SUMPHILOSOPHEIN 12
Η αληθινή πραγματικότητα
Του Enrico Berti.
1. «Παιδιά της γης» και «φίλοι των Ιδεών»
Ο Αντισθένης, συζητώντας κάποτε με τον Πλάτωνα, είπε: «Ω Πλάτωνα, βλέπω το άλογο, αλλά δεν βλέπω την αλογοσύνη».
Και εκείνος απάντησε: «Το βλέπεις το άλογο με αυτό το μάτι που έχεις, ενώ με εκείνο με το οποίο διακρίνει κανείς την αλογοσύνη δεν έχεις δει ποτέ τίποτα»¹.
Φαίνεται ότι το έργο στο οποίο ο Αντισθένης, σύγχρονος του Πλάτωνα και μαθητής, όπως και εκείνος του Σωκράτη, καθώς και ιδρυτής της κυνικής σχολής, εξαπέλυε αυτήν την επίθεση κατά του αντιπάλου του, τιτλοφορούνταν Σάτων, όνομα που στα ελληνικά παραπέμπει σε ανδρικό σεξουαλικό όργανο με ιδιαίτερες διαστάσεις, και που θα μπορούσε να αποδοθεί στα ιταλικά ως **"minchione"**². Αυτό δείχνει το μέγεθος της χλεύης που μπορούσε να προκαλέσει η πλατωνική θεωρία των Ιδεών στους συγχρόνους του, αν και αυτοί ήταν, όπως στην περίπτωση του Αντισθένη, «Σωκρατικοί» όπως και ο ίδιος ο Πλάτων.
Γράφω «Ιδέες» με κεφαλαίο για να τις διακρίνω από τις «ιδέες» για τις οποίες μιλάμε στην καθημερινή μας γλώσσα, όταν λέμε, για παράδειγμα, «μου ήρθε μια ιδέα» ή «αυτή είναι μια καλή ιδέα». Οι Ιδέες για τις οποίες μιλούσε ο Πλάτων δεν ήταν, πράγματι, σκέψεις ή νοητικά περιεχόμενα, αλλά μάλλον το αντικείμενο των σκέψεων, δηλαδή πραγματικότητες που υπάρχουν έξω από τον νου, ανεξάρτητα από αυτόν, καθολικές και αιώνιες· μάλιστα ήταν οι μόνες αληθινές πραγματικότητες, διότι τα φυσικά αντικείμενα των οποίων έχουμε εμπειρία (βουνά, σπίτια, φυτά, ζώα, άνθρωποι) για τον Πλάτωνα δεν ήταν αυθεντικές πραγματικότητες, απολύτως πραγματικές, αλλά ήταν ένα ενδιάμεσο μεταξύ του είναι και του μηδενός, δηλαδή πραγματικότητες απομειωμένες, οι οποίες στερούνταν στην ουσία τους και στην ύπαρξή τους από τις Ιδέες, των οποίων ήταν απλές εικόνες.
Αυτή η διευκρίνιση αποκαλύπτει αμέσως την ιδιομορφία, θα μπορούσε κανείς να πει ακόμα και την παραξενιά, της εν λόγω διδασκαλίας, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε δεν είναι ο αληθινός κόσμος, δηλαδή ο πλήρως πραγματικός κόσμος, αλλά ένας εικονικός, φανταστικός κόσμος, ένας κόσμος λιγότερο αληθινός, σαν αυτόν που αντιλαμβανόμαστε στο όνειρο. Φυσικά, αυτή η παραξενιά θα μπορούσε να εξηγηθεί: θα μπορούσε να εξαρτάται από τη δική μας ανικανότητα να κατανοήσουμε τις Ιδέες – όπως στην περίπτωση του Αντισθένη – ή από μια δική μας εσφαλμένη ερμηνεία.
Κάποιοι, πράγματι, υποστήριξαν ότι οι Ιδέες του Πλάτωνα δεν είναι εξωνοητικά αντικείμενα, αλλά μόνο οι α priori έννοιες του νου μας, όπως οι κατηγορίες του Καντ: αυτή είναι, για παράδειγμα, η άποψη του Πάουλ Νάτορπ, διαπρεπούς εκπροσώπου της νεοκαντιανής σχολής του Μάρμπουργκ³. Μα αυτή η ερμηνεία σήμερα δεν είναι και δεν ήταν ποτέ η πιο ευρέως αποδεκτή από κανέναν. Κανείς σοβαρός λόγιος δεν υποστηρίζει ότι μια αυθεντική διδασκαλία των Ιδεών στον Πλάτωνα δεν υπάρχει, ή ότι σε κανέναν από τους διαλόγους του δεν είναι διατυπωμένη, από τη στιγμή που ο ίδιος ο Πλάτων μιλά συχνά για τις Ιδέες⁴.
Κι όμως, στους δύο πιο διάσημους διαλόγους του, την Πολιτεία και τον Τίμαιο, ο Πλάτων γράφει ξεκάθαρα ότι ο αισθητός κόσμος είναι μια ενδιάμεση οδός μεταξύ του είναι υπό την πλήρη έννοια και του μηδενός⁵, και ότι τα αισθητά αντικείμενα είναι εικόνες ή μιμήσεις των νοητών αντικειμένων, δηλαδή των Ιδεών. Εξάλλου, η ιστορία του πλατωνισμού δείχνει πως οι Ιδέες αποτέλεσαν πάντοτε ένα πρόβλημα, όχι μόνο για τους επικριτές του Πλάτωνα, αλλά και για τους ίδιους του τους μαθητές και γενικά για τους Πλατωνικούς.
Φαίνεται πράγματι ότι ο Σπεύσιππος, εγγονός και διάδοχος του Πλάτωνα στην ηγεσία της Ακαδημίας, αρνήθηκε ακόμη και την ύπαρξη των Ιδεών και απέδωσε τη θέση τους στα μαθηματικά αντικείμενα, δηλαδή στους αριθμούς και στα γεωμετρικά σχήματα· και ότι ο Ξενοκράτης, διάδοχος του Σπευσίππου, ταυτίστηκε με τους αριθμούς. Η μέση Ακαδημία, εκείνη του Αρκεσίλαου και του Καρνεάδη (3ος–2ος αι. π.Χ.), απέδωσε στον Πλάτωνα μια μορφή σκεπτικισμού, στο πλαίσιο της οποίας δεν υπήρχε βέβαια χώρος για μια θεωρία των Ιδεών· ο λεγόμενος μέσος πλατωνισμός (1ος–3ος αι. μ.Χ.) μετέτρεψε τις Ιδέες σε σκέψεις του Θεού· ο νεοπλατωνισμός τις μετέτρεψε σε περιεχόμενα του παγκόσμιου Νου, της πρώτης εκπόρευσης από το Ένα· οι πρώτοι χριστιανοί φιλόσοφοι τις απέρριψαν και μόνο εκείνοι που επηρεάστηκαν από τον νεοπλατωνισμό τις αποδέχτηκαν, ερμηνεύοντάς τες ως θείες σκέψεις⁷.
Μια θεωρία των Ιδεών, λοιπόν, υπήρξε, ακόμη κι αν δεν είναι βέβαιο ότι αυτή διατυπώθηκε από τον Πλάτωνα με τη μορφή με την οποία μας έχει παραδοθεί. Απόδειξη το γεγονός ότι γύρω της αναπτύχθηκε συζήτηση στην ίδια την πλατωνική Ακαδημία, ασφαλώς ήδη από την εποχή που ο Πλάτων ήταν ακόμη εν ζωή, χάρη στην παρουσία και πιθανόν με τη συμμετοχή του ίδιου του Πλάτωνα.
Και είναι αναμφίβολο ότι στην αρχή αυτής της θεωρίας υπήρχε η σκέψη του Πλάτωνα, αν και αυτή εκφράστηκε αποκλειστικά μέσα στους διαλόγους του, και αν αποτέλεσε αντικείμενο εσωτερικής διδασκαλίας ή διδασκαλίας στην Ακαδημία, ή έστω θέμα συζήτησης μεταξύ του Πλάτωνα και των φίλων και μαθητών του δέν είναι βέβαιο.
Ακόμη κι αν οι Ιδέες είναι αντικείμενο ή όχι μιας αληθινής και αυθεντικής θεωρίας, πρέπει να θεωρηθούν μία από τις μεγαλύτερες καινοτομίες που εισήγαγε ο Πλάτωνας στη φιλοσοφία, γιατί πριν από τον Πλάτωνα δεν βρίσκουμε καμία ρητή αναφορά σε αυτές. Από τη συζήτηση που έλαβε χώρα εντός της Ακαδημίας, μας έχει μείνει μαρτυρία κυρίως του Αριστοτέλη, στη Μεταφυσική και επίσης σε ένα χαμένο του έργο, με τίτλο Περί Ιδεών (Peri ideôn, De ideis), το οποίο όμως διασώθηκε σε μεγάλα αποσπάσματα μέσα στο σχόλιο στη Μεταφυσική του Αλεξάνδρου του Αφροδισιέα, ο οποίος φαίνεται να το κατείχε.
Πριν όμως ανασυγκροτήσουμε αυτή τη συζήτηση με βάση τις αριστοτελικές μαρτυρίες, ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί ο Πλάτων εισήγαγε τις Ιδέες, όπως μπορούμε να προσπαθήσουμε να κάνουμε μέσα από την ανάγνωση, για παράδειγμα, του Φαίδωνος, και ας προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι ο ίδιος ο Πλάτων έθεσε υπό αμφισβήτηση τη λεγόμενη θεωρία των Ιδεών, προφανώς γιατί και για τον ίδιο αποτελούσαν ένα πρόβλημα, όπως είναι ευρέως γνωστό και από το πρώτο μέρος του Παρμενίδη.
Δεν είναι βέβαιο ότι ο Παρμενίδης αποτελεί τη βάση της ενδο-ακαδημαϊκής συζήτησης περί Ιδεών· θα μπορούσε επίσης να είναι αντανάκλασή της. Αλλά είναι πολύ πιθανό ότι ο Πλάτων υπήρξε ο πρώτος που αντιλήφθηκε τις δυσκολίες των Ιδεών και ότι ο Παρμενίδης έδωσε αφορμή για μια συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν, εκτός από τον ίδιο τον Πλάτωνα, ο Εύδοξος ο Κνίδιος, ο Σπεύσιππος, ο Ξενοκράτης, άλλοι ακόμη, και φυσικά ο Αριστοτέλης.
2. Πλάτων: δικαιολόγηση και κριτική των Ιδεών
Στον Φαίδωνα ο χαρακτήρας του Σωκράτη, ήδη καταδικασμένος σε θάνατο και έτοιμος να πιει το κώνειο, προσπαθεί να πείσει τους μαθητές του ότι ο θάνατος δεν είναι κακό, αλλά απεναντίας λύτρωση για την ψυχή, επειδή αυτή είναι αθάνατη. Το πιο γνωστό από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί για να αποδείξει αυτή την αθανασία, δηλαδή εκείνο της ανάμνησης, ξεκινά ως εξής:
– Δεν λέμε άραγε πως υπάρχει κάτι το όμοιο, και δεν εννοώ ξύλο προς ξύλο, πέτρα προς πέτρα, ή κάτι παρόμοιο· αλλά κάτι που είναι όμοιο σε σχέση προς κάτι άλλο (para tauta) και διαφορετικό απ’ αυτό, το ίδιο το όμοιο (auto to ison); Μπορούμε να πούμε ότι αυτό είναι κάτι ή μήπως δεν είναι καθόλου; – Μπορούμε να το πούμε, μα τον Δία, είπε ο Σιμμίας, έστω και με κάποια απορία (thaumastôs)⁸.
Εδώ ο Πλάτων, του οποίου ασφαλώς ο χαρακτήρας του Σωκράτη είναι ο εκπρόσωπος, διακρίνει το υπάρχον όμοιο ανάμεσα στα αισθητά αντικείμενα, ανάμεσα σε ξύλο και ξύλο ή σε πέτρα και πέτρα, από ένα άλλο όμοιο, το οποίο αποκαλεί «το ίδιο το όμοιο», δηλαδή το αληθινό και αυθεντικό όμοιο, το όμοιο κατ’ εξοχήν, και λέει ότι αυτό είναι διαφορετικό και βρίσκεται «πέραν» (παρά) των αισθητών ομοίων. Ο Σιμμίας, συνομιλητής του Σωκράτη, παραδέχεται ότι αυτό το όμοιο υπάρχει, και δείχνει σίγουρος, όπως φαίνεται από την επίκληση, παρόλο που η ύπαρξή του προκαλεί έναν ορισμένο θαυμασμό. Τότε ο Σωκράτης τον πιέζει:
– Και δεν γνωρίζουμε (ἐπιστάμεθα) ίσως τι είναι αυτό το ίδιο;
– Βεβαίως, απάντησε –.
Ο Μαναρά Βαλτζιμίλι (Manara Valgimigli), μεγάλος ελληνιστής και εξαίρετος μεταφραστής του Πλάτωνα, αφήνει να του ξεφύγει όλη η ένταση του ρήματος, μεταφράζοντάς το με το «γνωρίζουμε». Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μία απλή γνώση, αλλά για μία ειδική γνώση, η οποία στο επόμενο απόσπασμα ονομάζεται ἐπιστήμη, όρος που έχει καταστεί πλέον αμετάφραστος, διότι δηλώνει μία σταθερή, ακλόνητη γνώση (ἀπὸ τῆς στερᾶς), δηλαδή οριστική, εφοδιασμένη με αναγκαιότητα, η οποία σήμερα δεν υπάρχει πια. Δεν μπορεί, επομένως, να μεταφραστεί ως «επιστήμη», διότι σήμερα η επιστήμη είναι κάθε άλλο παρά σταθερή και οριστική. Οι Άγγλοι μεταφράζουν επομένως epistēmē ως scientific knowledge, αλλά αυτή η έκφραση παραμένει πάντοτε εντός του πεδίου της επιστήμης. Εγώ προσπαθώ να την αποδώσω με «γνώση», αλλά ακόμη και αυτός ο όρος είναι ανεπαρκής, αν δεν θυμάται κανείς ότι πρόκειται για μία δυνατή γνώση, εφοδιασμένη με αναγκαιότητα, η οποία δηλώνει όχι απλώς το πώς έχουν τα πράγματα, αλλά και το ότι αυτά δεν μπορούν να είναι διαφορετικά.
Ποια είναι η γνώση, βάσει της οποίας ο Πλάτων μπορεί να πει ότι εμείς «γνωρίζουμε» αυτό που είναι, δηλαδή εκείνο στο οποίο συνίσταται το ακριβές, το απόλυτα ίσο; Δεν μπορεί παρά να είναι τα μαθηματικά. Πρόκειται για μία γνώση σε ισχυρή έννοια ήδη από την εποχή του Πλάτωνα, που ανάγεται στον Θαλή και τον Πυθαγόρα, στους συγγραφείς των πρώτων θεωρημάτων, όπως αυτό των τριγώνων. Θα είναι ακριβώς ο Πλάτων που θα θέσει υπό αμφισβήτηση τον χαρακτήρα αυτής της αυθεντικής γνώσης των μαθηματικών, αλλά ακριβώς επειδή από αυτήν αντλούσε μία τόσο ισχυρή βεβαιότητα, ώστε να την κρίνει ανεπαρκώς ισχυρή.
Όταν στην αριθμητική λέμε ότι το 2 + 2 είναι «ίσο» με 4, ή στη γεωμετρία ότι το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι «ίσο» με δύο ορθές γωνίες, εννοούμε απολύτως αυτό το ίσο, όχι κάποιο ίσο ή σχεδόν ίσο. Και όταν κατέχουμε αυτό, διαθέτουμε, έστω και αναφορικά με έναν περιορισμένο τομέα, μία πολύ ισχυρή, αδιάσειστη, οριστική γνώση. Γι’ αυτό ο Γαλιλαίος θα πει ότι στα μαθηματικά ο Θεός μετρά το σύμπαν όσο στην έκταση, όσο και στην κίνηση, επειδή η αλήθεια, ενώ στον άνθρωπο παρουσιάζεται με δυσκολία, σε αυτά εμφανίζεται με την ίδια ένταση με την οποία είναι ο Θεός. Άρα το απόλυτο ίσο δεν υπάρχει μόνο, αλλά υπάρχει «πέρα» από τα αισθητά ίσα, αλλά είναι επίσης γνωστό, δηλαδή είναι αντικείμενο αυτής της αυθεντικής γνώσης, αυτής της επιστήμης με την έννοια της λέξης στην ισχυρή της έννοια.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου