Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Θεολογική Σχολή - Τμήμα Θεολογίας
Γεώργιος Η. Μπόρας
Μεταπτυχιακή Εργασία
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Α.Μ.: 1619
Σύμβουλος Καθηγητής: Δ. Τσελεγγίδης
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
3.1 Πρόσωπο ως σχέση.
3.2 Θεολογικοί άξονες.
3.1 Πρόσωπο ως σχέση.
Οι διάφορες επιστήμες που επιχειρούν να ιχνηλατήσουν τη δομή του «προσώπου», θεωρούν ότι αυτό συνιστά μια ολότητα, ένα κράμα από συστατικά βιολογικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά και πνευματικά που συνταιριάζονται πολλές φορές με τους πιο παράδοξους και απροσδιόριστους τρόπους. Υπ’ αυτήν την έννοια, έχει πολλές φορές τονισθεί ότι στον πολυπρισματικό, πολύτροπο κόσμο που ζούμε, αυτόν των πολλών πολιτισμών, των πληροφοριών, των αντίρροπων δυνάμεων, για να «γίνουμε περισσότερο ο εαυτός μας» ή κατ’ άλλους να «γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας», απαιτείται πάνω απ’ όλα να «διευρύνουμε την ύπαρξή μας», να ανοιχθούμε προς τον άλλο, τον διαφορετικό από εμάς. Μια τέτοια θεώρηση δεν θα μπορούσε να παραβλέψει την κατ’ εξοχή εφαρμοσμένη πρακτική της γνωριμίας του πλησίον, την χριστιανική—η χριστιανική αγάπη βέβαια, ποτέ δεν κατανοήθηκε ως μία κενή περιεχομένου αφηρημένη έννοια, αλλά γνωρίζεται ως ενέργεια του Κυρίου. Φυσική κατάληξη των παραπάνω: αυτή η ανεπανάληπτη μοναδικότητα που λέγεται πρόσωπο να πραγματώνεται και να ορίζεται μόνο εντός της σχέσης. Ακόμη και αν γνωρίζουμε όλα του τα χαρακτηριστικά, μορφολογικά, ψυχολογικά και πνευματικά, δε θα γνωρίσουμε ποτέ το πρόσωπο, παρά μόνο εάν σχετιστούμε μαζί του, σε μια σχέση αγαπητική και εν ελευθερία. Η υπόσταση, είναι ιδιότητα ετεροκαθοριζόμενη. Το «εγώ» για να υπάρχει, προϋποθέτει το «εσύ». Διαφορετικά, δεν υφίσταται διάκριση προσώπων, και η υπόσταση δεν έχει νόημα, καθώς ταυτίζεται απόλυτα με την ουσία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός είναι Τριαδικός επειδή έτσι θέλησε ως «αγάπη» που είναι. Αν ο Θεός δεν ήταν Κοινωνία Προσώπων, θα αυτοκαταργούταν, γιατί μόνο ως "Αγάπη" ο Θεός μπορεί να υφίσταται ως Θεός[1].
3.2 Θεολογικοί άξονες.
Συνειρμικά και με βάση τις παραπάνω απόψεις, θεωρούμε ότι οι διανοητικές κατακτήσεις, κατατεθημένες ως επιστέγασμα φιλοσοφικών στοχασμών, εμβάζουν στην ανθρώπινη αγωνία και απορία τον πειρασμό της διατύπωσης μιας γενικής θεωρίας της αιτίας των όντων. Έτσι η απόπειρα: α. στη νεωτερική περίοδο να εξάρει το υποκείμενο (Εγώ) και β. στην μετανεωτερική να εδραιώσει τη δυνατότητα υπαρξής του στη διαλεκτική ανάφορα προς έτερο υποκείμενο-αντικείμενο (Εσύ), προσέφερε αναμφισβήτητα μια ΄΄ικανή΄΄ διέξοδο στο οντολογικό ερωτήμα το οποίο η ανθρώπινη ύπαρξη ορέγεται να ερμηνεύσει. Κατ΄αυτόν τον τρόπο στη Δύση, η αναζήτηση αυθεντικής χριστιανικής κληρονομιάς εστιάστηκε στην απόλυτη προσωπική αξία του ανθρώπου. Αντίστοιχες αναζητήσεις —ενδιαφέρον για το πρόσωπο— εμφανίστηκαν και στον χώρο της ορθοδόξου θεολογίας. Η σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία αναζητώντας θεολογικό λόγο, ορμώμενη από τα αντίστοιχα συμβαίνοντα στον Δυτικό κόσμο (φιλοσοφικός οργασμός), και πιεζόμενη από το ιστορικό υπόβαθρο της καθ’ ημάς Ανατολής, είδε στο πρόσωπο του προσώπου την δυνατότητα εκείνη να διατυπώσει μια θεολογία που θα της επέτρεπε να συμμετάσχει στα θεολογικά πράγματα της εποχής. Έτσι στράφηκε προς τους Πατέρες του 4ου αιώνα και στις τριαδολογικές τους συζητήσεις και προσπάθησε να κατανοήσει την έννοια του προσώπου[2]. Θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε τις βασικές θέσεις της θεολογίας του προσώπου και να αντλήσουμε κάποια συμπεράσματα.
Κατά τον Χρήστο Γιανναρά εφόσον πρόσωπο[3] σημαίνει: «έχω την όψη στραμμένη προς κάποιον ή προς κάτι, είμαι απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι», γι' αυτό «η λέξη λειτούργησε αφετηριακά ως προσδιορισμός μιας άμεσης αναφοράς, μιας σχέσης» και είναι αυτό το «πρωταρχικό νοηματικό περιεχόμενο της λέξης που αποκλείει να ερμηνεύσουμε το πρόσωπο ως ατομικότητα καθεαυτήν, έξω από το χώρο της σχέσης[4]». Θα σημειώσουμε ότι δεν είναι το νοηματικό περιεχόμενο —της λέξης πρόσωπο— που θα εκβιάσει την στανική προσληψή του από τον φορέα στον οποίο αναφέρεται. Δηλαδή αν ο άνθρωπος π.χ. οριστεί ως πρόσωπο αυτό δεν σημαίνει ότι αυτομάτως ορίζεται και ως φορέας σχέσης αλλά είναι αυτή αύτη η στροφή του ανθρώπου προς τα έξω που ορίζει τη σχέση και ως εκ τούτου αποδίδεται από τη λέξη, εν προκειμένω, πρόσωπο. Η σχέση, λοιπόν, είναι αποκλειστική δυνατότητα του προσώπου που «εκφράζεται καταρχήν με τη λειτουργία της συνείδησης[5]». Η λειτουργία της συνείδησης είναι αναφορική, σημαίνει μία a priori σχέση προς τα αντικείμενα. Έτσι η συνείδηση είναι μία «προσωπική» ιδιότητα[6]. Εν τούτοις δεν αρκεί για να ερμηνεύσει την καθολικότητα του προσώπου, και άρα οφείλουμε να κάνουμε την διάκριση «ανάμεσα στην υποκειμενικότητα της γνώσης και στην αντικειμενικότητα του συνειδησιακού περιεχομένου της γνώσης[7]». Η διαφορά αυτή δεν είναι θεωρητική αλλά πραγματική, «ορίζει την πραγματικότητα του προσώπου, την προτεραιότητα του προσώπου ως προς την συνείδηση[8]». «Είναι» ως πρόσωπο σημαίνει μια «δυνατότητα επίγνωσης πριν από κάθε «σημαντική» διαμόρφωση των περιεχομένων της συνείδησης». Τελικά, «το πρόσωπο προηγείται από κάθε νοηματικό-αντικειμενικό καθορισμό» πράγμα που σημαίνει ότι «η αφετηριακή προϋπόθεση του οντολογικού ερωτήματος (για τα όντα και το είναι, τη σχέση και τη διαφορά τους) δεν είναι η συλλογιστική ικανότητα του ανθρώπου, αλλά η καθολική πραγματικότητα του προσώπου[9]». Η ανθρωπολογική αυτή θεώρηση του προσώπου κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου δεν είναι δυνατό να νοηθεί άνευ της θεολογίας «τὸ πρόσωπον ὡς ἔννοια καὶ ὡς βίωμα εἶναι γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πατερικῆς θεολογίας. Χωρὶς αὐτὴν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθῆ οὔτε νὰ δικαιωθῆ τὸ βαθύτατον περιεχόμενόν του[10]».
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Οι παραπάνω θέσεις είναι μερικές από αυτές που συνθέτουν το θεολογικό τοπίο στον Ορθόδοξο χώρο, και όχι μόνο, και αναπαράγουν θέσεις και απόψεις που ενίοτε μας οδηγούν και σε θεολογικές ακροβασίες στο πνεύμα της εξυπηρέτησης, πάση θυσία, της σχεσιακής αγαπητικής συνύπαρξης. Θα λέγαμε ότι φαίνεται ως παιχνίδι λέξεων, αλλά θα κάνουμε μια υπόμνηση: ορίζοντας το σχεσιακό περιβάλλον, μέσα στο οποίο το πρόσωπο αναπνέει, ως απαραίτητη προϋπόθεση, εισάγουμε την αναγκαιότητα του περιβάλλοντος και οδηγούμε το πρόσωπο στην ανυπαρξία σε περίπτωση έλλειψης του σχεσιακού τρόπου ύπαρξης του.
[2] Οφείλουμε εκ των προτέρων να σημειώσουμε ότι οι Έλληνες Πατέρες δεν διατύπωσαν καμμία Θεολογία του Προσώπου, αλλά ασχολήθηκαν με την αποσαφήνιση των όρων «ουσία» και «υπόσταση».
[3]Ο όρος πρόσωπο προέρχεται από την πρόθεση προς και το ουσιαστικό ὢψ (γεν. ὠπός). Κατὰ κυριολεξία σημαίνει «ἔχειν τὸν ὀφθαλμὸν ἐμπρός, ἑπομένως βλέπειν πρὸς τὰ ἐμπρὸς-προσβλέπειν, φέρειν τὸ βλέμμα πρὸς τὰ ἐμπρὸς-ἀντιμετωπίζειν, ἀτενίζειν». ΘΗΕ τ. 10, στ. 665. Στην Θεολογία αποκαλυπτόμενος ο προσωπικός χαρακτήρας της Θεότητας αναφέρεται σε μια δεδομένη σχέση και ως κοινωνία Προσώπων. Προσεγγίζουμε δε, τον τρόπο με τον οποίο είναι η Θεότητα, στο μέτρο που μας αποκαλύπτεται, μέσω των θείων ενεργειών, «ως αναφορική έκ-σταση, κλητική σε κοινωνία και σχέση». Ο τρόπος δε, «με τον οποίο γνωρίζουμε την κλήση που απευθύνει ο Θεός στον άνθρωπο για προσωπική κοινωνία και σχέση (να σημειώσουμε ότι από τον άνθρωπο ζητείται μετάνοια και λατρεία που μας οδήγεί στην υιοθεσία. Ο ανθρωπος ακολουθεί τον Κύριο), αποκαλύπτει τη Θεότητα ως κοινωνία υποστατικών χαρακτήρων που διακρίνει τη θεία Φύση σε Τριάδα Προσώπων». Γιανναράς, 1987, σ. 317.
[4]Γιανναράς, 1987, σ. 21.
[5]Γιανναράς, 1987, σ. 22.
[6]Γιανναράς, 1987, σ. 23.
[7]Γιανναράς, 1987, σ. 23.
[8]Γιανναράς, 1987, σ. 24.
[9]Γιανναράς, 1987, σ. 24.
[10]Ζηζιούλας,1977, σ. 287, επίσης Ιμάτια Φωτός, 2002, σ. 73-74.
Κατά τον Χρήστο Γιανναρά εφόσον πρόσωπο[3] σημαίνει: «έχω την όψη στραμμένη προς κάποιον ή προς κάτι, είμαι απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι», γι' αυτό «η λέξη λειτούργησε αφετηριακά ως προσδιορισμός μιας άμεσης αναφοράς, μιας σχέσης» και είναι αυτό το «πρωταρχικό νοηματικό περιεχόμενο της λέξης που αποκλείει να ερμηνεύσουμε το πρόσωπο ως ατομικότητα καθεαυτήν, έξω από το χώρο της σχέσης[4]». Θα σημειώσουμε ότι δεν είναι το νοηματικό περιεχόμενο —της λέξης πρόσωπο— που θα εκβιάσει την στανική προσληψή του από τον φορέα στον οποίο αναφέρεται. Δηλαδή αν ο άνθρωπος π.χ. οριστεί ως πρόσωπο αυτό δεν σημαίνει ότι αυτομάτως ορίζεται και ως φορέας σχέσης αλλά είναι αυτή αύτη η στροφή του ανθρώπου προς τα έξω που ορίζει τη σχέση και ως εκ τούτου αποδίδεται από τη λέξη, εν προκειμένω, πρόσωπο. Η σχέση, λοιπόν, είναι αποκλειστική δυνατότητα του προσώπου που «εκφράζεται καταρχήν με τη λειτουργία της συνείδησης[5]». Η λειτουργία της συνείδησης είναι αναφορική, σημαίνει μία a priori σχέση προς τα αντικείμενα. Έτσι η συνείδηση είναι μία «προσωπική» ιδιότητα[6]. Εν τούτοις δεν αρκεί για να ερμηνεύσει την καθολικότητα του προσώπου, και άρα οφείλουμε να κάνουμε την διάκριση «ανάμεσα στην υποκειμενικότητα της γνώσης και στην αντικειμενικότητα του συνειδησιακού περιεχομένου της γνώσης[7]». Η διαφορά αυτή δεν είναι θεωρητική αλλά πραγματική, «ορίζει την πραγματικότητα του προσώπου, την προτεραιότητα του προσώπου ως προς την συνείδηση[8]». «Είναι» ως πρόσωπο σημαίνει μια «δυνατότητα επίγνωσης πριν από κάθε «σημαντική» διαμόρφωση των περιεχομένων της συνείδησης». Τελικά, «το πρόσωπο προηγείται από κάθε νοηματικό-αντικειμενικό καθορισμό» πράγμα που σημαίνει ότι «η αφετηριακή προϋπόθεση του οντολογικού ερωτήματος (για τα όντα και το είναι, τη σχέση και τη διαφορά τους) δεν είναι η συλλογιστική ικανότητα του ανθρώπου, αλλά η καθολική πραγματικότητα του προσώπου[9]». Η ανθρωπολογική αυτή θεώρηση του προσώπου κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου δεν είναι δυνατό να νοηθεί άνευ της θεολογίας «τὸ πρόσωπον ὡς ἔννοια καὶ ὡς βίωμα εἶναι γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πατερικῆς θεολογίας. Χωρὶς αὐτὴν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθῆ οὔτε νὰ δικαιωθῆ τὸ βαθύτατον περιεχόμενόν του[10]».
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Οι παραπάνω θέσεις είναι μερικές από αυτές που συνθέτουν το θεολογικό τοπίο στον Ορθόδοξο χώρο, και όχι μόνο, και αναπαράγουν θέσεις και απόψεις που ενίοτε μας οδηγούν και σε θεολογικές ακροβασίες στο πνεύμα της εξυπηρέτησης, πάση θυσία, της σχεσιακής αγαπητικής συνύπαρξης. Θα λέγαμε ότι φαίνεται ως παιχνίδι λέξεων, αλλά θα κάνουμε μια υπόμνηση: ορίζοντας το σχεσιακό περιβάλλον, μέσα στο οποίο το πρόσωπο αναπνέει, ως απαραίτητη προϋπόθεση, εισάγουμε την αναγκαιότητα του περιβάλλοντος και οδηγούμε το πρόσωπο στην ανυπαρξία σε περίπτωση έλλειψης του σχεσιακού τρόπου ύπαρξης του.
[2] Οφείλουμε εκ των προτέρων να σημειώσουμε ότι οι Έλληνες Πατέρες δεν διατύπωσαν καμμία Θεολογία του Προσώπου, αλλά ασχολήθηκαν με την αποσαφήνιση των όρων «ουσία» και «υπόσταση».
[3]Ο όρος πρόσωπο προέρχεται από την πρόθεση προς και το ουσιαστικό ὢψ (γεν. ὠπός). Κατὰ κυριολεξία σημαίνει «ἔχειν τὸν ὀφθαλμὸν ἐμπρός, ἑπομένως βλέπειν πρὸς τὰ ἐμπρὸς-προσβλέπειν, φέρειν τὸ βλέμμα πρὸς τὰ ἐμπρὸς-ἀντιμετωπίζειν, ἀτενίζειν». ΘΗΕ τ. 10, στ. 665. Στην Θεολογία αποκαλυπτόμενος ο προσωπικός χαρακτήρας της Θεότητας αναφέρεται σε μια δεδομένη σχέση και ως κοινωνία Προσώπων. Προσεγγίζουμε δε, τον τρόπο με τον οποίο είναι η Θεότητα, στο μέτρο που μας αποκαλύπτεται, μέσω των θείων ενεργειών, «ως αναφορική έκ-σταση, κλητική σε κοινωνία και σχέση». Ο τρόπος δε, «με τον οποίο γνωρίζουμε την κλήση που απευθύνει ο Θεός στον άνθρωπο για προσωπική κοινωνία και σχέση (να σημειώσουμε ότι από τον άνθρωπο ζητείται μετάνοια και λατρεία που μας οδήγεί στην υιοθεσία. Ο ανθρωπος ακολουθεί τον Κύριο), αποκαλύπτει τη Θεότητα ως κοινωνία υποστατικών χαρακτήρων που διακρίνει τη θεία Φύση σε Τριάδα Προσώπων». Γιανναράς, 1987, σ. 317.
[4]Γιανναράς, 1987, σ. 21.
[5]Γιανναράς, 1987, σ. 22.
[6]Γιανναράς, 1987, σ. 23.
[7]Γιανναράς, 1987, σ. 23.
[8]Γιανναράς, 1987, σ. 24.
[9]Γιανναράς, 1987, σ. 24.
[10]Ζηζιούλας,1977, σ. 287, επίσης Ιμάτια Φωτός, 2002, σ. 73-74.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου