K: Στο θησαυροφυλάκιο του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων βρίσκεται μια επιστολή του Paul Claudel. Σε αυτήν, ο ποιητής περιγράφει πώς ανήμερα Χριστουγέννων του 1886 έζησε εκεί τη μεταστροφή του. Έχετε μεταφράσει πολλά έργα του Claudel, όπως και των Bernanos, Peguy. Τον Claudel τον γνωρίσατε προσωπικά. Και τον έχετε μεταφράσει με τόση ευαισθησία στα γερμανικά, ώστε οι μεταφράσεις σας να έχουν παιχτεί στις σκηνές της Βασιλείας και της Ζυρίχης, με τη Maria Becker, για παράδειγμα. Για αυτές τις μεταφράσεις λάβατε το βραβείο Gottfried-Keller. Τι ήταν αυτό που σας συγκινούσε ιδιαίτερα σε αυτά τα έργα και τις μεταφράσεις τους;
B: Ο Claudel ήταν ένας μαγνητικός και κοσμικός άνθρωπος. Δεν μπορούσε χωρίς το έσχατο άστρο. Κι εγώ λέω, το χρειάζομαι κι εγώ. Χρειαζόταν το Όλον. Αυτό ήταν ένα είδος κοσμικής καθολικότητας σε εκείνον. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που με συνεπήρε σε αυτόν. Φαίνεται ξεκάθαρα στις μεγάλες του ωδές, τις οποίες με μεγάλη ευχαρίστηση μετέφρασα. Κι έπειτα είναι από την άλλη πλευρά αυτό το μεγαλειώδες δράμα που όλοι γνωρίζουν, το Μεταξωτό Παπούτσι (Le Soulier de satin), που είναι επίσης ένα κοσμικό δράμα, στο οποίο οι χαρακτήρες ενσαρκώνουν ηπείρους. Υπάρχει ο Κινέζος, που αντιπροσωπεύει την Κίνα. Υπάρχει ο Αλμάγκρο, που είναι η Νότια Αμερική. Είναι ολόκληρος ο κόσμος επάνω στη σκηνή. Και είναι μια τεράστια σύγκρουση, καταλαβαίνετε, για αυτή την αγάπη, η οποία πρέπει να ξεπεράσει το καθαρά σεξουαλικό και να επεκταθεί σε κάτι μεγαλύτερο.
Αν διαβάσετε το κεφάλαιό μου για τον Δάντη, τότε θα βρείτε ουσιαστικά το ίδιο. Δηλαδή: πώς μεταμορφώνεται μια προσωπική αγάπη προς τη Βεατρίκη σε ουράνια αγάπη; Και εκεί ψηλά τη βρίσκει ξανά.
K: Έχετε μεταφράσει εντελώς διαφορετικές γλώσσες: Ισπανικά, Λατινικά, Ελληνικά· συγγραφείς, στοχαστές, μυστικούς. Το όλο εγχείρημα πίσω από αυτό, ήταν —όπως έχετε ήδη αναφέρει κάποτε— το επιστροφή στις πηγές. Δεν ασχοληθήκατε με την ποιμαντική ψυχολογικά ή με κάποια προσαρμογή στη σύγχρονη εποχή, αλλά επιδιώξατε διαρκώς αυτήν την επιστροφή στις πηγές.
B: Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Εκεί όπου στην ιστορία αναπηδά ξαφνικά κάτι το αρχέγονο. Και αρχέγονο σημαίνει για μένα ευαγγελικό, σύμφωνο με το Ευαγγέλιο. Γι’ αυτό και πάντα με ενδιέφεραν οι άνθρωποι από τους οποίους αναβλύζει αυτό.[ΕΝΑΣ ΟΜΟΡΦΟΣ ΟΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ: ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ]
K: Είναι αυτό και μια μορφή επιβεβαίωσης της χριστιανικής πίστης, όταν αυτή αναγνωρίζεται μέσα στον κοσμικό χώρο;
B: Ναι, λοιπόν, αν δείτε τον δεύτερο τόμο της Herrlichkeit (Δόξα), το πρώτο μισό τιτλοφορείται κληρικά στυλ. Εκεί βρίσκω μεγάλες μορφές, μέχρι και τον Βοναβεντούρα και, αν θέλετε, και τον Θωμά τον Ακινάτη. Αλλά τι υπάρχει μετά μέσα στον κληρικό χώρο που πραγματικά ξεχωρίζει; Και τότε, παραδόξως, εμφανίζονται λαϊκοί· ο Δάντης είναι ο πρώτος. Μετά, άνθρωποι όπως ο Πασκάλ ή ο Solov'ëv.
K: Μου δώσατε ήδη δύο φορές τη λέξη-κλειδί κληρική Εκκλησία. Ο Maurice Blondel είχε περιγράψει το 1910 ακριβώς αυτή την Εκκλησία, την οποία και εσείς πολεμήσατε στη δεκαετία του '50. Είχε περιγράψει αυτή τη στάση της Εκκλησίας, την οποία αποκαλεί κανείς ολοκληρωτισμό (Integralismus), με αυτόν τον τρόπο: Αντί να ακολουθεί την εντολή του Κυρίου —να αφήσει κανείς τα 99 πιστά πρόβατα στο λιβάδι και να πάει να ψάξει το χαμένο— μένει με εκείνο το ένα που έχει απομείνει πιστό, για να το δέσει ακόμη καλύτερα. Το έχετε κάποτε παραθέσει αυτό.
B: Δεν το θυμάμαι πια, αλλά είναι πολύ καλό.
K: Πού λοιπόν εσείς βιώσατε αυτόν τον Ολοκληρωτισμό; Ήταν η Ρώμη, η τότε Ρώμη, η εκκλησία των κληρικών, ή ήταν το Τάγμα σας, από το οποίο αποχωρήσατε;
B: Όχι, αυτό δεν θα το έλεγα. Αλλά ας πούμε, ήταν ένα είδος θεολογίας, που έπρεπε να την παπαγαλίζει κανείς. Δεν ήταν αρκετά ανοιχτή στον κόσμο. Το Schleifung der Bastionen (Κατεδάφιση των Οχυρών) ήθελε να ανοίξει τα όρια, αλλά αυτό μετά παρερμηνεύτηκε. Δηλαδή, μέσα σ’ ένα ανακάτεμα διαφόρων θρησκευτικών ή χριστιανικών δογμάτων, που τώρα θέλουν να μετατραπούν σε έναν γενικό χριστιανισμό —σε αυτό δεν θα συμμετείχα.
K: Αυτό ήταν το 1952, το Schleifung der Bastionen. Δέκα χρόνια. Πρέπει να νιώθατε τότε πολύ πιεσμένος και εγκαταλειμμένος. Κάποτε, σε μια αντιπαράθεση με έναν παλιό σας συμμαθητή από το Engelberg, λέτε: «Εκείνα τα χρόνια ήμουν περίπου θήραμα. Αν αφήσω το κάλυμμά μου, είμαι ελεύθερος για κυνήγι.»
B: Ναι, έτσι ήταν. Το 1950 αποχώρησα από το Τάγμα. Κανένας Ελβετός επίσκοπος δεν ήθελε να με δεχτεί, γιατί ορισμένοι άνθρωποι μου έκλεισαν τις πόρτες στις Επισκοπές. Ήμουν τρία χρόνια μόνος στη Ζυρίχη. Είχα την άδεια να εξομολογώ, να λειτουργώ, αλλά τίποτε παραπάνω. Δεν είχα επίσκοπο. Οι λαϊκοί φίλοι μου στη Ζυρίχη μεσολάβησαν για μένα στην Chur, για να αποκτήσω επίσκοπο. Ο επίσκοπος Caminada με δέχτηκε.
K: Δεν κληθήκατε λοιπόν ούτε στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο
B: Όχι.
K: Ούτε την έδρα του Guardini στο Μόναχο;
B: Απέρριψα όλες τις πανεπιστημιακές έδρες. Μου είχαν προταθεί πέντε ή έξι.
K: Τις απορρίψατε;
B: Ναι.
K: Αλλά είχατε, παρ’ όλα αυτά, εκείνες τις δύσκολες εποχές, ακόμα φίλους;
B: Είχαμε μια καλή ομάδα στη Ζυρίχη από παλιούς συμφοιτητές. Ναι, και δούλεψα πολύ στη Ζυρίχη. Για παράδειγμα, έγραψα εκεί το έργο για τον Bernanos. Και φυσικά ήμουν πότε-πότε και στη Βασιλεία. Έκανα και άλλα ταξίδια. Έδινα πνευματικές ασκήσεις, και ούτω καθεξής. Freiwild (θήραμα) σημαίνει: δεν ανήκα σε κανέναν. Αυτά ήταν εκείνα τα τρία χρόνια. Ήταν μια πικρή εποχή. Ήταν μια πικρή εποχή.
K: Τότε αναφερθήκατε και στον Bernanos. Είπατε πως ένας ιερέας μπορεί να γίνει άγιος είτε αφοσιωμένος στην ποιμαντική είτε υποφέροντας από τις αδικίες της Εκκλησίας.
B: Ναι, δεν θέλω να κατηγορήσω κανέναν. Δεν πικράθηκα καθόλου με την αποχώρησή μου. Στην ουσία, μετά πιθανώς πέτυχα περισσότερα απ’ ό,τι πριν. Και είχα και πολύ, πολύ καλούς φίλους μέσα στο Τάγμα. Για παράδειγμα, έχω έναν πολύ καλό φίλο στο Σαν Φρανσίσκο, που ίδρυσε έναν εκδοτικό οίκο για να εκδώσει τα έργα μου και της Adrienne von Speyr. Και το κάνει.
K: Αργότερα αποκτήσατε φίλους και στην επίσημη Εκκλησία. Ο σημερινός καρδινάλιος Ratzinger, που προΐσταται της Glaubenskongregation (Σύνοδος για την πίστη) για το Δόγμα της Πίστεως, είναι φίλος σας. Συνεργάζεστε μαζί του.
B: Ναι, φυσικά. Πάντα έλεγα: οι φίλοι μου ανεβαίνουν ψηλά σαν μπαλόνια. Γίνονται επίσκοποι και καρδινάλιοι, όπως ο de Lubac, ο Ratzinger και λοιποί. Ακόμα κι ο Lehmann έγινε επίσκοπος. Αυτό είναι μια απώλεια για μένα. Τώρα έχουν άλλες υποχρεώσεις.
K: Είναι λάθος η εντύπωση ότι στις δεκαετίες του ’50 εσείς ανοίξατε ρήγματα στα οχυρά της Εκκλησίας και κατόπιν, στις δεκαετίες του ’60 και μετά, αγωνιστήκατε κατά των «καταρρεύσεων φραγμάτων» στον καθολικισμό;
B: Παρακαλώ, μπορεί να το πει κανείς έτσι. Είναι μια περιεκτική διατύπωση.
K: Από πού προήλθε αυτή η «στροφή»;
B: Δεν είναι στροφή.
K: Γιατί όχι; Πολλοί την αντιλαμβάνονται έτσι.
B: Είναι, φυσικά, όπως είπα και για τον Rahner: δεν αλλάξαμε εμείς. Οι άνθρωποι που μας θεωρούσαν τότε αριστερούς, τώρα μας θεωρούν δεξιούς, επειδή εκείνοι μετακινήθηκαν προς τα αριστερά. Εμείς θέλαμε πάντοτε τη μέση οδό. Δεν μπορώ να καταλάβω τον Lefebvre. Για μένα αυτό είναι αντίφαση: να θες να είσαι καθολικός χωρίς να αποδέχεσαι μια Σύνοδο. Ούτε μπορώ όμως να αποδεχτώ και τους φιλελεύθερους που διαβρώνουν την εικόνα του Χριστού. Θέλω το κέντρο της αλήθειας, δηλαδή της χριστιανικής αλήθειας —όχι της δικής μου.
K: Αγωνιστήκατε έντονα κατά του ολοκληρωτισμού. Γράψατε κάποτε, στον Maximus Confessor, ότι ο ολοκληρωτισμός είναι σαν μούχλα που σκοτώνει τα πάντα: μια ζωντανή βιβλική θεολογία, τον διάλογο μεταξύ θεολογίας και πνευματικότητας, και τη δημοκρατία του πνεύματος. Βλέπετε σήμερα στην Καθολική Εκκλησία να πληρούνται και να διασφαλίζονται αυτά τα τρία;
B: Τίποτα δεν είναι διασφαλισμένο στην Εκκλησία. Πρέπει πάντα να αγωνιζόμαστε γι’ αυτό. Νομίζω ότι ο σημερινός Πάπας [Ιωάννης Παύλος Β’] το αντιλαμβάνεται. Έχει ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία, για μια κανονική, καλή θεολογία μετριοπαθή. Προσπαθεί να παραμένει σε διάλογο με όλους. Ίσως θα έπρεπε να απευθύνεται λίγο περισσότερο και προς άλλες θρησκείες. Πηγαίνει πάντα στους καθολικούς. Δεν το κατηγορώ αυτό. Έχει κάνει αρκετά —ο Θεός ξέρει— ως τις Φιλιππίνες και αλλού. Αλλά μαζεύει γύρω του τους καθολικούς. Ο λόγος προς τα έξω, πέρα από τα όρια της Εκκλησίας… Η Εκκλησία δεν είναι κλειστός χώρος, αλλά απευθύνεται σε όλο τον κόσμο. Αυτό είναι το ουσιώδες του Χριστιανισμού: να εκπορεύεται προς τα έξω. Αντίθετα με τον Ιουδαϊσμό, που πάντα θέλει να επιστρέφει στη γη.
K: Και ποια θέση έχουν οι άλλες ομολογίες και θρησκείες στην Εκκλησία; Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 εκδώσατε ένα βιβλίο για τον Karl Barth, πρώτος στον γερμανόφωνο χώρο. Είχατε πει τότε: όσο περισσότερο οι Εκκλησίες είναι ο εαυτός τους, τόσο πλησιάζουν μεταξύ τους.
B: Όταν είναι ο εαυτός τους, πλησιάζουν το Ευαγγέλιο. Κι εμείς, οι καθολικοί, μπορούμε να αναρωτηθούμε: είναι αυτό πραγματικά ευαγγελικό; Είναι. Και οι Λουθηρανοί και οι Καλβινιστές μπορούν επίσης να κάνουν τις ίδιες ερωτήσεις. Κι όταν ο Karl Barth, για παράδειγμα, επιτίθεται στον Καλβίνο, το κάνει στο όνομα του Ευαγγελίου.
K: Το Ευαγγέλιο ως μέτρο. Είστε σχεδόν σαν τον Λούθηρο. Αν κάνετε το Ευαγγέλιο το μοναδικό μέτρο μέσα στην Εκκλησία…
B: Παίρνω τον Χριστό ως μέτρο για όσα Εκείνος θεμελίωσε.
K: Υπάρχει ένας θρύλος. Τον έχετε διηγηθεί και τον έχετε αναπτύξει σε βιβλίο. Για τις 11.000 Παρθένες. Τις επιτέθηκαν σκυλιά, τις σκότωσαν. Μία από αυτές δραπέτευσε από φόβο για τη ζωή της. Ονομάζεται Cordula. Αλλά το βράδυ τη βασάνισε ο φόβος για τη σωτηρία της. Και την επόμενη μέρα παρουσιάστηκε μόνη της και πέθανε κι εκείνη. Το ονομάζετε αυτό την κρίσιμη στιγμή. Πού βρίσκεται σήμερα για εσάς η κρίσιμη στιγμή; Πού αναγνωρίζετε τη Cordula; Πού θα θέλατε να την μιμηθείτε;
B: Θεέ μου, όπου διώκεται η Εκκλησία. Και αυτό συμβαίνει σε όλον τον κόσμο.
Ποτέ δεν υπήρξαν τόσοι διωγμοί κατά της Εκκλησίας όσο σήμερα. Παντού υπάρχει αυτό το κρίσιμο σημείο.
K: Και για τον Ευρωπαίο Χριστιανό;
B: Ε, αυτοί θα έπρεπε να νοιάζονται λίγο περισσότερο για τον κόσμο και λιγότερο για την ευημερία τους. Υπάρχουν φυσικά πολλά πράγματα που είναι καλά στην Ευρώπη — δεσμεύσεις που μετρούν απολύτως. Φυσικά και υπάρχουν. Αλλά υπάρχουν και παρωπίδες. Όσο μπορούν να κάνουν τα ταξίδια και τα οργανωμένα τουριστικά τους πακέτα προς ανάρρωση, είναι χαρούμενοι που πάνε μέχρι τη Μανίλα ή οπουδήποτε αλλού. Και περνούν δίπλα από κρημνώδεις πλαγιές που καίγονται, χωρίς να σταθούν.
Αυτό το βρίσκω αποκρουστικό.
K: Ποια είναι σήμερα τα σημεία και οι τόποι όπου — όπως εσείς το βλέπετε — μπορεί ή πρέπει να συμβούν δραματικά γεγονότα; Πού παραμονεύει η κρίση, πού διακυβεύονται καθοριστικά πράγματα;
B: Θα ανέφερα πρώτα τη Νότια Αμερική, γιατί εκεί ξεσπά κάτι απόλυτα κεντρικό και χριστιανικό: η επιλογή υπέρ των φτωχών. Και αυτό δεν μπορούμε πια να το προσπεράσουμε. Αλλά πρέπει... L’Évangile d’abord (Πρώτα το Ευαγγέλιο), έτσι; Πρέπει να υπάρχει χριστιανική κατανόηση του φτωχού και όχι μόνο μια μαρξιστική κοινωνιολογική ανάλυση ως βάση. Πρέπει να υπάρχει κάτι βαθύτερο στη βάση. Βλέπω εκεί μεγάλες δυνατότητες.
Αν αυτό εξελιχθεί πραγματικά σε αυτό που λείπει από πολλές άλλες θεολογίες — και αυτό το νιώθουν οι Νοτιοαμερικανοί — ότι εμείς θεολογούμε πολύ θεωρητικά, αιωρούμαστε στον αέρα. Αυτό μπορεί να ειπωθεί ακόμη πιο έντονα για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
K: Οι Εκκλησίες κήρυτταν πάντοτε την κόλαση, τουλάχιστον στο παρελθόν. Εσείς μιλήσατε τώρα για τις δυνατότητες που υπάρχουν στον κόσμο. Πού βρίσκονται λοιπόν οι κίνδυνοι;
B: Οι κίνδυνοι βρίσκονται στα άκρα, που πάντα απομονώνουν ένα μέρος — για παράδειγμα, η επιλογή υπέρ των φτωχών, ή η ιδέα της communio (γι' αυτό άλλωστε ονομάσαμε έτσι το περιοδικό μας: Communio Sanctorum) — αν μετατραπεί σε κομμουνισμό. Αυτό είναι ένα χαντάκι, όπου δεν διακρίνει κανείς πια την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του προσώπου.
Όπου τα πράγματα φτάνουν στα άκρα, χάνεται η ισορροπία. Το ίδιο και στον φιλελευθερισμό ή τον ολοκληρωτισμό. Είναι απλώς χαντάκια, και πρέπει να βαδίζεις στη μέση.
K: Μιλήσαμε για τον ολοκληρωτισμό. Ο φιλελευθερισμός, πώς ακριβώς;
B: Όλες αυτές οι μορφές αποσύνθεσης του φαινομένου που ακόμη ζουν από την αληθινή του ουσία. Πάρτε τον παλιό Harnack: μιλά για έναν καλόκαρδο Θεό Πατέρα — το πήρε φυσικά από τον Χριστιανισμό.
Αλλά όταν εγκαταλείπει όλη τη σοβαρότητα της σχέσης Πατρός, Υιού και Πνεύματος, όπως τη βλέπουμε στη ζωή του Ιησού, και βλέπει στον Ιησού μόνο έναν άνθρωπο, τότε ζει από μια παράδοση που στην πραγματικότητα δεν την έχει πια.
Κ: Και πού θα θέλατε σήμερα να δώσετε στους ανθρώπους θάρρος, ενθάρρυνση;
Β: Στο νόημα της ζωής. Δεν ξέρουν πια γιατί υπάρχουν, και γι’ αυτό οι νέοι έρχονται τόσο πρόθυμα, όταν μπορεί κανείς να τους δείξει ένα νόημα ζωής.
Το πιο σπουδαίο φαινόμενο είναι αυτό το ιταλικό· όταν έρχομαι στην Ιταλία — δεν μπορώ καν να μιλήσω ιταλικά — έχω μπροστά μου χιλιάδες που θέλουν απλώς αυτό το νόημα και θέλουν και να το ζήσουν.
Το ζουν. Αυτό είναι το καταπληκτικό. Ίσως είναι και κάτι ρωμανικό, έτσι δεν είναι; Στη Γερμανία δεν γίνεται τόσο εύκολα να έχει κανείς χιλιάδες μπροστά του.
Αλλά είχα αρκετούς ανθρώπους και στήν Καθολική Ημέρα στο Φράιμπουργκ.
Κ: Δηλαδή ένα είδος νέου νεανικού κινήματος στο τέλος αυτού του αιώνα;
Β: Ναι, αλλά μια εντελώς διαφορετική νεολαία. Δεν είναι πια ρομαντική όπως του Γκουαρντίνι, δεν είναι εξεγερτική όπως εκείνη του ’68, αλλά αναζητά το κεντρικό νόημα — και εκεί υπάρχει μια απίστευτη ευκαιρία.
Κ: Είναι όμως και κριτική; θέλει να κατανοήσει αυτόν τον κόσμο και ταυτόχρονα να τον "φέρει στο σπίτι", ή λαχταρά να επιστρέψει ο κόσμος στον Χριστό — όπως και εκείνος [ο κόσμος] της δεκαετίας του 1920.
Β: Θα έλεγα ότι φυσικά δεν είναι πολλοί, αλλά το πλήθος ποτέ δεν αποφασίζει.
Όταν όμως πραγματικά μπορεί να διαμορφωθούν προσωπικότητες που δίνουν στίγμα και στέκονται όρθιες — όπως ο Μάξιμος Ομολογητής, που στάθηκε μόνος του — τότε δημιουργείται έλξη, τότε υπάρχουν μαγνήτες.
Κ: Κι εσείς, τι θα θέλατε να πετύχετε ακόμα πριν από τον θάνατό σας;
Β: Να πετύχω; Τίποτα. Τώρα αφήνομαι να καώ, να εξαϋλωθώ. Δεν γίνεται αλλιώς.
Καλείσαι να είσαι παντού. Διαλύεσαι.
Αν μπορούσα να γράψω ακόμα έναν τόμο από αυτή τη Θεολογική, θα το ήθελα πολύ. Αλλά δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω.
Το άλλο μου φαίνεται πιο σημαντικό: οι νέοι άνθρωποι, οι νέοι ιερείς, οι διαλέξεις, το περιοδικό, και ο εκδοτικός οίκος — αυτά είναι πιο σημαντικά για μένα.
Και κατά προτίμηση, να εξαφανιστεί κανείς πίσω από όλα όσα του φαίνονται σημαντικά.
Κ: Hans Urs von Balthasar, σας ευχαριστώ για αυτή τη συζήτηση. Ευχαριστώ πολύ.
«Τετάρτη, 10 Σεπτεμβρίου, 1980
Γενικά, νιώθω όλο και πιο αποξενωμένος, απομακρυσμένος απ’ όσα έχω να κάνω. Παίζω όλους μου τους ρόλους – Σεμινάριο, θεολογία, Εκκλησία, Ρώσοι εμιγκρέδες, αλλά κυριολεκτικά «ρόλους». Δεν ξέρω πώς ν’ αποτιμήσω αυτούς τους ρόλους, τί είναι. Ίσως απλή τεμπελιά, ίσως κάτι βαθύτερο. Για να είμαι τίμιος, δεν γνωρίζω. Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτή η αποξένωση δεν με κάνει δυστυχισμένο. Ουσιαστικά είμαι αρκετά ευχαριστημένος με τη μοίρα μου και δεν θα ήθελα κάποια άλλη. Κατά κάποιο τρόπο, μου αρέσει ο καθένας απ’ αυτούς τους ρόλους, ο καθένας απ’ αυτούς τους κόσμους, και μάλλον θα έπληττα αν τους στερούμουν. Αλλά δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους. Σκέφτομαι χονδρικά ως εξής: έχω μια εσωτερική ζωή, αλλά η πνευματική μου κρατιέται χαμηλά. Ναι, έχω πίστη, αλλά με ολοκληρωτική απουσία ενός προσωπικού μαξιμαλισμού, τον όποιο τόσο προφανώς απαιτεί το Ευαγγέλιο.
Απ’ την άλλη πλευρά όλα όσα διαβάζω για την πνευματική ζωή, όλα όσα βλέπω στους ανθρώπους που τη ζουν, κάπως με ερεθίζουν. Τί συμβαίνει; Είναι αυτοάμυνα, είναι φθόνος γι’ αυτούς που τη ζουν, και γι’ αυτό μια επιθυμία να τη δυσφημίσω; Κατόπιν, τυχαία, διάβασα ένα απόσπασμα από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο για την ανάγκη να μισήσεις το σώμα σου, και αμέσως ένιωσα πως όχι μόνο ό,τι χειρότερο υπάρχει μέσα μου, αλλά και κάτι άλλο είναι που δεν συμφωνεί μ’ αυτό, που δεν το δέχεται.
Απλά ερωτήματα για μια απλή επίγεια ανθρώπινη ευτυχία: για τη χαρά που ξεπερνά τον φόβο του θανάτου• για τη ζωή στην οποία μας έχει καλέσει ο Θεός. για το γιατί και το πώς λάμπει ο ήλιος• για το ποιοι είναι οι ορίζοντες της Λαμπέλ, οι απαλοί λόφοι της που σκεπάζονται από δένδρα, ο απέραντος ουρανός της και οι λαμπρές ακτίνες του ήλιου. Απλά ερωτήματα!»
«Τρίτη, 2 Φεβρουαρίου, 1982
Ο κληρικαλισμός δημιουργεί ασφυξία• ανάγει ένα μέρος του εαυτού του σ’ ολόκληρο τον ιερό χαρακτήρα της Εκκλησίας• μεταβάλλει τη δύναμή της σε ιερή εξουσία για να ελέγχει, να καθοδηγεί, να διοικεί• σ’ εξουσία για να επιτελεί μυστήρια, και γενικά, μετατρέπει την κάθε εξουσία σε «θεόσδοτη εξουσία»! Ο κληρικαλισμός αποσπά κάθε «ιερότητα» από τους λαϊκούς: αποδείξεις; το τέμπλο, η θεία Κοινωνία (μόνο κατόπιν αδείας), η Θεολογία...
Και όσο περισσότερο ο κληρικαλισμός «κληρικοποιεί» (η παραδοσιακή εικόνα του επισκόπου ή του ιερέα – που επιτείνεται από τα ρούχα του, τα μαλλιά του, κ.λπ., κι ο επίσκοπος από τις πανάκριβες στολές!), τόσο περισσότερο η ίδια η Εκκλησία θα εκκοσμικεύεται, θα υποτάσσεται πνευματικά σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην Καινή Διαθήκη, ο ιερέας παρουσιάζεται ως ο ιδανικός λαϊκός. Σχεδόν όμως αμέσως μετά αρχίζει ο αυξανόμενος ριζικός χωρισμός του από τους λαϊκούς• κι όχι μόνο χωρισμός, αλλά αντίθεση κι αντιπαράθεση προς τους λαϊκούς…
Ο ιερέας αντί να είναι ο «τύπος των πιστών» (Α' Τιμοθ. 4, 12), εμφανίζεται με την εικόνα του «κυρίου πάσης ιερότητος» (master of all sacrality) που ξεχωρίζει από τους πιστούς, που διανέμει τη χάρη κατά βούληση.
Αυτή είναι η ρίζα της αντίθεσης στη συχνή θεία Κοινωνία από κάποιους κληρικούς – η προστασία της θείας Κοινωνίας με την εξομολόγηση, την άφεση, με την «εξουσία που μου έχει δοθεί...» κ.λπ. Είναι σαφές πως αυτός ο αγώνας μεγαλώνει τώρα υπό την επίδραση κάποιων κληρικών πού έχουν καταληφθεί από την εξουσία τους, από την «ιερότητά» τους. Τίποτε δεν απειλεί τόσο την εξουσία τους όσο η επιστροφή της Ευχαριστίας στην Εκκλησία, η αναγέννησή της ως το «Μυστήριο της Εκκλησίας», κι όχι ως ένα από «τα μέσα εξαγιασμού...».
Η τραγωδία της θεολογικής παιδείας βρίσκεται στο γεγονός πως νέοι άνθρωποι που θέλουν να γίνουν ιερείς αναζητούν –συνειδητά ή ασυνείδητα– αυτόν τον χωρισμό, αυτή την εξουσία, αυτό το ανέβασμα πάνω από τους λαϊκούς. Η δίψα τους αυτή ενισχύεται και γεννάται από ολόκληρο το σύστημα της θεολογικής παιδείας, τον κληρικαλισμό. Πώς μπορεί να τους κάνει κανείς να καταλάβουν, όχι μόνο με το μυαλό τους, αλλά μ’ ολόκληρη την ύπαρξή τους, πως πρέπει ν’ απομακρυνθούν από την εξουσία, από κάθε εξουσία, η οποία υπήρξε ανέκαθεν ένας πειρασμός που προέρχεται πάντοτε από τον Διάβολο; Ο Χριστός μάς απελευθέρωσε απ’ αύτη την εξουσία –«εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης...» (Ματθ., 28,18)– αποκαλύπτοντας το Φως της εξουσίας ως εξουσία αγάπης και Ουσιαστικής αυτοπροσφοράς. Ο Χριστός δεν έδωσε στην Εκκλησία «εξουσία», αλλά το Άγιο Πνεύμα: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον...». Η εξουσία, εν Χριστώ, επέστρεψε στον Θεό, κι ο άνθρωπος θεραπεύτηκε από το «διοικείν και διατάζειν».
Στο εξηκοστό πρώτο έτος της ζωής μου, ξαφνικά αναρωτιέμαι: Πώς τα πάντα έχουν τόσο πολύ διαστρεβλωθεί; Και φοβούμαι!»