Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Αναλογία και Χριστιανισμός (3)

Συνέχεια από: Δευτέρα, 25 Ιουλίου 2016

Ubaldo Pellegrino

2. Η σωτηρία του ανθρώπου. Ο Χριστός και η Ιστορία.

Ο φιντεϊστικός και ορθολογικός δογματισμός αρνείται την αναλογία τού Είναι, την σχέση ανάμεσα στην μεταφυσική αναλογία και την αναλογία τής πίστεως, θέτοντας σαν μοναδική στιγμή τής αλήθειας την ταυτότητα σαν αυτοφανέρωση τού Απολύτου: η μοναδική λέξη που αποκαλύπτει την σημασία του ανθρώπου και του κόσμου.
Σε αυτή την λύση η στιγμή της Ιστορίας, του γίγνεσθαι, αφομοιώνεται στην αιωνιότητα μιας απολύτου παρουσίας, αναγκαίας, είναι ένας διάλογος στον ουρανό όπου ο δυναμισμός και το τέλος, ο σκοπός της Ιστορίας, η ελευθερία τού ανθρώπου, είναι ολοκληρωτικώς υποβαθμισμένα σε μια αναγκαιότητα, μοίρα και θείο προορισμό, που δίνει στο παν, στο πραγματικό, την αξία του. Η ελεύθερη συνεργασία του ανθρώπου στην ενέργεια του θεού είναι εκμηδενισμένη.
Το πρόβλημα γίνεται ιδιαιτέρως σοβαρό για τον Χριστιανισμό ο οποίος, σαν ξεδίπλωμα και πρόοδος του Εβραϊσμού παρουσιάζεται, εντελώς διαφορετικά από την Ελληνική θρησκεία και την θρησκεία της άπω ανατολής, σαν Ιστορική θρησκεία. Διότι συμβαίνει μέσω ανθρώπων (πατριάρχες, προφήτες, τον Μεσσία), οι οποίοι οδηγούν έναν λαό του θεού να πραγματώσει ήδη σ’ αυτόν τον κόσμο την Βασιλεία του θεού.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Μπαρθ και τον Μπούλτμαν, οι οποίοι ανήκουν στην διαλεκτική θεολογία, συνδέεται ακριβώς μ’ έναν διαφορετικό τρόπο κατανοήσεως τής σχέσεως ανάμεσα στην αποκάλυψη του θεού και την Ιστορία, ανάμεσα στην πίστη και την ανθρώπινη ύπαρξη, όπως επίσης και με έναν διαφορετικό τρόπο κατανοήσεως της σχέσεως ανάμεσα σε φυσικές αλήθειες ή υπαρξιακές-ανθρώπινες και αλήθειες θείες και  αποκαλυπτικές, επομένως σ’ έναν διαφορετικό τρόπο να γίνουν κατανοητά τα σύμβολα της πίστεως.

Ενάντια στον Μπάρθ ο Μπούλτμαν βεβαιώνει την ζωτική γνώση, την υπαρξιακή, του θεού σαν πρόδρομο στην γνώση που μας απεκαλύφθη στον Χριστό.

Η σχέση του ανθρώπου με τον θεό δεν μπορεί να μας δοθεί ούτε από την Ιστορία ούτε από την επιστήμη. Γι’ αυτές ο κόσμος τίθεται σαν αντικειμενικότης, σαν πορεία της φύσεως ή σαν ιστορικά φαινόμενα, στα οποία αποκλείεται η επέμβαση του θεού, του υπερφυσικού. Σε μια επιστημονική προοπτική όλα τα γεγονότα της βίβλου είναι φυσικά και το υπερφυσικό έχει μόνον μία μυθολογική αξία. Η πίστη, κατανοημένη με τον παληό τρόπο, η οποία αναφέρεται σε πραγματικότητες φυσικές και υπερφυσικές, αποκλείεται. Ακόμη και εδώ η αναλογία ανάμεσα στο πεπερασμένο όν και το άπειρο, η ικανότης να  προσληφθούν σε ενότητα τα διακεκριμένα, ο κόσμος και ο θεός λόγω της ομοιότητός τους, μια κάποια συνέχεια ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό, ανάμεσα στο λογικό και το υπέρλογο, χαρακτηριστικά της καθολικής παραδόσεως, αποκλείεται.
Από το άλλο μέρος ο Μπούλτμαν, σε αντιπαράθεση με την παράδοση του φιλελεύθερου προτεσταντισμού, δεν προτίθεται να είναι ο κληρονόμος τού διαφωτισμού ή του Κάντ, μειώνοντας τήν χριστιανική πραγματικότητα σε απλό σύμβολο τής ηθικής ή κοινωνικής πραγματικότητος. Διότι αυτό σημαίνει την εκμηδένιση τής ιδιαιτερότητος της Χριστιανικής πίστης, της αγγελίας τής σωτηρίας του Χριστού, την οποία προτίθεται να διασώσει ο Μπούλτμαν.

Για τον Μπούλτμαν δεν ισχύει η μονοσημαντότης του Μπάρθ, ο καθαρός διάλογος στον ουρανό, χωρίς σύνδεσμο με τον κόσμο, με το ανθρώπινο υπαρκτό, αλλά δεν ισχύει ούτε η ορθολογιστική μονοσημαντότης η οποία μειώνει την πίστη σε μεταφυσική, σε σύμβολο αυτού που είναι καθαρά ορθολογιστικό.

Υπάρχει μόνον ένας μοναδικός τρόπος για να διασωθεί η υπέρβαση της πίστεως στην λογική και την ιστορική σημασία τής χριστιανικής πίστης: η τοποθέτηση της Ιστορίας σαν συνδεδεμένης στην ανθρώπινη ύπαρξη, καθόσον απόφαση για το μέλλον του ανθρώπου, ο οποίος επιλέγει τον εαυτό του σε μία αυθεντική εν Χριστώ ύπαρξη. Έτσι η Ιστορία είναι Χριστιανική, διότι πέραν των φαινομενικών ιστορικών δεδομένων, γίνεται, στην πίστη, γεγονός σωτηρίας, επιλογή απέναντι στην πράξη του θεού, η οποία ενεργείται εν Χριστώ.
Γι’ αυτή την ζωτική σχέση με τον θεό, η οποία πραγματοποιείται στο κήρυγμα της Εκκλησίας και στην πίστη του πιστού, ο άνθρωπος σώζεται εν Χριστώ. Έτσι εκείνο που είναι μύθος για την επιστήμη, γίνεται σύμβολο σωτηρίας για τον πιστό, ο οποίος δεν σώζεται με την επιστήμη ή με την Ιστορία, αλλά μόνον με την πίστη!
Είναι φανερό ότι αυτός ο συμβολισμός του Μπούλτμαν αντιτίθεται στην αναλογία του Είναι, εννοημένης σαν λογική πρόσβαση στον θεό. Η διαμεσολάβηση η οποία μπορεί να μας οδηγήσει στην συνάντηση με τον θεό συμβαίνει μόνον μέσω του Χριστού, σε ένα γεγονός, το οποίο αποκαλύπτει μόνον η πίστη. Η δυνατότης να συλλάβουμε, μέσα στην ανάλυση του Είναι, την Ιστορία σαν άνοιγμα προς το υπερβατικό ήδη στο επίπεδο τής λογικής, αποκλείεται. Για τον Μπούλτμαν δεν μας έχει δοθεί μια γνώση τού Χριστού συμπληρωματική της πίστεως και της λογικής, της μεταϊστορίας και της Ιστορίας.
Η θέση του Μπούλτμαν συνδέεται με τον Χάιντεγκερ σε άμεση πολεμική όχι μόνον με την φιλοσοφία της θρησκείας του Χέγκελ και με όλη την δεξιά προτεσταντική φιλο-εγελιανή θεολογία, αλλά και με τις νεοπλατωνικές τάσεις, παρούσες στον σχολαστικισμό του μεσαίωνος και ιδιαιτέρως στον θωμισμό.
Η ενότης στην διάκριση λογικής και πίστης, η δυνατότης μιας Χριστιανικής φιλοσοφίας ξεχωριστής από την χριστιανική θεολογία απορρίπτεται όχι στο όνομα της απολύτου ταυτότητος, της μονοσημαντότητος, αλλά στο όνομα της διακρίσεως ή της χαϊντεγκεριανής οντολογικής διαφοράς η οποία αντιθέτει το Είναι στα όντα.
Μόνον εκτινασσόμενοι με την πίστη πέραν των κοσμικών όντων, σε μία ύπαρξη η οποία γίνεται αυθεντική μόνον με την πίστη στον Χριστό, μπορούμε να ανοιχθούμε με μία ελεύθερη απόφαση σε ένα σωτηριώδες μέλλον.
Από το άλλο μέρος για τον Μπούλτμαν ο ριζικός προβληματισμός τής ανθρώπινης ύπαρξης καθότι Ιστορικότης, εάν αποκλείει μια αναλογία στην γραμμή της ουσίας, η οποία θα μας επέτρεπε να αναχθούμε στον θεό, περιέχει παρ’ όλα αυτά, ένα σημείο συναντήσεως, εκείνο της υπάρξεως, την οπτική γωνία μέσω της οποίας ανοιγόμαστε στον Χριστό. Αλλά μπορούμε να αναρωτηθούμε: αυτό δεν εμπλέκει, εκτός από μία θεμελιώδη οντολογία, μια προϋπόθεση της πίστεως, την εφαρμογή στην ανθρώπινη ύπαρξη του κόσμου τής αρχής της μη-αντιφάσεως, λόγω της οποίας η ύπαρξη μπορεί να ανοίξει σε μία πίστη η οποία είναι πραγματική και όχι καθαρό πρόβλημα;
Εδώ τοποθετείται καλά νομίζουμε η έρευνα η οποία βλέπει την γλώσσα του Είναι σαν αναλογική γλώσσα, της οποίας η υπέρτατη έκφραση είναι στην μεταφορά, κατανοημένη σαν συμβολική γλώσσα.
Πολύ σωστά λοιπόν καταδεικνύεται επίσης και η ανάγκη υπερβάσεως της αναλογίας της αναλογικότητος σε εκείνη της αποδόσεως, της χορηγήσεως, διότι μόνον αυτή είναι εις θέσιν να κατακτήσει την υπέρτατη αναλογική αρχή: το Απόλυτο το οποίο θεμελιώνει κάθε συμβολική γνώση.
Κατά την γνώμη μου όμως στο εσωτερικό αυτής της θεωρίας της αναλογίας του Είναι, η οποία υπερβαίνει τόσο την λογική της ταυτότητος του Μπάρθ, όσο και την λογική της Χαϊντεγκεριανής οντολογικής διαφοράς, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε να διακρίνουμε διαφορετικούς τύπους μεταφοράς και επομένως συμβόλων. 

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: