Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

XΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ - Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (24)

 Συνέχεια από: Κυριακή 25 Μαΐου 2025

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΠΕΡΙ ΑΠΑΘΕΙΑΣ

H ἀπάθεια εἶναι ἕνας ἄλλος ὅρος γιὰ νὰ ὁριστῆ ἡ κατάσταση τῆς τελειότητος καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸ «τέλος» τῆς ὀρθόδοξης ἀσκήσεως. Στὴν Κλίμακα ἡ ἀπάθεια κατανοεῖται ὄχι ὡς κατάσταση στερητική, ἀλλὰ ὡς τὸ κατεξοχὴν θετικὸ ἐπίτευγμα, ἕνα «τέλος» μὲ ἀπεριόριστα περιθώρια δυναμικής πραγματοποιήσεως.

«Αὕτη οὖν
ἡ τελεία τῶν τελείων
ἀτέλεστος τελειότης»1.

Ὁ θετικὸς καὶ δυναμικός χαρακτήρας τῆς ἀπαθείας ὁρίζει τὸ καινούργιο περιεχόμενο ποὺ ἔδωσε στὴν ἔννοια αὐτὴ τῆς φιλοσοφικῆς Ἠθικῆς ἡ ἀσκητικὴ ἀνθρωπολογία τῆς ᾿Ανατολῆς2. Ἡ χριστιανικὴ ἀπάθεια ἀναφέρεται σὲ μιὰ κατάσταση τελειότητος, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα ὁδὸς καὶ πορεία ἀτέλεστη.

«Ἔστιν ἀπαθὴς
καὶ ἔστιν ἀπαθοῦς ἀπαθέστερος·
ὁ μὲν γὰρ ἰσχυρῶς μισεῖ τὰ πονηρά,
ὁ δὲ ἀπλήστως πλουτεῖ ἐν ἀρεταῖς»3.

Ἡ ἀπάθεια εἶναι ἡ ἄρνηση τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν καὶ κλίσεων, καὶ ταυτόχρονα ὁ πλουτισμὸς σὲ ἀρετές, ἡ πρόοδος στὴν κατάσταση τοῦ ἁγιασμοῦ. Τόσο ὡς «μίσος» τῶν πονηρῶν κλίσεων ὅσο καὶ ὡς ἄπληστος πλουτισμὸς ἀρετῶν, εἶναι φανερὸ ὅτι διατηρεῖ ἡ ἀπάθεια τὸν δυναμικό χαρακτήρα τῆς «παθητικῆς» δυνάμεως καὶ φορᾶς τῆς φύσεως πρὸς τὴν ὁλοκλήρωση καὶ τελείωσή της.

ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΕΟΝ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ.ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Ο ΛΟΥΘΗΡΟΣ ΘΑ ΕΡΜΗΝΕΥΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ,ΘΑ ΠΡΟΣΘΕΤΕ ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ.

Σημειώσεις

1. ΚΘ' γ' 165.
2. Ὁ ὅρος ἀπάθεια κατάγεται ἀπὸ τοὺς Στωϊκούς. Οἱ Στωϊκοὶ ὥρισαν τὴν ἀπάθεια ὡς ἔννοια στερητικὴ – πρέπει τὰ πάθη νὰ σιγήσουν, διαφορετικὰ ἡ ἀρετὴ εἶναι ἀπραγματοποίητη. (Βλ. J.HIRSCHBERGER Geschichte der Philosophie, I, 269). Οἱ «ἄλογες» φυσικές κινήσεις πρέπει νὰ ὑποταχθοῦν στὸ λογικό – ἡ λύπη, ὁ φόβος, ἡ ἐπιθυμία, ἡ ἡδονή. (Διογένης Λαέρτιος VII, 110 παρὰ: Johannes STELZEN-BERGER, Die Beziehungen der frühchristlichen Sittenlehre zur Ethik der Stoa = Η σχέση μεταξύ της πρώιμης χριστιανικής ηθικής διδασκαλίας και της στωικής ηθικής, München 1933, σελ. 249). Καὶ τὰ τέσσερα αὐτὰ «πάθη» τῆς φύσεως εἶναι ἄλογα:«λύπη μὲν οὖν ἄλογος συστολή· φόβος ἄλογος ἔκκλισις· ἐπιθυμία ἄλογος ὄρεξις· ἡδονὴ ἄλογος ἔπαρσις». (ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ, Περὶ παθῶν, 11, Arnim.III fr.391). Ἡ ἀλογία τῶν παθῶν σκοτίζει τὸν νοῦ, δὲν τὸν ἀφήνει νὰ διακρίνη ἀνάμεσα στὶς «φαντασιώσεις» καὶ στὴν οὐσιώδη πραγματικότητα. Τὸ νόημα τῆς ἀπαθείας εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ταραχὴ ποὺ δημιουργοῦν οἱ φαντασιώσεις τῶν αἰσθήσεων, ἡ δυνατότητα ἄμεσης ἀναφορᾶς στὰ πράγματα καὶ στὰ γεγονότα καθεαυτά. Γράφει ὁ Ἐπίκτητος: «Ὅταν κλαίοντα ἴδῃς τινὰ ἐν πένθει, ἢ ἀποδημοῦντος τέκνου, ἢ ἀπολωλεκότα τὰ ἑαυτοῦ, πρόσεχε, μήσε ἡ φαντασία συναρπάσῃ, ὡς ἐν κακοῖς ὄντος αὐτοῦ, τοῖς ἐκτός· ἀλλ᾽ εὐθὺς διαίρει παρὰ σεαυτῷ καὶ λέγειν ἔστω πρόχειρον, ὅτι τοῦτον θλίβει οὐ τὸ συμβεβηκός· ἄλλον γὰρ οὐ θλίβει· ἀλλὰ τὸ δόγμα τὸ περὶ τούτου· μέχρι μέν τοι λόγου μὴ ὅκνει συμπεριφέρεσθαι αὐτῷ· κἂν οὗτω τύχῃ καὶ συνεπιστέναξαι· πρόσεχε μέν τοι μὴ καὶ ἔσωθεν στενάξῃς». [«Όταν δεις κάποιον να κλαίει επειδή πενθεί —είτε επειδή το παιδί του έφυγε μακριά, είτε επειδή έχασε την περιουσία του— πρόσεξε μήπως σε παρασύρει η εντύπωση ότι ο άνθρωπος αυτός υποφέρει εξαιτίας εξωτερικών πραγμάτων. Αντί γι’ αυτό, να ξεχωρίζεις αμέσως μέσα σου την κατάσταση και να έχεις έτοιμο τον στοχασμό: “Αυτός δεν λυπάται για αυτό που του συνέβη· γιατί άλλος στη θέση του δεν θα λυπόταν. Αυτό που τον πονάει είναι η γνώμη που έχει ο ίδιος για αυτό που του συνέβη.” Μέχρι ενός σημείου, δεν είναι κακό να συμπαρασταθείς· και αν είναι ανάγκη, να αναστενάξεις κι εσύ μαζί του. Αλλά πρόσεξε μην αναστενάξεις κι εσωτερικά, δηλαδή μην πονέσεις κι εσύ από μέσα σου».(Πρόκειται για μια χαρακτηριστική στωική διδασκαλία του Επίκτητου: η λύπη δεν προέρχεται από τα γεγονότα καθαυτά, αλλά από την κρίση που έχουμε γι’ αυτά)] (ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ Εγχειρίδιον, Κεφ. ιστ΄, Ἔκδοση Dresdae et Lipsiae 1756, σελ.46-48). Ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὸ «δόγμα», τη «δόκησιν», τὴν προσωπικὴ ἀντίληψη τῶν γεγονότων, ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ἐσωτερικὴ «ἀταραξία» ποὺ οἱ Στωϊκοὶ πίστευαν ὅτι ἀποτελεῖ τὸ κορύφωμα τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Είναι κλασσικὸς ὁ στίχος τοῦ Ὁράτιου : Si fractus illabatur orbis, impavidum ferient runiae. (Κι ἂν ὅλα γύρω σωριαστοῦν, νὰ τὸν βροῦν ἀτάραχο μέσα στὰ ἐρείπια). (Carm. III, 3 παρὰ HIRSCHBERGER I, 269). Οἱ ἄλογες κινήσεις τῆς φύσεως δὲν κρίνονται ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἔχουν, ἂν κατατείνουν σὲ ἠθικὸ ἢ ἀνήθικο τέλος, ἀλλὰ πρέπει νὰ κατασταλοῦν μόνο ἐπειδὴ εἶναι ἄλογες καὶ σκοτίζουν τὸ λογικό. Τὸ ἔλεος καὶ ἡ εὐσπλαχνία, π.χ., εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς φυσικὲς καὶ ἄλογες κινήσεις τῆς ψυχῆς στὴν ὁποία δὲν πρέπει νὰ ἐνδώση ὁ στωϊκός. «Ελεήμονάς τε μὴ εἶναι, συγγνώμην τ' ἔχειν μηδενί· μὴ γὰρ παριέναι τὰς ἐκ τοῦ νόμου ἐπιβαλλούσας κολάσεις, ἐπεὶ τὸ γε εἴκειν καὶ ὁ ἔλεος αὐτὴ θ᾽ ἡ ἐπιείκεια οὐδένειὰ ἐστι τῆς ψυχῆς πρὸς κολάσεις προσποιουμένης χρηστότητα· μηδ' οἴεσθαι σκληροτέρας αὐτὰς εἶναι» [«Μην είσαι ελεήμων, ούτε να δείχνεις κατανόηση σε κανέναν· να μη συγχωρείς τις τιμωρίες που επιβάλλει ο νόμος, γιατί το να υποχωρεί κανείς, το να δείχνει έλεος και ακόμη και η επιείκεια, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσποιητή καλοσύνη της ψυχής απέναντι σε τιμωρίες· και να μη νομίζεις πως αυτές (οι τιμωρίες) είναι σκληρές.»]. (ΔΙΟΓ. ΛΑΕΡΤΙΟΣ VII, 123. Arnim. III 641 σελ. 163.). Η Ἠθικὴ τῶν Στωϊκῶν εἶναι μιὰ κατεξοχὴν ἀτομικὴ Ἠθική, δὲν ἀποβλέπει στὴν ἀνθρώπινη σχέση ἀλλὰ στὴν ἐσωτερικὴ ἀπελευθέρωση καὶ στὴν κυριαρχία τοῦ λόγου πάνω στὴν ἄλογη φύση. «Διὰ τοῦτο ἔλεγεν (Διογένης) ὅτι, ἐξ οὐ μ' ᾿Αντισθένης ἠλευθέρωσεν, οὐκέτι ἐδούλευσα, πῶς ἠλευθερωσεν; ἄκουε τί λέγει· ἐδίδαξέ με τὰ ἐμὰ καὶ τὰ οὐκ ἐμά· κτῆσις οὐκ ἐμή· συγγενεῖς... φήμη... διατριβή, πάντα ταῦτα ὅτι ἀλλότρια· σὸν οὖν τι; χρῆσις φαντασιῶν, ταύτην ἔδειξέ μοι ὅτι ἀκώλυτον ἔχω, ἀνανάγκαστον, οὐδεὶς ἐμποδίσαι δύναται, οὐδεὶς βιάσασθαι ἄλλως χρήσασθαι ἢ ὡς θέλω. τις οὖν ἔχει μου ἐξουσίαν;» [Γι’ αυτό έλεγε (ο Διογένης): “Από τότε που με ελευθέρωσε ο Αντισθένης, δεν υπήρξα ποτέ ξανά δούλος.” Πώς τον ελευθέρωσε; Άκου τι λέει: “Με δίδαξε ποια είναι τα δικά μου και ποια δεν είναι. Περιουσία; Δεν είναι δική μου. Συγγενείς; Φήμη; Ενασχολήσεις; Όλα αυτά είναι ξένα. Τι λοιπόν είναι δικό μου; Η χρήση των εντυπώσεων (φαντασιών) — αυτήν μου έδειξε πως την έχω ανεμπόδιστη, ελεύθερη από κάθε ανάγκη· κανείς δεν μπορεί να με εμποδίσει, κανείς δεν μπορεί να με εξαναγκάσει να τη χρησιμοποιήσω αλλιώς απ’ όπως εγώ θέλω. Ποιος λοιπόν έχει εξουσία επάνω μου;"] (ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, Dissertationes III 24, 67 κ.ε. Epicteti Dissertationes, ab Arriano digestae; accedunt Fragmenta, Enchiridion etc. Leipzig, Teubner 1894 (1916), σελ. 334). Συμπέρασμα τῆς σκεπτικῆς αὐτῆς ἠθικῆς ἐπεξεργασίας εἶναι ἡ προτίμηση τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐγκόσμια ἀπόλαυση. «Κρεῖσσον λιμῷ ἀποθανεῖν, ἄλυπον καὶ ἄφοβον γενόμενον ἢ ζῆν ἐν ἀφθόνοις ταρασσόμενον». [«Καλύτερα να πεθάνει κανείς από την πείνα, ήρεμος και χωρίς φόβο, παρά να ζει μέσα στην αφθονία ταραγμένος.»] (ΕΠΙΚΤ. Εγχειρίδιον, c. 12/1, στὴν ἴδια έκδοση σελ. 11).

Ἡ ἔννοια τῆς ἀπαθείας χρησιμοποιήθηκε πολύ νωρίς στὴ χριστιανικὴ γραμματεία. Ἦταν ἕνας εὔστοχος ὅρος γιὰ νὰ ἀποδοθῆ ἡ ἀποκατάσταση τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως, ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ κράτους τῆς ἁμαρτίας. Στὴν ἐργασία τοῦ STELZENBERGER, στὴν ὁποία παραπέμψαμε, γίνεται μιὰ ἐμπεριστατωμένη ἀναζήτηση τῶν ἐπιδράσεων τῆς στωϊκῆς Ἠθικῆς πάνω στὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο στὸν Ωριγένη καταλογίζει ὁ Stelzenberger ἀπόψεις ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποδοθοῦν σὲ ἐπηρεασμὸ τῆς στωϊκῆς διδασκαλίας. (Βλ. έ.α. σελ. 270 καὶ ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Κατὰ Κέλσου VIII, 51 καὶ Ὁμιλία εἰς τὸν Ἱερεμίαν 5, 8 Migne P.G. 13, 308). Στὴν ὑπόλοιπη πατερικὴ γραμματεία πιστεύει ὅτι τὸ νόημα τῆς ἀπαθείας διαφοροποιεῖται οὐσιαστικά. («Ergibt sich in diesem Lehrpunkte von vorneherein eine Antithese des Christentums gegen die Stoa... Nicht jeder Affekt muss in seinem Entstehen vernunftwidrig sein. Christliche ansicht ist immer gewesen, dass die Pathe von der Vernunft und vom Willen beherrscht werden müssen; sie sind aber nicht restlos zu beseitigen». Ἔ.ἄ. σελ. 265) [Ανακύπτει σ’ αυτό το διδακτικό σημείο εξ αρχής μια αντίθεση του Χριστιανισμού προς τη Στοά… Δεν είναι κάθε πάθος εκ φύσεως παράλογο από τη γέννησή του. Η χριστιανική άποψη ήταν πάντοτε ότι τα πάθη πρέπει να τελούν υπό την εξουσία της λογικής και της βούλησης· δεν είναι όμως δυνατόν να εξαλειφθούν εντελώς]. ᾿Ακόμα καὶ σὲ περιπτώσεις ποὺ διατηροῦν οἱ Πατέρες τὶς ἐκφράσεις καὶ διατυπώσεις τῆς στωϊκῆς ᾿Ἠθικῆς, τὸ περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας τους εἶναι οὐσιαστικὰ διαφορετικὸ ἀπὸ τὴ λογικοκρατούμενη ἠθικὴ ἀντίληψη τῶν Στωϊκῶν καὶ τὶς δυαλιστικές της προϋποθέσεις. Στὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς πατερικῆς γραμματείας ἡ ἀπάθεια ταυτίζεται ὄχι μὲ τὴν κυριαρχία τοῦ νοῦ πάνω στὶς ἄλογες κινήσεις τῆς φύσεως, ἀλλὰ μὲ τὴ μεταστροφὴ τῶν παθῶν σὲ δυνάμεις ὑπηρετικὲς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. «Ψυχή ἐστι τελεία, συνοψίζει ὁ ἅγιος ΜΑΞΙΜΟΣ & ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ἧς ἡ παθητικὴ δύναμις νένευκεν ὁλοτελῶς πρὸς Θεόν» [Τέλεια είναι η ψυχή της οποίας η παθητική δύναμη έχει στραφεί ολοκληρωτικά προς τον Θεό]. (Κεφάλαια περὶ ἀγάπης ΙΙΙ, ⵢη' Migne P.G. 90, 1048A.Βλ. καὶ Η.U.v. BALTHASAR, Kosmische Liturgie, σελ. 342 - 343)[ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΙΣ; ΜΗΠΩΣ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΚΑΤΑ ΓΡΑΜΜΑ;Η ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΣ ΕΙΝΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΤΑΝΕΜΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ.] [Ο Hans Urs von Balthasar, στη μεγάλη του σύνθεση για τον Μάξιμο, σχολιάζει αυτό ακριβώς το χωρίο λέγοντας: «Η αγιότητα δεν συνίσταται στην κατάργηση της παθητικής φύσεως της ψυχής, αλλά στην πλήρη υποταγή της στο θείο. Η "παθητική" δύναμη της ψυχής -που μπορεί να παρασυρθεί από τα πάθη- με τη χάρη και την ασκητική εργασία "νεύει" προς τον Θεό. Και αυτό είναι η τελειότητα.» ][Ο ΒΡΑΧΟΣ, Η ΠΕΤΡΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ; ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΣ;]. «Ἡ χριστιανικὴ ἀσκητικὴ τόνισε πάντοτε ὅτι ἡ θέληση δυναμωμένη ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ κυριαρχῆ πάνω στη φυσικὴ ὁρμή, ὄχι γιὰ νὰ τὴν ἐξαφανίση, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ἐξευγενίση καὶ νὰ τὴν ἐκπνευματώση. Αὐτὴ εἶναι κιόλας μιὰ στάση ἀντίθετη στὸ στωϊκὸ ἰδεῶδες τῆς ἀπαθείας, μολονότι ἐδῶ κι ἐκεῖ ἐκφράζεται συμπάθεια γι᾿ αὐτὸ τὸ ἰδεῶδες, μὲ ἀσάφεια γιὰ τὶς τελικὲς συνέπειες»[ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΗ ΣΑΡΚΑ ΠΝΕΥΜΑ] (STELTZENBERGER, σελ. 266). Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ θέμα τῆς ἀπαθείας συνδυάστηκε τὶς περισσότερες φορὲς στὴν πατερικὴ διδασκαλία μὲ τὴν ἀναφορὰ στὴν ἀπάθεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ μέτρο καὶ ὁ τύπος τῆς ἐσχατολογικῆς πληρότητος τῶν σεσωσμένων.[ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΛΑΒΕ ΤΑ ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΠΑΘΗ, ΤΗΣ ΦΥΩΣ. ΔΕΝ ΕΛΑΒΕ ΤΑ ΔΙΑΒΛΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ] (Ο ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ ἀνατρέξη ἐνδεικτικὰ στὰ σχετικὰ χωρία τοῦ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Migne P.G. 26, 1060 καὶ 25, 192 – τοῦ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Migne P.G. 32, 100 καὶ 288 – τοῦ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Migne P.G.45, 29 – τοῦ ΕΥΑΓΡΙΟΥ, Migne. P.G. 40, 1253 καὶ 1221 καὶ 1243 – τοῦ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Migne P.G. 47, 423 - 494 – τοῦ ΝΕΙΛΟΥ τοῦ ἀσκητοῦ, Migne P.G.79, 224 καὶ 261 καὶ 252 καὶ 400).[ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΚΟ Η ΗΜΙΜΑΘΕΙΑ.
"  ]Η εμπειρία λοιπόν είναι μία ενότης μίας πολλαπλότητος μνημείων, όλων όμως σχετικών με ένα μοναδικό και ίδιο πράγμα. Απο την εμπειρία, δηλαδή απο κάθε καθόλου που βρήκε ησυχία στην ψυχή (η εκ παντός ηρεμήσαντος του καθόλου εν τη ψυχή), το ένα ενάντια στα πολλά, το οποίο σε όλα αυτά είναι παρόν ένα και το ίδιο, ένα και το αυτό, προέρχεται η αρχή της τέχνης και της επιστήμης. (Αναλυτικά ύστερα, 100 α 3-9)."]

3. ΚΘ' δ΄ 165.

Δεν υπάρχουν σχόλια: