Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Ἡ Αὐτοεκτίμηση ποὺ βλάπτει τὴν ψυχὴ

Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

Προσέχετε τὸν ἑαυτό σας. Ἡ πρόοδος στὴν πνευματικὴ ζωὴ διακρίνεται μὲ τὴν ὁλοένα καὶ περισσότερη συναίσθησι τῆς μηδαμινότητός μας. Ἐνῶ ὅσο αὐξάνει ἡ ἐκτίμησις τοῦ ἑαυτοῦ μας σὲ κάτι, τόσο βαδίζουμε στὴν καταστροφή. Ὁ ἐχθρὸς θὰ τὸ ἐκμεταλλευθῆ αὐτό. Θὰ πλησιάση καὶ θὰ ἐπιχειρήση νὰ πετάξη κανένα πετραδάκι στὸν δρόμο μας γιὰ νὰ σκοντάψουμε. Μία ψυχὴ ποὺ δίνει στὸν ἑαυτὸ της ἀξία, μοιάζει μὲ τὸν κόρακα τοῦ Αἰσώπου ποὺ ἀκούγοντας τὶς κολακεῖες τῆς ἀλεποῦς γιὰ τὴν «ὡραία» του φωνή, ἄνοιξε τὸ στόμα καὶ τοῦ ἔπεσε τὸ τυρί…
Πόσο χρήσιμο θὰ ʼταν νὰ βρισκόταν κάποιος νὰ σᾶς κατηγορῆ. Νὰ χαίρεσθε, ἂν ποτὲ συμβῆ αὐτό. Εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο νὰ σᾶς ἐπαινοῦν ὅλοι καὶ κανεὶς νὰ μὴν σᾶς λέει τὴν ἀλήθεια. Εἶναι νομίζετε δύσκολο νὰ πλανηθῆ ἢ νὰ σκοντάψη κανείς; Ἀπέχετε πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ θεωρῆτε τὸν ἑαυτὸ σας ἅγιο καὶ ἄξιο νὰ συμβουλεύη τοὺς ἄλλους;.
Στὸ Κίεβο ἀσκήτευε κάποτε κάποιος μὲ πολλὴ νηστεία καὶ μόνωσι. Τὸν πολέμησε ὅμως ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἄλλα πάθη. Πῆγε λοὶπὸν καὶ ἐξωμολογήθηκε τοὺς λογισμούς του στὸν μακαριστὸ Στάρετς Παρθένιο. Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε χρήματα καὶ τὸν ἔστειλε στὴν ἀγορὰ λέγοντας: «Ἀγόρασε κρέας καὶ φάγε το μπροστὰ στοὺς ἄλλους». Ὁ ἀσκητὴς ἀκολούθησε τὴν συμβουλὴ τοῦ Στάρετς καὶ ὅλοι οἱ πειρασμοὶ του... φύγανε. Νὰ πῶς οἱ Πατέρες πολεμοῦσαν τὴν ὑπερηφάνεια. Σὺχνὰ νὰ ἐλέγχετε καὶ σεῖς τὸν ἑαυτὸ σας στὸ σημεῖο αὐτό. Γιατί δὲν εἶναι μικρὴ συμφορά… Λένε ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι κλέφτης ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ σπίτι. Ἔρχεται συχνὰ σὲ συνεννόησι μὲ τοὺς ἐξωτερικοὺς κλέφτες, τοὺς ἀνοίγει πόρτες καὶ παράθυρα, κι ἐκεῖνοι μπαίνουν καὶ ἁρπάζουν κάθε θησαυρό.

Ἀγωνισθῆτε, ἐνῶ συναναστρέφεσθε μὲ ἄλλους καὶ φροντίζετε γιὰ τὶς βιοτικὲς ὑποθέσεις, συγχρόνως νὰ σκέπτεσθε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἔχετε τὴν συναίσθησι ὅτι βρίσκεται κοντά σας καὶ σᾶς κατευθύνει σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιὸ Του θέλημα. Ἔτσι δὲν θὰ διασπᾶσθε στὴν ἐσωτερική σας ἐργασία. Ἡ διάσπασις εἶναι ἡ πρώτη ἐπιτυχία τοῦ διαβόλου.Ἡ δεύτερη ἐπιτυχία του εἶναι ἡ προσκόλλησις τῆς καρδιᾶς σὲ κάτι τὸ γήινο καὶ ἡ αἰχμαλωσία τῶν αἰσθημάτων καὶ τῶν σκέψεων σ’ αὐτό. Αὐτὴ εἶναι χειρότερη ἐπιτυχία τοῦ ἐχθροῦ. Προσπαθῆστε ν’ ἀποδεσμεύεσθε ἀπὸ κάθε αἰχμαλωσία τῆς καρδιᾶς καὶ ἀπὸ κάθε διάσπασι τῆς ἐσωτερικῆς σας ἐργασίας. Ὁ τρόπος εἶναι ἕνας: Νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ἡ προσοχὴ ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴν συναίσθησι τῆς παρουσίας Του. Οἱ ὑπερβολὲς δὲν ὁδηγοῦν ποτὲ σὲ καλό. Τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ πεποίθησις δηλαδὴ ὅτι εἶμαι κάτι. Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ οἴησις, ἡ συναίσθησις δηλαδὴ τοῦ ὅτι ὄχι ἁπλῶς εἶμαι κάτι, ἀλλὰ κάτι σπουδαῖο ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἀπὸ τὴν κενοδοξία καὶ τὴν οἴησι γεννιέται πλῆθος ὑπερήφανων λογισμῶν, βδελυκτῶν στὸν Θεό. Ἡ αὐτογνωσία καὶ ἡ βίωσι τῆς μηδαμινότητός μας μπορεῖ ἐδῶ νὰ βοηθήση. Συχνὰ ἂς φέρνουμε στὴν μνήμη μας σφάλματα τοῦ παρελθόντος καὶ ἂς κατακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας γιʼ αὐτά.

Τιμιώτατε πρωτοπρεσβύτερε. Σᾶς εὐχαριστῶ πὸλὺ γιὰ τὴν πολύτιμη διδασκαλία σας. Ἁπλὴ καὶ βαθειά, σύντομη καὶ ὁλοκληρωμένη, μεστὴ καὶ ἀπέρριτη. Ἂς εὐλογήση ὁ Κύριος τοὺς ποιμαντικούς σας κόπους σ’ ὅλο τὸ πλάτος τους. Σᾶς δόθηκε ἡ χάρις ὄχι μόνο νὰ διδάσκετε, ἀλλὰ καὶ νὰ πράττετε. Ἂς σᾶς ἐνισχύη ὁ Κύριος νὰ ὑπηρετῆτε καρποφόρα τοὺς ἀδελφοὺς χριστιανούς.Ἐσεῖς βρίσκεσθε σὲ δρᾶσι. Γιὰ μένα ἦλθε ὁ καιρὸς νὰ παραδώσω τὰ ὅπλα. Ἐσεῖς εἶσθε ὁ ποιμένας ὁ καλός, ἐγὼ ὁ ἀρχιποιμένας ὁ ἄχρηστος. Γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου ἀδυνάτισα σωματικὰ καὶ ἀκόμη περισσότερο πνευματικά. Πίσω μου τίποτε καλὸ δὲν φαίνεται, μπροστά μου τίποτε ἀξιόλογο δὲν ἐλπίζεται. Μένει μόνο: «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Εἴθε νὰ εὐδοκήση ὁ Κύριος, ἔστω κι αὐτὴ ἡ κραυγὴ νὰ βγαίνη μὲσ’ ἀπ’ τὴν καρδιά.

Νὰ καλλιεργῆτε μέσα σας τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλάβεια ἐνώπιον τοῦ ἀπερίγραπτου μεγαλείου Του. Νὰ ἔχετε καρδιὰ συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη . Νὰ θεωρῆτε ὅλους ἀνώτερούς σας. Ν’ ἀγαπᾶτε τὴν σιωπή, τὴν μόνωσι, τὴν συνομιλία μὲ τὸν Κύριο, ποὺ θὰ γίνη χειραγωγὸς καὶ διδάσκαλός σας. Τὰ ἅγια δάκρυα ἀποτελοῦν ἐκδήλωση θείου ἐλέους καὶ ἀσφάλεια στὴν πνευματικὴ ξηρασία καὶ στὴν σκλήρυνσι τῶν αἰσθημάτων. Μὴν τὰ περιφρονῆτε καὶ μὴν τὰ διώχνετε. Τὰ ἁμαρτωλὰ δάκρυα προκαλοῦν οἴησι, ἀγαποῦν τὴν ἐπίδειξι καὶ παρέρχονται σύντομα. Ὅταν σᾶς πλησιάζη ἡ ὑπερηφάνεια διῶξτε τὴν καὶ τοποθετῆστε στὴν θέσι της τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ τὴν συντριβή.

Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ἐπαναλαμβάνω ὅτι τὸ ἀπόρθητο φρούριό μας εἶναι ἡ ταπείνωσις. Δύσκολα τὴν ἀποκτᾶ κανείς. Μπορεῖ νὰ θεωρῆ ταπεινὸ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μὴν ἔχη ἴχνος ἀπ’ αὐτή. Ὁ σωστότερος ἢ ὁ μοναδικὸς δρόμος γιὰ τὴν ταπείνωσι εἶναι ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ ἀπάρνησις τοῦ ἰδίου θελήματος. Χὼρὶς αὐτὰ εἶναι δυνατὸν ν’ ἀναπτύξη κανεὶς ἐσωτερικὰ ἑωσφορικὸ ἐγωισμό, παρὰ τὴν ἐξωτερικὴ ταπεινὴ συμπεριφορὰ καὶ τὶς ταπεινολογίες. Σταθῆτε λοὶπὸν καὶ ἀναρωτηθῆτε, ἂν ἔχετε ὑπακοὴ καὶ ἀπάρνησι τοῦ ἰδίου θελήματος.

Ἀγωνισθῆτε ν’ ἀποκτήσετε ταπείνωσι. Ἡ ταπείνωσις εἶναι εὐωδία Χριστοῦ καὶ ἔνδυμα Χριστοῦ. Γιὰ χάρι της ὅλα θὰ τὰ συγχωρήση ὁ Θεός. Δὲν θὰ ἐξετάση τὶς ἐλλείψεις ποὺ εἶχε ὁ ἀγώνας μας. Ἐνῶ χωρὶς ταπείνωσι καμιὰ ἄσκησι δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήση. Μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθῆ. Χωρὶς ὅμως αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο δὲν θὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ μπῆ στὸν παράδεισο ποὺ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ταπεινούς.

Ἡ ταπείνωσις πρέπει ν’ ἀποτελῆ τὸ φόντο τῆς ζωῆς σας, ὅπως καὶ τοῦ καθενὸς ποὺ ζῆ εἰλικρινὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή.

Ἀγωνισθῆτε στὸν ἑαυτὸ σᾶς μὲ ὅλες σας τὶς δυνάμεις καὶ ὁ Θὲὸς θὰ σᾶς βοηθήση. Ἔχετε σὰν σκὸπὸ ν’ ἀποκτήσετε «πνεῦμα συντετριμμένον», «καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην» (Ψάλμ. 50, 19 ) . Ὅταν ὑπάρχουν αὐτά, σημαίνει ὅτι βρίσκεσθε σὲ καλὴ κατάστασι. Τότε ἔχετε τὴν σκέπη καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τότε ἡ προσήλωσις στὸν Θὲὸ εἶναι σταθερὴ καὶ ἡ ἐνθύμησίς Του ἀδιάλειπτη.

Προσπαθῆστε νὰ παλέψετε μὲ τὸ εὐέξαπτο τοῦ χαρακτῆρος σας. Τὸ πάθος αὐτὸ ἐκδηλώνεται ὅταν κάποιος ἐνεργήση ἀντίθετα μὲ τὴν δική σας θέλησι, ἐπιθυμία ἢ ἐντολή. Ὅσὸ ὅμως ζῆ μέσα σας ἡ ὑπερηφάνεια τίποτε δὲν θὰ κατορθώσετε. Αὐτὴ ὅλα τὰ κυβερνᾶ. Ἂν μπορῆτε πετᾶξτε την πέρα ἀπὸ τὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ σας καὶ ἀπαγορέψτε της νὰ ξαναπαρουσιασθῆ. Νὰ σκέπτεσθε τὴν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θανάτου εἶναι οἱ καλύτεροι διδάσκαλοι γιὰ τὴν θεραπεία τῶν παθῶν.

Εἴθε νὰ σᾶς διατηρήση ὁ Κύριος τὸ χάρισμα τῶν δακρύων γιὰ πάντα. Αὐτὰ μαλακώνουν τὴν καρδιὰ καὶ χαρίζουν τὴν κατάνυξι. Πρέπει ὅμως νὰ τὰ κρύβετε. Διότι ἡ ὑπερηφάνεια ὁλόγυρά τους περιφέρεται , ὅπως ὁ σκύλος γύρω ἀπὸ τὴν τροφή.


«Μαμά, δέν ἔχω τίποτα στό κεφαλάκι…εἶδα…ὅτι ἡ Γερόντισσα Γαλακτία ἔστειλε τόν Ἅγιο Λουκᾶ τόν ἰατρό καί μοῦ ἔκανε χειρουργεῖο!

                                          

Ὅσο ζοῦμε θὰ διαλαλοῦμε τὴν θαυματουργικὴ δύναμη τῆς Ἁγίας Γερόντισσας!
Θὰ θέλαμε κι ἐμεῖς μὲ τὴν σειρά μας, νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν Ἁγία Γερόντισσα Γαλακτία.
Ἡ γνωριμία μας ἦταν στὶς 2 Μαΐου 2018. Θυμᾶμαι τὸ βλέμμα της πολὺ φωτεινό, γλυκό, διαπεραστικὸ καὶ τὸ χαμόγελό της μοναδικό. Πήγαμε οἰκογενειακῶς 12 φορὲς ἐμεῖς τὸ ἀνδρόγυνο,κάτοικοι Ρεθύμνου καὶ ἡ ἑξάχρονη κόρη μας Ἀργυρῶ-Παρασκευή. Πολλὰ εἶναι τὰ θαυμαστὰ σημεῖα ποὺ ζήσαμε ἀλλὰ θὰ ἀναφέρομε ἐδῶ τὸ πρῶτο μεγάλο θαῦμα στὴν κόρη μας.
Τὸ κοριτσάκι μας, εἶχε ἐξόγκωμα στὴν δεξιὰ μεριὰ τοῦ κεφαλιοῦ σὲ μέγεθος μικροῦ καρυδιοῦ. Τὴν πήγαμε στὸν παιδίατρο καὶ μᾶς εἶπε ὅτι δὲν εἶναι τίποτα, εἶναι, εἶπε, τὸ σχέδιο τοῦ κρανίου ἔτσι… Τὸ ἐξόγκωμα αὐτὸ ἔφευγε καὶ ἐπανερχόταν. Ἀνησυχήσαμε καὶ πήγαμε σὲ ἄλλο παιδίατρο καὶ συνέστησε μαγνητικὴ τομογραφία. Πήγαμε καὶ σὲ παιδονευρολόγο στὸ Ἡράκλειο καὶ μᾶς εἶπε τὰ ἴδια. Τότε σκεφτήκαμε νὰ πᾶμε πρῶτα στὴν Γερόντισσα Γαλακτία, γιατί τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἀκούμπησε τὸ κεφάλι τῆς μικρῆς στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ἡ μικρή τῆς φώναζε: «βγάλε τὸ χέρι σου Γερόντισσα ἀπὸ ἐκεῖ…μὲ καίει τὸ κεφάλι μου…».

                                  

Πήγαμε τὴν μικρὴ στὴν Γερόντισσα στὶς 29 Ἰουνίου 2019. Ἡ μικρὴ τότε εἶχε γενέθλια. Πῆρε ἡ Γερόντισσα τὸ σταυρὸ καὶ τὸν κατηύθυνε ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὸ πρόβλημα. Ἔκλεισε τὰ μάτια ἡ Γερόντισσα καὶ προσευχόταν μυστικά. Ὅταν σηκώθηκε ἡ μικρή, χαμογέλασε ἡ Γερόντισσα, τῆς ἔκλεισε τὸ μάτι καὶ τῆς εἶπε: «τώρα εἶσαι ἐντάξει»! Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἡ μικρὴ θὰ ἔκανε μαγνητική.

Μᾶς εἶπε, ὅμως, τὴν παραμονὴ τῆς ἐξέτασης τὸ παιδί: «μαμά, δὲν ἔχω τίποτα στὸ κεφαλάκι…εἶδα…ὅτι ἡ Γερόντισσα Γαλακτία ἔστειλε τὸν Ἅγιο Λουκᾶ τὸν ἰατρὸ καὶ μοῦ ἔκανε χειρουργεῖο! Τώρα δὲν ἔχω τίποτα! Μοῦ ἔκανε 4 τομές!».

Τὴν ἑπόμενη μέρα, διαπιστώθηκε ἀπὸ τὴν μαγνητικὴ τομογραφία ὅτι ὑπῆρχαν 4 τομὲς στὸ κεφάλι τοῦ παιδιοῦ! Παράδοξες καὶ λεπτὲς πολύ! Σὰν νὰ ἔγιναν ἀπὸ τὸν πιὸ ἀριστοτέχνη χειροῦργο! Τὸ παιδὶ ἦταν ἤρεμο στὴν ἐξέταση καὶ ἐπανέλαβε στὸ δρόμο ὅτι ἡ γιαγιὰ ἡ Γαλακτία καὶ ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ἔκαναν ἐπεμβάσεις στὸ κεφαλάκι του! Καὶ μάλιστα τέσσερις!
Ὅταν πήγαμε νὰ πάρουμε τὶς ἐξετάσεις, μᾶς εἶπε ἀκόμη καὶ ἡ νοσοκόμα ποὺ μᾶς τὶς ἔδωσε: «τόσο μικρὸ παιδὶ καὶ νὰ ἔχει 4 χειρουργεῖα στὸ κεφαλάκι του»! Ἐμεῖς δακρύσαμε, δὲν εἴπαμε τίποτα…

Τὸ πρόβλημα τῆς μικρῆς τελικὰ ἦταν ἐπικίνδυνο πολύ, ὅπως μᾶς ἐξήγησαν, ἦταν ἐπιληψία, τύφλωση, παραλυσία στὰ ἄκρα κ.ἄ. Ὅταν πήγαμε τὶς ἐξετάσεις στὴν παιδίατρο ἔμεινε κατάπληκτη.
Ἡ μικρὴ ἐξήγησε μὲ πολὺ παραστατικὸ τρόπο, ὅτι ἔγινε καλά, γιατί τῆς ἔκαναν 4 χειρουργεῖα ὁ Ἅγιος Λουκᾶς καὶ ἡ γιαγιούλα ἡ Γαλακτία ποὺ τὸν ἔστειλε καὶ ἦταν ἐκεῖ καὶ τὴν βοήθησε! Τότε ἡ γιατρὸς ἀπάντησε: «ἔτσι ἐξηγοῦνται ὅλα».
Τὰ παράξενα χειρουργεῖα ἄφησαν στὸ κεφαλάκι τῆς μικρῆς ἕνα βαθούλωμα σὰν αὐλακιά! Εὐχαριστοῦμε καὶ τοὺς δύο Ἁγίους του Θεοῦ, γιὰ τὸ κορυφαῖο θαῦμα ποὺ ἔκανε καλὰ τὸ παιδί μας! Ὅσο ζοῦμε θὰ διαλαλοῦμε τὴν θαυματουργικὴ δύναμη τῆς Ἁγίας Γερόντισσας!
Ἄλλοτε πάλι, περάσαμε ἀπὸ τὴν Γερόντισσα, κατευθυνόμενοι στὴν Μονὴ Κουδουμά! Λέει ἐκείνη στὴν Ἀργυρῶ Παρασκευή: «ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶς, θὰ δεῖς ἕναν παππούλη! Θὰ σοῦ δώσει ἕνα δῶρο ποὺ θὰ εἶναι θησαυρὸς γιὰ σένα»! Μετὰ ἡ Γερόντισσα πῆγε νὰ ἀνοίξει τὴν τσέπη τοῦ μπουφὰν ποὺ φοροῦσε τὸ παιδὶ καὶ ἔβαλε τὰ δακτυλάκια της στὴν τσέπη. Σὰν κάτι νὰ ἐντόπιζε… Ἐκεῖ, στὸ ἴδιο σημεῖο, ἔβαλε ὁ παππούλης ἕνα ξύλινο σταυρὸ καὶ ἕνα κομποσχοίνι. Λεγόταν μοναχὸς Κορνήλιος!

Γράψαμε ἐλάχιστα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ζήσαμε κοντὰ στὴν ὄντως Ἁγία Γερόντισσα Γαλακτία! Ἄνθρωπος ἀπίστευτα μεγάλος καὶ μεγαλειώδης! Ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ γιὰ ὅσα ἔκανε γιὰ τὴν οἰκογένειά μας
ΠΗΓΗ

Μπαλτζώης Ιωάννης: "Έχουν τρελαθεί. Μας πάνε σε πόλεμο και σε πυρηνική καταστροφή".


Ο αντιστράτηγος ε.α. και πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών Ιωάννης Μπαλτζώης στην εκπομπή “Ο ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ” (11-06-2025) αναδεικνύει το ενδεχόμενο κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία σε πυρηνικό επίπεδο, με αφετηρία το αναθεωρημένο πυρηνικό δόγμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Οι ανησυχίες, όπως αναπτύσσονται, είναι βαθύτατα πολιτικές, στρατηγικές, αλλά και ιστορικά φορτισμένες.
 📌 Η Αναθεώρηση του Ρωσικού Πυρηνικού Δόγματος. Σύμφωνα με τον κ. Μπαλτζώη, η Ρωσία έχει ήδη αναθεωρήσει το πυρηνικό της δόγμα από το φθινόπωρο του 2024. Το νέο πλαίσιο χρήσης πυρηνικών όπλων δεν περιορίζεται πια στην άμεση απειλή για την ύπαρξη του κράτους. Πλέον, επιτρέπει την προληπτική ή απαντητική χρήση τους: Σε συμβατικές επιθέσεις που πλήττουν τη στρατηγική αποτρεπτική ικανότητα της Ρωσίας.
Όταν υπάρχει συλλογική επίθεση από χώρες που δεν διαθέτουν πυρηνικά, αλλά δρουν με την υποστήριξη πυρηνικής δύναμης. 
Η περίπτωση της Ουκρανίας, με τη στήριξη από το Ηνωμένο Βασίλειο, αναδεικνύεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στρατηγικής κατηγορίας. Η προειδοποίηση είναι σαφής: εάν θεωρηθεί ότι η εμπλοκή της Βρετανίας αποτελεί έμμεση απειλή πυρηνικής ισχύος, η Μόσχα δύναται —θεωρητικά— να απαντήσει πυρηνικά. 
☢️ Οι Αριθμοί Μιλούν. Ο κ. Μπαλτζώης παραθέτει στοιχεία του Federation of American Scientists, σύμφωνα με τα οποία: Η Ρωσία διαθέτει 6.375 πυρηνικές κεφαλές, εκ των οποίων οι 1.600 είναι σε άμεση επιχειρησιακή ετοιμότητα. Οι ΗΠΑ ακολουθούν με 5.427, ενώ άλλες χώρες όπως η Κίνα, η Γαλλία, το Ην. Βασίλειο, η Ινδία και το Πακιστάν διατηρούν μικρότερα αλλά όχι ασήμαντα οπλοστάσια. Ενδιαφέρον προκαλεί η εκτίμηση για Ισραήλ και Βόρεια Κορέα, με τον κ. Μπαλτζώη να υπονοεί ότι τα δηλωμένα μεγέθη υποτιμούν την πραγματικότητα, ειδικά στην περίπτωση του Ισραήλ. 
🧠 Ο Κίνδυνος της «Κανονικοποίησης» του Πυρηνικού Δόγματος. Με αναφορά σε άρθρο του Αμερικανού George B.B., ο κ. Μπαλτζώης τονίζει τον υπαρκτό φόβο ότι η παγκόσμια κοινή γνώμη έχει αρχίσει να χαλαρώνει απέναντι στην ιδέα της χρήσης πυρηνικών. Η συνήθεια στο ρητορικό κλίμα απειλών ενδέχεται να οδηγήσει σε λανθασμένες εκτιμήσεις ή και μοιραία λάθη στρατηγικής. 
🌍 Η “Νόβα Ρούσια” και το Μνημόνιο της Κωνσταντινούπολης. Στο φινάλε, ο κ. Μπαλτζώης εισάγει ένα ακόμα εκρηκτικό θέμα: το υποτιθέμενο μνημόνιο της Κωνσταντινούπολης, στο οποίο η ρωσική πλευρά φέρεται να διατύπωσε ρητά την απαίτηση για την κυριαρχία στη λεγόμενη Νόβα Ρούσια — μια ζώνη που περιλαμβάνει τις ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας όπως Χάρκοβο, Λουγκάνσκ, Ντονιέτσκ, Ζαπορίζια, Χερσώνα, ακόμη και την Οδησσό. Εάν υλοποιηθεί μια τέτοια γεωπολιτική μεταβολή, η Ουκρανία μετατρέπεται σε περίκλειστο κράτος, χωρίς πρόσβαση σε θάλασσα. Η αναφορά του Πούτιν στην Οδησσό ως «ρωσική πόλη» φανερώνει ότι αυτή δεν είναι απλώς μια επιθυμία, αλλά ίσως μέρος μακρόπνοου σχεδίου. 
🚨 Επιμύθιο: Πόλεμος Με Μέλλον ή Παρελθόν που Επιστρέφει; Ο κ. Μπαλτζώης δεν κρύβει την απαισιοδοξία του: «Ο πόλεμος έχει μέλλον μπροστά του». Με κυνισμό σχολιάζει τις δυτικές αναλύσεις περί νίκης της Ουκρανίας το 2026 ως «γελοίες», θεωρώντας τες επικίνδυνες αυταπάτες που μπορεί να οδηγήσουν την Ευρώπη σε μια πυρηνική αυτοχειρία.
 Το συμπέρασμα είναι σαφές και η προειδοποίηση ηχηρή: «Με τα πυρηνικά δεν παίζουμε – ούτε για πλάκα».


Τις τελευταίες ώρες, το Ισραήλ εξέδωσε μια άνευ προηγουμένου προειδοποίηση προς 3 αραβικές χώρες:
«Η παραμικρή παρέμβαση από την πλευρά σας θα οδηγήσει σε δυσανάλογη ισραηλινή απάντηση. Μέσα σε λίγες ώρες, θα καταστρέψουμε όλες τις κρίσιμες υποδομές στη χώρα σας, συμπεριλαμβανομένων των λιμανιών, των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, των βάσεων και των στρατηγικών δρόμων. Ούτε οι κατοικημένες περιοχές θα εξαιρεθούν από τον κατάλογο των στόχων.

Σεργίου Μπουλγκάκοφ : Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (2)

 Συνέχεια από : Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Σεργίου Μπουλγκάκοφ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
 Πρώτο κεφάλαιο

ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

Υπάρχουν τρία βασικά είδη της αυτοδιάθεσης (αυτοπροσδιορισμού) της σκέψης, με τα οποία ορίζεται το σημείο εκκίνησης κι η γενική της κατεύθυνση. Σύμφωνα μ’ αυτές τις τρεις δυνατότητες προσδιορίζονται όλα τα φιλοσοφικά συστήματα με τις βασικές τους αρχές: 1. υπόσταση (Hypostase) ή προσωπικότητα· 2. η ιδέα ή η ιδεατή εικόνα, λόγος (Logos), έννοιά τους· 3. η ουσιαστική ύπαρξη ως ενότητα όλων των ροπών (δυνάμεων) και προορισμών της ύπαρξης, ως πραγματοποιούμενο Όλον. Είμαι Α (δυνητικά τα πάντα) – αυτός ο τύπος, που αποδίδει μια κρίση, περιέχει στον εαυτό του όχι μόνο συντετμημένα ένα σχήμα του αληθινά υπαρκτού, αλλά μαζί μ’ αυτό ταυτόχρονα κι ένα τέτοιο της ιστορίας της φιλοσοφίας. Αυτός ο τριμελής τύπος, που περιέχει μια λογική τριάδα και που συνδέει το τριπλό των ροπών (δυνάμεων) σε κάτι αδιαίρετο, σχίζεται μόνιμα στις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις απ’ τη φιλοσοφική και, στην αυθαιρεσία αυτού του σχίσματος και την εκλογή των μεμονωμένων αρχών, αιρετίζουσα σκέψη, και με το είδος αυτού του σχίσματος ορίζεται ο χαρακτήρας (το στυλ) του φιλοσοφείν. Υπάρχει στη βάση της αυτοσυνείδησης όπως και σε κάθε είδος σκέψης, στο οποίο εκφράζεται αυτή η αυτοσυνείδηση, μια τριπλότητα των ροπών, μια τριαδικότητα, που εμφανίζεται στον απλό κριτικό (γνωμικό) τύπο: Είμαι Α. Αν το γενικεύση κανείς αυτό στην ορολογία των λογικο-γραμματικών χαρακτηρισμών: αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), ορισμός της πρότασης (κατηγορούμενο) και το ρήμα είμαι, μπορεί να πη, πως υπάρχει στη βάση της αυτοσυνείδησης μια πρόταση. (σημ. του Γερμανού μεταφραστή: Για να αποτραπούν παρανοήσεις, που θα μπορούσαν να προκληθούν μέσω της διαφορετικής σημασίας του «υποκειμένου» στα δυό ζεύγη ορισμών υποκείμενο-αντικείμενο και υποκείμενο-κατηγορούμενο, μεταφράζεται το υποκείμενο στο δεύτερο ζεύγος – το γραμματικό δηλαδή υποκείμενο – εδώ και στη συνέχεια πάντα ως «αντικείμενο της πρότασης».) Το πνεύμα είναι μια ζωντανή, μονίμως πραγματοποιούμενη πρόταση. Κάθε αντικείμενο πρότασης, ανεξάρτητα αν εμφανίζεται στη μορφή ενός ουσιαστικού ή μιας λέξης που βρίσκεται στη θέση του, υπάρχει ως ένα ομοίωμα της αντωνυμίας του πρώτου προσώπου, του κατ’ εξοχήν αντικειμένου της πρότασης: χωρίζεται και πολλαπλασιάζεται σε αναρίθμητα επαναλαμβανόμενους κατοπτρισμούς. Η αντωνυμία του πρώτου προσώπου, η μυστική χειρονομία της λέξης (του λόγου), κατέχει μιαν εντελώς μοναδική φύση και είναι η βάση κάθε πράγματος, εφόσον είναι αυτό ένα ουσιαστικό. Κάθε πρόταση μπορεί να αναχθή σ’ έναν τύπο της σχέσης του Εγώ με το κατηγορούμενό του, μπορεί να πη κανείς μάλιστα, πως το πραγματικό της αντικείμενο (το υποκείμενο) είναι το Εγώ, ενώ αυτή η ίδια είναι απλώς ένα κατηγορούμενο αυτού του Εγώ, γιατί από την άποψη του Εγώ έχουν όλα, κάθε έννοιας, τη σημασία ενός κατηγορουμένου, και κάθε κρίση είναι, αν όχι κατά τη μορφή της, πάντως κατά την ουσία της, ένας πάντοτε καινούργιος αυτοπροσδιορισμός του Εγώ. Κάθε κρίση βασίζεται οντολογικά σε μια γενική σχέση υποκειμένου και αντικειμένου, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα Εγώ (= υπόσταση / Hypostase) και η φύση του, που εκφράζει το περιεχόμενό του, το κατηγορούμενό του, το οποίο οδηγείται μέσω του ρήματος είμαι της ύπαρξης σε μια συνάρτηση με το αντικείμενο της πρότασης (το υποκείμενο). Μέσα στη μορφή της κρίσης (γνώμης) βρίσκεται περίκλειστο (περατωμένο) το μυστικό και η φύση της σκέψης, είναι το κλειδί για την αντίληψη των φιλοσοφικών συστημάτων. Το Εγώ, που είναι περίκλειστο στον εαυτό του και βρίσκεται σε μιαν απρόσιτη νήσο, μέχρι την οποία δεν εισχωρεί καμμιά σκέψη ή ύπαρξη, βρίσκει στον εαυτό του μιαν εικόνα της ύπαρξης, την οποία δηλώνει στο κατηγορούμενο και την αναγνωρίζει (την αντιλαμβάνεται) ως δημιουργία του, ως αυτοαποκάλυψή του, που συμβολίζεται στο ρήμα είμαι (στη λέξη δηλ. που συνδέει το υποκείμενο με το κατηγορούμενο). Με την έννοια αυτή παριστάνει ολόκληρη η ζωή μας, και γι’ αυτό κι ολόκληρη η σκέψη μας, μια συνεχώς πραγματοποιούμενη πρόταση, που αποτελείται απ’ το αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), το κατηγορούμενο και το (συνδετικό) ρήμα είμαι. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό ασχολήθηκε το λιγότερο απ’ όλα η φιλοσοφία με την πρόταση, ή την κρίση, ως τη γενική και αυτονόητη μορφή της σκέψης (και μόνο με τον τρόπο τους, με μιαν πολύ περιορισμένη ερωτηματοθεσία, το έχουν κάνει αυτό η λογική κι η γραμματική). Χωρίς να το αντιληφθή, αντιπαρήλθε κι η κριτική του Κάντ την πρόταση – κρίση και την καθολική της σημασία. Η πρόταση αναπαράγει (αποδίδει) την ουσία και την εικόνα της ύπαρξης, φέρει στον εαυτό της το μυστικό της, γιατί σ’ αυτήν περικλείεται η εικόνα της τριαδικότητας. Η πρόταση μάς διδάσκει για το ότι κάθε ουσιαστική σχέση αντιτάσσεται σε οποιονδήποτε μονισμό (Monismus), σε οποιαδήποτε φιλοσοφία ταυτότητας, που αποπειράται να διαλύση τα τρία μέλη της, ανάγοντάς τα σε ένα απ’ αυτά – είτε στο αντικείμενο (το θέμα) της πρότασης είτε στο κατηγορούμενο είτε τέλος στο (συνδετικό) ρήμα είμαι. Απ’ αυτήν την επιδίωξη καθοδηγείται κάθε φιλοσοφικό σύστημα, εφόσον βρίσκεται στο έδαφος της φιλοσοφίας της ταυτότητας: χαρακτηρίζεται είτε το αντικείμενο της πρότασης είτε το κατηγορούμενο είτε το ρήμα είμαι (Kopula) ως μοναδική αρχή και παράγονται τότε όλα απ’ αυτό ή ανάγονται σ΄ αυτό. Μιαν τέτοια «απαγωγή-αφαίρεση» είτε του αντικειμένου της πρότασης (υποκειμένου) απ’ το κατηγορούμενο ή αντίστροφα, ή και του ενός όπως και του άλλου απ’ το ρήμα είμαι, συνιστά τότε πραγματικά τη σημαντικότερη εργασία, συγχρόνως όμως και μιαν ανυπέρβλητη δυσχέρεια για τη φιλοσοφική σκέψη, που επιδιώκει τον μονισμό, που θέλει να τα αναγάγη όλα πάση θυσία σε μιαν αρχικήν ενότητα. Η αποδοχή μιας αρχικής, χρησιμεύουσας ως σημείο εκκίνησης ενότητας, με την οποίαν αρνούμαστε την περικλειόμενη στην πρόταση τριπλότητα – αυτό είναι η ρίζα, απ’ την οποίαν προέρχεται κάθε φιλοσοφικό σύστημα και ταυτόχρονα η τραγωδία του. Αυτή η ενότητα δεν είναι μόνον ένα αίτημα, αλλά και το αξίωμα (Axiom), απ’ το οποίο ξεκινά η σκέψη και το οποίο βρίσκεται στη βάση ολόκληρης της ιστορίας της φιλοσοφίας. Α υ τ ό  τ ο  α ξ ί ω μ α  ε ί ν α ι  ω σ τ ό σ ο  λ α ν θ α σ μ έ ν ο , και γι’ αυτό είναι μάταιες όλες οι προσπάθειες της φιλοσοφίας και περιγράφουν αναγκαστικά μια σειρά τραγικών αποτυχιών, που επιδεικνύουν όλες έναν τυπικό χαρακτήρα: η θέρμη του ήλιου διαλύει αναπόφευκτα τα κέρινα φτερά του Ίκαρου, σ’ όποιαν κατεύθυνση κι αν πετά. Γιατί όπως το δηλώνει η μορφή της κριτικής πρότασης, που αντικατοπτρίζει στον εαυτό της τη δομή (διάρθρωση) του αληθινά υπαρκτού, δεν είναι ενιαία η αρχική αιτία της ύπαρξης, αλλά τριαδική, τρισυπόστατη στην ενότητά της, κι ο λανθασμένος μονισμός, η πρόθεση κι ο σκοπός της φιλοσοφίας της ταυτότητας, είναι μια πλάνη, ένα π ρ ώ τ ο ν ψ ε ύ δ ο ς της φιλοσοφίας. Η ύλη (η ουσία) δεν είναι ενιαία, αλλά τριαδική, και τίποτα δεν μπορεί να υπερβή αυτήν τη σύνδεση ενότητας και πολλαπλότητας των ροπών-δυνάμεών της, και γι’ αυτό δεν πρέπει και να το επιδιώκη τίποτα αυτό. Η υπόσταση, το πρόσωπο, το Εγώ υπάρχει, έχοντας μιαν ορισμένη, τη δ ι κ ή του φύση, μια δική του δηλαδή, μόνιμη (διαρκή) κι ωστόσο μη περατωμένη αποκάλυψη – κι αυτό είναι το οποίο πραγματοποιεί ως την ίδια του την ύπαρξη (στις διαφορετικές της αποχρώσεις ή τρόπους) το Εγώ. Η ουσία (Substanz) υπάρχει όχι μόνον «καθ’ εαυτή», ως αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), αλλά και «για τον εαυτό της», ως κατηγορούμενο, κι επιπλέον «καθ’ εαυτή και για τον εαυτό της», στο (συνδετικό) ρήμα είμαι, ως ύπαρξη. Κι αυτές οι τρεις αρχές δεν είναι κατά κανέναν τρόπο μόνον οι διαλεκτικές δυνάμεις τής μιας απ’ αυτές, που ακυρώνουν η μια την άλλη στη σύνθεση, όχι, είναι τρόπον τινά τρεις ταυτόχρονες και ισότιμες ρίζες της ύπαρξης, που περιγράφουν στην ολότητά τους την ζωή της ουσίας.

Το υποστατικό Εγώ είναι ουσιαστικά απροσδιόριστο. Ως Εγώ, ως υπόσταση, γνωρίζει ο καθένας, περί τίνος γίνεται ο λόγος, παρ’ όλο που αυτό δεν μπορεί να εκφραστή πλήρως (αλλά είναι μόνο στον προφορικό λόγο παρόν). Ακριβώς σ’ αυτό υφίσταται η ουσία της υπόστασης, ότι είναι απροσδιόριστη, απερίγραπτη, βρίσκεται πέρα απ’ τη λέξη και τον ορισμό και δεν μπορεί γι’ αυτό και να εκφραστή σ’ αυτά, παρ’ όλο που αναπτύσσεται συνεχώς σ’ αυτά. Μπροστά στο πρόσωπο της υπόστασης προσφέρεται σιωπή, είναι μόνο μια βουβή μυστική χειρονομία δυνατή, που ονομάζεται ήδη με μιαν παραχθείσα, ανακλαστική πράξη όχι βέβαια στο όνομα, αλλά χαρακτηρίζεται αντί για το όνομα (“pro nomine”) με την «αντωνυμία» (“Pronomen”). Αυτή η απροσδιοριστία δεν είναι ωστόσο ένα κενό, κι ούτε ένα λογικό μηδέν· η υπόσταση είναι αντίθετα η προϋπόθεση κάθε λογικού, είναι το υποκείμενο της σκέψης. Είναι λάθος να νομίζουμε, πως η σκέψη στέκεται σε δικά της πόδια, πως είναι αυτοδύναμη (αυθαίρετη)· προέρχεται και υπάρχει σ’ αυτό, που δεν είναι σκέψη και παρ’ όλ’ αυτά δεν είναι ταυτόχρονα και κάτι ουσιαστικά ξένο απ’ τη σκέψη, απ’ το οποίο γεννιέται η σκέψη και το οποίο περιελίσσεται συνεχώς απ’ αυτήν. Αν είναι κάπου εφαρμοσμένη και χρήσιμη η καντιανή διάκριση νοούμενου (Noumenon) και φαινόμενου (Phänomenon), τότε είναι εδώ, στον χαρακτηρισμό της σχέσης μεταξύ της υπόστασης και της φύσης της, μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, αντικειμένου της πρότασης και κατηγορουμένου η περίπτωση. Γιατί το Εγώ, η υπόσταση, είναι στ’ αλήθεια ένα πράγμα καθ’ εαυτό, ένα νοούμενο, το οποίο, δηλαδή το ίδιο το πνεύμα, μένει για τη σκέψη στη φύση του, τη θέση και τη σχέση του προς αυτήν αιώνια μεταφυσικό. Αλλά το μεταφυσικό είναι πάντα και αδιαχώριστα συνδεδεμένο με το εμπειρικό (το ενυπάρχον, το μη μεταφυσικό), εκτείνεται μέσα στο εμπειρικό, το αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), η υπόσταση, εκφράζεται, αναπτύσσεται πάντοτε στο κατηγορούμενο. Η υπόσταση δεν είναι φυσικά μ’ αυτήν την έννοια κανένα ψυχολογικό Εγώ, καμμιά ψυχολογική υποκειμενικότητα, που σημαίνει ήδη έναν ορισμό της υπόστασης, ένα κατηγορούμενο, όχι όμως ένα αντικείμενο της πρότασης: το πνεύμα, η υπόσταση δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ψυχικά φαινόμενα. Η υπόσταση δεν είναι μάλιστα ούτε το γνωσιολογικό Εγώ, το οποίο γνωρίζει ως ενότητα της μεταφυσικής συναίσθησης ο Καντ. Δεν είναι κι αυτό τίποτα περισσότερο από ένα κάλυμμα του Εγώ, το «μεταφυσικό» του κατηγορούμενο, κι είναι σφαλερό να νομίζουμε, πως θα μπορούσε να περιοριστή ολόκληρο το ανεξιχνίαστο βάθος του υποστατικού πνεύματος σ’ αυτήν την κηλίδα φωτός, σ’ αυτόν τον πυρσό της γνωρίζουσας συνείδησης. Σ’ αυτό συνηγορεί ήδη η μια, παραγνωρισμένη απ’ τον Καντ κι όλες τις κριτικές του, συνθήκη, ότι το υποστατικό, νοούμενο Εγώ παριστά μιαν αδιαίρετη ενότητα, που επικαιροποιείται όχι μόνο στη γνώση, αλλά και στη θέληση, στο αίσθημα, στην πράξη, σ’ ολόκληρη την ζωή. Συνδέει την «καθαρή», την «πρακτική» και την «αισθητηριακή» (κρίνουσα) λογική αναμεταξύ τους. Το υποστατικό Εγώ είναι ζωντανό πνεύμα (το οποίο είναι εξάλλου ένα συνώνυμο), που η ζωτική του δύναμη δεν μπορεί να εξαντληθή σε κανέναν ορισμό. Αποκαλύπτεται στον χρόνο, αλλά βρίσκεται το ίδιο όχι μόνον πάνω απ’ τον χρόνο, αλλά και πάνω απ’ τη χρονικότητα. Δεν υπάρχει καμμιά γέννηση και καμμιά παρέλευση (φθορά), καμμιά αρχή και κανένα τέλος για την υπόσταση. Καθώς είναι εξωχρονική, είναι ταυτόχρονα και υπερχρονική, της ανήκει η αιωνιότητα, είναι εξίσου και με την ίδιαν έννοια αιώνια όπως ο Θεός, που ενεφύσησε ο Ίδιος, απ’ τον Εαυτό του, στον άνθρωπο κατά τη δημιουργία του την πνοή Του. Ο άνθρωπος είναι υιός του Θεού και ένας δημιουργημένος Θεός, κι η εικόνα της αιωνιότητας είναι αναπώλεστα και ανεξάλειπτα δική του. Γι’ αυτό δεν είναι δυνατό στον άνθρωπο, να σκεφτή και να επιθυμήση την καταστροφή του, την εξάλειψη δηλαδή του Εγώ του (κι όλες οι απόπειρες αυτοκτονίας περιγράφουν ένα είδος φιλοσοφικής παρανόησης και δεν συσχετίζονται με το ίδιο το Εγώ, αλλ’ απλώς και μόνο με την εμφάνισή του στην πραγματικότητα, με το κατηγορούμενο, όχι όμως με το αντικείμενο της πρότασης). Το υποστατικό Εγώ είναι το υποκείμενο, το αντικείμενο πρότασης όλων των κατηγορουμένων, η ζωή του είναι αυτό το ατελεύτητο (άπειρο) στην έκταση και το βάθος του κατηγορούμενο.

Δεν εισάγεται όμως εδώ στη μεταφυσική κάτι ως μια θεμελιακή και αποφασιστική αρχή, το οποίο – εφόσον μένει ένα κατ’ αρχήν μεταφυσικό για τη σκέψη – δεν μπορεί κατά κανέναν τρόπο να οριστή; Δεν περιέχονται εδώ παρανοήσεις, λάθη, ατοπίες; Πώς μπορεί να διανοηθή (να γίνη διανοητό) το αδιανόητο; Πώς θα μπορούσε να εκφραστή το ανέκφραστο (ανείπωτο); Είναι άραγες η δεδομένη στη μορφή της λέξης μυστική χειρονομία της αντωνυμίας στ’ αλήθεια μια λέξη; Ή είναι άραγες το Εγώ μια έννοια, όταν ακυρώνη με τη μοναδικότητα και την απομόνωσή του όλες τις έννοιες, δηλαδή το γενικό, την ιδέα; Δεν συναντούμε εδώ γενικώς ένα τόσο αυστηρό, κριτικό Veto (αρνησικυρία), ώστε μπροστά του δεν θα δείλιαζε το πολύ-πολύ μια απόλυτη φιλοσοφική αφέλεια;

Όλοι αυτοί οι τρόμοι και φόβοι είναι αποκυήματα μιας καταπτοημένης γνωσιολογικής φαντασίας (ή: έπαρσης). Ριζώνουν όλοι στην προκατάληψη, πως η σκέψη κατέχει μια γεννώμενη μέσα απ’ αυτήν την ίδια δύναμη, πως έχει κάτι που ενυπάρχει σ’ αυτήν, αυτήν την ίδια δηλαδή ως αντικείμενο: μια σκέψη, που σκέφτεται τον εαυτό της, που είναι ταυτόχρονα τόσο αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο) όσο και κατηγορούμενο. Στην πραγματικότητα γεννιέται όμως η σκέψη στο υποκείμενο, φέρεται απ’ την υπόσταση, που αποκαλύπτεται μόνιμα (διαρκώς) σ’ αυτήν. Μόνον αυτό βρίσκεται έξω απ’ τη σκέψη και είναι, ως κάτι εντελώς μεταφυσικό γι’ αυτήν, ένα μηδέν, δεν υπάρχει δηλαδή παντελώς για τη σκέψη, το οποίο είναι εντελώς μεταφυσικό. Ένα τέτοιο μεταφυσικό δεν είναι όμως τίποτα περισσότερο από μια μαθηματική οριακή έννοια, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθή ποτέ με τη σκέψη, και το πράγμα καθ’ εαυτό είναι βέβαια τ ο ν ο ο ύ μ ε ν ο ν , ένα ιδεατό. Αυτό το οποίο διανοείται η σκέψη ως μεταφυσικό, είναι ακριβώς εκείνο που δεν είναι σκέψη και της είναι μ’ αυτήν την έννοια ουσιαστικά ξένο κι όμως ταυτόχρονα και συγγενικό, προσιτό, αποκαλύπτεται σ’ αυτήν. Είναι γενικώς η μεταφυσική κι η εμπειρία (το ενυπάρχον) συμπληρωματικές έννοιες, και μπορεί να χαρακτηρίση κανείς έτσι εκείνο το αντικείμενο της σκέψης ως μεταφυσικό, το οποίο είναι υποκείμενό της, υπόστασή της, αντικείμενό της τής πρότασης. Δεν είναι μεταφυσικό για τη σκέψη αυτό που δεν μπορεί – ως αντιφατικό στη σκέψη, που τη ανατινάζει και την καταστρέφει – να γίνη διανοητό (και δεν υπάρχει γενικώς βέβαια κάτι τέτοιο για τη σκέψη, δεν είναι τίποτα άλλο παρά «το σκότος των σκοταδιών», ένα καθαρό μηδέν), αλλ’ αυτό που δεν είναι, και ακριβέστερα: δεν είναι μ ό ν ο σκέψη και μπορεί ωστόσο να πραγματοποιηθή απ’ αυτήν. Σ’ αυτό το πρόβλημα της μεταφυσικής υφίσταται γενικώς, όπως βλέπουμε, το πρόβλημα της διανοητότητας του αντικειμένου της σκέψης. Μπορεί να διαστείλη κανείς όσο θέλει την περιοχή της κατηγοριακής σύνθεσης και να δη στα πράγματα κατηγορίες της σκέψης – αυτό το βασικό πρόβλημα της διανοητικής εργασίας αυτού, το οποίο δεν είναι σκέψη ή δεν είναι μόνο σκέψη, προφυλάσσει ωστόσο όλη τη σημασία του και μετατοπίζεται μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο σε μιαν άλλη θέση.

Είναι σαφές, πως η σκέψη δεν είναι απ’ τον εαυτό της ικανή να απαντήση στο ερώτημα, πώς γίνεται διανοητό το μεταφυσικό, πώς εισέρχεται αυτό, που δεν είναι σκέψη, στη σκέψη, και γίνεται κάτι που μπορούμε να το σκεφτούμε, πώς εκχέεται το φως του Λόγου (Logos) πάνω σε περιοχές, που δεν γνώριζαν μέχρι τότε κανένα φως, και πώς συλλαμβάνεται με το δίχτυ της λογικής, μέσω κατηγοριακής σύνθεσης η ύλη της σκέψης. Υπάρχει εδώ μια προ-λογική διαπίστωση, το όριο της σκέψης, που τη χωρίζει απ’ αυτό που δεν είναι σκέψη. Υπάρχει έτσι μια πλήρης ζωής πράξη στη βάση της σκέψης (του συλλογισμού), που εκτίθεται στην ζωντανή μορφή της σκέψης, δηλαδή στην πρόταση (ή: φράση). Κι αυτή η πράξη περιλαμβάνει τρεις δυνάμεις (ή: παράγοντες), που είναι βέβαια συνδεδεμένες μεταξύ τους, δεν μπορούν όμως να αναχθούν η μια στην άλλη. Οι δυνάμεις αυτές είναι: κατ’ αρχάς η καθαρή υπόσταση του Εγώ, το υποκείμενο, το αντικείμενο (ή: θέμα) της πρότασης· δεύτερον η φύση του Εγώ, που αποκαλύπτεται σ’ αυτό και μπροστά σ’ αυτό, το κατηγορούμενο· και τρίτο τελικά η αυτογνωσία, το να τεθής σε σχέση προς την ίδια σου τη φύση, η πράξη της αυτοπραγμάτωσης στην ίδια μας τη φύση, το είναι (η ύπαρξη) ή η Kopula (το συνδετικό ρήμα είμαι), η ζωντανή αυτογνωσία και αυτοδιάσωση του Εγώ. Το αιώνιο Εγώ έχει (δυνητικά) τα πάντα ή τον κόσμο ως κατηγορούμενό του, και ζη στην πράξη (ή: ενέργεια) αυτής της συνείδησης, συνειδητοποιεί στον εαυτό του την ύπαρξή του. Αυτή είναι η τριάδα της ύλης (ή: ουσίας), η στατικότητα κι η δυναμική της· η σκέψη είναι όμως σ΄ αυτήν την τριάδα κατηγορούμενο και μόνον κατηγορούμενο. Τα τρία μέλη δεν μπορούν να χωριστούν το ένα απ’ το άλλο, γιατί η υπόσταση δεν είναι νοητή αποσπασμένη απ’ τη φύση της, όπως ακριβώς και κάθε ουσιώδης φύση δεν είναι τίποτα έξω απ’ την υπόσταση που τη φέρει, κι αυτό το να φέρεται, αυτή η ανάπτυξή της (το ξεδίπλωμά της) είναι μια ενέργεια (μια πράξη) της ύπαρξης, είναι γενικώς ύπαρξη, ζωή, η οποία δεν είναι γι’ αυτό παντελώς κάποια έννοια και κάποιος λογικός προσδιορισμός, παρ’ όλο που άπτεται εγγύτατα με το λογικό. Γι’ αυτό είναι η ουσία το πρωταρχικό (Prius), βρίσκεται πριν απ’ την ύπαρξη ή το είναι, το οποίο είναι μια εκτελούμενη σύνθεση της υπόστασης με την ίδια της τη φύση, μια αυτο-ανάπτυξη στην πράξη τού είναι (της ύπαρξης). Η φιλοσοφική σκέψη έχει αναζητήσει πάντα έναν προσδιορισμό της ουσίας και δεν έχει μπορέσει ποτέ να τον βρη, και μάλιστα γι’ αυτό, επειδή έχει αναζητήσει πάντα (αν εξαιρέση κανείς τη χριστιανική δογματική με τη διδασκαλία της τής Τριάδος) μιαν κακή, αφηρημένη ενότητα, μιαν απλή και ενιαία ουσιαστικότητα. Όλες οι προσπάθειες του λογικού μονισμού, με τον οποίον ορίζεται η τιθέμενη στα φιλοσοφικά συστήματα εργασία και ο οποίος παριστάνει ένα γενικώς προϋποτιθέμενο αξίωμα (Axiom) αυτών των συστημάτων, σκοπεύουν σε μιαν επαναφορά της τριπλότητας των δυνάμεων, της τριαδικότητας της ουσίας, σε μιαν ενότητα· η σκέψη επιδιώκει να αφομοιώση στον εαυτό της αυτό που αποτελεί τη βάση της σκέψης και δεν μπορεί ωστόσο να γίνη διανοητό μέχρι τέλους, αυτό που είναι, για να μιλήσουμε στη γλώσσα της λογικής, παράλογο (irrational), και στο είδος του ένα √2. «Τοποθετημένος» ως βάση, ως αυτοπροσδιορισμός και αυτοσυνειδητοποίηση της σκέψης εμφανίζεται ο νόμος της ταυτότητας (η αντιτιθέμενη μορφή είναι ο νόμος της αντιλογίας), ο οποίος εγγυάται τη συνέχεια της σκέψης και προφυλάσσει την εμπειρική της κοίτη από άλματα και αβύσσους. Κι ωστόσο δεν μπορεί να εφαρμοστή αυτός ο νόμος, ακριβέστερα: αυτό το αίτημα της ταυτότητας, που βρίσκει στην πορεία όλης της σκέψης μέσα στα όριά της την εφαρμογή του, στις πηγές της σκέψης. Παραβαίνεται (παραβιάζεται) στη βασική μορφή της σκέψης, στην πρόταση κρίσης. Ο Καντ έχει διεκπεραιώσει μιαν εντελώς αυθαίρετη και λανθασμένη, για το σύστημά του ωστόσο απείρως βαρυσήμαντη διάκριση μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών κρίσεων. Στην πραγματικότητα (όπως έχει ορισθή εξάλλου ήδη απ’ τον Χέγκελ στο έργο του «Επιστήμη της λογικής») είναι όλες οι κρίσεις συνθετικές και ταυτόχρονα, κατά τη μορφή τους, αναλυτικές, παριστούν υπό το πρόσχημα του γνωστού και αυτονόητου (αναλυτικού) ένα άλμα πάνω από μιαν αγεφύρωτη άβυσσο και συνδέουν τις δυό πλευρές της (σύνθεση). «Είμαι Α», αυτό το σπερματικό κύτταρο της σκέψης δηλώνει μιαν πλήρη και ριζική άρνηση του νόμου της ταυτότητας. Αυτή η τελευταία θα μπορούσε να οδηγήση το πολύ-πολύ στην ταυτολογία Εγώ=Εγώ=Εγώ=Εγώ… Εγώ κ.τ.λ., σε μιαν άκαρπη αυτο-επανάληψη ή όμως και αυτο-καταβρόχθιση του Εγώ. Πρέπει να επισημάνουμε εξάλλου, ότι το δεύτερο Εγώ, το κατηγορούμενο στην πρόταση Εγώ είναι Εγώ, δεν είναι πια ήδη εκείνο το ανέκφραστο, υποστατικό Εγώ, το οποίο είναι υποκείμενο ή αντικείμενο (θέμα) της πρότασης, γιατί περιέχει ως κατηγορούμενο στον εαυτό του ήδη μιαν ιδέα (Idee) (και είναι μ’ αυτήν την έννοια, σε σχέση προς το υποστατικό Εγώ, προς το Εγώ του αντικειμένου της πρότασης, ήδη ένα μ η - Εγώ).


( συνεχίζεται )

Η ΑΛΛΗ ΛΟΓΙΚΗ. ΤΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. ΜΙΑ ΒΟΥΛΗΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ ΜΙΑ ΠΛΑΝΗ ΟΤΙ ΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ, ΕΝΩ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ. ΑΠΟ ΕΔΩ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΦΙΧΤΕ ΣΤΗΝΕΤΑΙ Η ΤΡΙΑΔΙΚΟΤΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΤΟΜΟΥ. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ. ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΒΟΗΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΥΠΟΘΕΤΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΥΙΟΥ. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΕΙΝΑΙ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΜΑΓΑΛΟΜΑΝΙΑΣ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ.

Προλεγόμενα σε μία φιλοσοφική Χριστολογία.
Του Xavier Tilliete.
                                     IDEA CHRISTI.

     

   Όταν ο φιλόσοφος διαλογίζεται την εικόνα του Χριστού στην ιστορία και στον εαυτό του δέν κάνει τίποτε άλλο απο το να διαλογίζεται την δική του εικόνα μεγενθυμένη, εξυψωμένη(Σταμούλης, Λουδοβίκος).Αυτό που ένας Σπινόζα, ένας Φίχτε, απέσπασαν απο την αποκάλυψη τού Χριστού είναι η δύναμις τής ιδέας, μία μεγαλοφυής ηθική επινόηση, η πρόσκρουση ενός μυστικιστικού οράματος πάνω σε μία συνείδηση. Ο Χριστός τών φιλοσόφων επιδεικνύει το υπαρξιακό προσωπο τής ιδέας στην θαυμαστή της καθαρότητα, άχρονα: η ιδέα ή η αλήθεια "με την οποία μπορούμε να ζήσουμε και να πεθάνουμε " του Κίρκεγκαρντ και του Γιάσπερς. Η πεποίθησή του, όποια κι'άν είναι η εξήγηση που τής δίνει, ενσωματώνεται μ'αυτόν, την ενσαρκώνει, έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε ότι αυτός είναι αυτή η ενσαρκωμένη ιδέα, ότι η αλήθεια κατήλθε σ'αυτόν. Ο Λόγος έγινε σάρκα. Αυτή η προσέγγιση, στην οποία θα έχει ήδη αναγνωρισθεί ή προέλευσή της απο την ανάπτυξη τού Κάντ, είναι πιό οικεία στον δογματικό Θεολόγο όπως επίσης και στον στοχαστικό φιλόσοφο, παρά η απλή προσέγγιση της ομολογίας τής πίστεως, η οποία ανακοινώνει απευθείας την εξίσωση: αυτός ο άνθρωπος είναι στ'αλήθεια ο Υιός του Θεού. Ακόμη και η πίστη έχει μάτια. Μία προκατανόηση σιωπηρή και υπονοούμενη τού Χριστού περιλαμβάνεται στην πίστη, είναι απαραίτητη: πώς να αναγνωρίσουμε άν δέν γνωρίζουμε; Αυτή είναι απαραίτητη σε κάθε Χριστολογία η οποία προσκολλάται στην πίστη τής Εκκλησίας ή κρατά την απόστασή της. Η Idea Christi, ισχύουσα ακόμη και σήμερα, είναι το ελατήριο μίας φιλοσοφικής νοήσεως του Χριστού. Δεσμευμένη κατ'αρχάς στην υποκειμενικότητα τού Ιησού Χριστού, ταλαντεύεται αναπόφευκτα στην αντικειμενική της σημασία. Αποδιδόμενη στην εμπειρία και στο στοχαστικό έργο τής κοινότητος, πρέπει να στηρίζει την εξομολόγησή τής πίστεως, να κατακτήσει μέσω μίας αναδρομικής επιχειρηματολογίας, τον ιστορικό Ιησού. Ο προορισμός τού Ιησού ώστε να είναι το στήριγμα ή σχεδόν ο άτλας της ιδέας του Χριστού δέν ακολουθεί την τάξη τής εκθέσεως, πηγάζει απαγωγικά απο την ικανότητα τής νοήσεως να υπερβεί την απόδειξη τής μαρτυρίας, την "απόδειξη του πνεύματος και της δυνάμεως". Ο δογματικός Θεολόγος ξεπερνά το έλλειμα και ίσως είναι υπερβολικό να ζητάμε πάρα πολλά απο τον φιλόσοφο τής θρησκείας ή απο τον καθαρό φιλόσοφο να τον μιμηθεί. Αλλά δέν θα κουραστούμε να λέμε ότι το Χριστολογικό πρόβλημα, το οποίο σήμανε απο την ιδέα Χριστού, είναι ταυτόσημο και για τον Θεολόγο και για τον φιλόσοφο. Πρόκειται εν ολίγοις για το κατόρθωμα τής σχέσης τού "Ιστορικού Ιησού", τον οποίο είναι προτιμότερο να ονομάσουμε τον Ιησού της Ναζαρέτ ή τον Χριστό των 33 ετών", απο την στιγμή που οι αφηγήσεις τών Ευαγγελίων ειναι μαρτυρίες πίστεως και τον Χριστό τής πίστης (ο οποίος είναι επίσης και της ιστορίας) δηλαδή τον Χριστό τής κοινότητος, της Εκκλησίας και της Θεολογίας, των οποίων ένα μέρος είναι ο Χριστός στην ιδέα. Μία Χριστολογία καθαρά "εξηγητική" ή "ιστορικιστική", μία μπασταρδεμένη κληρονόμο του λιμπεραλισμού ή του ιστορικισμού, είναι στο μεγαλύτερο μέρος τών περιπτώσεων μειωτική και περιορισμένη σε υποθέσεις τυχαίες και σε πρόχειρες προϋποθέσεις.

Aμέθυστος

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ (3)

Συνέχεια από Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ

ENRICO BERTI

ΜΕΡΟΣ Ι

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ
Κεφάλαιο Ι
Η αντίφαση εξορκισμένη, ή η διαλεκτική της ταυτότητος, τους Ελεάτες και στους επιγόνους τους.
1. Θα μπορούσαμε να πούμε πώς η πρώτη «επίσημη» εμφάνιση της αντιφάσεως –παρότι δέν ονομάστηκε εξαρχής με το ονομά της– στην ιστορία της φιλοσοφίας γίνεται ανάμεσα στον VI καί στόν V αιώνα π.Χ. στο ποίημα του Παρμενίδη. Το πλέον αυτονόητο νόημα της αντιθέσεως ανάμεσα στις δύο διάσημες «οδούς», το οποίο παρουσιάζεται από τον φιλόσοφο σαν αποκεκαλυμένο από μία θεότητα, και επομένως σημείο εκκινήσεως το οποίο δέν μπορούμε να θέσουμε σε αμφισβήτηση, είναι εκείνο της αντιθέσεως ανάμεσα στην κατάφαση και στην απόφαση (την άρνηση), δηλ. εκείνης που θα ονομασθεί αργότερα από τον Αριστοτέλη «αντίφασις»
«Έλα τώρα και θα σου πώ (κι εσύ μετάφερε το)
ποιοί είναι οι μόνοι δρόμοι που θα μπορούσε η έρευνα να πάρει.
Ο ένας, ότι ένα πράγμα είναι και δέν μπορεί να μήν είναι,
είναι το μονοπάτι της πειθούς (γιατί αυτό συνοδεύει την Αλήθεια),
ο άλλος, ότι δέν είναι κι’ είναι αναγκαίο να μήν είναι,
αυτός σου λέω πώς είναι ένα στρατί ολωσδιόλου αδιόρατο
γιατί δέν μπορείς να μάθεις τί δέν είναι, αυτό είν’ αδύνατο,
ούτε να το δείξεις δέν μπορείς»
Παρμενίδης απόσπασμα 291 G.S. KIRK-RAVEN-M.SCHOFIELD, MIET.
Είναι γνωστές οι ατελείωτες συζητήσεις που έγιναν σχετικά με το υποκείμενο που υπονοείται, του "είναι" και του "μή είναι": σύμφωνα με κάποιους τό υποκείμενο αφορά τό είναι, σύμφωνα μέ άλλους τήν ολότητα του πραγματικού ή όλο εκείνο που είναι δυνατόν να σκεφθούμε και να πούμε, κατά άλλους ακόμη το ίδιο το "είναι" ή ακόμη και την ίδια την "οδό", ενώ για άλλους πάλι δέν υπάρχει κανένα υποκείμενο. Προσωπικώς βρίσκω απίθανο το υποκείμενο να είναι το ΕΙΝΑΙ, διότι δέν έχει γίνει ακόμη καμμία αναφορά σ’αυτό, ή κάποιο άλλο όν καλά καθορισμένο, για τον ίδιο λόγο, γι’αυτό και κλίνω να εννοώ ένα υποκείμενο αόριστο του τύπου «όλο εκείνο που είναι δυνατόν να σκεφθούμε και να πούμε», δηλ. «κάθε πράγματος».
Όμως δέν θεωρώ σπουδαίο να καθορίσω ποιό είναι το υποκείμενο τού "είναι" και του "μή-είναι", όσο να τονίσω πώς είμαστε μπροστά σε μία κατάφαση και σε μία άρνηση αντίστοιχα, και πώς η πρώτη δηλώνεται όχι μόνον δυνατή, αλλά και αναγκαία και επομένως αληθινή, ενώ η δεύτερη δηλώνεται, όχι μόνον ψεύτικη αλλά και απραγματοποίητη δηλ. αδύνατη. Γύρω από τα πράγματα λοιπόν γίνονται μόνον διαβεβαιώσεις και οι βεβαιώσεις αυτές που γίνονται είναι όλες αναγκαίες, δηλ. αναντίρρητες. Ο λόγος για τον οποίο μπορούμε να πούμε για ένα πράγμα μόνον πώς "είναι", είναι ακριβώς η αδυναμία να πούμε πώς "δέν είναι" και αυτή η αδυναμία προέρχεται με την σειρά της από το γεγονός πώς η άρνηση θα ισοδυναμούσε μέ τό να μπορούμε να σκεφτούμε και αν πούμε το μή-είναι (το μή εόν).
Ας δούμε τώρα πόση αξία έχει από την οπτική γωνία της λογικής μία τέτοια επιχειρηματολογία. Πρώτα απ’όλα πρέπει να διευκρινίσουμε την σημασία του "είναι" και του "μή-είναι" : πρόκειται για υπαρξιακές κατηγορηματικές δηλώσεις οι οποίες δηλ. ισοδυναμούν με "υπάρχει" και "δέν υπάρχει" ή μήπως για ιδιότητες, οι οποίες ισοδυναμούν με «είναι με έναν τρόπο» και «δέν είναι με έναν συγκεκριμένο τρόπο»;;; Μερικοί κλίνουν προς την πρώτη ερμηνεία, εξηγώντας την με το γεγονός πώς διαφορετικά δέν θα μπορούσε να συλληφθεί η αδυναμία να σκεφθούμε και να πούμε αυτό που δέν είναι: διότι ενώ έχει νόημα να διευκρινίσουμε πώς είναι αδύνατον να πούμε και να σκεφθούμε αυτό που δέν υπάρχει, δέν φαίνεται να έχει νόημα να διευκρινίσουμε τό αδύνατον να πούμε και να σκεφθούμε αυτό που δέν είναι με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
Άλλοι όμως παρατηρούν πώς στα Αρχαϊκά Ελληνικά τα ρήματα "είναι" και "μή-είναι" δέν έχουν ποτέ μία υπαρξιακή σημασία αλλά έχουν πάντοτε και μόνον μία σημασία αποδόσεως (P.D.MOURELATOS, The Route of Parmenides 1970). Κατά την άποψη μου το θέμα δέν είναι τόσο σπουδαίο διότι η αληθινή αιτία της αδυναμίας να σκεφτούμε και να πούμε ότι το μή είναι, είναι, και στις δύο περιπτώσεις, το ίδιο, δηλ. είναι το γεγονός ότι εννοούμε το Είναι με μία και μόνη σημασία, δηλ. σαν μία ιδέα μονοσήμαντη.
Είναι πράγματι αδύνατον να σκεφτούμε και να πούμε αυτό που δέν υπάρχει, μόνον εάν δεχθούμε πώς το μή-υπαρκτό είναι τόσο απόλυτο που περιλαμβάνει και το Είναι, το οποίο είναι αδύνατον να σκεφτούμε και να πούμε, είναι όμως επίσης αδύνατον να σκεφτούμε και να πούμε αυτό που δέν είναι με ένα συγκεκριμένο τρόπο, μόνον εάν δεχθούμε πώς αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίον είναι δυνατόν να είμαστε. Εξάλλου ότι τα κατηγορήματα «είναι» και «μή-είναι», εννοούνται από τον Παρμενίδη μ’έναν μονοσήμαντο τρόπο, συμπεραίνεται από το γεγονός πώς και τα δύο θεωρούνται από αυτόν σαν αναγκαία κατηγορήματα, δηλ. θα λέγαμε εμείς ουσιαστικά ή της ταυτότητος. Ο πρώτος δρόμος λοιπόν δέν λέει μόνον «πώς είναι», αλλά λέει επίσης πως «δέν είναι δυνατόν να μήν είναι» : αυτό σημαίνει, ότι εάν δώσουμε στο "είναι" μία υπαρξιακή αξία, ότι δηλ. ένα πράγμα όχι μόνον υπάρχει αλλά υπάρχει αναγκαίως δηλ. υπάρχει μόνον ένας και μοναδικός τρόπος να υπάρχει, εκείνος της αναγκαίας υπάρξεως, δηλ. μίας υπάρξεως η οποία ανήκει στην ουσία αυτού του ίδιου του πράγματος που υπάρχει, δηλ. μία ύπαρξη που είναι ο ίδιος ο ορισμός του υποκειμένου της, σημαίνει δηλ, τελικώς πώς ταυτίζεται τελείως με αυτό.
Ή διαφορετικώς εάν δώσουμε στο "είναι" μία ιδιότητα παροχής η αδυναμία της μή-υπάρξεως σημαίνει πώς ένα πράγμα όχι μόνον έχει μία συγκεκριμένη ιδιότητα, αλλά πώς την έχει αναγκαίως, πώς την περιέχει στην ουσία της, ταυτίζεται τελείως με αυτή, είναι μία ουσία.
Όσο για τον δεύτερο δρόμο, το κείμενο μας δέν λέει μόνον «οτι δέν είναι», αλλά επίσης και ότι «είναι αναγκαίο να μήν είναι» δηλ. και αυτός υπολογίζει το μή είναι, είτε είναι υπαρξιακό ή ιδιότης σαν αναγκαίο δηλ. ουσιώδες, στο υποκείμενο. Στην περίπτωση στην οποία θα ερμηνεύοντο τα κατηγορήματα σαν προικισμένα με υπαρξιακή αξία θα βρισκόμαστε απέναντι σε μία εναλλαγή ανάμεσα στο απόλυτο Είναι, δηλ. τον Θεό, ο οποίος υπάρχει ουσιαστικώς και το απόλυτο μή-είναι, δηλ. το καθαρό Μηδέν. Στην άλλη περίπτωση όμως που θα ερμηνεύοντο τα κατηγορήματα σαν διαθέτοντα αξία που τους αποδόθηκε, θα βρεθούμε απέναντι σε μία εναλλαγή ανάμεσα σε μία καθαρή ουσία και στην καθαρή άρνησή της. Και στις δύο περιπτώσεις ο δεύτερος δρόμος αποδεικνύεται αδιάβατος : το απόλυτο μηδέν, είναι αδιανόητο και άρρητο, ακριβώς όπως είναι η καθαρή άρνησις μίας ουσίας. Μόνον έτσι, μόνον υποθέτοντας πώς είναι και μή-είναι έχουν μία μονοσήμαντη αξία, έχει νόημα να δηλώσουμε την αδυναμία της δευτέρας οδού.
Μόνον έτσι, επιπλέον, γίνεται κατανοητό πώς ο Παρμενίδης μπορεί να υπολογίζει, αυτούς τους δύο δρόμους, σαν αντιφατικούς μεταξύ τους. Έχει παρατηρηθεί εξάλλου, πως καθεαυτή η εναλλαγή ανάμεσα στις δύο αναγκαιότητες «είναι αναγκαίο να είναι» και «είναι αναγκαίο να μήν είναι» δέν γεννά μία αληθινή αντίφαση, αλλά μόνον μία εναντίωση. Σχετικά με ένα πράγμα που είναι αλλά μπορεί επίσης και να μήν είναι, θα ήταν ψεύτικη τόσο η πρώτη οδός, η οποία βεβαιώνει την αναγκαιότητα πώς υπάρχει, όσο και η δεύτερη, η οποία βεβαιώνει πώς η αναγκαιότης δέν υπάρχει, και είναι γνωστό πώς το ψευδές και των δύο κατηγορημάτων, δηλ, και της βεβαιώσεως και της αρνήσεως, είναι χαρακτηριστικό της εναντιώσεως και όχι της αντιφάσεως, για την οποία αναγκαίως το ένα μέρος είναι αληθινό και το άλλο ψευδές. Μπορούμε παρ’όλα αυτά να δεχθούμε πώς ένα πράγμα είναι και μπορεί καί να μήν είναι, μόνον εάν αποδεχθούμε κατηγορήματα που δέν είναι ουσιώδη, δηλ. εάν πέρα από τους ορισμούς των ουσιών γίνονται αποδεκτές και οι τυχαίες ιδιότητες, δηλ. εάν αναγνωρίσουμε στο είναι και στο μή-είναι, όπως θα κάνει ο Αριστοτέλης πολλές διαφορετικές σημασίες.
Ας προσθέσουμε πως και ο ίδιος ο Αριστοτέλης πιστοποίησε το γεγονός πως ο Παρμενίδης εννοούσε το Είναι με μία και μόνη σημασία, και δέν υπήρξε καμμία διαμαρτυρία. Εκείνη η ενότης του Είναι η οποία αποδόθηκε στον Παρμενίδη σύμφωνα με μερικούς κατά λάθος, από τον Πλάτωνα και ιδιαιτέρως από τον Ζήνωνα ξεκαθάρισε αμέσως από τον Αριστοτέλη σαν μία ενότης «κατα τον λόγον», ενώ η ενότης «κατα την ύλην» απεδόθη μόνον στον Μέλισσο. Και ο ίδιος ο Αριστοτέλης ακόμη ξεκαθάρισε πως το μονοσήμαντο "είναι" προσελήφθη απο τον Παρμενίδη, ουσιαστικώς παρότι ασυνειδήτως σαν προϋπόθεση όλου του τού οικοδομήματος, παρότι σε μία στροφή αρνείται πως απο μία τέτοια προϋπόθεση μπορεί να προκύψει η ενότης όλων των πραγμάτων, ενώ σε ένα άλλο σημείο την επιβεβαιώνει!
Αριστ, Φυσ. I 3 186 α 22-23, Μετάφ III 4, 1001 α29 b1.
Αμέθυστος

ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ; (6)

 Συνέχεια από: Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

Του Enrico Berti.

4. Η αναθεώρηση της μεταφυσικής στη αναλυτική φιλοσοφία και τα όριά της (2η ανάρτηση)

Η ποππεριανή επανεκτίμηση της μεταφυσικής αναπτύχθηκε περαιτέρω από εκείνους τους επιστημολόγους ή ιστορικούς της επιστήμης που συνδέονται κατά κάποιον τρόπο, είτε λόγω επιρροής είτε λόγω διαμάχης, με τη σκέψη του. Έτσι, ο Ι. Λάκατος βρήκε στη μεταφυσική μια πλούσια πηγή για εκείνα τα «ερευνητικά προγράμματα» που, κατά τη γνώμη του, αποτελούν τον τυπικό τρόπο λειτουργίας της επιστήμης, ενώ ο Τ. Kuhn είδε σε αυτήν την κύρια πηγή εκείνων των νέων «παραδειγμάτων» που καθορίζουν, με τις «επιστημονικές επαναστάσεις», την πραγματική πρόοδο της επιστήμης. Ομοίως, ο J. Agassi υποστήριξε ότι οι μεταφυσικές θεωρίες αποτελούν πραγματικά πλαίσια για την επιστήμη (frameworks for science) και ο J. Watkins ισχυρίστηκε ότι μπορούν να περιέχουν ακόμη και πραγματικές προτάσεις που μπορούν να επιβεβαιωθούν από την επιστήμη. Τέλος, ο P. K. Feyerabend δήλωσε ότι για να είναι κανείς «καλός εμπειριστής» χρειάζεται περισσότερη μεταφυσική.

Παρόλο που αναγνωρίζουμε ότι όλες αυτές οι θέσεις αντιπροσωπεύουν μια αναμφισβήτητη πρόοδο σε σχέση με τον νεοθετικισμό, υπό την έννοια μιας μεγαλύτερης κριτικής διάθεσης, μιας ευρύτερης προσέγγισης των προβλημάτων και, εν τέλει, ενός μικρότερου δογματισμού, πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι, στην ουσία, δεν αγγίζουν καθόλου το πρόβλημα της λογικότητας (ή ορθολογικότητας) της μεταφυσικής — το οποίο, μετά τον Καντ, έχει καταστεί το πραγματικό πρόβλημα που αφορά αυτή τη γνωστική περιοχή — και επομένως δεν συμβάλλουν επαρκώς ούτε στον εντοπισμό μιας φιλοσοφικής ορθολογικότητας. Η αξία που αποδίδουν στη μεταφυσική εξαρτάται αποκλειστικά από το κατά πόσον αυτή επιβεβαιώνεται, έστω και εκ των υστέρων, από την επιστήμη. Συνεπώς, η μόνη πραγματική ορθολογικότητα που εξακολουθεί να αναγνωρίζεται είναι η επιστημονική, και η μεταφυσική θεωρείται ορθολογική μόνο στον βαθμό που προσεγγίζει την ορθολογικότητα της επιστήμης. Έτσι όμως αγνοείται φυσικά η πιο ουσιώδης αξίωση της μεταφυσικής, δηλαδή ότι διαθέτει μια αυτόνομη ορθολογικότητα, διαφορετική από εκείνη της επιστήμης, αλλά παρ’ όλα αυτά εξίσου αναγνωρίσιμη.

Ένα πρώτο σημάδι της ανεπάρκειας μιας τέτοιας αξιολόγησης της μεταφυσικής είναι οι συνέπειές της στο πεδίο της ιστορίας της φιλοσοφίας, δηλαδή το γεγονός ότι υπό το φως αυτής της αξιολόγησης, οι σημαντικότερες μεταφυσικές θα ήταν εκείνες που από ιστορική άποψη θεωρούνται οι λιγότερο πλούσιες σε νόημα: για παράδειγμα, στην αρχαιότητα, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος θα ήταν «μεταφυσικοί» πιο σημαντικοί από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, και στη νεότερη εποχή ένας Φαραντέι θα ήταν, ως μεταφυσικός, πιο σημαντικός από τον Χέγκελ. Αλλά, πέρα από αυτό το στοιχείο, που αποκαλύπτει ούτως ή άλλως στους επιστημολόγους και στους ίδιους τους ιστορικούς της επιστήμης μια πολύ περιορισμένη ικανότητα να κατανοήσουν την ιστορία της φιλοσοφίας, δημιουργείται η εντύπωση ότι η προαναφερθείσα αξιολόγηση της μεταφυσικής βασίζεται σε ορισμένες σοβαρές παρανοήσεις. Πρώτα απ’ όλα, οι υποστηρικτές της — δηλαδή οι παραπάνω επιστημολόγοι — θεωρούν ότι η μεταφυσική επιδιώκει να είναι μια απόλυτη, ολική, οριστική γνώση, ένα είδος «θεϊκής ματιάς» που γνωρίζει τα πάντα με απόλυτα εξαντλητικό τρόπο. Για τον λόγο αυτό, κάποιοι από τους οπαδούς τους φτάνουν στο σημείο να θεωρούν τη μεταφυσική «επιζήμια για την πίστη», επειδή την βλέπουν ως ανταγωνίστριά της, δηλαδή ως αποσκοπούσα στην επίλυση του ζητήματος της σωτηρίας, της αιώνιας ευτυχίας.

Αυτή η άποψη βασίζεται, αφενός, σε μια παρεξήγηση ορισμένων μεταφυσικών συστημάτων, όπως για παράδειγμα εκείνων του Αριστοτέλη ή του Χέγκελ, τα οποία φαίνονται να έχουν αυτήν την αξίωση (δηλαδή της ολικής και οριστικής γνώσης), ενώ στην πραγματικότητα οι πιο πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι δεν την έχουν. Αφετέρου, βασίζεται στην υιοθέτηση ως μοντέλων μεταφυσικής εκείνων των φιλοσοφιών που έχουν πράγματι απολυτοποιήσει τα αποτελέσματα των φυσικών επιστημών, όπως ο καρτεσιανισμός ή ο θετικισμός. Στην πραγματικότητα, η αναφορά στην ολότητα, που είναι χαρακτηριστικό της μεταφυσικής, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την αξίωση να αγκαλιάσει ή να κατέχει την ολότητα μέσω μιας πλήρους και εξαντλητικής γνώσης· για την ολότητα μπορεί κανείς να μιλήσει ακόμη και για να δηλώσει ότι αυτή δεν είναι καθόλου γνωστή ή ότι είναι γνωστή μόνο κατά ένα μικρό μέρος ή με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο. Παρομοίως, η αναγκαιότητα, δηλαδή η αυστηρότητα, η ακρίβεια των συμπερασμάτων στα οποία η μεταφυσική, ακριβώς επειδή είναι ορθολογική, αποβλέπει, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εκληφθεί ως οριστικότητα, τελειότητα, αδυναμία αναθεώρησης και βελτίωσης. Αντίθετα, υπάρχουν μεταφυσικές που βασίζουν την επιστημονικότητα των συμπερασμάτων τους ακριβώς στην συνεχή ανάγκη τους να αντιμετωπίζουν νέα ερωτήματα, νέες αντιρρήσεις, νέες αρνήσεις.

Εδώ αναδεικνύεται η άλλη σοβαρή παρανόηση που βρίσκεται στη βάση των προαναφερθεισών επαναξιολογήσεων/αναθεωρήσεων, δηλαδή η πεποίθηση ότι όλες οι μεταφυσικές είναι ισοδύναμες.
Αυτή η παρανόηση είναι κοινή, στην πραγματικότητα, και στην αντιμεταφυσική κριτική του Νίτσε και του Χάιντεγκερ, την οποία όμως οι επιστημολόγοι και οι ιστορικοί της επιστήμης εξακολουθούν να θεωρούν ανορθολογική. Αντιθέτως, θα περίμενε κανείς από φιλολόγους όπως ο Νίτσε και ο Χάιντεγκερ μεγαλύτερη προσοχή στις ιστορικές «διαφορές» ανάμεσα στις διάφορες μεταφυσικές, και από έμπειρους λογικούς όπως οι προαναφερθέντες επιστημολόγοι να λαμβάνουν περισσότερο υπόψη τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν οι μεταφυσικοί. Το να τοποθετεί κανείς στο ίδιο επίπεδο τον Άγιο Θωμά και τον μαρξισμό, τον Χέγκελ και τον θετικισμό, τον Αριστοτέλη και τον Ντεκάρτ, σημαίνει ότι αρνείται να εξετάσει επί της ουσίας τα επιχειρήματα, δηλαδή να τα μελετήσει, και συνεπώς αποκλείει εκ των προτέρων τη λογικότητά τους. Όμως αυτή δεν είναι ασφαλώς μια ορθολογική ούτε μια κριτική στάση.

Φαίνεται λοιπόν να επιβάλλεται η ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια, τόσο ιστορική όσο και λογική, τι ακριβώς πρέπει να εννοείται με τον όρο «μεταφυσική», πόσα και ποια είδη μεταφυσικής υπάρχουν, ποια επιχειρήματα στηρίζουν το ένα ή το άλλο από αυτά και ποιες αντιρρήσεις πρέπει να προβάλλονται έναντι του ενός ή του άλλου. Ίσως θα ήταν χρήσιμο, αντί να μιλάμε γενικά για μεταφυσική, να αρχίσουμε να μιλάμε — όπως γίνεται και στην περίπτωση των επιστημών — για θεωρίες, και συγκεκριμένα για μεταφυσικές θεωρίες, ώστε να διαπιστώνουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια τι είδους επιχειρηματολογία, και επομένως τι είδους ορθολογικότητα, έχει η καθεμία από αυτές.

Θα δούμε, για παράδειγμα, ότι όλες οι μεταφυσικές θεωρίες, ακόμη και εκείνες που το αρνούνται ρητά, στην πραγματικότητα αναγνωρίζουν την αρχή της μη αντίφασης, η οποία αναγνωρίζεται και από τις επιστήμες και, ως εκ τούτου, αποτελεί ένα πρώτο κριτήριο για την αξιολόγηση της ορθολογικότητας ενός μεταφυσικού λόγου.

Είναι σαφές, πράγματι, ότι ένας λόγος που είναι φανερά αυτοαντικρουόμενος — που δηλαδή πρώτα διατυπώνει και ύστερα αναιρεί την ίδια πρόταση από την ίδια σκοπιά — δεν μπορεί να αξιώνει ότι είναι ορθολογικός. Θα φανεί ότι αυτή η αυτοαντικρουόμενη φύση, αυτή η αυτοαναίρεση σε έναν μεταφυσικό λόγο δεν είναι ποτέ ρητή, ακριβώς επειδή όλες οι μεταφυσικές αποδέχονται την αρχή της μη αντίφασης, αλλά μπορεί να είναι λανθάνουσα, σιωπηρή· αν κατορθώσει κανείς να την αναδείξει μέσω κατάλληλων επιχειρημάτων — που σ’ αυτήν την περίπτωση θα ονομάσουμε διαψεύσεις/αντιρρήσεις — τότε θα έχει ήδη επιτευχθεί μια διάκριση μεταξύ των μεταφυσικών, υπό την έννοια ότι εκείνες που δεν είναι αντικρουόμενες/αντιφατικές ούτε καν σιωπηρά (σε λανθάνουσα μορφή), θα θεωρούνται πιο ορθολογικές από εκείνες που ενέχουν λανθάνουσες αντιφάσεις, που είναι σιωπηρά αντιφατικές..

Επιπλέον, θα διαπιστωθεί ότι η αναφορά στην ολότητα προσδίδει στις μεταφυσικές διατυπώσεις έναν πραγματολογικό χαρακτήρα, επειδή η ολότητα είναι επίσης ένα γεγονός, με την έννοια ότι δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει, και ταυτόχρονα αυτή καθιστά δυνατή μια εντελώς ιδιαίτερη χρήση της διάψευσης: την καθιστά ικανή όχι μόνο να απορρίψει μια θεωρία, μέσω της απόδειξης της αυτοαντικρουόμενης φύσης της (της αυτοαντίφασης της), αλλά και να επαληθεύσει ή να αποδείξει την αντίθετή της.

Όμως, για να μη μείνει αυτός ο λόγος αφηρημένος και απροσδιόριστος — όπως συχνά συμβαίνει με τον λόγο των apriori επικριτών της μεταφυσικής ή με εκείνον των σύγχρονων επαναξιολογητών της — είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη ένας συγκεκριμένος τύπος μεταφυσικής και να εξεταστεί συγκεκριμένα ποια λογικότητα κατέχει
.

Ο αντιαιρετικός και θεραπευτικός σκοπός του δόγματος

Τα δόγματα είναι συνταγές σωτηρίας και όχι αυτοσκοπός
τού π. Ι. Ρωμανίδη

Πηγή: Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'.

Προηγουμένως εντοπίσθηκε το γεγονός ότι τα δόγματα είναι διατύπωση της εμπειρίας των Αγίων και οδηγούν στην βίωση της αποκαλύψεως. Επομένως, είναι καταγραφή της εμπειρίας και οδηγός προς την εμπειρία. Αυτό δείχνει και τον σκοπό των δογμάτων που θα δούμε κατ' επέκταση στην ενότητα αυτή και δεν είναι άλλος από την αντιμετώπιση των αιρέσεων και την καθοδήγηση των πιστών.

«Τα δόγματα της Εκκλησίας είναι τα αξιώματα που προέρχονται απ’ αυτήν την εμπειρία της καθάρσεως και του φωτισμού και της Θεώσεως. Επομένως τα δόγματα δεν είναι αποτελέσματα στοχασμών, όπως νομίζουν οι δυτικοί θεολόγοι, οι ιστορικοί των δογμάτων και οι ημέτεροι που τους ακολουθούν.

Τα δόγματα δεν βγήκαν από στοχαστική προσπάθεια έξυπνων φιλοσοφούντων θεολόγων. Αλλά τα δόγματα είναι διατυπώσεις της διδασκαλίας της Εκκλησίας, τις οποίες έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας για να την προφυλάξουν από αιρέσεις. Διότι κάθε φορά που έγινε διατύπωση δόγματος, η διατύπωση έγινε εναντίον μιας συγκεκριμένης αιρέσεως.

Ουδέποτε η Εκκλησία συνήλθε για να διατύπωση δόγμα χάρη στην στοχαστική δεξιότητα των θεολόγων, οι οποίοι κάθονται στις έδρες των Πανεπιστημίων, για να στοχάζωνται φιλοσοφικώς, κοινωνιολογικώς κλπ. Ποτέ δεν έχει γίνει αυτό το πράγμα. Όλες οι Οικουμενικές και Τοπικές Σύνοδοι, οσάκις ασχολήθηκαν με διατύπωση δόγματος, ήσαν πάντοτε εναντίον μιας συγκεκριμένης αιρέσεως.

Αυτή είναι η ιστορική ακρίβεια και πραγματικότητα. Εξ επόψεως πατερικής παραδόσεως η διατύπωση δόγματος εναντίον αιρέσεως ήταν έκφραση του μυστηριακού βιώματος της Εκκλησίας. Διότι η αίρεση ήταν εναντίον της ζωής της Εκκλησίας, δηλαδή ήταν κάτι αντίθετο προς την εμπειρία της Εκκλησίας. Δηλαδή αυτή η εμπειρία τι είναι; Είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Ό,τι συμφωνεί με αυτή την εμπειρία είναι η Ορθοδοξία».

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι συγκροτήθηκαν για να αντιμετωπίσουν την αίρεση και τους αιρετικούς, αλλά συγχρόνως και να κατηχήσουν τους πιστούς, για να προφυλαχθούν από την αίρεση, καθώς επίσης και για να θεραπεύσουν τους ανθρώπους, να αποκτήσουν αδιάλειπτη προσευχή και να φθάσουν στην θέωση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να δούμε την αξία των δογμάτων.

«Το παράδοξο όμως είναι ότι εξ αιτίας της αρειανικής αιρέσεως -η αρειανική διδασκαλία ήταν τέτοια- που αναγκάστηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία να εισαγάγη νέα ορολογία στην δογματική διατύπωση, για να διατύπωση σωστά το δόγμα, ώστε να μη παρεκτρέπωνται οι Χριστιανοί σε αιρέσεις και διακινδυνεύη η σωτηρία τους».

«Οι Άγιοι Πατέρες, εξ επόψεως θεραπείας, έψαχναν να βρούνε μία κοινή ορολογία. Ουσιαστικά, εξ επόψεως εσωτερικής δομής της Εκκλησίας, που σημαίνει κάθαρση, φωτισμός, θέωση, μυστηριακή ζωή κ.ο.κ., δεν χρειάζεται αυτή η διατύπωση, αλλά, η διατύπωση όμως χρειάζεται για κατηχητικούς λόγους, και για να φυλάσσωνται οι πιστοί από τους αιρετικούς, για να ξέρουν ποιοι είναι οι σωστοί διδάσκαλοι, για να μπορούν να τύχουν της θεραπείας, η οποία θεραπεία δεν υπήρχε στους αιρετικούς».

Έτσι, φαίνεται ότι εκτός από την αντιμετώπιση των αιρετικών, η ορολογία συντελεί και στην θεραπεία των ανθρώπων -των πιστών- γι’ αυτό το «δόγμα είναι δογματική θεραπεία», δηλαδή έχει «θεραπευτική σημασία». Οπότε, τα κριτήρια της Ορθοδόξου θεολογίας «δεν είναι τυπικά δογματικά, αλλά θεραπευτικά».

«Τώρα, το θεραπευτικό μέρος είναι το πιο σπουδαίο απ’ όλα, διότι εάν κανείς δεν περάση από την θεραπεία, το να δέχεται τα δόγματα, κατά τους Πατέρας, δεν έχει καμία σημασία. Διότι ο σκοπός των δογμάτων είναι να χρησιμοποιούνται ως φάρμακα για την θεραπεία του ανθρώπου.

Λοιπόν, το δόγμα είναι ένα φάρμακο. Και το παράξενο είναι, όπως στην εμπειρία της Θεώσεως καταργείται ακόμα και η Αγία Γραφή μαζί με όλα τα νοήματα και τα ρήματα, έτσι και το δόγμα καταργείται στην εμπειρία της Θεώσεως. Το δόγμα τι είναι; Δεν είναι νόημα και ρήμα; Είναι ρήματα και νοήματα τα δόγματα. Δεν διαφέρουν από την Αγία Γραφή, και γενικά, από όλες τις σκέψεις που έχουμε περί Θεού.

Και εδώ δημιουργείται ένα ολόκληρο θέμα, πώς τα δόγματα αναπτύχθηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία; Επειδή οι Πατέρες θέλουν να κατανοήσουν φιλοσοφικά την φύση ή τα δόγματα, αναπτύχθηκαν αρνητικά, εναντίον των αιρέσεων;

Λοιπόν, αν πάρετε τα δόγματα και θα τα πάρουμε, εάν έχετε όρεξη να παρακολουθήσουμε όλο το θέμα από Σύνοδο σε Σύνοδο κλπ., θα δήτε ότι σε κάθε δογματοποίηση μιας διδασκαλίας της Εκκλησίας, η Εκκλησία το έκανε όχι προσπαθώντας να κατανόηση την πίστη, αλλά διώχνοντας από την Εκκλησία τους αιρετικούς, οι οποίοι παραποιούσαν την πίστη. Και το παράδοξο είναι ότι οι αιρετικοί ήταν εκείνοι που προσπαθούσαν φιλοσοφικά να κατανοήσουν την πίστη και όχι οι Πατέρες».

Έπειτα, τα δόγματα προσανατολίζουν τον άνθρωπο σωστά προς την εμπειρία της Θεώσεως.

«Μετά, πρέπει να ξέρη κανείς ποιος είναι ο σκοπός του δόγματος στην πατερική παράδοση. Είναι να βοηθήται ο άνθρωπος με τα νοήματα που έχει περί Θεού. Αυτά τα δογματικά νοήματα τον βοηθούν στην οδό της καθάρσεως και του φωτισμού. Και όταν φθάση στην θέωση, καταργείται βέβαια το δόγμα και έχει μπροστά του το μυστήριο της Αγίας Τριάδος».

Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να δη το δόγμα έξω από την οδό προς τον φωτισμό και την θέωση.

«Διατυπώνουμε δόγματα περί του Θεού, τα οποία δεν εκφράζουν τον Θεό, αλλά είναι οι δείκτες προς την φώτιση και θέωση. Οδηγός προς θέωση. Και αν βγουν τα δόγματα από τα πλαίσια της λατρείας και της ασκητικής είναι κουταμάρες. Βγάλτε το δόγμα της Αγίας Τριάδος από την λατρεία και την εμπειρία του φωτισμού και της Θεώσεως, εξ επόψεως λογικής, είναι μια μεγάλη κουταμάρα. Τίποτε δεν λέει. Φιλοσοφικώς δεν στέκεται καθόλου. Γιατί; Διότι οι Πατέρες δεν ξεκινούν από την σκέψη. Ξεκινούν από εκείνο το συγκεκριμένο Πρόσωπο, που ενεφανίσθη στους Προφήτες. Στην καιομένη βάτο εμφανίζεται ο Άγγελος, αυτός που λέγεται Θεός. Αυτός είναι ο Χριστός».

Σε κάθε επιστήμη και σε κάθε κοινωνικό επίτευγμα πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον έχει επιτυχία, κατά πόσον παράγει αποτελέσματα. Αυτό πρέπει να εξετάζεται και στα δόγματα της Εκκλησίας. Η επιτυχία των δογμάτων είναι να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση.

«Το κριτήριο της Ορθοδόξου θεολογίας τι είναι; Η επιτυχία. Τι να το κάνουμε το Ορθόδοξο δόγμα, όταν δεν οδηγή κανέναν στην κάθαρση και τον φωτισμό;

Υπάρχουν ορισμένοι φανατισμένοι εδώ στην Ελλάδα, οι οποίοι ιδέα δεν έχουν για την κάθαρση και τον φωτισμό, οι οποίοι από το πρωί μέχρι το βράδυ γαβγίζουν σαν τα σκυλιά υπέρ του Ορθοδόξου δόγματος και κατά των αιρέσεων. Τι να τον κάνουμε αυτόν τον Ορθόδοξο; Είναι ένας στενοκέφαλος, ο οποίος δεν έχει ιδέα από θεραπεία.

Οπότε, τι είναι το κριτήριο αυτού του ανθρώπου; Μπορώ να δεχθώ, ως κριτήριο απλώς μια τυφλή αφοσίωση στην Ορθοδοξία ή πρέπει να έχω ως κριτήριο την επιτυχία στην Ορθοδοξία; Και ποια είναι αυτή η επιτυχία, αν δεν είναι η κάθαρση κι ο φωτισμός;»

Το ίδιο παρατηρείται όταν υπάρχουν άνθρωποι που είναι συντηρητικοί, δέχονται τα δόγματα, αλλά δεν τα θεωρούν ως θεραπευτικά μέσα, δεν βλέπουν την σχέση μεταξύ του δόγματος και της θεραπείας. Μάλιστα δε, κοινωνικοποιούν την αποκαλυπτική ζωή.

«Έχουν εμφανισθή μερικοί σπουδαίοι θεολόγοι σήμερα στην Ελλάδα, επηρεασμένοι από τους ξένους, οι οποίοι προσπαθούν να μεταφράσουν το ευαγγελικό μήνυμα, τον Χριστιανισμό και την Ορθοδοξία ακόμα, σε κοινωνικό Χριστιανισμό, με κύρια μέριμνα την κοινωνική δράση. Μεταξύ αυτών των ανθρώπων υπάρχουν και τινές Ορθόδοξοι, οι οποίοι μένουν τυπικά στην παράδοση πιστοί. Δέχονται όλα τα δόγματα. Μερικές φορές είναι πάρα πολύ συντηρητικοί, αλλά τα δόγματα δεν τα βλέπουν πλέον ως θεραπευτικά μέσα, δεν έχουν πλέον καμιά σχέση τα δόγματα με την θεραπεία.

Νομίζουν ότι τα δόγματα είναι να τα βάλλουμε σ' ένα ντουλάπι και να τα βγάζουμε κάποτε-κάποτε να τα προσκυνάμε, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, όταν εορτάζουμε καμιά Οικουμενική Σύνοδο ή κανέναν μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας. Τότε, βγάζουμε τα δόγματα, τα ξεσκονίζουμε, δηλαδή και τα εμφανίζουμε λειτουργικά. Η Εκκλησία έχει βέβαια ωραίες ακολουθίες και τα προσκυνάμε. Και μόλις τελειώσει η προσκύνηση, τότε τα ξαναβάζουμε πάλι στο ντουλάπι, για να μαζέψουν πάλι σκόνη, για να μπορούμε να τα ξαναβγάλουμε του χρόνου, να τα ξεσκονίσουμε πάλι, και πάλι να τα προσκυνήσουμε.

Και δεν βλέπουν καμία σχέση μεταξύ δόγματος και θεραπείας, πού φθάσαμε μέχρι τέτοιου σημείου που κάποιος Αρχιεπίσκοπος, όχι της Εκκλησίας της Ελλάδος, σε ένα συνέδριο, μάς είπε ότι ο Άρειος ήταν … άγιος άνθρωπος. Μείναμε με ανοικτό το στόμα. Είπε άγιος ήταν, αλλά είχε πέσει έξω στα δογματικά θέματα, αλλά ο ίδιος ήταν όμως άγιος. Και βέβαια, εταύτιζε την αγιότητα, με το ότι ήταν ενδεχομένως καλός άνθρωπος».

Για να κατανοηθή ο σκοπός του δόγματος είναι αξιοπρόσεκτο το χωρίο του Αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου «Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον».[ΠΛΑΤΩΝ]

«Έχουμε τονίσει πολλές φορές, πως ο σκοπός των ρημάτων και νοημάτων στην Ορθόδοξη παράδοση, ουδέποτε είναι η λογική κατανόηση του δόγματος. Έχουμε τα ρήματα και νοήματα περί Θεού, περί Αγίας Τριάδος, ενσαρκώσεως κλπ. Ο σκοπός αυτών των ρημάτων δεν μπορεί να είναι η κατανόηση, εξ επόψεως λογικής κατανοήσεως. Δηλαδή τονίζουν οι Πατέρες ότι Θεόν νοήσαι αδυνατώτερον. Διότι, εφ’ όσον Θεόν νοήσαι αδυνατώτερον, τώρα το νόημα, δεν μπορεί να έχη σκοπόν την νόηση. Και φράσαι αδύνατον· οπότε, όταν δίνουμε έκφραση στον Θεό με τα ρήματα, δηλαδή αυτά τα ρήματα, είναι τα ρήματα τα οποία δεν μπορούν να φράσουν τον Θεόν. Οπότε Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι αδυνατώτερον.

Εν όψει αυτού του ρητού του Γρηγορίου του Θεολόγου, τότε τι είναι ο σκοπός αυτών των ρημάτων και των νοημάτων; Γιατί νοήσαι και φράσαι; Νοήματα και ρήματα. Ο σκοπός δεν είναι η κατανόηση, εφ’ όσον ο Θεός υπερβαίνει την νόηση και την έκφραση των ανθρώπων. Αλλά ο σκοπός των ρημάτων και των νοημάτων είναι η ένωση με τον Θεό, ο Οποίος υπερβαίνει τα ρήματα και τα νοήματα. Η ίδια η ένωση».

Αν ο άνθρωπος δεν βλέπη τα δόγματα μέσα από αυτήν την προοπτική, αν δεν αγωνίζεται να τα βιώση, τότε στην πραγματικότητα τα δόγματα δεν εκπληρώνουν τον σκοπό τους και γίνονται «αίρεση».

«Πάντοτε η ορολογία πρέπει να φυλάττη την δυνατότητα καθάρσεως, φωτισμού κ.ο.κ. διότι χωρίς κάθαρση και φωτισμό, δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτή είναι η σωτηρία. Κάθαρση και φωτισμός. Τώρα νομίζουμε ότι σωτηρία είναι να πιστεύουμε τα Ορθόδοξα δόγματα. Και ομοιάζουμε με τους ειδωλολάτρες, που παίρνουμε τα δόγματα, τα βάζουμε στο ντουλάπι και καθόμαστε εκεί και κάνουμε μετάνοιες στα δόγματα, τα οποία δεν τα ζούμε.

Το δόγμα δεν είναι να πιστευθή. Το δόγμα είναι να βιωθή. Γιατί το δόγμα, χωρίς βίωμα είναι αίρεση. Χειρότερη αίρεση είναι το να κάθωνται μερικοί στα γραφεία τους και να νομίζουν ότι μπορεί να κάνουν εμβάθυνση και να κάνουν σκέψεις μεγάλες γύρω από τα δογματικά θέματα. Αυτό είναι η πιο μεγάλη βλακεία. Μεθοδολογικά δεν στέκεται καθόλου. Μόνο ένας αφελής, ο οποίος δεν έχει ιδέα από επιστημονική μεθοδολογία, μπορεί να παραδέχεται τέτοια πράγματα».

Ο αντιαιρετικός και θεραπευτικός σκοπός του δόγματος

OI ΛΑΤΙΝΟΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ ΤΟΥΣ  DOTTORI

AΣ ΜΗΝ ΤΟ ΠΑΡΑΤΡΑΒΑΜΕ. Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕ , ΔΙΔΑΞΕ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΑΣ ΠΑΡΕΔΩΣΑΝ ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ, ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ. ΑΣ ΜΗΝ ΠΑΡΑΚΑΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΞΥΠΝΟ.

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΟΔΟΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ Η ΖΩΗ. ΘΑ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΕ ΠΟΤΕ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΜΑΣ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ; ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΑΠΟΧΡΩΝΤΑ ΕΣΤΩ ΛΟΓΟ; ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΙΧΗ;

ΣΤΑ  ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΑΥΤΑ ΕΛΑΒΕ ΜΕΡΟΣ ΤΟ ΠΟΠ ΜΟΥΣΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ  ΤΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΙ ΜΕ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΣΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ. ΚΑΙ ΘΡΙΑΜΒΕΥΣΕ. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΕΝΩΣΗ. ΤΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΑΥΤΟ ΔΕ ΓΙΑ ΝΑ ΘΟΛΩΣΕΙ ΤΑ ΝΕΡΑ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΜΑΞΙΜΟ ΣΑΝ ΣΗΜΑΙΑ ΤΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΟΛΕΜΗΣΕ ΤΟΝ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ. ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ. ΟΧΙ ΣΤΑ ΠΑΡΚΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ ΟΠΩΣ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ. 

ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ. ΚΑΘΑΡΣΗ, ΦΩΤΙΣΜΟΣ, ΘΕΩΣΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΕΙΝΑΙ ΚΤΙΣΤΟΣ. ΔΕΝ ΣΩΖΕΙ. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ.

Ο ΜΕΓΑΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟ ΘΕΛΕΙ ΕΡΕΥΝΑ

Ἀνήθικη πρότασις

Ἡ ἀπόπειρα «ἐξαγορᾶς» τῆς σιωπῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου γιά τό Σινᾶ μέ ἀντάλλαγμα τήν ἐκκλησιαστική περιουσία

Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ Κυριάκος Μητσοτάκης ἀνοίγει τό σπίτι του καί παραθέτει δεῖπνα σέ παράγοντες τοῦ δημόσιου βίου μόνον ὅταν τούς ἔχει ἀνάγκη! Τό ἔκανε μέ τόν πρώην Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλῆ ὅταν προσπαθοῦσε νά τόν πείσει νά ψηφίσει τό μνημόνιο ἀμυντικῆς συνεργασίας μέ τά Σκόπια καί νά ἀναγνωρίσει ἡ Νέα Δημοκρατία τήν συμφωνία τῶν Πρεσπῶν καί τό ὄνομα «Βόρειος Μακεδονία» μέ τήν ψῆφο τῶν βουλευτῶν της. Ἀπέτυχε. Τό ἔκανε μέ τόν ὑπουργό Ἐξωτερικῶν (τότε) Νῖκο Δένδια, τόν ὁποῖο κάλεσε μέ τήν σύζυγό του Δάφνη στό διαμέρισμά του στόν Λυκαβηττό γιά νά λύσουν ἐνδοκυβερνητικές διαφωνίες γιά τά ἑλληνοτουρκικά.

Τό ἔκανε ξανά ὅταν τόν κάλεσε ὡς ὑπουργό Ἄμυνας στό σπίτι του στήν Κρήτη καί τόν ἔβαλε νά κοιμηθεῖ ἀκόμη καί στό παιδικό δωμάτιο τῆς Ντόρας Μπακογιάννη προκειμένου νά τόν πείσει νά ἐκλεγεῖ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας γιά νά τόν ξεφορτωθεῖ ἀπό τήν διαδοχή. Ἀπέτυχε καί τίς δύο φορές. Τό ἔκανε προσκαλῶντας σέ δεῖπνο κορυφαῖο ἐπιχειρηματία τῆς χώρας, τόν ὁποῖο ἀπείλησε ἀμέσως μετά τήν ἐκλογή του τό 2019 ὅτι θά τόν κυνηγήσει ἄν δέν τόν στηρίξει, ἀλλά μετά χρειαζόταν ἐκεῖνος τήν βοήθειά του. Πέτυχε σχετικῶς. Στήν ἴδια συνταγή προσέφυγε ὁ κύριος Μητσοτάκης καί τήν περασμένη Τρίτη, τήν παραμονή τῆς ἀναχωρήσεως τῆς ἑλληνικῆς ἀντιπροσωπείας γιά τό Κάιρο ὅπου ἐπρόκειτο νά διαπραγματευτεῖ τήν τύχη τῆς Μονῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης τοῦ Σινᾶ. Αὐτήν τήν φορά προσκάλεσε στήν οἰκία του σέ δεῖπνο τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ἱερώνυμο. Πάλι κάτι ἤθελε. Καί αὐτό τό «ἤθελε» συνδεόταν εὐθέως μέ τίς ἐξελίξεις στήν ὑπόθεση τοῦ Σινᾶ.

Ὁ κύριος Μητσοτάκης αἰφνιδιάστηκε ἀπό τήν σκληρή δήλωση τοῦ Ἰερώνυμου, ὁ ὁποῖος τόν κάλεσε νά παρέμβει γιά νά ἀποτραπεῖ «νέα ἅλωση». Κατάλαβε ὅτι μέ τήν ὑπόθεση τοῦ Σινᾶ ἀνοίγει νέο μέτωπο μέ τό σύνολο τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς θρησκείας. Ἀνοίγει νέο μέτωπο, διότι, ὅπως ἀποδεικνύεται πλέον ἀπ’ ὅσα λέει ὁ ἴδιος δημοσίως μετά ἀπό τίς δραματικές ἐξελίξεις ἀλλά καί ὁ ὑπουργός τῶν Ἐξωτερικῶν, τό θέμα αὐτό τό ἔχει «πουλήσει» καί ἁπλῶς θέλει… συνενόχους στήν ἐκποίησή του. Ἄν δέν τό εἶχε «πουλήσει», στήν κυριακάτικη ἀνάρτησή του στό Facebook, θά ἀνέφερε τίς λέξεις «κυριότητα» καί «ἰδιοκτησία» τοῦ Σινᾶ ὡς διεκδικήσεις στίς διαπραγματεύσεις. Ὅμως περιέργως ἐκεῖνος περιορίζει τίς διεκδικήσεις του στό νά ἀποκτήσει νομική προσωπικότητα τό Σινᾶ καί νά κατοχυρωθοῦν οἱ μοναχοί. Ἐκεῖ ἀρχίζουν καί τελειώνουν οἱ διεκδικήσεις του. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ ὑπουργός Ἐξωτερικῶν Γιῶργος Γεραπετρίτης ἀμέσως μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Ἀθήνα. Σέ συνέντευξή του σέ διαδικτυακό τόπο ἀναφέρει κι αὐτός ὅτι στίς προτεραιότητες εἶναι ἡ νομική προσωπικότητα τῆς Μονῆς. Λέξη γιά τήν κυριότητα καί τήν ἰδιοκτησία της. Πολύ προκλητικά μάλιστα ἀναφέρει ὅτι ἡ ἀνιστόρητη ἀπόφαση τοῦ ἐφετείου Ἰσμαηλίας ἔχει ἐκτός ἀπό ἀρνητικά καί «θετικά σημεῖα».

Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ἡ Κυβέρνηση ἔχει πάρει τίς ἀποφάσεις της σέ συνεργασία μέ τήν αἰγυπτιακή κυβέρνηση καί τά ὑπόλοιπα εἶναι θεατρική παράσταση, ὅπως ἐπισημάναμε ἀπό τήν πρώτη στιγμή. Τό ἐνδιαφέρον ὅμως εἶναι τί ἀκριβῶς φέρεται ὅτι ζήτησε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ἱερώνυμο ὁ κύριος Μητσοτάκης στό δεῖπνο πού τοῦ παρέθεσε στό σπίτι στόν Λυκαβηττό. Εἶναι ἐκπληκτικό. Σέ μιά ἐποχή πού οἱ συγγενεῖς τῶν Τεμπῶν τόν κατηγοροῦν γιά κατάχρηση ἐξουσίας μέ βάση τό ἄρθρο 134 τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα, ἐκεῖνος φέρεται νά ζήτησε ἀπό τόν Προκαθήμενο τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας νά χαμηλώσει ἐντυπωσιακά τούς τόνους γιά τό Σινᾶ μέ ἀντάλλαγμα νά ἐξασφαλίσει εὐνοϊκή λύση γιά τό μεῖζον ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.

Ὁ κύριος Πρωθυπουργός ἔχει ξεγελάσει κατ’ ἐπανάληψη τόν Ἀρχιεπίσκοπο γιά τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Τό ἐξομολογεῖται ὁ Ἀρχιεπίσκοπος σέ ἱεράρχες. Γνωρίζει ὅμως ὁ Πρωθυπουργός ὅτι ὁ καημός Ἱερώνυμου ὁ ὁποῖος ἔγραψε σχετικό βιβλίο ἀμέσως μετά τήν ἀπόπειρα ΣΥΡΙΖΑ πού ὑπονομεύθηκε μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία τό 2019, εἶναι νά σφραγίσει τήν ποιμαντορία του μέ τήν ἐπίλυση τῶν θεμάτων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Γιά αὐτό καί ὁ Πρωθυπουργός φέρεται ὅτι τοῦ ὑποσχέθηκε λύση, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι θά χαμηλώσει τούς τόνους γιά τό θέμα τοῦ Σινᾶ τό ὁποῖο εἶναι μεῖζον!

Δέν εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἡ πρώτη ἀντίδραση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου χαροποίησε τόν Πρωθυπουργό, εἴμαστε ὅμως βέβαιοι ὅτι αὐτή ἡ ἀνήθικη πρόταση πού φέρεται πώς τοῦ ἔκανε, ἔγινε. Σύμφωνα μέ τά δεδομένα πού ἔχουμε στήν διάθεσή μας ἀπό ὑψηλόβαθμους (μᾶλλον ἐμβρόντητους) ἐκκλησιαστικούς παράγοντες, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μοιράστηκε τήν οὐσία τῆς συναντήσεώς του στά βασικά σημεῖα της, μέ συνεργάτες του στήν Ἀρχιεπισκοπή, καί τό μυστικό …κοινολογήθηκε. Εἴτε λοιπόν σήμερα τοῦ ζητήσει ὁ Πρωθυπουργός νά μᾶς διαψεύσει εἴτε ὄχι, εἴμαστε συνηθισμένοι σέ αὐτό, ἀλλά ἡ ἀλήθεια πάντοτε ἀποκαλύπτεται καί μᾶς δικαιώνει, ἡ συζήτηση αὐτή φαίνεται ὅτι ἔγινε.

Ὅπως ἐξελίσσονται τά πράγματα βεβαίως, ἀκόμα κι ἄν ἤθελε κάποιο ἀπό τά δύο μέρη ἤ καί τά δύο νά προχωρήσουν σέ αὐτή τή συμφωνία, τά γεγονότα θά τό/τά ξεπεράσουν. Εἶναι μάταιος κόπος.

Καί ἕνα ὑστερόγραφο: σέ μιά ἐποχή ὅπου ἔχει ἀνοίξει συζήτηση γιά τό ἐνδεχόμενο ὁ Πρωθυπουργός νά κατηγορηθεῖ γιά κατάχρηση ἐξουσίας καί νά στηθεῖ στό κοινοβούλιο κάλπη ἐντυπώσεων γιά τήν παραπομπή του, μετά ἀπό τήν πρόταση τεσσάρων κομμάτων τῆς ἀντιπολιτεύσεως (ἐπειδή φέρεται νά μήν σεβάσθηκε τήν διάκριση τῶν ἐξουσιῶν καί παρενέβη στήν δικαιοσύνη μέ ἔγγραφό του πρός τόν εἰσαγγελέα τοῦ Ἀρείου Πάγου γιά τά Τέμπη), εἶναι τοὐλάχιστον ….ἄσοφο νά παρεμβαίνει στά ἐσωτερικά τῆς Ἐκκλησίας καί νά τῆς ὑποδεικνύει τί νά κάνει. Εἶναι τοὐλάχιστον ἄστοχο ἐπίσης νά παρεμβαίνει στά ἐσωτερικά μιᾶς ἀνεξάρτητης ἀρχῆς, τοῦ Ἐθνικοῦ Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως, καί μέ νόμο φωτογραφικό νά ἐπιχειρεῖ νά ἀπαγορεύσει σέ Ἕλληνες πολῖτες νά ἀποκτήσουν μέσο ἐνημερώσεως. Δέν καταλαβαίνει ὅτι μέ ὅλες αὐτές τίς πράξεις πού ἔχουν ὡς κοινό τήν κατάχρηση ἐξουσίας οἰκοδομεῖ ἕνα προφίλ τό ὁποῖο οἱ φίλοι μας οἱ Γάλλοι ὀνομάζουν περίτεχνα criminogene (ἐγκληματογόνο);

Μανώλης Κοττάκης

ΕΑΝ ΕΧΕΙ ΠΟΛΥ ΣΑΝΟ, ΟΠΩΣ ΕΧΕΙ, ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ; ΠΡΟΣΕΧΕΙ ΤΟ ΠΟΙΜΝΙΟ ΤΟΥ, ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ ΤΟΥ, ΝΑ ΤΟΥΣ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΕΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.
HOMO ECONOMICUS

Εγώ. Το παιχνίδι της ζωής (43)

Μέρος β΄
Η βελτίωση τού ανθρώπου.
Αλχημιστές α
Μεταμόρφωσε τήν ψυχή σου σε χρυσάφι, γιατί εργασία είναι η εργασία πάνω στον εαυτό σου.[Μέ τίς δυνάμεις σου:Αυτοσυγχώρηση, αυτοδημιουργία, αυθυπέρβαση.]

Όλα αυτά δεν παρουσιάζονται για πρώτη φορά:είναι η ελπίδα για μια νέα οικονομία άπειρου πλούτου μέσω ανεξάντλητων πηγών ενέργειας, μια χωρίς εντροπία ενέργειας. Και πάλι βιώνουμε αυτά που βίωσαν οι άνθρωποι την εποχή του 
GalvaniSalva και των άλλων: πάντα υπήρχε σε αυτή την τεχνολογία, η οποία θα συνένωνε όλα τα όνειρα, ένα πρώτο πείραμα, πολύ συγκεκριμένο, ρεαλιστικό όπως τα βατραχοπόδαρα που τινάζονται, και που στην περίπτωση της πνευματικής οικονομίας ήταν αστραφτερό σαν το χρυσάφι.

Αυτό που ζούμε είναι ένα αντίτυπο, ένα δεύτερο ξεκίνημα της μοντέρνας κοινωνίας. Είναι η προσπάθεια να ξαναξυπνήσει η μαγεία, με την βοήθεια της σύγχρονης επιστήμης.

"Από το 1968, από την εποχή δηλαδή των αναταραχών και διαδηλώσεων των φοιτητών μιας δυτικής αντί-κουλτούρας, την εποχή των προβλέψεων περί «τέλους της ανάπτυξης» και μιας οικολογικής κίνησης που γινόταν πολιτικά όλο και πιο επιτυχημένη, ο μεταπολεμικός καπιταλισμός είχε καταλήξει σε μεγάλες αντιφάσεις.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, οι συντηρητικοί είχαν αρχίσει να αναθεματίζουν τον υλισμό, στο όνομα του α-υλισμού χρησιμοποιώντας πολλαπλές αναφορές στην κβαντική φυσική και την θεωρία της πληροφορίας. Ο σκοπός τους όμως ήταν εντελώς διαφορετικός από αυτόν της αριστεράς.

Το κατεστημένο είχε τρομοκρατηθεί από το γεγονός ότι το κίνημα διαμαρτυρίας της δεκαετίας του ’60 είχε καταφέρει να διεισδύσει στα συστήματα εξουσίας. Είκοσι χρόνια αργότερα, πολλοί από αυτούς άλλαξαν πλευρά και βρήκαν στο «Wired» μια νέα πλατφόρμα. Από εκείνη την στιγμή, οι νέες ιδεολογίες των τεχνολογιών της πληροφορίας μόλυναν σαν ιός υπολογιστών, τους κωδικούς της αντικαθεστωτικής διάθεσης. Από τις νέες ιδεολογίες προέκυψαν μέσα σε λίγα χρόνια η «New Economy» και ο «νεοφιλελευθερισμός»."


Η πρώτη προσπάθεια είχε καταστροφικές συνέπειες.

Και τότε, στις αρχές του 20ου αιώνα, φάνηκε πως ξαφνικά ανοίγει μια πόρτα προς ένα κόσμο φανταστικής υπέρ-επάρκειας, στον οποίο κόσμο δεν ίσχυαν τα φυσικά όρια. Αξιότιμα μέλη της βασιλικής ακαδημίας του Ηνωμένου Βασιλείου όπως και νομπελίστες, έσκυψαν ξαφνικά πάνω από τα δοκίμια τών αλχημιστών, γιατί έψαχναν να βρουν στοιχεία, για το πως μπορεί να παραχθεί από μόλυβδο, χρυσός, και από το τίποτα ύλη.

Η αφορμή για την δραστηριότητα αυτή βρισκόταν στην νέα τότε ατομική φυσική. Σε κάποιο εργαστήριο ενός πανεπιστημίου στον Καναδά, ο χημικός Frederick Soddy και ο φυσικός Ernst Rutherford είχαν ανακαλύψει το 1901, πως ένα ραδιενεργό στοιχείο μπορούσε να μεταμορφωθεί σε κάποιο άλλο. Ο βιογράφος του Soddy μας περιγράφει πως ο βραβευμένος με το Νόμπελ χημικός βίωσε την στιγμή της ανακάλυψης:
«Με είχε καταλάβει ένα αίσθημα που ήταν κάτι περισσότερο από χαρά-δεν μπορώ να το εκφράσω-ένα είδος έκστασης. Rutherford, αυτή είναι μια μεταστοιχείωση! Για το όνομα του Θεού, Soddy, μην το λες έτσι. Θα μας αποκεφαλίσουν, λες και είμαστε αλχημιστές.»236

Το τι συνέβη στην πραγματικότητα, μας διηγείται ο Mark Morrison στο εξαίρετο έργο του «Modern Alchemy»: η επιστήμη και η κοινωνία είχαν ξετρελαθεί με την αλχημεία, με την μεταφυσική η οποία μπορούσε να παράξει φυσική. «Μετά την δημοσίευση των αποτελεσμάτων τους το 1902, η γενική στάση ως προς το θέμα είχε αλλάξει δραματικά. Ακόμα και θρησκευτικοί σκεπτικιστές είχαν αρχίσει να διερωτώνται, μήπως οι αλχημιστές καταλάβαιναν κάτι για την ουσία της ύλης, πράγμα που ξέφευγε από τους επιστήμονες του 19ου αιώνα. Ήταν μήπως το ράδιο η θρυλική φιλοσοφική λίθος;»237
Έτσι είχε ξεκινήσει ένα ακαδημαϊκό ‘Gold Rush’, όπως το ονομάζει ο Morrison. Αν αλλάξουμε και λίγες λέξεις, τότε όλα αυτά διαβάζονται σαν μια παρωδία για εκείνους τους πρωτοπόρους των αγορών, που κατά τον 21ο αιώνα, ήθελαν με την βοήθεια των υπολογιστών και αλγορίθμων να κάνουν χρυσάφι από το τίποτα.
Ξαφνικά αναμίχθηκαν οι γνώσεις της μοντέρνας χημείας και φυσικής, με εκείνες του εσωτερισμού, μερικές φορές στο ίδιο πρόσωπο. Αυτό που έχει σημασία για την πραγματεία μας, είναι η αντίληψη πως στην «μεταστοιχείωση» είχαν ανακαλύψει κάποια «ενέργεια», που όπως λένε τα πρακτικά της Chemical Society, η οποία ενέργεια οδηγεί κατευθείαν στην πρωταρχική ύλη, και με τον τρόπο αυτό στην κατοχή «όλης της ενέργειας για την κατασκευή του κόσμου».

Υπάρχει μια παράξενη έλξη στην εμπειρία αυτού του κυκλώματος γεμάτο doppelgängers (σωσίες, δίδυμους ξένους) και στο να συναντάς ένα βαμπίρ (revenant) σε κάθε πόρτα. Στο βιβλίο του «Η ερμηνεία του ουρανίου», ο Soddy ισχυρίστηκε ότι είχε ανακαλύψει μαζί με τις νέες τεχνολογίες και το «τέλος της εργασίας», το οποίο στην πραγματικότητα προβλεπόταν κανονικά μετά τις αρχές της τρίτης χιλιετίας:
«Μια φυλή, η οποία είναι σε θέση να μεταστοιχειώσει την ύλη, δεν έχει κανένα λόγο να κερδίζει το ψωμί με τον ιδρώτα του προσώπου. Μια τέτοια φυλή θα μπορούσε να μεταμορφώσει τις ερήμους, να λιώσει τους πάγους των πόλων, και από όλα αυτά να δημιουργήσει ένα γελαστό κήπο της Εδέμ.»238

Η κοινή γνώμη βρισκόταν για σχεδόν 30 χρόνια κάτω από την επίδραση της αλχημιστικής μεταμόρφωσης. Ο Morrison δείχνει, πως η επιστήμη, τα μέσα ενημέρωσης και η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας, ονειρεύονταν το όνειρο της υπέρ-επάρκειας. Και το όνειρο αυτό μπορεί να είναι μόνο ένα όραμα αστείρευτων πηγών ενέργειας. Το ταξίδι δια μέσου ολόκληρου του ωκεανού με την ενέργεια που προέρχεται από ένα δοκιμαστικό σωλήνα με ραδιενεργή ουσία-ή και η πραγματική μεταμόρφωση πρώτης ύλης σε χρυσό.

Η αλχημεία μόλυνε ακολούθως την οικονομία. Τι θα γινόταν αν ο χρυσός, η αξία τού οποίου στηρίζεται στην σπανιότητα του, ήταν διαθέσιμος σε τεράστιες ποσότητες; Το 1922, η New York Times θεώρησε υποχρέωσή της να βάλει στην πρώτη σελίδα την αναφορά μιας δημόσιας υπηρεσίας των ΗΠΑ:
«Το εκ νέου ζωντανό ενδιαφέρον για την αλχημεία, όπως και οι αντίστοιχες υποδείξεις, πως ο τεχνητός χρυσός θα μπορούσε να κατασκευαστεί σε τέτοιες ποσότητες, ώστε το φυσικό μέταλλο θα χάσει την αξία του στη οποία στηρίζεται το νόμισμα των ΗΠΑ, δίνει αφορμή στην United States Geological Survey, να δηλώσει, πως για τους χημικούς δεν υπάρχει κανένας λόγος να ελπίζουν, και για τους οικονομολόγους κανένας λόγος να φοβούνται, ότι το πολύτιμο μέταλλο μπορεί να παραχθεί στο εργαστήριο.»
Όταν την δεκαετία του ’30 διαδόθηκε η είδηση (που αργότερα διαψεύστηκε) πως ο Γερμανός Adolf Miethe κατάφερε να κατασκευάσει χρυσό, η New York Times έγραψε: «Ο τεχνητός χρυσός θα μπορούσε να διαλύσει τον κόσμο\Η εμπορική παραγωγή θα έσπρωχνε στο χάος τίς αγορές.»239

Αυτό που μοιάζει σαν μια υποσημείωση τής ιστορίας, είναι αξιοσημείωτο, γιατί χρησιμεύει στην όξυνση της συνείδησης για τις «ακούσιες συνέπειες» του κειμένου. Η ιστορία των μη υπολογισμένων αποτελεσμάτων στην περίπτωση τεχνολογιών που σκοπό είχαν να σώσουν την γη από τις δυσκολίες της, είναι τόσο σημαντική σε ένα κόσμο όπου κυριαρχεί ο υπολογισμός, όσο και η λίστα με τις παρενέργειες ενός φαρμάκου.

Κάτι τέτοιο είχε περιγράψει ο συγγραφέας H.GWells. Είχε ενθουσιαστεί με την ανακάλυψη του Soddy, αλλά και με τις αλχημιστικές του τοποθετήσεις. Δεν ενθουσιάστηκε μόνο με την μεταστοιχείωση, αλλά και με την προοπτική της απεριόριστης ενέργειας.
Το 1913 είχε δημοσιεύσει το μυθιστόρημα του «The World Set Free», το οποίο είχε αφιερώσει στον Soddy. Το βιβλίο, εκπληκτικά κακογραμμένο, αλλά και με εκπληκτικές προγνώσεις, διηγείται την ιστορία ενός ατομικού πολέμου κατά την δεκαετία του ’50 του 20ου αιώνα. Οι μητροπόλεις αλληλοκαταστρέφονται, και ο χρυσός που δημιουργείται λόγω των εκρήξεων καταστρέφει την οικονομία. Ενώπιον ενός όπλου, η χρήση του οποίου δημιουργεί μόνο χαμένους, τα έθνη αποφασίζουν να εγκαταστήσουν-όχι την θεωρία παιγνίων, αλλά-μια παγκόσμια κυβέρνηση.

Λόγω αυτού του βιβλίου το οποίο τόσο αγαπούσε, ο Soddy δημιούργησε κατά την δεκαετία του ’30 τον όρο «εικονικός πλούτος» και διατύπωσε την θεωρία του φανταστικού κεφαλαίου, η οποία με εκπληκτικό τρόπο προηγήθηκε της «οικονομίας του πνεύματος»240.


Συνεχίζεται

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ Π.Σ.Ε.