Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Πρακτική Φιλοσοφία-Μάθημα 9

 Συνέχεια από :Tετάρτη 30 Ιουλίου 2025


Πρακτική Φιλοσοφία-Μάθημα 9

https://www.youtube.com/watch?v=PpFXMW9Lt-g&list=PLu7RPKIoKODdSp0mgbl8NYmPeguurN4DT&index=9

Lezioni tenute dal Prof. Enrico Berti il 5 -6 marzo 2008 e registrate all’Istituto di Studi Filosofici di Lugano


Είπα ότι θα μιλήσω για τον Καντ και θα το κάνω, αλλά πρώτα πρέπει να πω ακόμα κάτι που αφορά την περίοδο πριν από τον Καντ, γιατί ο Καντ δεν είναι ο πρώτος που ασκεί κριτική στη νεότερη, στην αρχαία και σε όλη την προηγούμενη φιλοσοφία, όσον αφορά την προσπάθεια να οικοδομηθεί μια πρακτική φιλοσοφία ως αυστηρή επιστήμη, δηλαδή με μαθηματική μέθοδο, μια προσπάθεια που, όπως είδαμε, επιδιώχθηκε κυρίως από τον Σπινόζα, τον Χομπς, τον Πέττυ. Λοιπόν, η πρώτη αυστηρή κριτική σε αυτή την προσπάθεια προέρχεται από έναν Άγγλο φιλόσοφο —μάλλον, έναν Σκοτσέζο— του 18ου αιώνα, δηλαδή τον Ντέιβιντ Χιουμ.
Ο Χιουμ γράφει το κύριο έργο του, Η Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση, στο οποίο δηλώνει ότι θέλει να οικοδομήσει μια επιστήμη της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή μια επιστήμη του ανθρώπου, όπως είχε ήδη οικοδομηθεί από τους μεγάλους επιστήμονες του 17ου αιώνα — έχει κυρίως στο μυαλό του τον Νεύτωνα — μια επιστήμη της φύσης.

Άρα, η ιδέα του Χιουμ είναι να οικοδομήσει μια επιστήμη του ανθρώπου. Και πράγματι, Η Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση περιγράφει όλη τη διαδικασία της γνώσης — πώς συμβαίνει, τις ιδέες, τις εντυπώσεις, τις ενώσεις των ιδεών — προσπαθεί να διατυπώσει έναν αυστηρό λόγο, έναν επιστημονικό λόγο για το πώς λειτουργεί η ανθρώπινη νοημοσύνη, η ανθρώπινη γνώση, και επίσης για τα πάθη, τις επιθυμίες, τα συναισθήματα. Πρόκειται για μια πραγματικά ευρεία πραγματεία για τον άνθρωπο, αν και με σκεπτικιστική τάση, όπως είναι γνωστό. Ωστόσο, μέσα σε αυτή την πραγματεία υπάρχει μια παρατήρηση που θα αποβεί μοιραία για τη νεότερη πρακτική φιλοσοφία, εννοούμενη ως επιστήμη — δηλαδή η περίφημη παρατήρηση που τον 20ό αιώνα ονομάστηκε «νόμος του Χιουμ».
Στην πραγματικότητα, ο Χιουμ δεν είχε πρόθεση να διατυπώσει κανέναν νόμο· ο ίδιος δεν την ονόμασε ποτέ «νόμο του Χιουμ». Είναι οι αναλυτικοί φιλόσοφοι που ήρθαν δύο αιώνες αργότερα και την ονόμασαν έτσι. Ο Χιουμ κάνει απλώς μια λογικού τύπου παρατήρηση, που στην ουσία εμπνέεται από την αριστοτελική λογική.
Ο Χιουμ δεν ήταν αριστοτελικός, αλλά σε αυτή την παρατήρηση είναι απολύτως αριστοτελικός. Δηλαδή, ο Χιουμ παρατηρεί ότι σε μια απόδειξη πρέπει να υπάρχει ομοιογένεια μεταξύ των προκείμενων και των συμπερασμάτων, δηλαδή οι προκείμενες και τα συμπεράσματα πρέπει να ανήκουν στο ίδιο γένος. Αυτό ήταν ένας κανόνας της αριστοτελικής λογικής. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι όταν ασχολούμαστε με ένα γένος όντων —για παράδειγμα, με αριθμούς ή με γεωμετρικά σχήματα— δεν πρέπει να μεταβαίνουμε από το ένα γένος στο άλλο. Δεν πρέπει να γίνεται αυτό που ο Αριστοτέλης αποκαλούσε μετάβασις εἰς ἄλλο γένος, δηλαδή μετάβαση σε άλλο γένος.
Αυτό είναι λάθος — αυτός είναι ο λόγος, για παράδειγμα, που ο Αριστοτέλης δεν εφάρμοσε ποτέ τα μαθηματικά στη φυσική, γιατί για αυτόν επρόκειτο για διαφορετικά γένη πραγμάτων, και επομένως δεν ήταν δυνατή η μετάβαση από τον έναν λόγο στον άλλο. Από την άποψη της αριστοτελικής λογικής, αυτός ο συλλογισμός είναι αδιαμφισβήτητος. Ο Χιουμ τον εφαρμόζει με τον εξής τρόπο: παρατηρεί ότι από προκείμενες διατυπωμένες με το ρήμα «είναι» δεν μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα διατυπωμένα με το ρήμα «πρέπει».
Δεν μπορώ να πω: «αφού αυτό είναι έτσι κι εκείνο είναι έτσι, τότε κάτι πρέπει να είναι ή πρέπει να γίνει». Με άλλα λόγια, από απλές περιγραφές —οι περιγραφές εκφράζονται μέσω του ρήματος «είναι», λέω π.χ. «το τάδε πράγμα είναι έτσι κι έτσι», δηλαδή υπάρχει ένα υποκείμενο, το ρήμα «είναι» λειτουργεί ως συνδετικό, και στη συνέχεια υπάρχει ένα κατηγόρημα— αυτές είναι προτάσεις περιγραφικού τύπου. Αν θέλετε, μπορούμε να τις αποκαλέσουμε κρίσεις γεγονότος, δηλαδή κρίσεις που περιγράφουν το πώς έχουν τα πράγματα.
Λοιπόν, από τέτοιου είδους προκείμενες, παρατηρεί ο Χιουμ, δεν μπορώ να συναγάγω, να εξαγάγω συμπεράσματα που να περιέχουν το ρήμα «πρέπει», δηλαδή που να είναι προσταγές· από απλές περιγραφές δεν μπορούν να συναχθούν προσταγές. Έχει απόλυτο δίκιο· είναι ένας αδιαμφισβήτητος λογικός κανόνας, αλλά είναι ένας κανόνας που πλήττει στην καρδιά όλες τις προσπάθειες να οικοδομηθεί μια ηθική βασισμένη στην επιστήμη της φύσης, γιατί επισημαίνει εκείνο το σφάλμα που αργότερα, όπως θυμόμουν χθες το πρωί, θα ονομάσει ο Μουρ «φυσιοκρατικό σφάλμα» (naturalistic fallacy), δηλαδή στην ουσία ο Μουρ δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να επαναδιατυπώσει την παρατήρηση του Χιουμ. Από τον Μουρ και έπειτα, αυτή η παρατήρηση ονομάζεται «νόμος του Χιουμ» — ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο από τη γνώση, από την απλή γνώση των γεγονότων, δεν μπορώ να αντλήσω κανόνες, αρχές ή προσταγές που αφορούν την πράξη. Είναι ο μεγάλος διαχωρισμός που έκανε η αναλυτική φιλοσοφία ανάμεσα στη γνώση και στη δράση.
Κατά τον Χιουμ, επομένως, η λογική δεν μπορεί να κατευθύνει την πράξη· η λογική, λέει ο Χιουμ, είναι εντελώς ανίσχυρη, δεν έχει τη δύναμη να καθοδηγεί ή να προσδιορίζει τις πράξεις μας. Οι πράξεις μας καθορίζονται, προκαλούνται μόνο από τα συναισθήματα, από τα πάθη, όχι από τη λογική. Άρα, αν θέλουμε να οικοδομήσουμε μια ηθική, αντί να προσπαθούμε να την οικοδομήσουμε μέσω της λογικής, ας προσπαθήσουμε να διαπαιδαγωγήσουμε ορισμένα συναισθήματα, για παράδειγμα το ηθικό συναίσθημα, το moral sense.

Τι είναι το ηθικό συναίσθημα; Είναι εκείνο το συναίσθημα που μας κάνει να νιώθουμε αποστροφή προς ορισμένες πράξεις και έγκριση, έπαινο, θαυμασμό προς κάποιες άλλες. Υπάρχουν πράξεις που προκαλούν την αποστροφή μας, αλλά είναι μια αποστροφή σε επίπεδο συναισθήματος — για παράδειγμα, αν δούμε κάποιον να κάνει κακό, να βασανίζει ένα παιδί, αυτό προκαλεί μέσα μας μια αντίδραση αηδίας, αποδοκιμασίας, ψόγου, καταδίκης. Αν αντίθετα δούμε κάποιον, ας πούμε, να θυσιάζεται για έναν άλλον, να προσφέρεται, να κάνει ένα μεγάλο δώρο, αυτό μας προκαλεί έπαινο, θαυμασμό, επιδοκιμασία.
Αυτό, για οποιονδήποτε, είναι το μόνο ηθικό κριτήριο: το συναίσθημα της επιδοκιμασίας, το συναίσθημα της αποδοκιμασίας. Σε όλο αυτό, η λογική δεν έχει καμία σχέση, δεν παίζει κανέναν ρόλο, καμία λειτουργία· είναι απολύτως ανίσχυρη. Ένα μεγάλο μέρος της ηθικής του 20ού αιώνα θα επιστρέψει σε αυτή τη θέση· είναι η ηθική που ο ΜακΙντάιρ θα αποκαλέσει συναισθηματιστική (emotivism), θεμελιωμένη σε καθαρά συναισθήματα.
Τώρα, εγώ δεν θέλω να κρίνω, δεν θέλω να αξιολογήσω αυτό το είδος της ηθικής· περιορίζομαι απλώς στο να πω ότι η παρατήρηση πως από το ρήμα «είναι» δεν μπορεί να συναχθεί το ρήμα «πρέπει», από λογική άποψη, είναι άψογη· και είναι μια κριτική που πλήττει καίρια όλες τις προσπάθειες που επιχείρησαν οι νεότεροι φιλόσοφοι, από τον Ντεκάρτ και έπειτα —ή καλύτερα, από τον Σπινόζα και έπειτα— να θεμελιώσουν την ηθική πάνω στη μαθηματική, επιστημονική λογική, σε μια αυστηρά αποδεικτική λογική. Αυτό έπρεπε να ειπωθεί, γιατί αν δεν το έχουμε κατά νου, δεν κατανοούμε ούτε τον Καντ.
Ο Καντ —και έτσι φτάνουμε να μιλήσουμε για αυτόν— όπως ξέρετε, στην αρχική φάση της καριέρας του, βρισκόταν ακόμη στις θέσεις της σχολαστικής παράδοσης.

Ο Καντ ήταν καθηγητής λογικής και μεταφυσικής στο Πανεπιστήμιο του Κένιξμπεργκ, στην Ανατολική Πρωσία. Σήμερα δεν ανήκει πια στη Γερμανία, ανήκει στη Ρωσία και έχει μετονομαστεί σε Καλίνινγκραντ· αλλά ο Καντ ήταν Γερμανός, βρισκόταν στο Κένιξμπεργκ, ήταν καθηγητής λογικής και μεταφυσικής, και η λογική και μεταφυσική που δίδασκε στους φοιτητές του ήταν η λογική του Αριστοτέλη και η μεταφυσική του Αριστοτέλη, κάπως επεξεργασμένη, κάπως προσαρμοσμένη από τη σχολαστική. Το εγχειρίδιο μεταφυσικής που χρησιμοποιούσε ο Καντ ήταν το εγχειρίδιο του Μπάουμγκαρτεν, ο οποίος ήταν μαθητής του Βολφ· και έτσι ακολουθούσε τη γραμμή της σχολαστικής παράδοσης που κυριαρχούσε στα γερμανικά και γενικά στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.

Αυτή είναι η περίοδος που αποκαλείται, εκ των υστέρων, προκριτική περίοδος, δηλαδή αυτή που προηγείται της κριτικής, που προηγείται του κριτικισμού, της κριτικής φάσης της φιλοσοφίας του Καντ. Αυτό που καθόρισε τη μετάβαση του Καντ από την επονομαζόμενη προκριτική περίοδο —δεν την ονόμασε ο ίδιος έτσι, εμείς τη λέμε έτσι— στην κριτική περίοδο, δηλαδή στη μεγάλη του φιλοσοφία, η οποία εκτίθεται πρώτα στην Κριτική του καθαρού λόγου, έπειτα στην Κριτική του πρακτικού λόγου και τέλος στην Κριτική της κριτικής δύναμης, αυτό που καθόρισε αυτή τη μετάβαση, όπως ο ίδιος ο Καντ ομολογεί, ήταν η ανάγνωση του Χιουμ. Ο Καντ δηλώνει ότι η ανάγνωση, το διάβασμα των έργων του Χιουμ, ουσιαστικά της Πραγματείας για την ανθρώπινη φύση, τον ξύπνησε από τον δογματικό του ύπνο.
Έτσι λοιπόν, ο Καντ εκτιμά εκ των υστέρων ότι στην πρώτη περίοδο της δραστηριότητάς του ήταν σαν να κοιμόταν έναν ύπνο που ο ίδιος ονομάζει δογματικό — ο αντίθετος, δηλαδή, του κριτικού. Είναι η στάση εκείνου που αποδέχεται ορισμένα δόγματα, ορισμένες αλήθειες, χωρίς να τα αμφισβητεί, χωρίς να τα υποβάλλει σε κριτική. Ο Χιουμ τον ξύπνησε από τον δογματικό ύπνο.
Τώρα, φυσικά, αυτή η δήλωση του Καντ δεν αφορά μόνο την ηθική, αφορά ολόκληρη τη φιλοσοφία. Ο Χιουμ είχε αρνηθεί την εγκυρότητα της αρχής της αιτιότητας, είχε αρνηθεί την ιδέα της ουσίας, είχε κλονίσει όλη τη φιλοσοφία — όχι μόνο την παραδοσιακή φιλοσοφία της σχολαστικής, αλλά και τη νεότερη φιλοσοφία του Ντεκάρτ, του Σπινόζα, του Λάιμπνιτς, γιατί ξέχασα να πω ότι ο Βολφ, ο Κρίστιαν Βολφ, ήταν με τη σειρά του μαθητής του Λάιμπνιτς. Ο Λάιμπνιτς ήταν εκείνος που συστηματοποίησε τη σχολαστική φιλοσοφία στη Γερμανία, στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα.
Άρα, ο Χιουμ ξύπνησε τον Καντ από τον δογματικό ύπνο σε όλους τους τομείς — κι εμείς τώρα δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με ολόκληρη τη φιλοσοφία του Καντ, ούτε να μιλήσουμε για την Κριτική του καθαρού λόγου, που όμως είναι το πιο σημαντικό μέρος της φιλοσοφίας του.
Είναι φανερό πάντως ότι η ανάγνωση του Χιουμ αφύπνισε τον Καντ και στο πεδίο της ηθικής. Ο Καντ λαμβάνει υπόψη του αυτά που λέει ο Χιουμ, αλλά ανησυχεί για τις συνέπειες που αυτά μπορεί να έχουν. Όσον αφορά την επιστήμη —δεν θα ασχοληθούμε εδώ με αυτό— και εκεί ο Καντ θα προσπαθήσει να ανακτήσει την έννοια της αιτιότητας, να ανακτήσει την έννοια της ουσίας. Χωρίς την ιδέα της αιτίας δεν στέκονται οι νόμοι της φυσικής.
Και αφού η φυσική είναι επιστήμη —και ο Καντ ήταν πεπεισμένος ότι η φυσική είναι επιστήμη—, η φυσική για εκείνον ήταν η φυσική του Νεύτωνα, και για τον Καντ η φυσική του Νεύτωνα ήταν αναμφισβήτητη, ήταν επιστήμη τέλεια, όπως τα μαθηματικά. Γι’ αυτό και ο στόχος που θέτει με την Κριτική του καθαρού λόγου είναι να δείξει πώς τα μαθηματικά και η φυσική είναι επιστήμες, και έπειτα να εξετάσει αν και η μεταφυσική μπορεί να είναι επιστήμη.
Και θα το κάνει αυτό λαμβάνοντας ως μέτρο, ως κριτήριο, ως πρότυπο το μεθοδολογικό μοντέλο των μαθηματικών και της φυσικής, που είναι επιστήμες, και διαπιστώνοντας ότι η μεταφυσική δεν διαθέτει αυτό το μοντέλο, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μεταφυσική είναι μια ευγενής επιδίωξη, είναι μια αναγκαία απαίτηση του λόγου — κάτι από το οποίο ο λόγος δεν μπορεί να απαλλαγεί — αλλά δεν είναι επιστήμη. Αυτή είναι η Κριτική του καθαρού λόγου.
Για την Κριτική του πρακτικού λόγου, για τον πρακτικό λόγο, ο Καντ έχει την ίδια ανησυχία: θέλει να σώσει την ηθική από την κριτική του Χιουμ. Διότι, αν η ηθική εγκαταλειφθεί στα συναισθήματα, στα πάθη, αυτό για τον Καντ ισοδυναμεί με το τέλος της ηθικής. Να θεμελιώσει κανείς την ηθική στα συναισθήματα σημαίνει ότι ο καθένας θα πρέπει να πράττει όπως αισθάνεται, όπως του έρχεται. Και τότε κάθε συναίσθημα θα ήταν έγκυρο. Αλλά για τον Καντ, τα συναισθήματα είναι απλώς εκφράσεις των φυσικών μας ροπών, των κλίσεων μας· και κανείς δεν έχει καμία ηθική αξία, κανένα ηθικό έπαινο, αν απλώς ακολουθεί τα συναισθήματά του, γιατί κάνει απλώς αυτό που του έρχεται φυσικά. Τι αξία μπορεί να έχει αυτό ηθικά;

Μάλιστα, εδώ η κριτική του Καντ δεν απευθύνεται μόνο στον Χιουμ, αλλά και στην αρχαία ηθική, στην ηθική του Αριστοτέλη. Θυμηθείτε ότι ο Αριστοτέλης έλεγε ότι πρέπει να επιδιώκουμε το ύψιστο αγαθό· και όλοι συμφωνούν ότι το ύψιστο αγαθό είναι η ευδαιμονία, η ευτυχία, οπότε πρέπει να επιδιώκουμε την ευτυχία. Στη συνέχεια η ηθική θα εξηγήσει σε τι συνίσταται η ευτυχία, ποια είναι η αληθινή ευτυχία. Αλλά ο Αριστοτέλης δεν έχει καμία αμφιβολία: πρέπει να επιδιώκουμε την ευτυχία.

Ο Καντ λέει: η ευτυχία δεν έχει καμία αξία από ηθική σκοπιά. Το να επιδιώκει κανείς την ευτυχία είναι απλώς το να ακολουθεί μια φυσική ροπή. Ακόμα και τα ζώα κατά κάποιο τρόπο επιδιώκουν την ευτυχία. Όλα τα όντα επιδιώκουν την ευτυχία — αυτό είναι νόμος της φύσης, όχι ηθικός νόμος. Άρα δεν υπάρχει κανένα ηθικό αξίωμα, καμία ηθική αξία στην επιδίωξη της ευτυχίας.

Η ευτυχία δεν είναι κάτι κακό, ο Καντ δεν λέει ότι είναι κακή· απλώς δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό — είναι κάτι σαν τους φυσικούς νόμους. Η βαρύτητα, για παράδειγμα — είναι καλό ή κακό; Ούτε καλό ούτε κακό. Είναι απλώς ένα γεγονός: τα σώματα πέφτουν προς τα κάτω. Έτσι κι οι ζωντανοί οργανισμοί αναζητούν αυτό που τους προσφέρει ευχαρίστηση, αυτό που τους κάνει ευτυχισμένους. Αυτό δεν είναι ηθική, αυτό ανήκει στη φύση, στις φυσικές ροπές. Η ηθική είναι κάτι άλλο. Η ηθική είναι το βασίλειο της ελευθερίας.
Και ελευθερία δεν σημαίνει να ακολουθώ τις ροπές μου, να κάνω αυτό που μου έρχεται αυθόρμητα, γιατί αυτό δεν το αποφασίζω εγώ. Αυτό έρχεται από μόνο του, δεν είμαι εγώ ο αυτουργός. Όταν ακολουθώ μια φυσική ροπή, αφήνω τη φύση να με καθοδηγεί — δεν αποφασίζω με βάση την ελευθερία μου. Άρα για τον Καντ, η ηθική δεν μπορεί να θεμελιώνεται στα συναισθήματα ή στα πάθη.
Επίσης, λέει ο Καντ, ο καθένας μπορεί να έχει διαφορετικά συναισθήματα. Κάποιος μπορεί να αισθάνεται αγάπη για τον πλησίον και να κάνει το καλό σε όλους. Αλλά κάποιος άλλος μπορεί να αισθάνεται μίσος — για παράδειγμα, όσοι καλλιεργούσαν τον αντισημιτισμό, ένιωθαν μίσος προς τους Εβραίους. Μα αυτό είναι επίσης ένα συναίσθημα! Αν αρκεί να ακολουθούμε τα συναισθήματά μας, τότε όλα επιτρέπονται. Δεν υπάρχει πλέον ηθική — και κυρίως δεν υπάρχει πια καθολικός κανόνας, έγκυρος για όλους, ίσος για όλους.
Γι’ αυτό λέει ο Καντ: πρέπει να επιστρέψουμε στη λογική. Μόνο η λογική είναι καθολική. Τα συναισθήματα διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, από εποχή σε εποχή, από τόπο σε τόπο — ανάλογα με την παιδεία, τον πολιτισμό, το κλίμα, τις κοινωνικές συνθήκες· υπάρχουν άπειροι παράγοντες που επηρεάζουν τα συναισθήματα.
Η λογική, όμως, είναι ίδια για όλους. Από την άποψη της λογικής δεν υπάρχουν διαφορές. Οι άνθρωποι, λέει ο Καντ, αν ακολουθούν τη λογική, λογίζονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Ξέρετε ότι για τον Καντ η λογική αποτελείται από κατηγορίες, από α priori έννοιες, που είναι ίδιες για όλους, σε κάθε εποχή, σε κάθε τόπο. Αυτό είναι το καθολικό στοιχείο μέσα στον άνθρωπο — όχι τα συναισθήματα.
Άρα, λέει ο Καντ, η μόνη σταθερή βάση για την ηθική είναι η λογική. Η ηθική πρέπει να είναι ορθολογική. Αλλά ποια λογική; Η ίδια λογική που χρησιμοποιούμε στα μαθηματικά, στη φυσική — που είναι επιστήμες — και στη μεταφυσική, που θέλει να είναι επιστήμη αλλά δεν τα καταφέρνει. Αυτή είναι η λογική που πρέπει να ακολουθούμε στην ηθική: αυτή είναι η πρακτική λογική.
Έτσι, ο Καντ ανακτά την έννοια του πρακτικού λόγου. Υπάρχει ο καθαρός λόγος (θεωρητικός), που χρησιμοποιούμε στα μαθηματικά, στη φυσική, στη μεταφυσική· αλλά αυτός δεν είναι ο λόγος που κατευθύνει τις πράξεις μας. Ο πρακτικός λόγος είναι αυτός που διέπει τη δράση μας.
Κάποιος θα έλεγε: Άρα, εδώ ο Καντ επαναφέρει την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη; Επαναφέρει την έννοια του πρακτικού λόγου; Και πράγματι — όπως σας έλεγα χθες το πρωί — η σημερινή αναβίωση της πρακτικής φιλοσοφίας εμπνέεται αφενός από τον Αριστοτέλη, αφετέρου από τον Καντ. Ο Τζον Ρολς, για παράδειγμα, και άλλοι στη Γερμανία — ο Φόλρατ, η Χάννα Άρεντ, η ύστερη Άρεντ — επιστρέφουν στον Καντ. Έτσι, ο Καντ προβάλλει ξανά στη φιλοσοφία του 20ού αιώνα ως μορφή στην οποία πρέπει να επιστρέψουμε για να ανακτήσουμε μια πρακτική φιλοσοφία — δηλαδή μια μορφή λογικής διαφορετική από τη μαθηματική και επιστημονική.
Φαίνεται λοιπόν ότι υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για να ανακαλύψουμε ξανά την αρχαία πρακτική φιλοσοφία.

Αλλά δεν είναι έτσι. Γιατί; Διότι αυτή η πρακτική λογική, αν πάμε να δούμε τι γράφει ο Καντ στην Κριτική του πρακτικού λόγου, δεν κάνει κανέναν συλλογισμό απλώς διατάζει. Διατάζει. Δίνει προσταγές που ονομάζονται κατηγορηματικές προσταγές (imperativi categorici). Και είναι προσταγές ανεξαρτήτως όρων — όχι υποθετικές.

Θυμάστε το πρακτικό συλλογισμό του Αριστοτέλη;

Τα ελαφριά φαγητά κάνουν καλό στην υγεία, το κοτόπουλο είναι ελαφρύ, λοιπόν φάε, αν θέλεις να έχεις υγεία — να λοιπόν η προκείμενη: φάε κοτόπουλο αν θέλεις να έχεις υγεία· ή: αν θέλεις να είσαι ευτυχισμένος, άσκησε τις διάφορες αρετές. Αν θέλεις να είσαι ευτυχισμένος. Αλλά για τον Αριστοτέλη ήταν αυτονόητο ότι κάποιος θέλει να είναι ευτυχισμένος. Η ευτυχία είναι το υπέρτατο αγαθό. Άρα το πρώτο πράγμα που πρέπει να φροντίσει κανείς είναι η ευτυχία.
Τότε, αν θέλεις να είσαι ευτυχισμένος, να η φρόνηση: εφόσον ο σκοπός δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, η φρόνηση μας υποδεικνύει τα μέσα — τι να κάνουμε και τι να μην κάνουμε για να γίνουμε ευτυχισμένοι.

Ο Καντ λέει ότι αυτά είναι υποθετικοί προστακτικοί (imperativi ipotetici), δηλαδή όροι που καθιστούν την αξία μιάς πράξης εξαρτημένη από την υπόθεση ότι θέλουμε να επιτύχουμε αυτόν τον σκοπό. Αλλά αυτό δεν είναι απόλυτη προσταγή — κατηγορικός προστακτικός (imperativo categorico). Και το να ακολουθεί κανείς έναν υποθετικό προστακτικό δεν ανήκει στην ηθική, σύμφωνα με τον Καντ.
Και πάλι λοιπόν επιστρέφουμε σε μια ηθική της ευτυχίας, όπως ήταν η αρχαία ηθική, όπως είναι ο ωφελιμισμός, όπως είναι ο ηδονισμός: «Θέλεις να ευχαριστηθείς; Κάνε αυτό κι αυτό». «Θέλεις να βγάλεις πολλά λεφτά; Κάνε αυτό κι αυτό». Όλα αυτά, για τον Καντ, δεν έχουν καμία σχέση με τη ηθική.
Η ηθική συνίσταται στο να πράττεις αυτό που σου προστάζει η λογική με απόλυτο τρόπο, δηλαδή μέσω του κατηγορικού προστακτικού. Αυτό είναι το καθήκον σου. Πρέπει να εκτελείς το καθήκον σου όποιες κι αν είναι οι συνέπειες, γιατί είναι το καθήκον σου — όχι για κανέναν άλλον λόγο, παρά μόνο επειδή είναι το καθήκον σου.
Και αυτό που είναι το καθήκον σου στο προστάζει η λογική, και το προστάζει με τον ίδιο τρόπο σε όλους. Δεν είναι ότι σε κάποιον δίνει μία εντολή και σε κάποιον άλλον διαφορετική — δίνει σε όλους την ίδια εντολή, γιατί είναι καθολική, γιατί η λογική είναι καθολική.
Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι ναι, είναι λογική επειδή είναι καθολική — αλλά είναι μια λογική, επιτρέψτε μου να πω, που δεν σκέφτεται, δηλαδή δεν κάνει καμία συλλογιστική. Απλώς διατυπώνει προσταγές με κατηγορηματικό τρόπο, δηλαδή απόλυτο, ανεξάρτητο από κάθε όρο.
Και αν δούμε προσεκτικά, πρόκειται για καθαρά τυπικές προσταγές, γιατί δεν μπορούν να προσδιορίσουν μια συγκεκριμένη πράξη. Θυμάστε τις μεγάλες ρητές αρχές (maxime): «Να ενεργείς έτσι ώστε η αρχή της πράξης σου να μπορεί να γίνει καθολικός νόμος» — δηλαδή κάνε κάτι που, αν το έκαναν όλοι, θα ήταν σωστό.
Αλλά αυτό δεν μας λέει ποια συγκεκριμένη πράξη να κάνουμε. Άρα είναι μεν λογική επειδή είναι καθολική, αλλά δεν είναι λογική που επιχειρηματολογεί, έστω και με ευέλικτη, ήπια επιχειρηματολογία, όπως στην αρχαία πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Αντιθέτως, είναι πολύ άκαμπτη, πολύ αυστηρή — έχει μέγιστη αυστηρότητα, αλλά όχι επιχειρηματολογική αυστηρότητα. Είναι απλώς αυστηρότητα εντολής.
Και από αυτή την άποψη, ο Καντ δεν αντιτίθεται στον Χιουμ, γιατί δεν αντλεί προσταγές από περιγραφές — δεν υπάρχει καμία περιγραφή. Υπάρχει μόνο η προσταγή. Δηλαδή, η προσταγή δεν προκύπτει από γνώση. Από αυτή την άποψη, είναι απολύτως σύμφωνος με τον Χιουμ. Διαφέρει από τον Χιουμ στο ότι τοποθετεί τη λογική — κι όχι το συναίσθημα — στη βάση της ηθικής· αλλά είναι μια λογική που μπορεί μόνο να προστάζει, όχι να λογίζεται.

Αυτό λέει κάτι; Θέλετε να ρωτήσετε; Όχι; Λοιπόν, ας περάσουμε τώρα αμέσως — ας περάσουμε στη φρόνηση, ας περάσουμε στη σοφία.

Αυτή είναι προς το παρόν η ηθική, δηλαδή ο πρακτικός λόγος, η πρακτική λογική.

Ο Καντ μιλάει επίσης για τη σοφία (Klugheit στα γερμανικά). Όσοι γνωρίζουν καλύτερα τα γερμανικά από εμένα μου λένε ότι Klugheit στα γερμανικά σημαίνει επίσης πονηριά, επιδεξιότητα, εξυπνάδα, ακόμα και πονηρή εξυπνάδα — είναι αλήθεια; Λοιπόν, αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Καντ για να αποδώσει στα γερμανικά αυτό που ο Αριστοτέλης ονόμαζε φρόνησις και ο Θωμάς Ακινάτης προνόηση (prudenzia).
Για τον Καντ, αυτό είναι η Klugheit, δηλαδή — όπως λέει — μια δεξιότητα βασισμένη σε αρχές, σε κανόνες, όχι ηθικοπρακτικούς αλλά τεχνοπρακτικούς. Για παράδειγμα, η τέχνη του να διοικείς σωστά το σπίτι. Στην παραδοσιακή κοινωνία, το «σπίτι» σήμαινε το κυριολεκτικό νοικοκυριό, αλλά και το κτήμα, η γη, η περιουσία, τα ζώα, η επιχείρηση — σκεφτείτε την κοινωνία πριν τη βιομηχανική επανάσταση, που ήταν θεμελιωδώς αγροτική.
Η τέχνη του να κυβερνάς σωστά το νοικοκυριό, να το διαχειρίζεσαι καλά, απαιτούσε γνώσεις γεωργίας, εμπορίου, τεχνικών. Σύμφωνα με την αρχαία αντίληψη, αυτές οι γνώσεις ανήκαν στην οικονομική, δηλαδή εκείνο το μέρος της πρακτικής φιλοσοφίας που ήταν η σοφία εφαρμοσμένη στη διαχείριση του οίκου.

Ο Καντ λέει: όλα αυτά μπορεί να είναι χρήσιμα, μπορεί να είναι σημαντικά, είναι σημαντικά από τεχνική άποψη — αλλά δεν έχουν καμία σχέση με την ηθική. Αυτό είναι απλώς δεξιότητα, αλλά η ηθική δεν αφορά τη δεξιότητα. Αν είναι έτσι, τότε και ο επιδέξιος διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων που ληστεύει μια τράπεζα διαθέτει δεξιότητα — κι αυτή είναι δεξιότητα.
Δηλαδή, αυτό που συμβαίνει με τον Καντ — ο οποίος ήταν ένας σπουδαίος φιλόσοφος — είναι ότι είχε πολύ περιορισμένη γνώση της ιστορίας της φιλοσοφίας. Ο Καντ δεν διάβαζε· πιστεύω ότι ποτέ δεν είχε διαβάσει τον Αριστοτέλη στα πρωτότυπα έργα του. Ίσως είχε διαβάσει κάποια έργα λογικής και μεταφυσικής· πιστεύω πως τα έργα της πρακτικής φιλοσοφίας δεν τα γνώριζε. Και αυτό δεν είναι απλώς δική μου γνώμη — οι μελετητές συμφωνούν σε αυτό.
Εξάλλου, στα πανεπιστήμια της εποχής διδάσκονταν κυρίως μέσα από εγχειρίδια: υπήρχαν εγχειρίδια φυσικής, μεταφυσικής, λογικής, ηθικής, πολιτικής κ.λπ. — δεν καταφεύγανε πια στα κλασικά έργα. Αρκούνταν στα εγχειρίδια. Και ο Καντ, στη διδασκαλία του, χρησιμοποιούσε εγχειρίδια. Άρα, πιθανότατα, δεν είχε υπόψη του τις σελίδες της Ηθικής Νικομάχειας όπου ο Αριστοτέλης, μιλώντας για τη φρόνησιν, τη διακρίνει από αυτό που αποκαλεί δεινότητα (deinotes), δηλαδή εξυπνάδα, πονηριά, επιδεξιότητα.
Ποια είναι η πραγματική διαφορά; Και τα δύο — και η φρόνηση και η δεινότητα — γνωρίζουν πώς να βρουν τα καταλληλότερα μέσα για την επίτευξη κάποιου σκοπού. Αλλά η ουσιαστική διαφορά είναι ότι η σοφία (φρόνησις) έχει ως σκοπό το αγαθόν, δηλαδή έναν σκοπό που είναι πάντοτε καλός. Αν δεν είναι καλός ο σκοπός, δεν είναι σοφία.
Αντίθετα, η δεινότητα, η απλή ικανότητα, η πονηριά, είναι η ικανότητα να βρίσκεις τα αποτελεσματικότερα μέσα για την επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού — όχι απαραίτητα αγαθού. Μπορεί να είναι το χρήσιμο, το συμφέρον, το προσωπικό όφελος.

Ο Αριστοτέλης το λέει αυτό με απόλυτη σαφήνεια: η αληθινή σοφία είναι η πρώτη — η φρόνησις — αυτή που αργότερα ο Θωμάς Ακινάτης θα αποκαλέσει prudenzia, όχι η δεξιοτεχνία.
Ο Καντ, όμως, συγχέει τη σοφία με τη δεξιοτεχνία. Τόσο που ο όρος Klugheit στα γερμανικά χρησιμοποιείται και για την πονηριά, την εξυπνάδα, την ικανότητα.

Αυτό έχει ενδιαφέρον, διότι — όπως και στην περίπτωση της λογικής — ο Καντ δίνει την εντύπωση ότι επιστρέφει στην αρχαία έννοια της πρακτικής λογικής και της πρακτικής φιλοσοφίας, αλλά στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το ίδιο ισχύει και με τη σοφία: ο Καντ την επαναφέρει ως θέμα, της αφιερώνει κάποιες σελίδες — ιδίως στη Θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών — μιλάει για τη σοφία, αλλά για να την επικρίνει.
Σε αυτό το βιβλιαράκι (σημ.: ο ομιλητής αναφέρεται πιθανώς στο δικό του έργο), παρέθεσα τις σελίδες όπου ο Καντ μιλά για τη σοφία και λέει ότι η σοφία είναι ένα σύνολο κανόνων, αρχών τεχνοπρακτικού χαρακτήρα — όπως οι κανόνες για τη γεωργία, για το κυνήγι, για το ψάρεμα, για όλες εκείνες τις δραστηριότητες που είναι βέβαια θετικές, έτσι δεν είναι; Ο καλός οικογενειάρχης, ο καλός διαχειριστής, ο καλός οικονομολόγος πρέπει να γνωρίζει αυτά τα πράγματα — αλλά αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την ηθική.
Υπάρχει ένα σημείο όπου, αντίθετα, ο Καντ καταφέρνει να δώσει περιεχόμενο στην ηθική του — αλλά πριν από αυτό, πρέπει να σας πω κάτι ακόμα.
Μια χαρακτηριστική έκφραση της καντιανής στάσης είναι ότι οι προσταγές της λογικής είναι ανεπιφύλακτες, ανεξαρτήτως όρων — δηλαδή, ο άνθρωπος οφείλει να υπακούει, χωρίς να νοιάζεται για τις συνέπειες που μπορεί να έχουν οι πράξεις του. Αν κάτι είναι δίκαιο, αν κάτι πρέπει να γίνει, πρέπει να γίνει οπωσδήποτε, όποιες κι αν είναι οι περιστάσεις, όποιες κι αν είναι οι συνέπειες.
Παράδειγμα: μην ψεύδεσαι. Ο Καντ δίνει αυτό το παράδειγμα: δεν πρέπει ποτέ να ψεύδεσαι, το ψεύδος είναι ανήθικο. Ένας άνθρωπος έχει ηθικό καθήκον να λέει πάντα την αλήθεια, να μη λέει ποτέ ψέματα, όποιες κι αν είναι οι συνέπειες.

Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι εδώ ανοίγει ολόκληρη συζήτηση περιπτωσιολογίας. Γιατί κάποιος θα πει: Αν, ας πούμε, στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής στη Γερμανία, ερχόταν η Γκεστάπο να συλλάβει τον γιο μου, κι ο γιος μου ήταν κρυμμένος στη σοφίτα, πρέπει να πω ότι είναι εκεί, για να μη πω ψέματα ή επιτρέπεται να πω ψέματα για να του σώσω τη ζωή;Σύμφωνα με τον Καντ, οφείλω να πω πού είναι, δεν πρέπει να ψευδολογήσω. Φτάνει να λέει:Dum fiat iustitia, pereat mundus — στα λατινικά: Ας γίνει δικαιοσύνη, κι ας χαθεί ο κόσμος.Δηλαδή, αρκεί να ενεργώ με δικαιοσύνη, με ηθικό τρόπο, σύμφωνα με τη δεοντολογία, κι ας έρθουν ακόμα και οι πιο καταστροφικές συνέπειες. Το σημαντικό είναι να ενεργώ ηθικά.

Αυτή είναι η περίφημη στάση που ο Μαξ Βέμπερ θα αποκαλέσει ηθική της πεποίθησης (Ethik der Gesinnung), δηλαδή η ηθική σύμφωνα με την οποία πρέπει να ακολουθώ τη συνείδησή μου, να ακολουθώ τις αρχές μου, ανεξάρτητα από τις συνέπειες των πράξεών μου.
Σε αυτό, ένας σπουδαίος φιλόσοφος του 20ού αιώνα, ο Hans Jonas, θα αντιπαραθέσει την ηθική της ευθύνης. Στο υπέροχο βιβλίο του, Η αρχή της ευθύνης (Das Prinzip Verantwortung).
Διότι, βεβαίως, η καθολικότητα (universalità) παίζει ρόλο: αν όλοι έλεγαν ψέματα, δεν θα μπορούσε κανείς να εμπιστευτεί κανέναν. Όμως — κι εδώ ήθελα να πω — παρά τα όσα είπαμε, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Καντ μπορούσε να λέει αυτά τα πράγματα επειδή ζούσε σε μια εποχή όπου οι συνέπειες των ανθρώπινων πράξεων, των πράξεων ενός και μόνο ατόμου, μπορεί να ήταν σοβαρές, αλλά πάντα μέσα σε κάποια όρια. Η τεχνική δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί. Ο άνθρωπος δεν διέθετε ακόμη τη φοβερή δύναμη που του έδωσε η σύγχρονη τεχνολογία.
Δηλαδή, τι μπορούσε να κάνει ένας μόνο άνθρωπος στην εποχή του Καντ; Να σκοτώσει κάποιον — αλλά όχι πολλούς. Ενώ σήμερα, όποιος κρατάει το χαρτοφύλακα με τα κουμπιά της ατομικής βόμβας, μπορεί μόνος του να φέρει το τέλος του ανθρώπινου είδους. Άρα, στην εποχή του Καντ, μια ηθική της ευθύνης δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί, διότι δεν υπήρχε ακόμη η αντίληψη των τεράστιων εξουσιών που η τεχνική έχει δώσει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε τότε να προκαλέσει τόσο μεγάλα κακά, όπως μπορεί τώρα που έχει τέτοια ισχύ.
Υπάρχει όμως, κατά τη γνώμη μου, ένα υψηλό σημείο στην ηθική του Καντ που αξίζει τον απόλυτο σεβασμό μας. Όταν λέει, σε μία από τις ηθικές του αρχές:
«Να θεωρείς πάντοτε την ανθρωπότητα, τόσο στο πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο των άλλων, όχι απλώς ως μέσο, αλλά πάντοτε και ως σκοπό».
Δεν λέει μόνο ως σκοπό — λέει όχι μόνο ως μέσο. Γιατί είναι γεγονός ότι συχνά χρησιμοποιούμε τους άλλους ως μέσα: π.χ. αν θέλω να πάω στον σταθμό και καλώ ταξί, τότε ο ταξιτζής είναι για μένα μέσο για να πάω στον προορισμό μου. Αλλά — λέει ο Καντ — ο άνθρωπος αυτός αξίζει τον πλήρη μου σεβασμό, διότι ως πρόσωπο είναι σκοπός καθ’ εαυτόν. Δεν είναι απλώς ένα εργαλείο στα χέρια μου· έχει δικό του σκοπό, που οφείλω να σέβομαι.

Εδώ ο Καντ είναι απόλυτα σαφής όταν κάνει τη διάκριση μεταξύ μέσων και σκοπών, μεταξύ πραγμάτων και προσώπων.

Τα πράγματα έχουν τιμή, γιατί μπορούν να ανταλλαχθούν με κάτι άλλο — π.χ. με χρήματα, μπορούν να αγοραστούν και να πουληθούν.
Οι άνθρωποι δεν έχουν τιμή — γιατί δεν είναι ανταλλάξιμοι με τίποτα.
Οι άνθρωποι έχουν αξιοπρέπεια. Και η αξιοπρέπεια είναι το χαρακτηριστικό εκείνου που είναι σκοπός, όχι εκείνου που είναι μέσο.

Αυτό δεν είναι απλός φορμαλισμός, όπως οι άλλοι καντιανοί κανόνες. Εδώ υπάρχει ουσιαστικό νόημα: η αξία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν ο Καντ έγραφε αυτά, η δουλεία υπήρχε ακόμη στον πολιτισμένο και χριστιανικό κόσμο.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, συγκεκριμένα — η δουλεία καταργήθηκε μόνο με τον εμφύλιο πόλεμο, στα μέσα του 19ου αιώνα.

Η δουλεία σημαίνει ότι εξισώνεις τα πρόσωπα με τα πράγματα, ότι τα θεωρείς απλώς ως μέσα. Ο Καντ είχε καταλάβει πως αυτό είναι ηθικά απαράδεκτο, ανεπίτρεπτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: