πιστών. Διακόπτοντας τη μνημόνευση του Πατριάρχη δεν «τιμωρούμε» όσους συνεχίζουν να τον μνημονεύουν αλλά κρούουμε τον κώδωνα προς τον αποκλίνοντα από την αγιοπατερική μας παράδοση. Δεν πρέπει να δώσουμε χαρά στους οικουμενιστές ότι απαλλάχτηκαν από την ενοχλητική μας παρουσία και τον έλεγχο των απόψεων και των κινήσεών τους προσχωρώντας σε ζηλωτικού τύπου φατρίες υποκλεπτόμενοι από τον εκ δεξιών πειρασμό. Εξάλλου όσοι συνεχίζουν να μνημονεύουν τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, και αυτοί αποτελούν στην παρούσα φάση τη συντριπτική πλειοψηφία, δεν σημαίνει ότι όλοι συμφωνούν με όσα οικουμενιστικά εκείνος πράττει. Μια τέτοια γενίκευση είναι πέρα για πέρα αναληθής.
Η διακοπή της μνημόνευσης του Πατριάρχη  ως εκκλησιαστική πράξη δεν αποτελεί από μόνη της την οριστική και τελική μάχη εναντίον της αίρεσης του Οικουμενισμού. Για την οριστική καταδίκη της αιρέσεως απαιτείται πνευματική εγρήγορση, αληθινή μετάνοια, εκ Θεού επίσκεψη, ανάληψη επισκοπικής ευθύνης, αφύπνιση των συνειδήσεων του κλήρου και του λαού, συνοδική αντιμετώπιση του ζητήματος και τελικά συνοδική καταδίκη της αιρέσεως και ομολογία της αληθούς ορθοδόξου πίστεως.
Επειδή οι οικουμενιστές γνωρίζουν να κινούνται μεθοδικά και με σχέδιο, όσοι αγωνιούν για τα ζητήματα της πίστης δεν θα πρέπει αντιθέτως να κινούνται βιαστικά, χωρίς περισυλλογή και προσευχή, χωρίς συνεννόηση μεταξύ τους, σπασμωδικά και ακραία αλλά με φρόνηση και ταπείνωση ζητώντας προ πάντων τη γνώμη ανθρώπων της προσευχής και όχι μόνο μελετώντας πατερικά συγγράμματα. Φορείς της χάριτος του Θεού δεν είναι οι μελετητές των αγιοπατερικών συγγραμμάτων αλλά όσοι απέκτησαν την πείρα και το φρόνημα των αγίων Πατέρων. Αυτών τη γνώμη θα πρέπει να επιζητούμε και για τα κρίσιμα ζητήματα της πίστεως. Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος στην προσπάθειά μας να πολεμήσουμε τον επάρατο οικουμενισμό να οδηγηθούμε στο άλλο άκρο του ζηλωτισμού, λόγω εγωισμού. Τότε θα έχουμε αστοχήσει ως ανεκπαίδευτοι νεοσύλλεκτοι της πνευματικής ζωής.
Ορθόδοξος Τύπος, 29/7/2016

Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΕ ΝΕΑ ΣΥΡΙΑ!

-782051323Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Ένα «καυτό» δημοσίευμα της γνωστής βρετανικής εφημερίδας Independent, που αναδημοσιεύεται στην τουρκική Cumhurriyet, έχει προκαλέσει την οργή της Άγκυρας γιατί περιγράφει τα σταδιακά βήματα με τα οποία η Τουρκία μετατρέπεται σε μια καινούργια Συρία και σε ένα νέο Ιράκ.
20160730105737-independentcockburn-501x660jpg
Σύμφωνα με το άρθρο της βρετανικής εφημερίδας, στην Τουρκία μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και τις μεγάλες εκκαθαρίσεις στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις που έχουν προκαλέσει ανεπανάληπτο χάος, κανείς δεν ξέρει ποια ακριβώς είναι η κατάσταση εντός τους, ενώ η επιχείρηση εξάρθρωσης του δικτύου του Φετουλάχ Γκιουλέν είναι αδύνατο να περατωθεί γιατί και μέσα στο κόμμα του Ερντογάν υπάρχουν πυρήνες του που δεν μπορούν να εξουδετερωθούν.
Παράλληλα η Τουρκία, σύμφωνα με την Indipendent, εξέθρεψε όλα τα τελευταία χρόνια πυρήνες των ισλαμιστών του ISIS στο εσωτερικό της, που τώρα είναι πολύ δύσκολο να εξαρθρωθούν και αυτό αποτελεί άλλο ένα παράγοντα αποσταθεροποίησης της. Να μην ξεχνάμε και τον εσωτερικό πόλεμο με τους Κούρδους.
Όλα αυτά συντείνουν στην διαμόρφωση μιας Τουρκίας με 80 εκατομμύρια πληθυσμό και ένοπλες δυνάμεις 600.000 άντρες, σε μεγάλο αποσταθεροποιητικό παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή, με εκκριτικές διαστάσεις και οδεύει σταδιακά προς μια νέα Συρία με όλες τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης.
Φυσικά με όλα αυτά της Indipendent, η Άγκυρα στα…κάγκελα!
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
www.nikosxeiladakis.gr

Πυκνά σύννεφα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

Mε ενδιαφέρον αναμένεται αύριο στην Τουρκία ο αρχηγός του Αμερικανικού Γενικού Επιτελείου στρατηγού Τζ. Ντάνφορντ. Θα είναι ο πρώτος αξιωματούχος της Δύσης που επισκέπτεται την Τουρκία μετά την απόπειρα πραξικοπήματος.

Σε τεντωμένο σκοινί βρίσκονται οι σχέσεις Άγκυρας - Ουάσιγκτον με αφορμή την
έκδοση του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν. Αλλά το μέτωπο αντιπαράθεσης διευρύνθηκε ύστερα από τις δηλώσεις του αμερικανού στρατηγού Τζόζεφ Βότελ την Πέμπτη, ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν για τον αντίκτυπο που θα έχει στο πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους το ότι αρκετοί από τους στρατιωτικούς με τους οποίους συνεργάζονταν, έχουν συλληφθεί ή απομακρυνθεί. Άμεση και ελάχιστα διπλωματική η αντίδραση χθες του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν που ζήτησε από τους αμερικανούς να «μη μιλάνε», τη στιγμή που «ταΐζουν και κρατούν στη χώρα τους τον αρχιπραξικοπηματία της 15ης Ιουλίου».

Πρώτος σταθμός του Ντάνφορντ η βάση του Ιντσιρλίκ

Ακολούθησαν έντονες αντιδράσεις και από τον υπουργό ΕΕ Ομέρ Τσελίκ που χαρακτήρισε τις δηλώσεις Βότελ, «εντελώς λανθασμένες» και «ασυμβίβαστες με τις στρατηγικές, στρατιωτικές και περιφερειακές πραγματικότητες». Ο κ. Τσελίκ μάλιστα μιλώντας στο τουρκικό κανάλι ΝΤV, είπε ότι ο στρατηγός μιας χώρας που ανήκει στο ΝΑΤΟ όπως η Τουρκία «θα έπρεπε να είχε αντιδράσει κατά της απόπειρας πραξικοπήματος σε ένα συμμαχικό στρατό. Αντ΄ αυτού με τις δηλώσεις του υπήρξε υπαινιγμός υπέρ της απόπειρας πραξικοπήματος» τόνισε ο κ. Τσελίκ για να τον ακολουθήσει ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαούσογλου που δήλωσε καυστικά ότι «ικανοί για τον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους δεν είναι μόνο οι φυλακισμένοι στρατιωτικοί».

Πολλά λοιπόν θα έχει να συζητήσει ο στρατηγός Ντάνφορντ αύριο στην Τουρκία που θα αρχίσει την επίσκεψή του από συμμαχική βάση του Ιντσιρλίκ, της οποίας ο τούρκος διοικητής στρατηγός Μπεκίρ Βαν συνελήφθη ως κινηματίας και από όπου χρησιμοποιήθηκαν αεροσκάφη ανεφοδιασμού για τη απόπειρα πραξικοπήματος. Τούρκοι αναλυτές προβλέπουν πυκνά σύννεφα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και μάλιστα σε μια περίοδο κρίσιμων εκλογών στις ΗΠΑ.

Αριάνα Φερεντίνου, Κων/πολη
Πηγή:  dw.com

Κοίτα και θα δεις το Χριστό ( Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος )

Κοίτα προς τα πίσω και θα δεις το Χριστό πεθαίνοντας για σένα.

Κοίτα προς τα άνω και θα δεις το Χριστό μεσιτεύοντας για σένα.

Κοίτα προς τα μέσα και θα δεις το Χριστό ζώντα μέσα σου.

Κοίτα μπροστά σου και θα δεις το Χριστό ερχόμενο για σένα.

Αυτός είναι ο Άρτος, η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή.

 

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


 

Για να αποφύγουμε «θυσίες» κυριαρχικών μας δικαιωμάτων…

Οι κυρίαρχες αντιλήψεις στην Ελλάδα επιχειρούν να επιβάλουν περίπου ως αναπόφευκτη την απόλυτη ταύτιση της χώρας μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να καλυφθεί το κενό που αναμένεται να προκαλέσει στη δυτική αρχιτεκτονική ασφαλείας το τέλος της κεμαλικής Τουρκίας. Έτσι, η καθιέρωση της Ελλάδας ως προέκτασης της Δύσης στην περιοχή υποτίθεται ότι θα εξασφαλίσει τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας μας. Όμως η άποψη αυτή τίθεται εν αμφιβόλω, μιας και λαμβάνει ως δεδομένα κάποια πράγματα τα οποία δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ισχύουν.

Του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα 

[σ.σ. Στο προηγούμενο άρθρο στα «Επίκαιρα» είχαμε αναφερθεί στη δημιουργία μιας απρόβλεπτης Τουρκίας και στην ανάγκη διαμόρφωσης μιας αναθεωρημένης γεωστρατηγικής από ελληνικής πλευράς για τη διαχείριση αυτού του νέου γεωπολιτικού μεγέθους που γεννιέται δίπλα μας.]

Καταρχάς, προϋποθέτει μια ολοκληρωτική ρήξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, η οποία δεν θα συμβεί κατ’ ανάγκην. Πράγματι, ενώ είναι περίπου αναπόφευκτη η περαιτέρω «ψύχρανση» των σχέσεων Ουάσινγκτον – Άγκυρας, η αποξένωση αυτή πολύ δύσκολα θα φτάσει στο ακρότατο όριό της. Αντιθέτως, το πιο πιθανό είναι ότι οι ΗΠΑ θα υιοθετήσουν μια κατευναστική πολιτική έναντι της γείτονος έτσι ώστε να αποφύγουν αυτή η επιδείνωση των σχέσεών τους με την Τουρκία να οδηγηθεί σε πλήρη ρήξη και σε συνεπακόλουθη ώθηση της Άγκυρας προς την αγκαλιά της Μόσχας.

Η κατευναστική αυτή πολιτική ενδέχεται να περιλαμβάνει και κάποιο «άδειασμα» της «δεδομένης» Ελλάδας έναντι της απρόβλεπτης Τουρκίας, ώστε η τελευταία να μην οδηγηθεί προς εχθρικές έναντι της Δύσης πολιτικές.

Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν εξαιρετικά αφελές να πιστεύαμε ότι οι ΗΠΑ θα καλοδέχονταν μια εχθρική γι’ αυτές Τουρκία. Αντιθέτως, θα κάνουν ό,τι μπορούν για να αποφύγουν ένα παρόμοιο ενδεχόμενο και η προσπάθεια αυτή δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι δεν περιλαμβάνει και κάποιες «θυσίες» ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Επιπροσθέτως, όπως έχουμε υποστηρίξει σε πολλά προηγούμενα άρθρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι αυτές που (νομίζαμε ότι) ήταν πριν από κάποια χρόνια. Δεν είναι ο αναντίρρητος ηγεμόνας του διεθνούς συστήματος, αλλά μια χώρα με κρίση ταυτότητας και συνεπακόλουθα και με αδυναμία διαμόρφωσης συγκροτημένης γεωστρατηγικής. Για να το πούμε απλά, δεν ξέρουμε τι θέλουν και τι μπορούν να κάνουν οι Αμερικανοί έναντι της Τουρκίας, κατά συνέπεια δεν μπορούμε να ταυτιστούμε άκριτα μαζί τους.

Τεράστιο σφάλμα να «χαρίσουμε» τη Ρωσία

Συν τοις άλλοις, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να μονοπωλείται από την αντιμετώπιση της Τουρκίας. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η βέλτιστη μέθοδος διαχείρισης της νέας Τουρκίας θα ήταν η άνευ όρων ταύτιση με τις ΗΠΑ – κάτι που ουδόλως ισχύει -, αυτό δεν μπορεί να σημαίνει ότι πρέπει να θυσιαστούν οι σχέσεις της Ελλάδας με άλλες κρίσιμες χώρες του διεθνούς συστήματος, με προεξάρχουσα τη Ρωσία, γιατί κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται να έχει μακρόπνοες, πολύ αρνητικές συνέπειες στα ζωτικά ελληνικά γεωπολιτικά συμφέροντα.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι αυτή η αντίληψη των «απόλυτων ταυτίσεων» αγνοεί ολοκληρωτικά τη μεικτή φύση των σχέσεων ανάμεσα στους δρώντες ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος, όπως αυτό που βρίσκεται υπό διαμόρφωση σήμερα. Στα συστήματα αυτά οι σχέσεις των δρώντων έχουν ταυτοχρόνως τόσο ανταγωνιστικά όσο και συνεργατικά στοιχεία.

Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση η Ελλάδα, αντί να ταυτιστεί ολοκληρωτικά με τις ΗΠΑ και να περιμένει από αυτές να αντιμετωπίσουν την τουρκική πρόκληση για λογαριασμό της, θα ήταν σοφότερο να διεκδικήσει μια πιο αυτόνομη και ενεργό πολιτική, διαμορφώνοντας μια αρχιτεκτονική συμμαχιών γύρω από την Τουρκία που θα την αποδυνάμωνε.

Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να καταστεί πιο δυναμικός και αυτόνομος «παίκτης» απ’ ό,τι είναι σήμερα και όχι να ολισθήσει στην απατηλή ασφάλεια της άβουλης προέκτασης της Ουάσινγκτον, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι «ρεαλιστές» οπαδοί της ευρωατλαντικής κατεύθυνσης της χώρας μας.

Για παράδειγμα, αν θεωρήσουμε ότι ο μεγάλος φόβος των ΗΠΑ υπό τις νέες συνθήκες είναι η επικίνδυνη ενίσχυση των ρωσοτουρκικών σχέσεων, τότε εξ αντικειμένου η ενίσχυση των ελληνορωσικών σχέσεων θα λειτουργούσε αποτρεπτικά έναντι αυτού του ενδεχομένου. Με άλλα λόγια, ένας ελληνορωσικός άξονας θα λειτουργούσε, υπό προϋποθέσεις, ανταγωνιστικά έναντι ενός ρωσοτουρκικού άξονα και κατά συνέπεια θα προωθούσε τα ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα. Αντιθέτως, μια παθητική και αντιρωσική Αθήνα ενδέχεται να ήταν βάρος και όχι πολύτιμος σύμμαχος για την Ουάσινγκτον.

Πολυδιάστατη πολιτική ως πλέγμα ανάσχεσης

Η βέλτιστη στρατηγική, λοιπόν, έναντι της νέας Τουρκίας δεν είναι η άνευ όρων ταύτιση με τον αμερικανικό παράγοντα, αλλά μια δυναμική, πολυδιάστατη πολιτική, που θα δίνει έμφαση στην ενίσχυση των σχέσεων με τις κομβικές χώρες στην περιφέρεια της Τουρκίας και στη διαμόρφωση ενός πλέγματος ανάσχεσης του τουρκικού ηγεμονισμού. Κατά την άποψη του γράφοντος, οι σημαντικότερες από τις χώρες αυτές είναι η Ρωσία, το Ιράν και η Αίγυπτος.

Ακόμη όμως και η ανάπτυξη ενός νέου πλαισίου στρατηγικών σχέσεων με την Ουάσινγκτον θα πρέπει να βασίζεται σε μια παρόμοια λογική: μιας δυναμικής σχέσης, που θα εδράζεται στην ανεξάρτητη πολιτική μιας χώρας που διεκδικεί έναν αυτόνομο και σημαντικό ρόλο στο διεθνές σύστημα και όχι μιας χώρας-υπηρέτη που θα περιμένει να της ανατεθεί κάποιο «ρολάκι» από κάποιον ισχυρό διεθνή παράγοντα.

Εν κατακλείδι, θα πρέπει κάποτε να έρθει το τέλος της «παιδικής ηλικίας» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και να ξεκινήσει η διαμόρφωση μιας γνήσιας πολυπαραγοντικής και πολυδιάστατης μακρόπνοης στρατηγικής, βασισμένης στη ρεαλιστική ανάγνωση των τεκταινομένων στο διεθνές σύστημα. Τόσο στο άμεσο γεωπολιτικό μας περιβάλλον όσο και γενικότερα.

* Ο δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Περιοδικό «Επίκαιρα», αρ. τεύχους 351, σελ. 52-52
Defence-Point

/kostasxan.