Συνέχεια από 25 Ιανουαρίου 2025
Του Friedrich Schelling
Μετάφραση Χρήστου Μαρσέλλου, Εκδόσεις Ίνδικτος, 1997
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἐντοπίζεται ἡ μεγαλύτερη δυσκολία ὅλης τῆς θεωρίας τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία ἀνέκαθεν ἦταν αἰσθητή, καὶ ἡ ὁποία ἀφορᾶ ὄχι ἐτοῦτο ἢ τὸ ἄλλο σύστημα, παρὰ ὅλα, λιγότερο ἢ περισσότερο, 5 (353) καὶ προφανέστατα τὴν ἔννοια τῆς ἐνύπαρξης· διότι ἢ θὰ παραδεχτοῦμε ἕνα πραγματικὸ κακό, ὁπότε εἶναι ἀναπόφευκτο νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὸ κακὸ ἐνυπάρχει στὴν ἄπειρη ὑπόσταση ἢ στὴν πρωταρχική βούληση, καὶ ἔτσι ἡ ἔννοια ἑνὸς ἀπολύτως τέλειου ὄντος καταστρέφεται· ἢ πρέπει μὲ κάποιο τρόπο νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν πραγματικότητα [Realität] τοῦ κακοῦ, ὁπότε συγχρό νως ἐξαφανίζεται ἡ πραγματικὴ [reale] ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Δὲν εἶναι μικρότερη ἐντούτοις ἡ δυσκολία ἂν παραδεχτοῦμε τὴν ἐλάχιστη δυνατή σχέση ἀνάμεσα στὸν θεὸ καὶ τὰ ὄντα αὐτοῦ τοῦ κόσμου· διότι ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὴ περιοριστῆ στὸν ἁπλὸ concursus, ὅπως τὸ ὀνόμασαν, σὲ αὐτὴ δηλαδὴ τὴν ἀναγκαία συνέργεια τοῦ θεοῦ στὴν πράξη τῶν δημιουργημάτων – πρᾶγμα ποὺ ἐξαιτίας τῆς οὐσιώδους ἐξαρτήσεως τῶν τελευταίων ἀ πὸ τὸν θεὸ πρέπει νὰ δεχτοῦμε, ἀκόμη κι ἂν κατὰ τἄλλα καταφάσκουμε τὴν ἐλευθερία – ὁ θεὸς πάντως παρουσιάζεται ὡς συναυτουργὸς στὸ κακό, καθὼς τὸ νὰ ἐπι-τρέπη κάτι σὲ ἕνα ἀπολύτως ἐξαρτημένο ὂν δὲν εἶναι καὶ πολὺ καλλίτερο ἀπὸ τὸ νὰ τὸ προκαλῆ ἀπὸ κοινοῦ μαζί του· εἰδάλλως θὰ εἴμαστε ἀναγκασμένοι μὲ τὸν ἕνα ἢ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ
(356) Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς σκέψεις δὲν φαίνεται δί-καιο νὰ ρίξουμε ὅλο τὸ βάρος τῆς δυσκολίας σὲ ἕνα μόνο σύστημα, ἰδίως ἀφοῦ καὶ τὸ ὑποθετικὰ ἀνώτερο ποὺ τοῦ ἀντιθέτουν, εἶναι τόσο λίγο ἱκανοποιητικό. Ακόμα καὶ οἱ γενικότητες τοῦ ἰδεαλισμοῦ δὲν μποροῦν ἐδῶ νὰ βοηθήσουν καθόλου. Μὲ τόσο ἀφηρημένες ἔννοιες γιὰ τὸν θεό, σὰν αὐτὴ τοῦ actus purissimus, ποὺ ἐσχημά-τιζε ἡ ἀρχαία φιλοσοφία, ἢ τέτοιες ποὺ ἡ νεότερη, ἀπὸ μέριμνα νὰ ἀπομακρύνη τὸν θεὸ ἀπὸ τὴ φύση, ἀδιάκοπα παράγει, δὲν πετυχαίνουμε ἀπολύτως τίποτε. Ὁ θεὸς εἶναι κάτι πιὸ πραγματικό [Realeres] ἀπὸ μιὰ ἁπλῆ ἠθικὴ τάξη τοῦ κόσμου, καὶ ἔχει μέσα του πολὺ διαφορετικὲς καὶ ζωντανότερες κινητήριες δυνάμεις ἀπὸ αὐτὲς ποὺ τοῦ ἀποδίδει ἡ μίζερη λεπτότητα [Subtilität] τῶν ἀφηρημένων ἰδεαλιστῶν. Ἡ ἀποστροφὴ πρὸς κάθε τι τὸ πραγματικό, ποὺ νομίζει ὅτι σὲ κάθε ἐπαφὴ μαζί του τὸ πνευματικὸ μολύνεται, εἶναι φυσικὰ ἀναμενόμενο νὰ τυφλώνη τὸ βλέμμα καὶ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν πηγή τοῦ κακοῦ. Ὁ ἰδεαλισμός, ὅταν δὲν ἔχῃ ἕνα ζωντανό ρεαλισμὸ ὡς βάση, γίνεται ἕνα σύστημα τόσο κενὸ καὶ ἀφηρημένο, ὅσο εἶναι καὶ τὸ λαϊμπνίτικο, τὸ σπινοζικό, ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο δογματικό. Ὅλη ἡ νεότερη εὐρωπαϊκὴ φιλοσοφία, ἀπὸ τὸ ξεκίνημά της [Beginn] (μὲ τὸν Καρτέσιο), χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἐτοῦτο τὸ κοινὸ ἐλάττωμα, ὅτι γι᾿ αὐτὴν ἡ φύση δὲν ὑπάρχει, καὶ ὅτι τῆς λείπει ἕνα ζωντανό θεμέλιο [lebendiger Grund]. 'O ρεαλισμὸς τοῦ Σπινόζα εἶναι γι᾿ αὐτὸ ἀφηρημένος ὅσο καὶ ὁ ἰδεαλισμὸς τοῦ Λάιμπνιτς. Ὁ ἴδεαλισμὸς εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς φιλοσοφίας· ὁ ρεαλισμὸς τὸ σῶμα της· μόνο τὰ δυὸ μαζὶ συνιστοῦν ἕνα ζῶν ὅλο. Καὶ βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ παράσχη τὴν ἀρχὴ [Prinzip] ὁ τελευταῖος, ὀφείλει ὅμως νὰ εἶναι ἡ βάση [Grund] καὶ τὸ μέσον [Mittel] ὥστε ὁ πρῶτος νὰ γίνη πραγματικότητα, νὰ ἀποχτήση σάρκα καὶ ὀστᾶ. Μιὰ φιλοσοφία, ἂν τῆς λείπη αὐτὸ τὸ ζωντανό θεμέλιο, πρᾶγμα ποὺ συνήθως δείχνει ὅτι καὶ ἡ ἰδεατολογικὴ ἀρχὴ [ideelles Prinzip] μόνο ἀδύναμα δροῦσε μέσα της ἐξαρχῆς, χάνεται σὲ συστήματα ποὺ οἱ ἀφηρημένες τους ἔννοιες τῆς ἀφεαυτότητας [Aseität], τῶν τροπῶν [Modifikationen] κλπ, ἀντιφάσκουν μὲ τὸν πιὸ ὀξὺ τρόπο πρὸς τὴν δύναμη ζωῆς καὶ τὴν πλησμονὴ τοῦ πραγματικοῦ. Ὅπου ὅμως ἡ ἰδεατολογικὴ ἀρχὴ δρᾶ πραγματικὰ σὲ ὑψηλὸ βαθμό, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ἡ συμφιλιωτικὴ καὶ μεσιτεύουσα δύναμις, ἐκεῖ γεννᾶ ἕναν θολὸ καὶ ἄγριο ἐνθουσιασμὸ ποὺ ξεσπᾶ σὲ αὐτοσπαραγμό, ἤ, ὅπως στοὺς ἱερεῖς τῆς φρυγικῆς θεότητας, σὲ αὐτο(357)ευνουχισμό, πρᾶγμα ποὺ στὴ φιλοσοφία ἐπιτελεῖται μὲ τὴν παραίτηση ἀπὸ τὸν λόγο καὶ τὴν ἐπιστήμη. Μᾶς φάνηκε ἀναγκαῖο νὰ ἀρχίσουμε τὴν πραγματεία ἐτούτη διορθώνοντας κάποιες οὐσιώδεις ἔννοιες ποὺ ἀπὸ πάντα, ἀλλὰ ἰδίως τελευταῖα, περιβάλλονται ἀπὸ σύγχυση. Οἱ ὡς ἐδῶ παρατηρήσεις πρέπει ἑπομένως νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἡ εἰσαγωγὴ ἁπλῶς στὴν καθαυτὸ δική μας ἔρευνα. Τὸ ἐξηγήσαμε ἤδη: μόνο ἀπὸ τὶς βασικὲς ἀρχὲς [Grundsätze] μιᾶς ἀληθινῆς φιλοσοφίας τῆς φύσεως μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθῆ ἡ ἄποψη ποὺ θὰ ἱκανοποιῆ τὸν στόχο ποὺ ἐδῶ τίθεται. Δὲν ἀρνούμαστε μὲ τοῦτο ὅτι αὐτὴ ἡ ὀρθὴ ἄποψη μπορεῖ ἀπὸ παλιὰ νὰ ὑπῆρχε σὲ ὁρισμένα πνεύματα. ᾿Αλλὰ ἀκριβῶς τοῦτα τὰ πνεύματα ἦσαν πού, χωρὶς νὰ φοβηθοῦν τὶς ἀπὸ πάντοτε σὲ χρήση ἐναντίον κάθε πραγματολογικῆς [reelle] φιλοσοφίας ὕβρεις, τοῦ ὑλισμοῦ, τοῦ πανθεϊσμοῦ κλπ, ἀναζήτησαν τὴ ζῶσα ἀρχὴ τῆς φύσεως, καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς δογματικοὺς καὶ τοὺς ἀφηρημένους ἰδεαλιστές, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἀπεκήρυσσαν ὡς μυστικούς, ὑπῆρξαν φυσικοὶ φιλόσοφοι (καὶ μὲ τὶς δύο σημασίες τοῦ ὅρου).* (σ.τ.μ.: Με τη γενική του έννοια δηλαδή, και την ειδική θεοσοφιστική και αλχημιστική απόχρωση που απόχτησε στη Γερμανία κυρίως του ιε’ αι.)
Ἡ φιλοσοφία τῆς φύσεως τῆς ἐποχῆς μας καθιέρωσε πρώτη στὴν ἐπιστήμη τὴν διάκριση ἀνάμεσα στὸ εἶναι ὡς ὑπάρχον καὶ τὸ εἶναι ὡς θεμέλιο [Grund] ἁπλῶς τῆς ὑπάρξεως. Αὐτὴ ἡ διάκριση ἔχει τὴν ἴδια ἡλικία μὲ τὴν πρώτη ἐπιστημονική της ἔκθεση. " "Ἂν ὅμως αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ σημεῖο ὅπου ἡ νεότερη φιλοσοφία τῆς φύσης ἀπο-μακρύνεται μὲ τὸν πιὸ ἀποφασιστικὸ τρόπο ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Σπινόζα, στάθηκε ἐντούτοις δυνατὸ νὰ νομιστῆ στὴ Γερμανία ὣς τὰ τώρα πὼς οἱ μεταφυσικές της ἀρχὲς [Grundsätze] εἶναι οἱ ἴδιες μὲ αὐτὲς τοῦ Σπινόζα· καὶ νὰ κατηγορηθή ὅτι συγχέει τὸν θεὸ μὲ τὴ φύση, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἀκριβῶς ἡ ἐν λόγῳ διάκριση συνεπάγεται τὴ σαφέστερη διάκριση φύσεως καὶ θεοῦ. Μιὰ καὶ ἡ παροῦσα ἔρευνα στηρίζεται ὅλη στὴ διάκριση αὐτή, θὰ ἐπιχειρή σουμε ἀκολούθως νὰ τὴν ἐξηγήσουμε.
Καθὼς δὲν ὑπάρχει τίποτε πρὶν ἢ ἔξω ἀπὸ αὐτόν, ὁ θεὸς πρέπει νὰ ἔχη τὸ θεμέλιο τῆς ὑπάρξεώς του στὸν ἑαυτό του. Αὐτὸ λένε ὅλες οἱ φιλοσοφίες· ἀλλὰ (358) μιλοῦν γι᾿ αὐτὸ τὸ θεμέλιο σὰν γιὰ μιὰ ψιλὴ [bloße] ἔννοια, χωρὶς νὰ τὸ κάνουν κάτι πραγματικό [Reelles] καὶ ἐνεργῶς ὑπάρχον [Wirkliches]. Αὐτὸ τὸ θεμέλιο τῆς ὑπάρξεώς του, ποὺ ὁ θεὸς ἔχει στὸν ἑαυτό του, δὲν εἶναι ὁ θεὸς ἀπολύτως θεωρούμενος, δηλ. ὡς ὑπάρχων· διότι ἀκριβῶς εἶναι μόνο τὸ θεμέλιο τῆς ὑπάρξεώς του, Εἶναι ἡ μέσα στὸν θεὸ φύση· μιὰ οὐσία [Wesen] ἀχώριστη βέβαια ἀπὸ αὐτόν, ἐντούτοις ὅμως διακριτή. Μποροῦμε ἀναλογικὰ νὰ διευκρινίσουμε αὐτὴ τὴ σχέση μὲ τὴ σχέση τῆς βαρύτητας καὶ τοῦ φωτὸς μέσα στὴ φύση. Ἡ βαρύτητα προηγεῖται τοῦ φωτὸς ὡς τὸ αἰώνια σκοτεινὸ θεμέλιό του, ποὺ τὸ ἴδιο δὲν ὑπάρχει ἐνεργείᾳ [actu], παρὰ δραπετεύει στὴ νύχτα μόλις προβάλη τὸ φῶς (τὸ ὑπάρχον). Ακόμη καὶ τὸ φῶς δὲν καταλύει ἐντελῶς τὴ σφραγίδα κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία εἶναι κλεισμένη ἡ βαρύτητα. Ἡ ὁποία ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι οὔτε ἡ καθαρὴ οὐσία [Wesen], οὔτε τὸ ἐνεργείᾳ εἶναι [aktuales Sein] τῆς ἀπόλυτης ταυτότητας, παρὰ ἁπλῶς προκύπτει ἀπὸ τὴ φύση της ἢ ἀλλιῶς εἶναι ἡ καθαρὴ οὐσία καὶ τὸ ἐνεργείᾳ εἶναι ἂν τὰ ἐξετάσωμε ὑψωμένα στὴν ἀνάλογη δύναμη: διότι κατὰ τἄλλα αὐτὸ ποὺ ἀναφορικὰ μὲ τὴ βαρύτητα ἐμφανίζεται ὡς ὑπάρχον ἀνήκει καθ᾽ ἑαυτὸ πάλι στὸ θεμέλιο, καὶ σύμφωνα μ᾿ αὐτὰ φύσις ἐν γένει εἶναι ὁ,τιδήποτε βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ ἀπόλυτο εἶναι τῆς ἀπόλυτης ταυτότητας. Ὅσον ἀφορᾶ ἐξάλλου αὐτὴ τὴν προήγηση, δὲν πρέπει νὰ τὴν σκεφτοῦμε οὔτε ὡς προήγηση κατὰ τὸν χρόνο, οὔτε ὡς προτεραιότητα τῆς οὐσίας [Wesen]. Στὸν κύκλο ἀπὸ τὸν ὁποῖο γίνονται ὅλα, δὲν εἶναι ἀντίφαση αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο γεννιέται κάτι, τὸ ἴδιο νὰ γεννιέται ἀπὸ αὐτὸ τὸ κάτι. Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει πρῶτο καὶ τελευταῖο, διότι ὅλα προϋποθέτουν ἀμοιβαίως ἄλληλα, κανένα δὲν εἶναι τὸ ἄλλο καὶ δὲν εἶναι ἐντούτοις χωρὶς τὸ ἄλλο. Ὁ θεὸς ἔχει στὸν ἑαυτό του ἕνα ἐσωτερικὸ θεμέλιο τῆς ὑπάρξεώς του, τὸ ὁποῖο κατὰ τοῦτο προηγεῖται τοῦ ἴδιου ὡς ὑπάρχοντος· ἄλλο τόσο ὅμως εἶναι ὁ θεὸς πάλι τὸ πρότερον [prius] τοῦ θεμελίου, καθόσον τὸ θεμέλιο ὡς τοιοῦτο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρχη, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἐνεργείᾳ [actu] ὁ θεός. Στὴν ἴδια διάκριση ὁδηγεῖ ἡ παρατήρηση ποὺ ἔχει τὰ πράγματα ὡς ἀφετηρία. Καταρχὰς πρέπει νὰ παραμερισθῆ ἐντελῶς ἡ ἔννοια τῆς ἐνύπαρξης, σ᾽ ὅποιο βαθμὸ μέσῳ αὐτῆς ἐκφράζεται κατ᾿ ἀνάγκην μιὰ ἁπλῆ περίληψη [Begriffensein] τῶν πραγμάτων στὸν θεό. ᾿Αναγνωρίζουμε μᾶλλον τὴν ἔννοια τοῦ (359) γίγνεσθαι ὡς τὴ μόνη σύμμετρη πρὸς τὴ φύση τῶν πραγμάτων. ᾿Αλλὰ τὰ πράγματα δὲν μποροῦν νὰ γεννηθοῦν μέσα στὸν θεό, θεωρημένον ἀπολύτως, ἀφοῦ εἶναι toto genere, ἦ, γιὰ νὰ μιλήσουμε σωστότερα, ἀπείρως διαφορετικά ἀπὸ αὐτόν. Γιὰ νὰ ὑπάρχουν χωριστὰ ἀπὸ τὸν θεὸ πρέπει νὰ γεννηθοῦν σὲ ἕνα διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸν θεμέλιο. Καθώς ὅμως δὲν ὑπάρχει τίποτε ἔξω ἀπὸ τὸν θεό, αὐτὴ ἡ ἀντίφαση μπορεῖ νὰ λυθῆ μόνο ἂν τὰ πράγματα ἔχουν τὸ θεμέλιό τους σ' ὅ,τι μέσα στὸν θεὸ δὲν εἶναι αὐτὸς οὗτος 10 ὁ θεός, δηλ. εἰς ὅ,τι ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς ὑπάρξεώς του. Αν θέλουμε νὰ προσεγγίσουμε αὐτὴ τὴν οὐσία [Wesen] μὲ ἀνθρώπινο τρόπο, μποροῦμε νὰ ποῦμε: εἶναι ὁ ἐναλγὴς πόθος [Sehnsucht] ποὺ αἰσθάνεται τὸ αἰώνιο Ἓν νὰ γεννήση τὸν ἑαυτό του. Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ Ἕν, εἶναι ὅμως ἐξίσου μὲ αὐτὸ αἰώνιος. Θέλει νὰ γεννήση τὸν θεό, τὴν ἀθεμελίωτη ἑνότητα δηλαδή, ἀλλὰ ἀκριβῶς κατὰ τοῦτο ὁ ἴδιος δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ ἑνότητα. Γι' αὐτὸ εἶναι, καθ᾿ ἑαυτὸν θεωρούμενος, ἐπίσης βούληση [Wille]· ἀλλὰ βούληση μέσα στὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει νόηση [Verstand], καὶ γι' αὐτὸ ὄχι αὐτοτελὴς καὶ πλήρης βούληση, ἀφοῦ ἡ νόηση εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ βούληση μέσα στὴ βούληση. Εἶναι ἐντούτοις μιὰ βούληση νοήσεως, γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἐναλγὴς πόθος [Sehnsucht] καὶ ἐπιθυμία [Begierde] γιὰ νόηση ὄχι μιὰ συνειδητή [bewußter] παρὰ μιὰ διαισθητική [ahnender] βούληση, – καὶ αὐτὸ ποὺ διαισθάνεται εἶναι ἡ νόηση. Μιλᾶμε γιὰ τὴν οὐσία τοῦ πόθου θεωρημένου καθ᾽ ἑαυτὸν καὶ δι᾽ ἑαυτόν, ποὺ πρέπει νὰ τὴν ἔχουμε ὑπ᾿ ὀφθαλμόν, καίτοι ἔχει ἔκπαλαι ἀπωθηθῆ ἀπὸ τὸ ἀνώτερο ποὺ ὑψώθηκε πάνω ἀπὸ αὐτήν, καὶ μολονότι δὲν μποροῦμε νὰ τὴν συλλάβουμε αἰσθητά, παρὰ μόνο μὲ τὸ πνεῦμα μας καὶ τὶς σκέψεις μας. Μετὰ τὴν αἰώνια ἐνέργεια [Τat] τῆς αὐτοαποκάλυψης [Selbstoffenbarung] τὰ πάντα στὸν κόσμο, ὅπως τὸν βλέπουμε τώρα, εἶναι ὄντως κανόνας, τάξη καὶ μορφή· ἀλλὰ πάντοτε κεῖται στὰ θεμέλια [im Grunde] τὸ ἀκανόνιστο [Regellose], σὰν νὰ μποροῦσε κάποτε ξανὰ νὰ ξεσπάση, καὶ πουθενὰ δὲν μοιάζει σὰν νὰ ἦταν ἡ τάξη καὶ ἡ μορφὴ τὸ πρωταρχικό [das Ursprüngliche], ἀλλὰ σὰν κάτι ἀφετηριακὰ ἀκανόνιστο νὰ ὁδηγήθηκε στὴν τάξη. Αὐτὸ εἶναι στὰ (360) πράγματα ἡ ἀσύλληπτη βάση τῆς πραγματικότητας, τὸ ἀνεξάντλητο ὑπόλοιπο, αὐτὸ ποὺ δὲν ἀφήνεται, παρ᾿ ὅλες τὶς προσπάθειες, νὰ ἀναλυθῆ σὲ νόηση, ἀλλὰ παραμένει αἰωνίως ἐν βυθῷ [im Grunde]. Ἡ νόηση κυριολεκτικὰ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἄνουν [Verstandlose]. Χωρὶς αὐτὸ τὸ προηγούμενο σκότος δὲν ὑπάρχει πραγματικότητα τοῦ δημιουργήματος· τὸ σκο-τάδι στὴ φύση εἶναι ἡ ἀναγκαία του κληροδοσία. Ο θεὸς μόνο, – ὁ ἴδιος ὁ Ὧν, – οἰκεῖ στὸ καθαρὸ φῶς, διότι μόνο αὐτὸς εἶναι ἀφ᾿ ἑαυτοῦ. Τὸ σκότος ποὺ φέ-ρει ὁ ἄνθρωπος μέσα του ὑπὸ μορφὴν οἰήσεως [Eigendünkel] δὲν παραδέχεται τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὸν βυθό [Grund] καὶ ἀναζητεῖ μάλιστα καὶ ἠθικὰ στηρίγματα [sittliche Gründe]. Εντούτοις τίποτε δὲν γνωρίζουμε περισσότερο ἱκανὸ νὰ σπρώξη τὸν ἄνθρωπο στὸ νὰ ἐπι-διώξη μὲ ὅλες του τις δυνάμεις τὸ φῶς ἀπὸ τὴν συνειδητοποίηση τῆς βαθειᾶς νύχτας μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναδύθηκε στὴν ὕπαρξη. Οἱ γυναικεῖοι θρῆνοι, ὅτι μ' αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ ἄνουν γίνεται ρίζα τῆς νόησης, ἡ νύχτα ἀφετηρία [Anfang] τοῦ φωτός, ὀφείλονται σὲ παρεξήγηση τοῦ πράγματος (στὸν βαθμὸ ποὺ δὲν καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι στὴν ἄποψη αὐτὴ ἡ προτεραιότητα τῆς νόησης καὶ τῆς οὐσίας, προτεραιότητα ὄχι κατὰ τὸν χρόνο, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἔννοια, μπορεῖ νὰ διατηρηθῆ)-ἐκφράζουν ὅμως τὸ ἀληθινὸ σύστημα τῶν σημερινῶν φιλοσόφων, ποὺ εὐχαρίστως θὰ ἔκαναν fumum ex fulgore, πρᾶγμα γιὰ τὸ ὁποῖο ὅμως ἀκόμα καὶ ἡ δυναμικὴ βιασύνη τοῦ Φίχτε δὲν ἀρκεῖ. Κάθε γέννηση εἶναι ἀπὸ τὸ σκότος στὸ φῶς· ὁ σπόρος πρέπει νὰ καταχωθῆ στὴ γῆ καὶ νὰ πεθάνη μέσα στὸ σκοτάδι γιὰ ν᾿ ἀναφυῆ ἡ ὡραιότερη φωτεινὴ μορφὴ καὶ νὰ ἀνοίξη κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ὁ ἄνθρωπος παίρνει μορφὴ μέσα στὸ μητρικὸ σῶμα· καὶ ἀπὸ τὸ σκότος τοῦ ἄνοου (ἀπὸ τὸ αἴσθημα καὶ τὸν πόθο [Sehnsucht] ὡς τὴ μεγάλη μη-τέρα τῆς γνώσης), πρωτογεννιῶνται οἱ φωτεινές σκέψεις. Ἔτσι πρέπει νὰ φανταστοῦμε καὶ τὸν πρωταρ-χικὸ ἐναλγῆ πόθο, καθώς προσανατολίζεται πρὸς τὴν νόηση, τὴν ὁποία ἀκόμα δὲν γνωρίζει, – ὅπως καὶ ἐμεῖς ποθώντας προσδοκᾶμε κάποιο ἄγνωστο, ἀνώνυμο καλό –, καὶ καθὼς κινεῖται ἀπὸ διαίσθηση, σὰν ταραγμένη, φουσκωμένη θάλασσα, ἴδιος ὅπως ἡ ὕλη τοῦ Πλάτωνος, σύμφωνα μὲ σκοτεινοὺς καὶ ἀβέβαιους νόμους, ἀνίκανος νὰ πλάση ἀπὸ μόνος του κάτι τὸ διαρκές. ᾿Αλλά, ὡς ἀνταπόκριση στὸν πόθο, ποὺ ὡς ὁ σκοτεινὸς βυθός εἶναι ἀκόμη τὸ πρῶτο σάλεμα τῆς θείας ὑπάρξεως, γεν νιέται στὸν θεὸ μιὰ ἐσωτερικὴ ἀνανοητική* [reflexive: * Ἡ ἐδῶ ἀπόδοση τῆς Reflexion ὡς ἀνανοήσεως ὀφείλεται σὲ ὑπόδειξη τοῦ κ. Στέλιου Ράμφου. Κατὰ τρόπο γενικό, ἡ ἐγγενὴς δυσκολία στὴν ἀπόδοση τοῦ ὅρου αὐτοῦ, ὅπως καὶ πολλῶν ἄλλων τῆς νεότερης φιλοσοφίας, ὀφείλεται στὸ ὅτι παραπέμπουν σὲ περιοχές τοῦ ὄντος ποὺ ἡ σὲ ἑλληνικὴ γλῶσσα δημιουργημένη φιλοσοφία ἴσως διέβλεψε στὰ ὅριά της, κατὰ τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα, ἀλλὰ πάντως δὲν ἐξερεύνησε. Τὰ ὅρια τῆς σκέψεως αὐτῆς εἶναι καὶ ὅρια τῆς γλώσσας της καί, ἐλλείψει ἄλλης ἀναπτύξεως, ὅρια καὶ τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσας – καθιστώντας ἀδύνατη, ἐνίοτε, τὴν ἀπολύτως ικανοποιητική μετάφραση. Ἡ ἀφομοίωση τῶν νοημάτων εἶναι ἐδῶ τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν εὐκταία διεύρυνση τῶν ὁρίων τῆς γλώσσας, καὶ εἶναι ὁπωσδήποτε ἀνάγκη ἐπιτακτικότερη ἀπὸ τὴν τεχνητή δημιουργία λέξεων γιὰ τὶς ὁποῖες λείπουν τὰ αὐτιὰ ποὺ θὰ τὶς ἀκούσουν (σ.τ.μ.).] παράσταση, στὴν ὁποία, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ ἀντι-κείμενο ἄλλο ἀπὸ τὸν θεό, ὁ θεὸς βλέπει τὸν ἑαυτό του (361) ἀπεικονισμένο. Ἡ παράσταση αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη πραγματοποίηση τοῦ θεοῦ θεωρημένου ἀπολύτως, καίτοι ἡ πραγματοποίηση αὐτὴ γίνεται μόνο μέσα του· εἶναι στὴν ἀρχὴ στοὺς κόλπους τοῦ θεοῦ καὶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ μέσα στὸν θεὸ γεννημένος θεός. Ἡ παράσταση αὐτὴ εἶναι συγχρόνως ἡ νόηση – ὁ λόγος [Wort] αὐτοῦ τοῦ πόθου, 11 καὶ τὸ αἰώνιο πνεῦμα ποὺ ἀκροᾶται μέσα του τὸν λόγο καὶ αἰσθάνεται τὸν ἄπειρο πόθο, παρακι νημένο ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο, προφέρει τὸν λόγο, ἔτσι ποὺ πιὰ ἡ νόηση μαζὶ μὲ τὸν πόθο γίνεται βούληση ἐλεύθερα δημιουργικὴ καὶ παντοδύναμη καὶ πλάθει μορφὲς μέσα στὴν ἀφετηριακὰ ἀκανόνιστη φύση ὡς στοιχεῖο ἢ ἐργαλεῖο της. Ἡ πρώτη ἐπίδραση [Wirkung] τῆς νόησης ἐπάνω της εἶναι τὸ ξεχώρισμα [Scheidung] τῶν δυνάμεων, καθὼς μόνο μέσῳ αὐτοῦ μπορεῖ νὰ ἀναπτύξη τὴν ἀσυνειδητοποίητη μέσα της, ὅπως μέσα στὸν σπόρο, ὁπωσδήποτε ὅμως ἐγκλεισμένη, ἑνότητα· ὅπως στὸν ἄνθρωπο φῶς πέφτει ἐπάνω στὸν σκοτεινό πόθο νὰ δημιουργήση κάτι ὅταν στὴ χαοτικὴ ἀνακατωσούρα τῶν σκέψεων, ποὺ ὅλες συναρτῶνται μεταξύ τους, ἡ μιὰ ὅμως ἐμποδίζει τὴν ἄλλη νὰ πάρη τὰ πρωτεῖα, οἱ σκέψεις χωρίζονται, κι ἔτσι ἀναδύεται ἡ κρυμμένη στὸ βάθος ἑνότητα ποὺ συγκρατεῖ τὰ πάντα ὑπ᾿ αὐτήν· ἢ ὅπως στὸ φυτὸ μόνο μὲ τὴν ἐκδίπλωση καὶ τὴν ἐπέκταση τῶν δυνάμεων λύεται ὁ σκοτεινὸς δεσμὸς ποὺ ἐπι-βάλλει ἡ βαρύτητα καὶ ἀναπτύσσεται ἡ ἑνότητα ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὶς διαφορετικές ὑλικές μορφές. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ οὐσία αὐτὴ (τῆς ἀρχικῆς φύσης) δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ αἰώνιο θεμέλιο τῆς ὑπάρξεως τοῦ θεοῦ, γι' αὐτὸ πρέπει νὰ περιέχη ἐπίσης, καίτοι κλειστή, τὴν οὐσία τοῦ θεοῦ, ὡς ζωογόνο βλέμμα ποὺ φωτίζει στὰ σκοτεινὰ βάθη. Ὁ πόθος, ὅμως, ἀφυπνισμένος ἀπὸ τὴ νόηση, ζητεῖ στὸ ἑξῆς νὰ διατηρήση τὸ ζωογόνο βλέμμα ποὺ συνέλαβε καὶ νὰ κλειστὴ στὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ διατηρηθῆ ἐσαεὶ ἕνα θεμέλιο. Καθώς ἑπομένως ἡ νόηση, ἢ τὸ ριγμένο ἐπάνω στὴν ἀφετη-ριακὴ φύση φῶς, σπρώχνει τὸν στρεφόμενο πίσω στὸν ἑαυτό του πόθο στὸ ξεχώρισμα τῶν δυνάμεων (στὴν παραίτηση ἀπὸ τὸ σκότος), ἀλλὰ στὸ ξεχώρισμα αὐτὸ ἐξαίρει ἀκριβῶς τὴν ἐγκλεισμένη στὰ διακεκριμένα ἑνότητα, τὴν κεκαλυμμένη φωτεινή ματιά, γεννιέται γιὰ πρώτη φορὰ κάτι συλληπτὸ καὶ μεμονωμένο, καὶ μά-λιστα ὄχι μέσῳ ἐξωτερικῆς παράστασης, ἀλλὰ (362) μέσῳ μιᾶς φαντασίας ποὺ τὸ δια-πλάθει [Ein-bildung] πραγματικά, καθόσον αὐτὸ ποὺ προκύπτει ἐνσωματώνεται στὴ φύση, ἤ, ὀρθότερα ἀκόμη, μέσῳ ἀφυπνίσεως, καθόσον ἡ νόηση ἐξαίρει τὴν ἑνότητα ἢ τὴν ἰδέα [Idea] ποὺ ὑπάρχει κρυμμένη μέσα στὸ διαμελισμένο θεμέλιο. Οἱ ἀποχωρισμένες ἀλλὰ ὄχι πλήρως ἀποκομμένες σ' αὐτὸ τὸ ξεχώρισμα δυνάμεις, εἶναι ἡ ὕλη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐν συνεχείᾳ σχηματίστηκε τὸ σῶμα· ὁ ζωντανός δεσμὸς ποὺ προβάλλει ὅμως στὴ διάκριση, προερχόμενος συνεπῶς ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ φυσικοῦ θεμελίου, ὡς κεντρικὸ σημεῖο τῶν δυνάμεων, εἶναι ἡ ψυχή. Ἐπειδὴ ἡ πρωταρχικὴ νόηση ἀνασύρει τὴν ψυχὴ ἀπὸ ἕνα ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν ἴδια θεμέλιο ὡς ἐσωτερικό, γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς μένει ἡ ψυχὴ ἀνεξάρτητη ἀπὸ αὐτὴν ὡς μιὰ ξεχωριστὴ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό της ὑπάρχουσα οὐσία.
Συνεχίζεται
Επειδή τό κείμενο αυτό είναι κρίσιμο γιά τήν κατανόηση τής καταγωγής τής Δυτικής σκέψης θά αναρτήσουμε καί μιά δεύτερη μετάφραση τού κειμένου γιά τήν διευκόλυνση τής κατανοήσεως τής συγχρόνου έννοιας τής ελευθερίας.
Μετάφραση σελίδες 32-40
Σύμφωνα με αυτές τις σκέψεις, δεν φαίνεται δίκαιο να επιβαρύνουμε ολόκληρο το βάρος αυτής της δυσκολίας σε ένα μόνο σύστημα, ειδικά δεδομένου ότι το υποτιθέμενο ανώτερο σύστημα, το οποίο του αντιτίθεται, είναι τόσο λίγο ικανοποιητικό. Ούτε οι γενικότητες του ιδεαλισμού μπορούν να προσφέρουν λύση εδώ. Με αφηρημένες έννοιες όπως ο Θεός ως «actus purissimus», που προέβαλε η παλαιότερη φιλοσοφία, ή με έννοιες όπως αυτές που η νεότερη φιλοσοφία, από φόβο μήπως ο Θεός πλησιάσει πολύ τη φύση, συνεχώς αναπαράγει, δεν μπορεί να επιτευχθεί τίποτα. Ο Θεός είναι κάτι πιο πραγματικό από μια απλή ηθική κοσμική τάξη και διαθέτει πολύ ισχυρότερες και ζωντανότερες δυνάμεις κίνησης από ό,τι του αποδίδει η φτωχή λεπτότητα των αφηρημένων ιδεαλιστών. Η απέχθεια για ό,τι είναι πραγματικό, που πιστεύει ότι μολύνει το πνευματικό με κάθε επαφή μαζί του, πρέπει φυσικά να κάνει και την όραση για την προέλευση του κακού τυφλή. Ο ιδεαλισμός, αν δεν έχει ως βάση έναν ζωντανό ρεαλισμό, γίνεται ένα εξίσου κενό και αφηρημένο σύστημα όπως αυτό του Λάιμπνιτς, του Σπινόζα ή οποιοδήποτε άλλο δογματικό σύστημα. Ολόκληρη η νεο-ευρωπαϊκή φιλοσοφία από την αρχή της (με τον Ντεκάρτ) έχει αυτή την κοινή έλλειψη, ότι η φύση για αυτήν δεν υπάρχει και ότι της λείπει η ζωντανή βάση. Ο ρεαλισμός του Σπινόζα είναι εξίσου αφηρημένος όπως ο ιδεαλισμός του Λάιμπνιτς. Ο ιδεαλισμός είναι η ψυχή της φιλοσοφίας· ο ρεαλισμός είναι το σώμα της· μόνο και οι δύο μαζί συνθέτουν ένα ζωντανό σύνολο. Ο ρεαλισμός δεν μπορεί ποτέ να προσφέρει την αρχή, αλλά πρέπει να είναι η βάση και το μέσο στο οποίο ο ιδεαλισμός πραγματώνεται, παίρνει σάρκα και αίμα. Αν σε μια φιλοσοφία λείπει αυτό το ζωντανό θεμέλιο, που συνήθως είναι ένα σημάδι ότι και η ιδεατική αρχή σε αυτήν ήταν αρχικά μόνο αδύναμα ενεργή, τότε χάνεται σε εκείνα τα συστήματα των οποίων οι αφηρημένες έννοιες της αυτοϋπαρξίας, των τροποποιήσεων κ.λπ. βρίσκονται στην πιο απότομη αντίθεση με τη ζωτική δύναμη και την πληρότητα της πραγματικότητας. Όμως, όταν η ιδεατική αρχή δρα πραγματικά με μεγάλη δύναμη, αλλά δεν μπορεί να βρει τη συμφιλιωτική και μεσολαβητική βάση, τότε γεννά ένα θολό και άγριο ενθουσιασμό, ο οποίος εκδηλώνεται σε αυτοτραυματισμό ή, όπως στους ιερείς της φρυγικής θεάς, σε αυτοευνουχισμό, που στη φιλοσοφία επιτυγχάνεται με την εγκατάλειψη της λογικής και της επιστήμης.
Φαινόταν απαραίτητο να ξεκινήσουμε αυτή την πραγματεία με τη διόρθωση ουσιαστικών εννοιών, οι οποίες από πάντα, αλλά ιδιαίτερα πρόσφατα, έχουν μπερδευτεί. Οι προηγούμενες παρατηρήσεις πρέπει επομένως να θεωρηθούν ως μια απλή εισαγωγή στην πραγματική μας έρευνα. Έχουμε ήδη δηλώσει: μόνο από τις αρχές μιας αληθινής φιλοσοφίας της φύσης μπορεί να αναπτυχθεί εκείνη η άποψη που ικανοποιεί πλήρως την εργασία που γίνεται εδώ. Δεν αρνούμαστε, λοιπόν, ότι αυτή η σωστή άποψη δεν υπήρχε ήδη από καιρό σε μεμονωμένα πνεύματα. Αλλά ακριβώς αυτοί ήταν εκείνοι που, χωρίς φόβο μπροστά στις λοιδορίες που χρησιμοποιούνταν από πάντα εναντίον κάθε πραγματικής φιλοσοφίας, όπως ο υλισμός, ο πανθεϊσμός κ.λπ., αναζητούσαν το ζωντανό θεμέλιο της φύσης και, σε αντίθεση με τους δογματικούς και τους αφηρημένους ιδεαλιστές που τους απέρριπταν ως μυστικιστές, ήταν φιλόσοφοι της φύσης (και στις δύο έννοιες της λέξης).
Η φιλοσοφία της φύσης της εποχής μας πρώτα ανέδειξε στην επιστήμη τη διάκριση μεταξύ της ουσίας, όσον αφορά την ύπαρξή της, και της ουσίας, όσον αφορά τον λόγο ύπαρξής της. Αυτή η διάκριση είναι τόσο παλιά όσο και η πρώτη επιστημονική παρουσίασή της. Παρά το γεγονός ότι αυτό ακριβώς είναι το σημείο στο οποίο αποκλίνει κατηγορηματικά από το δρόμο του Σπινόζα, ωστόσο στη Γερμανία μέχρι σήμερα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι μεταφυσικές της αρχές είναι οι ίδιες με αυτές του Σπινόζα: και παρόλο που αυτή ακριβώς η διάκριση είναι που ταυτόχρονα φέρνει την πιο σαφή διάκριση μεταξύ της φύσης και του Θεού, αυτό δεν εμπόδισε να κατηγορηθεί για ανάμειξη του Θεού με τη φύση. Επειδή η ίδια ακριβώς διάκριση είναι αυτή στην οποία βασίζεται η παρούσα έρευνα, ας ειπωθεί εδώ το ακόλουθο για την επεξήγησή της.
Επειδή τίποτα δεν υπάρχει πριν ή έξω από τον Θεό, αυτός πρέπει να έχει τον λόγο της ύπαρξής του στον εαυτό του. Αυτό λένε όλες οι φιλοσοφίες· αλλά μιλούν για αυτόν τον λόγο ως μια απλή έννοια, χωρίς να τον μετατρέπουν σε κάτι πραγματικό και ενεργό. Αυτός ο λόγος της ύπαρξής του, που ο Θεός έχει μέσα του, δεν είναι ο Θεός απόλυτα θεωρούμενος, δηλαδή όσον αφορά την ύπαρξή του· επειδή είναι μόνο ο λόγος της ύπαρξής του. Είναι η φύση-στον Θεό· ένα ον που, αν και αδιαχώριστο από αυτόν, είναι ωστόσο διαφορετικό. Αναλογικά, αυτή η σχέση μπορεί να εξηγηθεί μέσω της σχέσης της βαρύτητας και του φωτός στη φύση. Η βαρύτητα προηγείται του φωτός ως η αιώνια σκοτεινή βάση του, η οποία δεν είναι η ίδια ενέργεια (actus), και υποχωρεί στη νύχτα καθώς το φως (το υπάρχον) ανατέλλει. Ακόμα και το φως δεν λύνει πλήρως τη σφραγίδα κάτω από την οποία κείται η βαρύτητα. Γι' αυτό ακριβώς δεν είναι ούτε η καθαρή ουσία ούτε η ενεργή ύπαρξη της απόλυτης ταυτότητας, αλλά προκύπτει μόνο από τη φύση της, ή είναι η ίδια, δηλαδή θεωρούμενη σε μια συγκεκριμένη δύναμη: επειδή, παρεμπιπτόντως, αυτό που εμφανίζεται ως υπάρχον σε σχέση με τη βαρύτητα, ανήκει και αυτό στη βάση, και η φύση γενικά είναι επομένως ό,τι βρίσκεται πέρα από την απόλυτη ύπαρξη της απόλυτης ταυτότητας. Όσον αφορά, παρεμπιπτόντως, αυτή την προηγούμενη κατάσταση, δεν πρέπει να την σκεφτόμαστε ούτε ως προηγούμενη χρονικά ούτε ως προτεραιότητα της ουσίας. Στον κύκλο από τον οποίο προέρχεται τα πάντα, δεν υπάρχει αντίφαση στο γεγονός ότι αυτό μέσω του οποίου το Ένα δημιουργείται, δημιουργείται και πάλι από αυτό. Εδώ δεν υπάρχει πρώτο και τελευταίο, επειδή όλα προϋποθέτουν το ένα το άλλο, κανένα δεν είναι το άλλο και όμως δεν υπάρχει χωρίς το άλλο. Ο Θεός έχει μέσα του μια εσωτερική βάση της ύπαρξής του, η οποία προηγείται αυτού ως υπάρχοντος· αλλά ταυτόχρονα ο Θεός είναι και το προηγούμενο της βάσης, καθώς η βάση, ακόμα και ως τέτοια, δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν ο Θεός δεν υπήρχε ενεργά (actu).
Στην ίδια διάκριση οδηγεί και η θεώρηση που ξεκινά από τα πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, η έννοια της εμμένειας πρέπει να εξαλειφθεί πλήρως, όσον αφορά το αν θα πρέπει μέσω αυτής να εκφραστεί μια νεκρή έννοια της ύπαρξης των πραγμάτων μέσα στον Θεό. Αναγνωρίζουμε μάλλον ότι η έννοια της γένεσης είναι η μόνη που ανταποκρίνεται στη φύση των πραγμάτων. Αλλά δεν μπορούν να γεννηθούν μέσα στον Θεό, αν τον θεωρήσουμε απόλυτα, καθώς είναι τόσο διαφορετικά από αυτόν, ή για να μιλήσουμε πιο σωστά, άπειρα διαφορετικά. Για να διαχωριστούν από τον Θεό, πρέπει να γεννηθούν σε μια βάση διαφορετική από αυτόν. Επειδή όμως τίποτα δεν μπορεί να υπάρχει έξω από τον Θεό, αυτή η αντίφαση μπορεί να λυθεί μόνο με το να έχουν τα πράγματα τη βάση τους σε αυτό που μέσα στον Θεό δεν είναι ο Ίδιος, δηλαδή σε αυτό που είναι ο λόγος της ύπαρξής Του. Αν θέλουμε να φέρουμε αυτή την ουσία πιο κοντά στην ανθρώπινη κατανόηση, μπορούμε να πούμε: είναι η λαχτάρα που νιώθει το αιώνιο Ένα να γεννήσει τον εαυτό του. Δεν είναι το Ένα καθ’ αυτό, αλλά είναι εξίσου αιώνιο με αυτό. Θέλει να γεννήσει τον Θεό, δηλαδή την απέραντη ενότητα, αλλά σε αυτήν η ενότητα δεν υπάρχει ακόμα. Επομένως, αν την εξετάσουμε από μόνη της, είναι επίσης θέληση· αλλά μια θέληση χωρίς νου, και γι’ αυτό δεν είναι αυτόνομη και τέλεια θέληση, καθώς ο νους είναι στην ουσία η θέληση μέσα στην ίδια την θέληση. Ωστόσο, είναι μια θέληση του νου, δηλαδή λαχτάρα και επιθυμία αυτού· όχι μια συνειδητή, αλλά μια ενστικτώδης θέληση, της οποίας η ενόραση είναι ο νους. Μιλάμε για την ουσία της λαχτάρας, αν την εξετάσουμε από μόνη της, η οποία πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά, αν και από καιρό έχει αντικατασταθεί από το ανώτερο που προέκυψε από αυτήν, και αν και δεν μπορούμε να την κατανοήσουμε αισθητά, αλλά μόνο με το πνεύμα και τη σκέψη. Μετά την αιώνια πράξη της αυτοαποκάλυψης, στον κόσμο όπως τον βλέπουμε τώρα, όλα είναι κανόνας, τάξη και μορφή· αλλά πάντα στο βάθος βρίσκεται το ακατάστατο, σαν να μπορούσε κάποτε να ξαναεμφανιστεί, και πουθενά δεν φαίνεται ότι η τάξη και η μορφή είναι το πρωτόγονο, αλλά σαν ένα αρχικά ακατάστατο να έχει φέρει στην τάξη. Αυτή είναι στα πράγματα η απρόσιτη βάση της πραγματικότητας, το υπόλοιπο που δεν εξαντλείται ποτέ, αυτό που δεν μπορεί να διαλυθεί στον νου με καμία προσπάθεια, αλλά παραμένει αιώνια στο βάθος. Από αυτό το ανούσιο γεννιέται, με την κυριολεκτική έννοια, ο νους. Χωρίς αυτό το προηγούμενο σκοτάδι, δεν υπάρχει πραγματικότητα της δημιουργίας· το σκοτάδι είναι η αναγκαία κληρονομιά της. Μόνο ο Θεός - Εκείνος που υπάρχει από μόνος Του - κατοικεί στο καθαρό φως, γιατί μόνο Εκείνος προέρχεται από τον Εαυτό Του. Η υπερηφάνεια του ανθρώπου αντιστέκεται σε αυτή την προέλευση από το βάθος, και προσπαθεί ακόμα και να βρει ηθικούς λόγους εναντίον της. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε τίποτα που θα μπορούσε να ωθήσει τον άνθρωπο περισσότερο να αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις προς το φως, από τη συνείδηση της βαθιάς νύχτας από την οποία έχει αναδυθεί στην ύπαρξη. Οι γυναικείες παράπονες ότι έτσι το ανούσιο γίνεται η ρίζα του νου, και η νύχτα η αρχή του φωτός, βασίζονται εν μέρει σε παρεξήγηση του θέματος (καθώς δεν καταλαβαίνουν πώς με αυτή την άποψη η προτεραιότητα του νου και της ουσίας μπορεί να συνεχίζει να ισχύει)· αλλά εκφράζουν το αληθινό σύστημα των σημερινών φιλοσόφων, που θα ήθελαν να κάνουν τον καπνό από την αστραπή, κάτι για το οποίο ακόμα και η πιο βίαιη φιχτεϊκή προσπάθεια δεν αρκεί. Κάθε γέννηση είναι γέννηση από το σκοτάδι προς το φως· ο σπόρος πρέπει να ταφεί στη γη και να πεθάνει στο σκοτάδι, ώστε η πιο όμορφη μορφή του φωτός να αναδυθεί και να ανοίξει στην ακτίνα του ήλιου. Ο άνθρωπος διαμορφώνεται στη μήτρα της μητέρας του· και από το σκοτάδι του ανούσιου (από το συναίσθημα, την λαχτάρα, την υπέροχη μητέρα της γνώσης), αναδύονται τελικά οι φωτεινές σκέψεις. Έτσι λοιπόν πρέπει να φανταστούμε την πρωτόγονη λαχτάρα, που αν και στρέφεται προς τον νου, τον οποίο δεν αναγνωρίζει ακόμα, όπως εμείς στην λαχτάρα για το άγνωστο και ανώνυμο καλό επιθυμούμε, και κινείται με ενόραση, σαν μια κυματιστή και αναβρασμένη θάλασσα, παρόμοια με την ύλη του Πλάτωνα, σύμφωνα με ένα σκοτεινό και αβέβαιο νόμο, ανίκανη να δημιουργήσει κάτι διαρκές για τον εαυτό της. Αλλά ανάλογα με την λαχτάρα, που ως το ακόμα σκοτεινό βάθος είναι η πρώτη κίνηση της θείας ύπαρξης, γεννάται μέσα στον Θεό μια εσωτερική αντανακλαστική αναπαράσταση, μέσω της οποίας, αφού δεν μπορεί να έχει άλλο αντικείμενο εκτός από τον Θεό, ο Θεός βλέπει τον Εαυτό Του σε μια εικόνα. Αυτή η εικόνα είναι το πρώτο μέσα στο οποίο ο Θεός, απόλυτα θεωρούμενος, πραγματώνεται, αν και μόνο εντός του· είναι από την αρχή μαζί με τον Θεό και είναι ο ίδιος ο εν τω Θεώ γεννηθείς Θεός. Αυτή η εικόνα είναι ταυτόχρονα η νόηση – ο Λόγος εκείνης της λαχτάρας – και το αιώνιο Πνεύμα, το οποίο, αισθανόμενο εντός του τον Λόγο, καθώς και την άπειρη λαχτάρα, προτρεπόμενο από την αγάπη, που είναι ο ίδιος, εκφέρει τον Λόγο, ώστε πλέον η νόηση, σε συνδυασμό με τη λαχτάρα, να γίνεται δημιουργική και παντοδύναμη θέληση, η οποία διαμορφώνει την αρχικά άμορφη φύση, ως στοιχείο ή εργαλείο της. Η πρώτη ενέργεια της νόησης μέσα της είναι ο διαχωρισμός των δυνάμεων, καθώς μόνο έτσι μπορεί να αναπτυχθεί η εντός της αδιαμόρφωτη, μα αναγκαστικά εμπεριεχόμενη ενότητα, όπως ακριβώς στον άνθρωπο, όπου η σκοτεινή επιθυμία για δημιουργία φωτίζεται, όταν μέσα στο χαοτικό σύμπλεγμα των σκέψεων – που όλες συνδέονται μεταξύ τους, αλλά εμποδίζουν η μία την άλλη να αναδυθεί – αυτές τελικά διαχωρίζονται και τότε η κρυμμένη στον πυρήνα, περιεκτική όλων, ενότητα αναδύεται· ή όπως στο φυτό, όπου μόνο μέσω της ανάπτυξης και της επέκτασης των δυνάμεών του λύνεται ο σκοτεινός δεσμός της βαρύτητας και αποκαλύπτεται η ενότητα, που ήταν κρυμμένη μέσα στην ύλη. Επειδή ακριβώς αυτή η πρωταρχική φύση δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αιώνιο θεμέλιο για την ύπαρξη του Θεού, πρέπει να περιέχει εντός της, αν και κλειστή, τη θεία ουσία, ως μια λάμψη ζωής που φωτίζει μέσα στο σκοτάδι του βάθους. Η λαχτάρα όμως, διεγερμένη από τη νόηση, επιδιώκει πλέον να διατηρήσει αυτήν τη σύλληψη της ζωής εντός της και να κλειστεί στον εαυτό της, ώστε να υπάρχει πάντα ένα θεμέλιο. Καθώς λοιπόν η νόηση – ή το φως που έχει εισαχθεί στην αρχική φύση – διεγείρει τη λαχτάρα που τείνει προς τον εαυτό της σε έναν διαχωρισμό των δυνάμεων (δηλαδή στην εγκατάλειψη του σκότους), και καθώς μέσα σε αυτόν τον διαχωρισμό αποκαλύπτεται η ενότητα που βρισκόταν κρυμμένη μέσα στο διαφοροποιημένο, δηλαδή η μυστική λάμψη του φωτός, έτσι προκύπτει για πρώτη φορά κάτι κατανοητό και μεμονωμένο. Και αυτό δεν γίνεται μέσω εξωτερικής σύλληψης, αλλά μέσω μιας πραγματικής εν-εικόνισης, αφού το γενόμενο διαμορφώνεται εντός της φύσης ή, πιο σωστά, μέσω αφύπνισης, καθώς η νόηση αναδεικνύει την κρυμμένη μέσα στο διαφοροποιημένο θεμελιώδη ενότητα ή ιδέα. Οι δυνάμεις που διαχωρίζονται σε αυτήν τη διάκριση (αλλά δεν απομακρύνονται πλήρως η μία από την άλλη) αποτελούν την ύλη, από την οποία αργότερα διαμορφώνεται το σώμα· όμως ο ζωντανός δεσμός, που αναδύεται μέσα από τη διάκριση, δηλαδή από τα βάθη του φυσικού θεμελίου, ως κεντρικό σημείο των δυνάμεων, είναι η ψυχή. Επειδή η πρωταρχική νόηση αναδεικνύει την ψυχή ως το εσωτερικό στοιχείο από μια βάση ανεξάρτητη από αυτήν, η ψυχή παραμένει και η ίδια ανεξάρτητη από τη νόηση, ως ένα ξεχωριστό και αυτοτελές ον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου