Συνέχεια από 2ο κεφάλαιο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
§ 7. Θεσμοποίηση καὶ ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας
Στὰ ὅρια τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ ποὺ εἶναι τὰ ὅρια τῆς ζωῆς μας, δηλαδὴ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας σήμερα, ἡ σύνδεση τῆς ὀντολογίας μὲ τὴν Ἱστορία – ἡ αἰτιολόγηση τῶν ἱστορικῶν ἐξελίξεων καὶ τῶν κοινωνικῶν διαμορφώσεων μὲ βάση ὀντολογικὲς ἀντιλήψεις καὶ ἀφετηρίες – εἶναι ἐλάχιστα κατανοητὴ καὶ πειστική. Η «γλώσσα» ποὺ διαθέτει αὐτὸς ὁ πολιτισμὸς γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἱστορικο – κοινωνικῶν ἐξελίξεων ἐξαντλεῖται συνήθως στὴν αἰτιολογικὴ σύνδεση τῆς φαινομενολογίας τῶν συμπτωμάτων μὲ ὅσο τὸ δυνατὸ «ἀντικειμενικώτερους» κοινωνιολογικούς παράγοντες.Ἔτσι καὶ τὸ γεγονὸς τῆς «ἐκκοσμίκευσης» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, τῆς ὑποταγῆς του στὶς προϋποθέσεις ζωῆς ποὺ ἐπιβάλλει ὁ πολιτισμός τῆς ἀτομοκρατίας καὶ τῆς κατανάλωσης, ἑρμηνεύεται σήμερα μὲ ἀποκλειστικὴ ἀναφορὰ σὲ ἀπώτερες ἀλλὰ καὶ νεώτερες συγκεκριμένες ἱστορικὲς συγκυρίες καὶ κοινωνικὲς διαμορφώσεις. Καὶ ἐπειδὴ μια τέτοια προσέγγιση δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς ἐκκοσμίκευσης, μοιάζει μᾶλλον χρήσιμο γιὰ τὴ διερεύνηση τοῦ θέματός μας νὰ δοῦμε καταρχὴν συνοπτικὰ καὶ τὸ ἑρμηνευτικό σχῆμα ποὺ μᾶς προτείνει ἡ ἱστορικο - κοινωνιολογική θεώρηση:
Ἡ ἀρχὴ τῆς ἐκκοσμίκευσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου ἀνάγεται συνήθως στὴν ἀναγνώριση τοῦ χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης θρησκείας τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας (religio imperii). Me τὴν ἀναγνώριση αὐτὴ ἀμβλύνονται καὶ σχεδὸν ἐξαφανίζονται τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν καὶ τὸν «κόσμο» (μὲ τὴ βιβλικὴ ἔννοια τῆς λέξης58). Τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα ποὺ ἐνσάρκωνε τὴ χαρισματικὴ ἑνότητα ὡς ὁμολογία καὶ μαρτυρία ἀλήθειας μέσα στὸν «κόσμο» τῶν τεμαχισμένων ἀτόμων, ἀφομοιώνεται τώρα καὶ ταυτίζεται μὲ τὸ κοινωνικό σύνολο ποὺ ἀποτελεῖ ἑνότητα ὄχι χαρισματικὴ καὶ ἀποκαλυπτική, ἀλλὰ μόνο πολιτειακή - πολιτικὴ ἢ ἑνότητα θεσμικῶν συμβάσεων. Ὁ κλῆρος παύει νὰ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς ὀρατῆς ἑνότητας τοῦ σώματος τῶν πιστῶν «εἰς τύπον καὶ τόπον» τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐντάσσεται στὴν κοσμική - ἐπαγγελματικὴ ἱεραρχία τοῦ δημόσιου βίου, «εἰς τύπον καὶ τόπον» τῶν κοσμικῶν ἀξιωματούχων τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου: Οἱ ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης μεταβάλλονται σὲ ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς τῆς κρατικῆς θρησκείας.
Ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀλήθεια τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων, τοῦ τριαδικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως ποὺ ἀποκάλυψε ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου, κατανοεῖται ἀπὸ τοὺς πολλούς, ὅλο καὶ περισσότερο, σὰν στενὰ θρησκευτικὴ διδαχὴ μὲ χρησιμοθηρικό χαρακτήρα ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἠθικὴ «βελτίωση» τῶν ἀτόμων τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου.[ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΔΥΝΑΤΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΑΝ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΕΔΩΣΕ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΔΙΔΑΣΚΕ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΕ. ΟΠΩΣ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ, ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΟΥΣ. ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΚΑΝΕ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ; ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ;] Τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴ ζωντανὴ ζύμη τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸ νεκρὸ φύραμα τοῦ κόσμου μετατίθενται προοδευτικὰ σὲ ἕνα ἐπίπεδο ἠθικῆς ἀντικειμενικῆς ἀξιολόγησης τῶν ἀτόμων: «Ενάρετους χριστιανοὶ καὶ «ἁμαρτωλοὶ» χριστιανοί, ζηλωτὲς καὶ χλιαροί, συντηρητικοὶ καὶ φιλελεύθεροι, εἶναι οἱ καινούργιες διακρίσεις ποὺ ὑποκαθιστοῦν τὴ ριζική κρίση τοῦ κόσμου τὴ σαρκωμένη στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια καὶ ζωὴ τῆς τριαδικῆς ἑνότητας.[ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ]
Ὁ μοναχισμὸς θὰ ἐμφανισθῆ σὰν δυναμική καὶ ἔμπρακτη μαρτυρία καὶ ὑπόμνηση τῆς διαστολῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν κόσμο, τῆς «ἐξόδου» τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν «παρεμβολή» τοῦ κόσμου: Η μαρτυρία καὶ ὁμολογία τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινότητας γιὰ τὸν καινούργιο «τρόπο ὑπάρξεως» ποὺ εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Χριστό, σαρκώνεται προοδευτικά στὸ μοναστικό κοινόβιο, χωρισμένο καὶ τοπικὰ ἀπὸ τὸν κόσμο – ἢ βιώνεται αὐτὴ ἡ ἑνότητα «μυστικά» καὶ ὑπαρκτικὰ στὴν «ἡσυχία» τῆς ἀτομικῆς ἀναχώρησης.
Ἔτσι ἡ διάκριση τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπὸ τὸν κόσμο μετατίθεται βαθμιαία στη διαστολὴ τῶν μοναχῶν ἀπὸ τοὺς «κοσμικούς» χριστιανούς. Η ἐκκλησιαστική συνείδηση θὰ ἀναγνωρίση στὸ μοναχικό βίο τη χαμένη ἀλήθεια τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἔμπρακτης ὁμολογίας πίστεως τῶν πρωτοχριστιανικῶν κοινοτήτων: Ὁ μοναχισμὸς θὰ γίνη τὸ ὑπόδειγμα καὶ τὸ μέτρο τῆς πνευματικότητας τῶν χριστιανῶν, ἡ λατρεία καὶ οἱ κανόνες ἀσκήσεως τῶν μοναχῶν θὰ ἐπιβληθοῦν στη σύνολη Ἐκκλησία. Τελικὰ ὁλόκληρος ὁ κλῆρος, χωρὶς νὰ ἀρνηθῆ τὴν ἔνταξή του στην κοσμική – πολιτειακὴ ἱεραρχία, θὰ περιβληθῆ τὸ ἔνδυμα τῶν μοναχῶν διευρύνοντας τὸ χάσμα καὶ τὴν ἀντικειμενική διαφοροποίησή του ἀπὸ τοὺς «λαϊκούς» ή «κοσμικούς» χριστιανούς.
Σύμφωνα πάντοτε μὲ τὴν ἱστορικο - κοινωνιολογικὴ θεώρηση, αὐτὴ ἡ μετάθεση τοῦ ἰδεώδους τῆς χριστιανικῆς κοινότητας στὴ μοναχικὴ ἀναχώρηση ποὺ εἶναι ἀνέφικτη γιὰ τὸ σύνολο κοινωνικὸ σῶμα, ἐλευθερώνει τὸ δρόμο, ἂν δὲν δημιουργεῖ τὸν πειρασμό, γιὰ τὴν ἀναζήτηση ἄλλων, περισσότερο συγκεκριμένων καὶ ἐφικτῶν ὀραμάτων «προόδου» γιὰ τὸ κοινωνικό σύνολο. Καὶ μόνο ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὰ «μέτρα τελειότητος» τοῦ βίου τῶν μοναχῶν καὶ στὴν «ἠθικὴ συνέπεια» (τὴν ἄσκηση συγκεκριμένων καὶ πρακτικῶν κοινωνικῶν ἀρετῶν) ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, περιέχει τὰ σπέρματα γιὰ τὴν ὀρθολογικὴ ὀργάνωση μιᾶς «ἀποτελεσματικῆς» ἠθικῆς ἀρτιότητας τοῦ κοινωνικοῦ βίου.[ΜΟΝΟ ΕΑΝ Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣΚΟΠΟΣ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΚΑΘΙΣΤΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΑΜΟ ΑΥΤΟΣΚΟΠΟ] Δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ ἀρνηθῆ κανεὶς ὅτι ὁ ὀρθολογισμὸς τῶν νεώτερων χρόνων γεννιέται μέσα ἀπὸ τὴν ἐργώδη προσπάθεια τῶν Σχολαστικῶν τοῦ μεσαίωνα νὰ κατοχυρώσουν «ἀντικειμενικά» τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια· ἀλλὰ καὶ ὅτι ὁ ἀπώτερος στόχος αὐτῆς τῆς κατοχύρωσης ἦταν ἡ αὐθεντικὴ ἐπιβολὴ τῶν χριστιανικῶν «ἀρχῶν» γιὰ τὴν ἠθικοποίηση τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου.
᾿Αλλὰ στὴν ἠθική - χρησιμοθηρικὴ «ἀποτελεσματικότητα» τοῦ θεολογικοῦ ὀρθολογισμοῦ οἱ πνευματικὰ ὑποβιβασμένοι «κοσμικοί» θὰ ἀνακαλύψουν πολύ σύντομα τὴ δυνατότητα γιὰ μιὰ ἱστορικὴ revanche – γιὰ μιὰ διεκδίκηση αἰσθητῶν καὶ ἐφικτῶν στόχων τελειότητας τοῦ κοινωνικοῦ βίου. Ἡ ἀποτελεσματικότητα τοῦ ὀρθολογισμοῦ θὰ μετατεθῆ ἀπὸ τὴν προσπάθεια γιὰ τὴν κατοχύρωση τῆς ἀλήθειας στὴν προσπάθεια νὰ ἐξυπηρετηθῆ ἡ κοινωνική χρησιμότητα. Ἡ λειτουργική «λογοποίηση» τοῦ κόσμου, ἡ ἀνεύρεση τοῦ προσωπικοῦ λόγου τῶν κτισμάτων καὶ ἡ δοξολογικὴ ἀναφορά του στὸ Θεό, θὰ παραμείνη μιὰ δυνατότητα μυστικῆς ἐμπειρίας τῶν μοναχῶν, ἐνῶ ὁ «κοσμικὸς» ἄνθρωπος στὴν ἀποκρυπτογράφηση τῶν λόγων τῆς φυσικῆς πραγματικότητας θὰ ἀνακαλύψη τὴ δυνατότητα τῆς λογικῆς του νὰ ὑποτάξη τὸν κόσμο στὸ ὄραμα μιᾶς (αἰσθητὰ καὶ ὄχι λειτουργικά) γιορταστικῆς κοινωνικῆς «ευζωίας».[ΟΛΗ ΑΥΤΗ Η ΚΩΜΩΔΙΑ ΠΑΙΖΕΤΑΙ ΑΚΟΜΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΟΤΙ Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ.]
Ἡ ὑποταγὴ τῆς φυσικῆς πραγματικότητας στὸ ὅραμα τῆς «εὐζωίας» θὰ κατορθωθῆ μὲ τὴ δύναμη τῆς διάνοιας τὴν ὑλοποιημένη στη μηχανή, καὶ θὰ συμπληρωθῆ μὲ τὶς διακηρύξεις τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀτόμου πάνω στὰ φυσικὰ καὶ ἠθικὰ ἀγαθὰ – μὲ τὰ κινήματα γιὰ τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἐξάλειψη τῆς ἀνισότητας τῶν τάξεων. Οἱ ἐπιδιώξεις αὐτὲς τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης καὶ ἰσότητας θὰ προσφέρουν ἕνα καινούργιο κοινωνικὸ ἰδεῶδες, βασισμένο στὴν ὀρθολογική ρύθμιση δικαιωμάτων καὶ ὑποχρεώσεων τοῦ ἀτόμου καὶ θὰ ἀπομακρύνουν ὅλο καὶ περισσότερο τὸ κοινωνικό σύνολο ἀπὸ τὰ πρωταρχικὰ ὀράματα τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.[ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΓΙΟΥΣ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟΥΣ ΚΡΥΨΟΥΜΕ; Καθότι Στή διάρκεια τού Βυζαντίου οι Πατέρες μαρτύρησαν από τήν εκκλησία όχι από τούς Νέρωνες. Δυστυχώς τό ξεχάσαμε...] Γιὰ νὰ φτάσουμε σήμερα στὸν ἐκπληκτικὸ σὲ ἔκταση θρησκευτικὸ ἀποχρωματισμὸ τῶν λαῶν τόσο τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Ανατολῆς ὅσο καὶ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς καὶ προτεσταντικῆς Δύσης.[ΤΕΛΙΚΑ ΟΜΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ ΟΙ ΑΠΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΟΙ ΛΑΟΙ ΑΠΕΚΤΗΣΑΝ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΤΟΞΟΥ, ΛΙΓΟ ΕΙΝΑΙ; ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΘΗΚΑΝ.]
Γιατὶ ἡ γνησιότητα ἢ ἡ ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας ἐμφανίζει ὁπωσδήποτε καὶ μιὰ «ἀντικειμενικὴ» ἱστορικο – κοινωνικὴ ὄψη, μιὰ φαινομενολογία συμπτωμάτων. ᾿Αλλὰ δὲν παύει νὰ παραμένη οὐσιαστικὰ ἕνα πρόβλημα «ἐσωτερικῶν κριτηρίων» τῆς ᾿Εκκλησίας, πρόβλημα πνευματικῆς ταυτότητας, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἑρμηνευθῆ σωστὰ μὲ κριτήρια ξένα πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, κριτήρια μόνο κοινωνιολογικὰ καὶ ἱστορικά.
Τὸ πιὸ κρίσιμο σημεῖο στὸ ἑρμηνευτικὸ αὐτὸ σχῆμα εἶναι ἡ ἀφετηρία του, ἡ ἀναγωγὴ τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀναγνώρισή της ὡς ἐπίσημης «θρησκείας» τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.[ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΓΚΑΘΙ ΤΩΝ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΩΝ, ΤΟ ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ] Τὸ ὅτι αὐτὴ ἡ ἀναγνώριση δημιούργησε ἄμεσες δυνατότητες ἐκκοσμίκευσης δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῆ κανείς;;;;. ᾿Αλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοήση καὶ τὶς ἐσωτερικὲς μαρτυρίες γιὰ τὴν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, δηλαδὴ τὸ πῶς εἶδε ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία[ΠΟΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝΝΟΟΥΜΕ;] τὴν πολιτική της ἀναγνώριση[ΠΟΙΟΣ ΕΙΧΕ ΤΟ ΠΑΝΩ ΧΕΡΙ; ΠΟΙΟΣ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕ ΠΟΙΟΝ;] καὶ πῶς ἐβίωσε ἡ ἴδια τὴ συμπόρευσή της μὲ τὴν πολιτεία, χίλια περίπου χρόνια, τουλάχιστον στὸ χῶρο τῆς ᾿Ανατολῆς.
Μὲ τὴν πολιτικὴ θεσμοποίηση τῆς Ἐκκλησίας ἀρχίζει ἡ περίοδος τῆς μεγάλης θεολογικῆς της ἀκμῆς, ἡ ἐποχὴ τῶν μεγάλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν κορυφωμάτων τῆς πατερικῆς γραμματείας,[ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΗ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ.ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΔΟΚΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ. ΔΕΝ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΟΜΩΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ.ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΜΟΝΟ Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΗΛΙΟΣ] τῆς ἀφομοίωσης ὅλου αὐτοῦ τοῦ πλούτου ἀπὸ τὴ βιωματικὴ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ ποὺ ἐκφράζεται στὰ ἐκπληκτικὰ φανερώματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰκονογραφίας καὶ ἀρχιτεκτονικῆς καὶ ὑμνολογίας καὶ μουσικῆς, ὅπως καὶ στὰ ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ βίου τῶν Βυζαντινῶν.
Δὲν ὑπάρχουν σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες τεκμήρια ποὺ νὰ προδίδουν ὑποψία ἢ ἐπιφύλαξη γιὰ τὴν πολιτικὴ θεσμοποίηση τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ὀργανικὴ – ἐσωτερικὴ «ἀλληλοπεριχώρηση» τῶν ὁρίων τοῦ πολιτικοῦ καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου. ᾿Αντίθετα, ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση βλέπει σὲ αὐτὸ τὸ γεγονὸς μιὰ ξεχωριστὴ φανέρωση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ καθολικοῦ καὶ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα της59. Γι' αὐτὸ καὶ τιμᾶ τὸν πρωτεργάτη τῆς πολιτικῆς ἀναγνώρισης τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, ἀνακηρύσσοντάς τον άγιο καὶ ἰσαπόστολο.[ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΘΕΣΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ. ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΑΝ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ. Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΔΕΝ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΩΝ ΑΟΡΑΤΩΝ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΩΝ ΟΡΑΤΩΝ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ.ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΔΙΑΚΡΙΣΙΑΣ ΜΑΣ]
Θὰ πρέπει νὰ σταθοῦμε γιὰ λίγο σὲ αὐτὴ τὴν τελευταία διαπίστωση. Μὲ τὰ κριτήρια τῆς ἱστορικο - κοινωνικῆς φαινομενολογίας, ἡ ἁγιοποίηση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου θεωρεῖται ὁπωσδήποτε δείγμα καὶ τεκμήριο ἐκκοσμίκευσης, ἂν ὄχι παραβίαση τῆς ἀλήθειας καὶ σκάνδαλο, ἀφοῦ ὁ ἀτομικὸς βίος τοῦ Κωνσταντίνου δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προβληθῆ σὰν ὑπόδειγμα ἐνάρετου ἤθους60.
᾿Αλλὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀνακηρύσσει τοὺς ἁγίους της[ΔΕΝ ΑΓΙΟΠΟΙΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ. ΥΠΑΚΟΥΕΙ ΣΤΙΣ ΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ.] μὲ μέτρα ἀτομικῆς ἠθικῆς τελειότητας· στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων δὲν βλέπει ἡ Ἐκκλησία τὰ κοσμικά πρότυπα ἑνὸς ἄψογου ἠθικοῦ βίου, ἀλλὰ βλέπει τὴν ἐνσάρκωση τῆς ἀλήθειας της, τὴν ἕνσαρκη μαρτυρία τῆς σωτηρίας, τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τὶς «ἀπαρχὲς» τῆς ζωῆς πρὸς τὴν ὁποία ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία ὀδεύει. Ἡ ἀτομικὴ ἀρετὴ δὲν συνιστᾶ ἁγιότητα ἂν δὲν ὑπηρετῆ τὴ φανέρωση καὶ μαρτυρία τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ ἡ μετάνοια τοῦ ληστῆ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς του, χωρὶς καμιὰ ὀρθολογικὴ ἐπανόρθωση τῶν κακουργημάτων τοῦ βίου του, τὸν ἀναδείχνει ἄγιο τῆς Ἐκκλησίας, ὑπόδειγμα καὶ μέτρο τοῦ «καινοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως» – τῆς ἐρωτικῆς ἐπιστρεπτικῆς φορᾶς τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεὸ – πρῶτο πολίτη τῆς Βασιλείας.[ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ, ΑΛΛΟ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ]
Μόνο αὐτὴ ἡ σύνδεση τῆς ἁγιότητος μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας, καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀτομική ἀρετή, μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήση σὲ μιὰ σωστὴ κατανόηση τοῦ γεγονότος τῆς ἁγιοποίησης τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αν στὰ πρόσωπα τῶν ᾿Αποστόλων εἶδε ἡ Ἐκκλησία τοὺς «θεμελίους» τῆς θείας οἰκοδομῆς της «ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ»61 – τοὺς θεμελιωτὲς τῆς φανέρωσης - βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ – στὸ πρόσωπο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶδε τὸν Ἰσαπόστολο, τὸν θεμελιωτὴ τῆς ὁρατῆς καθολικότητας καὶ οἰκουμενικότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Στοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τῶν διωγμῶν, ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας βιώθηκε περισσότερο σὰν μιὰ ἐσωτερικὴ - πνευματικὴ αὐτοσυνειδησία καθολικότητας, ὑπαρκτικὴ ἐμπειρία τῆς καθολικότητας τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου «ἐν τῷ Χριστῷ» στὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς Εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ στὸ δυναμισμὸ τῆς ἱεραποστολῆς. Ἡ μαρτυρία αὐτῆς τῆς ἐμπειρικῆς βεβαιότητας γιὰ τὴ μεταμόρφωση τῆς «καθόλου» ζωῆς (πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου) σὲ Εὐχαριστία καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, σφραγίζεται μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων καὶ διαμορφώνει, στοὺς αἰῶνες αὐτούς, τὸ ἱστορικὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας – ἦθος ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν ἀπιστία τοῦ κόσμου καὶ τὰ εἴδωλα τοῦ κόσμου, ἦθος ἀσυμβίβαστου ἔρωτα γιὰ τὸν Νυμφίο Χριστό. Οἱ τρεῖς πρῶτοι αἰῶνες ἔχουν ξεχωριστὴ σημασία γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ στὴ διάρκειά τους τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων ἔδωσε στὴν ἱστορικὴ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας τὴν πνευματική της φυσιογνωμία καὶ ταυτότητα, τὸ ὁριστικό μέτρο γνησιότητας τοῦ βίου της.
᾿Αλλὰ ὁ ἐσωτερικὸς - ὀργανικός προορισμὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἦταν νὰ παραμείνη μιὰ διακεκριμένη «ὁμολογοῦσα» κοινότητα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐκληφθῆ τελικὰ σὰν μιὰ σέκτα «καθαρῶν» ἀντικειμενικὰ διαφοροποιημένη ἀπὸ τὸν «κόσμο», μιὰ ἐπιμέρους «θρησκεία», ἰδεολογία καὶ ἠθικὴ ξεχωρισμένη ἀπὸ τὴ σύνολη ζωή του κόσμου, ἀπὸ τὴν καθολικὴ περιπέτεια τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Ἡ φύση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ καθολικὴ ἀνθρώπινη φύση, ὁ «παγγενής ᾿Αδάμ», ἡ ἕνωση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου μὲ τὸν ὅλο Θεό, ἡ πρόσληψη τῆς σύνολης ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου καὶ ἡ μεταμόρφωσή της σὲ Εὐχαριστία καὶ κοινωνία. Ἡ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴν Ἱστορία εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς σαγήνης ποὺ περικλείνει «σαπρὰ καὶ καλὰ ἐκ παντὸς γένους»62, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἀγροῦ ὅπου σίτος καὶ ζιζάνια «συναυξάνονται ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ»63.[ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΟΜΩΣ ΜΥΣΤΙΚΑ ΕΝΕΡΓΕΙΤΑΙ ΗΔΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ. ΣΤΑ ΕΣΧΑΤΑ ΘΑ ΦΤΑΣΕΙ ΜΟΝΟ Η ΗΡΑ, ΤΟ ΚΟΥΤΟΧΟΡΤΟ.]
Στὸ πρόσωπο λοιπὸν τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ στὴν ἀναγνώρισή της ἀπὸ τὴν πολιτεία εἶδε ἡ Ἐκκλησία νὰ παίρνη συγκεκριμένες ἱστορικές διαστάσεις ἡ ἀλήθεια τῆς καθολικότητας τῆς φύσεώς της, ἡ πρόσληψη τοῦ σύνολου «κόσμου» καὶ ἡ μεταμόρφωσή του σὲ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Προσλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη τη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὴ φύση, δηλαδὴ τὸν καθολικό τρόπο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς – τοὺς θεσμούς, τὴν ὀργάνωση, τὴν «πολιτική τέχνη», τὴ θρησκευτικότητα τῶν ἀνθρώπων.[ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΟΧΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. ΤΟΝ ΑΦΗΝΕΙ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΟΥΝ ΝΑ ΘΕΛΟΥΝ]
Καὶ αὐτὴ ἡ πρόσληψη δὲν εἶναι μιὰ μαγική - αὐτοματικὴ μεταμόρφωση, ἕνας ἀντικειμενικὰ διαπιστούμενος ἐξαγιασμὸς τοῦ κόσμου, γιατί «ή βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔρχεται μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ»64. Οἱ ἱστορικὲς διαστάσεις αὐτῆς τῆς πρόσληψης τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μποροῦν μόνο νὰ περιγραφοῦν στὰ ὅρια τοῦ «παραδόξου» τῆς σωτηρίας, τῆς ταυτόχρονης πτώσης καὶ μεταμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου, στὰ μυστικὰ ὅρια ἀλληλοπεριχώρησης τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς τοῦ ἑνὸς σώματος τῆς Ἐκκλησίας.[Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ, Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ]
Γιατὶ ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας τρόπος ὑπάρξεως, καὶ ἡ μεταμόρφωση καὶ ὁ ἁγιασμός του εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος ὑπαρξεως, καὶ ὁ ἱστορικὸς βίος τῆς Ἐκκλησίας (ὅπως καὶ ὁ προσωπικὸς βίος κάθε πιστοῦ) εἶναι μιὰ δυναμική κίνηση καὶ ἀδιάκοπη δοκιμασία καὶ «κρίση» στὰ ὅρια τῶν δύο αὐτῶν τρόπων ὑπάρξεως – στὰ ὅρια τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου σὲ Ἐκκλησία.[ΔΕΝ ΕΠΕΣΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΒΙΩΝΕΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΣΑΝ ΚΟΣΜΗΜΑ]
Σὲ κάθε καιρὸ καὶ σὲ κάθε τόπο, ἡ ἀναξιότητα, ἀποτυχία ἢ ἀνεπάρκεια τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας – κληρικῶν καὶ λαϊκῶν – ἐκκοσμικεύει τὶς δομὲς καὶ τοὺς θεσμοὺς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου. Τοὺς ἀποσυνδέει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς ὑποτάσσει στὶς συμβατικές σκοπιμότητες καὶ χρησιμοθηρικὲς ἐπιδιώξεις τοῦ κόσμου. Καὶ εἶναι πάντοτε τὰ συμπτώματα τῆς ἐκκοσμίκευσης ὀδύνη καὶ πόνος γιὰ τὴν πτώση τῆς κοινῆς μας φύσης, ἀλλὰ εἶναι καὶ παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση γιατὶ βεβαιώνουν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτωλότητα δὲν ἀποκλείεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία· ἀντίθετα, ὑπογραμμίζει τὸ θαυμαστὸ «παράδοξο» τῆς[ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ] σωτηρίας.
Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐξαντλεῖται στη χρονική διαδοχὴ τῶν συμπτωμάτων τῆς ἐκκοσμίκευσης, ἀλλὰ στὴ διαχρονικὴ ἑνότητα τῆς μαρτυρίας τῶν ἁγίων, στὸν τρόπο ὑπάρξεως τῶν ἁγίων ποὺ διασώζει τὴν ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ζωοποιεῖ τοὺς θεσμοὺς καὶ τὶς δομὲς τοῦ βίου της. Οἱ ἄνθρωποι δὲν σωζόμαστε ἀπὸ τοὺς θεσμοὺς καὶ τὶς δομές, σωζόμαστε ἀπὸ τοὺς ἁγίους, ἀπὸ τὴν πρόσληψη τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀποτυχίας μας στὰ ὅρια ζωῆς καὶ κοινωνίας τῶν ἁγίων. Οἱ δομὲς καὶ οἱ θεσμοὶ ἐκκοσμικεύονται στὰ ὅρια τῆς δικῆς μας ἁμαρτωλότητας καὶ ζωοποιοῦνται ἀπὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῶν ἁγίων.[ΤΟΤΕ; ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ;]
Ἡ ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων ὑπονομεύει τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὅταν οἱ θεσμοὶ ἐκκοσμικεύονται στὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ἀλλὰ μόνο ὅταν ἡ ἐκκοσμίκευση θεσμοποιεῖται, ὅταν ζητάει νὰ ὑποκαταστήση τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια μὲ τὰ μέτρα καὶ τὰ κριτήρια τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσης. [ΟΤΑΝ Ο ΤΥΠΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΥΣΙΑ] Αὐτὴ ἡ ἐπιβουλὴ ἦταν πάντοτε ἡ αἰτία γιὰ τὸν διαχωρισμὸ ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν αἵρεση. Κάθε αἵρεση εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἕνα δίλημμα ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια της καὶ στὴ θεσμοποιημένη ἐκκοσμίκευση τῆς ἀλήθειας της, μιὰ ἐπιβουλὴ γιὰ τὴν ἀλήθεια ὡς ἑνότητα καὶ τὴν ἑνότητα ὡς ἀλήθεια – μιὰ ὑποκατάσταση τῆς ἀλήθειας ὡς γεγονότος κοινωνίας καὶ σχέσης ἀπὸ τὴν ἰδεολογική, ἠθικὴ καὶ στενὰ θρησκευτικὴ ὁμοείδεια τεμαχισμένων ἀτόμων.[ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ ΣΕ ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΟ;]
Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες ἡ πολιτική θεσμοποίηση δὲν ἐμποδίζει τὴν Ἐκκλησία νὰ μάχεται ἀδιάκοπα τὴν ἀπειλὴ τῆς θεσμοποιημένης ἐκκοσμίκευσης ποὺ ἀντιπροσωπεύουν οἱ αἱρέσεις. Δὲν διστάζει ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀποκόψη ἀπὸ τὸ σῶμα της τοὺς αἱρετι κούς, ταρ᾿ ὅλα τὰ τεράστια προβλήματα ποὺ δημιουργοῦσε αὐτὴ ἡ ἀποκοπὴ γιὰ τὴν πολιτικὴ ἑνότητα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ παρὰ τὶς πιέσεις ἢ καὶ τοὺς διωγμοὺς τῶν ᾿Ορθοδόξων ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ συμβιβαστοῦν μὲ τὴν σἵρεση γιὰ χάρη τῆς πολιτικῆς-κοσμικῆς καὶ σὲ βάρος τῆς χαρισματικῆς-ἀποκαλυπτικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας: Ἡ ἀντίσταση τῆς Ἐκκλησίας στὴν αἵρεση, σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες, εἶναι ἕνα τεκμήριο ὅτι ἡ πολιτικὴ θεσμοποίηση δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε καὶ τὴ θεσμοποίηση τῆς ἐκκοσμίκευσης στὰ ὅρια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου.
Μὲ τὸν Μέγα Κωνσταντίνο καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης θρησκείας τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας παίρνει ὁπωσδήποτε συγκεκριμένες ἱστορικὲς διαστάσεις ἡ πάλη τῆς Ἐκκλησίας στὰ ὅρια τῆς ὑποταγῆς της στὸ κοσμικὸ πρόσλημμα ἢ τῆς μεταμόρφωσης τοῦ προσλήμματος. ᾿Αλλὰ ἡ ὁριστικὴ ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐκκοσμίκευση τόσο τῆς ἀλήθειας της ὅσο καὶ τῶν δομῶν καὶ θεσμῶν τοῦ βίου της κρίνεται σὲ αἰῶνες μεταγενέστερους: Εἶναι ἡ βασικὴ αἰτία γιὰ τὴν τραγικώτερη καὶ σημαντικώτερη σὲ ἱστορικὲς συνέπειες ἀναίρεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, δηλαδὴ γιὰ τὸ Σχίσμα τοῦ 11ου αἰώνα ἀνάμεσα στὴ χριστιανική ᾿Ανατολὴ καὶ στὴ χριστιανική Δύση.[Ή ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ;]
Τὸ Σχίσμα ἀπέκοψε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἑνότητας τῶν ᾿Ορθόδοξων ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, ὄχι ὅταν ἡ ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία ἔγινε τυχὸν ἁμαρτωλότερη, ἠθικὰ ἀναξιώτερη ἢ περισσότερο ἐκκοσμικευμένη ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες τῆς ᾿Ανατολῆς. ᾿Αλλὰ ὅταν ἡ ἐκκοσμίκευση στη Δύση ἄρχισε νὰ ὑποκαθιστᾶ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ παγιώνεται σὲ σκληρυμένους θεσμούς καὶ δομὲς ποὺ ἀναιροῦσαν τὸν λειτουργικὸ καὶ ἀποκαλυπτικό χαρακτήρα τῶν δομῶν καὶ θεσμῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου.[ ΟΤΑΝ ΕΛΛΕΙΨΑΝ ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ.]
§ 8. Ἡ θεσμοποίηση τῆς ἐκκοσμίκευσης στη Δύση
᾿Ακόμα καὶ ἡ δυτικὴ ἱστοριογραφία δὲν ἀρνεῖται πιὰ σήμερα ὅτι ἡ διαφοροποίηση τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ Μία ῾Αγία Καθολικὴ καὶ ᾿Αποστολικὴ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση ὀργανώθηκε μεθοδευμένα, ἀπὸ τὸν 8ο κιόλας αἰώνα, στὰ πλαίσια τῆς προοδευτικῆς ἐπιβολῆς τῶν Φράγκων πάνω στη Λατινική ᾿Ορθοδοξία65.
᾿Αλλὰ ἂν ἡ εἰσαγωγὴ νεοδιδασκαλιῶν καὶ ἀλλοιώσεων τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξης υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὶς φραγκικὲς φιλοδοξίες γιὰ χάρη πολιτικών σκοπιμοτήτων, κι ἂν οἱ λατίνοι πάπες κατόρθωσαν νὰ ἀντισταθοῦν ὡς τὸ 1014 τόσο σὲ ὀρισμένες καινοτομίες ὅσο καὶ στὴν ἴδια τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου τους ἀπὸ τοὺς Φράγκους, αὐτὰ ὅλα δὲν σημαίνουν ὅτι οἱ ρίζες τῶν διαφοροποιήσεων ποὺ ὁδήγησαν στὸ Σχίσμα πρέπει νὰ ζητηθοῦν ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια μιᾶς μακρόχρονης προοδευτικῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας.Οπωσδήποτε δὲν εἶναι τὸ θέμα μας ἐδῶ νὰ διερευνήσουμε, γιὰ πολλοστή φορά, ἢ νὰ ἀναλύσουμε τὶς αἰτίες καὶ τὶς ἀφορμὲς τοῦ Σχίσματος - οὔτε καὶ αἴρεται ἡ τραγωδία τοῦ Σχίσματος μὲ τὴν ἀπόδοση ἱστορικῶν εὐθυνῶν (ἴσως οὔτε καὶ μὲ τὴν καλόπιστη ἀποδοχή τους), ὅταν πιὰ οἱ δρόμοι τῆς ἐπιστροφῆς στη γνησιότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου ἔχουν ἀποκλειστῆ ἀπὸ σκληρυμένες ἱστορικὲς διαφοροποιήσεις.
Τὸ θέμα μας ἐδῶ εἶναι νὰ ὑπενθυμίσουμε τὸ πῶς ἡ ἐκκοσμικευμένη ἀνθρωποκεντρική θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν ὑπονόμευση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ θεώρηση ὑποκαθιστοῦσε προοδευτικά στη Δύση (ἀπὸ τὴν ἐποχὴ κιόλας τοῦ Αὐγουστίνου) τὸν χαρισματικό-ἀποκαλυπτικό χαρακτήρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας μὲ μιὰ ὀρθολογικὴ ἀντίληψη συγκεντρωτικῆς ὀργάνωσης – τὴν ἀντικειμενική διαβάθμιση τῶν ἐπισκοπικῶν «πρωτείων» – προκειμένου να συγκεντρωθή ἡ αὐθεντικὴ ἐκπροσώπηση τῆς ἀλήθειας καὶ τὸ ὁρατὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ρώμης.
Σήμερα πιά, ποὺ οἱ συνέπειες τοῦ Σχίσματος δὲν μποροῦν νὰ γίνουν ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης γιὰ στείρα θεολογικὴ πολεμικὴ καὶ γιὰ χάρη μιᾶς ὁμολογιακῆς αὐταρέσκειας, γιατὶ εἶναι πρόβλημα κοινὸ ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσης – πρόβλημα ἀδιέξοδης κρίσης ἑνὸς ὁλόκληρου πολιτισμοῦ ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὸ Σχίσμα – δὲν μποροῦμε νὰ μὴν ὁμολογήσουμε τὴν ἐκπληκτικὴ διορατικότητα μὲ τὴν ὁποία εἶδαν οἱ ἀνατολικοὶ θεολόγοι (ἀπὸ τὸν Μέγα Φώτιο ὡς τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ) τὰ ἱστορικὰ ἀποτελέσματα ποὺ θὰ εἶχε ὑποχρεωτικά γιὰ τὴ Δύση ἡ ὑπονόμευση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ θεσμοποίηση τῆς ἐκκοσμίκευσης.
Οἱ ἀνατολικοὶ δὲν ἀρνήθηκαν τὸ πρωτεῖο τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ρώμης, πρωτεῖο τιμῆς καὶ ἀγάπης καὶ πνευματικῆς διαιτησίας στὰ ὅρια τῆς «ἱερᾶς τάξεως καὶ εὐπρεπείας» τῆς «θεοειδοῦς»[ΘΕΑΡΧΙΑΣ] ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, ἀποκαλυπτικῆς πάντοτε τοῦ «κενωτικοῦ» τρόπου τῆς τριαδικῆς ἀλληλοπεριχώρησης.[ΠΕΡΙΧΩΡΗΣΗΣ. ΑΛΛΗΛΟΠΕΡΙΧΩΡΗΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ] Οὔτε καὶ θορυβήθηκε ἡ ᾿Ανατολὴ ἀπὸ τὴν κατάχρηση τῶν προνομίων που ἐξασφάλιζε αὐτὸ τὸ πρωτεῖο στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης – ἀπὸ τὶς κοσμοκρατορικές φιλοδοξίες τῶν παπῶν καὶ τὶς πολιτικὲς ἐπενδύσεις τῶν φιλοδοξιῶν τους – ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ ἁμαρτωλότητα εἶναι κοινὴ τόσο γιὰ τοὺς Ἐπισκόπους τῆς ᾿Ανατολῆς ὅσο καὶ γιὰ τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Δύσης. Αὐτὸ ποὺ ἀρνήθηκε ἡ ᾿Ανατολὴ ἦταν νὰ δεχθῆ τὰ προνόμια τοῦ πρωτείου σὰν προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς ἴδιας τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας.
Ὕστερα ἀπὸ δέκα περίπου αἰῶνες, ἔχουμε σήμερα μπροστά μας ὅλο τὸ φάσμα τῶν ἱστορικῶν συνεπειῶν ποὺ δικαιώνουν τραγικὰ τὴ διορατικότητα καὶ τὴν ἀσυμβίβαστη στάση τῶν ἀνατολικῶν θεολόγων. ῾Η ἀνθρωποκεντρική – μοναρχιανική θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἐξέφραζε μιὰ διαφοροποίηση τῶν δυτικῶν ὄχι σὲ ἐπίπεδο θεωρητικῶν θεολογικῶν ἀπόψεων, ἀλλὰ στὴ βάση μιᾶς ὀντολογίας ἀσύμπτωτης μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς ὀντολογίας ἦταν, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ κιόλας τοῦ Αὐγουστίνου, ἡ νοητικὴ ἀπολυτοποίηση τῆς ἑνότητας τῆς Οὐσίας σὲ βάρος τῆς ἀλήθειας τῶν Προσώπων, τῆς ἀλήθειας γιὰ τὴν ἑνότητα ὡς προσωπική κοινωνία66.[ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΝΟΤΗΤΑ-ΠΡΟΣΩΠΩΝ. ΔΕΝ ΕΝΣΑΡΚΩΘΗΚΑΝ Ο ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΟΝΟΜΑΣΘΟΎΝ ΠΡΟΣΩΠΑ, Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ ΔΕΝ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ, ΟΠΩΣ ΑΝΟΗΤΑ ΙΣΧΥΡΙΣΤΗΚΕ Ο ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ]
Η μοναρχιανίζουσα νοοτροπία καὶ στάση τῆς ὀντολογίας τῶν δυτικῶν ὑποδηλώθηκε ἀρχικὰ μὲ τὴν προσθήκη τοῦ Filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως67, δηλαδὴ μὲ τὴν ἄρνηση νὰ διακριθῆ ἡ προσωπικὴ ἀρχὴ τῆς διαφοροποίησης τῶν ἰδιωμάτων τῶν θείων Ὑποστάσεων, ποὺ εἶναι μόνη ἡ Ὑπόσταση τοῦ Πατρός, προκειμένου νὰ δοθῆ ἡ προτεραιότητα στὴν ἑνότητα τῆς θείας Οὐσίας.
Ἡ ἴδια μοναρχιανίζουσα τάση θὰ ἐκδηλωθῆ ἀπερίφραστα τὸν 12ο καὶ 13ο αἰώνα (ποὺ εἶναι αἰῶνες - «κλειδιά» γιὰ τὴ διαμόρφωση τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης καὶ τὴν ἐξέλιξη τοῦ εὐρωπαικοῦ πολιτισμοῦ γενικώτερα): Ἡ σχολαστική θεολογία θὰ διαμορφωθῆ σὲ μιὰ θεολογία τῆς οὐσίας – τῆς οὐσίας ποὺ μόνο νοητικὰ εἶναι δυνατὸ νὰ προσδιοριστῆ68 – ὑποβιβάζοντας σὲ ἐντελῶς δευτερεύουσα θέση καὶ σχεδὸν λησμονώντας τὴν ἀλήθεια τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων, τὴν ἀλήθεια τῆς τριαδικῆς Θεότητας ποὺ εἰκόνα της εἶναι ἡ Ἐκκλησία.[Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΝΟΗΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ; ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ;] Ἡ ἀλήθεια μεταβάλλεται σὲ ἀντικείμενο τῆς διάνοιας, σὲ σύμπτωση τῆς ἔννοιας μὲ τὸ νοούμενο, ὀργανώνεται σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς συμβατικῆς λογικῆς ἀντικειμενικότητας καὶ τῆς χρησιμοθηρικῆς «θετικῆς» γνώσης69.
Ἡ σχολαστική θεολογία θὰ ἀγνοήση τὸν προσωπικό τρόπο τῆς ὑπαρξεως ὄχι μόνο ὡς ὀντολογικὴ πραγματικότητα (ὡς ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας), ἀλλὰ καὶ ὡς γνωστική δυνατότητα: ᾿Αγνοεῖ τὴ γνωστική δυνατότητα τῆς προσωπικῆς σχέσης, κοινωνίας καὶ μετοχῆς70, ἐπομένως καὶ τὴ γνωστική δυνατότητα τῆς ἱεραρχίας (οὐρανίου καὶ ἐκκλησιαστικῆς) ποὺ συνιστᾶ μιὰ καθολικὴ καὶ ἑνοποιὸ κοινωνία καὶ σχέση, σχέση καὶ ἑνοειδὴ τελεταρχία γνωστικῶν ἀντιμεταδόσεων71 – τὸ κάλλος ἑνὸς συνολικοῦ τρόπου ὑπάρξεως ποὺ ἀντανακλᾶ τὴ θεοείδεια τῆς τριαδικῆς ἀγαπητικῆς κοινωνίας.[ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ. ΕΙΝΑΙ Η ΥΙΟΘΕΣΙΑ. ΠΟΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΟΜΩΣ ΠΟΥ ΤΑ ΕΞΑΠΤΕΡΥΓΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΟΥΤΕ ΝΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΟΥΝ]
Τὴν ἀλήθεια τῆς ἱεραρχίας, ὡς ὑπαρκτικὴ καὶ γνωστική δυνατότητα, θὰ ὑποκαταστήση τὸ νοητικὸ σχῆμα τῆς ἀναλογίας, τόσο στὸ χῶρο τῆς ὀντολογίας (analogia entis) προκειμένου νὰ ἀποδειχθῆ ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀναγωγή στὸ ἀπόλυτο νοητικῶν κατηγοριῶν τοῦ ἐπιστητοῦ72, ὅσο καὶ στὸ χῶρο τῆς ἐκκλησιολογίας προκειμένου νὰ κατοχυρωθῆ τὸ παπικὸ πρωτεῖο σὲ ἀναλογικὴ συσχέτιση μὲ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πέτρου. Οντολογία καὶ ἐκκλησιολογία ὑποτάσσονται στὴν ἀντικειμενοποίηση νοητικῶν σχημάτων καὶ ἐννοιολογικῶν ταυτίσεων, ἀποσυνδέονται ἀπὸ τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμπειρία καὶ τὴ βιωματικὴ ἀμεσότητα τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας.
Ἔτσι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς σχολαστικοὺς μιὰ καθολικὴ γνωστικὴ ἐμπειρία ἀποκαλυπτικῆς φανέρωσης τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ στὰ ὅρια τοῦ γεγονότος τῆς σάρκωσης τοῦ Λόγου καὶ τῆς δυναμικῆς διαπροσωπικῆς σχέσης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ ἀποκαλύπτει ἄρρητα καὶ φανερώνει ἀνερμήνευτα τὴ μοναδικότητα καὶ ἀνομοιότητα τοῦ μυστηρίου τῆς προσωπικῆς ὕπαρξης. [ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΑΡΥΓΔΟΥΠΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΩΣΑΜΕ]. ᾿Αλλὰ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη διάνοια ποὺ ἀντικειμενοποιεῖ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ σὲ λογικὴ ἀναγκαιότητα ἀπρόσωπης ᾿Αρχῆς καὶ ὀντικῆς, ἀπόλυτα ἐνεργητικῆς Αἰτίας.
Ἡ ἀντικειμενική - λογική κατοχύρωση τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ προσπορίζει ἕνα προφανὲς καὶ ἀναμφισβήτητο κύρος αὐθεντίας στὸν ἱδρυματικό φορέα τῆς ἀλήθειας, τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία – πολύ περισσότερο ἀπὸ τὴ θεωρητική κατοχύρωση τῆς «πετρίνειας διαδοχῆς» τῶν παπῶν. Ἡ ἀνάγκη αὐθεντικῆς ἑρμηνείας τῆς ἀλήθειας ὁδηγεῖ τοὺς δυτικούς θεολόγους στὴ διαστολὴ τῆς πίστης ἀπὸ τὴ θεολογία73: Η πίστη ἀπωθεῖται στὴ σφαίρα τοῦ συναισθηματικοῦ ὑποκειμενισμοῦ καὶ ἡ θεολογία ὀργανώνεται σὲ αὐτόνομη ἐπιστήμη. ᾿Απὸ τὰ τέλη κιόλας τοῦ 12ου αἰώνα, ἡ θεολογία πανηγυρίζει τὴ μετατροπή της σὲ «αὐστηρὴ ἐπιστήμη» ποὺ δὲν ἔχει νὰ ζηλέψη τίποτα σὲ αὐθεντικὴ ἀντικειμενικότητα ἀπὸ τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες καὶ τὴν ἀποδεικτική μεθοδολογία τους. [Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡ ΕΙΝΑΙ Η ΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ Η ΖΩΗ. ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΕΙΤΕ ΠΑΠΑΣ ΕΙΤΕ ΔΙΑΚΟΣ]
ΣΧΟΛΙΟ: Οι Λατίνοι δεν μπήκαν στο κόπο να εμβαθύνουν την «έννοια» η οποία θα έπρεπε να συσχετιστεί με τον «όρο» Persona, αυξάνοντας τοιουτοτρόπως όλα όσα είχαν κατακτήσει με τον Τερτυλλιανό, στον νέο ορίζοντα που άνοιξε το «ομοούσιος» της Νίκαιας. Αυτό το έλλειμμα, που άρχισε να γίνεται ορατό στο Τριαδικό δόγμα, έγινε οφθαλμοφανές στην Χριστολογία. Διότι ένα πράγμα είναι να απαριθμήσουμε με τον όρο πρόσωπο τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, εντελώς άλλο πράγμα είναι να κατανοήσουμε την ενσάρκωση η οποία επραγματοποιήθη στην ενότητα ενός προσώπου, άλλο πράγμα είναι επιπλέον να κατανοήσουμε ποια περιεχόμενα περιγράφονται με τον όρο πρόσωπον και στην Αγία Τριάδα και στον Χριστό. Πώς μπορούμε να σκεφτούμε πως πολλά πρόσωπα είναι μόνον μία ουσία, του Θεού; Πώς μπορούμε δε αμέσως μετά να κατανοήσουμε πως δύο ουσίες, η θεία και η ανθρώπινη, συναποτελούν μόνον ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Κυρίου;
Η ερώτηση γύρω από την οποία γυρίζει ολόκληρο το De Trinitate είναι η εξής: Πώς είναι δυνατόν να ομολογήσουμε τη διάκριση χωρίς να εισάγουμε την πολλαπλότητα στον θεό;
Την ίδια στιγμή βεβαίως η «οικονομία» της Σωτηρίας και η «ιστορία» του Χριστού παραμένουν στην σκιά. Ο,τιδήποτε θα μπορούσε να μειώσει το δόγμα του ΕΝΟΣ εγκαταλείπεται. Προηγείται απολύτως κάθε προσπάθειας ο μονοθεϊσμός και η εξασφάλισή του.
Μέσα σε αυτή την πίεση ο Αυγουστίνος επινοεί την κατηγορία της σχέσης για να εξασφαλίσει την εσωτερική ζωή της Τριάδος. Η Σχέση αντισταθμίζει το απόλυτο της ουσίας με το σχετικό, το οποίο δείχνεται ήδη με τα ίδια τα ονόματα, δηλαδή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Έτσι το πρόσωπο του Πατρός π.χ. είναι κατά τον Αυγουστίνο η ίδια η ουσία του Πατρός αλλά η ουσία του Πατρός είναι ο ίδιος ο Πατήρ όχι επειδή είναι «Πατήρ» αλλά επειδή «είναι». Το πρόσωπο του Πατρός λοιπόν δεν είναι παρά ο ίδιος ο Πατήρ. Δεν έχει μεγάλη εμπιστοσύνη λοιπόν στον όρο πρόσωπο. Επειδή σημαίνει «ατομική ουσία» και επειδή δεν μεταφέρεται εύκολα στην σχεσιακή πραγματικότητα της Αγίας Τριάδος.
Κάποια στιγμή βεβαίως δια χειρός Θωμά Ακινάτη, το πρόσωπο θα συνδυαστεί τόσο καλά με την σχέση που θα μπορεί και να αντικαθιστά το ένα το άλλο στην κοινή τους έννοια. Ο Ακινάτης θα δηλώσει ευθαρσώς πως το πρόσωπο στον θεό δεν είναι «σχετικό» αλλά είναι μια πραγματική και αυτόνομη σχέση. Ο όρος πρόσωπο ορίζει την σχέση «όχι όμως με τον τρόπο της σχέσης, αλλά με τον τρόπο της ουσίας» (Summa Theol. I, q.29, a.4, ad.1).
Μ’ αυτό το ερώτημα ο Αυγουστίνος διαστέλλει τα όρια του ανθρωπίνου πνεύματος. Όσα χάνει από την «οικονομία» τα κερδίζει στην ανακάλυψη της εσωτερικότητος. Πριν από τον Αυγουστίνο οι αναλογίες που χρησιμοποιούντο για να γίνουν κατανοητά η Γένηση του Υιού και η Εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος αποτελούσαν μέρος της κοσμικής εμπειρίας. Το φως με την λάμψη του και η ακτίνα, η φωτιά με την φλόγα και την θερμότητα, το δένδρο με τις ρίζες και το φρούτο. Αυτό το κοσμολογικό μοντέλο αντικαθιστά ο Αυγουστίνος με το ανθρωπολογικό. Για την κατανόηση της θείας ζωής ο Αυγουστίνος προτιμά την εσωτερική ζωή του ανθρώπου. Προτιμά να σκύψει και να κοιτάξει μέσα στα βάθη του ανθρωπίνου πνεύματος και εδώ να βρει την εικόνα της τριάδος. Μ’ αυτόν τον τρόπο θεός και άνθρωπος, πρόσωπο και συνείδηση συσφίγγονται από τον Αυγουστίνο όσο δεν είχε ξαναγίνει πριν απ’ αυτόν!
Μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ὀρθολογισμοῦ στὴ θεολογία ἡ Ρώμη, σὰν ὁρατὸ κέντρο τῆς μοναρχιανικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖ νὰ ἐπιβάλη τὴ διανοητικὴ ὑποταγὴ τῶν ἀτόμων στὴν ἀντικειμενικὰ ἀποδεδειγμένη αὐθεντία τοῦ δόγματος74. Καὶ ἡ διανοητικὴ ὑποταγὴ στὸ δόγμα ἀρχίζει νὰ σημαίνη γιὰ τὴ Ρώμη καὶ δυνατότητα κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς ἐπιβολῆς πάνω στοὺς χριστιανικούς λαοὺς τῆς Δύσης75 – τὴν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ στὴν Εὐρώπη. Ἡ ἀπαίτηση γιὰ ἀντικειμενικότητα τῆς ἀλήθειας, ἡ ὀργάνωση τῆς ἀλήθειας σὲ ὁλοκληρωμένο, δηλαδή κλειστὸ «σύστημα» ποὺ ἑρμηνεύει αὐθεντικὰ καὶ τελειωτικὰ τὴ σύνολη φυσικὴ καὶ ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἡ μεθόδευση αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας μὲ «ἀξιώματα», «ἀρχὲς» καὶ «νόμους» «ἐπιστημονικῆς» θετικότητας ποὺ ἐξασφαλίζεται μὲ τὸν ὀρθολογισμό – δηλαδή μὲ τὴν ὑποταγὴ τῆς ζωῆς σὲ μιὰ τυποποιημένη καὶ μηχανιστική λειτουργία τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς – εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ ρωμαϊκοῦ «καθολικισμοῦ», ὅπως καὶ κάθε μεταγενέστερου ὁλοκληρωτικού συστήματος στη Δύση. [ΤΙ ΣΧΕΣΗ ΕΧΕΙ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. ΓΙΝΕΤΑΙ ΗΔΗ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΚΑΙ Ο ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΟΝ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟ ΑΝΤΑΛΛΑΞΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ. Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΓΕΝΝΗΣΕ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ. ΟΠΟΤΕ; ΔΙΑΛΕΞΑΜΕ; ΕΛΕΥΘΕΡΑ; ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ; ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ Η ΟΠΟΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΜΕΤΑΛΛΑΧΘΗΚΕ ΣΤΟΝ BIG BROTHER;]
Δὲν μοιάζει τυχαῖο ὅτι στοὺς ἴδιους αὐτοὺς αἰῶνες τῆς ἀνάπτυξης καὶ ἐπιβολῆς τοῦ θεολογικοῦ ὀρθολογισμοῦ (12ο καὶ 13ο αἰώνα) κορυφώνεται ὁ περίφημος ἀγώνας τῶν παπῶν «περὶ περιβολῆς» (investitura)76, τὸ θεοκρατικό δραμα τῆς κοσμοκρατορίας τοῦ παπισμοῦ, τῆς συγκέντρωσης κάθε ἐξουσίας, πολιτικῆς, πνευματικῆς, νομοθετικῆς καὶ δικαστικῆς (plenitudo potestatis) στὰ χέρια τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρώμης77. Μὲ τὴν κατάλυση τῆς ἀνατολικῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴν Τέταρτη Σταυροφορία (1204), τὴν ἵδρυση λατινικῆς αὐτοκρατορίας στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ διορισμὸ λατίνων Πατριαρχῶν στην Κωνσταντινούπολη, ᾿Αντιόχεια καὶ Ἱεροσόλυμα, τὸ ὅραμα τῆς παπικῆς κοσμοκρατορίας μοιάζει νὰ πραγματοποιῆται, ἀφοῦ τὴν ἴδια ἐποχὴ καὶ στὴν Εὐρώπη ὅλοι οἱ ἡγεμόνες καὶ βασιλεῖς εἶναι ἄμεσα ή έμμεσα ὑποτελεῖς στὸν πάπα78.Οπωσδήποτε ἡ ἀκμὴ τοῦ σχολαστικοῦ ὀρθολογισμοῦ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐκκοσμίκευση τῆς ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας, τὴ μεταβολὴ τῶν παπῶν σὲ κοσμικοὺς ἄρχοντες μὲ ἀπροκάλυπτες πολιτικές φιλοδοξίες καὶ ἀδίστακτες μεθόδους γιὰ τὴν ἐπιβολή τους: Όπως συνοδεύεται κάθε ὀρθολογιστικὴ καὶ ἀναπόφευκτα δόγματικὴ ἰδεολογία ἀπὸ τὰ ἴδια συμπτώματα ὠμοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ ἀπροσχημάτιστης βίας σὲ ὅλα τὰ μεταγενέστερα στάδια τῶν ἱστορικῶν ἐξελίξεων τῆς Δύσης79.
Ἡ ἀρχὴ τοῦ παπικοῦ ἀλαθήτου (De Romani Pontificis infallibili magisterio) θα θεμελιωθή στη Summa Theologiae (1266/72) τοῦ Θωμᾶ ᾿Ακινάτη80 καθιερώνοντας τὸ ἀξίωμα τῆς ἀλάθητης ἡγεσίας, τὴν ὁρατὴ ἐκπροσώπηση τῆς αὐθεντίας τοῦ δόγματος ποὺ δὲν ἐπιδέχεται λογικὴ ἀμφισβήτηση. Νωρίτερα, τὸν ᾿Απρίλιο τοῦ 1233, ὁ πάπας Γρηγόριος ΙΧ ἱδρύει μὲ βούλα παπικὴ τὸ θεσμὸ τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως (Inquisitio) ποὺ θὰ ἐπανδρωθῆ κυρίως ἀπὸ τὸ «τάγμα τῶν λογίων», τοὺς Δομηνικανούς81. Καὶ τὸ 1252 ὁ πάπας Ἰννοκέντιος IV θὰ εἰσαγάγη τὰ βασανιστήρια ὡς ἀνακριτικὴ μέθοδο στὶς δίκες τῶν αἱρετικῶν82 – ὁλοκληρώνοντας τὸ πρότυπο ὅλων τῶν μεταγενέστερων ὁλοκληρωτισμῶν γιὰ τὴν ἐξουδετέρωση τῶν ἀντιφρονούντων.
Ἡ ἀπροκάλυπτη ἐκκοσμίκευση τοῦ ὁράματος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας θὰ ἐκφραστῆ καλλιτεχνικὰ μὲ τοὺς μεγαλόπρεπους καθεδρικούς ναοὺς τοῦ γοτθικοῦ ρυθμοῦ, αὐτὰ τὰ μνημεῖα τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς ἀνάτασης τοῦ φυσικοῦ πρὸς τὸ ὑπερφυσικό, τὰ πρῶτα δείγματα τεχνολογικοῦ βιασμοῦ καὶ ὑποταγῆς τοῦ φυσικοῦ ὑλικοῦ στὴν ἀνθρώπινη διάνοια – θαυμαστές καλλιτεχνικὲς ἐκφράσεις τῆς αὐθεντικῆς καὶ συναισθηματικῆς ἐπιβολῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς δύναμης καὶ μεγαλοπρέπειας πάνω στὸ ἀνθρώπινο ἄτομο 83.[Ο ΑΓΩΝΑΣ ΛΟΙΠΟΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ; ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ;]
Η ίδια αὐθεντικὴ ἐπιβολὴ τῆς ἐκκλησίας θὰ δισμορφώση τὶς δομὲς καὶ τοὺς θεσμοὺς τοῦ κοινωνικοῦ βίου, τὴν αὐστηρὴ ἱεράρχηση τῶν τὰξεων: κλήρου, εὐγενῶν - ἱπποτῶν καὶ ἐργατῶν στρατιωτῶν. Οἱ πρῶτοι προσεύχονται, οἱ δεύτεροι πολεμοῦν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, οἱ τρίτοι τὸν ὑπηρετοῦν ἐργαζόμενοι84. Στη συνείδηση τοῦ λαοῦ ἡ διάκριση τῶν τάξεων ἀντιπροσωπεύει τρεῖς συγκεκριμένους τρόπους σκληρῆς θυσίας γιὰ τὴν ἐξαγορὰ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τὴ σωτηρία. Ἡ ὀργάνωση τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου ἀνταποκρίνεται στὴν ὀρθολογικὴ ἀντίληψη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας85, μιὰν ἀντίληψη στράτευσης: Ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν εἶναι μιὰ «στρατιὰ τοῦ Χριστοῦ» (militia Christi) μὲ ὁλοκληρωτικὴ πειθαρχία86, καὶ ὁ Χριστὸς ἕνας πολεμικὸς ἀρχηγὸς στη μάχη ἐνάντια στὶς δυνάμεις τοῦ κακοῦ – προβολὴ καὶ ἀναλογικὴ ὑποτύπωση τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας τοῦ πάπα. ᾿Αρχὲς τοῦ 12ου αἰώνα θὰ ἐμφανισθοῦν στοὺς ναοὺς τῆς Δύσης εἰκόνες ἑνὸς θηριώδους Χριστοῦ, μὲ σφιγμένο ἀνάμεσα στὰ δόντια τὸ μαχαίρι τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς νίκης87.
§ 9. Τὸ τίμημα τῆς θεσμοποιημένης ἐκκοσμίκευσης
Ὅταν στὶς 16 Ιουλίου τοῦ 1054 ὁ καρδινάλιος Ουμβέρτος, ἐπικεφαλῆς τῆς παπικῆς ἀντιπροσωπείας, κατέθετε στὴν ῾Αγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν ἀφορισμὸ ὁλόκληρης τῆς χριστιανικῆς ᾿Ανατολῆς, μὲ τὴν πράξη αὐτὴ ἡ δυτικὴ χριστιανοσύνη ἀφόριζε τὸν ἑαυτό της, τὸν ἔθετε ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Μιᾶς ῾Αγίας Καθολικῆς καὶ ᾿Αποστολικῆς Ἐκκλησίας88.
Ὀκτὼ μέρες ἀργότερα ἡ ἐνδημοῦσα στὴν Κωνσταντινούπολη Σύνοδος ἐπιβεβαίωνε τὸ γεγονός, ἀφορίζοντας ὅμως όχι τὴ σύνολη χριστιανικὴ Δύση, ἀλλὰ «τοὺς συντάξαντας καὶ δεχομένους» τὸ παπικὸ ἔγγραφο τοῦ ἀφορισμοῦ τῆς ᾿Ανατολῆς89. Αὐτὴ ἡ διάκριση καὶ ἐπίρριψη τῆς εὐθύνης τοῦ ἀφορισμοῦ στοὺς συνειδητούς φορεῖς του άφηνε κάποια δυναμικά περιθώρια ποὺ ἐπιτρέπουν στις ᾿Ορθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς ᾿Ανατολῆς νὰ ἀναγνωρίζουν ἔστω καὶ παρεφθαρμένη, σχισματικὴ καὶ ἀλλοτριωμένη τὴν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας στὰ ὅρια τοῦ χριστιανικοῦ βίου τῆς λατινικῆς Δύσης: Ταπεινοὶ μοναχοὶ ἐνσωματωμένοι στὴν ἑνιαία παράδοση τῆς ἀσκητικῆς ἁγιότητας, ἀλλὰ καὶ μορφὲς γνησιότητας τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας καὶ τοῦ τυπικοῦ τῆς λατρείας θὰ διασώσουν στη Δύση μιὰ πραγματικότητα ζωῆς ποὺ ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς Μιᾶς καὶ ἀδιαίρετης Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Μὲ τὰ κριτήρια τῆς ἱστορικο - κοινωνικῆς φαινομενολογίας οἱ πράξεις τοῦ ἀφορισμοῦ ποὺ ἐπισημοποίησαν τὸ Σχίσμα ἐμφανίζονται ὑπαγορευμένες ἀπὸ σκοπιμότητες κυρίως πολιτικὲς ἢ σὰν ἀποτελέσματα δογματικῆς ἀδιαλλαξίας καὶ φανατισμοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ σήμερα, μὲ τὰ ἀνθρωποκεντρικά κριτήρια τῶν «καλῶν σχέσεων» ποὺ ἐπιβάλλει ὁ «ουμανιστικός» πολιτισμός μας, προσπαθοῦμε νὰ ἐξαλείψουμε τὶς πραγματικές διαστάσεις τοῦ Σχίσματος: Παραθεωροῦμε τὶς ἀληθινές του αἰτίες καὶ τὴν ἄμεση σχέση τους μὲ τὸ σημερινὸ τραγικὸ ἀδιέξοδο τοῦ πολιτισμοῦ μας, ὑποκαθιστώντας τὰ ἀμετάθετα ὅρια τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας μὲ μιὰ ἠθικολογικὴ σκοπιμότητα ἀμοιβαίας παραδοχῆς τῶν «ἱστορικῶν σφαλμάτων τοῦ παρελθόντος», μὲ μιὰ συναισθηματικὴ ἀντίληψη «ἀγάπης» καὶ κοσμικῆς διαλλακτικότητας90.
᾿Αλλὰ αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς διαλλακτικότητας μπορεῖ νὰ ἐνδιαφέρη τοὺς θεσμοποιημένους ἐκκλησιαστικούς ὀργανισμούς, στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὴ σωτηρία τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν ἀπανθρωπία τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς μηχανοποίησης καὶ τὴν τυραννία τῶν ὁλοκληρωτισμῶν.
Σήμερα πιὰ ζοῦμε ὅλοι, ἀνατολικοὶ καὶ δυτικοί, μέσα στὶς ἴδιες ἱστορικὲς συνέπειες τοῦ Σχίσματος, στὰ ὅρια ζωῆς ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ τὸν γέννησαν καὶ τὸν ἐξέθρεψαν τὰ θεολογικὰ αἴτια τοῦ Σχίσματος.[ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ;] Τὰ προβλήματά μας εἶναι πιὰ σχεδὸν κοινά, γι' αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε νὰ λέμε τὰ πράγματα μὲ τὸ πραγματικό τους ὄνομα – πέρα ἀπὸ κάθε «πολεμικὴ θεολογία» καὶ ὁμολογιακὴ αὐταρέσκεια ἂν ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ δοῦμε καταπρόσωπο τὰ κοινά μας προβλήματα.
Τὸ πραγματικό λοιπὸν ὄνομα τῆς Δύσης δὲν σημαίνει πιὰ σήμερα ἕνα τόπο, ἀλλὰ ἕνα τρόπο ζωῆς, ποὺ εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς ὅλων ὅσοι ζοῦμε κάτω ἀπὸ τὶς συνθῆκες τῆς τεχνοκρατίας καὶ τῆς αὐτονομημένης οἰκονομίας καὶ τῆς γραφειοκρατικῆς ἐξουσίας καὶ τῆς ἀπανθρωπίας τοῦ θετικισμοῦ. Κι αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς ἀποκλείει ἀπὸ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἂν δὲν φωτιστῆ μὲ τὰ κριτήρια τοῦ ἀφορισμοῦ τῆς πλάνης ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.
Γι' αὐτὸ καὶ τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ ἀφορισμοῦ δὲν ἀναφέρεται σὲ δογματικὲς ἀδιαλλαξίες καὶ πολιτικὲς σκοπιμότητες, ἀλλὰ σὲ μιὰ πράξη ἔσχατης φιλανθρωπίας, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα πράξη ἀνθρώπινης αὐθυπέρβασης, ὑπέρβασης τῶν ἀν θρωποκεντρικῶν συναισθηματισμῶν καὶ τῶν χρησιμοθηρικῶν σκοπιμοτήτων, πράξη λυτρωτική, ἀποκαλυπτικὴ καὶ σωτηριώδης. Ὁ ἀφορισμὸς τῆς πλάνης ἢ τῆς αἵρεσης διασώζει ἀνοιχτὴ τὴ δυνατότητα τῆς σωστικῆς ἀλήθειας τόσο γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἀφοριζόμενο ὅσο καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ διψάει τὴ σωτηρία καὶ δὲν ἀρκεῖται στὰ ἡμίμετρα τῶν ἠθικο-κοινωνικῶν «βελτιώσεων».
Δὲν εἶναι ὁ ἀφορισμὸς ἕνα εἶδος ἐκδίκησης ἢ ποινῆς ποὺ ἐπιβάλλει ἡ Ἐκκλησία στὴν πλάνη καὶ στὸν πλανώμενο – δὲν ὑπάρχει ποινὴ «ἔξωθεν» ἐπιβαλλόμενη ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ γνησιότητα τῆς ζωῆς[.Σήμερα πιὰ ζοῦμε ὅλοι, ἀνατολικοὶ καὶ δυτικοί, μέσα στὶς ἴδιες ἱστορικὲς συνέπειες τοῦ Σχίσματος], Ὁ ἀφορισμὸς ἔρχεται πάντοτε ἐκ τῶν ὑστέρων γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώση τὸν αὐτοαποκλεισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ σωτηρία καὶ τὴν ὑπαρκτικὴ γνησιότητα, νὰ διαστείλη τὴν πλάνη ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ζωῆς. Ὅταν ἕνα ἢ περισσότερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀρνοῦνται τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια της, τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καὶ ἑνότητας, ὅταν ζητᾶνε νὰ ὑποτάξουν αὐτὴ τὴν ἀλήθεια στὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσης πιστεύοντας ὅτι μόνο αὐτοὶ ἐκπροσωποῦν τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ποιὰ ἀγάπη καὶ ποιὰ ἐπιείκεια μπορεῖ νὰ συμβιβάση τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴν ἄρνηση ἢ τὴν ἀλλοτρίωση τῆς ἀλήθειας τῆς σωτηρίας;
Ὁ ἀφορισμὸς τῆς Δύσης καὶ ἡ ἀναγνώριση τοῦ Σχίσματος (ἡ διαγραφὴ τῶν παπῶν ἀπὸ τὰ Δίπτυχα καὶ ὁ ἀποκλεισμὸς τῶν δυτικῶν ἀπὸ τὸ Ποτήριο τῆς Εὐχαριστίας) ἦταν γιὰ τὶς ᾿Εκκλησίες τῆς ᾿Ανατολῆς μιὰ πράξη σταυρικῆς αὐταπάρνησης καὶ θυσιαστικῆς ἀγάπης γιὰ χάρη τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς ἐλπίδας τῶν ἀνθρώπων – πέρα ἀπὸ κοντόφθαλμες ἱστορικὲς σκοπιμότητες καὶ ἠθικολογικούς συμβιβασμούς.
ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΣΕ.
᾿Αλλά, πάνω ἀπὸ ὅλα, ἡ ἔκπτωση καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς «πρεσβυτέρας Ρώμης», τῆς «ἠγαπημένης καὶ προκαθημένης τῆς ἀγάπης», σήμαινε γιὰ τὴν ᾿Ανατολὴ μιὰ τραγικὴ ἀναπηρία στὴν ἱεραρχία - «ἱερὰ τάξη καὶ εὐπρέπεια» τῆς «κατὰ τὴν οἰκουμένην καθολικῆς Ἐκκλησίας», μιὰ ὀδυνηρὴ καὶ βίαιη ἐπιστροφὴ στὴν ταπείνωση τῆς «ἐσωτερικευμένης καθολικότητας» τῶν αἰώνων τοῦ διωγμοῦ. Καὶ ἡ «ἐσωτερικευμένη καθολικότητα» εἶναι ἕνα κατόρθωμα ποὺ κάποτε πραγματώνεται καὶ κάποτε ἀλλοιώνεται σὲ τοπικιστικὴ καὶ ἐθνοφυλετικὴ ἢ «ὁμολογιακή» αὐτοσυνειδησία.
Τὸ πέρασμα τῶν τεσσάρων αἰώνων τῆς ὑποταγῆς στὴν τουρκική βαρβαρότητα ἀποδυναμώνει ἱστορικὰ τὰ κέντρα τοῦ πνευματικοῦ βίου τῆς ᾿Ανατολῆς τὰ «πρεσβυγενή» Πατριαρχεῖα ἑπομένως καὶ τὴ σύνολη εἰκόνα τῆς λειτουργικῆς-ἱεραρχικῆς ἑνοείδειας ποὺ ἐξέφραζε ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας. Διαμορφωμένος στοὺς αἰῶνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας, ὡς ὁρατὴ ἔκφραση τῆς ἑνότητας τῆς ἀλήθειας ποὺ λειτουργεῖ καὶ λειτουργεῖται στὰ ὅρια τοῦ οἰκουμενικοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλοιώνεται μὲ τὸ τέλος τῆς τουρκοκρατίας προοδευτικά, γιὰ νὰ καταλήξη στὶς μέρες μας σὲ ἱστορικὸ τύπο δίχως οὐσιαστικὴ λειτουργικότητα – ἁπλὴ ἐθιμικὴ καὶ τελετουργικὴ ἐπιβίωση μιᾶς ὁρισμένης διάρθρωσης τῶν ἐπισκοπικῶν «πρωτείων τιμῆς». Ἡ ἀντίληψη τῆς ἑνότητας τῶν ᾿Ορθόδοξων Ἐκκλησιῶν μετατίθεται σὲ ἕναν ὁριζόντιο άξονα ὁμολογιακῆς συνύπαρξης, καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς βίος ὀργανώνεται στη βάση τῆς παράλληλης αὐτονομίας ἐθνικῶν «αὐτοκέφαλων» ᾿Εκκλησιῶν.
Αὐτὴ ἡ ἀλλοίωση τῆς ἀντίληψης γιὰ τὴν ἑνότητα καὶ ὁ κατακερματισμὸς τῆς ἱεραρχικῆς ἑνοείδειας τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν εἶναι τὸ ἱστορικὸ καὶ ἄμεσο ἀποτέλεσμα πολύ γενικώτερων καὶ βαθύτερων μεταβολῶν ποὺ συντελοῦνται στὸν πνευματικὸ χῶρο τῆς ᾿Ανατολῆς στη διάρκεια τῶν τεσσάρων αἰώνων τῆς τουρκοκρατίας. Στοὺς αἰῶνες αὐτοὺς ἡ Δύση πραγματοποιεῖ μιὰ ἱστορικὴ πορεία ἀκριβῶς ἀντίστροφη πρὸς τὸν οἰκονομικό – κοινωνικὸ καὶ μορφωτικό μαρασμό τῶν λαῶν τῆς ᾿Ανατολῆς: Πορεία ἀνάπτυξης τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, κοινωνικοῦ καὶ πολιτικοῦ φιλελευθερισμοῦ, οἰκονομικῆς καὶ τεχνικῆς προόδου. Ἔτσι ἡ Δύση ἀρχίζει νὰ ἐνσαρκώνη γιὰ τὴν ὑπόδουλη ᾿Ανατολὴ τὸ ἰδανικὸ μιᾶς «φωτισμένης» πρωτοπορείας στὸν πολιτισμό, καὶ ὁ «ἐξευρωπαϊσμὸς» θὰ ταυτιστῆ γιὰ τοὺς λαοὺς τῆς ᾿Ανατολῆς μὲ τὸ ὅραμα τῆς προόδου καὶ τῆς ἀνάπτυξης.
Ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὰ «φῶτα» τῆς Δύσης θὰ καλλιεργηθή συστηματικὰ ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ πολιτικὴ στὶς χῶρες τῆς Βαλκανικῆς καὶ τῆς Μέσης ᾿Ανατολῆς, στὰ πλαίσια μιᾶς εὐρύτερης προσπάθειας γιὰ πολιτιστικὴ καὶ οἰκονομικὴ διείσδυση στὸ χῶρο τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας91. Στὸ ἔργο αὐτὸ θὰ συμβάλλουν οὐσιαστικὰ καὶ τὰ πλήθη τῶν «μισσιοναρίων», ρωμαιοκαθολικῶν καὶ προτεσταντῶν, ποὺ κατακλύζουν τὶς ὀρθόδοξες χώρες ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 16ου αἰώνα92. ᾿Αλλὰ καὶ οἱ λόγιοι τῆς ᾿Ανατολῆς ποὺ καταφεύγουν γιὰ σπουδὲς στὰ Πανεπιστήμια τῆς Δύσης, μεταφέρουν στὸν ὀρθόδοξο χώρο, δίχως βαθύτερο προβληματισμὸ ἢ κριτικὴ διάθεση, τὶς ἰδέες τῆς εὐρωπαϊκῆς ᾿Αναγέννησης καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ – τὴν ἐπιστημονικὴ «ἀντικειμενικότητα» τῶν δυτικῶν καὶ τὸ συνακόλουθο πνεῦμα τῆς λογικοκρατίας, τὴ χρησιμοθηρικὴ ἠθικοκοινωνικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ θρησκεία, τὸν ὀρθολογικό φιλελευθερισμὸ τῶν «δικαιωμάτων τοῦ ἀτόμου93 – προετοιμάζοντας τὰ ἐθνικιστικά κινήματα τοῦ 19ου αἰώνα94. Μιὰ προοδευτικὴ «ἔνδοθεν» ἄλωση τῆς Ὀρθόδοξης ᾿Ανατολῆς ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ νοοτροπία τῆς Δύσης συντελεῖται ἀνεπαίσθητα ἀλλὰ σταθερὰ στὴ διάρκεια τῶν τεσσάρων αἰώνων τῆς τουρκοκρατίας95.
Αὐτὴ ἡ ἄλωση θὰ ἐμφανιστῆ ὁλοκληρωμένη μὲ τρόπο ραγδαῖο καὶ βίαιο, καταρχὴν ἔξω ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς ᾿Οθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας – στὴ Ρωσία τοῦ Μεγάλου Πέτρου, ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα96. Λίγο ἀργότερα, ἡ χρησιμοθηρικὴ ἀστικὴ ἰδεολογία τοῦ Διαφωτισμοῦ, μαζὶ μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἐθνικισμοῦ τοῦ 19ου αἰώνα, θὰ ὁδηγήση στὰ ἀπελευθερωτικά κινήματα τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς, στὴν ἐγκατάλειψη τοῦ ὁράματος τῆς οἰκουμενικῆς ὀρθόδοξης ρωμιοσύνης, καὶ στὴ διαμόρφωση τυπικὰ αὐτόνομων καὶ οὐσιαστικά (οίκονομικὰ καὶ πολιτιστικά) ἐξαρτημένων ἀπὸ τὴν Εὐρώπη ἐθνικῶν κρατῶν97.
᾿Αλλὰ καὶ ἡ Δύση ἀντίστοιχα, μετὰ τὸν ἀφορισμό της ἀπὸ τὴν ᾿Ανατολὴ καὶ τὴν πτώση τοῦ Βυζαντίου δὲν πρόλαβε νὰ πραγματώση γιὰ πολύ στὸ χῶρο της τὸ δικό της ὀρθολογικὸ ὅραμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας: ᾿Αρχὲς τοῦ 16ου αἰώνα ἐπωμίζεται τὸν τραγικό σταυρὸ τοῦ πνευματικοῦ καὶ ὀργανωτικοῦ κατακερματισμοῦ της μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ προτεσταντισμοῦ.
Τυπικὴ ἀντίδραση στὸν ὁλοκληρωτικό συγκεντρωτισμὸ καὶ τὴ λογικοκρατικὴ αὐθεντία τοῦ παπισμοῦ, ὁ προτεσταντισμὸς θὰ ἐμφανισθῆ σὰν ἀναγκαία ἱστορικὴ φάση ἐνηλικίωσης τῶν λαῶν τῆς Δύσης100. Μόνο ποὺ αὐτὴ ἡ ἐνηλικίωση, ἂν καὶ θὰ πάρη τὴ μορφὴ μιᾶς βίαιης εἰδωλοκλαστικῆς ἀνταρσίας, θὰ παραμείνη ἐκπληκτικὰ πιστὴ στὸ ἀρχέτυπο τοῦ γεννήτορα101: Εγκλωβισμένος ὁ προτεσταντισμός στὶς ἴδιες ἀκριβῶς προϋποθέσεις ποὺ γέννησαν τὰ ὅσα εἴδωλα θέλησε νὰ καταλύση, θὰ πετύχη ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπεδίωκε· θὰ ἀγνοήση καὶ θὰ ἐξαφανίση τὰ ὑποτονισμένα καὶ ἀναιμικὰ θετικὰ στοιχεῖα τοῦ γεννήτορα ρωμαιοκαθολικισμοῦ, μεγεθύνοντας καὶ ἀπολυτοποιώντας τὶς ἀρνητικὲς καταβολές του.
Ἡ λογικοκρατία, ὁ ἠθικὸς ὠφελιμισμὸς καὶ ἡ συνακόλουθη ἀνάγκη ἀντικειμενικῆς αὐθεντίας ἦταν οἱ οὐσιαστικὲς – πέρα ἀπὸ τὰ φαινόμενα – αἰτίες γιὰ τὴν ἀποκοπὴ τῆς Ρώμης ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ἀνταρσία τῆς Ρώμης ἐνάντια στὴν ἀποστολικὴ Παράδοση. Αὐτὰ τὰ στοιχεῖα θὰ γίνουν καὶ τὰ βασικά χαρακτηριστικὰ τοῦ προτεσταντισμοῦ, μεγεθυμένα στὸ ἔπακρο. Ὄχι πιὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν τὴν ἀτομικὴ ὑποταγὴ σὲ μιὰ ὁρατὴ ἐξουσία, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιτρέψουν τὴν ἀπεριόριστη αὐτονομία τοῦ ἀτόμου, θεμελιώνοντας τὸ ἀπόλυτο κύρος μιᾶς ἀφηρημένης ἀπρόσωπης αὐθεντίας, ὑποκειμενικὰ μόνο προσιτῆς. Καὶ αὐτὴ ἡ αὐθεντία εἶναι ἡ Γραφή – ὄχι σὰν ἔκφραση, καταγραφὴ καὶ φανέρωση τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας (ποὺ μόνο μὲ τὴν προσωπική μετοχή στη βιωματική διαδοχή τῆς Παράδοσης μπορεῖ νὰ προσεγγισθῆ), ἀλλὰ σὰν αὐτονομημένο κείμενο - πηγὴ ποὺ ἐπιτρέπει τὴν ὑποκειμενικὴ αὐθαιρεσία τοῦ διανοητικοῦ ἄλματος γιὰ μιὰ ἀπευθείας σύνδεση μὲ τὴν πρωτοχριστιανική κοινότητα.
Ἔτσι ὁ προτεσταντισμὸς παγιώνει στη Δύση τὴν ἀπολυτοποίηση τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου, ἐπιταχύνοντας τὴν ἐξέλιξη τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ πολιτισμοῦ τῶν νεώτερων χρόνων. Εἴτε ὑποταγμένη στὴν αὐθεντία μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς ἐξουσίας, εἴτε ἐπαναστατημένη ἐνάντια σὲ αὐτὴ τὴν ἐξουσία, ἡ ἀνθρώπινη ἀτομικότητα – ὁ ἀτομικὸς τρόπος τῆς ὑπάρξεως – παραμένει ὁ κεντρικὸς ἄξονας καὶ ἡ βασικὴ ἀφετηρία κάθε πνευματικῆς καὶ πολιτιστικῆς, ἀλλὰ καὶ κοινωνικῆς, οἰκονομικῆς καὶ πολιτικῆς ἐξέλιξης στη Δύση. Ἡ πραγματικὰ εἰλικρινὴς καὶ μὲ τόσες θυσίες πληρωμένη δίψα τῶν μεταρρυθμιστῶν γιὰ ἐπιστροφὴ στὴν καινοδιαθηκικὴ καὶ πρωτοχριστιανικὴ γνησιότητα ἔμεινε ἐγκλωβισμένη στη ρωμαιοκαθολική μήτρα ποὺ τὴ γέννησε102: στη μήτρα τῆς ἀτομικῆς θρησκευτικότητας, τῆς ἀτομικῆς λογικῆς, τῆς ἀτομικῆς ἀρετῆς, τῆς ἀτομικῆς σωτηρίας. Καὶ αὐτὴ ἡ ἄγνοια ἢ ἄρνηση τῆς ἀλήθειας τοῦ προσώπου, ἀπὸ ὅση καλή θέληση κι ἂν συνοδεύεται, δὲν παύει νὰ εἶναι ἕνας τρόπος ὑπάρξεως στοὺς ἀντίποδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας καὶ ἑνότητας, στοὺς ἀντίποδες τῆς ἀτομικῆς αὐθυπέρβασης, τῆς προσωπικής κοινωνίας καὶ σχέσης, τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰκόνας τοῦ τριαδικοῦ Πρωτοτύπου.
Η Ρώμη θὰ ἀντιδράση βίαια σὲ αὐτὴ τὴ μεγεθυμένη εἰκόνα τῶν ἁμαρτιῶν της ποὺ ἐνσαρκώνει ὁ προτεσταντισμός, μὲ ἀποτέλεσμα τη σκληρυμένη πόλωση μεταρρύθμισης καὶ ἀντιμεταρρύθμισης, τὴν τραγωδία τῶν θρησκευτικῶν πολέμων, τὴ θηριωδία τοῦ φανατισμοῦ ποὺ σπάραξε ἐπὶ αἰῶνες τὴν Εὐρώπη ἀφήνοντας ἀνεξίτηλα ίχνη σὲ κάθε γωνιά της. Καὶ αὐτὴ ἡ πόλωση δὲν θὰ ὁδηγήση – ὅπως θὰ ἦταν ἴσως φυσικό – σὲ μιὰ συσπείρωση τῶν πνευματικών δυνάμεων τοῦ προτεσταντισμοῦ. ᾿Αντίθετα, ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ θρησκευτικοῦ ὑποκειμενισμοῦ μὲ τὴ μεταρρύθμιση θὰ συνεχίση νὰ κατατεμαχίζη βαθμιαία καὶ σταθερὰ τὴ χριστιανικὴ ἑνότητα στη Δύση, μὲ ἀδιάκοπες ἀποσχίσεις καινούργιων «ὁμολογιῶν» που διεκδικοῦν τὸ ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας ἢ τῆς αὐθεντικῆς ἑρμηνείας τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, ξεκινώντας ἀπὸ αὐθαίρετες θεολογικές ἑρμηνεῖες καὶ ἐπινοήσεις.
Ἡ τραγωδία τοῦ κατατεμαχισμοῦ τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης θὰ φθάση ὡς τὶς πιὸ ἀπίθανες μορφὲς ἀλλοτρίωσης καὶ ἐκβαρβαρισμοῦ τῆς χριστιανικῆς Παράδοσης: ῾Η ἀποκάλυψη τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στην προσωπική του ἀκεραιότητα, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοήματος τῆς ὕπαρξης, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, θὰ ὑποκατασταθοῦν συχνὰ ἀπὸ παιδαριώδεις καὶ μικρονοϊκὲς μορφὲς ἀφελοῦς ἡθικολογίας. Μπορεῖ, πραγματικά, νὰ μιλήση κανεὶς γιὰ ἐκβαρβαρισμὸ τοῦ χριστιανισμοῦ, ἂν συγκρίνη ὄχι μόνο τὸ πνευματικό, ἀλλὰ καὶ τὸ πολιτιστικὸ ἐπίπεδο ποὺ προϋποθέτει ἡ Θεολογία τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἢ ἡ εἰκονογραφική, ἀρχιτεκτονικὴ καὶ ποιητικὴ ἔκφραση αὐτῆς τῆς Θεολογίας, μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὴ λατρεία προτεσταντικῶν «ὁμολογιῶν» ἢ ὁμάδων ποὺ ἔχουν φτάσει νὰ μετέχουν σήμερα καὶ στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιῶν».
Ὁ ἀνταγωνισμός ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ προτεσταντισμοῦ σὲ ἐπίπεδο «ἀντικειμενικῆς» κοσμικῆς ἐπιβολῆς θὰ ὁδηγήση τὴ Δύση σὲ ραγδαῖες πολιτιστικές, κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς ἐξελίξεις. Τὸ πνεῦμα τῆς λογικοκρατίας καὶ τοῦ χρησιμοθηρικοῦ θετικισμοῦ θὰ παραμείνη τὸ κοινὸ ἔδαφος τῶν ἀνταγωνιστικῶν ἐξελίξεων103, διαμορφώνοντας τὴν κοινὴ καὶ ἑνιαία «ἐσωτερικὴ λογικὴν τῶν διαδοχικῶν φάσεων τῆς εὐρωπαϊκῆς φιλοσοφίας, ἀλλὰ καὶ τὴν παράλληλη ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνικῶν ἐφαρμογῶν τους104.
Ταυτόχρονα, ἡ ἀνταρσία τοῦ προτεσταντισμοῦ ἐνάντια στὸν παπικὸ ὁλοκληρωτισμὸ γίνεται ἡ μήτρα γιὰ τὴ γένεση τοῦ «πολιτικοῦ φιλελευθερισμοῦ» στὴν Εὐρώπη: Μέσα ἀπὸ τὴ δίνη καὶ τὴν τραγωδία τῶν θρησκευτικῶν πολέμων διαμορφώνονται οἱ τάσεις αὐτονομήσεως ἐπιμέρους ἡγεμονιῶν καὶ ἐθνοτήτων – τὸ πνεῦμα τοῦ ἐθνικισμοῦ καὶ ἡ χρησιμοθηρική - ὀρθολογιστική ἀντίληψη τῆς κρατικῆς ἐξουσίας105. Η καινούργια «ἐκκοσμικευμένη» ἀντίληψη τοῦ κράτους (ἀπογυμνωμένη ἀπὸ κάθε μεταφυσική θεμελίωση καὶ ὑπερβατικὸ στόχο) συνοδεύεται ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις γιὰ τὴν κατοχύρωση τῶν ἀτομικών δικαιωμάτων τοῦ πολίτη, τὴν ὀρθολογική ρύθμιση δικαιωμάτων καὶ ὑποχρεώσεων πέρα ἀπὸ διακρίσεις κοινωνικών τάξεων – καὶ αὐτὲς οἱ ἀπαιτήσεις θὰ φθάσουν ὡς τὴ βιαιότητα αἱματηρῶν ἐπαναστάσεων μὲ σαφὴ ἀντικληρικὸ καὶ ἀντιθρησκευτικό χαρακτήρα106.
Πίσω ἀπὸ αὐτὴ τὴ στάση ὑπάρχει φανερὰ ὁλόκληρο τὸ πλέγμα τῆς θεολογικῆς λογικοκρατίας, καὶ τοῦ ἠθικοῦ ὠφελιμισμοῦ, ὅπως καὶ τῆς δικανικῆς ἀντίληψης γιὰ τὴν τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τὴν ἐπιβράβευση τῶν δικαίων, ποὺ θεμελιώνει τόσο τὴ ρωμαιοκαθολικὴ ὅσο καὶ τὴν προτεσταντικὴ εὐσέβεια. Ὑπάρχει ἀκόμα ἡ ἀντικειμενοποίηση τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ κόσμου, ἡ ὑποταγὴ καὶ τῶν δυὸ στις ἀρχὲς καὶ τὰ ἀξιώματα τῆς λογικοκρατίας καὶ τοῦ ὠφελιμισμοῦ, ὑποταγὴ ποὺ μεγιστοποιεῖται μὲ τὴ δύναμη τῆς διάνοιας τὴν ὑλοποιημένη στη μηχανή.
Τελικά, ὁ θεωρητικὸς ἄξονας τῆς καπιταλιστικῆς ἰδεολογίας ἐνσαρκώνεται ἄμεσα καὶ λειτουργεῖ σὲ ἕνα καινούργιο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη Ιστορία εἶδος σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν παραγωγὴ καὶ τὴν κατανάλωση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν: Ἡ παραγωγὴ καὶ ἡ κατανάλωση αὐτονομοῦνται ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες ἀνάγκες, θεσμοποιοῦνται σὲ ἀπρόσωπες μηχανιστικές λειτουργίες111, ὑποτάσσοντας τὴν ἀτομικὴ ὕπαρξη σὲ μιὰ ἐπίσης μηχανιστική καὶ ἀπρόσωπη ἐκδοχὴ τῆς ζωῆς, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας112.[ΕΦΤΑΣΕ ΟΜΩΣ Η ΣΤΙΓΜΗ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ]
Παρὰ τὸ βαρύτατο τίμημα τῶν ὀξύτατων κοινωνικῶν ἀντιθέσεων, τῆς ἀλλοτρίωσης τοῦ ἀνθρώπου στὸ φαύλο κύκλο τῆς αὐτονομημένης καὶ μηχανιστικῆς ἐργασίας - κατανάλωσης, τῆς ὑποταγῆς τῶν οὐσιωδῶν τῆς ζωῆς σὲ οἰκονομικὲς σκοπιμότητες καὶ τῆς καταστροφῆς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ὁ καπιταλισμὸς θὰ ἐμφανίση μιὰν ἐκπληκτική δυναμική παγκοσμιότητας – εἶναι τὸ μόνο σύστημα ζωῆς καὶ ὀργάνωσης τοῦ ἀνθρώπινου βίου ποὺ μπορεῖ πραγματικὰ νὰ διεκδικήση τὸν τίτλο τῆς παγκοσμιότητας. [ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΑΔΙΚΗΣ ΖΩΗΣ. Η ΓΗ, ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ, ΤΟ ΜΠΑΚΑΛΙΚΟ, ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑ. ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΕΡΠΛΟΥΣΙΟΙ ΓΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΚΑΡΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΥΣ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΥΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΣΟΔΕΙΕΣ. Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ.]
῾Ο Marx βασίζει τὴ θεωρία του στὴν ἀντίληψη ἑνὸς ἄτεγκτου ἱστορικο - οικονομικοῦ ντετερμινισμοῦ, στὴ διατύπωση «ἀναλλοίωτων» νόμων ποὺ διέπουν τὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι καὶ τὶς κοινωνικές διαμορφώσεις 115. Καὶ μὲ τὴ βοήθεια αὐτῶν τῶν νόμων τῆς ὀρθολογιστικῆς αἰτιοκρατίας πιστεύει ὅτι μπορεῖ πιὰ νὰ ἑρμηνεύση ὄχι ἁπλῶς τὸ φαινόμενο τοῦ καπιταλισμοῦ στὴ Δύση, ἀλλὰ τὴ σύνολη ἀνθρώπινη Ιστορία, ἀνεξάρτητα ἀπὸ ἐποχές, κοινωνικές συνθήκες καὶ πολιτισμούς.
Οπωσδήποτε, ἡ ἀνάπτυξη τοῦ μαρξισμοῦ στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 19ου αἰώνα συμπίπτει καὶ συμβαδίζει μὲ τὸ κορύφωμα τοῦ ὀρθολογιστικοῦ θετικισμοῦ στὴ Δύση 116, τόσο στὸ χῶρο τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν (Πρώτη Βατικανή Σύνοδος, καθιέρωση τοῦ δόγματος τοῦ παπικοῦ ἀλαθήτου, πρώτες προτεσταντικὲς ἀμφισβητήσεις τῆς ἱστορικότητας τῶν Γραφῶν), ὅσο καὶ στὸ χῶρο τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν - μὲ ὅλη τὴ γνωστὴ καὶ ἀφελὴ θριαμβολογία καὶ αὐτοπεποίθηση τῶν «θετικιστῶν» τῆς ἐποχῆς, μὲ τὴ μηχανιστικὴ καὶ αἰτιοκρατικὴ ἑρμηνεία τῆς φυσικῆς πραγματικότητας. Ὁ Engels θὰ παρομοιάση ἐπανειλημμένα τὸ μαρξισμὸ μὲ τὸν δαρβινισμό, θὰ ὑπογραμμίση τὴν ὀρθολογιστικὴ αἰτιοκρατία ποὺ διέπει τόσο τὸ φυσικὸ ὅσο καὶ τὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι 117. Ὁ «ἐπιστημονικός» θετικισμὸς τοῦ μαρξισμοῦ ξεκαθαρίζει τὶς «ἀρχὲς» τῆς ἱστορικῆς αἰτιοκρατίας μὲ τὴ βοήθεια τῶν νόμων τῆς διαλεκτικῆς, κι ἔτσι μπορεῖ πιὰ νὰ ἑρμηνεύση αὐθεντικὰ τὰ πάντα, ὑποτάσσοντας τὴ ζωὴ καὶ τὴ σκέψη σὲ δογματικὲς «ντιρεκτίβες».
Ἡ αὐθεντικὴ αὐτὴ ἑρμηνεία τοῦ ἱστορικοῦ καὶ κοινωνικοῦ γίγνεσθαι ἐνσαρκώνεται ἀναπόφευκτα καὶ ὑποχρεωτικὰ σὲ μιὰ συγκεκριμένη ἐκπροσώπηση, σὲ ἕνα ὁρατὸ κέντρο. Κάθε ὀρθολογισμὸς (μὲ πρῶτο διδάξαντα τὸν ρωμαιοκαθολικό) εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του ἕνας ἰδεολογικὸς δογματισμός, ἀφοῦ οἱ «ἀντικειμενικές» του ἀλήθειες δὲν ἐπιδέχονται λογικὴ ἀμφισβήτηση 118. Καὶ ὁ ἰδεολογικὸς δογματισμὸς συνεπάγεται ὁρατὴ ἐκπροσώπηση τῆς αὐθεντίας τοῦ δόγματος καὶ ὁλοκληρωτικὴ ὑποταγὴ ὅλων τῶν πιστῶν σὲ αὐτὴ τὴν ἐκπροσώπηση.
Ἔτσι γεννιέται φυσιολογικὰ τὸ «Βατικανό» τοῦ μαρξισμοῦ, ἡ ἀλάθητη αὐθεντία τῆς Μόσχας. Ἡ λαϊκὴ ἐξέγερση τοῦ 1917 στη Ρωσία εύνουχίζεται ἀμείλικτα ἀπὸ τὴν αὐθεντία τῆς σοβιετικῆς γραφειοκρατίας καὶ ὁ εὐνουχισμὸς ἐπεκτείνεται σὲ κάθε ἐπιμέρους μαρξιστικὸ κίνημα οπουδήποτε τῆς γῆς, γιατὶ ἡ ἐκπροσώπηση τῆς ἀλήθειας δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ συγκεντρώνεται σὲ μία καθέδρα. Γιὰ νὰ φτάσουμε στὶς μέρες μας νὰ μὴν ὑπάρχη μαρξιστικὴ ὁμάδα ἢ κίνημα ποὺ νὰ ἐλέγχεται πραγματικὰ ἀπὸ τὴ λαϊκὴ βάση 119. Ἡ ἔννοια τῆς κομματικῆς πειθαρχίας καὶ τῆς ἀλάθητης ἀρχῆς, ἡ ὀρθολογιστικὴ ἀντίληψη τῆς ἑνότητας ποὺ θεσμοποιεῖ γραφειοκρατικὰ κάθε μαρξιστικὴ ὁμάδα, εἶναι ὀργανικὴ συνέπεια τοῦ «ἐπιστημονικοῦ» θετικισμοῦ ποὺ θεμελιώνει τὸ μαρξισμό – ὅπως ἀκριβῶς θεμελίωσε καὶ ὁλόκληρο τὸ οἰκοδόμημα τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ.
Οἱ ἴδιες αὐτὲς προϋποθέσεις ὁδηγοῦν ἐπίσης «φυσιολογικά» καὶ στὸ μυστικισμὸ ποὺ χαρακτηρίζει κάθε κλειστὸ ὁλοκληρωτικό σύστημα, καὶ συγκεκριμένα στὴ μυθοποίηση τῆς ἀλάθητης ἡγεσίας: Λένιν, Στάλιν, Μάο Τσε Τούγκ εἶναι οἱ ἐνδεικτικές μεγεθύνσεις στὸ χῶρο τοῦ μαρξισμοῦ τῆς ὁπωσδήποτε μετριοπαθέστερης προσωπολατρείας ποὺ γνώρισε ἡ Δύση μὲ τὴν ἀνακήρυξη τοῦ «ἀλαθήτου» τῶν παπῶν καὶ τὴν ἁγιοποίησή τους.
Πρέπει νὰ προστεθῆ ἕνας ἀκόμα παραλληλισμός, ὅσο κι ἂν μοιάζει καταρχήν παράδοξος: Ο περιορισμὸς τῆς ἀλήθειας σὲ ἕνα ἀπηρτισμένο καὶ στεγανὸ δογματικό σύστημα τεμαχίζει ἀναπόφευκτα τὴ ζωὴ σὲ «ἐνθάδε» καὶ σὲ «ἐπέκεινα», σὲ παρούσα ζωὴ καὶ σὲ μέλλουσα ζωή, σὲ παρὸν ἀτελές, ἀνολοκλήρωτο καὶ προσωρινό, καὶ (μέσα ἀπὸ τὸ «καθαρτήριο» τῆς δικτατορίας τοῦ προλεταριάτου) σὲ μέλλουσα μεσσιανική πληρότητα ἀταξικῆς εὐτυχίας 120. Τὸ δογματικό σύστημα ἐπειδὴ εἶναι στεγανὸ καὶ κλειστό, ἀπρόσιτο στὴν ἀμεσότητα τῆς ἐμπειρίας καὶ προσιτὸ μονάχα στὴ διάνοια, εἶναι πάντοτε μιὰ μεσσιανικὴ ἐπαγγελία καὶ μόνο, ἀφοῦ ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ποτὲ στεγανὴ καὶ ὀρθολογιστικὰ προκαθορισμένη.
᾿Αλλὰ τὸ «Βατικανό» γεννάει ἀναπόφευκτα καὶ τὴ «διαμαρτύρηση». Ἡ ἑρμηνεία τῶν ἀρχῶν τῆς ἱστορικῆς διαλεκτικῆς καὶ τῆς οἰκονομικῆς αἰτιοκρατίας, μὲ βάση πάντοτε τὰ κείμενα τοῦ Marx (sola scriptura), τεμαχίζει τὸ μαρξισμὸ σὲ τόσες περίπου σέκτες ὅσες καὶ οἱ προτεσταντικές παραφυάδες του ρωμαιοκαθολικισμοῦ οἱ βασισμένες στη Βίβλο. Κι όπως δὲν μποροῦμε πια στη Δύση να μιλάμε γιὰ τὸ χριστιανισμό χωρὶς νὰ διευκρινίσουμε ποιό χριστιανισμό ἐννοοῦμε, ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε καὶ γιὰ τὸ μαρξισμό χωρὶς νὰ ἐξηγήσουμε ποιο μαρξισμὸ ἐννοοῦμε τὸ μαρξισμό τοῦ Χρουστσώφ ἢ τοῦ Μάο, τοῦ Κάστρο ἡ τοῦ Τολιάτι, τοῦ Τίτο ἢ τοῦ Τρότσκυ Χωρίς νὰ λησμονούμε καὶ τὶς ἀδιάκοπα ἐμφανιζόμενες ὁμάδες καὶ «όμαδούλες» (grupuscules) τῶν «άριστεριστών» (gauchistes) που ἡ καθεμιά διεκδικεί καὶ τὸ ἀπόλυτο τῆς μαρξιστικῆς ὀρθοδοξίας, προσκολλημένη μὲ μυστικιστικό φανατισμό στο γράμμα τοῦ μαρξιστικού δόγματος.
Έχει πολλές φορές λεχθή και είναι πια κοινή διαπίστωση ότι η πόλωση καπιταλισμού - μαρξισμού δεν ξεπερνάει την αντίθεση δυό συστημάτων ή τρόπων για τη λειτουργία της αυτονομημένης οικονομίας – με κοινωνιολογικές συνέπειες τη φαινομενολογία της πάλης των τάξεων (όταν το κεφάλαιο είναι ιδιωτικό) ή το δραμα της αταξικής κοινωνίας (όταν το κεφάλαιο είναι κρατικό). Στην πραγματικότητα και τα δυό συστήματα επιβάλλουν ή προσφέρουν ένα κοινό τρόπο ζωής που απωθεί τις ουσιαστικώτερες αναζητήσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και ανταποκρίνεται αποκλειστικά και μόνο στην ενστικτώδη και ζωική φύση του ανθρώπου, στην καταναλωτική βουλιμία της εγωκεντρικής αυτοσυντήρησης121.
Η αυτονομημένη κατανάλωση, σαν βασικό περιεχόμενο ζωής, ανταποκρίνεται καίρια στην ανάγκη του ανθρώπου να κατέχη, να ευφραίνεται αισθησιακά και να λησμονή τη θνητότητά του. Και είναι πολύ χαρακτηριστική η διαπίστωση ότι και στις «σοσιαλιστικές» λεγόμενες χώρες του κρατικού καπιταλισμού, όπου η κατανάλωση ελέγχεται απόλυτα και η κομματική γραφειοκρατία επιβάλλει στο λαό μια ιδεολογία και πράξη ασκητικής λιτότητας, η λαχτάρα για τα προϊόντα και τις ανέσεις της ελεύθερης λεγόμενης οικονομίας είναι η ριζοσπαστικώτερη «από τα μέσα» υπονόμευση της κομματικής γραφειοκρατίας και του κρατικού «συστήματος».
Όταν λέμε ότι η αυτονομημένη κατανάλωση ανταποκρίνεται στην ενστικτώδη και ζωική φύση του ανθρώπου, αυτή η ανταπόκριση δεν σημαίνει οπωσδήποτε τον κορεσμό των φυσικών απαιτήσεων της εγωκεντρικής ατομικότητας, αλλά σημαίνει την εμπλοκή του ανθρώπου στη δίνη της καταναλωτικής βουλιμίας. Αυτή η εμπλοκή εκφράζεται χαρακτηριστικά με την απολυτοποίηση της πολιτικής (και της πολιτικής στράτευσης των ατόμων) με ταυτόχρονο περιορισμό της πολιτικής στο χώρο της οικονομίας – σε μια τεχνική ρυθμίσεως του κυκλώματος παραγωγής - κατανάλωσης. (Και είναι εξαιρετικά ενδεικτικό το φαινόμενο της αθρόας στράτευσης των χριστιανών της Δύσης, κληρικών και λαϊκών, στα ιδανικά της λεγόμενης πολιτικής θεολογίας σε αυτό το υποκατάστατο ενός πλασματικού νεοαριστερισμού που δεν είναι ούτε πολιτική ούτε θεολογία μας)122. Έτσι η πολιτική απωθεί τις ουσιαστικώτερες αναζητήσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, γίνεται «όπιο» για τη μεταφυσική αποχαύνωση των μαζών – είναι ο βασικός συντελεστής για το θρησκευτικό αποχρωματισμό του δυτικού ανθρώπου.
Το κύμα του θρησκευτικού αποχρωματισμού των μαζών εμφανίζεται στη Δύση ραγδαίο και αδυσώπητο123. Δεν πρόκειται για ήττα της χριστιανικής πίστης που προκύπτει από την αναμέτρησή της με μιάν άλλη, πιο ρωμαλέα πίστη ή ιδεολογία. Η «κρίση πίστεως» στη Δύση μοιάζει να είναι περισσότερο μια αχρήστευση της πίστης, η χριστιανική αλήθεια μοιάζει όλο και περισσότερο περιττή για τη ζωή του δυτικού ανθρώπου: Πέρα από τα καθαρώς «θρησκευτικά» στοιχεία της πίστης που μόνο ψυχολογικές και συναισθηματικές ατομικές ανάγκες μπορούν να ικανοποιήσουν, ο χριστιανισμός στη Δύση δεν φαίνεται να αντιπροσωπεύη ένα νόημα της ύπαρξης, του κόσμου και της Ιστορίας, δηλαδή ένα τρόπο και περιεχόμενο ζωής ουσιαστικό διαφορετικό από αυτό που προσφέρει ο πολιτισμός της τεχνοκρατίας και της κατανάλωσης. Εξάλλου, αν δεχθούμε μαζί με τους δυτικούς μελετητές124 ότι αυτό τον πολιτισμό τον γέννησε και τον εξέθρεψε η δυτική θεολογία και θρησκευτικότητα, τότε πρέπει να δεχθούμε και πως είναι φυσικό να απορρίπτεται σήμερα αυτή η θρησκευτικότητα, όπως το τσόφλι μετά από την εκκόλαψη: Η ιστορική εξέλιξη της θεολογικής αφετηρίας του δυτικού ρασιοναλισμού μετέθεσε «φυσιολογικά» την αναζήτηση της αλήθειας στα όρια του «επιστημονικού» θετικισμού και της πρακτικής του ωφελιμότητας, εγκαταλείποντας τη λογικοκρατούμενη μεταφυσική στο χώρο της απλής «υπόθεσης» (της «suppositio» των σχολαστικών). Αντίστοιχα, η νομικιστική και ακτιβιστική αντίληψη της χριστιανικής ηθικής βρίσκει σήμερα μιάν ασύγκριτα πληρέστερη πραγμάτωση στην περίπτωση των μαρξιστικών και «μεταμαρξιστικών» κινημάτων. Και είναι φυσικό ο ορθολογικός δυναμισμός της επανάστασης ή γενικώτερα της πολιτικής δράσης να αφομοιώνη και να εξαφανίζη την ορθολογική αποτελεσματικότητα της ατομικής ηθικής «συνέπειας» και αγαθοεργίας, αφού η πολιτική στράτευση είναι επιπλέον και απαλλαγμένη από το σύμπλεγμα της αμαρτίας ως ενοχής.
Θα μπορούσε να επεκταθή κανείς σε παραδείγματα και από άλλους χώρους ζωής, εκτός από τη γνωσιολογία και την ηθική, όπου η διαφορά ανάμεσα στη δυτική θρησκευτικότητα και στην αντίληψη ζωής που εκπροσωπεί ο πολιτισμός της τεχνοκρατίας και της κατανάλωσης δεν είναι «ειδοποιός» η ποιοτική, αλλά καθαρά ποσοτική διαφορά. Με αποτέλεσμα το «μείζον» που είναι ο σημερινός πολιτισμός, να αφομοιώνη και να εξαφανίζη το «Ελασσον» που είναι η θρησκευτική του μήτρα.
Παράλληλα, αλλά και αντιφατικά προς τη σκλήρυνση, η ανθρωποκεντρική άμυνα της ρωμαϊκής Εκκλησίας στην αποδιοργανωτική κρίση της δυτικής χριστιανοσύνης εκδηλώνεται με συνεχώς και περισσότερες παραχωρήσεις στην εκκοσμικευμένη και λογικοκρατούμενη νοοτροπία του δυτικού ανθρώπου. Έτσι ο ιστορικός της βίος, αλλά και η προσωπική ζωή των πιστών, μεταβάλλονται σε μια σχιζοειδή και βασανιστική ακροβασία ανάμεσα στη νομική συντηρητικότητα και στον επαναστατημένο φιλελευθερισμό.
Αυτή η ακροβασία θα πάρη τη μορφή αποδιοργανωτικής κρίσης ιδιαίτερα μετά τη Δεύτερη Βατικανή Σύνοδο, που θα ανοίξη τους ασκούς του Αιόλου μέσα στους κόλπους πιά της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας: Πληθαίνουν συνεχώς τα συμπτώματα μιας εσωτερικής ακαταστασίας που δίνουν την εντύπωση ότι η πνευματική και ιεραρχική ενότητα του πελώριου αυτού οργανισμού κρέμεται από ένα εξαιρετικά εύθραυστο νήμα. Ο ραγδαίος θρησκευτικός αποχρωματισμός των μεγάλων μαζών στη Δύση και η συνακόλουθη αποδυνάμωση του πνευματικού κύρους της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η ριζοσπαστική αμφισβήτηση των θεμελίων του παπισμού από την προτεσταντίζουσα μερίδα των ρωμαιοκαθολικών θεολόγων, η ευρύτατη πολιτικοποίηση του κλήρου και οι αυξανόμενες αποσκιρτήσεις από τις τάξεις του μαζί με τη φοβερή μείωση των ιερατικών κλήσεων, είναι μερικά από τα πολύ γνωστά συμπτώματα αυτής της κρίσης που σχεδόν καθημερινά απασχολούν τις στήλες του ευρωπαϊκού τύπου.
Η αποδιοργάνωση και ουσιαστική αποδυνάμωση της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εγκαταλείπει εκατομμύρια ανθρώπων σε μια τέλεια σύγχυση προσωπικής ζωής: δίχως στόχους και δίχως υπαρκτική ελπίδα, δίχως πνευματική κοινότητα που να προσφέρη ψυχολογικό έστω αντίβαρο στην εφιαλτική μοναξιά των μεγαλουπόλεων και δίχως προοπτικές προσωπικού βίου άλλες από τη βιολογική επιβίωση. Τα πλέγματα ενοχής εσωτερικεύονται αδιέξοδα, οι λύσεις φυγής - το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, ο απρόσωπος και μηχανοποιημένος ερωτισμός - γίνονται επιτακτική ανάγκη. Μια τρομακτική ηθική κρίση υπονομεύει την ποιότητα της ζωής στα όρια των δυτικών κοινωνιών και δεν είναι άσχετη με την αποσύνδεση της εκκλησιαστικής ενότητας από την αλήθεια της υπαρκτικής γνησιότητας και σωτηρίας του ανθρώπου.
Έτσι, αν η αλήθεια της ενότητας της Εκκλησίας – η αλήθεια της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου, της γνησιότητας και του πληρώματος της ζωής που είναι η τριαδική ενοείδεια της θεανθρώπινης κοινωνίας – αν αυτή η αλήθεια μοιάζει να έχη συσκοτισθή στην Ορθόδοξη Ανατολή με τη διαμόρφωση των εθνικών Εκκλησιών και την εκκοσμικευμένη θεσμοποίηση του εκκλησιαστικού βίου, εννέα αιώνες μετά το Σχίσμα αυτή η αλήθεια μοιάζει ολότελα χαμένη στο χώρο της Δύσης. Η εκκλησιαστική ενότητα δεν αναφέρεται πια στην αλήθεια ή την ουσία της Εκκλησίας, δεν είναι δηλαδή ένας τρόπος υπάρξεως που τον αποκάλυψε η σάρκωση του Λόγου και τον θεμελίωσε ως ιστορική πραγματικότητα το γεγονός της Πεντηκοστής – δεν είναι η αποκατάσταση της εικόνας του τριαδικού Πρωτοτύπου στην ανθρώπινη φύση. Η ενότητα της Εκκλησίας είναι περισσότερο ένα γεγονός ιδεολογικής - «ομολογιακής» ταυτότητας και διοικητικής - οργανωτικής άρθρωσης, μια νοητική και ηθική πειθαρχία σε ένα σύστημα «μεταφυσικών» αξιών, σύστημα με ποικιλώτατες παραλλαγές.
Και η απώλεια της αλήθειας της ενότητας σημαίνει παραθεώρηση ή και άγνοια της αλήθειας του προσώπου και της κοινωνίας των προσώπων, μετάθεση του γεγονότος της σωτηρίας στο χώρο της ατομικής ύπαρξης, δηλαδή της ατομικής ηθικής προσπάθειας και της ατομικής διανοητικής κατανόησης. Το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, της καθολικής σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου «εν τω Χριστώ», αλλοιώνεται σε θεσμοποιημένη σκοπιμότητα ατομικών και συλλογικών «βελτιώσεων» και αφηρημένων «μεταφυσικών» ελπίδων.[ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ]
Η ιστορική αυτή τραγωδία της δυτικής χριστιανοσύνης είναι κοινός και οδυνηρότατος σταυρός για το καθολικό σώμα της Εκκλησίας – πέρα από κάθε «πολεμική θεολογία» και ομολογιακή αυταρέσκεια – και δεν έχει νόημα να εξωραΐζουμε τις διαπιστώσεις μας για χάρη της συναισθηματικής ευαισθησίας και των καλών «διεκκλησιαστικών» μας σχέσεων. Αν η σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου δεν είναι αφηρημένο και διανοητικό, αλλά το υπαρκτικό μας πρόβλημα, τότε είναι ανάγκη να προσπαθούμε να πούμε τα πράγματα με το πραγματικό τους όνομα.
Σημειώσεις
59. The Byzantines believed that the political organization of this world is part of God's universal plan and is closely bound up with the history of man's salvation… The universal structure of the Roman Empire had providentially paved the way for the victorious advance of the Christian faith... So the pax Romana was equated with the pax Christiana, and the empire's foreign policy became intimately associated with the missionary work of the Byzantine Church. Of this association we have already encountered many examples. {Οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι η πολιτική οργάνωση αυτού του κόσμου αποτελεί μέρος του παγκόσμιου σχεδίου του Θεού και είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου... Η παγκόσμια δομή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε προνοητικά ανοίξει το δρόμο για τη νικηφόρα προέλαση της χριστιανικής πίστης... Έτσι, η pax Romana ταυτίστηκε με την pax Christiana και η εξωτερική πολιτική της αυτοκρατορίας συνδέθηκε στενά με το ιεραποστολικό έργο της Βυζαντινής Εκκλησίας. Από αυτή τη σύνδεση έχουμε ήδη συναντήσει πολλά παραδείγματα.} Dimitri OBOLENSKY, The Byzantine Commonwealth, σελ. 356. – Βλ. καὶ Steven RUNCIMAN, Byzantine Style and Civilization, Pelican Books 1975, σελ. 45 κ. ε. – J. M. HUSSEY, The Byzantine World, London (Hutchinson) 1970, σελ. 80. κ. ε. – Hélène AHRWEILER, L' idéologie politique de l'empire byzantin, σελ. 129 κ. ε.
60. Ο ιδιωτικός βίος του Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἡ προσωπική του σχέση μὲ τὴ χριστιανική πίστη εἶναι ἕνα ιστορικό πρόβλημα που έχει πολύ συζητηθή ἀπὸ τοὺς ἐρευνητὲς καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο έχουν διατυπωθῆ οἱ πιὸ ἀντιθετικὲς ἀπόψεις, ὅλες κατοχυρωμένες μὲ ἀξιόλογα ἐπιχειρήματα. Μιὰ καταρχήν σχετική βιβλιογραφία θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἐξῆς: Georg OSTROGORSKY, Geschichte des byzantinischen Staates, München (Beck) 1963, σελ. 38-39. – E. SCHWARTZ, Kaiser Constantin und die christliche Kirche, Leipzig-Berlin 1936. – N. H. BAYNES, Constantine the Great and the Christian Church, London 1929. – A. PIGANIOL, L' empereur Constantin, Paris 1932. – H. GRÉGOIRE, La sconversions de Constantin, Revue de l' Université de Bruxelles 34 (1930/31), σελ. 231 κ. ε. – K. LIETZMANN, Der Glaube Konstantins des Grossen, SB der Preussischen Akademie 28/29 (1937), σελ. 263 κ.ε. – A. ALFÖLDI, The Conversion of Constantine and Pagan Rome, Oxford 1948.
61. Εφεσ. 2, 20.
62. Ματθ. 13, 47-48.
63. Ματθ. 13, 30.
64. Λουκ. 17, 20.
65. B. R. W. SOUTHERN, Western Society and the Church in the Middle Ages (Penguin Books) 1976, σελ. 61 κ.ε. –G. OSTROGORSKY, Geschichte des byzantinischen Staates (Ιστορία του βυζαντινού κράτους), σελ. 153 κ. 4., 278. –August FRANZEN, Kleine Kirchengeschichte (Εκκλησιαστική ιστορία), Freiburg (Herder) 1975, σελ. 155 κ.ε. – Karl HEUSSI/Eric PETER, Précis d' Histoire de l' Eglise (Περίληψη της εκκλησιαστικής ιστορίας), § 40, 4. – Βλ. ἐπίσης Βλ. ΦΕΙΔΑ, Αἱ ἀντιλήψεις τοῦ Ι. Φωτίου περὶ τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, Περιοδικό «Εκκλησία» 4/1977, σελ. 87: Η συνάντησις παπικοῦ θρόνου καὶ φραγκικού κράτους κατὰ τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ Η΄ αἰῶνος ἦτο ἀποφασιστικής σημασίας γεγονὸς ὄχι μόνον διὰ τὴν ἱστορίαν τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰς σχέσεις τοῦ παπικού θρόνου μὲ τὴν ᾿Ανατολήν. Η συνάντησις αὐτὴ ἐσήμαινε διὰ μὲν τὴν δυτικὴν ἐκκλησίαν τὴν εἴσοδον εἰς τὴν μακρὰν διαδικασίαν ἐναρμονίσεως τῆς πατερικής λατινικῆς θεολογίας μὲ τὴν περιωρισμένην εἰς τὴν Αὐγουστίνειων αὐθεντίαν φραγκικήν θεολογίαν, διὰ δὲ τὴν ᾿Ανατολικήν Ἐκκλησίαν τὴν προϊούσαν ἔνταξιν τοῦ παπικοῦ θρόνου εἰς τὸ ὀξὺ ἀνθελληνικὸν πνεῦμα, τὸ ὁποῖον συστηματικῶς ἐκαλλιεργήθη ἤδη κατὰ τὸν Η΄ αἰώνα εἰς τὸ φραγκικόν κράτος διὰ πολιτικούς κυρίως σκοπούς.
66. Dans l' explication de la Trinité, Augustine conçoit la nature divine avant les personnes... Deus pour lui, ne signifie plus directement le Pére, mais plus généralement la divinité… Dire que Dieu est l' essentia par excellence, ou qu' il est suprêmement être, ou qu' il est l' immutabilité, c' est done dire la même chose. [Στην εξήγησή του για την Αγία Τριάδα, ο Αυγουστίνος αντιλαμβάνεται τη θεία φύση πριν από τα πρόσωπα... Γι' αυτόν, ο Θεός δεν σημαίνει πλέον άμεσα τον Πατέρα, αλλά γενικότερα τη θεότητα… Το να πούμε ότι ο Θεός είναι η κατ' εξοχήν ουσία, ή ότι είναι το υπέρτατο ον, ή ότι είναι το αμετάβλητο, είναι το ίδιο πράγμα]. Étienne GILSON, La philosophie au Moyen Age, Paris (Payot)1962, σελ. 130 καὶ 131.
67. L' Eglise d' Espagne avait ajouté le filioque au symbole de Nicée Constantinople, en 589. L' Eglise franque fait de même depuis 767. Les théologiens de la cour, s'appuyant sur Augustin, prennent parti pour la formule complétée processio spiritus ex patre filioque. En 809, le synode d' Aix la reconnait. Le pape, sans le condamner, ne l'admet pas dans la liturgie. Elle n' y prendra place, à Rome, qu' en 1014. [Η Εκκλησία της Ισπανίας πρόσθεσε το filioque στο σύμβολο της Νίκαιας της Κωνσταντινούπολης το 589. Η Φραγκική Εκκλησία είχε κάνει το ίδιο από το 767. Οι αυλικοί θεολόγοι, βασιζόμενοι στον Αυγουστίνο, υποστήριξαν τον συμπληρωμένο τύπο processio spiritus ex patre filioque. Το 809, η Σύνοδος της Αιξ την αναγνώρισε. Ο Πάπας, χωρίς να την καταδικάσει, δεν την αποδέχθηκε στη λειτουργία. Δεν πήρε τη θέση της στη λειτουργία στη Ρώμη μέχρι το 1014]. HEUSSI/PETER, Précis d' Histoire de l' Eglise, § 40, 4.
68. Βλ. M.-D. CHENU, La Théologie au Douzième Siècle, σελ. 302, 314, 383. – Τοῦ ίδιου, La Theologie comme Science au XIIIe Siècle, σελ. 55. Etienne GILSON, Le Thomisme, Paris (Vrin) 1972, σελ. 88 - 89, 186 - 187. – Βλ. ἐπίσης, Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, §§ 9, 20, 85.
69. Γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς χρησιμοθηρικής σκοπιμότητας στὸ χῶρο τῆς πίστης καὶ τῆς ἀλήθειας (ποὺ θὰ καταλήξη προοδευτικά στὴν ὑποταγὴ τῆς θεολογίας στις κοσμικές ἐπιδιώξεις τῆς Ρώμης καὶ ἀργότερα στὴν ὑποταγὴ τῆς δυτικῆς ἐπιστημολογίας στὶς ἀπαιτήσεις τῆς τεχνικῆς καὶ τῶν κοινωνικῶν ἐπιδιώξεων, βλ. τὸ ἔργο τοῦ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, De utilitate credendi. – Επίσης, P. BATIFFOL, Le catholicisme de S. Augustin, Paris 1920, σελ. 72. – M.-D. CHENU, La Théologie comme science ... σελ. 96. – Н.-X. ARQUILLIÈRE, L' augustinisme politique, Essai sur la formation des théories politiques du Moyen Age, Paris (Vrin) 1972.
70. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ ᾿Ερως, § 62.
71. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, § 73.
72. Βλ. Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, § 70γ.
73. B. M.-D. CHENU, La Théologie comme Science ... σελ. 26 καὶ 79.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου