Συνέχεια από: Σάββατο 19 Απριλίου 2025
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ο ΕΡΩΣ, ΤΟ ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
Οἱ κατηγορίες τῆς ἐρωτικῆς ἐμπειρίας εἶναι οἱ κατηγορίες τῆς «γνώσεως» τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλά, ταυτόχρονα, αὐτὴ ἡ «γνώση» ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται καὶ μὲ τὴν ὑπέρβαση τῶν περισπάσεων τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας, δηλαδὴ μὲ τὴν ἁγνότητα. Ἡ ἁγνότητα εἶναι μιὰ κατάσταση ἐρωτική, καὶ ταυτόχρονα μιὰ ἄρνηση τῆς φυσικῆς ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἀπρόσωπου εἴδους, εἶναι μιὰ ἄρνηση τοῦ ἀπρόσωπου ἔρωτα γιὰ χάρη τοῦ κατεξοχὴν προσωπικοῦ ἔρωτα, τοῦ θείου ἔρωτα. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ σώματος, ἡ ἀπρόσωπη ἔλξη τοῦ εἴδους πρέπει νὰ κατασταλῆ γιὰ νὰ γίνη δυνατὴ ἡ ἀποκατάσταση τῆς προσωπικῆς κοινωνίας. Ὄχι γιατὶ εἶναι ἡ ἴδια ἡ φυσικὴ ἕλξη καθεαυτὴν ἁμαρτωλή, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ διάβολος ἐκμεταλλεύεται τὴν εὐπάθεια τῆς φύσεως γιὰ νὰ καταλύση τὴν ἐλευθερία τῆς προσωπικῆς ἀναφορᾶς μέσα στὴν ἀπρόσωπη ἐπιθυμία τοῦ εἴδους.[ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΣΗΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ.ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ]«Τοῦτον τὸν τῆς πηλοῦ σύζυγον ἀγωνισάμενοι δαίμονα,
ἐκ τῆς ἡμετέρας καρδίας
διὰ λίθου νηστείας καὶ ξίφους ταπεινώσεως
βασανίσαντες ἐξελάσωμεν».17
Αν στὴν κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης ἐρωτικῆς πληρωματικῆς κοινωνίας γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀδιάφορος γιὰ κάθε ἄλλη φυσική ἐπιθυμία, πολὺ περισσότερο πετυχαίνει τὴ νέκρωση τῶν ἐπαναστατημένων θελημάτων τῆς σαρκὸς ὅταν εἶναι θεῖος ὁ ἔρως ποὺ αἰχμαλωτίζει τὴν ὕπαρξή του. Ισχύει, ὡστόσο, καὶ ὁ ἀντίστροφος δρόμος. Ὁ θεῖος ἔρως δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀπαρχή, εἶναι καὶ ἡ κατάληξη τῆς νεκρώσεως τῶν ἐπιθυμιῶν. Καὶ στὴν κατάληξη ἀκριβῶς αὐτὴ ἀποβλέπει ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση. Ἔτσι, εἶναι ἀδύνατο νὰ κατανοήσουμε σωστὰ τὸ ἐρωτικὸ τέλος τῆς χριστιανικῆς «γνώσεως» ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς. Καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ βιωθῆ σωστὰ ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ὑπακοή, χωρὶς τὴν τελικὴ ἀναφορὰ καὶ τὴν ἐπιδίωξη τοῦ θείου ἔρωτα. Ὅταν, λοιπόν, τὰ ἀσκητικά κείμενα μιλᾶνε γιὰ «νέκρωση» τοῦ σώματος καὶ τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν, δὲν ἀναφέρονται σὲ μιὰν ἄρνηση καὶ ἀπαξίωση τοῦ σώματος, ἀλλὰ στὴν προϋπόθεση μιᾶς πληρωματικῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς, στὸν θεῖο ἔρωτα ποὺ συνιστᾶ τὴν πραγματικὴ ἁγνότητα, τὴν οὐσιαστικὴ ἀπόσπαση καὶ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἀπροσωποποιημένη ἐπιθυμία. [ΣΤΗΝ ΠΡΟΘΕΣΗ; ΟΠΩΣ Ο Μ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΗΓΕ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕΙ; ΠΟΙΟΣ ΚΙΝΕΙ ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΕΡΩΤΑ; Η ΦΥΣΗ;]
«Οὗτος κανὼν καὶ ὅρος
τῆς τελείας καὶ πανάγνου ῾Αγνείας,
τὸ παραπλησίως ἐπ᾿ ἐμψύχοις καὶ ἀψύχοις,
λογικοῖς τε καὶ ἀλόγοις σώμασι διακεῖσθαι».18
Ἡ νέκρωση αὐτὴ εἶναι μιὰ θετικὴ ἁγνότητα ποὺ κυριαρχεί καθολικὰ στὴ ζωὴ τοῦ προσώπου, στὶς συνειδητὲς ἀλλὰ καὶ στὶς ἀσυνείδητες κινήσεις τοῦ σώματος - δὲν ἀφήνει περιθώριο οὔτε καὶ γιὰ ἀπωθημένα βιώματα στὸν χῶρο τοῦ ὀνείρου.
«Τοῦτο ἀληθοῦς ἁγνείας τεκμήριον,
τὸ ἀκίνητον εἶναι ἐν τοῖς καθ᾽ ὕπνον φαντάσμασι».19
βασανίσαντες ἐξελάσωμεν».17
Αν στὴν κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης ἐρωτικῆς πληρωματικῆς κοινωνίας γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀδιάφορος γιὰ κάθε ἄλλη φυσική ἐπιθυμία, πολὺ περισσότερο πετυχαίνει τὴ νέκρωση τῶν ἐπαναστατημένων θελημάτων τῆς σαρκὸς ὅταν εἶναι θεῖος ὁ ἔρως ποὺ αἰχμαλωτίζει τὴν ὕπαρξή του. Ισχύει, ὡστόσο, καὶ ὁ ἀντίστροφος δρόμος. Ὁ θεῖος ἔρως δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀπαρχή, εἶναι καὶ ἡ κατάληξη τῆς νεκρώσεως τῶν ἐπιθυμιῶν. Καὶ στὴν κατάληξη ἀκριβῶς αὐτὴ ἀποβλέπει ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση. Ἔτσι, εἶναι ἀδύνατο νὰ κατανοήσουμε σωστὰ τὸ ἐρωτικὸ τέλος τῆς χριστιανικῆς «γνώσεως» ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς. Καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ βιωθῆ σωστὰ ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ὑπακοή, χωρὶς τὴν τελικὴ ἀναφορὰ καὶ τὴν ἐπιδίωξη τοῦ θείου ἔρωτα. Ὅταν, λοιπόν, τὰ ἀσκητικά κείμενα μιλᾶνε γιὰ «νέκρωση» τοῦ σώματος καὶ τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν, δὲν ἀναφέρονται σὲ μιὰν ἄρνηση καὶ ἀπαξίωση τοῦ σώματος, ἀλλὰ στὴν προϋπόθεση μιᾶς πληρωματικῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς, στὸν θεῖο ἔρωτα ποὺ συνιστᾶ τὴν πραγματικὴ ἁγνότητα, τὴν οὐσιαστικὴ ἀπόσπαση καὶ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἀπροσωποποιημένη ἐπιθυμία. [ΣΤΗΝ ΠΡΟΘΕΣΗ; ΟΠΩΣ Ο Μ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΗΓΕ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕΙ; ΠΟΙΟΣ ΚΙΝΕΙ ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΕΡΩΤΑ; Η ΦΥΣΗ;]
«Οὗτος κανὼν καὶ ὅρος
τῆς τελείας καὶ πανάγνου ῾Αγνείας,
τὸ παραπλησίως ἐπ᾿ ἐμψύχοις καὶ ἀψύχοις,
λογικοῖς τε καὶ ἀλόγοις σώμασι διακεῖσθαι».18
Ἡ νέκρωση αὐτὴ εἶναι μιὰ θετικὴ ἁγνότητα ποὺ κυριαρχεί καθολικὰ στὴ ζωὴ τοῦ προσώπου, στὶς συνειδητὲς ἀλλὰ καὶ στὶς ἀσυνείδητες κινήσεις τοῦ σώματος - δὲν ἀφήνει περιθώριο οὔτε καὶ γιὰ ἀπωθημένα βιώματα στὸν χῶρο τοῦ ὀνείρου.
«Τοῦτο ἀληθοῦς ἁγνείας τεκμήριον,
τὸ ἀκίνητον εἶναι ἐν τοῖς καθ᾽ ὕπνον φαντάσμασι».19
Ἐκφράζεται ἐδῶ μιὰ ἐμπειρία «ψυχολογίας τοῦ βάθους» (Tiefen-psychologie), συχνὴ στὰ ἀσκητικὰ κείμενα. Δὲν ἀρκεῖ ἡ ἀποχὴ καὶ ἡ ἐγκράτεια γιὰ νὰ ὁρίση τὴν ἁγνότητα, πρέπει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, ὡς τὶς πιὸ μυστικές πτυχὲς τοῦ ὑποσυνείδητου καὶ ἀσυνείδητου ψυχικοῦ του κόσμου, νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν ἐνστικτώδη καὶ ἀπρόσωπη ἐπιθυμία τοῦ εἶδους. Καὶ ἀκολουθεῖ μιὰ πορεία ὁ μοναχός, ἀκριβέστατα προσδιωρισμένη ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ἐμπειρία, ὡσότου καταλήξη στὴ θετικὴ αὐτὴ νέκρωση τῆς τέλειας ἁγνότητος.
«᾿Αρχὴ μὲν ἁγνείας,
ἀσυγκατάθετος λογισμός,
καὶ ἀνείδωλοι διὰ χρόνων ἐκκρίσεις·
μεσότης δέ,
φυσικαὶ κινήσεις ἐπὶ πλήθει βρωμάτων καὶ μόνον,
ἀνειδώλως συνιστάμεναι, καὶ ρεύσεως ἀπηλλαγμέναι·
τέλος δέ,
νέκρωσις σώματος πρὸ θανόντων λογισμῶν». 20
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη τῆς Κλίμακος, ἡ κατάκτηση αὐτῆς τῆς καθολικῆς ἁγνότητος δὲν προϋποθέτει ὁπωσδήποτε μιὰν ἀρχικὴ σωματική παρθενία. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ γενετήσια λειτουργία ποὺ ἀναιρεῖ τὴν ἁγνότητα, ἀλλὰ εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἀποδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ εἶδους ποὺ τὴν ὁρίζει.
«Τινές φασιν ἀμήχανον λοιπὸν μετὰ γεῦσιν ἁμαρτίας ἁγνὸν ὀνομάζεσθαι·
ἐγὼ δὲ τούτους ἀνατρέπων, ὁρίζομαι,
δυνατὸν καὶ ράδιον τῷ βουλομένῳ ἀγριέλαιον
μετεγκεντρίζειν εἰς καλλιέλαιον·
εἰ μὲν παρθένῳ τῷ σώματι αἱ κλεῖς τῶν οὐρανῶν ἐπιστεύθησαν,
δίκαια ἴσως οἱ προλεχθέντες ἐδογμάτισαν
εἰ δὲ μή, αἰσχυνέτω αὐτοὺς ὁ πενθερὰν κτησάμενος, καὶ ἁγνὸς γενόμενος, καὶ τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας ἐπιφερόμενος».21
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ τὸ χωρίο αὐτὸ τῆς Κλίμακος, γιατὶ δὲν διστάζει νὰ ἀρνηθῆ ἀπερίφραστα καὶ μαχητικὰ μιὰ θέση, διατυπωμένη συχνὰ στὴν προγενέστερη πατερικὴ διδασκαλία, ποὺ προβάλλει ὡς ἀπόλυτη τὴν ὑπεροχὴ τῆς παρθενίας, ἐξαίρει τὴν παρθενία ὡς ἀποκλειστικὴ ὁδὸ ἁγνότητος, ὡς ἀξιολογικὰ ἀνώτερο εἶδος χριστιανικῆς ζωῆς. Ἐδῶ ἡ ἁγνότητα δὲν δεσμεύεται στὴν ἀφετηριακὴ προϋπόθεση τῆς παρθενίας, ὁρίζεται ὡς ἐπίτευγμα καὶ δυναμική, θετική κατάκτηση, «ἐγκεντρισμὸς εἰς καλλιέλαιον», ὡς ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας ποὺ δὲν μειώνεται οὔτε ἀλλοιώνεται ἀπὸ προϋπάρχουσες ἐρωτικὲς ἐμπειρίες. (Καὶ εἶναι, ταυτόχρονα, αὐτὴ μιὰ ἐλευθερία ἀπὸ ἐξωτερικές προκλήσεις καὶ πειρασμοὺς ἀφοῦ ἔχει ὑπερβαθῆ ἡ ἐπιθυμία. ᾿Ακρότατο ὅρο αγνείας θεωρεῖ ὁ Κλίμακος τὸ παράδειγμα «τοῦ ἐν πορνείῳ τῷ δοκεῖν ἁμαρτίας ἕνεκεν εἰσπηδήσαντος, τὴν δὲ πόρνην πρὸς ἄσκησιν ἀνασπάσαντος»22). Ἡ νέκρωση τοῦ σώματος καὶ τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας, δηλαδὴ οἱ ἀρνήσεις ποὺ προϋποτίθενται γιὰ τὴ δυναμικὴ αὐτὴ ἁγνότητα, ἀναφέρονται τελικὰ σὲ μιὰ θετική στάση, ποὺ εἶναι ἡ στάση τῆς ὑπακοῆς, προϋπόθεση τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἀφετηρία ζωῆς καὶ ἀντίδοτο τῆς ἀνταρσίας τοῦ ᾿Αδάμ ποὺ ἔγινε ἀφετηρία θανάτου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ὑπακοὴ συνοψίζει κάθε ἀσκητικὴ προσπάθεια καὶ θεμελιώνει τὴν ἁγνότητα σὲ ἀσάλευτη βάση.
«Ἡ μὲν ἐξ ἡσυχίας κατορθουμένη τοῦ σώματος ἀπάθεια,
κόσμῳ πολλάκις πλησιάζουσα, οὐκ ἀσάλευτος ἔμεινεν·
ἡ δὲ ἐξ ὑπακοῆς προσγινομένη πανταχοῦ δόκιμος καὶ ἀκράδαντος»23.
Ἡ ἐμπειρία τῆς Κλίμακος παρουσιάζει τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως ὡς ἀντιστροφὴ τῆς πορείας τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πτώση εἶχε ἀφετηρία τὴν ὑπερηφάνεια, ἀποτέλεσμα τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως καὶ κατάληξη τὴν ἀπώλεια τῆς θέας τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄσκηση ἔχει ἀφετηρία τὴν ταπείνωση, ἀποτέλεσμα τὴν ὑπακοὴ ποὺ ὑποτάσσει τὴ φύση καὶ κατάληξη τὴ θέα τοῦ φωτὸς τοῦ θείου Προσώπου.
«Πίνε προθύμως μυκτηρισμὸν ὡς ὕδωρ ζωῆς,
παρὰ παντὸς ἀνθρώπου ποτίζειν σε τὸ καθάρσιον τῆς λαγνείας ζητοῦντος·
τότε γὰρ ἀνατελεῖ ἁγνεία βαθεῖα ἐν τῇ ψυχῇ σου,
καὶ φῶς Θεοῦ οὐκ ἐκλείψει ἐκ τῆς καρδίας σου».24
«᾿Αρχὴ μὲν ἁγνείας,
ἀσυγκατάθετος λογισμός,
καὶ ἀνείδωλοι διὰ χρόνων ἐκκρίσεις·
μεσότης δέ,
φυσικαὶ κινήσεις ἐπὶ πλήθει βρωμάτων καὶ μόνον,
ἀνειδώλως συνιστάμεναι, καὶ ρεύσεως ἀπηλλαγμέναι·
τέλος δέ,
νέκρωσις σώματος πρὸ θανόντων λογισμῶν». 20
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη τῆς Κλίμακος, ἡ κατάκτηση αὐτῆς τῆς καθολικῆς ἁγνότητος δὲν προϋποθέτει ὁπωσδήποτε μιὰν ἀρχικὴ σωματική παρθενία. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ γενετήσια λειτουργία ποὺ ἀναιρεῖ τὴν ἁγνότητα, ἀλλὰ εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἀποδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ εἶδους ποὺ τὴν ὁρίζει.
«Τινές φασιν ἀμήχανον λοιπὸν μετὰ γεῦσιν ἁμαρτίας ἁγνὸν ὀνομάζεσθαι·
ἐγὼ δὲ τούτους ἀνατρέπων, ὁρίζομαι,
δυνατὸν καὶ ράδιον τῷ βουλομένῳ ἀγριέλαιον
μετεγκεντρίζειν εἰς καλλιέλαιον·
εἰ μὲν παρθένῳ τῷ σώματι αἱ κλεῖς τῶν οὐρανῶν ἐπιστεύθησαν,
δίκαια ἴσως οἱ προλεχθέντες ἐδογμάτισαν
εἰ δὲ μή, αἰσχυνέτω αὐτοὺς ὁ πενθερὰν κτησάμενος, καὶ ἁγνὸς γενόμενος, καὶ τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας ἐπιφερόμενος».21
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ τὸ χωρίο αὐτὸ τῆς Κλίμακος, γιατὶ δὲν διστάζει νὰ ἀρνηθῆ ἀπερίφραστα καὶ μαχητικὰ μιὰ θέση, διατυπωμένη συχνὰ στὴν προγενέστερη πατερικὴ διδασκαλία, ποὺ προβάλλει ὡς ἀπόλυτη τὴν ὑπεροχὴ τῆς παρθενίας, ἐξαίρει τὴν παρθενία ὡς ἀποκλειστικὴ ὁδὸ ἁγνότητος, ὡς ἀξιολογικὰ ἀνώτερο εἶδος χριστιανικῆς ζωῆς. Ἐδῶ ἡ ἁγνότητα δὲν δεσμεύεται στὴν ἀφετηριακὴ προϋπόθεση τῆς παρθενίας, ὁρίζεται ὡς ἐπίτευγμα καὶ δυναμική, θετική κατάκτηση, «ἐγκεντρισμὸς εἰς καλλιέλαιον», ὡς ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας ποὺ δὲν μειώνεται οὔτε ἀλλοιώνεται ἀπὸ προϋπάρχουσες ἐρωτικὲς ἐμπειρίες. (Καὶ εἶναι, ταυτόχρονα, αὐτὴ μιὰ ἐλευθερία ἀπὸ ἐξωτερικές προκλήσεις καὶ πειρασμοὺς ἀφοῦ ἔχει ὑπερβαθῆ ἡ ἐπιθυμία. ᾿Ακρότατο ὅρο αγνείας θεωρεῖ ὁ Κλίμακος τὸ παράδειγμα «τοῦ ἐν πορνείῳ τῷ δοκεῖν ἁμαρτίας ἕνεκεν εἰσπηδήσαντος, τὴν δὲ πόρνην πρὸς ἄσκησιν ἀνασπάσαντος»22). Ἡ νέκρωση τοῦ σώματος καὶ τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας, δηλαδὴ οἱ ἀρνήσεις ποὺ προϋποτίθενται γιὰ τὴ δυναμικὴ αὐτὴ ἁγνότητα, ἀναφέρονται τελικὰ σὲ μιὰ θετική στάση, ποὺ εἶναι ἡ στάση τῆς ὑπακοῆς, προϋπόθεση τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἀφετηρία ζωῆς καὶ ἀντίδοτο τῆς ἀνταρσίας τοῦ ᾿Αδάμ ποὺ ἔγινε ἀφετηρία θανάτου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ὑπακοὴ συνοψίζει κάθε ἀσκητικὴ προσπάθεια καὶ θεμελιώνει τὴν ἁγνότητα σὲ ἀσάλευτη βάση.
«Ἡ μὲν ἐξ ἡσυχίας κατορθουμένη τοῦ σώματος ἀπάθεια,
κόσμῳ πολλάκις πλησιάζουσα, οὐκ ἀσάλευτος ἔμεινεν·
ἡ δὲ ἐξ ὑπακοῆς προσγινομένη πανταχοῦ δόκιμος καὶ ἀκράδαντος»23.
Ἡ ἐμπειρία τῆς Κλίμακος παρουσιάζει τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως ὡς ἀντιστροφὴ τῆς πορείας τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πτώση εἶχε ἀφετηρία τὴν ὑπερηφάνεια, ἀποτέλεσμα τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως καὶ κατάληξη τὴν ἀπώλεια τῆς θέας τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄσκηση ἔχει ἀφετηρία τὴν ταπείνωση, ἀποτέλεσμα τὴν ὑπακοὴ ποὺ ὑποτάσσει τὴ φύση καὶ κατάληξη τὴ θέα τοῦ φωτὸς τοῦ θείου Προσώπου.
«Πίνε προθύμως μυκτηρισμὸν ὡς ὕδωρ ζωῆς,
παρὰ παντὸς ἀνθρώπου ποτίζειν σε τὸ καθάρσιον τῆς λαγνείας ζητοῦντος·
τότε γὰρ ἀνατελεῖ ἁγνεία βαθεῖα ἐν τῇ ψυχῇ σου,
καὶ φῶς Θεοῦ οὐκ ἐκλείψει ἐκ τῆς καρδίας σου».24
Ὄχι μόνο ἡ ἑκούσια ταπείνωση ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ μυκτηρισμοῦ τῶν ἀνθρώπων γίνεται καθάρσιο τῆς λαγνείας καὶ ύδωρ ζωῆς. Αὐτὴ ἡ σύνδεση τῆς ταπεινώσεως μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ τῆς ὑπερηφάνειας μὲ τὴ λαγνεία φανερώνει μιὰ βαθύτατη ἐμπειρικὴ ἀνθρωπογνωσία. Ἡ ἀπροσωποποιημένη ἐρωτικὴ ἐπιθυμία δὲν εἶναι παρὰ μιὰ προσπάθεια ἀτομικῆς αὐτοεπιβεβαιώσεως, ἕνα ὑποκατάστατο τῆς προσωπικῆς κοινωνίας. Ὁ ἀληθινὸς ἔρως προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ θέληση, μιὰ «κένωση» δηλαδή παραίτηση ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ ψυχολογικοῦ ἐγώ, ποὺ ἀποδεσμεύει τὶς πραγματικές δυνατότητες τοῦ προσώπου καὶ κάνει δυνατὴ τὴν καθολικότητα τῆς προσωπικῆς - ἐρωτικῆς κοινωνίας. ᾿Απὸ αὐτὴ τὴν ὁδὸ τῆς ἀπώλειας καὶ τῆς εὐρέσεως, τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ἁγνότητος, δηλαδὴ τοῦ θείου ἔρωτα, «γνωρίζει» ὁ ἄνθρωπος τὴν πραγματικότητα τοῦ προσώπου, δηλαδὴ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ τελικὰ κερδίζει τὴν ἴδια τὴ θέα τοῦ θείου Προσώπου. Ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «τελειοῖ» τὴν ἁγνότητα, ἡ παρουσία Του ὁρίζει τὴν κατάληξη τῆς ἀσκητικῆς ὁδοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἁγνότητα ταυτίζεται μὲ τὴ Θεολογία, τὴν φανέρωση τοῦ Προσώπου τοῦ Λόγου ὡς τῆς ᾿Αλήθειας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσωπική κοινωνία μαζί Του ποὺ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς «γνώσεως».
«Ἐνούσιος μὲν Λόγος, τελειοῖ ἁγνείαν,
παρουσίᾳ ἑαυτοῦ νεκρώσας τὸν θάνατον·
τούτου δὲ νεκρωθέντος,
ὁ τῆς θεολογίας μαθητής πεφώτισται». 25
Θάνατος εἶναι ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀτομικὴ φύση καὶ ἡ δουλεία στὸ ἀπρόσωπο θέλημά της, δηλαδὴ ἡ ἄρνηση τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἐρωτικῆς του καθολικότητος, ἡ ἄγνοια τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ἀποκλεισμὸς ἀπὸ τὴ θέα τοῦ θείου Προσώπου. (Ὁ φυσικός θάνατος δὲν εἶναι παρὰ ἡ τελικὴ συνέπεια αὐτῆς τῆς πτώσεως στὴν ἀτομικότητα, ἡ ἀποδιοργάνωση καὶ διάλυση τῆς ἀτομικῆς φύσεως, ποὺ μπορεῖ, ὡστόσο, ἐν τῷ Χριστῷ νὰ γίνεται μιὰ δυνατότητα ἀποδεσμεύσεως τῶν πραγματικῶν δυνατοτήτων τοῦ προσώπου, μία «κατάποσις τοῦ θνητοῦ ὑπὸ τῆς ζωῆς»26). ᾿Αντίθετα, ἡ προσωπικὴ ἐρωτική κοινωνία ποὺ συνιστᾶ τὴν ἁγνότητα ὁρίζει καὶ τὴ μόνη δυνατή «γνώση» τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀληθινὴ Θεολογία. Κάθε γνώση «περί» τοῦ Θεοῦ, χωρισμένη ἀπὸ τὴν ἁγνότητα, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν προσωπική κοινωνία, εἶναι μάταιη. Ἡ Θεολογία εἶναι καρπὸς τῆς ἁγνείας.
«Τέλος ἁγνείας, θεολογίας ὑπόθεσις.
Ὁ Θεῷ τελείως τὰς αἰσθήσεις ἑνώσας,
τοὺς λόγους αὐτοῦ μυσταγωγεῖται ὑπ᾿ αὐτοῦ·
τούτων γὰρ μὴ συναφθέντων, χαλεπὸν περὶ Θεοῦ διαλέγεσθαι».27
Έχουμε διατυπωμένη ἐδῶ τὴ βασικὴ προϋπόθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθόδοξης Γνωσιολογίας: Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὁδὸς γνώσεως τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν προσωπική κοινωνία. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μόνο στοὺς «καθαροὺς τῇ καρδίᾳ», μόνο αὐτοὶ ἀξιώνονται τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀναγωγὴ τῆς Θεολογίας στὴν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, δηλαδὴ στὴν ὑπέρβαση τῆς ἀτομικῆς φύσεως καὶ τοῦ ἐπαναστατημένου θελήματός της καὶ στὴν ἐπίτευξη τῆς προσωπικῆς - ἐρωτικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ συνιστᾶ τὴν «ἀρχὴ» τοῦ ἀποφατισμοῦ τῆς Θεολογίας, τὴν ἀπόρριψη τῶν σχηματισμένων ιδεῶν περὶ τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄρνηση νὰ ἐξαντλήσουμε τὴν ᾿Αλήθεια τοῦ Θεοῦ στὴ σκεπτική - λογική της διατύπωση28. Στὴν ταύτισή της μὲ τὴν ἐρωτικὴ ἁγνότητα ἡ ἀποφατικὴ στάση φανερώνει τὴν οὐσιαστικὴ διαφοροποίησή της ἀπὸ τὴ λεγόμενη «ἀρνητικὴ Θεολογία» ἢ «Θεολογία τῶν ἀρνήσεων» (theologia negativa), ἀφοῦ ἡ θεολογικὴ «γνώση» τὴν ὁποία ἀντιπροσωπεύει δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μιὰ μεθοδολογία ἀρνητικῶν διατυπώσεων, ἀλλὰ ἀναφέρεται στὴν ἀποκαλυπτική σχέση προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ29.
Ἡ ἁγνότητα ὡς προϋπόθεση τῆς ἀποκαλυπτικῆς «γνώσεως» τῆς Θεολογίας, ὡς μυσταγωγικὴ ὁδὸς αἰσθητῆς κοινωνίας μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Λόγου, ὁρίζει τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ἐρωτικῆς δυνατότητος, τὴν τελείωση τῆς ἀναγωγῆς τῆς ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας στὸν χῶρο τῆς ζωῆς τοῦ προσώπου. Αὐτὴ ἡ τελείωση καὶ ὁλοκλήρωση εἶναι τὸ τέλος στὸ ὁποῖο κατευθύνεται ἡ μοναχική ζωή, ή ξενιτεία καὶ ἀποταγὴ τοῦ κόσμου.
«Ξενιτεία ἐστί... πόθου θείου ὑπόθεσις,
ἔρωτος πλῆθος...»30.
Οἱ ἀντίστοιχες δυνατότητες ἀποκαλυπτικῆς «γνώσεως» καὶ Θεολογίας ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων μέσα στὸ γάμο εἶναι ἕνα ἄλλο κεφάλαιο, ἕνας δεύτερος δρόμος ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, γιὰ τὸν ὁποῖο ὅμως δὲν μᾶς δίνει ἀφορμὲς τὸ κείμενο τῆς Κλίμακος τοῦ Ἰωάννου.
ΜΙΑ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΑΝΕΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ; Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ. ΜΟΝΟ Η ΨΥΧΗ ΔΕΝ ΕΞΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ. ΑΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΟΓΕΝΗ ΣΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ!!!
Σημειώσεις
17. ΙΕ΄ οστ΄ 95.
17. ΙΕ΄ οστ΄ 95.
18. ΙΕ΄ γ΄ 86. Βλ. καὶ ΚΘ΄ η΄ 165 - 166.
19. ΙΕ΄ θ΄ 87.
19. ΙΕ΄ θ΄ 87.
20. ΙΕ΄ δ΄ 86.
21. ΙΕ΄ ξστ΄ 93 - 94.
22. ΚΣΤ΄β΄ ξε΄ 140.
23. ΙΕ΄ λδ΄ 90.
24. Δ΄ οθ΄ 44.
25. Λ΄ ιγ΄ 169.
26. 2 Κορ. 5,4 : «Ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς».
27. Λ΄ ιβ΄ 169.
28. Καὶ ἡ ἀποφατικότητα ἀφορᾶ ὄχι μόνο στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ στὴ γνώση τοῦ ἀνθρώπου. Πλασμένος «κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ» ὁ ἄνθρωπος ἀντανακλᾶ τὴν πληρότητα τοῦ ἀρχετύπου καὶ εἶναι τὸ ἴδιο ἀπρόσιτος στὴ λογικὴ ὅσο καὶ ὁ Δημιουργός του. Ἡ ἀναγωγὴ τῆς ἐρωτικῆς σχέσεως τῶν ἑτερόφυλων προσώπων στὸν χῶρο τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀποβλέπει ἀκριβῶς στὴν ἀποκαλυπτικὴ «γνώση» τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, δηλαδὴ σὲ ἕνα δώρημα τῆς Χάρης τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ βιωματικὴ ὁδὸς τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων στὰ ὅρια τῆς ἐρωτικῆς σχέσεως ἀποκαλύπτει τὴν ἀληθινὴ «γνώση» περὶ τοῦ ἀνθρώπου (τὸ πρόσωπο ὡς συγκεφαλαίωση τῆς φύσεως, τὴ φύση ὡς περιεχόμενο τοῦ προσώπου) μόνο ὅταν ἡ ἐρωτική σχέση ἀποκαθίσταται στὴ δυναμική της ἀναφορὰ στὴν καθολικὴ καινὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Τριαδικό Θεό. ᾿Αντίστοιχα στὸν μοναχισμὸ τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου προσεγγίζεται μέσῳ τοῦ θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ὁποίου τὴ φύση «ἐνδύεται» ὁ Χριστιανὸς μὲ τὸ Βάπτισμα. ῾Ο γάμος ἀναφέρεται στὸν εἰκονισμὸ τῆς ῾Αγίας Τριάδος, στὸ μυστήριο τῆς ὀντολογικῆς διακρίσεως φύσεως καὶ προσώπων, στὴν καινὴ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ὁμοούσια καὶ μυριϋπόστατη. Ο μοναχισμὸς ἀναφέρεται στὸν εἰκονισμό τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἕνωση τῆς κτιστῆς φύσεως μὲ τὸ πλήρωμα τῆς ἄκτιστης Χάρης, δηλαδὴ στὴ μόνη ἀλήθεια περὶ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ καινὸς ἄνθρωπος, ὁ νέος ᾿Αδάμ. Καὶ ὁ εἰκονισμὸς δὲν σημαίνει ἁπλῆ συσχέτιση καὶ ἀντιστοιχία, ἀλλὰ φανέρωση, ἐμφάνιση καὶ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς πραγματικότητος. Θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανεὶς ὅτι ὁ γάμος ἀνταποκρίνεται περισσότερο στὸν πνευματολογικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μοναχισμὸς στὸν χριστολογικό. Εἶναι δυὸ ὄψεις τῆς ἴδιας πραγματικότητος, δυὸ δυνατότητες προσωπικῆς προσβάσεως, δυὸ κλήσεις. Οδηγοῦν καὶ οἱ δυὸ στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας τοῦ προσώπου, στὴ γνώση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ, καὶ προϋποθέτουν τὴν ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς ἀτομικότητος, τὴν ὑποταγὴ τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας ποὺ τείνει νὰ ἀναχθῆ σὲ αὐτοσκοπό. Τόσο ὁ γάμος ὅσο καὶ ὁ μοναχισμός, στὸ μέτρο ποὺ ἀναφέρονται στὴν ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς ἀτομικότητος, ὁρίζουν μιὰ κοινὴ ὁδὸ ἁγνότητος, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀναφέρονται στὴ «γνώση» τοῦ προσώπου ὅρίζουν μιὰ κοινὴ ἐρωτικὴ ὁδό.
29. Βλ. τὸ κεφάλαιο «Ἡ ἀποφατικὴ γνώση ὡς ἐρωτικὴ κοινωνία» στὸ βιβλίο: Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ «Ἡ Θεολογία τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ», σελ.81 κ.ἑ. Βλ. ἐπίσης, LOSSKY, Théologie mystique... σελ. 40, 41 καὶ τὸ σχόλιο τοῦ ΙVΑΝΚΑ γιὰ τὴν ἄποψη τοῦ Lossky, Plato Christianus, σελ. 438.
30. Γ΄ α΄ 23.
21. ΙΕ΄ ξστ΄ 93 - 94.
22. ΚΣΤ΄β΄ ξε΄ 140.
23. ΙΕ΄ λδ΄ 90.
24. Δ΄ οθ΄ 44.
25. Λ΄ ιγ΄ 169.
26. 2 Κορ. 5,4 : «Ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς».
27. Λ΄ ιβ΄ 169.
28. Καὶ ἡ ἀποφατικότητα ἀφορᾶ ὄχι μόνο στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ στὴ γνώση τοῦ ἀνθρώπου. Πλασμένος «κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ» ὁ ἄνθρωπος ἀντανακλᾶ τὴν πληρότητα τοῦ ἀρχετύπου καὶ εἶναι τὸ ἴδιο ἀπρόσιτος στὴ λογικὴ ὅσο καὶ ὁ Δημιουργός του. Ἡ ἀναγωγὴ τῆς ἐρωτικῆς σχέσεως τῶν ἑτερόφυλων προσώπων στὸν χῶρο τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀποβλέπει ἀκριβῶς στὴν ἀποκαλυπτικὴ «γνώση» τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, δηλαδὴ σὲ ἕνα δώρημα τῆς Χάρης τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ βιωματικὴ ὁδὸς τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων στὰ ὅρια τῆς ἐρωτικῆς σχέσεως ἀποκαλύπτει τὴν ἀληθινὴ «γνώση» περὶ τοῦ ἀνθρώπου (τὸ πρόσωπο ὡς συγκεφαλαίωση τῆς φύσεως, τὴ φύση ὡς περιεχόμενο τοῦ προσώπου) μόνο ὅταν ἡ ἐρωτική σχέση ἀποκαθίσταται στὴ δυναμική της ἀναφορὰ στὴν καθολικὴ καινὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Τριαδικό Θεό. ᾿Αντίστοιχα στὸν μοναχισμὸ τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου προσεγγίζεται μέσῳ τοῦ θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ὁποίου τὴ φύση «ἐνδύεται» ὁ Χριστιανὸς μὲ τὸ Βάπτισμα. ῾Ο γάμος ἀναφέρεται στὸν εἰκονισμὸ τῆς ῾Αγίας Τριάδος, στὸ μυστήριο τῆς ὀντολογικῆς διακρίσεως φύσεως καὶ προσώπων, στὴν καινὴ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ὁμοούσια καὶ μυριϋπόστατη. Ο μοναχισμὸς ἀναφέρεται στὸν εἰκονισμό τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἕνωση τῆς κτιστῆς φύσεως μὲ τὸ πλήρωμα τῆς ἄκτιστης Χάρης, δηλαδὴ στὴ μόνη ἀλήθεια περὶ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ καινὸς ἄνθρωπος, ὁ νέος ᾿Αδάμ. Καὶ ὁ εἰκονισμὸς δὲν σημαίνει ἁπλῆ συσχέτιση καὶ ἀντιστοιχία, ἀλλὰ φανέρωση, ἐμφάνιση καὶ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς πραγματικότητος. Θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανεὶς ὅτι ὁ γάμος ἀνταποκρίνεται περισσότερο στὸν πνευματολογικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μοναχισμὸς στὸν χριστολογικό. Εἶναι δυὸ ὄψεις τῆς ἴδιας πραγματικότητος, δυὸ δυνατότητες προσωπικῆς προσβάσεως, δυὸ κλήσεις. Οδηγοῦν καὶ οἱ δυὸ στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας τοῦ προσώπου, στὴ γνώση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ, καὶ προϋποθέτουν τὴν ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς ἀτομικότητος, τὴν ὑποταγὴ τῆς φυσικῆς ἐπιθυμίας ποὺ τείνει νὰ ἀναχθῆ σὲ αὐτοσκοπό. Τόσο ὁ γάμος ὅσο καὶ ὁ μοναχισμός, στὸ μέτρο ποὺ ἀναφέρονται στὴν ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς ἀτομικότητος, ὁρίζουν μιὰ κοινὴ ὁδὸ ἁγνότητος, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀναφέρονται στὴ «γνώση» τοῦ προσώπου ὅρίζουν μιὰ κοινὴ ἐρωτικὴ ὁδό.
29. Βλ. τὸ κεφάλαιο «Ἡ ἀποφατικὴ γνώση ὡς ἐρωτικὴ κοινωνία» στὸ βιβλίο: Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ «Ἡ Θεολογία τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ», σελ.81 κ.ἑ. Βλ. ἐπίσης, LOSSKY, Théologie mystique... σελ. 40, 41 καὶ τὸ σχόλιο τοῦ ΙVΑΝΚΑ γιὰ τὴν ἄποψη τοῦ Lossky, Plato Christianus, σελ. 438.
30. Γ΄ α΄ 23.
ΑΝΕΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΠΟΥ ΕΠΙΝΟΗΣΕ Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟΠΟΙΗΣΕ Ο ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ.
ΤΗΝ ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΠΑΤΕΡΑ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕ Ο ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου