Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, Τον έσω άνθρωπο, «τον καινόν, τον κατά Θεόν κτιζόμενον», κυοφορεί αυτός ο κόσμος!

Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αγίου Νικολάου Καβάσιλα
«Περί της εν Χριστώ Ζωής»

Η εν Χριστώ ζωή πραγματοποιείται με τα ιερά Μυστήρια του Βαπτίσματος, του Χρίσματος και της θείας Κοινωνίας

Η εν Χριστώ ζωή γεννιέται σ’ αυτή τη ζωή και αρχίζει από δω. Ολοκληρώνεται όμως στη μέλλουσα, όταν φθάσουμε σ’ εκείνη την ημέρα.

Αλλά ούτε αυτή η ζωή μπορεί να την τελειοποιήση στις ψυχές των ανθρώπων ούτε η μέλλουσα, αν δεν ξεκινήση από εδώ.

Γιατί την παρούσα ζωή σκοτίζει η σάρκα και η προκαλούμενη από αυτή νέφωση και φθορά, που δεν μπορεί να κληρονομήση την αφθαρσία.

Γι’ αυτό ο Παύλος θεώρησε ότι το να πεθάνη συντελεί πολύ στο να ζήση με τον Χριστό. «Αναλύσαι», λέει, «και συν Χριστώ είναι, πολλώ μάλλον κρείσσον». Και η μέλλουσα ζωή, όσους δεχθή χωρίς τις δυνάμεις και τις αισθήσεις που είναι απαραίτητες γι’ αυτή, δεν θα τους βοηθήση καθόλου στη μακαριότητα, αλλά νεκροί και άθλιοι θα κατοικήσουν στο μακάριο και αθάνατο εκείνον κόσμο.

Και ο λόγος είναι αυτός: Το φως ανατέλλει και ο ήλιος στέλνει καθαρές τις ακτίνες του, αλλά δεν είναι δυνατό να πλασθούν τότε μάτια. Η ευωδία του Πνεύματος χύνεται άφθονη και γεμίζει τα πάντα, αλλά κανείς δεν μπορεί ν’ αποκτήση τότε όσφρηση, αν δεν έχη.

Οι φίλοι του Θεού μπορούν να μετάσχουν με τον Υιό του Θεού στα Μυστήρια εκείνη την ημέρα και να μάθουν από Αυτόν όσα άκουσε από τον Πατέρα. Είναι όμως ανάγκη να φθάσουν ως φίλοι Του και να έχουν αυτιά πνευματικά. Εκεί δεν είναι δυνατό να δημιουργηθή φιλία, ν’ ανοίξουν αυτιά, να γίνη νυφικό ένδυμα και να ετοιμασθούν όσα χρειάζονται για το νυμφώνα εκείνον.

Εργαστήριο για όλα αυτά είναι τούτη η ζωή.

Όσοι δεν τ’ απέκτησαν πριν φύγουν από την παρούσα ζωή, δεν έχουν τίποτε κοινό με τη μέλλουσα. Και το μαρτυρούν οι πέντε παρθένες και ο καλεσμένος στο γάμο, που δεν μπόρεσαν ν’ αποκτήσουν εκεί ούτε λάδι ούτε ένδυμα, γιατί έφθασαν χωρίς αυτά.

Γενικά, τον έσω άνθρωπο, «τον καινόν, τον κατά Θεόν κτιζόμενον», κυοφορεί αυτός ο κόσμος. Και όταν πλασθή και λάβη μορφή εδώ, έτσι τέλειος γεννιέται στον τέλειο εκείνον και αγέραστο κόσμο. Όπως το έμβρυο, όσο βρίσκεται στο σκοτεινό και υγρό χώρο της μητρικής νηδύος, το προετοιμάζει η φύση για τη ζωή μέσα στο φως και το διαμορφώνει με κανόνα τη ζωή που θα το υποδεχθή, έτσι συμβαίνει και με τους πιστούς.

Είναι αυτό που έγραφε ο Παύλος στους Γαλάτες: «Τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν». Αλλά τα έμβρυα δεν μπορούν ποτέ να λάβουν αίσθηση της ζωής αυτής, ενώ οι πιστοί δέχονται στην παρούσα ζωή πολλές ανταύγειες από τη μέλλουσα.

Και η αιτία είναι ότι στα έμβρυα η ζωή αυτή δεν είναι παρούσα, αλλά ακριβώς μελλοντική. Δεν έφθασε ακτίνα φωτός στο χώρο εκείνον ούτε κάτι απ’ όσα συγκροτούν αυτή τη ζωή. Σ’ εμάς όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά η μέλλουσα ζωή είναι σαν να χύθηκε και να αναμείχθηκε με την παρούσα.

Ο Ήλιος εκείνος ανέτειλε φιλάνθρωπα και σ’ εμάς.

Το υπερουράνιο Μύρο ξεχύθηκε στους δυσώδεις τόπους.

Ο Άρτος των Αγγέλων δόθηκε και στους ανθρώπους.

Γι’ αυτό οι πιστοί μπορούν στην παρούσα ζωή όχι μόνο να διατεθούν και να προετοιμασθούν για τη μέλλουσα, αλλά από τώρα να ζουν και να ενεργούν σύμφωνα μ’ εκείνη.

«Επιλαβού της αιωνίου ζωής», γράφει ο Παύλος προς τον Τιμόθεο.

Και αλλού: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».

Και ο άγιος Ιγνάτιος: «Έστιν ύδωρ ζων και λαλούν εν εμοί».

Η Γραφή είναι γεμάτη από πολλά τέτοια νοήματα. Και πέρα από αυτά, όταν η ίδια η Ζωή υπόσχεται στους πιστούς ότι θα βρίσκεται για πάντα μαζί τους – γιατί λέει, «ιδού εγώ μεθ’ ημών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» – τι άλλο χρειάζεται να σκεφθούμε;

Ο Κύριος δεν απομακρύνθηκε, όταν έδωσε στη γη τα σπέρματα της ζωής κι έβαλε τη φωτιά και το μαχαίρι, αφήνοντας τους ανθρώπους να φυτέψουν και ν’ αυξήσουν τα σπέρματα, ν’ ανάψουν τη φωτιά και να χρησιμοποιήσουν το μαχαίρι, αλλά παρευρίσκεται ο ίδιος αληθινά «ενεργών εν ημίν το θέλειν και το ενεργείν», καθώς είπε ο μακάριος Παύλος.

Αυτός ανάβει και δίνει τη φωτιά και Αυτός είναι που κρατά το μαχαίρι. Γενικά «ούτε αξίνη δοξασθήσεται άνευ του αίροντος αυτην» ούτε εκείνοι στους οποίους δεν παρευρίσκεται ο Αγαθός είναι δυνατό ν’ αποκτήσουν κάποιο αγαθό.

Ακόμη ο Κύριος δεν υποσχέθηκε ότι θα παρευρίσκεται απλώς στους πιστούς, αλλά και ότι θα μένη μαζί τους, και το σπουδαιότερο, ότι θα συστήση μέσα τους μόνιμη κατοικία. Αλλά τι λέω; τη στιγμή που η Γραφή λέει ότι θα ενωθή μαζί τους τόσο φιλάνθρωπα, ώστε να είναι ένα πνεύμα με αυτούς; «Ο κολλώμενος τω Κυρίω εν πνεύμα εστι», και «ίνα ήτε εν σώμα και εν πνεύμα, καθώς εκλήθητε», διακηρύσσει ο Παύλος.

Συνεχίζεται

Απόσπασμα από το βιβλίο του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, «Περί της εν Χριστώ Ζωής», λόγοι επτά, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Προλογίζει ο καθηγητής Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης.

ΤΟ ΜΥΡΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ ΠΟΥ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ. ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΠΡΟΑΙΩΝΙΑ  Α.Ι.

Αγ. Νικολάου Καβάσιλα - Περί της εν Χριστώ ζωής (Απόσπασμα Λόγου Α : Η ένωση των πιστών με τον Χριστό)

  Η ένωση των πιστών με τον Χριστό

6. Πέρα όμως από όλα αυτά, όταν η ίδια η Ζωή, ο Χριστός, υπόσχεται στους πιστούς ότι θα είναι για πάντα μαζί τους, λέγοντας «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως τής συντελείας του αιώνος», τί άλλο χρειάζεται να σκεφθούμε; Ο Χριστός εξάλλου δεν έφερε στην γη τους σπόρους της ζωής ούτε έδωσε την φωτιά και το μαχαίρι και ευθύς αμέσως απήλθε αφήνοντας στους ανθρώπους την φροντίδα για την βλάστηση και την ανάπτυξη των φυτών, για το άναμμα τής φωτιάς και για την χρήση του μαχαιριού, αλλά ο Ίδιος είναι πράγματι πανταχού παρών «ενεργών εν ημίν και το θέλειν και το ενεργείν», όπως είπε ο μακάριος Παύλος. Και την φωτιά Αυτός την ανάβει και μας την προσφέρει, και το μαχαίρι Αυτός είναι που το κρατά. Και με έναν λόγο, όπως «ούτε η αξίνη έχει αξία χωρίς τον εργάτη πού την υψώνει», έτσι και κανένα αγαθό δεν μπορεί να αποκτηθεί από όσους δεν έχουν μαζί τους τον Πανάγαθο Θεό.
7.Και ακόμη, ο Κύριος δεν υποσχέθηκε στους πιστούς ότι θα είναι απλώς κοντά τους, αλλά και ότι θα μένη μαζί τους και μάλιστα, ότι θα εγκαταστήση μέσα τους μόνιμη κατοικία. Αλλά τί λέω, αφού ακόμη αναφέρεται ότι τόσο φιλάνθρωπα ενώνεται μαζί τους, ώστε να αποτελή με αυτούς «εν πνεύμα»; «Ο κολλώμενος τω Κυρίω εν πνεύμα εστι», διακηρύσσει ο Απόστολος Παύλος. Και αλλού λέει: «Ίνα ήτε εν σώμα και εν πνεύμα, καθώς εγεννήθητε». Και όπως ακριβώς η φιλανθρωπία του Θεού είναι άρρητη και η αγάπη Του για το γένος μας ασύλληπτη από τον ανθρώπινο νου και ταιριαστή μόνον στην θεία αγαθότητα - γιατί αυτή είναι «η ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα νουν» -, έτσι και η ένωση του Θεού με τους αγαπημένους Του είναι επόμενο να υπερβαίνη κάθε ένωση και να μη συγκρίνεται με τίποτε.

8. Γι’ αυτό και η Αγία Γραφή δεν αρκέσθηκε σε Ένα μόνον παράδειγμα, αλλά χρησιμοποίησε πολλά, για να μπορέση να δηλώση αυτήν την συνάφεια Θεού και ανθρώπου. Έτσι, άλλοτε φέρνει ως παράδειγμα την σχέση οικίας και ενοίκου, άλλοτε της αμπέλου και του κλήματος, άλλοτε τού γάμου και άλλοτε την σχέση των μελών του σώματος και της κεφαλής. Κανένα όμως από τα παραδείγματα αυτά δεν εξισώνεται με την συνάφεια Θεού και ανθρώπου, γιατί μέσω αυτών δεν μπορούμε να φθάσουμε με ακρίβεια στην αλήθεια. Διότι η συνάφεια πρέπει να είναι ανάλογη προπάντων με την αγάπη. Τί θα μπορούσε όμως να εξισωθή με την αγάπη του Θεού;

9. Έπειτα, ακόμη και τα παραδείγματα που θεωρούνται ότι κατ’ εξοχήν φανερώνουν την συνάφεια και την ενότητα - ο γάμος δηλαδή και η συναρμογή των μελών με την κεφαλή -, και αυτά απέχουν πολύ από το να δηλώσουν την ένωση Θεού και ανθρώπου. Ο μεν γάμος δεν είναι δυνατόν να συνάψη τους συζύγους τόσο στενά, ώστε να υπάρχη και να ζή ο ένας μέσα στον άλλον, πράγμα που συμβαίνει στην ένωση του Χριστού και της Εκκλησίας. Γι’ αυτό ο θείος Απόστολος, όταν είπε για τον γάμο: «το μυστήριον τούτο μέγα εστιν», προσέθεσε: «λέγω δε εις Χρίστον και εις την Εκκλησίαν», θέλοντας να δείξη ότι τον θείο γάμο θαυμάζει και όχι τον ανθρώπινο. Τα μέλη πάλι του σώματος είναι συνημμένα με την κεφαλή και ζουν χάρη στην ένωση μαζί της και, αν χωρισθούν από αυτήν, πεθαίνουν. Αλλά είναι φανερό ότι και αυτά είναι περισσότερο συνημμένα με τον Χριστό παρά με την ίδια τους την κεφαλή, και η ζωή τους εξαρτάται περισσότερο από τον Χριστό παρά από την συναρμογή τους με την κεφαλή. Αυτό φάνηκε από την στάση των αγίων Μαρτύρων, οι οποίοι υπέμειναν ευχαρίστως τον διαμελισμό των σωμάτων τους, δεν ανέχθηκαν όμως ούτε να ακούσουν τον χωρισμό από τον Χριστό. Δέχθηκαν με αγαλλίαση τον χωρισμό των μελών από την κεφαλή τους, από τον Χριστό όμως δεν μπόρεσαν να χωρισθούν ούτε με μία τους λέξη.

10. Και δεν ανέφερα ακόμη το πιο παράδοξο: Με τί άλλο θα μπορούσε να ενωθή κανείς στενότερα παρά με τον εαυτό του; Και όμως η ένωση αυτή είναι ασθενέστερη από την ένωση με τον Χριστό. Καθένα δηλαδή από τα πνεύματα των αγίων είναι μεν ένα και το αυτό με τον εαυτό του, είναι όμως περισσότερο ενωμένο με τον Σωτήρα παρά με τον εαυτό του, γιατί αγαπά περισσότερο Εκείνον παρά τον εαυτό του. Το επιβεβαιώνει αυτό ο Απόστολος Παύλος, ο όποιος ευχόταν να χωρισθή από τον Χριστό χάριν της σωτηρίας των Ιουδαίων, για να αυξηθή η δόξα Εκείνου. Αν όμως η ανθρώπινη αγάπη είναι τόσο μεγάλη, την θεϊκή είναι αδύνατον να την συλλαβή κανείς. Γιατί, αν οι πονηροί άνθρωποι μπόρεσαν να δείξουν τόσο μεγάλη καλοκαγαθία, τί πρέπει, να πή κανείς για την αγαθότητα του Θεού; Αφού λοιπόν ο θείος έρωτας είναι τόσο υπερφυής, κατ’ ανάγκην και η συνάφεια με την οποία συνδέονται με τον Θεό όσοι Τον αγαπούν υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική και είναι αδύνατον να παραλληλισθή με κάποιο παράδειγμα.
Αρχαίο κείμενο
6. Καίτοι οὐ παρεῖναι τοῖς ἁγίοις ὁ Κύριος ἐπηγγείλατο μόνον, ἀλλὰ καὶ μένειν παρ’ αὐτοῖς, καί, ὃ τούτου μεῖζον, μονὴν ἐν αὐτοῖς ποιῆσαι. Καὶ τί λέγω, ὅπου γε καὶ ἑνοῦσθαι λέγεται αὐτοῖς οὕτω φιλανθρώπως ὥστε ἓν πνεῦμα μετ’ αὐτῶν εἶναι. «Ὁ γὰρ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι», καί· «Ἵνα ἦτε ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα καθὼς ἐγεννήθητε», Παύλου φωνή.
7. Καθάπερ γὰρ ἡ φιλανθρωπία ἄρρητος, καὶ ἡ περὶ τὸ ἡμέτερον γένος ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν λόγον τὸν ἀνθρώπινον ὑπερβαίνει καὶ τῇ θείᾳ ἀγαθότητι μόνῃ προσῆκεν, αὕτη γάρ ἐστιν «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν», τὸν ἴσον τρόπον ἀκόλουθον καὶ τὴν πρὸς τοὺς φιλουμένους ἕνωσιν ὑπὲρ πᾶσαν ἕνωσιν εἶναι ἣν ἄν τις δύναιτο λογίσασθαι, καὶ πρὸς οὐδὲν παράδειγμα φέρειν.
8. Διὰ τοῦτο καὶ πολλῶν ἐδέησε τῇ Γραφῇ παραδειγμάτων, ὥστε δυνηθῆναι τὴν συνάφειαν ἐκείνην μηνῦσαι, ὡς οὐκ ἀρκοῦντος ἑνός. Καὶ νῦν μὲν ἔνοικον καὶ οἰκίαν εἰσάγει, νῦν δὲ ἄμπελον καὶ κλῆμα· καὶ νῦν μὲν γάμον, νῦν δὲ μέλη καὶ κεφαλήν· ὧν οὐδέν ἐστιν ἴσον ἐκείνῃ· οὐ γάρ ἐστι ἀπὸ τούτων τῆς ἀληθείας ἀκριβῶς ἐφικέσθαι. Μάλιστα μὲν γὰρ ἀνάγκη τῇ φιλίᾳ καὶ τὴν συνάφειαν ἀκόλουθον εἶναι· τί δ’ ἂν γένοιτο τῆς θείας ἀγάπης ἴσον;
9. Ἔπειθ’ ὅτι καὶ τὰ μάλιστα συνάφειαν καὶ ἑνότητα δεικνύναι δοκοῦντα, ὁ γάμος ἐστὶ καὶ ἡ τῶν μελῶν πρὸς τὴν κεφαλὴν ἁρμονία· ταῦτα δὲ παμπληθὲς εἴσω πίπτει, καὶ πολλοῦ δεῖ τὰ ὄντα δηλῶσαι. Καὶ γὰρ ὁ μὲν γάμος οὐκ ἂν οὕτω συνάψαι, ὡς ἐν ἀλλήλοις εἶναι καὶ ζῆν τοὺς συναπτομένους, ὅπερ ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἐκκλησίας συμβαίνει· ὅθεν ὁ θεῖος ἀπόστολος, εἰπὼν περὶ τοῦ γάμου «Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν», ἐπήγαγε· «λέγω δὲ εἰς Χριστὸν καὶ τὴν ἐκκλησίαν»· δεικνὺς οὐ τοῦτον ἀλλ’ ἐκεῖνον τὸν γάμον διὰ θαύματος ἄγων. Τὰ δὲ μέλη συνῆπται μὲν τῇ κεφαλῇ καὶ ζῇ τῷ συνῆφθαι καὶ διαιρεθέντα ἀποθνῄσκει· φαίνεται δὲ καὶ ταῦτα τῷ Χριστῷ συνημμένα μᾶλλον ἢ τῇ ἑαυτῶν κεφαλῇ, καὶ τούτῳ ζῶντα μᾶλλον ἢ τῇ πρὸς αὐτὴν ἁρμονίᾳ.
10. Καὶ τοῦτο δῆλον ἀπὸ μακαρίων μαρτύρων, οἳ τὸ μὲν ὑπέμειναν ἡδέως, τὸ δὲ οὐδὲ ἀκοῦσαι ἠνέσχοντο, καὶ τὴν μὲν κεφαλὴν ἀπέθεντο τὰ μέλη σὺν ἡδονῇ, τοῦ Χριστοῦ δὲ οὐδὲ μέχρι φωνῆς ἐδυνήθησαν ἀποστῆναι. Καὶ οὔπω λέγω τὸ καινότατον. Τί γὰρ ἂν ἄλλο συνάπτοιτο μᾶλλον ἢ αὐτὸ ἑαυτῷ; Ἀλλὰ καὶ αὕτη ἡ ἑνότης τῆς συναφείας ἐκείνης ἔλαττον ἔχει.

Πηγή: http://www.orthodoxfathers.com/ και
Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, «Περί της εν Χριστώ ζωής», έκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»
http://www.biblionet.gr/ και https://www.stamoulis.gr/Ἡ σύνταξη τῆς ἐργασίας αὐτῆς ἒγινε από τό Ιερόν Ησυχαστήριον
« Ευαγγελιστής Ιωάννης ὁ Θεολόγος »
και ἀποτελεί εἰσαγωγή τοῦ έργου «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς Λόγοι επτά» του Ἁγίου Νικόλαου Καβάσιλα ὅπως ἐκδόθηκε από αυτό στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης τό 2005.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας: ἡ ἐποχή, ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ
ζωῆς»
1. Ἡ ἐποχὴ
Ὁ 14ος αἰώνας, κατὰ τὸν ὁποῖο ἔζησε ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ἦταν μία ἐποχὴ κρίσιμη γιὰ τὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία. Οἱ ὅλο καὶ πιὸ ἀπειλητικοὶ ἐξωτερικοὶ ἐχθροὶ ‐ Φράγκοι, Σέρβοι, Βούλγαροι καὶ Τοῦρκοι ‐, οἱ συνεχεῖς πόλεμοι, οἱ διαμάχες γιὰ τὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, ἡ κατάφωρη κοινωνικὴ ἀνισότητα, τὰ μεγάλα οἰκονομικᾶ προβλήματα καὶ ἡ γενικώτερη κρίση τῶν ἀξιῶν μαρτυροῦσαν ὅτι ἡ αὐτοκρατορία βρισκόταν στὰ πρόθυρα τῆς καταρρεύσεως.
Μὲ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ αὐτὴ ἀναταραχὴ συμβαδίζει καὶ ἡ πρόκληση τοῦ δυτικοῦ
ἀναγεννησιακοῦ πνεύματος, ποὺ ἤδη ἔχει ἀρχίσει νὰ ἐμφανίζεται σπερματικά, καὶ τοῦ ὁποίου βασικὰ χαρακτηριστικὰ ἦταν ὁ αὐτονομημένος ἀνθρωπισμός, ποὺ ἤθελε τὸν ἄνθρωπο ξεκομμένο ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὀρθολογισμός, ποὺ εἶχε θεοποιήσει τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ γνώση, καὶ ἡ ἀποξένωση τῆς Θεολογίας ἀπὸ τὴν βιωματικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Κύριος ἐκφραστῆς καὶ φορέας τοῦ πνεύματος αὐτοῦ ἦταν ὁ Ἕλληνας μοναχὸς Βαρλαὰμ ἀπὸ τὴν Καλαβρία τῆς Ἰταλίας (1290‐1350), ὁ ὁποῖος ἀμφισβητώντας τὴν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας καὶ ἀποκλείοντας τὴν δυνατότητα πραγματικῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ στράφηκε ἐναντίον τῶν ἡσυχαστῶν, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας, τῆς λατρευτικῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς γίνονταν θεωροὶ τοῦ ἀκτίστου φωτός.
Τὴν ὑπεράσπιση τῶν ἡσυχαστῶν, ποὺ οὐσιαστικὰ ἦταν ταυτόσημη μὲ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, ἀνέλαβε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296‐1359). Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐκφράζοντας ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ παράδοση δίδαξε ὅτι ὑπάρχει πραγματικὴ κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, διότι ὁ Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν οὐσία Του, ποὺ εἶναι ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη, ἔχει καὶ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, ποὺ εἶναι προσιτὲς καὶ μεθεκτὲς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Μὲ τὴν μετοχὴ στὰ Μυστήρια, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ἐργασία γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη οἱ Χριστιανοὶ μετέχουν στὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες καὶ θεώνονται.
Ἡ θεολογικὴ αὐτὴ διαμάχη ἦταν οὐσιαστικὰ ἡ σύγκρουση τῆς Ὀρθόδοξης παραδόσεως τῆς Ἀνατολῆς μὲ τὴν λογοκρατούμενη παράδοση τῆς Δύσεως.
Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ κλίμα ἔζησε ὁ «σοφώτατος καὶ λογιώτατος καὶ τοῖς ὅλοις ἁγιώτατος»1 Νικόλαος Καβάσιλας. Βαθειὰ θεμελιωμένος στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, σοφὸς κατὰ Θεὸν καὶ κατὰ κόσμον, ἔμπειρος στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ζυμωμένος μὲ τὴν πατερικὴ παράδοση καὶ γνώστης τῶν προβληματισμῶν καὶ τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς του, ἁπαντᾶ μὲ τὸν δικό του τρόπο στὶς προκλήσεις της. Δὲν ἔρχεται σὲ ἀνοικτὴ σύγκρουση μὲ τοὺς ἐχθρούς της Ὀρθοδοξίας, ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀλλὰ ἀθορύβως ἐργάζεται γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο κινδύνευε ἀπὸ τὰ ὑπόγεια ὕδατα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ. Κάτοχος τῆς σοφίας τοῦ κόσμου τούτου βρίσκει τὰ ὅριά της καὶ τονίζει ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐμπειρικὴ καὶ
μᾶς τὴν δίνουν τὰ Ἱερὰ Μυστήρια. Στὸν αὐτονομημένο ἀνθρωπισμὸ ἀντιπαραθέτει τὸν ἀναγεννημένο ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ζώντας ἐν Χριστῷ γεύεται ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ τὴν μακαριότητα τῆς μελλούσης.

2. Βιογραφικὰ στοιχεῖα
Λίγα στοιχεῖα ἀπὸ τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα γνωρίζουμε.
Παρόλο ποὺ ὁ μεγάλος αὐτὸς Θεολόγος ἔζησε στὴν Θεσσαλονίκη καὶ στὴν
Κωνσταντινούπολη καὶ ἐπηρέασε βαθύτατα τὴν ἐποχὴ του συμβάλλοντας οὐσιαστικὰ στὴν ἑδραίωση τῆς νίκης τῶν ἡσυχαστῶν, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς προσωπικῆς του ζωῆς παρέμεινε στὴν ἀφάνεια. Δὲν εἶναι γνωστὸ οὔτε πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε καὶ πέθανε οὔτε ἂν ἔγινε μοναχὸς ἢ κληρικός. Οἱ λιγοστὲς πληροφορίες ποὺ ἔχουμε γιʹ αὐτὸν προέρχονται ἀπὸ τὰ ἔργα του καὶ ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς τῆς ἐποχῆς του, διότι ὁ βίος του δὲν ἔχει διασωθῆ ἀπὸ κάποιον βιογράφο. Τὸ πνευματικὸ ὅμως βίωμα τοῦ Ἁγίου ἔχει διασωθῆ μέσα στὰ ἔργα του καὶ κυρίως στοὺς Λόγους του «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς».
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὶς ὑπάρχουσες πληροφορίες ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας
γεννήθηκε στὴν Θεσσαλονίκη γύρω στὸ 1322/3 καὶ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1392‐1397. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι, ἐπιφανεῖς καὶ ἐνάρετοι. Σὲ αὐτοὺς ὀφείλει τὴν χριστιανικὴ ἀγωγὴ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία. Ἡ μητέρα του ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Νείλου Καβάσιλα (1361‐1363) καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της ἔγινε μοναχὴ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας στὴν Θεσσαλονίκη. Ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῆς μητέρας του ἔλαβε καὶ τὸ ἐπώνυμο Καβάσιλας, ἐνῶ τὸ πατρωνυμικό του ἦταν Χαμαετός. Ὁ πατέρας του ἦταν ἄνθρωπος πιστὸς καὶ εὐσεβής, ὅπως φαίνεται μέσα ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία ποὺ εἶχε ὁ Ἅγιος μαζί του κατὰ τὴν περίοδο τῶν σπουδῶν του στὴν Κωνσταντινούπολη.
Τὰ πρῶτα του γράμματα τὰ ἔμαθε στὴν Θεσσαλονίκη ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ θείου του
Νείλου Καβάσιλα, ὁ ὁποῖος ἦταν ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ἔτσι τὸ πνευματικὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο γαλουχήθηκε ὁ Ἅγιος ἦταν τὸ περιβάλλον τῶν ἡσυχαστῶν. Ἐξέχουσα θέση μέσα σὲ αὐτὸ κατεῖχε τότε ὁ Ἅγιος
Ἰσίδωρος, μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1347‐1350). Μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναῒτου (1255‐1346), πατρὸς καὶ διδασκάλου τῆς ἡσυχίας, ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ζοῦσε κατὰ τὴν προτροπὴ ἐκείνου στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἦταν ὁ πνευματικὸς καθοδηγητὴς τῶν νέων. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος σὲ ἕνα ἐπιτύμβιο ἐπίγραμμα ποὺ τοῦ ἀφιέρωσε τὸν χαρακτηρίζει «ἀγλαὸν ἀρχιερέα», «ἀστέρα», «θεοειδή», «φῶς»2. Πνευματικὸς δὲ Πατὴρ τοῦ Ἁγίου ὑπῆρξε ὁ Δωρόθεος Βλατῆς, μαθητὴς καὶ πιστὸς ἀκόλουθος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (1371‐1379). «Τὸν πατέρα μου ἐξαίρω, τὸν ἱερώτατο Βλατῆ· καὶ στὸ νεῦμα του μόνον εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑπακούσω»3, γράφει ὁ Ἅγιος
σὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν κατὰ σάρκα πατέρα του.
Μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ διδασκάλου καὶ θείου του Νείλου Καβάσιλα ὁ Ἅγιος συνεχίζει τὶς
σπουδές του στὴν Κωνσταντινούπολη (1335/7‐1342). Στὴν Σχολὴ τῆς Φιλοσοφίας σπουδάζει τὰ προβλεπόμενα μαθήματα: Θεολογία, φιλοσοφία, κλασικὰ γράμματα, ρητορική, νομικὴ καὶ φυσικὲς ἐπιστῆμες. Στὶς ἐπιστολὲς καὶ στὶς σύντομες πραγματεῖες ποὺ ἀνήκουν στὴν περίοδο αὐτὴ βλέπει κανεὶς τὸ συγγραφικό του χάρισμα, τὴν ἀγάπη του γιὰ τὰ γράμματα, τὸ κύρος τοῦ ἀνάμεσα στοὺς συνομηλίκους του, τὴν εὐλάβεια καὶ τὸ ἀγωνιστικό του πνεῦμα.
Πρὸς τὸ τέλος τῶν σπουδῶν του (1341) δυὸ γεγονότα συγκλονίζουν τὴν Κωνσταντινούπολη: Ἡ ἡσυχαστικὴ ἔριδα καὶ ἡ διαμάχη μεταξὺ Ἀλεξίου Ἀποκαύκου καὶ Ἰωάννου Στ΄ Καντακουζηνοῦ γιὰ τὴν ἐπιτροπεία τοῦ χηρεύσαντος αὐτοκρατορικοῦ θρόνου μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀνδρονίκου Γʹ (1328‐1341). Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας θὰ σταθῆ ἀκόλουθος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ συνεργάτης τοῦ φίλου τῶν ἡσυχαστῶν Καντακουζηνοῦ.
Ὅταν ἐπιστρέφη ὁ Ἅγιος τὸ 1312 στὴν Θεσσαλονίκη, βρίσκει νὰ ἐπικρατῆ μεγάλη
πολιτική, κοινωνικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἀναστάτωση. Τὴν πόλη κατεῖχαν οἱ Ζηλωτές, ποὺ ἐξήγειραν τὸν λαὸ σὲ ἔνοπλη ἐπανάσταση κατὰ τῶν εὐγενών4. Σὲ μία προσπάθεια εἰρηνεύσεως οἱ εὐγενεῖς της Θεσσαλονίκης στέλνουν τὸν Ἰούλιο τοῦ 1345 τὸν Νικόλαο Καβάσιλα μαζὶ μὲ ἕναν ἄλλο Θεσσαλονικέα, τὸν Γεώργιο Φαρμάκη, στὴν Βέροια, γιὰ νὰ παραδώσουν τὴν Θεσσαλονίκη στὸν υἱὸ καὶ ἀντιπρόσωπο τοῦ Καντακουζηνοῦ Μανουήλ.
Ἀντὶ ὅμως νὰ ἐπικρατήση εἰρήνη, ἀκολουθεῖ φοβερὴ σφαγὴ τῶν εὐγενῶν της Θεσσαλονίκης ἀπὸ τοὺς Ζηλωτές. Ἐλάχιστοι σώθηκαν, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ ὁ Ἅγιος, τὸν ὁποῖο ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ἔκρυψαν μέσα σὲ πηγάδι.
Μετὰ τὴν ἀνέλπιστη σωτηρία του γράφει «Εὐχὴν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἴησοῦν Χριστὸν τὸν Μονογενῆ Υἱόν του Θεοῦ καὶ Λόγον»5. Ἢ προσευχὴ αὐτὴ περιέχει δοξολογία στὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες Του πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ καταλήγει σὲ μία γεμάτη πόνο ἱκεσία γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου: «... Δεόμεθά σου, φιλάνθρωπε, ἔπιδε ἐπὶ τὸν λαόν σου καὶ τὴν κληρονομίαν σου καὶ βράβευσον εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου... δὸς τοῖς βασιλεῦσι τὸ κρῖμα σου, λῦσον τάς ἐμφυλίους μάχας, στῆσον τὴν κατέχουσαν ἡμᾶς ζάλην, παῦσον τοὺς πολέμους καὶ τοὺς κοινοὺς τούτους καὶ τοὺς ἰδία ἐκάστω παρὰ τῶν δαιμόνων ἐγειρομένους• γενοῦ πᾶσι βοηθὸς τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομά σου καὶ ἂφες ἡμῖν τᾶς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ στήριξον ἡμᾶς ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου...».
Ὕστερα ἀπὸ τὰ δραματικὰ ἐκεῖνα γεγονότα ὁ Ἅγιος σκύβει μὲ εὐαισθησία καὶ κατανόηση στὰ κοινωνικὰ προβλήματα ποὺ προκάλεσαν τὰ ἐγκλήματα αὐτὰ καὶ ἀναζητεῖ λύσεις. Σὲ δυὸ πραγματεῖες του καυτηριάζει τὴν τοκογλυφία καὶ τὶς ἀδικίες τῶν «ἀπανθρώπων» πλουσίων, ποὺ ὁδήγησαν τὸν λαὸ στὴν φτώχεια καὶ στὴν βιαιότητα, καὶ προτείνει τοὺς νόμους ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀνακουφίσουν τοὺς δυστυχισμένους αὐτοὺς ἀνθρώπους6.
Μέσα σὲ αὐτὲς διακρίνει κανεὶς τὴν εὐσπλαγχνία του Ἁγίου καὶ τὸν ζῆλό του γιὰ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀλήθεια.
Τὸ 1347 λήγει ἡ διαμάχη Ἀποκαύκου καὶ Καντακουζηνοῦ καὶ ὁ δεύτερος στέφεται
αὐτοκράτορας. Ἡ νίκη τοῦ Καντακουζηνοῦ ἦταν συγχρόνως καὶ νίκη τῶν ἡσυχαστῶν. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα τῆς εἰρηνεύσεως καὶ τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ νέος αὐτοκράτορας ἐκτιμώντας τὴν προσωπικότητα τοῦ Νικολάου Καβάσιλα τὸν προσκαλεῖ μέσω τοῦ παιδικοῦ του φίλου Δημητρίου Κυδώνη στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς σύμβουλό του. Γιὰ ἑπτὰ χρόνια, ἀπὸ τὸ 1347 ἕως τὸ 1354, ὁ Ἅγιος διατελεῖ σύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορος Καντακουζηνοῦ. Τὸ φθινόπωρο τοῦ 1347 συνοδεύει τὸν νεοεκλεγέντα Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ἅγιο Γρήγόριο Παλαμᾶ στὴν ἕδρα του. Φθάνουν στὴν Θεσσαλονίκη διὰ θαλάσσης, ἀλλά, ἐπειδὴ οἱ Ζηλωτὲς ἐμποδίζουν τὴν εἴσοδό τους στὴν πόλη κατευθύνονται στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὃπου παραμένουν ἕναν χρόνο καὶ κατόπιν ἐπιστρέφουν στὴν Κωνσταντινούπολη.
Τὸ 1349 ὁ Ἅγιος Νικόλαος μαζὶ μὲ τὸν αὐτοκράτορα Καντακουζηνὸ καὶ τὸν Δημήτριο Κυδώνη ἀποφασίζουν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ ἡ ἐπιθυμία τους δὲν πραγματοποιεῖται. Τὸ 1354 ὁ Ἰωάννης Ἐʹ Παλαιολόγος ὑστέρα ἀπὸ διαμάχη μὲ τὸν Καντακουζηνὸ καταλαμβάνει μὲ τὴν βοήθεια τῶν Δυτικῶν τὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, καὶ ὁ Καντακουζηνὸς ἐγκαταλείπει τὸν κόσμο καὶ γίνεται μοναχός. Ἀπὸ τότε ὁ Νικόλαος Καβάσιλας δὲν φαίνεται νὰ ἀσχολῆται μὲ τὰ δημόσια πράγματα.
Ἀπὸ τὴν τελευταία αὐτὴ περίοδο τῆς ζωῆς του προέρχονται τὰ περισσότερα καὶ
σπουδαιότερα ἔργα του: Οἱ Λόγοι «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», ἡ «Ἑρμηνεία εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν», τρεῖς ἐξηγητικὲς πραγματεῖες στὶς ὁράσεις τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιὴλ καὶ οἱ Λόγοι του στὰ Πάθη καὶ στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, καθὼς καὶ στὸ Γενέθλιο, τὸν Εὐαγγελισμὸ καὶ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Οἱ Λόγοι «ΙΙερί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» καὶ ἡ «Ἑρμηνεία εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν» εἶναι τὰ πιὸ ὥριμα ἔργα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν ἀναδεικνύουν διδάσκαλο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἔγκυρο ἑρμηνευτή τῆς θείας Λειτουργίας.
Τὰ τελευταῖα βιογραφικὰ στοιχεῖα τὰ λαμβάνουμε ἀπὸ ἐπιστολὴ ποὺ τοῦ ἀπευθύνει ὁ ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας Ἰωσὴφ Βρυέννιος7 (1350‐1431). Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ ἱερὸς Καβάσιλας ἐμφανίζεται σὲ προχωρημένη ἡλικία νὰ ἀγωνίζεται ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῆς διαμάχης ἑνωτικῶν καὶ ἀνθενωτικῶν, καὶ ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος προσπαθοῦσε νὰ στηρίξη τὸν λαὸ στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἐνῶ ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Ἐʹ Παλαιολόγος μὲ συνεργάτη του τὸν Δημήτριο Κυδώνη καὶ ἄλλους ἀξιωματούχους βρίσκονταν στὴν Δύση διαπραγματευόμενοι τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν.
Στὴν ἐπιστολὴ του ὁ Βρυέννιος σκιαγραφεῖ τὴν σεπτὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου καὶ τὴν
ἐγκωμιάζει. Ἐξαίρει τὴν σοφία καὶ τὴν σύνεση του, τὸν χαρακτηρίζει σοφὸ καὶ μακάριο ὄχι μόνο γιὰ τὴν φιλόθεο ζωή του, ἀλλὰ κυρίως γιατί ἀνήκει στὴν «ἀκίβδηλον καὶ γνησίαν» μερίδα τῶν Χριστιανῶν καὶ φυλάσσει «τὴν ἐκ τῶν πατέρων εὐσέβειαν ἀπαραποίητον».
Διάχυτα στὴν ἐπιστολὴ εἶναι τὰ αἰσθήματά του, θαυμασμοῦ καὶ ἀγάπης: «Ποιὸς δὲν θὰ σὲ θαυμάοη για τις ἀρετές σου; Ποιὸς δὲν θὰ σὲ ἀγαπήση; Σὲ ἀγαπᾶμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς σὲ ἀγαπᾶ ὁ Θεός, ἐσένα τὴν ἀγαπητὴ σὲ Ἐκεῖνον ψυχή, ἡ ὁποία Τὸν ἔχει μιμηθῆ στὴν φιλανθρωπία».
Δυστυχῶς, δὲν ἒχοῦμε περισσότερα στοιχεῖα γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου. Εἶναι ὡστόσο φανερὸ ὅτι ἡ ζωή του ὑπῆρξε ἀφ’ ἐνὸς μὲν πολυκύμαντη λόγω τῶν ἐκκλησιαστικῶν καὶ πολιτικῶν προβλημάτων τῆς ἐποχῆς του, ἀφʹ ἑτέρου δὲ σεμνὴ καὶ ἀθόρυβη. Τὸ χαρακτηριστικό του Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα ἦταν ἀκριβῶς αὐτό:
Ἀγωνίσθηκε «ὑπὲρ τῆς εὐσέβειας» μὲ πραότητα καὶ διακριτικότητα. Ἴσως αὐτὸς νὰ ἦταν καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ οἱ ἀγῶνες του ἔμειναν στὴν ἀφάνεια.
Ἡ Ὄρθοδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του στὶς 20 Ἰουνίου.

3. Τὸ ἔργο «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς»
Τὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα ἀποτελοῦν κατὰ τὸν Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιο Σχολάριο (1400‐1472) κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ: «Τὰ συγγράμματα τοῦ Νικολάου κόσμος εἰσὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, τὰ τε ἂλλα καὶ οἱ περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς αὐτῷ συγγραφέντες λόγοι, ἐν οἷς πᾶσιν οὐ μόνον εὐσέβειαν καὶ θεολογικὴν ἐπιστήμην ἔδειξεν ἔχων ὑπερφυῶς, ἀλλὰ καὶ τέχνη καὶ χάριτι ρητορικὴ πρὸς τοὺς πρώτους, καὶ ἐν αὐτοῖς τοῖς Ἐλλησι διαμιλλώμενος»8.
Στοὺς ἑπτὰ λόγους τοῦ «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» ὁ ἱερὸς συγγραφέας περιγράφει καὶ ἀναλύει τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ὅπως γεννιέται, καλλιεργεῖται καὶ ἀναπτύσσεται πρωτίστως μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ λαμβάνεται διὰ τῶν Μυστηρίων, ἀλλά καὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη συνεργία. Ἢ περιγραφὴ αὐτὴ γίνεται μὲ τρόπο τόσο συστηματικὸ καὶ ὁλοκληρωμένο, ὥστε νὰ ἀποτελῆ μία ἄριστη χειραγωγία στὴν χριστιανικὴ ζωή. Ὁ Ἅγιος ἀπευθύνεται στοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς ἐξηγεῖ τί ἔλαβαν ἀπὸ τὰ Μυστήρια καὶ πὼς ὀφείλουν νὰ πολιτευθοῦν, γιὰ νὰ μὴν προδώσουν τὸν θησαυρὸ αὐτόν.
«Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ φύεται μὲν ἐν τῶδε τῷ βίῳ καὶ τάς ἀρχὰς ἐντεῦθεν λαμβάνει•
τελειοῦται δὲ ἐπὶ τοῦ μέλλοντος» (Αʹ 1). Μὲ αὐτὴν τὴν φράση ξεκινᾶ ὁ πρῶτος λόγος, ὁ ὁποῖος ἐξηγεῖ πὼς διὰ τῆς θείας Οἰκονομίας ἑνώθηκε ὁ ἐπίγειος κόσμος μὲ τὸν οὐράνιο, ἡ παροῦσα ζωὴ μὲ τὴν μέλλουσα, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό. Τὰ Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι κατὰ τὸν ἱερὸ συγγραφέα οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ, τὰ «παράθυρα ἀπὸ τὰ ὁποία εἰσέρχεται στὸν σκοτεινὸ τοῦτο κόσμο ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» (Αʹ 19). Ἡ καινὴ ζωὴ ποὺ χάρισε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Καβάσιλα μυστηριακὴ ζωὴ καὶ βιώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. «Σημαίνεται δὲ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς Μυστηρίοις, λέει χαρακτηριστικά, οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἄλλως ἐν καρδίᾳ μέλη καὶ ὡς ἐν
ρίζῃ φυτοῦ κλάδοι καί, καθάπερ ἒφη ὁ Κύριος, ὡς ἐν ἀμπέλῳ κλήματα»9. Ἡ Ἐκκλησία δηλαδὴ φανερώνεται καὶ ἐκφράζεται στὰ Μυστήρια, τὰ ὁποῖα δὲν ἀποτελοῦν ἁπλὰ σύμβολα, ἀλλὰ εἶναι ὅπως εἶναι τὰ μέλη σὲ σχέση μὲ τὴν καρδιά, ὅπως εἶναι τὰ κλαδιὰ ἐνὸς δένδρου ἢ τὰ κλήματα τῆς ἀμπέλου.
Οἱ τρεῖς ἑπόμενοι λόγοι ἀναφέρονται στὰ τρία Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ ἐξηγοῦν πὼς τὸ καθένα ἀπὸ αὐτά μας κάνει μετόχους στὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Τὸ Βάπτισμα ὡς μετοχὴ στὸν θάνατο καὶ στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι γέννηση πνευματικὴ καὶ ἀρχὴ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἡ Χάρη τοῦ Βαπτίσματος ἀνακαινίζει τὸ ἀμαυρωμένο ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα «κατʹ εἰκόνα» καὶ καθιστᾶ τὸν βαπτιζόμενο μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ βαπτιζόμενος γεννιέται καὶ πλάθεται μέσα στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, ὅπως εἶπε ὁ Δαβὶδ
  (Βλ.  Ψάλμ. 138, 16),  δέχεται  τὴν  ὡραία  σφραγίδα,  γίνεται  ἀπὸ σκοτάδι φῶς, περνᾶ ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, γίνεται φίλος καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο καὶ τὴν ἐσχάτη δουλεία στὸν βασιλικὸ θρόνο» (Βʹ 30). Τὸ Χρίσμα
εἶναι τὸ Μυστήριο ποὺ παρέχει στὸν ἀναγεννημένο ἄνθρωπο τὴν πνευματικὴ ἐνέργεια καὶ
κίνηση,  ἐπειδὴ  τοῦ  χορηγεῖ  τὸ  Ἅγιο  Πνεῦμα.  Τέλος,  ἡ  θεία  Εὐχαριστία  τρέφει  τὰ  μέλη  τοῦ σώματος  τοῦ  Χριστοῦ  καὶ  τὰ  διατηρεῖ  στὴν  ζωή.  Ἔτσι  ὁ  ἄνθρωπος  γίνεται  σύσσωμος  καὶ σύναιμος μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μέτοχος στὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνιο ζωή Του.
Ἀκολουθεῖ  ὁ  πέμπτος  λόγος,  ὁ  ὁποῖος  ἀναφέρεται  στὸν  καθαγιασμὸ  τοῦ  ἱεροῦ
Θυσιαστηρίου  καὶ  στὸν  ἐγκαινιασμὸ  τοῦ  Ναοῦ.  Ὁ  ἱερὸς  συγγραφέας  ἀπὸ  τὴν  ἀρχὴ
δικαιολογεῖ  τὴν  παρεμβολὴ  τοῦ  λόγου  αὐτοῦ  διευκρινίζοντας  ὅτι  τὸ  ἱερὸ Θυσιαστήριο ἀποτελεῖ τὴν ἀφετηρία ὅλων τῶν Μυστηρίων.
Γιὰ  νὰ  καρποφορήση  ὅμως  ἡ  Χάρη  τῶν  Μυστηρίων  εἶναι  ἀπαραίτητη  καὶ  ἡ  ἀνθρώπινη συνεργία,  ἡ  συνεισφορὰ  δηλαδὴ  τοῦ  ἀνθρώπου.  Ὁ  Ἅγιος  Νικόλαος  Καβάσιλας  τὴν προσδιορίζει  μὲ  ἐξαιρετικὴ  σαφήνεια: «Ἡ  μόνη  μας  συνεισφορὰ  στὴν  ἐν  Χριστῷ  ζωὴ  εἶναι αὐτή:  Νὰ  διατηρήσουμε  τὶς  δωρεὲς  ποὺ  λάβαμε  καὶ  νὰ  μὴν  πετάξουμε  τὸ  στεφάνι  ποὺ  μὲ πολλοὺς ἵδρωτες καὶ πόνους ἔπλεξε γιὰ μᾶς ὁ Θεός» (αʹ 56). Πρόκειται γιὰ τὴν διατήρηση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν ἐργασία τῆς ἀρετῆς, ἡ  ὁποία ἀποτελεῖ φανέρωση τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἔκφραση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὴν τὴν ἐργασία ἐξετάζει ὁ ἱερὸς συγγραφέας στοὺς δυὸ τελευταίους λόγους τοῦ ἔργου
του, στοὺς ὁποίους κάνει μία βαθειὰ ἀνάλυση τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς συνυφαίνοντας τὴν πράξη μὲ τὴν θεωρία καὶ καλύπτοντας τὰ βασικὰ στάδια τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Ἐκεῖνοι λοιπὸν ποὺ ἀγωνίζονται κατὰ τῶν παθῶν βρίσκουν στοὺς λόγους αὐτοὺς τὸν τρόπο τῆς καθάρσεως.
Ἐκεῖνοι  ποὺ  ἔχουν  καθαρθῆ  ἀπὸ  τὰ  πάθη  μυοῦνται  στὴν  ἐργασία  τῆς  τηρήσεως  τοῦ θελήματος  τοῦ  Θεοῦ  καὶ  στὴν  ἀπόκτηση  τῶν  ἀρετῶν.  Ὅσοι  τέλος  ἔχουν  φθάσει  στὴν τελειότητα  καὶ  τηροῦν  τὶς  θεῖες  ἐντολὲς  ὡς  τέκνα Θεοῦ,  ἀπὸ  ἀγάπη  γιὰ  τὴν  ἀρετὴ  καὶ  τὸν Θεό,  καὶ  ὄχι  ὡς  δοῦλοι  ἢ  μισθωτοί,  ἀπὸ  φόβο  ἢ  ἰδιοτέλεια,  γεύονται  τὴν  γλυκύτητα  «τοῦ μακαρίου πάθους», ποὺ εἶναι  ἡ τέλεια ἀγάπη. Ὁ τρόπος μὲ τὸν  ὁποῖο  ὁ Ἅγιος παρουσιάζει τὴν  πορεία  τῆς  πνευματικῆς  τελειώσεως  εἶναι  σαφὴς  καὶ  ἐπαγωγικός,  σύμφωνα  μὲ  τὶς σχέσεις  τῶν  ἐνεργημάτων  τῶν  δυνάμεων  τῆς  ψυχῆς,  τοῦ  λογιστικοῦ,  τοῦ  θυμικοῦ  καὶ  τοῦ ἐπιθυμητικοῦ. «Κάθε  πράξη,  λέει,  ξεκινᾶ  ἀπὸ  τὴν  ἐπιθυμία  καὶ  κάθε  ἐπιθυμία  ἀπὸ  τὸν λογισμό» (Στʹ 9).
Ὁ  ἓκτος  λόγος  ἀναφέρεται  στὴν  καλλιέργεια  τῶν  καλῶν  λογισμῶν.  Ἡ  μελέτη  τῶν
εὐεργεσιῶν  τοῦ  Θεοῦ  διώχνει  ἀπὸ  τὴν ψυχὴ  κάθε  κακὸ  λογισμὸ  καὶ  γίνεται  ὁδὸς πρὸς  τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό· ἣ δὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν  Του. Ἔτσι παύουν  νὰ ἐνεργοῦν τὰ πάθη,  ἡ ψυχὴ  διατηρεῖ  καθαρὴ  τὴν  λάμψη ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὰ Μυστήρια, βλαστάνει μέσα της ἡ ἀρετή, καὶ  ὃ πιστὸς γεύεται τὴν μακαρία 
ζωή.  Ἑρμηνεύοντας  ὁ  Ἅγιος  Νικόλαος  τοὺς  Μακαρισμοὺς  κάνει  φανερὸ  πὼς  ἡ  μνήμη  τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ μελέτη τῆς θείας Οἰκονομίας ὁδηγεῖ στὴν μακαριότητα, ἐνῶ στὸ τέλος τοῦ ἕκτου λόγου  τονίζει  τὴν  ἀναγκαιότητα  τῆς  ἀδιάλειπτης  προσευχῆς  καὶ  τῆς  συχνῆς  θείας Κοινωνίας. Ἡ θεία Κοινωνία ὄχι μόνον τρέφει τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ «σφραγίζει τὶς θύρες τῶν αἰσθήσεων, ἀπωθεῖ τὸν διάβολο, μεταβάλλει τὴν καρδιὰ σὲ ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἀφήνει
νὰ στηθῆ σὲ αὐτὴν εἴδωλο πονηρό, ἀλλὰ στηρίζει τὸν νοῦ ʺπνεύματι ἡγεμονικῷʺ (Ψάλμ.. 50, 14)  καὶ  ὑποτάσσει  σὲ  αὐτὸν  τὸ  φρόνημα  τῆς  σαρκός,  ὥστε  ὁ  ἄνθρωπος  νὰ  ἀπολαμβάνη γαλήνη βαθειά» (Στʹ 96).
Στὸν  ἕβδομο,  τέλος,  λόγο  ὁ  ἱερὸς  συγγραφέας  περιγράφει  τὴν  πνευματικὴ  κατάσταση στὴν  ὁποία  φθάνουν  οἱ  πιστοί,  ὅταν  μὲ  τὸν  ἀγώνα  τοὺς  διαφυλάξουν  τὴν  Χάρη  τῶν  ἱερῶν Μυστηρίων:  Ὁ  νοῦς  καὶ  ἡ  καρδιὰ  τους  ἀπαλλάσσονται  ἀπὸ  τὶς  βιοτικὲς  μέριμνες  καὶ προσκολλῶνται  στὴν  μνήμη  καὶ  τὴν  ἀγάπη  τοῦ  Θεοῦ.  Γιʹ  αὐτὸ  λυποῦνται  μόνο  γιὰ  τὴν ἁμαρτία,  ἐνῶ  χαίρονται  κατὰ  Θεὸν  καὶ  ἀγαποῦν  μόνον  τὸν  Θεὸ  κατὰ  τρόπο  τέλειο  καὶ ὑπερφυή,  ὥστε  νὰ  ξεχνοῦν  τὸν  ἑαυτό  τους  καὶ  νὰ  δίνωνται  στὸν  Θεὸ  καὶ  στοὺς 
συνανθρώπους  τους.  Αὐτὴ ἢ ἀγάπη καὶ ἢ χαρὰ εἶναι ὃ ἀρραβώνας τῆς μελλούσης μακαριότητας, ἐνῶ ἢ ἄμεση καὶ συνεχὴς θέα τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ μυστήριο ποὺ θὰ τοὺς ἀποκαλυφθῆ στὸν μέλλοντα αἰώνα, ὅταν θὰ ἑνωθοῦν τέλεια μὲ τὸν Θεό.
Μιλώντας ὁ ἱερὸς Καβάσιλας γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ δὲν κάνει ἠθικὴ διδασκαλία ἀλλὰ ἀναλύει τὴν χριστιανικὴ ὀντολογία. Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ δὲν εἶναι ἡ τυπικὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἡ ὀντολογικὴ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ «διὰ τῶν Μυστηρίων, τῆς προσευχῆς, τῆς μελέτης τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν καλῶν λογισμῶν», ὅπως ἐπιγραμματικά συνοψίζεται στὸ τέλος τοῦ ἕκτου λόγου.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας μὲ τὸ ἔργο του αὐτὸ ἀπαντᾶ μὲ τρόπο ἔμμεσο ἀλλὰ σαφῆ
στὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς του: τὸν δυτικὸ ἀνθρωπισμὸ καὶ τὴν σχολαστικὴ Θεολογία. Στὴν αὐτονόμηση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ στὸν ἀνθρωποκεντρισμὸ τῆς Δύσεως ἀντιπαραθέτει τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ὡς τὴν αὐθεντικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν εἶναι ἀνθρώπινη, ἀλλὰ θεανθρώπινη, ἀφοῦ μέτρο γιʹ αὐτὴ δὲν εἶναι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ Καινός, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός: «Πρῶτος καὶ μόνος ὁ Σωτήρας ἔδειξε μὲ τὸ ἦθος Του καὶ τὴν ζωὴ Του ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος»(Στ΄ 87).
Ἐπίσης, ἀντικρούοντας τὴν σχολαστικὴ μεθοδολογία τῆς Δυτικῆς Θεολογίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι καρπὸς διανοήσεως, ὁ Ἅγιος Νικόλαος προβάλλει τὴν διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ μόνος δρόμος γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐμπειρία. «Γνώρισαν καθαρὰ τὸν «ʹὩραῖον κάλλει», γράφει γιὰ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, εἶδαν μὲ τὰ μάτια τοὺς τὴν ὡραιότητά Του καὶ γεύθηκαν τὸ κάλλος Του. Μὲ τὴν προσωπική τους δηλαδὴ ἐμπειρία ἔφθασαν στὴν τέλεια γνώση, τὴν ὁποία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς προσφέρη ἡ θεωρητικὴ διδασκαλία» (Βʹ71).

Ἡ  ἐμπειρία  αὐτὴ  κατὰ  τὸν  ἱερὸ  συγγραφέα  εἶναι  «καρπὸς  τοῦ  βαπτίσματος». «Μόλις βαπτιζόμαστε, λέει παραθέτοντας τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ ψυχή μας λάμπει περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἐπειδὴ καθαίρεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ὄχι μόνο βλέπουμε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ καταυγαζόμαστε ἀπὸ τὴν αἴγλη τῆς» (Βʹ 96). Αὐτὴν τὴν ἐμπειρία τῆς θέας τοῦ Θεοῦ μεταδίδει τὸ Βάπτισμα σὲ ὅλους τους Χριστιανούς, ἀλλὰ τὴν γεύονται μόνον ὅσοι  δὲν τύφλωσαν τοὺς πνευματικοὺς ὀφθαλμούς τους μὲ τὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν τους. Καὶ γιὰ τὸ Μυστήριο ἐξάλλου τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ Ἅγιος λέει ὅτι «εἶναι φῶς γιὰ ὅσους ἔχουν καθαρθῆ» (Δʹ 31). Οἱ  «καθαροὶ  τῇ  καρδίᾳ»  μποροῦν  ἀπὸ  τὴν  παροῦσα  ζωὴ  νὰ  δοῦν  τὸ  ἄκτιστο  αὐτὸ  φῶς. «Μὲ  τὴν  λάμψη  αὐτή,  λέει  ὁ  ἱερὸς  συγγραφέας,  ζοῦν  οἱ  Ἅγιοι,  καὶ  ἡ  λάμψη  αὐτὴ  δὲν ἀποχωρεῖ μετὰ τὸν θάνατό τους, ἀλλὰ φθάνουν στὴν ἄλλη ζωὴ λάμποντας μὲ τὸ φῶς αὐτό, μὲ  τὸ  ὁποῖο  διαρκῶς  συνυπῆρχαν  καὶ  τὸ  ὁποῖο  σπεύδουν  τώρα  νὰ  συναντήσουν» (Δʹ  92).
Ἀναφερόμενος  στὴν μέλλουσα  δόξα  τῶν  Ἁγίων  τονίζει  ὅτι  τὸ  φῶς  τῆς  Βασιλείας  τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ φῶς ἐκεῖνο μὲ τὸ  Χριστὸς παρουσιάσθηκε στοὺς Ἀποστόλους στὸ ὅρος Θαβώρ.
Τέλος, ὁ ἱερὸς Καβάσιλας λέει ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, ὅπως εἶπε καὶ ὁ
Ἴδιος ὁ Χριστός: «Αὐτὴ ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἳνα γινώσκωσι σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ 
ὅν  ἀπέστειλας  Ἴησοῦν  Χριστόν» (Ἴω. 17, 3).  Στὴν  παροῦσα  ζωὴ  ἡ  γνώση  αὐτὴ  δὲν  εἶναι τέλεια,  ἀλλὰ  γνωρίζουμε  τὸν  Θεὸ  «ἐν  αἰνίγματι», «ἐν  εσόπτρῳ»  καὶ  «ἐκ  μέρους»,  γιατί  ἡ ἄμεση καὶ συνεχὴς θέα τοῦ Θεοῦ ἀπόκειται στὴν μέλλουσα ζωή.
Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ λοιπὸν εἶναι ἡ μυστηριακὴ ἐμπειρία τῆς θέας καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ γεύονται οἱ πιστοί. Καρποὶ τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ χαρά, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ζωὴ τῶν Ἁγίων. «Ὅπλισμένοι μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα οἱ Ἅγιοι, δὲν ἦταν  δυνατὸν  νὰ  ἡττηθοῦν  οὔτε  ἀπὸ  τὰ  δεινὰ  οὔτε  ἀπὸ  τὶς  ἡδονές,  διότι  τὰ  μὲν  δεινὰ  τὰ ὑπερνικοῦσε ἡ χαρὰ ποὺ εἶχαν μέσα τους, οἱ δὲ ἡδονὲς δὲν μποροῦσαν νὰ τοὺς ἑλκύσουν ἢ νὰ τοὺς  κάνουν  νὰ παραλύσουν,  ἀφοῦ  μία  τόσο  δυνατὴ  ἀγάπη  τοὺς  ἕνωνε  μὲ  τὸν  Χριστό» (Βʹ 103).
Ἡ  ἀληθινὴ  ἀγάπη  προέρχεται  κατὰ  τὸν  Ἅγιο  Νικόλαο  Καβάσιλα  ἀπὸ  τὸ  «Πνεῦμα  τῆς υἱοθεσίας», πού μας δίνουν τὰ Μυστήρια καὶ ποὺ ὀφείλουμε νὰ διαφυλάξουμε τηρώντας τὶς ἐντολές. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲν εἶναι ἀνθρώπινη ἀλλὰ θεϊκή. Μὲ αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος  ὑπερβαίνει τὴν φύση του, ὁμοιώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἑνώνεται μαζί Του, γιατί «ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἑνώσεως» (Ζʹ 61). Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ ταυτίζεται τελικὰ μὲ τὴν ἀγάπη. «Τί ἄλλο λοιπὸν θὰ ἄξιζε νὰ  ὀνομασθῆ  ζωὴ παρὰ  ἡ  ἀγάπη;  Καὶ  ὅταν  στὸν  μέλλοντα  αἰώνα  καταργηθοῦν  τὰ πάντα, ὅπως  λέει  ὁ Ἀπόστολος Παῦλος Κόρ. 13, 8‐13),  ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ μόνο ποὺ θὰ μείνη  καὶ θὰ ἐπαρκῆ γιὰ τὴν μέλλουσα ἐκείνη ζωή, τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν» (Ζʹ 94). Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ κλείνει ὁ Ἅγιος τὸ ἔργο του «ΙΙερί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς». Εἶναι φανερὸ  ὅτι τὴν ζοῦσε  καὶ βρῆκε τρόπους  νὰ ἐκφράση ἕνα ἐλάχιστο μέρος τῆς ἐμπειρίας του ὡς ἐκχείλισμα ἀγάπης γιὰ τὸν κόσμο. Αὐτὸ φαίνεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ περιχόμενο τοῦ ἔργου του ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν γλώσσα καὶ τὸ ὕφος του.
4. Ἡ γλώσσα καὶ τὸ ὕφος
Ἡ γλώσσα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας εἶναι ἡ ἀττικίζουσα διάλεκτος, ἡ ὁποία δὲν ἦταν πλέον ἡ ὁμιλουμένη ἀλλὰ ἡ γλώσσα τοῦ γραπτοῦ λόγου. Γιʹ αὐτὸ καὶ παρὰ τὴν γλωσσικὴ καλλιέργεια καὶ τὴν ἱκανότητα τοῦ ἱεροῦ συγγραφέως, τὸ κείμενο γίνεται στριφνὸ καὶ δύσκολο στὴν προσέγγισή του. Ὑπάρχουν ὡστόσο συνεχεῖς ὀάσεις, ὀποῦ συναντᾶ κανεὶς μία ἀμεσότητα, ἁπλότητα καὶ ἁρμονία ποὺ κάνουν τὴν γλώσσα ρέουσα καὶ ποιητικὴ φανερώνοντας τὴν συγκίνηση καὶ τὴν πνευματικὴ εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου.
Σὲ πολλὰ σημεῖα ὁ Ἅγιος ἀποκαλύπτει προσωπικὰ του βιώματα. Τότε νιώθει κανεὶς ὅτι ὁ
λόγος του ξεχειλίζει ἀπὸ τὴν καρδιά του καὶ βγαίνει ἁπλός, ὄμορφος, ζωντανὸς καὶ δυνατός. Ὅταν γιὰ παράδειγμα κάνη λόγο γιὰ «τὰ Χριστοῦ φίλτρα,», ποὺ παρακίνησαν ὅλους τους Ἁγίους νὰ κάνουν ὑπερφυσικοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ ὁ ἴδιος διακατέχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη αὐτὴ καὶ μεταδίδει καὶ στοὺς ἀναγνῶστες ἕναν ἱερὸ ἐνθουσιασμό: «Τάς πληγᾶς αὐτάς ἐφίλουν, αὐτῶν ὠρέγοντο τῶν πόνων, αὐτὸν ποθεινὸν ἡγοῦντο τὸν θάνατον... Οἱ μὲν γὰρ ξίφους ἐπεθύμησαν... οἱ δὲ διὰ βίου κακοπαθεῖν καὶ πονεῖν καὶ πόρρω πάσης ἀνέσεως ζῆν, καὶ τοῦτο τρυφὴν νομίζειν τὸ καθʹ ἡμέραν ἀποθνήσκειν» (Βʹ 65).
Ὅταν πάλι περιγράφη τὴν χαρὰ ποὺ νιώθει ὅποιος ζῆ ἐν Χριστῷ, ὁ λόγος του μοιάζει μὲ
ξέσπασμα χαρᾶς. Οἱ μικρὲς φράσεις καὶ οἱ ἐπαναλήψεις τὸν κάνουν ζωντανὸ καὶ πληθωρικό, τέρπει τὸν ἀναγνώστη καὶ μεταδίδει χαρά: «Πάντα μὲν οἶδεν ἔργα Θεοῦ..., ὅθεν πάντα μὲν αὐτῷ τὴν Ἐκείνου συντηρεῖ μνήμην, πάντα δὲ τὸ φίλτρον ἄσβεστον φυλάττει, πάντα δὲ τέρπει» (Ζʹ 48).
Ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος στὴν ἀνέκφραστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸν
«μανικὸν ἔρωτα» κατὰ τὴν χαρακτηριστική του ἔκφραση, δείχνει ὅτι δὲν βρίσκει λέξεις γιὰ νὰ ἐκφράση τὸ μεγαλεῖο της: «Τί τοῦ φίλτρου τούτου γένοιτʹ ἂν ἴσον; Τί τοσοῦτον ἐφίλησεν ἄνθρωπος; Τί οὕτω μήτηρ φιλόστοργος ἢ πατὴρ φιλότεχνος;» (Στʹ 15). Ἀλλὰ καὶ ὅταν μιλᾶ γιὰ τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὁ λόγος του γίνεται χειμαρρώδης: ‐Τοῦτο τό σῶμα... ἐδειλία καὶ ἠγωνία καὶ ἰδρώτι περιερρεῖτο καὶ προὐδόθη καὶ συνελήφθη καὶ κριτῶν ἠνέσχετο παρανόμων... καὶ ἤλγησε μαστιγούμενον και ὠδυνήθη προσηλούμενον. Τοῦτο τὸ αἷμα... τὸν ἥλιον ἒσβεσε καὶ τὴν γῆν ἔσεισε καὶ τὸν ἀέρα ἡγίασε καὶ πάντα τὸν κόσμον ἀπέκλυσε τοῦ ρύπου τῆς ἁμαρτίας» (Δʹ 22).
Τέλος, ὅταν ὁ ἱερὸς συγγραφέας περιγράφη τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν μέλλουσα δόξα τῶν Ἁγίων, φανερώνει ὅτι καὶ ὁ ἴδιος μετέχει στὸ λαμπρὸ αὐτὸ πανηγύρι. Ὁ λόγος του εἶναι πανηγυρικός, πλούσιος, ρυθμικός, καὶ οἱ εἰκόνες ἔχουν κίνηση καὶ φωτεινότητα: «Φανέντα γὰρ τὸν Δεσπότην ὁ τῶν ἀγαθῶν δούλων περιστήσεται χορός, καὶ λάμποντος ἐκείνου καὶ αὐτοὶ λάμψουσιν... Χορὸς μακαρίων, δῆμος χαιρόντων! Καὶ ὁ μὲν εἰς τὴν γῆν ἐξ οὐρανοῦ καταβαίνει, γῆ δὲ ἡλίους ἄλλους ἀντανίσχει τῷ τῆς δικαιοσύνης ἠλίῳ καὶ πάντα γέμει φωτός» (Στʹ 23).
Ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ ἔργο «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι «γέμει φωτός», καθὼς περιγράφει πὼς «εἰς τὸν σκοτεινὸν τοῦτον κόσμον, ὁ ἥλιος εἰσέρχεται τῆς δικαιοσύνης καὶ θανατοῖ μὲν τὴν σύστοιχον τῷ κόσμῳ τούτῳ ζωήν, ἀνίστησι δὲ τὴν ὑπερκόσμιον» (Ἀʹ 19). Οἱ εἰκόνες ποὺ μὲ τέχνη χρησιμοποιεῖ ὁ Ἅγιος δὲν εἶναι ἁπλὰ καὶ ἀφηρημένα σύμβολα, ἀλλὰ ἔχουν συγκεκριμένο καὶ οὐσιαστικὸ ἀντίκρυσμα, μᾶς ποτίζουν μὲ τὰ νάματα τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μᾶς μεταδίδουν χάρη καὶ πνοὴ ζωῆς.


Περί Θειας και Θεοποιού Μεθέξεως ή περί τής Θείας και Υπερφυούς απλότητος - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς

 Εάν πράγματι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος στους Αγίους είναι κτιστή, και μάλιστα ως συνήθεια ή μίμησις φυσική, (όπως τριγυρίζει διδάσκοντας αυτός που μάς διαβάλλει), τότε οι Άγιοι Θεούμενοι δεν υπερβαίνουν τη φύση· ούτε γεννώνται από τον Θεό, ούτε είναι πνεύμα ως γεννημένοι από Πνεύμα, ούτε είναι ένα πνεύμα μαζί με τον Κύριο ως ενωμένοι σ' Αυτόν· ούτε μόνο στους πιστεύοντες στο όνομά Του έδωσε ο Χριστός εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού με την ενανθρώπισή Του
"Ει γαρ κτιστή εστιν η εν τοις Αγίοις θεοποιός δωρεά τού Πνεύματος, και ταύθ’ ως έξις ή μίμησίς τις φυσική, καθάπερ ο ταράσσων ημάς περιέρχεται διδάσκων, ουχ υπέρ φύσιν γίνονται οι Άγιοι Θεούμενοι, ουδ' εκ Θεού γεννώνται ουδέ Πνεύμα εισιν ως εκ Πνεύματος γεγεννημένοι, και Πνεύμα μετά τον Κυρίου έν, ως αυτώ κολλώμενοι, ουδέ μόνοις τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού τέκνα Θεού γενέσθαι ο Χριστός εξουσίαν έδωκεν επιδημήσας· και προ της επιδημίας γαρ αυτού πάσιν ενυπήρχεν έθνεσιν, ει γε φυσικώς ένεστιν ημίν, και νυν τοις νυν δυσσεβέσι τε και ασεβέσιν άπασιν."

Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΣΤΙΓΜΗ ΔΕΝ ΑΠΟΚΤΩΝΤΑΙ ΟΙ ΔΩΡΕΕΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΖΩΗΣ ΑΥΤΟΜΑΤΑ ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΟΥΣ, ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΑΛΛΑ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ,ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ.ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ. 
ΟΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΙ, ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΕΣ ΚΑΤΑ ΓΡΑΜΜΑ, ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΤΑ ΦΙΟΡΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΣΕ ΔΟΓΜΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ Β ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ, ΟΠΩΣ ΚΑΛΥΜΕΝΑ ΠΡΟΩΘΕΙ Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΠΡΟΧΕΙΡΑ ΚΑΙ ΒΙΑΣΤΙΚΑ ΥΠΟΝΟΕΙ Ο κ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΟΜΟΛΟΓΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΟΝΤΑΣ ΣΑΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΔΗΛ. ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΗΡΥΤΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΥΧΩΝ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΤΑΡΓΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ , ΤΗΝ ΟΔΟ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, ΠΝΙΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΤΙΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ.

Η νηπτική παράδοση λέει παρατήρησε τήν καρδιά σου, όχι τόν κόσμο, τό αντικείμενο. Αλλά τόν αντικείμενο.

ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΛΕΕΙ ΕΝ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ. ΤΩΡΑ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΕΣ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΧΑΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΒΑΛΤΑ ΣΤΗΝ ΠΡΙΖΑ ΚΑΙ ΕΥΦΡΑΙΝΟΥ.ΕΙΣΑΙ ΣΩΖΜΕΝΟΣ.
Σημειώσεις

Αφιέρωμα στον Χρήστο Γιανναρά


π. Θωμάς Χρυσικός, π. Σπυρίδων Τσιμούρης, Δημήτρης Μαυρόπουλος, π. Μιλτιάδης Ζέρβας, Θεόδωρος Παντούλας 
Διοργάνωση: περιοδικό «ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ» 9 Φεβρουαρίου 2025, 11η έκθεση Ορθόδοξου Χριστιανικού βιβλίου από τις εκδόσεις Εν πλω.

Ο Δημητριάδος Ιγνάτιος ζητά την κατάργηση της ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΗΣ Γλώσσας του Ευαγγελίου. (Βίντεο και σχόλιο).

 

ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ – ΑΛΛΟΣ ΕΝΑΣ ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΛΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ «ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ», ΔΗΛΑΔΗ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΝΕΚΡΩΣΗΣ.

Δείτε πόσο απαξιωτικά ομιλεί για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ο κρατικοδίαιτος Δημητριάδος Ιγνάτιος, ο οποίος δεν εκπροσωπεί κανέναν άλλον εκτός από τους χρηματοδότες του. ΔΕΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΔΕΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ, ο οποίος ζυγίζει τον γνήσιο ΖΩΟΔΟΤΗ λόγο του Ευαγγελίου με την εγκεφαλική γνώση των προτεσταντών με τους οποίους συναγελάζεται.

Εμείς θέλουμε την γλώσσα του Ευαγγελίου διότι αυτή μας αγιάζει, το νόημα της οποίας μας αποκαλύπτει το Άγιο Πνεύμα όσο και όποτε είμαστε έτοιμοι να καταλάβουμε. Έτσι εμείς καταλάβαμε τους Χαιρετισμούς, το Ψαλτήρι, τα πάντα.

Να παραιτηθεί από την εμμονή του ο Δημητριάδος να θέλει να ξηλώσει την Παράδοση και να χτυπήσει την γλώσσα του Ευαγγελίου για να μην έχουμε την πηγή να πάμε να δούμε αν το νερό που μας δίνουν είναι καλό ή όχι.

Αντί να θέσει αίτημα διδαχής της ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΗΣ ΠΛΟΥΣΙΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ στο ποίμνιο για να το ενισχύσει, ζητά την αντικατάστασή της με αμπελοφιλοσοφίσματα μπαζωμένων ανθρώπων. ΜΕΓΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ.

Ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος και η σφηκοφωλιά τριγύρω του καταξεσκίζουν το Σώμα της Εκκλησίας και μας προκαλούν μεγάλη θλίψη σε τούτους τους δύσκολους καιρούς που έχουμε ανάγκη την θαλπωρή της Εκκλησίας.

Αν ο Ιγνάτιος νοιώθει ότι μένει πίσω ακολουθώντας την Ορθόδοξη Παράδοση, να πάει να γίνει προτεστάντης για να εκτοξευθεί χιλιάδες έτη μπροστά σε κάποιον μακρινό πλανήτη και να μας αφήσει ήσυχους.

Μακριά από τους λυκοποιμένες, να πέσουμε όλοι στα γόνατα να παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας απαλλάξει από τα ΦΙΔΙΑ που ζώσανε την Εκκλησία.

https://youtu.be/W2xl8t3kv6M

«Τελούμε τα Μυστήρια και τις Ακολουθίες με μία γλώσσα που πολλές φορές υποχρεωνόμαστε να δίνουμε την μετάφραση για να κατανοούν οι άνθρωποι. Την παραλάβαμε, την διασώζουμε. Μπορείτε να μου εξηγήσετε την εμμονή. Παραδείγματος χάριν, στην περίοδο του κόβιντ υιοθετήσαμε μία ευχή προσευχητική της Εκκλησίας να αναγιγνώσκεται σε όλες τις Ακολουθίες από έναν εξαίρετο συγγραφέα συνεπίσκοπό μας, πού όμως κι εμείς όταν την διαβάζαμε πολλές λέξεις δεν τις κατανοούσαμε. Αυτό είναι εμμονή στην Παράδοση; Είναι ο φόβος στην ανανέωση; Τι θα στερούσε την Εκκλησία να υιοθετήσει μία ευχή, προσευχή που να την καταλαβαίνει και ο τελευταίος πιστός μέσα στο Ναό όταν διαβάζεται για να αντιμετωπιστεί η πανδημία; Εδώ τί έχει γίνει; Έχουμε εμμονή που δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε; Φοβόμαστε; Έχουμε φοβικό σύνδρομο; Τι θα πρέπει να γίνει; Γιατί είναι όλα πολύ όμορφα αυτά. Στην πράξη, μπορείτε να μου δώσετε έναν οδηγό ώστε αύριο στην τοπική μου Εκκλησία να μπορέσω να νοιώσω ότι έχω μία παράδοση που δεν μένει πίσω αλλά προχωράει μπροστά;»

ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ

ΤΗΝ ΕΥΧΗ, ΤΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ, ΤΟΥΣ ΥΜΝΟΥΣ, ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΑΠΕΥΘΥΝΟΥΜΕ; ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ; ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ ΤΙ ΛΕΝΕ ΓΙΑ ΝΑ ΠΙΑΣΟΥΝ; ΠΑΛΙΜΠΑΙΔΙΣΜΟΣ. ΔΕΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ;

" μπορείτε να μου δώσετε έναν οδηγό ώστε αύριο στην τοπική μου Εκκλησία να μπορέσω να νοιώσω ότι έχω μία παράδοση που δεν μένει πίσω αλλά προχωράει μπροστά;" ΑΧΡΙΣΤΟΣ. ΛΕΕΙ Ο ΚΩΜΙΚΟΣ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΠΕΡΑΣΟΥΜΕ ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΚΑΤΩΤΕΡΟΤΗΤΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΔΙΑΚΑΤΕΧΕΙ. ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΩΤΕΡΟΤΗΤΑ;

Η ΓΛΩΣΣΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΛΙΜΑΞ ΤΗΣ ΚΑΡΡΙΕΡΑΣ ΜΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ, ΣΑΝ ΤΗΝ ΚΑΡΡΙΕΡΑ ΜΟΥ. ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΓΛΥΚΟΛΟΓΟΣ.Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗ, ΣΚΛΗΡΗ ,ΤΟΥ ΧΑΛΑΕΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Πατερική Θεολογία (#1) - π. Ιωάννης Ρωμανίδης


Ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Ρωμανίδης (2 Μαρτίου 1927 - 1 Νοεμβρίου 2001) Ρωμαίος θεολόγος καππαδοκικής καταγωγής. Ήταν απόφοιτος του Ελληνικού Κολεγίου Μπρούκλαϊν, Μασαχουσέτης, της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γέηλ, Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ (School of Arts and Sciences). Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου στην Θεσσαλονίκη και Επισκέπτης Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού του Πανεπιστημίου Μπαλαμάντ, του Λιβάνου από το 1970. Σπούδασε ακόμη στο Ρωσικό Σεμινάριο του Αγίου Βλαδίμηρου της Νέας Υόρκης, στο επίσης Ρωσικό Ινστιτούτο Αγίου Σεργίου στο Παρίσι και στο Μόναχο της Γερμανίας. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1951 και έκτοτε διακόνησε ως εφημέριος σε διάφορες ενορίες των ΗΠΑ. Μεταξύ των ετών 1958 και 1965 υπηρέτησε ως καθηγητής στη Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού, παραιτήθηκε όμως το 1965, διαμαρτυρόμενος για την απομάκρυνση του π. Γεωργίου Φλορόφσκι από την Σχολή. Η εκλογή του για την Έδρα της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έγινε στις 12 Ιουνίου 1968, αλλά δεν διορίστηκε, γιατί κατηγορούνταν ως κομμουνιστής. Τελικά ο διορισμός του έγινε το 1970. Το 1984, για προσωπικούς λόγους παραιτήθηκε με πλήρη σύνταξη. Απεβίωσε την 1 Νοεμβρίου 2001, αφήνοντας πίσω του πλούσιο θεολογικό και ιστορικό έργο. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης υποστήριζε την σχέση Θεολογίας και αγιοπνευματικής εμπειρίας και τους σταθμούς της πνευματικής πορείας των Αγίων: κάθαρσις - φωτισμός - θέωσις, ως προϋπόθεση των Οικουμενικών Συνόδων και της αυθεντικής αποδοχής των, κάτι που θεωρούσε ότι έχει χαθεί στη Δύση, αλλά και στη δυτικίζουσα, κατά τη γνώμη του, σημερινή Ορθόδοξη θεολογική σκέψη. Η στροφή αυτή στην πατερικότητα, ως εκκλησιαστική γνησιότητα, συνέχισε και συνεπλήρωσε την ανάλογη κίνηση του π. Γεωργίου Φλορόφσκι, την πορεία του οποίου ακολούθησε στον οικουμενικό Διάλογο, θεωρούμενος και αυτός συχνά ενοχλητικός και όχι εύκολος συνομιλητής.


Αναγνώρισε όμως τόν μονοφυσιτισμό σάν ορθόδοξο καί μόνο μέ διαίσθηση κατανοείται κάποια διαφωνία του μέ τόν Ζηζιούλα.

MARIE-LOUISE VON FRANZ : Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ (3)

Συνέχεια από Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

Κεφάλαιο 2ο

Οι δυό συνοδοί κι η αφήγηση του Αριστομένη

Στην αρχή αποφασίζει ο ήρωας του βιβλίου, ο νεαρός Λούκιος, να ταξιδέψη στη Θεσσαλία, απ’ όπου κατάγεται η οικογένεια της μητέρας του. Ιππεύει ένα άσπρο άλογο και ξεκινάει μόνος με την πρόθεση, να εξερευνήση μαγικές δυνάμεις, αφού η Θεσσαλία ίσχυε σε όλη την αρχαία παράδοση ως η περιοχή, όπου ζούσαν οι μεγάλες μάγισσες κι εμφανίζονταν ιδιαιτέρως συχνά μαύρη μαγεία και αποκρυφιστικά φαινόμενα. Στον δρόμο συναντά δυό μπλεγμένους σε βίαιη συζήτηση ταξιδιώτες, για μιαν αφήγηση του ενός απ’ τους δυό, του Αριστομένη, ενός εμπόρου τυριών και μελιού. Εδώ ακολουθεί η πρώτη παρένθετη ιστορία για τα παράξενα περιστατικά, που έζησε ο Αριστομένης με τον φίλο του Σωκράτη. Ο άλλος ταξιδιώτης μοιάζει να είναι ένας ισχυρογνώμων ορθολογιστής, που απορρίπτει τα αφηγούμενα ως δεισιδαιμονική ανοησία γραιών. Ο ήρωάς μας ο Λούκιος, που αναμειγνύεται στη συζήτηση, παρακαλεί να επαναληφθή η ιστορία και υπερασπίζεται μιαν τρίτη, ουδέτερη άποψη: ο ίδιος ο Αριστομένης πιστεύει στην πραγματικότητα των εξιστορούμενων γεγονότων, αφού τα έχει πράγματι ζήσει, ο αντίπαλος ειρωνεύεται με ορθολογικά επιχειρήματα, κι ο Λούκιος χαίρεται αισθητικά με τη διασκεδαστική ιστορία και αποφεύγει το ερώτημα, αν είναι αληθινή ή όχι.

Ο ίδιος ο Απουλήιος διέθετε και τις τρεις απόψεις, που ενσαρκώνουν αυτά τα πρόσωπα. Διαθέτει το πρωτόγονο, που πιστεύει τέτοια πράγματα και ζη σε απλοϊκή μορφή, αλλά είναι ταυτόχρονα λόγω της φιλοσοφικής του κατάρτισης ορθολογιστής και λέει γι’ αυτό, πως είναι όλα ανοησία. Εκτός αυτού αντιπροσωπεύει πιθανώς ο Λούκιος τη συνειδητή στάση του ίδιου του Απουλήιου, που τα βρίσκει όλα απλώς τερπνά, που προσφέρει μια δυνατότητα, να μείνη έξω απ’ το πρόβλημα. Θα δούμε ακόμα, πως χρησιμοποιούνται μέσα σε ολόκληρη την αφήγηση ονόματα μ’ έναν βαρυσήμαντο τρόπο. Το όνομα Αριστομένης – ο καλύτερος, ο πιο θαρραλέος άντρας – εννοείται φυσικά ειρωνικά, αφού αυτός δεν συμπεριφέρεται καθόλου σαν ήρωας. Αλλά δεν έχει δοθή και τυχαία ένα τόσο θετικό όνομα σ’ έναν άνθρωπο, που παρέχει πίστη σ’ αυτά τα αποκρυφιστικά πράγματα.

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο στο πρώτο πρόσωπο, κι ο ήρωας ονομάζεται Λούκιος, ο Φωτεινός, που θέτει το περίπλοκο πρόβλημα της συγγένειας ανάμεσα στον ήρωα της ιστορίας και τον συγγραφέα. Ποια είναι η συγγένεια του Γκαίτε με τον Φάουστ; Αφελείς άνθρωποι, που βγάζουν ταχύτατα συμπεράσματα, αποδέχονται, πως ο ήρωας αντιπροσωπεύει το εγωτικό σύμπλεγμα και λίγο ως πολύ τον συγγραφέα: ο Γκαίτε θα ήταν τότε ο Φάουστ˙ η σκιά του ( σ.σ. : Ο Γιουνγκ χαρακτηρίζει με τον όρο «σκιά» τις ασυνείδητες, απωθημένες και ελάχιστα διαφοροποιημένες όψεις της προσωπικότητας ) θα ήταν ο Βάγκνερ, κι ο Μεφιστοφελής θα ήταν το μη πραγματοποιημένο ακόμη Ταυτό του. Αυτό είναι μόνο κατά έναν ορισμένο τρόπο σωστό, κατά έναν άλλον όμως όχι. Γιατί ο ήρωας ενός μυθιστορήματος αντιπροσωπεύει βέβαια μόνο ένα μ έ ρ ο ς της συνειδητής προσωπικότητας του συγγραφέα. Ό,τι και να ήταν ο Γκαίτε, δεν ήταν κανένας θαμμένος στην ακαδημαϊκή σκόνη επιστήμονας όπως ο Φάουστ στην αρχή της τραγωδίας. Γι’ αυτό και μπορεί να αντιπροσωπεύη ο Φάουστ μόνο ένα μέρος του Γκαίτε, όχι όμως ολόκληρο το εγώ του. Κι έτσι συμβαίνει και με τον Απουλήιο – Λούκιο: Ο Λούκιος παριστάνει πιθανώς μιαν εξωστρεφή όψη του Εγώ του συγγραφέα, που μπαίνει αναζητώντας την αλήθεια σε περιπέτειες.


ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ Στον Μύθο της Ψυχής και του Έρωτα (2)

 Συνέχεια από : Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

E R I C H   N E U M A Ν N

Η ΨΥΧΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΘΗΛΥΚΟΥ

Εν τω μεταξύ, στην γη, η Ψυχή «παρ’ όλη την εκπληκτική ομορφιά της, δεν είχε καμμιά χαρά που ήταν τόσο αξιαγάπητη». Μόνη, χωρίς αγαπημένο ή σύζυγο, άρχισε να μισή «την ομορφιά που μάγεψε τόσους λαούς». Και ο πατέρας της, παρακαλώντας στο μαντείο του Απόλλωνα να της στείλει έναν σύζυγο, παίρνει την φοβερή απάντηση που ξέρουμε.
Εδώ αρχίζει ένα κεφάλαιο με ιδιαίτερα βαθύ νόημα. Αν και για τον «γάμο θανάτου» γίνονται απλώς υπαινιγμοί στον πρόλογο του δράματος, είναι ουσιαστικό στοιχείο για το βασικό μυθολογικό θέμα της ιστορίας. Η πομπή που σχηματίζεται για τον φοβερό γάμο, οι δαυλοί που μισοκαίνε «καλυμμένοι με καπνιά και στάχτη», οι «σκοποί του αυλού που από γαμήλιοι μετατράπηκαν στον μελαγχολικό λύδιο τρόπο» - αυτή είναι η μητριαρχική τελετουργία του γάμου του θανάτου που προηγείται από το θρήνο για τον Άδωνι. Είναι ένα υπόλειμμα της παλιάς μυθικής εποχής, που ξαναεμφανίζεται στον μεταγενέστερο παραμυθιακό κόσμο της αλεξανδρινής Αφροδίτης.
Το παλιό, αρχέγονο μοτίβο της νύφης που είναι αφιερωμένη στον θάνατο, το μοτίβο «του θανάτου και της κόρης» ηχεί εδώ. Και στο σημείο αυτό διακρίνουμε ένα κεντρικό φαινόμενο θηλυκής – μητριαρχικής ψυχολογίας.
Ιδωμένος από την οπτική γωνία του μητριαρχικού κόσμου, κάθε γάμος είναι μια αρπαγή της κόρης, του παρθενικού άνθους, από τον Άδη, την αρπακτική γήινη πλευρά του εχθρικού αρσενικού. Από αυτήν την άποψη, κάθε γάμος είναι μια έκθεση στην κορυφή του βουνού, μέσα σε θανάσιμη μοναξιά, και η αναμονή του αρσενικού τέρατος, στο οποίο παραδίδεται η νύφη. Το πέπλο της νύφης είναι πάντοτε το πέπλο του μυστηρίου, και ο γάμος σαν γάμος θανάτου είναι ένα κεντρικό αρχέτυπο των γυναικείων μυστηρίων.
Σύμφωνα με την βαθειά εμπειρία του θηλυκού, ο γάμος του θανάτου που αφηγούνται αμέτρητοι μύθοι και ιστορίες, στον οποίο η κόρη θυσιάζεται σε ένα τέρας, δράκοντα, μάγο ή κακό πνεύμα, είναι επίσης ένας ι ε ρ ό ς γ ά μ ο ς. Ο χαρακτήρας του βιασμού που παίρνει το γεγονός για την γυναίκα εκφράζει την προβολή – χαρακτηριστική της μητριαρχικής φάσης – του εχθρικού στοιχείου στον άνδρα. Είναι ανεπαρκές, για παράδειγμα, να ερμηνεύσουμε το έγκλημα των Δαναϊδων, που όλες – εκτός από μια – σκότωσαν τους άνδρες τους την νύχτα του γάμου, σαν την αντίσταση των γυναικών στον γάμο και την πατριαρχική κυριαρχία του αρσενικού. Χωρίς αμφιβολία αυτή η ερμηνεία είναι σωστή, αλλά βρίσκει εφαρμογή μόνο για την τελευταία φάση μιας εξέλιξης που φθάνει πολύ μακρύτερα στο παρελθόν.
Η θεμελιακή στάση του θηλυκού, όπως έχουμε δείξει αλλού, είναι η αρχέγονη σχέση ταυτότητας ανάμεσα σε μητέρα και κόρη. Γι’ αυτόν τον λόγο, η προσέγγιση του αρσενικού πάντα και σε κάθε περίπτωση σημαίνει χωρισμό. Ο γάμος είναι πάντα ένα μυστήριο, αλλά επίσης ένα μυστήριο θανάτου. Για τον άνδρα – και αυτό είναι εγγενές στην θεμελιακή αντίθεση ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό – ο γάμος, όπως αναγνωρίζει η μητριαρχία, είναι αρχικά μια αρπαγή, μια κατάκτηση – ένας βιασμός.
Όταν μελετάμε αυτό το βαθύ μυθολογικό και ψυχολογικό στρώμα, πρέπει να ξεχάσουμε την πολιτιστική εξέλιξη και τις πολιτιστικές μορφές που έχει πάρει η σχέση ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα, και να ανατρέξουμε στο πρωταρχικό φαινόμενο της σεξουαλικής αντιπαράθεσης μεταξύ τους. Δεν είναι δύσκολο να δούμε ότι η σημασία αυτής της αντιπαράθεσης είναι και πρέπει να είναι πολύ διαφορετική για τον άνδρα από ό,τι για την γυναίκα. Αυτό που για το αρσενικό είναι επίθεση, νίκη, αρπαγή και η ικανοποίηση της επιθυμίας – αρκεί μόνο να ρίξουμε μια ματιά στον κόσμο των ζώων και να έχουμε το κουράγιο να αναγνωρίσουμε αυτό το στρώμα και για τον άνθρωπο – είναι για το θηλυκό πεπρωμένο, μεταμόρφωση, και το βαθύτερο μυστήριο της ζωής.
Δεν είναι τυχαίο ότι το κύριο σύμβολο της παρθενικότητας είναι το λουλούδι ,που γοητεύει τον άνθρωπο με την φυσική του ομορφιά, και είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι η ολοκλήρωση του γάμου, η καταστροφή της παρθενίας, παρουσιάζεται σαν «ξελουλούδιασμα»-(deflowering). Στην ερμηνεία του για την Περσεφόνη, ο Kerényi (Σημ: στο έργο «Οι ψυχολογικές μορφές της Κόρης», που βρίσκεται στο βιβλίο των Jung και Kerényi: «Δοκίμια για μια επιστήμη της μυθολογίας») υπογράμμισε τον θάνατο της παρθένας Κόρης και το ρευστό όριο ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία στις πύλες του Άδη. Σκοπός μας είναι να διευκρινίσουμε ψυχολογικά αυτό το μυθολογικό δεδομένο. Για το θηλυκό, η πράξη της «απάνθισης» (defloration) παριστάνει έναν πραγματικό μυστηριώδη δεσμό ανάμεσα στο τέλος και την αρχή, ανάμεσα στο σταμάτημα της ύπαρξης και την είσοδο στην πραγματική ζωή. Το να βιώνη την παρθενικότητα, την γυναικεία φύση και την …..μητρότητα την ίδια στιγμή, και με αυτήν την μεταμόρφωση να φθάνη στα βάθη της ίδιας της τής ύπαρξης, αυτό δίνεται μόνο στην γυναίκα, και μόνο όσο η διαδικασία παραμένει ανοιχτή στο αρχετυπικό υπέδαφος της ζωής. Πολύ δικαιολογημένα, αυτή η πράξη αρχικά εντυπωσίασε το αρσενικό σαν θεϊκή και απόλυτα μυστηριώδης. Σε πολλούς τόπους και σε όλες τις εποχές, επομένως, αποσπάσθηκε από το πλαίσιο της ιδιωτικής ζωής και θεσπίσθηκε σαν ιεροτελεστία.
Φαίνεται ιδιαίτερα καθαρά πόσο αποφασιστική θα πρέπη να είναι η μετάβαση από το παρθενικό λουλούδι στον μητρικό καρπό για την ζωή του θηλυκού, όταν σκεφθούμε πόσο γρήγορα γερνούν οι γυναίκες κάτω από τις πρωτόγονες συνθήκες, πόσο γρήγορα η δύναμη της γόνιμης μητέρας εξαντλείται από την σκληρή εργασία. Η μετάβαση από την κατάσταση του κοριτσιού σε αυτή της γυναίκας γίνεται πάντα αισθητή πιο έντονα εκεί όπου, όπως συμβαίνει τόσο συχνά, μια ανέμελη νιότη ακολουθείται από τον περιορισμό και την μονοτονία της ενηλικίωσης και του γάμου.
Εδώ μπορεί κανείς να πη το επιχείρημα ότι στην πρωτόγονη κοινωνία συχνά δεν υπάρχει ζήτημα απάνθισης, επειδή μια ανεμπόδιστη και ατόνιστη σεξουαλικότητα μπαίνει ήδη στα παιχνίδια της παιδικής ηλικίας, και ότι, επομένως, η έμφαση που φαίνεται να δίνεται στον παράγοντα του «γάμου» είναι πάντα πολύ υπερβολική ή και τελείως εκτός τόπου. Αλλά όπως ήδη δείξαμε, όταν μιλάμε για «γάμο», έχουμε κατά νου ένα αρχέτυπο ή μια αρχετυπική εμπειρία, και όχι απλώς ένα φυσικό γεγονός. Η εμπειρία της αρχέγονης κατάστασης του γάμου – θανάτου μπορεί να συμπίπτη με την πρώτη πραγματική ολοκλήρωση του γάμου, το «ξελουλούδιασμα», αλλά όχι αναγκαστικά, όπως και η αρχέγονη κατάσταση της γέννησης του παιδιού δεν είναι ανάγκη να συμπίπτει με τον πραγματικό τοκετό. Είναι αλήθεια ότι αναρίθμητες γυναίκες μετέχουν στην ολοκλήρωση του γάμου ή εκτελούν την πράξη του τοκετού χωρίς να περνούν μέσα από την αντίστοιχη «εμπειρία», όπως, με έκπληξη, παρατηρούμε συχνά να συμβαίνει στις σύγχρονες γυναίκες – αλλά αυτό δεν μειώνει την κατάσταση του γάμου σαν μια αρχετυπική και κεντρική μορφή της ψυχικής πραγματικότητας της γυναίκας. Ο μύθος είναι πάντα η ασυνείδητη αναπαράσταση τέτοιων θεμελιακών καταστάσεων της ζωής, και ένας από τους λόγους που οι μύθοι είναι τόσο σημαντικοί για εμάς είναι το ότι μπορούμε να διαβάσουμε σ’ αυτούς τις πραγματικές εμπειρίες του ανθρώπινου γένους σε αυτές τις εξομολογήσεις, που δεν θαμπώνουν από τη συνείδηση.
Η ποίηση, που στην υψηλότερη μορφή της εμψυχώνεται από τις ίδιες αρχέγονες εικόνες όπως και ο μύθος, μπορεί να φανερώση μοτίβα και διατυπώσεις, που ανακεφαλαιώνουν τις μυθικές παραστάσεις, και οι μυθολογικές μας ερμηνείες επιβεβαιώνονται ευχάριστα όταν σε ένα ποίημα ηχεί η ίδια αρχέγονη νότα που αντηχεί και στον μύθο. Ακριβώς αυτό συμβαίνει στο ποίημα του Rilke «Άλκηστις», στο οποίο ο ποιητής, διεισδύοντας πολύ βαθύτερα από το μοτίβο της συζυγικές αγάπης, φθάνει στο αρχέγονο στρώμα του γάμου – θανάτου.
Σύμφωνα με τη γνωστή ιστορία, οι θεοί έδωσαν στον Άδμητο το προνόμιο να εξαγοράση τον δικό του θάνατο με τον θάνατο ενός άλλου. Όταν ήρθε η ώρα του θανάτου του, η μητέρα, ο πατέρας και ο φίλος του φάνηκαν απρόθυμοι να δώσουν τη ζωή τους γι’ αυτόν, αλλά η γυναίκα του η Άλκηστη, που ο Όμηρος την ονομάζει «θεία μεταξύ των γυναικών», αυτή η γυναίκα που ήταν φημισμένη για την συζυγική της αγάπη, πρόθυμα δέχεται τον θάνατο. Σαν την αιγυπτιακή Ίσιδα που θρηνεί για τον Όσιρι, η Άλκηστη της κλασσικής πατριαρχικής Ελλάδας ήταν η «καλή σύζυγος», και ο θάνατός της, που ρίχνει ένα όχι και τόσο ευνοϊκό φως στον πατριαρχικό σύζυγό της, ο οποίος ζήτησε και δέχθηκε αυτόν τον θάνατο, γίνεται κατανοητός μόνο όταν πάρουμε υπ’ όψη ότι ακόμη και ο Ευριπίδης θεωρούσε τη ζωή ενός άνδρα σαν άπειρα πιο πολύτιμη από αυτήν μιας γυναίκας. (Βλ. Εγχειρίδιο Ελληνικής Μυθολογίας, σ. 141)
Αλλά στο ποίημα του Rilke κάτι διαφορετικό συμβαίνει, ακριβώς επειδή η μυθολογική ενόραση του ποιητή μετατοπίζει το επεισόδιο στην ημέρα του γάμου:

…και νά που παρουσιάσθηκε αυτή,
λίγο μικρότερη τώρα από ό,τι την είχε σκεφθή,
λεπτή και θλιμμένη στο ωχρό νυφικό της,
οι άλλοι δεν είναι παρά ένας διάδρομος,
μέσα απ’ τον οποίο έρχεται και έρχεται- (γρήγορα θα είναι εκεί,
θα την κρατάει στα χέρια του, που θα τα ανοίξη διάπλατα με λύπη).
Αλλά καθώς περιμένει, αυτή μιλάει· όχι στον Άδμητο,
αλλά στον θεό που ακούει τα λόγια της·
οι άλλοι τα ακούνε μόνο μέσω του θεού.
«Κανείς δεν μπορεί να πάρη τη θέση του· κανείς εκτός από μένα,
εγώ είμαι (γυναίκα) του. Γιατί κανείς δεν βρίσκεται κοντά στο τέλος του
περισσότερο από εμένα εδώ. Τί είμαι τώρα από αυτό που κάποτε ήμουν;
Τίποτε, παρά μόνο υπάρχει ο θάνατος.
Δεν σου είπε αυτή όταν σου έδωσε την εντολή τότε –
πως το νυφικό κρεββάτι που μας περιμένει μέσα
είναι του κάτω κόσμου; Είπα αντίο,
αντίο και πάλι αντίο.
Καμμιά ψυχή που πεθαίνει δεν δίνει πιο βέβαιους αποχαιρετισμούς.
Παντρεύτηκα,
έτσι που όλα που βρίσκονται θαμμένα κάτω από τον άνδρα μου
να τρέξουν, να λυθούν, να καθαρίσουν –
πάρτε με μακριά, γιατί θα πεθάνω γι’ αυτόν».

(Μετάφραση: Emily Chisholm – αδημοσίευτη).

Αρχικά η ερμηνεία του Rilke θα μπορούσε να φανή πως είναι αυθαίρετη, ποιητική αδεία, αλλά αν την εξετάσουμε καλύτερα, θα βρούμε ότι και εδώ η ποίηση έχει βαθείς νόμους και αισθητικές ρίζες, και ότι η ελευθερία της είναι κάθε άλλο παρά αυθαίρετη. Οι σύγχρονοι λόγιοι μάς λένε ότι η Άλκηστη λατρευόταν σε διάφορα μέρη, και ήταν αρχικά μια θεά. (Philippson, «Θεσσαλική Μυθολογία», σελ.88). Η τέλεια εναρμόνιση του σύγχρονου ποιήματος με το μοτίβο της νύφης του θανάτου στον μύθο γίνεται φανερή όταν μαθαίνουμε ότι αυτή η θεά Άλκηστις ήταν μια Κόρη – Περσεφόνη, μια θεά του θανάτου και του Κάτω Κόσμου, που ο άνδρας της Άδμητος ήταν αρχικά ο ίδιος ο αδάμαστος Άδης (ο.π., 6-8) και ότι αυτή ανήκε στην ομάδα των μεγάλων μητριαρχικώς θεοτήτων των Φερών, (Σ.τ.Μ.: της πατρίδας του Άδμητου – άδμητος =αδάμαστος, που ήταν μια από τις επωνυμίες του Άδη: ονομαζόταν Αδάμαστος, Κρατερός, Στυγερός, Πελώριος, Περίκλυτος, Κλυμένος, Πολυδέγμων κλπ.) που λατρευόταν αρχικά στην Ελλάδα. Μόνο κατά την πορεία της ιστορικής εξέλιξης η θεά Άλκηστις έγινε η «ηρωϊδα», και ο θεϊκός της σύζυγος έγινε ο θνητός βασιλιάς Άδμητος, ένα τυπικο παράδειγμα δευτερογενούς προσωποποίησης, κατά την οποία αρχετυπικά στοιχεία κατεβαίνουν στο προσωπικό επίπεδο.
O Rilke χωρίς αμφιβολία γνώρισε τον μύθο στην προσωποποιημένη του μορφή. Αλλά τί έκανε με αυτόν τον μύθο, ή μάλλον τί του συνέβη; Γι’ αυτόν η Άλκηστις μεταμορφώθηκε σε μια νύμφη. Επιπλέον έγινε η νύφη του θανάτου, η Κόρη – Περσεφόνη, και το δράμα που εκτυλισσόταν μέσα της ξεπέρασε την προσωπική σφαίρα, ξεπέρασε τον άνδρα της, τον βασιλιά Άδμητο. Έγινε ένας διάλογος ανάμεσα σε αυτήν και τον θεό – τον θεό του θανάτου, δηλαδή τον Άδμητο του Κάτω Κόσμου, τον αρχικό της σύζυγο. Η μυθολογική κρυστάλλωση, που έχει ξεχαστεί με την αλλαγή των καιρών, ξαναβρίσκεται στην ποίηση. Η εικόνα στην ψυχή του ποιητή τινάζει τη μεταμφίεση που της επιβλήθηκε από τον χρόνο και την ανθρώπινη ιστορία, και αναδύεται πάλι στην αρχική της μορφή από την αρχέγονη κολυμπήθρα του μύθου.
Στους στίχους του για την Ευρυδίκη, ο Rilke παίζει πάνω στο μοτίβο του θανάτου και της κόρης, αλλά με άλλες νότες. Η Ευριδίκη έρχεται από τον θάνατο· ο Ορφέας ζητάει να την ξανακερδίση για τον επάνω κόσμο και την ζωή, αλλά στην αυθεντική της μορφή, στο «μπουμπούκιασμά» της, όπως λέει ο Kerényi, δηλαδή στην απαραβίαστη «ταυτότητα με τον εαυτό της», ήδη ανήκει στην τελειότητα του θανάτου.
Κρυμμένη στον εαυτό της βάδιζε. Και το ότι ήταν νεκρή
την γέμιζε ως την πληρότητα.
Γεμάτη σαν ένας καρπός με γλύκα και με σκοτάδι
ήταν πλημμυρισμένη απ’ την μεγαλωσύνη του θανάτου της,
που ήταν τόσο νέος,
ώστε για την ώρα δεν καταλάβαινε τίποτε.
Είχε αποκτήσει μια νέα παρθενιά
που ήταν άφθαρτη· το φύλο της είχε κλείσει
όπως ένα νεαρό λουλούδι κλείνει στο δειλινό,
και τα χλωμά της χέρια είχαν αποξενωθή
τόσο απ’ τις συνήθειες του γάμου, ώστε και του λεπτού θεού
η άπειρα απαλή επαφή καθώς την οδηγούσε
την αηδίαζε σαν μια μεγάλη οικειότητα.

(«Ορφέας, Ευρυδίκη, Ερμής». Μετάφραση: Leishman, σελ. 43).


( συνεχίζεται )

Aμέθυστος

Τα Τελευταία Πράγματα: Η ανθρώπινη ψυχή και η μετά θάνατον ζωή

                                                                             Part 1
                                                                    Ο κακός θάνατος


                                                                 από τον Don Curzio Nitoglia


                                                                Ψυχή : προσωποποίηση της ψυχής

Μετατροπή in extremis ως κανόνας ή εξαίρεση;
Τι είναι η τελική αμετανοησία;


Όλο το μέλλον και η αιώνια ζωή μας (1 ) Εξαρτάται από την κατάσταση στην οποία θα βρίσκεται η ψυχή μας στο σημείο του θανάτου. Γι' αυτό ο καλός θάνατος, δηλαδή η σύμπτωση του θανάτου με την κατάσταση της χάριτος, ονομάζεται «χάρις των χαρίτων». Στην πραγματικότητα, με αυτήν επιτυγχάνονται όλα, χωρίς αυτήν όλα χάνονται.

Αντίθετα, η τελική αμετανοησία είναι η σύμπτωση του θανάτου με τη στέρηση της αγιαστικής χάρης, όταν κάποιος έχει την ατυχία να πεθάνει χωρίς να θέλει να μετανοήσει για το κακό που έγινε, σε κατάσταση εξέγερσης κατά του Θεού, χωρίς καμία λύπη επειδή προσέβαλε τον Θεό.

Η αμετανοησία της θέλησης κατ' αρχήν (όχι μόνο «στην πραγματικότητα», δηλαδή η έλλειψη μετάνοιας που μπορεί να διαρκέσει ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, η οποία στη συνέχεια υποχωρεί στη θλίψη της αμαρτίας) είναι η σταθερή απόφαση της θέλησης να μην θέλει ποτέ να μετανοήσει για τις αμαρτίες που διαπράχθηκαν, ούτε καν στο σημείο του θανάτου.

Ωστόσο, εάν η ψυχή φτάσει στη συνάντηση με τον θάνατο σε κατάσταση πραγματικής αμετανοησίας, γίνεται αμετανόητη από το δικαίωμα είτε κατ' αρχήν είτε οριστική.

Μερικές φορές, αλλά όχι πάντα, ο Θεός με το αγνό του έλεος προστατεύει μια ψυχή που συνήθως ζει στο κακό από το να φτάσει στην τελική αμετανοησία, αλλά αυτή είναι η εξαίρεση που αποδεικνύει τον κανόνα (βλ. St. AMBROSE, De paenitentia , περ. X – XII; St. JEROME, Epist. 147 ad Sabinianum ,St Ομιλίες για τη μετάνοια ; St. BERNARD OF CLAIRVAUX, De conversione ).

Ο Ακινάτης ( S. Th ., III, q. 86, a. 1) εξηγεί ότι η αμαρτία γίνεται ανεπίτρεπτη ή ασυγχώρητη όταν κανείς δεν μπορεί πλέον να μετανοήσει γι' αυτήν, δηλαδή μετά το θάνατο. Τώρα οι ζωντανοί δεν έχουν τη θέλησή τους προσηλωμένη στο κακό, όπως κάνουν οι διάβολοι. Ενώ, η θέληση των ζωντανών εξακολουθεί να είναι ευέλικτη προς το καλό ή το κακό. Επομένως, οι ζωντανοί μπορούν πάντα να μετανοήσουν για τις αμαρτίες τους. Εφόσον το έλεος του Θεού είναι άπειρο, αν κάποιος μετανοήσει για την αμαρτία, λαμβάνει πάντα συγχώρεση. Επομένως, κάθε αμαρτία μπορεί να διαγραφεί με τη θλίψη και την εξομολόγηση.

Δυστυχώς, οι νεο/μοντερνιστές θεολόγοι εξαπατούν τις ψυχές και λένε ότι ο Θεός δίνει σε όλους μια ιδιαίτερη φώτιση, αμέσως μετά το θάνατό τους, με την οποία τους δείχνει τους πόνους της κόλασης και τη δόξα του παραδείσου και αφήνει την ψυχή ελεύθερη να διαλέξει το ένα ή το άλλο. Τώρα, αυτό είναι προφανώς ψευδές, αφού μετά το θάνατο δεν μπορεί κανείς να αξίζει τήν επιλογή πια .

«Ο θάνατος είναι το τέλος όχι μόνο της επίγειας ζωής, αλλά και του χρόνου που είναι διαθέσιμος για τήν απόκτηση αρετής καί αξίας. Μάλιστα, ο Χριστός, μιλώντας για το θάνατο, τον αποκαλεί « τη νύχτα που κανείς δεν μπορεί πια να εργαστεί » ( Ιωάννης , IX, 4). Επιπλέον, ο Άγιος Παύλος ( Εβρ.., IX, 27) γράφει: «Είναι ορισμένο για τους ανθρώπους να πεθάνουν μια φορά, και μετά από αυτό έρχεται η κρίση». Τώρα, η κρίση αποφασίζει οριστικά και αμετάκλητα τη μοίρα του ανθρώπου. Η αλήθεια αυτή αναπτύσσεται εκτενώς από την Παράδοση, και ακόμη κι αν δεν ορίζεται πανηγυρικά, διδάσκεται από το Τακτικό Μagisterio της Εκκλησίας (ΔΒ, 530 επ. και 693). Η Εκκλησία, καταδικάζοντας τον Ωριγενισμό, αρνήθηκε τη δυνατότητα οριστικής μετά θάνατον λύτρωσης. Επιπλέον, η πρόσφατη θεωρία του « φωτισμού του ετοιμοθάνατου » υποστηρίζει ότι η ψυχή μετά τον κλινικό θάνατο, που δεν είναι ακόμη πραγματικός θάνατος, δηλαδή ο οριστικός διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα, θα μπορούσε ακόμη να λάβει τη χάρη του φωτισμού από τον Θεό και να μεταστραφεί. Αυτή η θεωρία θα διεύρυνε πολύ το μονοπάτι προς τη σωτηρία, αλλά δεν βρήκε εύνοια στην Εκκλησία, πράγματι έχει καταδικαστεί (βλ. A. MICHEL, Mort , στο DThC; ST. THOMAS AQUINAS, Summa contra Gentes , L. IV, c. 95)» (Α. επ.) .

«Η Εκκλησία έχει διδάξει πολλές φορές, χωρίς να ορίζει επίσημα, ότι δίκαιες και πλήρως εξαγνισμένες ψυχές εισέρχονται αμέσως ( mox ) στον ουρανό. οι ψυχές που λερώνονται από το θανάσιμο αμάρτημα ( mox ) ρίχνονται στην κόλαση (Συμβούλιο της Λυών, επάγγελμα πίστης του Μιχαήλ Παλαιολόγου, DB, 464· Πάπας Βενέδικτος XII, δογματικό σύνταγμα Benedictus Deus , DB, 530-531; Συμβούλιο της Φλωρεντίας, διάταγμα ένωσης με τους Έλληνες). Σε αυτό το δόγμα, που διδάσκεται επανειλημμένα από την Εκκλησία, έστω και αν δεν ορίζεται αλάνθαστα, επιβεβαιώνεται σιωπηρά ότι όλες οι ψυχές, αμέσως μετά το θάνατο, υφίστανται τη συγκεκριμένη κρίση με την οποία τους ανατίθεται η ανταμοιβή ή η τιμωρία» (A. PIOLANTI, De Novissimis , Turin, Marietti, 1943, 1943, 1943. στόλ. 727 επ.). Ωστόσο, μερικές φορές ο Θεός θέλει να επιτρέψει σε έναν από τους αγίους του να αναστήσει έναν νεκρό με βαριά αμαρτία, ώστε να μετανοήσει και να σώσει την ψυχή του, η οποία διαφορετικά θα ήταν καταδικασμένη για την αιωνιότητα, αλλά αυτή είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Η τελική αμετανόητη επιθυμητή κατ' αρχήν, εσκεμμένα και ψυχρά, δεν είναι μόνο αμαρτία κακίας, αλλά είναι «βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος» ( Σ. Θ ., II – II, ιζ. 14), που προσβάλλει άμεσα τη θεία Αγάπη που θα μπορούσε να βοηθήσει τον άνθρωπο να σηκωθεί από τη δυστυχία του.

Ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης διδάσκει ότι η «βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος» δεν συνίσταται μόνο στην εκφορά προσβλητικών λέξεων εναντίον του Θεού, αλλά και στην αμαρτία με πλήρη και ψυχρά θέληση κακίας. δηλαδή να θέλει εν γνώσει του το κακό και να απορρίπτει κάθε τι που μπορεί να απομακρύνει από την αμαρτία (ρ. 14, α. 1).

Επιπλέον, ο Αγγελικός Γιατρός προσθέτει ότι, αν και η τελική αμετανοησία είναι από μόνη της ασυγχώρητη και ανεπανόρθωτη, ωστόσο, εάν παρέμβει ένα εξαιρετικό θαύμα θείου ελέους, τότε ο σκληραγωγημένος αμαρτωλός μπορεί να εγκαταλείψει το κακό και να μεταστραφεί στον Κύριο (ρ. 14, α. 3).

Είναι απαραίτητο να μετανοήσουμε αμέσως για το κακό που διαπράχθηκε, διαφορετικά πέφτει κανείς σε τελική αμετανοησία, αφού έχει διαπράξει πολλές άλλες αμαρτίες που επιταχύνουν την πτώση σε κακό θάνατο. Στην πραγματικότητα, αν δεν λάβουμε υπόψη μας το θείο έλεος ζητώντας συγχώρεση και βοήθεια, η θεία δικαιοσύνη θα πέσει επάνω μας. Ο Κοινός Ιατρός εξηγεί ότι, εάν ο άνθρωπος βρίσκεται σε κατάσταση βαριάς αμαρτίας, η ευθραυστότητά του να αντιστέκεται στους πειρασμούς της θανάσιας αμαρτίας είναι τόσο σοβαρή, που δεν μπορεί να παραμείνει σε αυτή την κατάσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να διαπράξει άλλα θανάσιμα αμαρτήματα ( S. Th ., I – II, q. 109, a. 8).

Μερικές φορές, το παντοδύναμο έλεος του Θεού προσηλυτίζει την τελευταία στιγμή σκληρούς αμαρτωλούς (όπως ο καλός κλέφτης), που ήθελαν να παραμείνουν σε κατάσταση μίσους εναντίον του Θεού μέχρι το τέλος.

Η έξοδος από την επιθυμητή αμετανοησία είναι δύσκολη αλλά όχι αδύνατη


Μπορεί να εκπλαγείτε από έναν απροσδόκητο και ξαφνικό θάνατο. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για οριστική αμετανοησία «στην πραγματικότητα», χωρίς όμως καταρχήν τη βούληση να αρνηθεί κανείς τη μετατροπή απολύτως και μάλιστα την τελευταία στιγμή.

Συμβαίνει ότι η διάνοια τυφλώνεται από μια εσκεμμένα διεστραμμένη και ένοχη κρίση. Η θέληση σκληραίνει στο κακό και έχει μόνο τις πιο αδύναμες βλέψεις προς το καλό, αν τις διατηρεί καθόλου.

Ο προφήτης Ησαΐας (V, 20-21) σωστά γράφει: «Αλίμονο σε εκείνους που αποκαλούν το κακό καλό και το καλό κακό. ότι από το σκοτάδι κάνουν φως και από το φως το σκοτάδι. που λένε το γλυκό πικρό και το γλυκό πικρό».
Μοιάζει σαν τη διάψευση, 2.500 χρόνια πριν, του εγελιανού ιδεαλισμού και του σημερινού «μεταανθρωπισμού».

Ωστόσο, η επιστροφή στον Θεό είναι ακόμα δυνατή, ακόμη και αν είναι πολύ δύσκολη. Στην πραγματικότητα, εάν υπάρχει έλλειψη επαρκούς εγγύτητας χάρης , που κάνει πραγματικά δυνατή την εκπλήρωση των Εντολών και τη λύπη για την αμαρτία, είναι πολύ δύσκολο να επιστρέψουμε στον Θεό. Ωστόσο, ο αμαρτωλός λαμβάνει από το θεϊκό έλεος επαρκή μακρινή χάρη , που δεν του δίνει ακόμη την πραγματική και επαρκή ικανότητα να μετανοήσει και να μεταστραφεί, αλλά ουσιαστικά τον προδιαθέτει να προσεύχεται και από χάρη σε χάρη, αν δεν αντιστέκεται, θα αρχίσει να προσεύχεται αληθινά και συνεχώς μέχρι να φτάσει στη μεταστροφή.

Ωστόσο, εάν ο αμαρτωλός αντισταθεί σε αυτές τις χάρες, τότε απορρίπτει την τελική βοήθεια του Θεού και βυθίζεται στη δική του δυστυχία που οδηγεί στην τελική αμετανοησία.

Στερεί από τον εαυτό του την αποτελεσματική χάρη του Θεού, που του προσφέρεται (όπως ο καρπός στο άνθος) μέσα στην επαρκή χάρη, που ακόμα τον αγγίζει κατά καιρούς. Τότε, οι δυσκολίες και οι πειρασμοί αυξάνονται, οι χάρες και η θέληση μειώνονται. Έτσι η εκούσια χρονική αντίσταση στη χάρη προδιαθέτει κάποιον για την τελική χάρη. Ωστόσο, το παντοδύναμο έλεος του Θεού μπορεί να διαφυλάξει εκ των υστέρων από την τελική αμετανοησία κάποιους επίμονους και σκληρούς αμαρτωλούς. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να το κάνουμε συνηθισμένο κανόνα, ενώ είναι μόνο μια εξαίρεση, που δεν μπορούμε να υπολογίζουμε συνεχώς στην καθημερινότητά μας.

Είναι βέβαιο ότι οι ψυχές που πεθαίνουν σε τελική αμετανοησία χάνονται για την αιωνιότητα. Ο Θεός θα μπορούσε να τους αναστήσει, όπως διαβάζουμε στον βίο του Αγίου Φιλίππου Νέρι, ώστε να ζητήσουν συγχώρεση για τις αμαρτίες τους, να προσηλυτιστούν και να σωθούν. Ωστόσο, δεν πρέπει να διαδώσει κανείς τη λανθασμένη και ολέθρια ιδέα, γιατί παρηγορεί τις ψυχές στον ύπνο της αμαρτίας, ότι μετά θάνατον ο Θεός θα δώσει σε όλους την ευκαιρία να μετανοήσουν και να αξίζουν τον Παράδεισο. ενώ μετά το θάνατο δεν υπάρχει πια χρόνος για μετάνοια, αλλά καθηλώνεται κανείς στην αιωνιότητα στην οποία εισήλθε με το θάνατο.

Οι τύψεις δεν είναι μετάνοια


Αυτό το δόγμα μας δείχνει τη διαφορά μεταξύ μεταμέλειας και μετάνοιας. Στην πραγματικότητα, οι καταραμένοι στην κόλαση έχουν τύψεις για όλη την αιωνιότητα, αλλά δεν μετανοούν. Η μετάνοια προϋποθέτει λύπη για την αμαρτία ως προσβολή που διαπράχθηκε κατά του Θεού ( Summa c. Gentes , L. IV, c. 89). Αντίθετα, οι τύψεις συνίστανται στη δυσαρέσκεια του να τιμωρηθεί κανείς για δικό του λάθος, μια τιμωρία που δεν θα ήθελε να υποστεί, αλλά είναι πάντα παρούσα και τον κάνει απελπισμένο. Οι τύψεις παράγουν αγωνία, απόγνωση (όπως στον Ιούδα ή στον Κάιν). η μετάνοια, από την άλλη, δίνει ψυχική ηρεμία (όπως στον καλό κλέφτη ή στη Μαρία τη Μαγδαληνή).

Ο Αγγελικός Γιατρός εξηγεί ότι οι καταραμένοι μισούν την αμαρτία μόνο επειδή τιμωρούνται γι' αυτήν. αλλά –όσο για τον Θεό– μισούν τη δικαιοσύνη που τους τιμωρεί. Επομένως, σ' αυτή τη ζωή τον βλασφημούν εσωτερικά και με τους λογισμούς τους, αλλά μετά θάνατον θα τον βλασφημήσουν και με το στόμα τους ( Σ. Θ ., II – II, ιζ. 13, α. 4).

Η εξαίρεση: η μετατροπή in extremis

Οι σκληραγωγημένοι, που δεν δείχνουν κανένα σημάδι μετάνοιας, μπορούν την τελευταία στιγμή, πριν παραδώσουν την ψυχή τους στον Θεό, να εγκαταλείψουν το πείσμα τους μεταστρέφοντας την τελευταία στιγμή, όπως ήταν η περίπτωση του καλού κλέφτη.

Η μετατροπή in extremis είναι ένα μυστήριο που μόνο ο Θεός μπορεί να μετρήσει, μας διαφεύγει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει 1°) να το αρνηθούμε λόγω υπερβολικής αυστηρότητας ή 2°) να το επεκτείνουμε λόγω έλλειψης χαλαρότητας.

«Η επιστροφή στον Θεό είναι δυνατή μέχρι θανάτου, αλλά γίνεται όλο και πιο δύσκολη με τη σκλήρυνση της καρδιάς. Ας μην αναβάλλουμε λοιπόν ποτέ τη μεταστροφή μας για αργότερα και ας ζητάμε συχνά τη χάρη ενός καλού θανάτου με το Hail Mary: nunc et in hora mortis nostrae » (R. GARRIGOU-LAGRANGE, The Other Life and the Depths of the Soul , Brescia, La Scuola, 1947, σελ. 42).

Εν ολίγοις, η τελική επιμονή είναι ένα μεγάλο δώρο από τον Θεό, του οποίου προηγούνται αναρίθμητες χάρες μέσω των οποίων ο άνθρωπος φτάνει τη στιγμή του θανάτου και βρίσκεται στην κατάσταση της αγιαστικής χάρης και, επομένως, σώζεται.

Μετά το προπατορικό αμάρτημα, ο άνθρωπος κινδυνεύει πάντα να χάσει τη φιλία του με τον Θεό και να ξαναπέσει στην αμαρτία.

Σε αυτή τη ζωή, κανονικά, δεν υπάρχει τίποτα που να σταθεροποιεί την ψυχή στη χάρη και να την κάνει άψογη.

Ο Άγιος Θωμάς ( S. Th ., I – II, q. 109, aa. 8-9) εξηγεί ότι η χάρη θεραπεύει το νου αλλά δεν ακυρώνει την επιθυμία ή την τάση προς το κακό. Γι' αυτό προκύπτουν στον άνθρωπο ξαφνικές ορμές πάθους, τις οποίες η ψυχή δεν είναι πάντα σε θέση να ελέγξει πλήρως. Εξ ου και οι ενοχές που επιστρέφουν από καιρό σε καιρό.

Η Σύνοδος του Τρέντο (σύνοδος 6, περ. 22) όρισε ότι ο άνθρωπος που έχει πληγωθεί από την αμαρτία του Αδάμ δεν μπορεί να επιμείνει στη χάρη χωρίς ειδική βοήθεια από τον Θεό.

Ο Pietro Parente γράφει: «Σίγουρα, ο άνθρωπος πρέπει να συνεργάζεται με τον Θεό, να συνεργάζεται ελεύθερα με τη χάρη του για να αξίζει την αιώνια σωτηρία. Αλλά είναι επίσης βέβαιο ότι εκείνη η αποφασιστική στιγμή, που ονομάζεται «καλός θάνατος», στην οποία συγκλίνουν τόσα πολλά διαφορετικά στοιχεία, ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την τελική επιμονή ούτε μπορεί να του αξίζει με τη στενή έννοια της λέξης. μπορεί, ωστόσο, να το αξίζει με την προσευχή “ suppliciter merere ” (ST. THOMAS AQUINAS, S. Th ., II - II, q. 137; ST. AUGUSTINE, De dono perseverantiae , PL, 44)» (P. PARENTE, Dictionary of Dogmatic IV , 7,5 Theology., σελ. 314-315; βλ. επίσης A. PIOLANTI, Communion of Saints and Eternal Life , LEF, Φλωρεντία, 1957).

ΣΗΜΕΙΩΜΑ

1 - ST THOMAS AQUINAS, S. Th., Supplementum, qq. 69-81 ; S. contra Gentes , L. IV, cc. 79-97 ; L. BILLOT, Quaestiones de Novissimis , Rome, Gregoriana, 1908; A. PIOLANTI, On the New , Marietti, Τορίνο, 1943.


ΑΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΤΙΣ ΝΟΘΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΣΤΙΓΜΗΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΟΛΑΣΗ ΛΕΕΙ Ο ΕΝΑΣ,ΑΓΓΕΛΟΙ,ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΜΑΡΤΙΑ ΛΕΕΙ Ο ΑΛΛΟΣ.