SUMPHILOSOPHEIN 15
Η αληθινή πραγματικότητα
Του Enrico Berti
3. Οι «φίλοι των Ιδεών» και τα επιχειρήματά τους (συνέχεια)
Αυτό το επιχείρημα επίσης επικρίνεται από τον Αριστοτέλη κατά τρόπο ανάλογο με εκείνον, με τον οποίο επικρίνεται το επιχείρημα που προέρχεται από τις τέχνες, δηλαδή κατηγορείται ότι οδηγεί στην παραδοχή Ιδεών για πράγματα για τα οποία οι ίδιοι οι Ακαδημαϊκοί δεν παραδέχονταν ότι υπήρχαν Ιδέες, δηλαδή για τις αρνήσεις. Ο Αριστοτέλης πράγματι επιχειρηματολογεί ως εξής: και μια άρνηση, για παράδειγμα «μη άνθρωπος», αποδίδεται σε πολλά επιμέρους πράγματα, πάντοτε με έναν ενιαίο και ταυτόσημο τρόπο, δηλαδή καθολικό, χωρίς να συμπίπτει με καμία από τις επιμέρους πραγματικότητες στις οποίες αποδίδεται. Το «μη άνθρωπος» αποδίδεται, πράγματι, στο άλογο, στον σκύλο, σε όλα τα πράγματα που διαφέρουν από τον άνθρωπο· και το «άμουσος» (δηλαδή ακαλλιέργητος) αποδίδεται σε όλα τα πράγματα που δεν μπορούν να είναι «μουσικά» (δηλαδή καλλιεργημένα). Με βάση, λοιπόν, το επιχείρημα του «ενός επί πολλών», θα έπρεπε να υπάρχει μια Ιδέα του «μη ανθρώπου» και μια Ιδέα του άμουσου. Αλλά πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέται ρητορικά ο Αριστοτέλης, να υπάρχει μια Ιδέα για κάτι που δεν είναι, εφόσον οι ιδέες θα έπρεπε να είναι αυτό που είναι στην πληρότητά του; Μια επιπλέον εξωφρενική συνέπεια του επιχειρήματος, πέρα από το ότι οδηγεί στην αποδοχή Ιδεών για πράγματα που δεν είναι, είναι ότι οδηγεί στην αποδοχή Ιδεών για πράγματα εντελώς ετερόκλητα, όπως για παράδειγμα της γραμμής των μη-αλόγων, για τα οποία λέγεται «όχι άλογο», και Ιδεών για τα απεριόριστα πράγματα, καθώς και Ιδεών για πράγματα που είναι διατεταγμένα σε σειρά προηγούμενου και επόμενου, όπως άνθρωπος, άλογο και ζώο: όλες Ιδέες που, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι υποστηρικτές των Ιδεών δεν ήθελαν να παραδεχτούν.
Εξάλλου, σε σχέση με αυτή την κριτική εγείρεται ένα πρόβλημα: ο Πλάτωνας, πράγματι, όπως προκύπτει από τους διαλόγους, φαίνεται να αποδέχεται Ιδέες και για αρνήσεις, για το όχι μόνο του δικαίου, αλλά και του άδικου, όχι μόνο του αγίου, αλλά και του ασεβούς, όχι μόνο του όμοιου, αλλά και του ανόμοιου. Και πάλι, επομένως, πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται στον Πλάτωνα, αλλά σε μια ομάδα Ακαδημαϊκών που είχε διαμορφώσει μια πιο ακριβή, πιο αυστηρή, πιο «σχολαστική» εκδοχή της πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, ότι σε αυτή την πιο αυστηρή εκδοχή είχε προσχωρήσει και ο ίδιος ο Πλάτωνας, συνειδητοποιώντας το παράλογο της αποδοχής Ιδεών ακόμη και για πράγματα που δεν είναι, ή για πράγματα εντελώς ετερόκλητα μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, για τον Αριστοτέλη, το επιχείρημα του «ενός επί πολλών» δεν αποδεικνύει την ύπαρξη Ιδεών, αλλά αποδεικνύει την ύπαρξη καθολικών κατηγορημάτων, και με την έκφραση «κατηγορήματα» δεν πρέπει να εννοούνται απλώς έννοιες, αλλά πραγματικά πράγματα, δηλαδή οι κοινές όψεις των επί μέρους πραγματικοτήτων που υπάρχουν πράγματι, υπάρχουν στην πραγματικότητα και δεν είναι χωριστά από αυτές.
Πάντοτε στη «Μεταφυσική» ο Αριστοτέλης αναφέρει έναν τρίτο τύπο επιχειρημάτων που υιοθετούνται από τους υποστηρικτές των Ιδεών, το «σκέφτομαι κάτι που έχει χαθεί», το οποίο κατά τη γνώμη του οδηγεί στην παραδοχή Ιδεών και για φθαρτά πράγματα, «επειδή ακόμα και όταν αυτά δεν υπάρχουν πλέον μέσα μας παραμένει μια εικόνα τους». Ο Αλέξανδρος αντλεί από το χαμένο έργο του Αριστοτέλη «Περί Ιδεών» μια πιο εκτενή εκδοχή αυτού του επιχειρήματος, φέρνοντας ως παράδειγμα για να το επεξηγήσει το γεγονός ότι σκεφτόμαστε έναν άνθρωπο, ένα χερσαίο ζώο, μια ψυχή, ακόμα και όταν αυτά δεν υπάρχουν πια, πράγμα που θα αποδείκνυε ότι το αντικείμενο της σκέψης μας συνεχίζει να υπάρχει ακόμη και όταν τα αισθητά πράγματα έχουν φθαρεί, δεν είναι πια παρόντα, αλλά ωστόσο υπάρχει μια Ιδέα. Αυτό το επιχείρημα, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, δεν φαίνεται να εμφανίζεται στους διαλόγους του Πλάτωνα, πράγμα που επιβεβαιώνει την εντύπωση ότι ο Αριστοτέλης εδώ αναπαράγει μια σχολαστική διατύπωση του επιχειρήματος υπέρ των Ιδεών, όχι απαραίτητα εμπνευσμένη από τον Πλάτωνα. Η κριτική στο επιχείρημα σε αυτό το σημείο, όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος, είναι ότι οδηγεί στην παραδοχή Ιδεών για μεμονωμένα άτομα, όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, για τους οποίους διατηρούμε μια εικόνα ακόμη και όταν δεν βρίσκονται εν ζωή, και επιπλέον ότι αυτό οδηγεί στην παραδοχή Ιδεών και για πράγματα ανύπαρκτα, όπως ο κένταυρος και η Χίμαιρα. Προφανώς αυτή η κριτική υποθέτει ότι τέτοιες Ιδέες δεν γίνονταν αποδεκτές από τους συγγραφείς του επιχειρήματος, αν και — ακόμα μια φορά — δεν φαίνεται δυνατό να ενοχοποιηθεί ο Πλάτωνας.
Στο σημείο αυτό, στη Μεταφυσική, ο Αριστοτέλης συνεχίζει την κριτική του στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι υποστηρικτές των Ιδεών με τα εξής λόγια:
«Επιπλέον, ανάμεσα στα πιο αυστηρά (ακριβεστέρα) επιχειρήματα, μερικοί εισάγουν Ιδέες και για τα σχετικά (τῶν πρὸς τί), των οποίων δεν λέμε (φαμέν) ότι υπάρχουν ως γένος καθαυτό (καθ᾽ αὑτό), ενώ άλλοι υποστηρίζουν το επιχείρημα του τρίτου ανθρώπου.»
Αν δεν μας βοηθούσε το σχόλιο του Αλεξάνδρου, παραθέτοντας αποσπάσματα από το έργο Περί Ιδεών, δεν θα γνωρίζαμε ποια ήταν τα λεγόμενα «πιο αυστηρά επιχειρήματα». Ευτυχώς, όμως, ο Αλέξανδρος μας βοηθά και παραθέτει το πρώτο, ή την πρώτη ομάδα από τα πιο αυστηρά επιχειρήματα, εκείνα που «παράγουν Ιδέες των σχετικών», με τον εξής τρόπο.
Αυτά βασίζονται στη διάκριση μεταξύ πρότασης «όχι κατ᾽ ομωνυμίαν» (mē homōnumōs) και πρότασης «κατ᾽ ομωνυμίαν»: η πρώτη συμβαίνει όταν ένα κατηγορούμενο αποδίδεται σε πολλά αισθητά υποκείμενα με τον κατάλληλο τρόπο (kyriōs) και με αλήθεια, δηλαδή πάντα με το ίδιο νόημα, όπως όταν λέμε «άνθρωπος» για πολλούς ανθρώπους, για παράδειγμα για τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, ή όταν λέγεται για πολλές εικόνες ανθρώπων, δηλαδή εικόνες πολλών ζωγραφισμένων ανθρώπων, όπου εννοούμε τον ίδιο άνθρωπο που απεικονίζεται, αναφερόμενοι σε αισθητά πράγματα.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παραμένουμε στο πεδίο των αισθητών πραγμάτων.
2) Αντιθέτως, η ομώνυμη κατηγορηματική πρόταση λαμβάνει χώρα όταν ένα κατηγόρημα αποδίδεται σε πολλά υποκείμενα με διαφορετικές σημασίες, για παράδειγμα όταν αποδίδεται το «ίσο» σε πολλά αισθητά ίσα. Κανένα από αυτά, στην πραγματικότητα, δεν είναι αληθινά ίσο, ούτε και αν όλα θεωρηθούν ως εικόνες ενός άλλου ίσου, το οποίο είναι ακόμη ένα ίσο αισθητό. Τότε, για να μπορέσουμε να αποδώσουμε με αλήθεια το κατηγόρημα «ίσο», πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει ένα «το ίδιο το ίσο» (to ison auto), η Ιδέα του ίσου, της οποίας το κατηγόρημα «ίσος» αποδίδεται με τον σωστό τρόπο (kuriôs) και με αλήθεια, και ότι όλα τα αισθητά ίσα είναι εικόνες αυτής· επομένως, το κατηγόρημα «ίσος» αποδίδεται σε αυτά σε σχέση με εκείνη (pros auto). Αλλά για να εξηγηθεί αυτή η κατηγορηματική σχέση πρέπει να παραδεχτούμε την ύπαρξη της Ιδέας.
Ο «πιο αυστηρός» χαρακτήρας αυτού του επιχειρήματος, ή αυτής της ομάδας επιχειρημάτων, φαίνεται να οφείλεται στο ότι βασίζεται στη διάκριση μεταξύ ομώνυμης και μη ομώνυμης κατηγορηματικής πρότασης, η οποία ήταν μια κατάκτηση της σχολής του Πλάτωνα, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι είναι παρούσα στον Σπεύσιππο και στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη. Το είδος των Ιδεών που εμπλέκεται εδώ όμως παραπέμπει στο πιο κλασικό επιχείρημα που διατύπωσε ο Πλάτων, εκείνο του Φαίδωνα, το οποίο βασιζόταν ακριβώς στο παράδειγμα του «ίσου». Θα βρισκόμασταν επομένως μπροστά σε μια ακαδημαϊκή αναδιατύπωση του πλατωνικού επιχειρήματος.
Ένας μελετητής του εικοστού αιώνα είδε μάλιστα σε αυτό το επιχείρημα την πρώτη διατύπωση μιας θεωρίας προορισμένης να έχει μεγάλη τύχη στο έργο του ίδιου του Αριστοτέλη, δηλαδή τη θεωρία της «ομωνυμίας σε σχέση προς ένα» (pros hen), την οποία ο Αριστοτέλης θα είχε εφαρμόσει στην κατηγορηματική πρόταση του είναι σε διάφορες κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι όλες οι διαφορετικές κατηγορίες από την ουσία λέγονται «όντα» εξαιτίας της σχέσης τους προς ένα από αυτά, δηλαδή την ουσία.
Ο Αριστοτέλης αντιπαραθέτει σε αυτό το επιχείρημα τριπλή κριτική:
Α) παράγει Ιδέες των σχετικών (των «προς τι»), τις οποίες οι υποστηρικτές των Ιδεών αρνούνταν ότι είναι Ιδέες, επειδή οι Ιδέες πρέπει να υφίστανται «καθ’αυτές» (kath’hautas), ενώ τα σχετικά υπάρχουν πάντα μαζί με άλλα, σε αμοιβαία σχέση·
Β) το «ίσο καθ’αυτό», δηλαδή το ίδιο το ίσο ως κάτι ξεχωριστό, θα έπρεπε να είναι ένα άλλο «ίσο καθ’αυτό», εφόσον υπάρχουν πολλά ίσα και το καθένα είναι εικόνα του «ίδιου ίσου»·
Γ) τελικά, θα υπήρχαν πολλές Ιδέες του ίδιου, επειδή κάθε ίσο είναι σχετικό με το «ίσο καθ’αυτό», οπότε θα υπήρχαν πολλές Ιδέες του ίδιου πράγματος.
Βάσει του ίδιου επιχειρήματος, θα υπάρχουν επίσης Ιδέες των ίσων, αλλά και των άνισων, όπως οι ίδιοι παραδέχονται, [που] ανήκουν σε περισσότερα πράγματα, δηλαδή είναι γένη διαφορετικών ειδών.
Μία θεμελίωση τέτοιων κριτικών φαίνεται να περιέχεται στους διαλόγους του Πλάτωνα, συγκεκριμένα σε ένα χωρίο από τον Σοφιστή, όπου ο Πλάτων διαιρεί «τα όντα», δηλαδή τις Ιδέες, σε δύο γένη, εκείνων που λέγεται ότι υπάρχουν καθαυτά (kath’hauta) και εκείνων που λέγεται ότι υπάρχουν σε σχέση με άλλα (pros alla). Η ίδια αυτή διάκριση, αναφερόμενη στο «όλα τα πράγματα», απαντάται στον Σωκράτη.
Ο Πλάτων όμως δεν φαίνεται να θεωρεί ότι οι Ιδέες των σχετικών δημιουργούν κάποια ιδιαίτερη δυσκολία. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης, όπως είδαμε, στη Μεταφυσική αναφέρει ότι για τα σχετικά «δεν λέμε ότι αποτελούν γένος καθαυτό».
Για μία ακόμη φορά, λοιπόν, αναφέρεται σε μία ακαδημαϊκή αλλά όχι αυθεντικά πλατωνική διδασκαλία, αν και είναι ακριβώς από την άποψη της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη που δεν μπορούν να υπάρχουν Ιδέες των σχετικών, διότι για τον Αριστοτέλη οι Ιδέες, στο μέτρο που είναι χωριστές πραγματικότητες, πρέπει να είναι ουσίες, δηλαδή πραγματικότητες που υπάρχουν καθαυτές (kath’hauta), ενώ τα σχετικά, ακριβώς επειδή είναι σχετικά, δεν είναι ουσίες και επομένως δεν μπορούν να είναι Ιδέες.
«Η δεύτερη ομάδα των λεγόμενων "πιο αυστηρών" επιχειρημάτων δηλώνεται από τον Αριστοτέλη στη Μεταφυσική ως εκείνα που "μιλούν για τον τρίτο άνθρωπο", χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Προφανώς ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι υπαινίσσεται κάτι πολύ γνωστό, αναφερόμενος σίγουρα στο περιβάλλον της Ακαδημίας. Στην πραγματικότητα, το "να πει κανείς τον τρίτο άνθρωπο" δεν είναι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα εκείνων που διατύπωσαν το επιχείρημα, επειδή αυτοί επιθυμούν να αποδείξουν την ύπαρξη των Ιδεών, ενώ η θέση ενός "τρίτου ανθρώπου", όπως θα δούμε σε λίγο, είναι ένα συμπέρασμα που δεν επιδιώκεται, το οποίο οδηγεί το επιχείρημα στο παράλογο, και επομένως αποτελεί μια κριτική στο επιχείρημα. Ο Αριστοτέλης, παρόλο που φαίνεται να συμμερίζεται την κριτική, δεν την παρουσιάζει ως δική του, ούτε διεκδικεί κάποια πρωτοτυπία στη διατύπωσή της, όπως θα δούμε σύντομα. Και πάλι έρχεται να μας βοηθήσει το σχόλιο του Αλέξανδρου, βασισμένο στο σύγγραμμα Περὶ Ἰδεῶν. Από αυτό προκύπτει ότι το εν λόγω επιχείρημα ήταν πάνω-κάτω το εξής: όταν κάποιος αποδίδει ένα κατηγόρημα όπως "άνθρωπος" σε ουσίες, όπως είναι οι αισθητοί άνθρωποι, το αποδίδει με την κυριολεκτική έννοια (κυρίως) και με αλήθεια, επειδή οι αισθητοί άνθρωποι είναι πραγματικά άνθρωποι. Ωστόσο, κατά τους υποστηρικτές των Ιδεών, ο άνθρωπος που αποδίδεται σε πολλούς αισθητούς ανθρώπους είναι διαφορετικός από αυτούς, επειδή είναι ένας και ίδιος, ενώ οι αισθητοί άνθρωποι είναι πολλοί και διαφορετικοί μεταξύ τους, επομένως αυτός υπάρχει χωριστά από τους αισθητούς ανθρώπους και είναι μια Ιδέα.»
Όπως βλέπουμε, βρισκόμαστε μπροστά σε μία αναδιατύπωση του επιχειρήματος που ονομάστηκε προηγουμένως «ένα πάνω σε πολλούς», με την αποσαφήνιση ότι, όταν οι πολλοί στην προκειμένη περίπτωση είναι ουσίες, όπως οι άνθρωποι, και όχι σχέσεις, όπως το ίσο, το καθολικό κατηγόρημα αποδίδεται σε αυτούς με την κυριολεκτική και αληθινή έννοια, δηλαδή όχι κατ’ οωνυμία. Ο «πιο αυστηρός» χαρακτήρας του επιχειρήματος αυτού θα έγκειται επομένως στο γεγονός ότι, όπως εκείνο που οδηγεί στις Ιδέες των σχετικών, βασίζεται στη διάκριση ανάμεσα σε οωνυμική και μη οωνυμική κατηγόρηση, και η ισχύς του συνίσταται στο ότι δείχνει πως ακόμη και σε μη οωνυμική κατηγόρηση, όπως αυτή του «ανθρώπου», καταλήγουμε ομοίως να πρέπει να δεχθούμε την ύπαρξη μιας Ιδέας.
Σε αυτό το σημείο αναδύεται εκείνη που πρέπει να θεωρηθεί ως μια κριτική στους ακαδημαϊκούς συλλογισμούς, δηλαδή η εισαγωγή του «τρίτου ανθρώπου». Πράγματι, υποστηρίζει ο Αριστοτέλης, λόγω του ότι το ίδιο κατηγόρημα αποδίδεται με αλήθεια σε πολλούς συγκεκριμένους ανθρώπους, αν δεχτούμε την ύπαρξη μιας Ιδέας του ανθρώπου, εκείνης του «ίδιου ανθρώπου», τότε, εφόσον το κατηγόρημα «άνθρωπος» αποδίδεται με αλήθεια και σε αυτόν τον «ίδιο άνθρωπο», δηλαδή στην Ιδέα του ανθρώπου, για να δικαιολογήσουμε αυτή την απόδοση θα πρέπει με τη σειρά μας να δεχθούμε μια νέα Ιδέα, δηλαδή έναν «τρίτο άνθρωπο» (πέρα από τους αισθητούς ανθρώπους και τον «ίδιο άνθρωπο»), και έναν τέταρτο, έναν πέμπτο, και ούτω καθεξής στο άπειρο. Με αυτόν τον τρόπο οι Ιδέες θα γίνονταν ένας ατελείωτος αριθμός, μια ανεπιθύμητη συνέπεια για εκείνους που προσπαθούσαν να ανάγουν την πολλαπλότητα στην ενότητα, οδηγώντας έτσι, ακούσια, στο να επισημαίνεται η αποτυχία του εν λόγω δόγματος.
Αυτή η κριτική θυμίζει ξεκάθαρα εκείνη που διατύπωσε ο Πλάτων στον Παρμενίδη σχετικά με την Ιδέα του «μεγάλου», με τη διαφορά ότι τώρα δεν πρόκειται πλέον για μια ποιότητα, όπως το «μεγάλο», αλλά για μια ουσία, όπως «άνθρωπος», δηλαδή για ένα υποκείμενο κατηγόρησης όχι κατ’ οωνυμία, αλλά με μοναδικό, αυστηρό τρόπο. Ε λοιπόν, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με αυτήν την κριτική, ενεργοποιείται η διαδικασία στο άπειρο, και έτσι η κριτική στρέφεται εναντίον του δόγματος των Ιδεών. Ο αληθινός εφευρέτης αυτής της κριτικής στο δόγμα των Ιδεών είναι χωρίς αμφιβολία ο Πλάτων, ωστόσο στην Ακαδημία η κριτική του ασκήθηκε πάνω στον άνθρωπο, λαμβάνοντας το όνομα «του τρίτου ανθρώπου». Όπως στη διατύπωση του Παρμενίδη, έτσι και σε αυτή τη νέα διατύπωση η κριτική στην ύπαρξη των Ιδεών βασίζεται στη λεγόμενη «αυτοκατηγόρηση» της Ιδέας, δηλαδή στο γεγονός ότι και η Ιδέα του ανθρώπου μπορεί να κατηγορηθεί ως «άνθρωπος», παρόλο που αυτή δεν είναι άνθρωπος. Αυτό θα μπορούσε να είναι σφάλμα, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς την τάση του Πλάτωνα να συλλαμβάνει τις Ιδέες ως τα πρότυπα των αισθητών πραγμάτων, ώστε η αυτοκατηγόρησή τους να είναι δυνατή ακριβώς λόγω της συμμετοχής των αισθητών στις ίδιες κατηγορίες εικόνων, σε πιο τέλεια μορφή.
Η αυστηρή κριτική που άσκησε ο Πλάτων στον Παρμενίδη παρουσιάζεται επομένως μέσα στην Ακαδημία ως πιο αυστηρή ακόμη και από αυτήν που η ίδια η Ακαδημία είχε διατυπώσει με τους λεγόμενους «πιο αυστηρούς» συλλογισμούς για να αποδείξει την ύπαρξη των Ιδεών.
Συνεχίζεται με: «Εύδοξος ο Κνίδιος και η προσφυγή στη "μίξη"»
Αυτό το επιχείρημα επίσης επικρίνεται από τον Αριστοτέλη κατά τρόπο ανάλογο με εκείνον, με τον οποίο επικρίνεται το επιχείρημα που προέρχεται από τις τέχνες, δηλαδή κατηγορείται ότι οδηγεί στην παραδοχή Ιδεών για πράγματα για τα οποία οι ίδιοι οι Ακαδημαϊκοί δεν παραδέχονταν ότι υπήρχαν Ιδέες, δηλαδή για τις αρνήσεις. Ο Αριστοτέλης πράγματι επιχειρηματολογεί ως εξής: και μια άρνηση, για παράδειγμα «μη άνθρωπος», αποδίδεται σε πολλά επιμέρους πράγματα, πάντοτε με έναν ενιαίο και ταυτόσημο τρόπο, δηλαδή καθολικό, χωρίς να συμπίπτει με καμία από τις επιμέρους πραγματικότητες στις οποίες αποδίδεται. Το «μη άνθρωπος» αποδίδεται, πράγματι, στο άλογο, στον σκύλο, σε όλα τα πράγματα που διαφέρουν από τον άνθρωπο· και το «άμουσος» (δηλαδή ακαλλιέργητος) αποδίδεται σε όλα τα πράγματα που δεν μπορούν να είναι «μουσικά» (δηλαδή καλλιεργημένα). Με βάση, λοιπόν, το επιχείρημα του «ενός επί πολλών», θα έπρεπε να υπάρχει μια Ιδέα του «μη ανθρώπου» και μια Ιδέα του άμουσου. Αλλά πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέται ρητορικά ο Αριστοτέλης, να υπάρχει μια Ιδέα για κάτι που δεν είναι, εφόσον οι ιδέες θα έπρεπε να είναι αυτό που είναι στην πληρότητά του; Μια επιπλέον εξωφρενική συνέπεια του επιχειρήματος, πέρα από το ότι οδηγεί στην αποδοχή Ιδεών για πράγματα που δεν είναι, είναι ότι οδηγεί στην αποδοχή Ιδεών για πράγματα εντελώς ετερόκλητα, όπως για παράδειγμα της γραμμής των μη-αλόγων, για τα οποία λέγεται «όχι άλογο», και Ιδεών για τα απεριόριστα πράγματα, καθώς και Ιδεών για πράγματα που είναι διατεταγμένα σε σειρά προηγούμενου και επόμενου, όπως άνθρωπος, άλογο και ζώο: όλες Ιδέες που, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι υποστηρικτές των Ιδεών δεν ήθελαν να παραδεχτούν.
Εξάλλου, σε σχέση με αυτή την κριτική εγείρεται ένα πρόβλημα: ο Πλάτωνας, πράγματι, όπως προκύπτει από τους διαλόγους, φαίνεται να αποδέχεται Ιδέες και για αρνήσεις, για το όχι μόνο του δικαίου, αλλά και του άδικου, όχι μόνο του αγίου, αλλά και του ασεβούς, όχι μόνο του όμοιου, αλλά και του ανόμοιου. Και πάλι, επομένως, πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται στον Πλάτωνα, αλλά σε μια ομάδα Ακαδημαϊκών που είχε διαμορφώσει μια πιο ακριβή, πιο αυστηρή, πιο «σχολαστική» εκδοχή της πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, ότι σε αυτή την πιο αυστηρή εκδοχή είχε προσχωρήσει και ο ίδιος ο Πλάτωνας, συνειδητοποιώντας το παράλογο της αποδοχής Ιδεών ακόμη και για πράγματα που δεν είναι, ή για πράγματα εντελώς ετερόκλητα μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, για τον Αριστοτέλη, το επιχείρημα του «ενός επί πολλών» δεν αποδεικνύει την ύπαρξη Ιδεών, αλλά αποδεικνύει την ύπαρξη καθολικών κατηγορημάτων, και με την έκφραση «κατηγορήματα» δεν πρέπει να εννοούνται απλώς έννοιες, αλλά πραγματικά πράγματα, δηλαδή οι κοινές όψεις των επί μέρους πραγματικοτήτων που υπάρχουν πράγματι, υπάρχουν στην πραγματικότητα και δεν είναι χωριστά από αυτές.
Πάντοτε στη «Μεταφυσική» ο Αριστοτέλης αναφέρει έναν τρίτο τύπο επιχειρημάτων που υιοθετούνται από τους υποστηρικτές των Ιδεών, το «σκέφτομαι κάτι που έχει χαθεί», το οποίο κατά τη γνώμη του οδηγεί στην παραδοχή Ιδεών και για φθαρτά πράγματα, «επειδή ακόμα και όταν αυτά δεν υπάρχουν πλέον μέσα μας παραμένει μια εικόνα τους». Ο Αλέξανδρος αντλεί από το χαμένο έργο του Αριστοτέλη «Περί Ιδεών» μια πιο εκτενή εκδοχή αυτού του επιχειρήματος, φέρνοντας ως παράδειγμα για να το επεξηγήσει το γεγονός ότι σκεφτόμαστε έναν άνθρωπο, ένα χερσαίο ζώο, μια ψυχή, ακόμα και όταν αυτά δεν υπάρχουν πια, πράγμα που θα αποδείκνυε ότι το αντικείμενο της σκέψης μας συνεχίζει να υπάρχει ακόμη και όταν τα αισθητά πράγματα έχουν φθαρεί, δεν είναι πια παρόντα, αλλά ωστόσο υπάρχει μια Ιδέα. Αυτό το επιχείρημα, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, δεν φαίνεται να εμφανίζεται στους διαλόγους του Πλάτωνα, πράγμα που επιβεβαιώνει την εντύπωση ότι ο Αριστοτέλης εδώ αναπαράγει μια σχολαστική διατύπωση του επιχειρήματος υπέρ των Ιδεών, όχι απαραίτητα εμπνευσμένη από τον Πλάτωνα. Η κριτική στο επιχείρημα σε αυτό το σημείο, όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος, είναι ότι οδηγεί στην παραδοχή Ιδεών για μεμονωμένα άτομα, όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, για τους οποίους διατηρούμε μια εικόνα ακόμη και όταν δεν βρίσκονται εν ζωή, και επιπλέον ότι αυτό οδηγεί στην παραδοχή Ιδεών και για πράγματα ανύπαρκτα, όπως ο κένταυρος και η Χίμαιρα. Προφανώς αυτή η κριτική υποθέτει ότι τέτοιες Ιδέες δεν γίνονταν αποδεκτές από τους συγγραφείς του επιχειρήματος, αν και — ακόμα μια φορά — δεν φαίνεται δυνατό να ενοχοποιηθεί ο Πλάτωνας.
Στο σημείο αυτό, στη Μεταφυσική, ο Αριστοτέλης συνεχίζει την κριτική του στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι υποστηρικτές των Ιδεών με τα εξής λόγια:
«Επιπλέον, ανάμεσα στα πιο αυστηρά (ακριβεστέρα) επιχειρήματα, μερικοί εισάγουν Ιδέες και για τα σχετικά (τῶν πρὸς τί), των οποίων δεν λέμε (φαμέν) ότι υπάρχουν ως γένος καθαυτό (καθ᾽ αὑτό), ενώ άλλοι υποστηρίζουν το επιχείρημα του τρίτου ανθρώπου.»
Αν δεν μας βοηθούσε το σχόλιο του Αλεξάνδρου, παραθέτοντας αποσπάσματα από το έργο Περί Ιδεών, δεν θα γνωρίζαμε ποια ήταν τα λεγόμενα «πιο αυστηρά επιχειρήματα». Ευτυχώς, όμως, ο Αλέξανδρος μας βοηθά και παραθέτει το πρώτο, ή την πρώτη ομάδα από τα πιο αυστηρά επιχειρήματα, εκείνα που «παράγουν Ιδέες των σχετικών», με τον εξής τρόπο.
Αυτά βασίζονται στη διάκριση μεταξύ πρότασης «όχι κατ᾽ ομωνυμίαν» (mē homōnumōs) και πρότασης «κατ᾽ ομωνυμίαν»: η πρώτη συμβαίνει όταν ένα κατηγορούμενο αποδίδεται σε πολλά αισθητά υποκείμενα με τον κατάλληλο τρόπο (kyriōs) και με αλήθεια, δηλαδή πάντα με το ίδιο νόημα, όπως όταν λέμε «άνθρωπος» για πολλούς ανθρώπους, για παράδειγμα για τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, ή όταν λέγεται για πολλές εικόνες ανθρώπων, δηλαδή εικόνες πολλών ζωγραφισμένων ανθρώπων, όπου εννοούμε τον ίδιο άνθρωπο που απεικονίζεται, αναφερόμενοι σε αισθητά πράγματα.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παραμένουμε στο πεδίο των αισθητών πραγμάτων.
2) Αντιθέτως, η ομώνυμη κατηγορηματική πρόταση λαμβάνει χώρα όταν ένα κατηγόρημα αποδίδεται σε πολλά υποκείμενα με διαφορετικές σημασίες, για παράδειγμα όταν αποδίδεται το «ίσο» σε πολλά αισθητά ίσα. Κανένα από αυτά, στην πραγματικότητα, δεν είναι αληθινά ίσο, ούτε και αν όλα θεωρηθούν ως εικόνες ενός άλλου ίσου, το οποίο είναι ακόμη ένα ίσο αισθητό. Τότε, για να μπορέσουμε να αποδώσουμε με αλήθεια το κατηγόρημα «ίσο», πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει ένα «το ίδιο το ίσο» (to ison auto), η Ιδέα του ίσου, της οποίας το κατηγόρημα «ίσος» αποδίδεται με τον σωστό τρόπο (kuriôs) και με αλήθεια, και ότι όλα τα αισθητά ίσα είναι εικόνες αυτής· επομένως, το κατηγόρημα «ίσος» αποδίδεται σε αυτά σε σχέση με εκείνη (pros auto). Αλλά για να εξηγηθεί αυτή η κατηγορηματική σχέση πρέπει να παραδεχτούμε την ύπαρξη της Ιδέας.
Ο «πιο αυστηρός» χαρακτήρας αυτού του επιχειρήματος, ή αυτής της ομάδας επιχειρημάτων, φαίνεται να οφείλεται στο ότι βασίζεται στη διάκριση μεταξύ ομώνυμης και μη ομώνυμης κατηγορηματικής πρότασης, η οποία ήταν μια κατάκτηση της σχολής του Πλάτωνα, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι είναι παρούσα στον Σπεύσιππο και στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη. Το είδος των Ιδεών που εμπλέκεται εδώ όμως παραπέμπει στο πιο κλασικό επιχείρημα που διατύπωσε ο Πλάτων, εκείνο του Φαίδωνα, το οποίο βασιζόταν ακριβώς στο παράδειγμα του «ίσου». Θα βρισκόμασταν επομένως μπροστά σε μια ακαδημαϊκή αναδιατύπωση του πλατωνικού επιχειρήματος.
Ένας μελετητής του εικοστού αιώνα είδε μάλιστα σε αυτό το επιχείρημα την πρώτη διατύπωση μιας θεωρίας προορισμένης να έχει μεγάλη τύχη στο έργο του ίδιου του Αριστοτέλη, δηλαδή τη θεωρία της «ομωνυμίας σε σχέση προς ένα» (pros hen), την οποία ο Αριστοτέλης θα είχε εφαρμόσει στην κατηγορηματική πρόταση του είναι σε διάφορες κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι όλες οι διαφορετικές κατηγορίες από την ουσία λέγονται «όντα» εξαιτίας της σχέσης τους προς ένα από αυτά, δηλαδή την ουσία.
Ο Αριστοτέλης αντιπαραθέτει σε αυτό το επιχείρημα τριπλή κριτική:
Α) παράγει Ιδέες των σχετικών (των «προς τι»), τις οποίες οι υποστηρικτές των Ιδεών αρνούνταν ότι είναι Ιδέες, επειδή οι Ιδέες πρέπει να υφίστανται «καθ’αυτές» (kath’hautas), ενώ τα σχετικά υπάρχουν πάντα μαζί με άλλα, σε αμοιβαία σχέση·
Β) το «ίσο καθ’αυτό», δηλαδή το ίδιο το ίσο ως κάτι ξεχωριστό, θα έπρεπε να είναι ένα άλλο «ίσο καθ’αυτό», εφόσον υπάρχουν πολλά ίσα και το καθένα είναι εικόνα του «ίδιου ίσου»·
Γ) τελικά, θα υπήρχαν πολλές Ιδέες του ίδιου, επειδή κάθε ίσο είναι σχετικό με το «ίσο καθ’αυτό», οπότε θα υπήρχαν πολλές Ιδέες του ίδιου πράγματος.
Βάσει του ίδιου επιχειρήματος, θα υπάρχουν επίσης Ιδέες των ίσων, αλλά και των άνισων, όπως οι ίδιοι παραδέχονται, [που] ανήκουν σε περισσότερα πράγματα, δηλαδή είναι γένη διαφορετικών ειδών.
Μία θεμελίωση τέτοιων κριτικών φαίνεται να περιέχεται στους διαλόγους του Πλάτωνα, συγκεκριμένα σε ένα χωρίο από τον Σοφιστή, όπου ο Πλάτων διαιρεί «τα όντα», δηλαδή τις Ιδέες, σε δύο γένη, εκείνων που λέγεται ότι υπάρχουν καθαυτά (kath’hauta) και εκείνων που λέγεται ότι υπάρχουν σε σχέση με άλλα (pros alla). Η ίδια αυτή διάκριση, αναφερόμενη στο «όλα τα πράγματα», απαντάται στον Σωκράτη.
Ο Πλάτων όμως δεν φαίνεται να θεωρεί ότι οι Ιδέες των σχετικών δημιουργούν κάποια ιδιαίτερη δυσκολία. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης, όπως είδαμε, στη Μεταφυσική αναφέρει ότι για τα σχετικά «δεν λέμε ότι αποτελούν γένος καθαυτό».
Για μία ακόμη φορά, λοιπόν, αναφέρεται σε μία ακαδημαϊκή αλλά όχι αυθεντικά πλατωνική διδασκαλία, αν και είναι ακριβώς από την άποψη της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη που δεν μπορούν να υπάρχουν Ιδέες των σχετικών, διότι για τον Αριστοτέλη οι Ιδέες, στο μέτρο που είναι χωριστές πραγματικότητες, πρέπει να είναι ουσίες, δηλαδή πραγματικότητες που υπάρχουν καθαυτές (kath’hauta), ενώ τα σχετικά, ακριβώς επειδή είναι σχετικά, δεν είναι ουσίες και επομένως δεν μπορούν να είναι Ιδέες.
«Η δεύτερη ομάδα των λεγόμενων "πιο αυστηρών" επιχειρημάτων δηλώνεται από τον Αριστοτέλη στη Μεταφυσική ως εκείνα που "μιλούν για τον τρίτο άνθρωπο", χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Προφανώς ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι υπαινίσσεται κάτι πολύ γνωστό, αναφερόμενος σίγουρα στο περιβάλλον της Ακαδημίας. Στην πραγματικότητα, το "να πει κανείς τον τρίτο άνθρωπο" δεν είναι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα εκείνων που διατύπωσαν το επιχείρημα, επειδή αυτοί επιθυμούν να αποδείξουν την ύπαρξη των Ιδεών, ενώ η θέση ενός "τρίτου ανθρώπου", όπως θα δούμε σε λίγο, είναι ένα συμπέρασμα που δεν επιδιώκεται, το οποίο οδηγεί το επιχείρημα στο παράλογο, και επομένως αποτελεί μια κριτική στο επιχείρημα. Ο Αριστοτέλης, παρόλο που φαίνεται να συμμερίζεται την κριτική, δεν την παρουσιάζει ως δική του, ούτε διεκδικεί κάποια πρωτοτυπία στη διατύπωσή της, όπως θα δούμε σύντομα. Και πάλι έρχεται να μας βοηθήσει το σχόλιο του Αλέξανδρου, βασισμένο στο σύγγραμμα Περὶ Ἰδεῶν. Από αυτό προκύπτει ότι το εν λόγω επιχείρημα ήταν πάνω-κάτω το εξής: όταν κάποιος αποδίδει ένα κατηγόρημα όπως "άνθρωπος" σε ουσίες, όπως είναι οι αισθητοί άνθρωποι, το αποδίδει με την κυριολεκτική έννοια (κυρίως) και με αλήθεια, επειδή οι αισθητοί άνθρωποι είναι πραγματικά άνθρωποι. Ωστόσο, κατά τους υποστηρικτές των Ιδεών, ο άνθρωπος που αποδίδεται σε πολλούς αισθητούς ανθρώπους είναι διαφορετικός από αυτούς, επειδή είναι ένας και ίδιος, ενώ οι αισθητοί άνθρωποι είναι πολλοί και διαφορετικοί μεταξύ τους, επομένως αυτός υπάρχει χωριστά από τους αισθητούς ανθρώπους και είναι μια Ιδέα.»
Όπως βλέπουμε, βρισκόμαστε μπροστά σε μία αναδιατύπωση του επιχειρήματος που ονομάστηκε προηγουμένως «ένα πάνω σε πολλούς», με την αποσαφήνιση ότι, όταν οι πολλοί στην προκειμένη περίπτωση είναι ουσίες, όπως οι άνθρωποι, και όχι σχέσεις, όπως το ίσο, το καθολικό κατηγόρημα αποδίδεται σε αυτούς με την κυριολεκτική και αληθινή έννοια, δηλαδή όχι κατ’ οωνυμία. Ο «πιο αυστηρός» χαρακτήρας του επιχειρήματος αυτού θα έγκειται επομένως στο γεγονός ότι, όπως εκείνο που οδηγεί στις Ιδέες των σχετικών, βασίζεται στη διάκριση ανάμεσα σε οωνυμική και μη οωνυμική κατηγόρηση, και η ισχύς του συνίσταται στο ότι δείχνει πως ακόμη και σε μη οωνυμική κατηγόρηση, όπως αυτή του «ανθρώπου», καταλήγουμε ομοίως να πρέπει να δεχθούμε την ύπαρξη μιας Ιδέας.
Σε αυτό το σημείο αναδύεται εκείνη που πρέπει να θεωρηθεί ως μια κριτική στους ακαδημαϊκούς συλλογισμούς, δηλαδή η εισαγωγή του «τρίτου ανθρώπου». Πράγματι, υποστηρίζει ο Αριστοτέλης, λόγω του ότι το ίδιο κατηγόρημα αποδίδεται με αλήθεια σε πολλούς συγκεκριμένους ανθρώπους, αν δεχτούμε την ύπαρξη μιας Ιδέας του ανθρώπου, εκείνης του «ίδιου ανθρώπου», τότε, εφόσον το κατηγόρημα «άνθρωπος» αποδίδεται με αλήθεια και σε αυτόν τον «ίδιο άνθρωπο», δηλαδή στην Ιδέα του ανθρώπου, για να δικαιολογήσουμε αυτή την απόδοση θα πρέπει με τη σειρά μας να δεχθούμε μια νέα Ιδέα, δηλαδή έναν «τρίτο άνθρωπο» (πέρα από τους αισθητούς ανθρώπους και τον «ίδιο άνθρωπο»), και έναν τέταρτο, έναν πέμπτο, και ούτω καθεξής στο άπειρο. Με αυτόν τον τρόπο οι Ιδέες θα γίνονταν ένας ατελείωτος αριθμός, μια ανεπιθύμητη συνέπεια για εκείνους που προσπαθούσαν να ανάγουν την πολλαπλότητα στην ενότητα, οδηγώντας έτσι, ακούσια, στο να επισημαίνεται η αποτυχία του εν λόγω δόγματος.
Αυτή η κριτική θυμίζει ξεκάθαρα εκείνη που διατύπωσε ο Πλάτων στον Παρμενίδη σχετικά με την Ιδέα του «μεγάλου», με τη διαφορά ότι τώρα δεν πρόκειται πλέον για μια ποιότητα, όπως το «μεγάλο», αλλά για μια ουσία, όπως «άνθρωπος», δηλαδή για ένα υποκείμενο κατηγόρησης όχι κατ’ οωνυμία, αλλά με μοναδικό, αυστηρό τρόπο. Ε λοιπόν, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με αυτήν την κριτική, ενεργοποιείται η διαδικασία στο άπειρο, και έτσι η κριτική στρέφεται εναντίον του δόγματος των Ιδεών. Ο αληθινός εφευρέτης αυτής της κριτικής στο δόγμα των Ιδεών είναι χωρίς αμφιβολία ο Πλάτων, ωστόσο στην Ακαδημία η κριτική του ασκήθηκε πάνω στον άνθρωπο, λαμβάνοντας το όνομα «του τρίτου ανθρώπου». Όπως στη διατύπωση του Παρμενίδη, έτσι και σε αυτή τη νέα διατύπωση η κριτική στην ύπαρξη των Ιδεών βασίζεται στη λεγόμενη «αυτοκατηγόρηση» της Ιδέας, δηλαδή στο γεγονός ότι και η Ιδέα του ανθρώπου μπορεί να κατηγορηθεί ως «άνθρωπος», παρόλο που αυτή δεν είναι άνθρωπος. Αυτό θα μπορούσε να είναι σφάλμα, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς την τάση του Πλάτωνα να συλλαμβάνει τις Ιδέες ως τα πρότυπα των αισθητών πραγμάτων, ώστε η αυτοκατηγόρησή τους να είναι δυνατή ακριβώς λόγω της συμμετοχής των αισθητών στις ίδιες κατηγορίες εικόνων, σε πιο τέλεια μορφή.
Η αυστηρή κριτική που άσκησε ο Πλάτων στον Παρμενίδη παρουσιάζεται επομένως μέσα στην Ακαδημία ως πιο αυστηρή ακόμη και από αυτήν που η ίδια η Ακαδημία είχε διατυπώσει με τους λεγόμενους «πιο αυστηρούς» συλλογισμούς για να αποδείξει την ύπαρξη των Ιδεών.
Συνεχίζεται με: «Εύδοξος ο Κνίδιος και η προσφυγή στη "μίξη"»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου