Εσχατολογία και Φιλοσοφία της Ιστορίας.
Ο ΘΕΟΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Το απεκάλυψε ο ίδιος στον Χέγκελ. Διάβασε πολύ προσεκτικά τον Πλωτίνο και απεφάσισε να στείλει τον Μονογενή του Υιό, ώστε το πνεύμα να συμπεριλάβη στο νόημα και το αισθητό. Εξάλλου Νούς είναι και ο Θεός. Δέν δέχθηκε όμως τον τρόπο του Αριστοτέλη και προτίμησε τον Πλωτίνο, διότι ο Πλωτίνος στήριζε και την ολοκλήρωση της πληρώσεως και της τελειότητος με το τέλος της επιστροφής. Κάτι που ταίριαζε και με την ανακαίνιση που κήρυξαν οι Χριστιανοί συγγραφείς και με την καταλλαγή, δηλαδή την επιστροφή στην Αρχή. Μάλιστα καθώς γνωρίζουμε, αφού για να ταιριάξουμε στον Πλωτίνο, μας απάλλαξε από τις αμαρτίες, δέχθηκε και τις συμβουλές του Κάντ και σώζει και την νόησή μας, αποδεχόμενος τα όρια της καθαρής σκέψης.
«Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, μας φωτίζει ο Χέγκελ, δέν ρώτησαν όλες τις ερωτήσεις που είναι απαραίτητες και αποφασιστικές για την ζωή τής συνειδήσεώς μας. Έτσι οι υπέρτατες αποφάσεις εξηρτώντο απο εξωτερικούς παράγοντες. Και δέν κατόρθωσαν να σχηματίσουν ατομική συνείδηση, την αποκορύφωση της αποφάσεως. Περιορίστηκαν στα σημεία και στις προφητείες.
Ο άνθρωπος πρίν απο τον Χριστό δέν ήταν ακόμη μία προσωπικότης πλήρως ανεξάρτητη και απείρως ελεύθερη, και το πνεύμα του δέν είχε ελευθερωθεί μέχρι να γίνει ο εαυτός του, μέχρι να ολοκληρώσει την προσωπική του οντότητα!
Η ελευθερία αυτή επιτυγχάνεται με την εισβολή του Χριστιανισμού στον Εθνικό κόσμο. Με την παρέμβαση της Χριστιανικής Αρχής η Γή παρεδόθη στο πνεύμα, ο κόσμος έγινε κάτι στρογγυλό και οι Ευρωπαίοι τον διέπλευσαν απο άκρη σ’άκρη. Ο Χριστιανικός κόσμος είναι ένας κόσμος της Ολοκληρώσεως διότι η Αρχή πραγματοποιήθηκε και μ’αυτόν τον τρόπο ολοκληρώθηκε και το τέλος των ημερών. Μόνον ο Χριστιανικός Θεός είναι αληθινά πνεύμα και ταυτοχρόνως άνθρωπος, ενώ η πνευματική ουσία γίνεται υποκείμενο μίας ιστορικής ατομικότητος (το καθόλου γίνεται υποκείμενο. Όπως πρώτος το δίδαξε ο Αυγουστίνος στις εξομολογήσεις). Μ’αυτόν τον τρόπο, η ενότης του Θείου και του ανθρωπίνου μετεφέρθη και έφτασε στην συνείδηση (το Εγώ, το υποκείμενο) και κατέστη δυνατή στον άνθρωπο (η ενότης), σαν εικόνος του Θεού, η επανένωση, η καταλλαγή (που λέει και ο Φλωρόφσκι).
Αυτή η αρχή συνιστά τον πυρήνα του κόσμου πλέον, διότι αυτός ο τελευταίος περιστρέφεται γύρω του καθώς μέχρις εδώ και απο εδώ προοδεύει η Ιστορία. Η ιστορία του Χριστιανισμού είναι το ξεδίπλωμα της απείρου δυνάμεως της ελευθέρας βουλήσεως, της αποφάσεως. Η οποία ελεύθερη Βούληση φτάνει με τον Χριστιανισμό στην ολοκλήρωσή της.
Έτσι το Ευρωπαϊκό πνεύμα, (ενώ με τον Λούθηρο το περιεχόμενο τής Χριστιανικής πίστης δινόταν απο την αποκάλυψη, απο τις Γραφές), με την Γαλλική Επανάσταση και διά του Ρουσσώ, απέκτησε το περιεχόμενο της ιδίας βουλήσεως». Karl Lowith «Από τον Χέγκελ στον Νίτσε», πρώτο μέρος, πρώτο κεφάλαιο!
Όπως βλέπουμε λοιπόν Λουθηρανοί, διαφωτιστές και Ρώσοι θεϊστές, διεκδικούν την Ορθοδοξία έναντι όλων των άλλων, χωρίς να υποπτεύονται ότι δέν είναι Ορθόδοξοι. Η Ορθοδοξία βρίσκεται αλλού. Μαλώνουν σε ξένο αχυρώνα.
«Ο Χέγκελ λοιπόν αξιολόγησε τον Χριστιανισμό σαν την απόλυτη θρησκεία και πάνω σ’αυτή την αξιολόγηση στήριξε την τελική σύσταση της Ιστορίας που κατασκεύασε, διότι σύμφωνα με την αξιολόγηση αυτή η πίστη των Χριστιανών είναι εσχατολογική και με τον Χριστό πραγματοποιήθηκε το τέλος και η ολοκλήρωση όλων των εποχών. Έτσι λοιπόν επειδή ο Χέγκελ εισήγαγε την Χριστιανική αναμονή του τέλους του κόσμου, στο ίδιο το γίγνεσθαι του κόσμου και την απολυτότητα της Χριστιανικής πίστεως στην νοηματοδότηση της Ιστορίας, γι’αυτό και κατανοεί τον Χριστιανισμό τελικώς σαν την ολοκλήρωση της Αρχής. Η ιστορία της «έννοιας», λοιπόν ολοκληρώνεται με τον Χέγκελ διότι κατανοεί όλη την ιστορία, αφού την όρισε «μέχρις εδώ και απο εδώ», σαν την ολοκλήρωση όλων των εποχών όλου του χρόνου. Και δέν υπάρχει καμμία αντίφαση στο γεγονός πώς το εμπειρικό γίγνεσθαι, το οποίο είναι χωρίς αρχή και επομένως χωρίς εποχές, επεκτείνεται περαιτέρω χωρίς αρχή και τέλος».
Έτσι λοιπόν με τον Χέγκελ ακόμη και το καθόλου μεταμορφώνεται σε υποκείμενο. Γεννώντας τις τόσες ιδεολογίες που κατασπαράσσουν μέχρι σήμερα την σάρκα τής ανθρωπότητος. Και η μοντέρνα σκέψη και φιλοσοφία άρχισε τις ταυτότητες, ξαναγυρίζοντας τον άνθρωπο στην πρωτόγονη αδιαφοροποίητη εποχή!
Η μοντέρνα φιλοσοφία κλείνει τρόπον τινά, με τον όρο χθές. Ο οποίος περιέχεται, είναι ο κεντρικός πυρήνας, της ενασχόλησής της με την Ιστορία. Δέν βγήκε τόσο καθαρά στην επιφάνεια το χθές που κρυβόταν πίσω απο τον ιστορικισμό, διότι η Ιστορία αυτή κατάγεται απο τον Αυγουστίνο και περιέχει το ΕΓΩ, είναι τρισδιάστατη. Καλύπτεται πίσω απο το μέγιστο γεγονός του «γεγονότος», την απόκτηση συνειδήσεως, δηλαδή της ίδιας της ιστορικότητος, κάτι που γέννησε τελικώς τον υπαρξισμό. Και εξέβαλλε ολοκληρωτικώς εκτός των τειχών της συνειδήσεως την«αιωνιότητα».
Η μοντέρνα σκέψη αντίθετα απο ότι πιστεύεται, ταύτισε την πίστη με την γνώση. Πιστεύω σ’αυτό που γνωρίζω. Ή μάλλον σ’αυτό που ξέρω. Βασιζόμενη ξανά στην εισαγωγή του Εγώ στην πνευματική ζωή εκ μέρους του Αυγουστίνου.
Η σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη λοιπόν ξεκινά με το αυριανό πρόβλημα, όχι με το πρόβλημα του αύριο. Διότι η σημασία του χρόνου στο αυριανό ακριβώς πρόβλημα, είναι διαφορετική, καθώς δέν περιέχει το σήμερα! Η απώλεια του σήμερα, συνδέεται με την μετάλλαξη της έννοιας της χρονικότητος (δηλαδή της συνειδήσεως της βιωμένης χρονικότητος). Στην θέση της εισήλθε το συναίσθημα του ανήκουστου, που κέρδισε μία νέα διάσταση στην σημερινή φιλοσοφία.
Αυτό το ανήκουστο πήρε την θέση του θαυμαστού που κυριαρχούσε απο τον Μεσαίωνα ακόμη της Δύσεως. Αυτό που δέν είναι δυνατόν να ακουστεί, το μή-ακουστό, χάθηκε απο την σφαίρα του αύριο, καθώς χάθηκε και το τίποτα, το μηδέν. Το όλον (τα πάντα), έγινε ανήκουστο. Ο προγραμματισμός, είναι μία σημερινή φιλοσοφία η οποία δέν έχει καμμία σχέση με το σήμερα, η οποία συστήνει τα σημερινά θεμέλια της φιλοσοφίας της Ιστορίας της φιλοσοφίας, μέσω της σφαίρας του ρίσκου. Έτσι σήμερα το ρίσκο δέν ανήκει πλέον στην προβλεπόμενη, εν πολλοίς, φιλοσοφία του γίγνεσθαι, αλλά στο απρόβλεπτο μίας φιλοσοφίας της υπάρξεως.
Μία φιλοσοφία της υπάρξεως σήμερα είναι αδιανόητη λόγω της επικινδυνότητος του ρίσκου που ενέχει, διότι είναι η απώλεια κάθε λόγου υπάρξεως, η ανάδυση της δωρεάς, που καλύπτει όλον τον κόσμο της περασμένης σκέψης που υπολογίζεται σαν μία αναπόφευκτη ανάπτυξη μίας γνώσεως που θα είχε δοθεί μία φορά για πάντα. Αυτή η έννοια, μια φορά για πάντα, έχασε την παλιά της σημασία και μέ το ‘για πάντα’ ξεχωρίζει απο την έκφραση ‘μια φορά’ και αποκτά μια ανεξαρτησία που φαντάζει ανήκουστη!
Το ‘μια φορα’ και το ‘για πάντα’, αποφεύγονται απο την σημερινή σκέψη, διότι το ρίσκο στο οποίο εκθέτει η ένωσή τους είναι δυσβάσταχτο.
Ακόμη και ο Πάπας είχε δηλώσει «Ανάμεσα στα δικαιώματα του ανθρώπου υπάρχει και εκείνο, να λατρεύει τον Θεό σύμφωνα με τον κανόνα που η συνείδησή του θεωρεί σωστό». Αυτή η απομυθοποίηση λοιπόν εισέρχεται μέσω του πάπα και στην σφαίρα του Οικουμενισμού και εξαπλώνεται παντού!
Το ρίσκο του λάθους μεταμορφώνεται στο λάθος του ρίσκου ενός αβάσταχτου ορισμού της αλήθειας. Ο ορισμός της αλήθειας σήμερα μπήκε σε παρένθεση, για να μήν διατρέξουμε τον κίνδυνο να μήν την συναντήσουμε.
Σήμερα ζούμε την εκπόρνευση του λογικού, του νοητού, στο αισθητό!
Αυτή είναι η εξέλιξη της φιλοσοφίας της Ιστορίας και του τέλους της ιστορίας στην σκέψη. Διότι ο Χέγκελ πέτυχε κάτι αδιανόητο. Ταύτισε την κατανόηση με την γνώση.
Στην συνέχεια θα δούμε τις περιπέτειες της θρησκείας καί τής θεολογίας απο τις παρεμβάσεις του Χέγκελ. Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου