Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Ο Enrico Berti διαβάζει τον Heidegger

 

Ο Enrico Berti διαβάζει τον Heidegger

https://www.youtube.com/watch?v=1Aifr5DAeuI&t=1398s


11 Απριλίου 2013 – Αίθουσα Ροσσίνι, Caffè Pedrocchi - Padova
Όγδοη συνάντηση του κύκλου διαλέξεων «Η φιλοσοφία ως θεραπεία»,
ένα πρότζεκτ της Αντιπροσωπείας Πάδοβας της Ιταλικής Ένωσης Κλασικής Κουλτούρας.


Καλησπέρα σας, καταρχάς ευχαριστώ τον καθηγητή Τζουλιάνο Πιζάνι για τα ευγενικά του λόγια στην παρουσίαση. Κι εγώ, με τη σειρά μου, χαίρομαι πολύ που επιστρέφω κάθε χρόνο σε αυτόν τον κύκλο συναντήσεων, που μου φαίνεται πως έχουν μεγάλη επιτυχία και τιμούν την πόλη της Πάδοβας και όσους τις οργανώνουν. Είναι η δεύτερη φορά που προτείνω την ανάγνωση μιας σελίδας του Χάιντεγκερ.

Την προηγούμενη φορά, δεν θυμάμαι καλά αν ήταν πριν δύο ή τρία χρόνια, όταν οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν ακόμη στην αίθουσα, στο αμφιθέατρο του λυκείου Τίτο Λίβιο, τότε είχα παρουσιάσει μια σελίδα από ένα μάθημα του Χάιντεγκερ για την αλήθεια, ενώ σήμερα θα μιλήσουμε για τη θεωρία των παθών στον Χάιντεγκερ. Αυτή η επιστροφή στη σκέψη του Χάιντεγκερ δεν σημαίνει ότι είμαι οπαδός ή υποστηρικτής της φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ. Είμαι σίγουρα θαυμαστής του, επειδή θεωρώ πως ο Χάιντεγκερ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα, ίσως ο μεγαλύτερος μαζί με τον Βιτγκενστάιν.

Ο Βιτγκενστάιν από την πλευρά της λεγόμενης αναλυτικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα και ο Χάιντεγκερ από την πλευρά της ηπειρωτικής φιλοσοφίας. Ωστόσο, επιστρέφω στον Χάιντεγκερ επειδή είμαι πεπεισμένος για μια θέση που έχει διατυπωθεί, τεκμηριωθεί και κυκλοφορήσει στον διεθνή φιλοσοφικό διάλογο από τον φίλο μου, που δυστυχώς δεν είναι πια μαζί μας, τον Φράνκο Βόλπι. Μάλιστα, με την ευκαιρία αυτή, θα ήθελα να εκφράσω δημόσια την ανάμνησή μου για τον Φράνκο Βόλπι, ο οποίος έφυγε ακριβώς πριν από τέσσερα χρόνια, στις 13 Απριλίου του 2009.

Ο Φράνκο Βόλπι είχε υπάρξει μαθητής μου στη νεότητά του, στη συνέχεια έγινε φίλος μου και, από κάποιες απόψεις, υπήρξε και δάσκαλός μου, αφού έμαθα πολλά πράγματα από αυτόν. Μεταξύ αυτών που έμαθα, είναι και η δική του ερμηνεία του Χάιντεγκερ, την οποία θεωρώ πλήρως τεκμηριωμένη και πειστική. Σύμφωνα με αυτήν, η συνολική φιλοσοφία του Χάιντεγκερ δεν είναι τίποτε άλλο από την απόπειρα να οικοδομηθεί ένα εναλλακτικό σύστημα, δηλαδή αντίθετο προς εκείνο του Αριστοτέλη. Ακόμη και ο Γκάνταμερ είχε εκφράσει την ίδια άποψη, μιλώντας για ένα "αντι-σχέδιο"· Gegenentwurf είναι η γερμανική λέξη που σημαίνει ακριβώς ένα σχέδιο αντίθετο προς τον Αριστοτέλη, το οποίο ο Χάιντεγκερ προσπάθησε να πραγματοποιήσει χρησιμοποιώντας έννοιες, διακρίσεις, διδασκαλίες, κατηγορίες που προέρχονταν ακριβώς από τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Ήταν μια αδηφάγα οικειοποίηση, όπως την αποκάλεσε ο Φράνκο Βόλπι, που στόχευε ακριβώς στην κατασκευή μιας εναλλακτικής φιλοσοφίας. Ο ίδιος ο Χάιντεγκερ είχε πει το 1923 ότι δάσκαλός του ήταν ο Λούθηρος, πρότυπό του ήταν ο Αριστοτέλης, κάποιους κραδασμούς του προκάλεσε ο Κίρκεγκορ και, τέλος, τα μάτια τού τα έδωσε ο Χούσερλ.

Εμείς θα σταθούμε εδώ στην αναφορά στον Αριστοτέλη, όπου η λέξη "πρότυπο" δεν σημαίνει μόνο αντικείμενο μίμησης αλλά και αντικείμενο ανταγωνισμού, και επομένως δηλώνει τον αντίπαλο απέναντι στον οποίο προσπαθεί κανείς να οικοδομήσει κάτι εξίσου μεγάλο με αυτό που υπήρξε η φιλοσοφία του Αριστοτέλη επί χιλιετίες. Εφόσον πρόκειται για έναν σύλλογο κλασικής παιδείας, μου φαίνεται σωστό να γίνει αναφορά και σε έναν αρχαίο φιλόσοφο, βάζοντάς τον ακριβώς σε αντιπαραβολή με τον Χάιντεγκερ, και το κείμενο από το οποίο θα ξεκινήσω —και το οποίο έχει διανεμηθεί— είναι μια σελίδα από το Είναι και Χρόνος, δηλαδή από αυτό που παραμένει το αριστούργημα του Χάιντεγκερ, το έργο που του χάρισε αυτόν τον τίτλο που ανέφερα πριν, του ότι υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα. Είναι μια σελίδα που, όμως, τη χρησιμοποιώ θεμελιωδώς ως πρόσχημα για να ανατρέξω σε ένα άλλο έργο προγενέστερο από αυτό, που βρίσκεται στη βάση αυτής της σελίδας, και είναι ένα μάθημα που έδωσε το 1924 στο Μάρμπουργκ, για τις θεμελιώδεις έννοιες της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη.

Όμως, επειδή αυτό το μάθημα δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ιταλικά, μου φάνηκε ακατάλληλο να προταθεί σε αυτό το πλαίσιο.
Ξεκινώ λοιπόν από τη σελίδα του Είναι και Χρόνος που αναφέρει το θέμα εκείνου του μαθήματος, αλλά κατόπιν θα επιστρέψω στο ίδιο το μάθημα και θα το συγκρίνω με τα έργα του Αριστοτέλη, τα οποία αυτό σχολιάζει.

Οι σελίδες που έχετε στα χέρια σας είναι οι παράγραφοι 29 και 30 του Είναι και Χρόνος, και έχουν ως θέμα το είναι-εκεί ως συναισθηματική κατάσταση.

Το είναι-εκεί (Dasein), όπως όλοι γνωρίζουν, είναι το βασικό θέμα του Είναι και Χρόνος, δηλαδή είναι το είναι στο οποίο βρίσκεται ο άνθρωπος, το είναι του ανθρώπου, το είναι, η ανθρώπινη συνθήκη που ο Χάιντεγκερ περιγράφει και αναλύει θαυμάσια σε αυτό το έργο.

Ένα από τα στοιχεία του είναι-εκεί που αναλύει εδώ, σε αυτές τις παραγράφους, είναι ακριβώς αυτό που στη μετάφραση του Pietro Chiodi, αναθεωρημένη από τον Franco Volpi, ονομάζεται «συναισθηματική κατάσταση».

Ο γερμανικός όρος που χρησιμοποιεί ο Χάιντεγκερ είναι Befindlichkeit. Η συναισθηματική κατάσταση είναι μια ελεύθερη μετάφραση, η οποία όμως αποδίδει την έννοια. Κυριολεκτικά, το Befindlichkeit προέρχεται από το finden, που σημαίνει «βρίσκω», και θα μπορούσε να αποδοθεί ως «το να βρίσκεται κανείς». Στην πραγματικότητα, σε μια άλλη ιταλική μετάφραση — αυτή του Franco Marini, νομίζω για τον εκδοτικό οίκο UTET — ο όρος αυτός μεταφράζεται ως «το να βρίσκεται». Θα μπορούσε κανείς να πει: πώς βρισκόμαστε, όταν ρωτάμε κάποιον: «Εσύ πώς βρίσκεσαι εδώ;», που δεν σημαίνει απλώς πώς είσαι, αλλά και πώς αισθάνεσαι, δηλαδή τι είδους συναισθηματική αντίδραση έχεις στη συγκεκριμένη κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι.

Λοιπόν, κατά τον Χάιντεγκερ, η συναισθηματική κατάσταση αντιστοιχεί, με σύγχρονους όρους, σε αυτό που οι αρχαίοι αποκαλούσαν συναισθήματα και αισθήματα.

Η καλύτερη ανάλυση που έχει γίνει ποτέ για τα συναισθήματα και τα αισθήματα — και επομένως για τη συναισθηματική κατάσταση — είναι το δεύτερο βιβλίο της Ρητορικής του Αριστοτέλη, αφιερωμένο στην περιγραφή των παθών.

Θέλω αυτό να προκύψει άμεσα από την ανάγνωση· γι’ αυτό σας καλώ να στρέψετε τα μάτια σας στην πρώτη σελίδα που κρατάτε στα χέρια σας, από την οποία θα διαβάσουμε τουλάχιστον τις πρώτες γραμμές:

«Ο χαρακτήρας της παρούσας έρευνας δεν επιτρέπει την ερμηνεία των διαφόρων μορφών της συναισθηματικής κατάστασης (δηλαδή της Befindlichkeit) και της σύνδεσης των θεμελίων τους. Αυτά τα φαινόμενα είναι οντικά γνωστά…»

Ας συγχωρήσουμε στον Χάιντεγκερ τη συνεχόμενη χρήση αυτών των όρων που ο ίδιος εισήγαγε, στους οποίους δεν μπορούμε να σταθούμε εδώ.
Αυτά τα φαινόμενα είναι γνωστά οντικά εδώ και πολύ καιρό και μελετήθηκαν από τη φιλοσοφία υπό την ονομασία συναισθήματα και αισθήματα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη συστηματική πραγματεία για τα συναισθήματα, την οποία μας παραδίδει η παράδοση, δεν πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ψυχολογίας — ο Χάιντεγκερ δεν συμπαθούσε την ψυχολογία, προφανώς.
Ο Αριστοτέλης αναλύει τα πάθη (pathē — που είναι ακριβώς τα πάθη, από το πάθος) στο δεύτερο βιβλίο της Ρητορικής.

Η παραδοσιακή ερμηνεία παρουσιάζει τη Ρητορική ως ένα είδος τεχνικής ή πρακτικής.
Αντίθετα, πρέπει να κατανοηθεί ως η πρώτη συστηματική ερμηνευτική, δηλαδή ως η πρώτη συστηματική ερμηνεία της καθημερινής συνύπαρξης.
Δώστε προσοχή σε αυτή την έννοια: η συνύπαρξη, το Mitsein, είναι μία από τις όψεις του είναι-εκεί (Dasein).
Το είναι-εκεί — το είναι του ανθρώπου, η ανθρώπινη συνθήκη — είναι ένα είναι-στον-κόσμο, και επομένως ένα είναι-μαζί με τους άλλους, μια συνύπαρξη, ένα Mitsein.
Τώρα, η πρώτη συστηματική ερμηνεία της καθημερινής συνύπαρξης, αυτής που ζούμε κάθε μέρα, κατά τον Χάιντεγκερ, είναι ακριβώς η θεωρία των παθών που παρουσιάζεται στο δεύτερο βιβλίο της Ρητορικής του Αριστοτέλη.
Αν κοιτάξετε λίγο πιο κάτω, στη δεύτερη παράγραφο, θα δείτε ότι είναι γνωστό πως η ερμηνεία των συναισθημάτων συνεχίστηκε στη Στοά, δηλαδή στον στωικισμό, και πως μεταδόθηκε στη νεότερη εποχή μέσω της πατερικής και σχολαστικής θεολογίας.

Αντιθέτως, είναι ελάχιστα γνωστό — και αυτή είναι η θέση του Χάιντεγκερ σε αυτή την παράγραφο — ότι η οντολογικά θεμελιώδης ερμηνεία των αρχών των συναισθημάτων δεν έχει σημειώσει καμία αξιοσημείωτη πρόοδο από τον Αριστοτέλη και μετά.
Είναι μια ισχυρή δήλωση: δηλαδή, εκείνη είναι η καλύτερη ανάλυση που έγινε ποτέ για τα συναισθήματα, μετά την οποία δεν έχει σημειωθεί καμία πρόοδος. Στη συνέχεια, η συζήτηση συνεχίζεται, με την ανάλυση ενός από τα πάθη που περιγράφει ο Αριστοτέλης στη Ρητορική, δηλαδή του φόβου. Δείτε την παράγραφο 30: Ο φόβος ως τρόπος της συναισθηματικής κατάστασης. Η ανάλυση εκτείνεται σε αρκετές σελίδες, όλες αφιερωμένες στον φόβο.
Τώρα, αν κάποιος περιοριστεί στο να διαβάσει μόνο το Είναι και Χρόνος, θα πει:
«Εντάξει, φαίνεται ότι εδώ ο Χάιντεγκερ θέλησε να προσφέρει τη συμβολή του στην ανάλυση ενός πάθους, που είναι συγκεκριμένα ο φόβος.» Αλλά, αν συγκρίνουμε αυτό το κείμενο με το δεύτερο βιβλίο της Ρητορικής του Αριστοτέλη, προκύπτει μια σειρά από εξαιρετικά ενδιαφέροντα ευρήματα.

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι στο θερινό εξάμηνο του 1924, δηλαδή έναν χρόνο μετά την έναρξη της πανεπιστημιακής του καριέρας στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ στη Γερμανία, ο Χάιντεγκερ αφιερώνει ολόκληρο ένα μάθημα στις θεμελιώδεις έννοιες της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη.

Και αυτό το μάθημα δημοσιεύτηκε.

Διότι ο Χάιντεγκερ, κατά τη διάρκεια της ζωής του, δημοσίευσε μια ολόκληρη σειρά έργων, αλλά άφησε ανέκδοτα τα κείμενα των πανεπιστημιακών του μαθημάτων — τα οποία είναι πάρα πολλά — και δημοσιεύθηκαν μετά τον θάνατό του.
Και η διαδικασία της έκδοσης δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί: υπάρχουν κι άλλα που απομένουν να εκδοθούν.

Γι’ αυτό, έχει κανείς σχεδόν συνεχώς την εντύπωση πως πρόκειται για έναν φιλόσοφο ακόμα εν ζωή, γιατί συνεχώς εμφανίζονται στην αγορά νέα έργα του Χάιντεγκερ, και έτσι γίνονται συνεχώς νέες ανακαλύψεις.
Αυτό το μάθημα πάνω στις θεμελιώδεις έννοιες της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη δημοσιεύτηκε μόλις το 2002, δηλαδή πριν από 10–11 χρόνια. Δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ιταλικά· υπάρχει όμως μια αγγλική μετάφραση, η οποία εκπονήθηκε αμέσως και είναι διαθέσιμη. Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον.

Ας αφήσουμε τώρα για λίγο το κείμενο που έχετε στα χέρια σας και ακολουθήστε με στην ανασύνθεση. Εδώ έχω φωτοτυπήσει τον πίνακα περιεχομένων του μαθήματος του 1924, του οποίου το πρώτο μέρος έχει ως θέμα την εξήγηση του Dasein, δηλαδή του είναι-εκεί ως είναι στον κόσμο. Και για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος είναι μέσα στον κόσμο, ο Χάιντεγκερ ανατρέχει στα πρώτα κεφάλαια της Πολιτικής του Αριστοτέλη. Δεν μιλάμε ακόμη για τη Ρητορική, για την οποία θα μιλήσουμε σε λίγο. Εδώ μιλάω για την Πολιτική.
Η Πολιτική, όπως γνωρίζουμε, είναι το έργο στο οποίο ο Αριστοτέλης περιγράφει την κατάσταση του ανθρώπου μέσα στην πόλη — στην πόλις. Η Πολιτική αρχίζει με τη διάσημη δήλωση σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος, από τη φύση του, είναι πολιτικό ζώο, δηλαδή πλασμένος για να ζει στην πόλη, στην πόλις. Διότι μέσα στην πόλη πραγματοποιείται η σχέση του με τους άλλους, δηλαδή εκείνη η συνύπαρξη, το Mitsein, που είναι μία από τις θεμελιώδεις όψεις του Dasein, του είναι του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.
Και εδώ είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς, σε αυτό το μάθημα, ο Χάιντεγκερ δεν κάνει τίποτε άλλο από το να συνοψίζει, σχεδόν να παραφράζει, το κείμενο του Αριστοτέλη. Εκεί όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι ο άνθρωπος αποτελεί μέρος της οικογένειας, τονίζει όμως ότι η οικογένεια χρησιμεύει μόνο για το να ζει κανείς. Αν όμως θέλει κανείς να ζει καλά, είναι αναγκαία μια ευρύτερη κοινότητα, που είναι ακριβώς η πόλις, μέσα στην οποία ο άνθρωπος μπορεί να εκπληρώσει πλήρως τη φύση του ως πολιτικό ζώο. Και ποιο είναι το σημάδι αυτής της φύσης, που καθιστά τον άνθρωπο πολιτικό ζώο; Ο λόγος, το logos.
Ο άνθρωπος είναι ο μόνος ανάμεσα σε όλα τα ζώα που κατέχει τον λόγο, ενώ τα άλλα ζώα — λέει ο Αριστοτέλης — έχουν μόνο τη φωνή, τη φωνή, η οποία χρησιμεύει για την έκφραση της ηδονής ή του πόνου (σκύλοι, γάτες, κτλ.).
Ο άνθρωπος έχει τον λόγο, τον λόγο, ο οποίος του επιτρέπει να συζητά για το τι είναι καλό και τι κακό, τι δίκαιο και τι άδικο, τι ωφέλιμο και τι βλαβερό.
Και ο τόπος στον οποίο ο άνθρωπος κάνει αυτό είναι η πόλις.

Η πόλις, λοιπόν, είναι ο τόπος όπου πραγματοποιείται η συνύπαρξη με τους άλλους, χάρη στον λόγο, χάρη στην ομιλία. Εδώ ο Χάιντεγκερ αναπαράγει, θα έλεγα σχεδόν λέξη προς λέξη, τον λόγο του Αριστοτέλη, δίνοντας την εντύπωση ότι τον αποδέχεται πλήρως, ότι συμφωνεί απόλυτα. Δεν υπάρχει ούτε μία λέξη κριτικής, καμία απόσταση. Αντιθέτως, φτάνει στο σημείο να τιτλοφορήσει το κεφάλαιο που περιγράφει αυτήν την ανθρώπινη συνθήκη μέσα στην πόλη με την ελληνική έκφραση “ζωὴ πρακτική” (zoé praktiké):
ζωή σημαίνει ζωή,
πρακτική σημαίνει πρακτική.

Άρα, με την έκφραση “zoé praktiké”, ο Χάιντεγκερ εννοεί αυτό που εμείς αποκαλούμε “πρακτική ζωή”. Εγώ προσωπικά θα είχα κάποιες αντιρρήσεις για την επιλογή αυτής της λέξης. Διότι η ζωή (zoé), στα ελληνικά, είναι βεβαίως η ζωή, αλλά είναι η ζωή που είναι κοινή στα φυτά, στα ζώα, σε όλα τα έμβια όντα. Αν κανείς θέλει να υποδείξει ένα είδος ζωής, πρέπει να χρησιμοποιήσει άλλη λέξη, που είναι ο βίος (bíos).
Πράγματι, ο Αριστοτέλης δεν μιλά για ζωὴ πρακτική, αλλά για:
βίος πρακτικός (bíos praktikós),
βίος πολιτικός (bíos politikós).


Ωστόσο, η επιλογή αυτή του Χάιντεγκερ είναι ενδιαφέρουσα, διότι θα δούμε στη συνέχεια ότι έχει συνέπειες ακόμη και σε στοχαστές πολύ πιο κοντινούς σε εμάς.

Άρα, η ανθρώπινη συνθήκη είναι η “zoé praktiké”, η πρακτική ζωή, όπου το “πρακτική” προέρχεται από την πρᾶξις (praxis). Και, όπως έδειξε θαυμάσια ο Franco Volpi, η praxis είναι η έννοια που ο Χάιντεγκερ δανείζεται από τον Αριστοτέλη, με την οποία ορίζει το είναι του ανθρώπου στον κόσμο: το είναι-εκεί, το Dasein. Διότι τι είναι το είναι του ανθρώπου στον κόσμο; Είναι μια κατάσταση στην οποία — όπως λέει ο Χάιντεγκερ — “υπάρχει το πρέπει-να-είναι”, δηλαδή ο άνθρωπος οφείλει διαρκώς να σχεδιάζει το ίδιο του το είναι. Και αυτό το πρέπει-να-είναι είναι ακριβώς το ουσιώδες γνώρισμα του Dasein.
Αυτό το πρέπει-να-είναι είναι αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει praxis. Γιατί η praxis δεν είναι η poiesis, δεν είναι η παραγωγή ενός αντικειμένου, αλλά η πράξη που, με μια έννοια, είναι αυτοσκοπός· είναι αυτό που επιτρέπει στον άνθρωπο να είναι με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Και επομένως, το πρέπει-να-είναι, δηλαδή η zoé praktiké — η πρακτική ζωή, είναι η μετάφραση σε αριστοτελικούς όρους (ή, αν θέλετε, σε όρους που προσπαθούν να είναι αριστοτελικοί) του βασικού φιλοσοφικού όρου του Χάιντεγκερ: το Dasein, το είναι του ανθρώπου στον κόσμο.

Στη συνέχεια, η ανάλυση συνεχίζεται, εστιάζοντας στη λειτουργία που έχει για τον άνθρωπο ο λόγος. Και εδώ ο Χάιντεγκερ περνά από την Πολιτική στη Ρητορική — στη Ρητορική του Αριστοτέλη — όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι ο λόγος είναι, για τη Ρητορική, το επιχείρημα, η ομιλία προς ένα ακροατήριο με σκοπό την πειθώ. Είναι η ομιλία που έχει ως στόχο την πειθώ, και τα μέσα για να πείσει κανείς — οι λεγόμενες πίστεις (pisteis) — είναι τρία, λέει ο Αριστοτέλης:
Το πρώτο είναι ο λόγος (logos), δηλαδή το επιχείρημα.
Το δεύτερο είναι το ήθος (ethos), δηλαδή ο χαρακτήρας εκείνου που μιλά, ο οποίος πρέπει να είναι αξιόπιστος και αξιόλογος, αν θέλει να πείσει.
Και το τρίτο στοιχείο είναι το πάθος (pathos), δηλαδή το συναίσθημα που βιώνουν οι ακροατές.
Συνεπώς:

υπάρχει ο χαρακτήρας εκείνου που μιλά,
η συναισθηματική κατάσταση (να τη!) των ακροατών,
και ο λόγος, που είναι το εργαλείο μέσω του οποίου επικοινωνείται το μήνυμα.

Και λέει ο Αριστοτέλης στη Ρητορική ότι ο καλός ρήτορας πρέπει να φροντίζει να γνωρίζει καλά τα συναισθήματα των ακροατών του, γιατί είναι διαφορετική η επίδραση που έχουν τα λόγια του, αναλόγως με το πώς είναι διατεθειμένοι οι ακροατές. Για παράδειγμα: όποιος αγαπά, πείθεται πιο εύκολα από εκείνον που μισεί, όταν παροτρύνεται να αγαπήσει. Συνεπώς, ο καλός ρήτορας πρέπει πρώτα απ’ όλα να γνωρίζει τα πάθη.
Και γι’ αυτό ο Αριστοτέλης αφιερώνει ολόκληρο το δεύτερο βιβλίο της Ρητορικής στην ανάλυση των παθών. Τα πάθη που αναλύει θαυμάσια ο Αριστοτέλης είναι, με τη σειρά:
ο θυμός και το αντίθετό του, δηλαδή η πραότητα,
η αγάπη και το μίσος,
ο φόβος και το θάρρος,
η ντροπή και η αναίδεια,
η εύνοια, η ευσπλαχνία,
η αγανάκτηση,
ο φθόνος και ο ζήλος.

Αν βρείτε την ευκαιρία να τις διαβάσετε: είναι υπέροχες σελίδες, στις οποίες ο Αριστοτέλης αναλύει όλα αυτά τα πάθη όχι από ηθικολογική σκοπιά, αλλά θα έλεγα σχεδόν από επιστημονική σκοπιά, για να κατανοήσει πώς είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος. Και επομένως, να καταλάβει ποιο είδος λόγου είναι κατάλληλο για να τον πείσει, ανάλογα με τα συναισθήματα που βιώνει.

Τώρα, στο μάθημά του τού 1924, μέχρι αυτό το σημείο, ο Χάιντεγκερ ακολουθεί σχεδόν κατά γράμμα το κείμενο του Αριστοτέλη, τόσο της Πολιτικής όσο και της Ρητορικής. Έπειτα όμως εστιάζει σε ένα πάθος: τον φόβο, το phóbos. Και παραθέτει όλα όσα λέει ο Αριστοτέλης. Δηλαδή: ο φόβος είναι η οδύνη που βιώνει κανείς όταν θεωρεί ότι απειλείται από έναν κίνδυνο, από κάτι που μπορεί να είναι βλαβερό.
Και στη συνέχεια ο Αριστοτέλης περιγράφει:
ποια είναι τα πράγματα που μπορούν να προκαλέσουν φόβο — tà phobera, δηλαδή τα τρομακτικά πράγματα,
ποια είναι τα πρόσωπα που μπορούν να προκαλέσουν φόβο — οι phoberòi,
και όλες τις συνέπειες που μπορεί να έχει ο φόβος,
κάνοντας νύξη — αυτό μου φάνηκε να το βλέπω εγώ, ο Χάιντεγκερ όμως δεν το πρόσεξε — σε μια καθαρτική λειτουργία, δηλαδή μια λειτουργία εξαγνισμού, την οποία μπορεί να έχει ο φόβος. Σύμφωνα με τον γνωστό ορισμό της τραγωδίας που περιλαμβάνεται στην Ποιητική, η τραγωδία — όπως θα θυμάστε — είναι η αναπαράσταση μιας πράξης, η οποία, προκαλώντας έλεος και φόβο, επιτελεί την κάθαρση αυτών των παθών.

Υπάρχει απέραντη βιβλιογραφία για το τι σημαίνει αυτή η κάθαρση, αυτός ο εξαγνισμός. Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι κάτι θετικό. Είναι μια υπεράσπιση της τραγικής τέχνης, σε αντιπαράθεση με τον Πλάτωνα, τον δάσκαλο του Αριστοτέλη, ο οποίος είχε καταδικάσει την τέχνη ως μίμηση της μίμησης. Αλλά αυτό που εδώ μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι το εξής: Από όλα αυτά τα πάθη που περιγράφει ο Αριστοτέλης στο δεύτερο βιβλίο της Ρητορικής, το μόνο που επαναλαμβάνει ο Χάιντεγκερ είναι η περιγραφή του φόβου.
[ΔΕΙΛΙΑ. ΜΙΑ ΨΥΧΗ ΓΕΡΑΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ, ΣΤΟΝ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟ]
Λοιπόν, καταλαβαίνετε ότι αν κάποιος περιοριζόταν στο να διαβάσει μόνο το Είναι και Χρόνος, θα έβρισκε μόνο την περιγραφή του φόβου. Αν όμως δει το μάθημα του 1924 και το συγκρίνει με το κείμενο της Ρητορικής, στο οποίο αυτό το μάθημα παραπέμπει, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει τη διαφορά: δηλαδή το γεγονός ότι, από όλα τα πάθη που περιγράφει ο Αριστοτέλης, το μόνο που ενδιαφέρει τον Χάιντεγκερ είναι ο φόβος.
Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει ότι το συναίσθημα, δηλαδή η θεμελιώδης συναισθηματική χροιά που χαρακτηρίζει το είναι-μαζί με τους άλλους, είναι ο φόβος. Οι άλλοι μας προκαλούν φόβο. Ο άνθρωπος, που είναι μαζί με τους άλλους, φοβάται, θεμελιωδώς, τους άλλους. Phóbos, φόβος στα ελληνικά, Furcht στα γερμανικά. Καταλαβαίνετε — αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον — γιατί μια τόσο μακρά έρευνα για τον τρόπο σκέψης του Χάιντεγκερ καταλήγει να αναδείξει μια έντονη αντίθεση με το πρώτο μέρος του μαθήματος: εκείνο όπου ο Χάιντεγκερ συνοψίζει την Πολιτική του Αριστοτέλη, τα δύο πρώτα κεφάλαια της Πολιτικής.
Εκεί όπου ο Αριστοτέλης παρουσιάζει τον βίον πολιτικόν, τη πολιτική ζωή, δηλαδή το να ζεις με τους άλλους μέσα στην πόλη, συζητώντας τι είναι δίκαιο και τι άδικο, τι καλό και τι κακό — ως την πληρέστερη πραγματοποίηση του ανθρώπου, δηλαδή ως το να ζει καλά, τελικά ως την ευδαιμονία. Το να ζει κανείς καλά, κατά τον Αριστοτέλη, συνίσταται ακριβώς σε αυτόν τον τρόπο ζωής, στον βίον πολιτικόν, αυτόν που πραγματώνεται στην πόλη. Μην σκεφτείτε τη θεωρητική ζωή για την οποία μιλά στην Ηθική Νικομάχεια, γιατί εκείνη είναι η ζωή των φιλοσόφων. Εδώ, στην Πολιτική, μιλά για όλους — για τους πολίτες, για όλους τους κατοίκους της πόλης — και το ιδανικό που προτείνει ο Αριστοτέλης είναι η πολιτική ζωή: δηλαδή το να είναι κανείς μαζί με άλλους στην αγορά, στην πλατεία, να συζητά και στη συνέχεια να συναποφασίζει τι πρέπει να γίνει.
Άρα, ενώ για τον Αριστοτέλη όλα αυτά — και επομένως και ο λόγος, και η χρήση του, γιατί η ρητορική χρησιμοποιούνταν στις συνελεύσεις, και ένα από τα βασικά είδη λόγου στη ρητορική είναι ο συμβουλευτικός λόγος (δηλαδή ο λόγος που έχει σκοπό να οδηγήσει σε μια απόφαση),
και επομένως ο λόγος έχει μια εντελώς θετική λειτουργία,
και ακόμη και η ανάλυση των παθών χρησιμεύει για να γίνει ο λόγος πιο πειστικός και να διευκολυνθεί η πολιτική σχέση — όλα αυτά, στον Αριστοτέλη, έχουν μια εντελώς θετική χροιά.

Αντίθετα, η επιλογή του Χάιντεγκερ να υποδείξει ως θεμελιώδη συναισθηματική χροιά της ανθρώπινης κατάστασης τον φόβο, είναι σημάδι μιας θέασης που θα έλεγα αντίθετη προς εκείνη του Αριστοτέλη: αρνητική, βαθιά απαισιόδοξη, θα μπορούσα να πω ακόμη και αντιπολιτική (όπως λέγεται σήμερα). Διότι η σχέση με τους άλλους, σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, είναι ουσιωδώς αρνητική. Και αυτό είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον αν σκεφτούμε ότι το μάθημα του 1924 θα αποδειχθεί η θεμελιώδης έμπνευση ενός έργου μίας σπουδαίας στοχάστριας του 20ού αιώνα, που υπήρξε μαθήτρια του Χάιντεγκερ: δηλαδή της Χάνα Άρεντ.
Το κυριότερο έργο της Χάνα Άρεντ, στην αγγλική του έκδοση, έχει τον τίτλο The Human Condition, δηλαδή Η ανθρώπινη κατάσταση, που είναι ο αγγλικός τρόπος να αποδοθεί το Dasein, το είναι-εκεί. Και όταν το έργο αυτό μεταφράζεται από τα αγγλικά στα γερμανικά, ο τίτλος που επιλέγει η ίδια η Άρεντ είναι Vita Activa (Ενεργός ζωή).
Vita Activa είναι η μετάφραση του “ζωὴ πρακτική”, δηλαδή του τίτλου που είχε δώσει ο Χάιντεγκερ στο πρώτο μέρος του μαθήματος του 1924. Στο βιβλίο Vita Activa, η Άρεντ επανέρχεται κι εκείνη στον Αριστοτέλη, στα πρώτα κεφάλαια της Πολιτικής, και θυμίζει επίσης ότι η οικογένεια είναι ο χώρος του ιδιωτικού, όπου ικανοποιούνται οι καθημερινές ανάγκες: η τροφή, η ένδυση, η στέγη.
Αντίθετα, η πόλις είναι ο δημόσιος χώρος, ο πολιτικός χώρος, εκεί όπου οι άνθρωποι πραγματοποιούν αυτό που για την Άρεντ είναι η ανώτερη μορφή δραστηριότητας που υπάρχει: η πράξη που αποβλέπει στην επικοινωνία, η επικοινωνία καθαυτή. Αυτό συμβαίνει χάρη στον λόγο, στον λόγο, στην ομιλία, όπως λέει ο Αριστοτέλης. Για την Άρεντ, αυτός είναι ο καλύτερος βίος, αυτή είναι η πιο άξια ανθρώπινη ζωή. Η Άρεντ αντιπαραθέτει αυτό το ιδανικό στη μοντέρνα αντίληψη του ανθρώπου ως homo faber — του ανθρώπου που παράγει, του ανθρώπου που κατασκευάζει — δηλαδή του ανθρώπου που επιδίδεται σε δραστηριότητες που δεν είναι αυτοσκοπός, όπως η επικοινωνία, αλλά έχουν εργαλειακό χαρακτήρα, διότι στοχεύουν στην παραγωγή αντικειμένων.
Μπορούμε να πούμε — έστω και συνοψίζοντας πολύ συνοπτικά το περιεχόμενο του Vita Activa — ότι αυτή είναι η πρόταση που καταθέτει η Άρεντ στο βιβλίο της. Λοιπόν, όταν η Χάνα Άρεντ δημοσιεύει — η αγγλική έκδοση εκδόθηκε στο Σικάγο το 1959 — η Χάνα Άρεντ, όπως ξέρετε, ήταν εβραία· είχε εγκαταλείψει τη Γερμανία μετά την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία, είχε μεταναστεύσει πρώτα στο Παρίσι και κατόπιν οριστικά στη Νέα Υόρκη, όπου και έμεινε μέχρι τον θάνατό της. Στη Νέα Υόρκη δίδαξε επίσης· είχε διδάξει και στο Σικάγο, και στο Σικάγο το 1959 δημοσιεύει το The Human Condition (Η ανθρώπινη κατάσταση). Το 1960, στην Ευρώπη, εκδίδεται η γερμανική έκδοση, και και στην ιταλική μετάφραση διατηρείται ο τίτλος Vita Activa, όπως και στη γερμανική έκδοση.

Η Άρεντ στέλνει ένα αντίτυπο της γερμανικής μετάφρασης στον Χάιντεγκερ — ο Χάιντεγκερ ήταν ακόμη εν ζωή, θα πεθάνει το 1976 — και συνοδεύει αυτό το αντίτυπο με μια επιστολή, στην οποία ζητά συγγνώμη που δεν αφιέρωσε αυτό το βιβλίο στον Χάιντεγκερ, γιατί λέει:
«Αυτό το βιβλίο το οφείλω σχεδόν εξ ολοκλήρου σε σένα. Αυτό το βιβλίο γεννήθηκε στα πρώτα χρόνια…»
Και εδώ προκύπτει ένα ενδιαφέρον πρόβλημα τεκμηρίωσης: διότι εδώ και λίγα χρόνια έχει δημοσιευθεί η αλληλογραφία μεταξύ Χάνα Άρεντ και Μάρτιν Χάιντεγκερ. Η επιστολή που συνοδεύει το αντίτυπο της Vita Activa είναι της 28ης Οκτωβρίου 1960. Στο πρωτότυπο, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, γράφεται ότι «αυτό το βιβλίο, που το οφείλω σχεδόν εξ ολοκλήρου σε σένα, γεννήθηκε στα πρώτα χρόνια του Φράιμπουργκ». Όμως ο Φράνκο Βόλπι, στη βιογραφία του για τον Χάιντεγκερ, γράφει ότι στην επιστολή της Άρεντ αναφέρεται πως το βιβλίο γεννήθηκε στα πρώτα χρόνια του Μάρμπουργκ.
Εγώ προσωπικά ξαφνιάστηκα· είπα: «Μα πώς γίνεται ο Βόλπι, που είναι τόσο ακριβής, τόσο προσεκτικός στις ιστορικές του ανασυνθέσεις, να μην έχει προσέξει ότι η επιστολή δεν μιλά για το Μάρμπουργκ αλλά για το Φράιμπουργκ;» Συγχωρέστε με που επιμένω, αλλά αξίζει να εξηγηθεί γιατί αυτή η διαφορά έχει σημασία. Διότι το μάθημα του 1924 έγινε στο Μάρμπουργκ, όπου η Χάνα Άρεντ είχε φτάσει από το Βερολίνο. Είχε πάρει το απολυτήριό της στο Βερολίνο και είχε εγγραφεί στο πανεπιστήμιο στο Μάρμπουργκ ειδικά για να παρακολουθήσει τον Χάιντεγκερ· διότι σε όλη τη Γερμανία είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι στο Μάρμπουργκ υπήρχε ένας νέος καθηγητής φιλοσοφίας, ο οποίος διάβαζε τον Αριστοτέλη με έναν τρόπο όπως κανείς δεν τον είχε διαβάσει ποτέ πριν — δηλαδή τον μετέτρεπε σε έναν ζωντανό στοχαστή, έναν στοχαστή του καιρού μας.
Στο Μάρμπουργκ είχαν συρρεύσει πολλοί, που αργότερα θα γίνονταν οι μεγαλύτεροι Γερμανοί φιλόσοφοι του 20ού αιώνα: Χανς Γιόνας, Καρλ Λέβιτ, Γκύντερ Άντερς, Χανς Γκέοργκ Γκάνταμερ, Λέο Στράους, και άλλοι που τώρα μου διαφεύγουν. Όλοι είχαν πάει στο Μάρμπουργκ για να παρακολουθήσουν τα μαθήματα του Χάιντεγκερ.
Τώρα, εδώ τα πράγματα γίνονται λίγο περίπλοκα· προσπάθησα να κάνω ανασύνθεση, αλλά υπάρχει κάτι για το οποίο δεν είμαι βέβαιος: είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς με ακρίβεια την ημερομηνία άφιξης της Χάνα Άρεντ στο Μάρμπουργκ. Γίνεται λόγος για την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 1924. Το μάθημα του Χάιντεγκερ ήταν το θερινό εξάμηνο του 1924· αλλά θερινό εξάμηνο σημαίνει μάθημα που ξεκινά στις αρχές Μαρτίου και τελειώνει τον Ιούνιο. Επομένως, δεν είναι βέβαιο ότι η Άρεντ το παρακολούθησε, ενώ είναι βέβαιο ότι παρακολούθησε τα επόμενα εξάμηνα, μέχρι το 1925.
Ξέρετε ότι εκείνη την εποχή γεννήθηκε και μια ερωτική σχέση ανάμεσα στους δύο·
η Άρεντ δεν ήταν απλώς μαθήτρια του Χάιντεγκερ, αλλά για κάποιο διάστημα ήταν και η ερωμένη του. Και εδώ υπάρχει επίσης αμφισβήτηση ως προς τις ημερομηνίες. Διότι υπάρχει μια πρώτη επιστολή στην οποία ο Χάιντεγκερ γράφει στη μαθήτριά του, που προφανώς είχε παρακολουθήσει τα μαθήματά του, «Αγαπητή δεσποινίς Άρεντ»…και σύμφωνα με τον Βόλπι, αυτή η επιστολή φέρει ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1924. Όμως στην κριτική έκδοση των επιστολών της Χάνα Άρεντ, η ημερομηνία είναι 10 Φεβρουαρίου 1925, όχι 1924.
Τον Φεβρουάριο… λοιπόν, εγώ είπα: μα πώς είναι δυνατόν να έκανε λάθος ο Βόλπι με την ημερομηνία; Πώς είναι δυνατόν;
Ύστερα όμως ανασύνθεσα το υλικό: ο Βόλπι βασίστηκε σε μια βιογραφία του Χάιντεγκερ, εκείνη του Σαφράνσκι, η οποία δίνει ως ημερομηνία το 1924, αλλά είναι λάθος.

Στην πρώτη επιστολή, ο Χάιντεγκερ γράφει: «Αγαπητή δεσποινίς Άρεντ», και της βάζει ημερομηνία, όπως ήταν σωστό.
Δεκαπέντε μέρες μετά, γράφει δεύτερη επιστολή: «Αγαπητή Χάννα», της μιλά στον ενικό και υπογράφει «Ο δικός σου Μάρτιν» (Dein Martin). Προφανώς κάτι συνέβη μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Έτσι δημιουργείται μια σχέση ανάμεσα στους δύο που διαρκεί μερικά χρόνια. Ύστερα εκείνη φεύγει, αφήνει το Μάρμπουργκ, πηγαίνει στη Χαϊδελβέργη, και συνεχίζει τις σπουδές της, όπου και αποφοιτά με τον Γιάσπερς, έναν άλλον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο, καθηγητή στη Χαϊδελβέργη.
Ωστόσο, εκείνα τα χρόνια — εκείνοι οι μήνες στο Μάρμπουργκ — άφησαν επάνω της ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα.
Γι’ αυτό και καταλαβαίνει κανείς πώς, στην επιστολή που συνοδεύει το Vita Activa το 1960, μπορεί να έγραψε:

«Αυτό το βιβλίο γεννήθηκε στα πρώτα μου χρόνια στο Μάρμπουργκ»

διότι στο Μάρμπουργκ έγινε η πρώτη τους συνάντηση, και διότι στο Μάρμπουργκ ο Χάιντεγκερ είχε διδάξει το μάθημα για την Πολιτική του Αριστοτέλη, το οποίο η Άρεντ επαναλαμβάνει σχεδόν κατά λέξη στο Vita Activa — ακόμη και με τον ίδιο τίτλο, την ίδια έκφραση: Zoé praktiké, vita activa. Όμως, το κείμενο λέει "Φράιμπουργκ".
Και τότε, η εκδότρια της αλληλογραφίας, η Έλσμπιετα Έτινγκερ, γράφει σε μια υποσημείωση:


«Όχι — είναι ένα lapsus. Η Άρεντ έγραψε Φράιμπουργκ, αλλά εννοούσε Μάρμπουργκ».

Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτό ισχύει. Γιατί υπάρχει και μια άλλη, απολύτως λογική εξήγηση: Μετά τον πόλεμο, το 1950, η Άρεντ επέστρεψε στην Ευρώπη και πήγε να βρει τον Χάιντεγκερ, που κατοικούσε στο Φράιμπουργκ, και στο Φράιμπουργκ συναντήθηκαν για μερικές μέρες — αυτό το 1950. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1959, άρα θα είχε πολύ νόημα να πει:
«Αυτό το βιβλίο το συνέλαβα όταν ξανασυναντηθήκαμε στο Φράιμπουργκ», δηλαδή εννέα χρόνια πριν. Γιατί εννέα χρόνια είναι ένας κατάλληλος χρόνος για να σκεφτεί και να γράψει κανείς ένα βιβλίο, πολύ περισσότερο από τα 35 χρόνια που χωρίζουν το 1925 από το 1950, δηλαδή από την πρώτη συνάντηση στο Μάρμπουργκ.

Όπως κι αν έχει, όποια κι αν είναι η ακριβής χρονολογία, παραμένει το γεγονός ότι η Χάνα Άρεντ, δηλώνοντας ότι το βιβλίο της το οφείλει σχεδόν ολοκληρωτικά στον Χάιντεγκερ, και άρα αναγνωρίζοντας ότι έχει αντλήσει από τον δάσκαλό της τη μεγαλύτερη μερίδα των εννοιών που περιέχονται στο βιβλίο, πράγματι επαναλαμβάνει τα ίδια σημεία του μαθήματος του 1924, αλλά με εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα. Διότι η Άρεντ επανέρχεται στο νόημα που έδινε ο Αριστοτέλης στη "βίον πρακτικόν", δηλαδή στον θετικό του χαρακτήρα, ως πλήρη πραγμάτωση του ανθρώπου. Και έτσι, στο βιβλίο της Χάνα Άρεντ δεν υπάρχει καμία αναφορά στον φόβο. Το μέρος με την ανάλυση του φόβου, που ήταν το μόνο πάθος που είχε υιοθετήσει ο Χάιντεγκερ, παραλείπεται εντελώς. Και γνωρίζετε ότι ο Χάιντεγκερ προσχώρησε στον ναζισμό, και ότι αυτό ήταν η θεμελιώδης αιτία της ρήξης ανάμεσα στους δύο. Η Άρεντ, κατά τη διαμονή της στην Αμερική, έγραψε ένα βιβλίο που την έκανε διάσημη σε όλο τον κόσμο, πριν ακόμη από το Vita Activa: το βιβλίο Οι καταβολές του ολοκληρωτισμού (The Origins of Totalitarianism), στο οποίο, με μια ανάλυση του ναζισμού και του μπολσεβικισμού, υποστηρίζει ότι πρόκειται για δύο μορφές ολοκληρωτισμού που από πολλές απόψεις είναι παρόμοιες.
Ο Χάιντεγκερ δεν θα το είχε αποδεχτεί ποτέ αυτό, γιατί είχε προσχωρήσει στον ναζισμό ακριβώς από φόβο για τον κομμουνισμό — από τον φόβο ότι θα μπορούσε να συμβεί και στη Γερμανία ό,τι είχε συμβεί στη Ρωσία.
Άρα, για τον Χάιντεγκερ, δεν επρόκειτο για δύο ίδιου τύπου φαινόμενα: ήταν δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Και φαίνεται πως ο Χάιντεγκερ ενοχλήθηκε πολύ όταν — δεν ξέρω αν διάβασε το βιβλίο — σίγουρα έμαθε για την ύπαρξή του, και δεν του άρεσε.


Τώρα, σε αυτό το βιβλίο, Οι καταβολές του ολοκληρωτισμού, υπάρχει μια σελίδα όπου η Άρεντ μιλά για τον φόβο, όχι όμως για να τον παρουσιάσει ως θεμελιώδες υπαρξιακό χαρακτηριστικό της σχέσης με τους άλλους, αλλά ως ελάττωμα: το ελάττωμα εκείνων που, ακριβώς εξαιτίας του φόβου, παίρνουν το μέρος των ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Ξαναδιαβάζω τη σελίδα 469 από το Οι καταβολές του ολοκληρωτισμού:

Ο φιλήσυχος μικροαστός (philistin), που είχε αποσυρθεί στη σφαίρα της ιδιωτικότητας — (για την Άρεντ, η ιδιωτική σφαίρα δεν είναι ο χώρος όπου ο άνθρωπος πραγματώνεται· ο χώρος της πραγματικής ολοκλήρωσης είναι η πολιτική σφαίρα) — αυτός ο φιλήσυχος που σκεφτόταν αποκλειστικά την ασφάλεια και την καριέρα του, ήταν το τελευταίο, ήδη εκφυλισμένο προϊόν της αστικής τάξης,
και της πίστης της στην πρωτοκαθεδρία των κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων.

Πρόκειται για κριτική της κατάστασης στη Γερμανία τη στιγμή που οι ναζί πήραν την εξουσία. Ήταν ο αστός που είχε αποκοπεί από την τάξη του,το εξατομικευμένο άτομο που αναδύθηκε από την αποσύνθεση της ίδιας της αστικής τάξης. Ο άνθρωπος-μάζα, που οργάνωσε ο Χίμλερ — ο Χίμλερ ήταν ο επικεφαλής των SS —για τα πιο φρικτά εγκλήματα που έχει δει η ιστορία, διέθετε τα χαρακτηριστικά του φιλήσυχου μικροαστού περισσότερο παρά της πλέμπας. Ήταν ο στενόμυαλος, μικρόψυχος νοικοκυραίος που, ανάμεσα στα ερείπια του κόσμου του, ενδιαφερόταν μόνο για την προσωπική του ασφάλεια, και ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα — πίστη, τιμή, αξιοπρέπεια — στο παραμικρό σημάδι κινδύνου.
Τίποτα δεν αποδείχθηκε πιο εύκολα καταστρέψιμο από την ιδιωτική ηθική και την προσωπική ακεραιότητα ανθρώπων που σκέφτονταν μόνο πώς να διατηρήσουν την αδιάκοπη κανονικότητα της ζωής τους. Πρόκειται για μια κρίση — και ο καθένας είναι ελεύθερος να τη δεχτεί ή όχι —αλλά είναι μια κρίση σύμφωνα με την οποία τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως ο ναζισμός, γεννιούνται από τον φόβο του φιλήσυχου μικροαστού: αυτού που ενδιαφέρεται μόνο για την ασφάλειά του, και είναι διατεθειμένος να θυσιάσει κάθε άλλη αξία προκειμένου να προστατευτεί.
Αυτή είναι η περιγραφή του φόβου. Και έτσι, βρισκόμαστε κυριολεκτικά στον αντίποδα του μαθήματος του Χάιντεγκερ —και επίσης σε αντίθεση με όσα γράφει στο Είναι και Χρόνος. Εμένα μου φάνηκε ότι αυτό το θέμα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και άξιο να γίνει ευρύτερα γνωστό.

Έχω γράψει ένα άρθρο επ' αυτού, το οποίο δημοσιεύτηκε στο δελτίο της Ιταλικής Φιλοσοφικής Εταιρείας το 2012, αλλά για λόγους προϋπολογισμού δεν έχει ακόμα διανεμηθεί, καθώς η Εταιρεία δεν έχει τα χρήματα για να στείλει το δελτίο στα μέλη της.
Παρ’ όλα αυτά, αν κάποιος ενδιαφέρεται, ας μου στείλει ένα email, και θα του στείλω το PDF με το άρθρο, όπου λέω όλα αυτά τα πράγματα —κι έχει μόνο ένα μικρό λάθος σε μια ημερομηνία, αλλά δεν είναι σοβαρό, δεν είναι σοβαρό.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

ΑΣ ΛΥΠΗΘΟΥΜΕ ΒΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΙΑΛΥΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ ΜΑΣ ΟΠΑΔΩΝ ΤΟΥ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΥ ΑΡΧΗΣ ΓΕΝΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΠΑΔΟΥΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ ΠΟΥ ΘΡΕΦΟΥΝ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: