Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας δ (6)

Συνέχεια από: Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας δ

Του Friedrich Schelling

Μετάφραση Χρήστου Μαρσέλλου, Εκδόσεις Ίνδικτος, 1997

(349) Ἰδοὺ λοιπὸν μιὰ καὶ καλὴ τί ἀκριβῶς πι-στεύουμε γιὰ τὸν σπινοζισμό! Ο λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ σύστημα αὐτὸ εἶναι φαταλισμὸς δὲν εἶναι ὅτι ἀφή-νει τὰ πράγματα νὰ περιέχωνται στὸν θεό· διότι, ὅπως δείξαμε, ὁ σπινοζισμὸς δὲν καθιστᾶ ἀδύνατη τὴν τυ-πικὴ τουλάχιστον ἐλευθερία· ὁ Σπινόζα πρέπει λοιπὸν νὰ εἶναι φαταλιστὴς γιὰ ἄλλον, καὶ ἀνεξάρτητον ἀπὸ ἐτοῦτον, λόγο. Τὸ λάθος τοῦ συστήματός του δὲν ἔγκει-ται στὸ ὅτι τοποθετεῖ τὰ πράγματα μέσα στὸν θεό, παρὰ στὸ ὅτι εἶναι πράγματα – ἔγκειται στὴν ἀφηρημένη ἔννοια τῶν ἐνδοκόσμιων ὄντων, μάλιστα τῆς ἄπειρης ὑπόστασης, ἡ ὁποία γι᾿ αὐτὸν εἶναι ἐπίσης πρᾶγμα. Γι' αὐτὸ τὰ ἐπιχειρήματά του κατὰ τῆς ἐλευθερίας εἶναι ἀπολύτως ντετερμινιστικὰ καὶ ἐπ᾿ οὐδενὶ πανθεϊ στικά. Εξετάζει καὶ τὴν βούληση ἀκόμα ὡς πρᾶγμα [Sache] γιὰ νὰ ἀποδείξη ἔτσι φυσικότατα ὅτι σὲ κάθε περίπτωση ποὺ ἡ βούληση ἐνεργεῖ πρέπει νὰ καθορί-ζεται ἀπὸ ἄλλο πρᾶγμα, τὸ ὁποῖο μὲ τὴ σειρά του εἶναι καθορισμένο ἀπὸ ἄλλο κ.ο.κ. ἐπ᾿ ἄπειρον. Ἐξ οὗ καὶ ἡ ἔλλειψη ζωντάνιας στὸ σύστημά του, τὸ ἄψυχο τῆς μορφῆς, ἡ φτώχεια τῶν ἐννοιῶν καὶ τῶν ἐκφράσεων, ἡ μόνιμη στρυφνότητα τῶν ὁρισμῶν, ποὺ συμβαδίζει ἀπόλυτα μὲ τὸν ἀφηρημένο τρόπο τῆς θεωρήσεως· ἐξ οὗ καί, μὲ ἀπόλυτη συνέπεια, ἡ μηχανιστική του ἄποψη γιὰ τὴ φύση. ᾿Αμφιβάλλει κανεὶς μήπως ὅτι ἤδη μὲ τὴν δυναμική σύλληψη τῆς φύσης οἱ κύριες ἀπόψεις τοῦ σπινοζισμοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ τροποποιηθοῦν οὐσιωδῶς; Ἂν ἡ θεωρία ὅτι ὅλα τὰ πράγματα περιέχονται στὸν θεὸ εἶναι ἡ βάση [Grund] τοῦ ὅλου συστήματος, πάν-τως προτοῦ μπορέση νὰ γίνη ἡ ἀρχὴ [Prinzip] ἑνὸς συ στήματος τοῦ λόγου πρέπει νὰ ζωντανέψη καὶ νὰ ἀπο-βάλη τὸν ἀφηρημένο χαρακτήρα της. Πόσο γενικὲς δὲν εἶναι αὐτὲς οἱ ἐκφράσεις, ὅτι τὰ πεπερασμένα ὄντα εἶναι τροπές [Modifikationen] ἢ συνέπειες (350) τοῦ θεοῦ· πόσα κενὰ δὲν ὑπάρχουν ἐδῶ ποὺ πρέπει νὰ πληρωθοῦν, πόσα ἐρωτήματα ποὺ πρέπει νὰ λάβουν ἀπάν-τηση! Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ σκεφτὴ τὸν σπινοζισμό μέσα στὴν ἀκαμψία του σὰν τὸ ἄγαλμα τοῦ Πυγμαλίωνα, ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐμψυχωθῆ μὲ τὴν θερμὴ ἀνάσα τῆς ἀγάπης· ἀλλὰ ἡ παραβολὴ θὰ ἦταν ἀτελής, καθώς μοιάζει περισσότερο μὲ ἔργο σχεδιασμένο μόνο στὰ ἐξω τερικὰ περιγράμματα, στὸ ὁποῖο, ἂν ἐμψυχωνόταν, θὰ φαίνονταν τὰ πολλὰ ἐλλειπτικά χαρακτηριστικά. Μᾶλλον θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν παραβάλη κανεὶς μὲ τὶς ἀρχαιότερες παραστάσεις θεοτήτων, ποὺ ὅσο λιγότερα ἀτομικά-ζωηρά χαρακτηριστικὰ μιλοῦσαν ἀπὸ μέσα τους, τόσο πιὸ μυστηριώδεις φαίνονταν. Εἶναι μ' ἕνα λόγο ἕνα σύ στημα μονομερῶς ρεαλιστικό, ἔκφραση ποὺ ἠχεῖ βέ-βαια λιγότερο καταδικαστική παρ᾿ ὅσο ὁ πανθεϊσμός, ἀλλὰ ποὺ ἐκφράζει πάντως πολὺ ὀρθότερα τὸν ἰδιαί-τερο χαρακτήρα του, καὶ ποὺ ἐπιπλέον δὲν χρησιμο ποιεῖται γιὰ πρώτη φορά. Θὰ ἦταν ἄχαρο νὰ ἐπανα-ληφθοῦν ὅλες οἱ ἐπεξηγήσεις ποὺ ἔδωσε γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ συγγραφέας στὰ πρῶτα του γραφτά. Ἡ ἀλληλοπεριχώρηση ρεαλισμοῦ καὶ ἰδεαλισμοῦ ἦταν ὁ ρητὸς στόχος τῶν προσπαθειών του. Ἡ θεμελιακή σύλληψη [Grundbegriff] τοῦ Σπινόζα, πνευματικότερη χάρη στὴν ἀρχὴ τοῦ ἰδεαλισμοῦ (καὶ σ' ἕνα σημαντικὸ σημεῖο ἀλλαγμένη), ἀπόχτησε, στὸν ὑψηλότερο τρόπο θεώ-ρησης τῆς φύσεως καὶ στὴν ἀναγνωρισμένη ἑνότητα τοῦ ψυχικοῦ μὲ τὸ πνευματικό, μιὰ ζωντανὴ βάση, ἀπ᾿ ὅπου γεννήθηκε ἡ φιλοσοφία τῆς φύσεως, ἡ ὁποία βέβαια μποροῦσε νὰ ὑπάρξη μόνη της, σὲ σχέση ὅμως μὲ τὸ ὅλον τῆς φιλοσοφίας πάντα ἀντιμετωπίστηκε ὡς τὸ ἕνα τμῆμα της, τὸ πραγματολογικό [reell], τὸ ὁποῖο μόνο συμπληρούμενο μὲ τὸ ἰδεατολογικό [ideell], ὅπου βασιλεύει ἡ ἐλευθερία, θὰ ἦταν ἱκανὸ νὰ φθάση ὡς τὸ ὕψος τοῦ αὐθεντικοῦ συστήματος τοῦ λόγου. Προβλή-θηκε ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι σὲ αὐτὴν (τὴν ἐλευθερία) θὰ ἀνευρισκόταν ἡ τελευταία πράξη τῆς ὑψώσεως σὲ δύ ναμη [potenzierende Akt] μὲ τὴν ὁποία ὅλη ἡ φύση μεταμορφώνεται σὲ αἴσθηση, νόηση, ἐντέλει σὲ βούληση.-Στὴν ἔσχατη βαθμίδα [Instanz] δὲν ὑπάρχει  ἄλλο Εἶναι ἀπὸ τὴ βούληση. Ἡ βούληση εἶναι τὸ πρωταρχικὸ εἶναι [Ursein], καὶ σ᾽ αὐτὴν μόνο ταιριάζουν ὅλα τὰ κατηγορούμενά του: ἀναρχία, αἰωνιότητα, ἀνεξαρτησία ἀπὸ τὸν χρόνο, αὐτοκατάφαση. Ὅλη ἡ φιλοσοφία σὲ τοῦτο μόνο κατατείνει, νὰ βρῆ αὐτὴ τὴν ὕψιστη ἔκφραση.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔφτασε ἡ φιλοσοφία στὴν ἐποχή μας μὲ τὸν (351) ἰδεαλισμό: καὶ ἀπὸ αὐτὸ καὶ πέρα μόνο μποροῦμε νὰ ἀναλάβουμε πραγματικὰ τὴν ἔρευνα τοῦ ἀντικειμένου μας, ἐφόσον ἡ πρόθεσή μας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι νὰ λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας ὅλα τὰ προ-βλήματα ποὺ μποροῦν νὰ ἐγερθοῦν, καὶ ποὺ ἐγέρθηκαν ἀπὸ παλιά, γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὸ μο-νομερῶς ρεαλιστικὸ ἢ τὸ δογματικὸ σύστημα. ᾿Αλλὰ ὁ ἰδεαλισμὸς ὁ ἴδιος, ὅση πρόοδο κι ἂν ἀποτέλεσε ἐν προκειμένῳ, καὶ ὅσο βέβαιο κι ἂν εἶναι ὅτι τοῦ χρωστᾶμε τὴν πρώτη ὁλοκληρωμένη ἔννοια τῆς τυπικῆς ἐλευθερίας, δὲν εἶναι ἐντούτοις καθόλου ἕνα ὁλοκληρωμένο σύστημα, καὶ στὴ θεωρία γιὰ τὴν ἐλευθερία μᾶς ἀφήνει, μόλις θελήσουμε κάτι ἀκριβέστερο καὶ πιὸ συγκε κριμένο, ἄπορους. Σχετικὰ μὲ τὸ πρῶτο ἔχουμε νὰ πα-ρατηρήσουμε ὅτι στὸν ἰδεαλισμό, ἀποτελεσμένο σὲ σύστημα, δὲν ἐπαρκεῖ καθόλου ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι «μόνο ἡ ἐνέργεια [Tätigkeit], ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἐλευθερία θὰ ἦταν τὸ ἀληθινὰ πραγματικό», (έκφραση του Schlegel) μὲ τὸν ὁποῖο ἰσχυρισμὸ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἱκανοποιημένος καὶ ὁ ὑποκειμενικὸς ἰδεαλισμὸς τοῦ Φίχτε (παρεξηγώντας τὸν ἑαυτό του)· ἀπαιτεῖται μᾶλλον νὰ δειχθῆ καὶ ἀντιστρόφως ὅτι κάθε τι πραγματικό, (ἡ φύση, ὁ κόσμος τῶν πραγμάτων), ἔχει ὡς βάση [Grund] τὴν ἐνέργεια, τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία, ἤ, μὲ τὴν φιχτεϊκὴ ἔκφραση, ὅτι δὲν εἶναι μόνο ἡ Ἐγώτητα [Ichheit] τὸ πᾶν, ἀλλὰ ὅτι καὶ ἀντι-στρόφως τὸ πᾶν εἶναι Ἐγώτητα. Ἡ σκέψη νὰ κάνουμε τὴν ἐλευθερία τὸ ἓν καὶ πᾶν τῆς φιλοσοφίας ἑδραίωσε τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα ἀπὸ κάθε ἄποψη, ὄχι μόνο σὲ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό του, στὴν ἐλευθερία, καὶ ἔδωσε στὴν ἐπιστήμη, σὲ ὅλους τοὺς κλάδους της, μιὰ ὤθηση δυνατότερη ἀπ᾿ ὅ,τι ὁποιαδήποτε προηγούμενη ἐπανά-σταση. Ἡ ἰδεαλιστικὴ ἔννοια ἐγκαινιάζει ἀληθινὰ τὴν ἀνώτερη φιλοσοφία ποὺ γεννήθηκε στὸν καιρό μας, καὶ ἰδίως τὸν ἀνώτερο ρεαλισμό ποὺ τὴν χαρακτηρίζει. Ὅσοι λοιπὸν κρίνουν ἢ οἰκειοποιοῦνται αὐτὸν τὸν τελευταῖο, ἂς ἔχουν ὑπ᾿ ὄψη τους ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ ἐσώτατη προϋπόθεσή του· σὲ πόσο διαφορετικὸ φῶς δὲν θὰ τὸν δοῦν καὶ δὲν θὰ τὸν καταλάβουν! Μόνο ὅποιος δοκίμασε τὴν ἐλευθερία μπορεῖ νὰ αἰσθανθῆ τὸ αἴτημα νὰ κάνη τὰ πάντα ἀνάλογά της, νὰ τὴν ἐξαπλώση σὲ ὅλο τὸ σύμπαν. Ὅποιος δὲν ἔρχεται στὴ φιλοσοφία ἀπὸ αὐτὸν τὸν δρόμο, ἁπλῶς ἀκολουθεῖ καὶ κάνει ὅ,τι κάνουν οἱ ἄλλοι· χωρὶς νὰ αἰσθάνεται γιατί τὸ κάνουν. Θὰ εἶναι πάντοτε ἄξιο προσοχῆς ὅμως ὅτι ὁ Κάντ, ἀφοῦ πρῶτα διέστειλε πράγματα καθ' ἑαυτὰ καὶ (352) φαινόμενα μόνο ἀρνητικά, μέσῳ τῆς ἀνεξαρτησίας ἀπὸ τὸν χρόνο, ἀφοῦ ἐν συνεχείᾳ στὶς μεταφυσικὲς ἀναπτύξεις τῆς κριτικῆς τοῦ πρακτικοῦ λόγου πραγματεύτηκε τὴν ἀνεξαρτησία ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὴν ἐλευθερία ὡς σύστοιχες ἔννοιες, ἐντούτοις δὲν προχώρησε ὡς τὴν σκέψη, αὐτὴ τὴν μόνη δυνατὴ θετικὴ ἔννοια τοῦ καθ᾽ αὑτὸ νὰ τὴν μεταφέρη καὶ στὰ πράγματα, τὸ ὁποῖο κάνοντας θὰ ὑψωνόταν ἄμεσα σὲ ἀνώτερο ὀπτικὸ πεδίο καὶ πάνω ἀπὸ τὴν ἀρνητικότητα ποὺ χαρακτηρίζει τὴν θεωρητική του φιλοσοφία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, ἂν ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ θετικὴ ἔννοια τοῦ καθ᾽ αὑτὸ γενικά, ἡ ἔρευνα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία ἐπαναφέρεται στὸ γενικό, ἀφοῦ τὸ νοητό, στὸ ὁποῖο καὶ μόνο θεμελιώθηκε, εἶναι ἐπίσης ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων καθ' ἑαυτά. Ἑπομένως ὁ ἁπλὸς ἰδεαλισμὸς δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ δείξη τὴν εἰδοποιὸ διαφορά, τὸν συγκεκριμένο δηλαδή χαρακτῆρα τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Ἐξίσου λάθος εἶναι νὰ νομίζουμε ὅτι ὁ πανθεϊσμὸς ἤρθη [aufgehoben] καὶ ἐξουδενώθηκε ἀπὸ τὸν ἰδεαλισμό, ἄποψη ποὺ μόνο ἀπὸ τὴ σύγχυσή του μὲ τὸν μονομερῆ ρεαλισμό θὰ μπο-ροῦσε νὰ προκύψη. Διότι γιὰ τὸν πανθεϊσμὸ ὡς τοιοῦτο εἶναι ἀπολύτως ἀδιάφορο, ἂν ὑπάρχουν πολλὰ πράγματα ποὺ περιέχονται σὲ μιὰ ἀπόλυτη ὑπόσταση ἢ πολλὲς μερικές βουλήσεις ποὺ περιέχονται σὲ μιὰ πρωταρχική βούληση. Στὴν πρώτη περίπτωση εἶναι ρεαλιστικός, στὴ δεύτερη ἰδεαλιστικός, ἀλλὰ ἡ θεμελιακὴ ἔννοια παραμένει ἡ ἴδια. ᾿Ἀπὸ δῶ ἐπίσης μποροῦμε προκαταβολικὰ νὰ δοῦμε ὅτι οἱ βαθειές δυσκολίες ποὺ ἐνέχει ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας εἶναι τόσο λίγο δυνατὸ νὰ ἀρθοῦν ἀπὸ τὸν ἰδεαλισμό καθ᾽ αὑτόν, ὅσο καὶ ἀπὸ ὁποιοδή-ποτε ἄλλο μερικὸ σύστημα. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ὁ ἰδεαλισμὸς δίνει μόνο τὴν γενικότερη μέν, ἁπλῶς δὲ τυπικὴ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Ἡ πραγματικὴ καὶ ζῶσα ἔννοιά της εἶναι ὅμως ὅτι ἀποτελεῖ δύναμη καλοῦ καὶ κακοῦ.

Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἐντοπίζεται ἡ μεγαλύτερη δυσ-κολία ὅλης τῆς θεωρίας τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία ἀνέκαθεν ἦταν αἰσθητή, καὶ ἡ ὁποία ἀφορᾶ ὄχι ἐτοῦτο ἢ τὸ ἄλλο σύστημα, παρὰ ὅλα, λιγότερο ἢ περισσότερο, 5 (353) καὶ προφανέστατα τὴν ἔννοια τῆς ἐνύπαρξης· διότι ἢ θὰ παραδεχτοῦμε ἕνα πραγματικὸ κακό, ὁπότε εἶναι ἀναπόφευκτο νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὸ κακὸ ἐνυπάρχει στὴν ἄπειρη ὑπόσταση ἢ στὴν πρωταρχική βούληση, καὶ ἔτσι ἡ ἔννοια ἑνὸς ἀπολύτως τέλειου ὄντος καταστρέφεται· ἢ πρέπει μὲ κάποιο τρόπο νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν πραγματικότητα [Realität] τοῦ κακοῦ, ὁπότε συγχρό νως ἐξαφανίζεται ἡ πραγματικὴ [reale] ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Δὲν εἶναι μικρότερη ἐντούτοις ἡ δυσκολία ἂν παραδεχτοῦμε τὴν ἐλάχιστη δυνατή σχέση ἀνάμεσα στὸν θεὸ καὶ τὰ ὄντα αὐτοῦ τοῦ κόσμου· διότι ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὴ περιοριστῆ στὸν ἁπλὸ concursus, ὅπως τὸ ὀνόμασαν, σὲ αὐτὴ δηλαδὴ τὴν ἀναγκαία συνέργεια τοῦ θεοῦ στὴν πράξη τῶν δημιουργημάτων – πρᾶγμα ποὺ ἐξαιτίας τῆς οὐσιώδους ἐξαρτήσεως τῶν τελευταίων ἀ πὸ τὸν θεὸ πρέπει νὰ δεχτοῦμε, ἀκόμη κι ἂν κατὰ τἄλλα καταφάσκουμε τὴν ἐλευθερία – ὁ θεὸς πάντως παρουσιάζεται ὡς συναυτουργὸς στὸ κακό, καθὼς τὸ νὰ ἐπι-τρέπη κάτι σὲ ἕνα ἀπολύτως ἐξαρτημένο ὂν δὲν εἶναι καὶ πολὺ καλλίτερο ἀπὸ τὸ νὰ τὸ προκαλῆ ἀπὸ κοινοῦ μαζί του· εἰδάλλως θὰ εἴμαστε ἀναγκασμένοι μὲ τὸν ἕνα ἢ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ.[ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ , ΟΙ ΚΟΙΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΟΙ ΟΥΣΩΔΕΙΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ ΟΤΙ ΤΟ ΚΤΙΣΤΟ ΟΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΕΧΘΕΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΚΤΙΣΤΕΣ] Ἡ πρόταση ὅτι κάθε τι θετικὸ προέρχεται ἀπὸ τὸν θεὸ εἶναι καὶ γιὰ αὐτὸ τὸ σύστημα ἐπιβεβλημένη. Ἂν τώρα δεχτοῦμε ὅτι ὑπάρχει κάτι τὸ θετικὸ μέσα στὸ κακό, τότε καὶ αὐτὸ τὸ θετικὸ προέρχεται ἀπὸ τὸν θεό. Ἐδῶ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀντιτάξη ὅτι τὸ θετικὸ στὸ κακό, στὸν βαθμὸ ποὺ εἶναι θετικό, εἶναι καλό. ᾿Αλλά ἔτσι δὲν ἐξαλείφεται τὸ κακό, ἐνῶ συγχρόνως οὔτε ἐξηγεῖται. Διότι ἂν αὐτὸ ποὺ μέσα στὸ κακὸ εἶναι ὄν, εἶναι καλό, τότε αὐτὸ μέσα στὸ ὁποῖο εἶναι αὐτὸ τὸ ὄν, ἡ βάση, ἡ ὁποία εἰδικῶς ἀποτελεῖ τὸ κακό, ποῦ ὀφείλε ται; Πολύ διαφορετικὸς ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἰσχυρισμό (καί-τοι συχνά, ἀκόμα καὶ πρόσφατα, συγχεόμενος μαζί του) εἶναι ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως τίποτε τὸ θετικό μέσα στὸ κακό, ἢ ἀλλιῶς ὅτι τὸ κακὸ δὲν ὑπάρ-χει καθόλου (οὔτε καὶ μαζὶ μέ, ἢ μέσα σε, κάτι ἄλλο θετικό), παρὰ ὅτι ὅλες οἱ πράξεις εἶναι θετικὲς καὶ ἡ διαφορά τους ἕνα ἁπλὸ plus καὶ minus ὁλοκλήρωσης [Vollkommenheit], ὁπότε καμμιὰ ἀντίθεση δὲν ἔχει βάση καὶ τὸ κακὸ ὁλικῶς (354) ἐξαφανίζεται. Αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ δεύτερη δυνατὴ ἐκδοχὴ τῆς προτάσεως ὅτι κάθε τι θετικὸ προέρχεται ἀπὸ τὸν θεό. Κατ᾿ αὐτὴν ἡ δύναμις ποὺ φανερώνεται στὸ κακὸ συγκριτικὰ θὰ ἦταν ἀτελέστερη αὐτῆς ποὺ φανερώνεται στὸ καλό, καθ' ἑαυτὴν ὅμως, ἢ ἀσυγκρίτως ἐξεταζόμενη, θὰ ἦταν καὶ ἡ ἴδια μιὰ τελειότης, ἡ ὁποία, ὅπως κάθε ἄλλη, θὰ πρέπη νὰ συναχθῆ ἀπὸ τὸν θεό. Ὅ,τι σ᾽ αὐτὴν ὀνομάζουμε κακό εἶναι ἁπλῶς ὁ μικρότερος βαθμός τελειότητας [Perfektion], ὁ ὁποῖος ἐντούτοις φαίνεται ὡς ἔλλειψη ἁπλῶς καὶ μόνο μέσα στὴ σύγκριση ποὺ κάνουμε, ἐνῶ μέσα στὴ φύση δὲν εἶναι ἔλλειψη. Αὐτὴ εἶναι ἀναμφίβολα ἡ πραγματική γνώμη τοῦ Σπινόζα. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ προσπαθήση νὰ ἀποφύγη αὐτὸ τὸ δίλημμα δίνοντας τὴν ἀπάντηση ὅτι τὸ θετικὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν θεὸ εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἡ ὁποία καθ' ἑαυτὴν εἶναι ἀδιά-φορη ἀπέναντι στὸ κακὸ καὶ τὸ καλό. Μόνο ποὺ ἀρκεῖ νὰ μὴν σκεφθῆ κανεὶς αὐτὴ τὴν ἀδιαφορία ἁπλῶς ἀρνη-τικά, ἀλλὰ ὡς ζῶσα δύναμη καλοῦ καὶ κακοῦ, καὶ τότε δὲν βλέπει κανεὶς πλέον πῶς ἀπὸ τὸν θεό, ποὺ τὸν θεω-ροῦμε καθαρή καλοσύνη, μπορεῖ νὰ προκύψη μία δύναμις κακοῦ. Γίνεται φανερὸ ἐδῶ παρεμπιπτόντως, ὅτι ἂν ἡ ἐλευθερία εἶναι πραγματικὰ ὅ,τι ὀφείλει νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια (καὶ ὁπωσδήποτε αὐτὸ εἶναι), ἡ παραπάνω ἐπιχειρηθεῖσα συναγωγὴ τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν θεὸ δὲν εἶναι ὀρθή· διότι, ἂν ἡ ἐλευθερία εἶναι δύναμις κακοῦ, πρέπει νὰ ἔχη μιὰ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸν θεὸ ρίζα. Περνώντας κανεὶς ἀπὸ αὐτὸ τὸ μο-νοπάτι μπορεῖ νὰ μπὴ στὸν πειρασμὸ νὰ ἀφεθῆ στοὺς κόλπους τοῦ δυϊσμοῦ. Ἀλλὰ τὸ σύστημα αὐτό, ὅταν τὸ καταλαβαίνουν ὡς τὸ δόγμα δύο ἀπολύτως διακεκρι-μένων ἀρχῶν, εἶναι ἕνα σύστημα αὐτοσπαραγμοῦ καὶ ἀπελπισίας τοῦ λόγου. Ἐνῶ ἂν τὸ κακὸ θεμελιακὸ ὄν [Grundwesen] τὸ σκεφτόμαστε ὡς ἐξαρτημένο ἀπὸ τὸ καλό, ἡ ὅλη δυσκολία τῆς προέλευσης [Abkunft] τοῦ κακοῦ ἀπὸ τὸ καλὸ συγκεντρώνεται βέβαια σὲ ἕνα μόνο ὄν, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο μᾶλλον μεγαλώνει παρὰ μι κραίνει. ᾿Ακόμα κι ἂν παραδεχτοῦμε ὅτι αὐτὸ τὸ δεύ-τερο ὂν ἀρχικὰ εἶχε δημιουργηθῆ καλὸ καὶ ἐξέπεσε ἀπὸ τὸ πρωταρχικό ὂν ἀπὸ δικό του φταίξιμο [Schuld], ἡ πρώτη δυνατότητα μιᾶς ἐνέργειας [Ται] ποὺ ν᾿ ἀντιμάχεται τὸν θεὸ παραμένει ἀνεξήγητη σὲ ὅλα τὰ μέχρι τώρα συστήματα. Γι' αὐτό, ἀκόμα κι ὅταν κανεὶς (355) ἐντέλει θὰ ἤθελε νὰ ἄρη ὄχι μόνο τὴν ταυτότητα, ἀλλὰ ὁποιανδήποτε συνάρτηση τῶν ἐνδοκόσμιων ὄντων μὲ τὸν θεό, καὶ νὰ δὴ ὅλη τὴν παροῦσα ὕπαρξή τους, καὶ αὐτὴν τοῦ κόσμου μαζί, ὡς μιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν θεό, ἡ δυσκολία ἁπλῶς θὰ μετατοπιζόταν ἕνα βήμα πα ραπέρα, ἀλλὰ δὲν θὰ ἤρετο [aufgehoben]. Διότι γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀπορρεύσουν ἀπὸ τὸν θεό, πρέπει ἤδη κατὰ κάποιο τρόπο νὰ ὑπῆρχαν, καὶ ἑπομένως ἡ θεω-ρία τῶν ἀπορροῶν πολὺ λίγο θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιπα-ραταχθῆ στὸν πανθεϊσμό, ἀφοῦ προϋποθέτει προφανῶς μιὰ πρωταρχικὴ ἐν θεῷ ὕπαρξη τῶν πραγμάτων και μαζὶ τὸν ἴδιο τὸν πανθεϊσμό. Γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε ὅμως αὐτὴ τὴν ἀπομάκρυνση θὰ μπορούσαμε νὰ δεχτοῦμε τὸ ἑξῆς: εἴτε εἶναι ἀθέλητη ἀπὸ πλευρᾶς τῶν πραγμάτων, ὄχι ὅμως καὶ ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ θεοῦ· ὁπότε ρίφθηκαν [verstoßen] στὴν κατάσταση τῆς δυστυχίας [Unseligkeit] καὶ τοῦ κακοῦ [Bosheit] ἀπὸ τὸν θεό, καὶ ὁ θεὸς ἑπο-μένως εἶναι ὁ πρόξενος αὐτῆς τῆς κατάστασης· εἴτε εἶναι ἀθέλητη καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, παρηγμένη σὰν ἀπὸ ὑπερροὴ* [Überfluß] τοῦ εἶναι [Wesen], ὅπως τὸ λένε κάποιοι· ἰδέα ἐντελῶς ἀστήριχτη. Εἴτε εἶναι ἠθε-λημένη ἀπὸ πλευρᾶς τῶν πραγμάτων, μιὰ ἀπόσπαση ἀπὸ τὸν θεό, ἡ συνέπεια ἑνὸς ἁμαρτήματος στὸ ὁποῖο βυθίζονται ἀκολούθως ὅλο καὶ βαθύτερα: ἀλλὰ τότε αὐτὸ τὸ πρῶτο ἁμάρτημα εἶναι τὸ ἴδιο τὸ κακὸ καὶ ἔτσι · δὲν παρέχει κανέναν εὐκρινισμὸ τῆς πηγῆς του [Ursprung]. Χωρὶς αὐτὴ τὴ βοηθητική σκέψη ὅμως, ἡ ὁποία, ἂν ἐξηγεῖ τὸ κακὸ στὸν κόσμο, ἀντιθέτως τὸ καλὸ τὸ ἐξαλείφει, καὶ εἰσάγει στὴ θέση τοῦ πανθεϊσμοῦ ἕναν παν-δαιμονισμό, ἐξαφανίζεται μέσα στὸ σύστημα τῶν ἀπορροῶν κάθε αὐθεντικὴ ἀντίθεση καλοῦ καὶ κακοῦ· τὸ πρῶτο, μέσῳ ἀτέλειωτα πολλῶν διαβαθμῶν καὶ προοδευτικῆς ἐξασθένισης χάνεται σὲ κάτι ποὺ δὲν ἔχει πλέον οὐδόλως ὄψη καλοῦ, περίπου κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Πλωτίνος περιγράφει, μὲ εὑρηματικότητα, ἀλλὰ ὄχι ἱκανοποιητικά, τὴ μετάβαση τοῦ πρωταρχικοῦ καλοῦ στὴν ὕλη καὶ στὸ κακό[ΣΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΝΟΗΜΑΤΟΣ]. Μέσῳ συνεχοῦς ὑποβιβασμοῦ καὶ ἀπο-μάκρυνσης προκύπτει ἕνα ὕστατο, πέρα ἀπὸ τὸ ὅριο τοῦ ὁποίου τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ γεννηθῆ, καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἀνίκανο γιὰ περαιτέρω παραγωγὴ εἶναι τὸ κακό. Η ἀλλιῶς: ἂν ὑπάρχει κάτι μετὰ τὸ πρῶτο, πρέπει νὰ ὑπάρχη καὶ ἕνα ὕστατο, τὸ ὁποῖο δὲν φέρει πλέον καν ένα χαρακτηριστικὸ τοῦ πρώτου, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ὕλη καὶ ἡ ἀνάγκη τοῦ κακοῦ
.

ΑΥΤΗ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΞΕΛΙΧΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΗΜΙΜΑΘΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΙΔΟΥΝ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ Η ΟΠΟΙΑ  ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΑΤΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΑΦΗΣΕ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: