Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Αναλογία και Χριστιανισμός (2)

Συνέχεια από:Σάββατο 16 Ιουλίου 2016 

Ubaldo Pellegrino

Κατά την αποψή μου, παρά τις αντιθέσεις, υπάρχουν ανάμεσα στον Φιντεϊσμό (fide=πίστη) και τον Ορθολογισμό κοινές θέσεις, οι οποίες αντιπαραθέτουν αυτές τις φιλοσοφίες και θεολογίες, στην καθολική Αυθεντία, για την οποία υπάρχουν πολλές οδοί για την απόκτηση της αλήθειας, από τις οποίες μία είναι η αναλογική, λόγω της ομοιότητος ανάμεσα στον θεό και στον κόσμο.Ένα στοιχείο όμως συγκλίνει ανάμεσα  στον φιντεϊσμό και τον Παρμενίδειο ορθολογισμό: η μεταφυσική έχει αποτύχει και η προσπάθεια τής Εκκλησίας να συνδέσει την πίστη στην μεταφυσική εκκοσμίκευσε την πίστη!
Δεύτερο κοινό στοιχείο: οι φιντεϊστές σήμερα αποδέχονται την φιλοσοφία του Χάιντεγκερ σαν την κριτική βασική στροφή, η οποία εκμηδενίζει την προσπάθεια του νεοσχολαστικισμού, αρχίζοντας από τον Λέοντα ΧΙΙΙ, να συνδέσει την Χριστιανική αναγέννηση με τον Θωμισμό. 
Τρίτο στοιχείο: για τους φιντεϊστές και για τον Σεβερίνο η ιστορία της φιλοσοφίας είναι η ιστορία των ανθρωπίνων λαθών, από τα οποία μπορούμε να σωθούμε μόνον υιοθετώντας το όραμα που διαθέτει το απόλυτο για τον κόσμο, το οποίο συμπίπτει με το δικό τους όραμα της αλήθειας, το οποίο διαθέτουν αυτοί οι αλάθητοι.
Τέταρτο στοιχείο: ούτε ο ένας ούτε οι άλλοι διακρίνουν με ικανοποιητικό τρόπο, ανάμεσα στο πλήρες ή υπερβατικό, ένα τυπικό αντικείμενο τού ανθρώπινου νού και το "τέλειο", το οποίο υπερβαίνει ριζικά σαν άπειρο όλο το πεπερασμένο και επομένως είναι μυστήριο, το οποίο υπερβαίνει την ανθρώπινη νόηση! Το γεγονός ότι ένας δηλώνει σαν μοναδική οδό της αλήθειας την πίστη και ο άλλος την νόηση, δείχνει μια διάκριση στο μέσον, με το οποίο μπορούμε να σωθούμε από το λάθος (επομένως ακόμη και στον τρόπο απόκτησης τής αλήθειας), αλλά ξεκινώντας από μια κοινή αντιμεταφυσική προϋπόθεση: η φυσική ατομική λογική δεν είναι εις θέσιν να αποδείξει μεταφυσικά έναν προσωπικό και ελεύθερο θεό.
Πέμπτο στοιχείο: στην σχέση φύσεως και υπερφύσεως, ελευθερίας και χάριτος, εκμηδενίζεται ένας από τους όρους, εκμηδενίζοντας την σχέση με τον θεό, πότε με την φυσιοκρατική έννοια, πότε με την υπερφυσική έννοια, σαν μία πραγματική, συγκεκριμένη, υπαρξιακή σχέση του ελεύθερου προσώπου του ανθρώπου απέναντι στον θεό δημιουργό και σωτήρα. Γι' αυτό το υπερφυσικό και το φυσικό δεν κατορθώνουν να σώσουν το οντολογικό περιεχόμενο της πίστεως, η οποία καταλήγει μία υποκειμενική προβολή, προβληματική των δικών μας γνωμών, χωρίς κανένα κατάλληλο  λογικό θεμέλιο.
Υπολογίζοντας λοιπόν τον φιντεϊστικό δογματισμό και τον ορθολογιστικό σαν δεμένους από μία μονοσήμαντη εννοιολόγηση της αλήθειας, μπορούμε να κατανοήσουμε την ανησυχία του καθηγητού Enrico Berti, ο οποίος γύρω από την αναλογία στην αριστοτελικο-θωμιστική παράδοση μάς προτρέπει να προσέξουμε και να αποφύγουμε μια έννοια της αναλογίας, η οποία αποκλείοτας την αναλογία της αναλογικότητος, γλυστρά προς την μονοσημαντότητα και ακόμη περισσότερο προς τον πανθεϊσμό. Το αμείωτο και αναλλοίωτο των Ουσιών, η πολλαπλότης των όντων απέναντι στον υπερβατικό θεό, διασώζεται σύμφωνα με τον Berti από την αναλογία της αναλογικότητος και όχι από εκείνη της παροχής, της αποδόσεως.
Πιστεύω ότι o Berti έχει δίκηο εάν εννοείται η αναλογία χορηγήσεως σαν να είναι αποκλειστική, καταργώντας την αναλογία της αναλογικότητος, η οποία συνεπάγεται την πολλαπλότητα των ουσιών, η οποία συνδέεται με την εφαρμογή τής αρχής τής ταυτότητος και όχι της αντιφάσεως, στην οντολογική της αξία και όχι μόνον στην λογική, η οποία πρέπει να εφαρμοστεί όχι μόνον στην διαφορετικότητα των όντων εν ενεργεία, αλλά και στην διαφορετικότητα των γνωστικών πράξεων και ακριβώς εφαρμόζοντας την αρχή της μη-αντιφάσεως ο Ακινάτης ολοκληρώνει στην αρχή: κάθε πράξη συγκεκριμενοποιείται από το τυπικό της αντικείμενο, και γι' αυτό η πράξη της πίστεως, και επομένως του θεολόγου, ο οποίος έχει σαν αντικείμενο το αποκεκαλυμμένο μυστήριο του θεού, είναι πραγματικώς διακεκριμένη από την πράξη του φιλοσόφου, ο οποίος αναβαίνει από τον κόσμο στον Θεό μέσω της αρχής της αιτιότητος. Αλλά ακριβώς λόγω της αρχής της μη-αντιφάσεως, η οποία βασίζει την αρχή της αιτιότητος, πού απορρέει από την έννοια του ενεργεία Είναι, διακεκριμένο αλλά όχι ξεχωρισμένο από τις ουσίες, ο Ακινάτης διακρίνει, χωρίς να τις χωρίσει, την αναλογία τής αποδόσεως από εκείνη της αναλογικότητος. Γι' αυτή την οντολογία, η αναλογία της αναλογικότητος δεν μπορεί από μόνη της να εφαρμοστεί στην σχέση ανάμεσα στον θεό και στα κτίσματα, διότι δεν υπάρχει καμία αναλογία, ούτε είναι δυνατή, ανάμεσα στο πεπερασμένο και στο άπειρο. Μπορεί όμως να είναι εφαρμόσιμη η αναλογία της χορηγήσεως, η οποία, αντίθετα από την αναλογία της αναλογικότητος συνεπάγεται μια σχέση αιτιότητος ανάμεσα στην αναλογική αρχή και τα ανάλογα όντα, η οποία παρότι συνεπιφέρει την παρουσία του αποτελέσματος στην αιτία, δεν απαιτεί την γνώση του τρόπου υπάρξεως της ουσίας ή της αναλογικής αρχής.
Η χρήση της αναλογίας της υγείας, εφαρμοσμένη με έναν πραγματικό τρόπο στο υγιές σώμα, στην Ιατρική κτλ, δηλαδή στην αιτία και στο αποτέλεσμα, μας μιλά για μία γνώση στην τάξη τού αποτελέσματος, τής υπάρξεως και όχι βεβαίως για την μεταφυσική ουσία της Ιατρικής ή της υγείας. Μια σχέση αιτιότητος μπορεί να συνυπάρξει με μία γνώση αληθινή αλλά πολύ σχετική, της αιτίας. Αυτό συμβαίνει στην γνώση μας της Ουσίας του θεού. Ξεκινώντας από τον κόσμο, γνωρίζοντας τις ουσίες, οι οποίες μας παρουσιάζονται στο φως των υπερβατικών: Είναι, Αληθές, Αγαθό, Ωραίο, απαιτεί να αποδώσουμε στον θεό, μ’ έναν άπειρο τρόπο, αυτές τις τελειότητες, οι οποίες μας διαφεύγουν στο άπειρο Είναι τους, παρότι υπάρχουν οπωσδήποτε στον θεό.
Για να τό διαβεβαιώσει αυτό ο Ακινάτης μεταμόρφωσε ριζικά την αριστοτελική οντολογία, η οποία δεν πλησίασε τον θεό σαν δημιουργό. [Πώς θα ήταν δυνατόν, 300 χρόνια π.χ.; Τι σημαίνει τότε αποκάλυψη;]. Λόγω του επηρεασμού του από την αραβική αριστοτελική παράδοση, ο Ακινάτης, βεβαιώνει λοιπόν μια έννοια του Είναι, συνθετική (η οποία συνεπάγεται ενεργεία Είναι και ουσία) η οποία του επιτρέπει να διακρίνει και να συνδέσει αναλογία της χορηγήσεως (στην γραμμή του ενεργεία Είναι) και αναλογία της αναλογικότητος (στην γραμμή της ουσίας), βεβαιώνοντας έτσι την δική μας ικανότητα να αποδόσουμε στον Θεό τελειότητες, οι οποίες στο ορθολογικό επίπεδο δεν μας αποκαλύπτουν το μυστήριό του, την υπερβατική του Ουσία.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ακινάτης χρησιμοποιεί την αναλογία της χορηγήσεως ακριβώς για να ξεφύγει από τον κίνδυνο του πανθεϊσμού, στον οποίο η αναλογία τής αναλογικότητος ήταν εκτεθειμένη, όπως συνέβη στον αριστοτελισμό του Αβερρόη.
Από το  άλλο μέρος η χρήση τής αναλογίας τής αναλογικότητος στο εσωτερικό τής αναλογίας της χορηγήσεως μας επιτρέπει να κατανοήσουμε, γιατί η αναφορά στον θεό των ουσιών οι οποίες αναγνωρίζονται πανανθρώπινα δεν μπορεί να απαιτήσει να εξαντλήσει την σημασία των εννοιών που αναφέρονται στον θεό. Για τον Ακινάτη, η ίδια η γνώση των πεπερασμένων ουσιών, ακριβώς επειδή το δικό τους θεμέλιο είναι η άπειρη ουσία τού Θεού, δεν είναι ποτέ επαρκής και ταιριαστή, με την έννοια ότι δεν είναι εξαντλητική. Μ’ αυτή την έννοια δηλώνει ότι ακόμη και η ουσία μιας μύγας είναι ένα μυστήριο για την ανθρώπινη νόηση. Μόνον ο θεός γνωρίζει επαρκώς την ουσία τής μύγας, στην οποία ο άνθρωπος μπορεί να σκάψει επ’ άπειρον. Μπορούμε λοιπόν να κατανοήσουμε πως η χρήση της αναλογίας της αναλογικότητος στις διατυπώσεις της πίστεως: για παράδειγμα: ο υιός είναι ως προς τον πατέρα, όπως ο Υιός ως προς τον Πατέρα, παρά το ότι διαθέτει μια αντικειμενική σημασία δεν απαιτεί καθόλου να εξαντλήσει το μυστήριο μιας σχέσεως ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, το οποίο ανήκει ακριβώς στο άπειρο πνεύμα. Εάν η μύγα είναι ένα οντολογικό μυστήριο, ακόμη περισσότερο είναι ένα μυστήριο η σχέση ανάμεσα στα πρόσωπα της Τριάδος. Ο Θεός που χρησιμοποιεί ανθρώπινες έννοιες για να μας επικοινωνήσει  το μυστήριο της εσωτερικής του ζωής και της δικής μας μετοχής σ' εκείνη την ζωή, θεμελιώνει παρ' όλα αυτά για την αρχή της αιτιότητος ή μετοχής, το οντολογικό θεμέλιο εκείνης της αναλογίας, που είναι το περιεχόμενο των μυστηρίων της πίστεως!

Συνεχίζεται
Αμέθυστος


Δεν υπάρχουν σχόλια: