Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Isaiah Berlin - O Giambattista Vico και η πολιτισμική ιστορία

O Giambattista Vico και η πολιτισμική ιστορία

I

Η μελέτη του παρελθόντος ήταν ανέκαθεν μία από τις σημαντικότερες μέριμνες των ανθρώπων. Πολλά ήταν τα κίνητρα για τούτο, με ορισμένα απ' αυτά ασχολήθηκε ο Nietzsche σ' ένα πασίγνωστο δοκίμιο: φιλαυτία, ο πόθος να δοξαστούν τα κατορθώματα της φυλής, του έθνους, της εκκλησίας, της τάξης, του κόμματος η επιθυμία να προαχθούν οι δεσμοί αλληλεγγύης σε μια δεδομένη κοινωνία – «Είμαστε όλοι παιδιά του Κάδμου»· η πίστη στις ιερές παραδόσεις της φυλής – στους προπάτορες μας και μόνο αποκαλύφτηκαν επάξια οι αληθινοί σκοποί της ζωής, του καλού και του κακού, του ορθού και του λάθους, πώς να ζει κανείς, γιατί να ζει· και μαζί με αυτά η αίσθηση της συλλογικής αξίας, η ανάγκη να γνωρίζουμε και να διδάσκουμε τους άλλους πώς να κατανοήσουν το είδος της κοινωνίας που έχουμε και είχαμε, το πλέγμα σχέσεων μέσω του οποίου εκφράζεται η συλλογική μεγαλοφυΐα μας και δυνάμει του οποίου μπορούμε να εκπληρώσουμε τον σκοπό μας.

Υπάρχει η ηθική προσέγγιση: η ιστορία μας προσφέρει αυθεντικά παραδείγματα -και πρότυπα- αρετής και διαστροφής, με ζωντανές απεικονίσεις του τι να κάνουμε και τι να αποφεύγουμε – μια πινακοθήκη προσωπογραφιών ηρώων και αχρείων, σοφών και παλαβών, επιτυχημένων και αποτυχημένων· εδώ η ιστορία θεωρείται κατ' αρχάς σχολείο ηθικής, όπως για παράδειγμα υποστήριζε ο Leibniz, ή πειραματικής πολιτικής, όπως πίστευε ο Joseph de Maistre (και ίσως ο Machiavelli).

Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που αναζητούν κάποιο υπόδειγμα στην ιστορία, τη βαθμιαία πραγματοποίηση κάποιου κοσμικού σχεδίου, το έργο του Δημιουργού μας, αλλά και ό,τι υπάρχει για να υπηρετηθεί ένας οικουμενικός σκοπός, τον οποίο αγνοούμε, ίσως, επειδή είμαστε πολύ αδύναμοι, αμαρτωλοί ή ανόητοι, αλλά πραγματικό και αναλλοίωτο, με γνωρίσματα που μπορούν να τα διακρίνουν, έστω ατελώς, όσοι έχουν μάτια και βλέπουν. Μία από τις μορφές αυτού του οράματος είναι η σύλληψη της ιστορίας ως κοσμικό δράμα, το οποίο, σύμφωνα με μερικά δόγματα, πρέπει να αποκορυφωθεί σε μια τελική λύση πέραν της ιστορίας και του χρόνου, σε ολοκληρωτική πνευματική μεταμόρφωση, που δεν μπορεί να συλληφθεί στο ακέραιο από την περιορισμένη ανθρώπινη διάνοια. Σύμφωνα με άλλους, η ιστορία αποτελεί κυκλική διαδικασία που οδηγεί στην επίτευξη των ανθρώπινων επιδιώξεων, κατόπιν σε παρακμή και κατάρρευση, ύστερα από την οποία ξαναρχίζει η όλη διαδικασία. Υπάρχει η άποψη ότι τέτοια υποδείγματα νοηματοδοτούν την ιστορική διαδικασία, αλλιώς τι θα ήταν. Απλό παιχνίδι τυχαίων συνδυασμών και ανακολουθιών, μηχανική αλληλουχία αιτίων και αποτελεσμάτων;

Έπειτα υπάρχουν όσοι πιστεύουν στη δυνατότητα μιας κοινωνιολογικής επιστήμης για την οποία τα ιστορικά γεγονότα είναι δεδομένα και, όταν ανακαλύψουμε τους νόμους που διέπουν την κοινωνική αλλαγή, θα μας διευκολύνουν να προβλέψουμε το μέλλον και να ανασυνθέσουμε το παρελθόν – αυτή είναι η έννοια της ιστορίας ως συστηματικής συλλογής παρατηρήσεων που αποτελεί για μιαν ανεπτυγμένη επιστημονική κοινωνιολογία, όπως είχαν αποτελέσει οι παρατηρήσεις για τα ουράνια σώματα του Tycho Brahe για τους νόμους που ανακάλυψαν ο Kepler και ο Γαλιλαίος, ένα νέο και πανίσχυρο εργαλείο που καθιστά περιττή την επιστροφή στην απλή συσσώρευση τέτοιων δεδομένων, εκτός κι αν επαληθεύουν συγκεκριμένες υποθέσεις. Αυτό προσδοκούσαν τον 19ο αιώνα θετικιστές όπως ο Comte και ο Bucle, οι οποίοι πίστευαν στη δυνατότητα, και στην ανάγκη, φυσικής επιστήμης της ιστορίας δημιουργημένης με μεθόδους ανάλογες με εκείνες, αν όχι της φυσικής, τουλάχιστον των βιολογικών επιστημών. Υπάρχουν, επίσης, εκείνοι οι οποίοι δεν αναγνωρίζουν κάποιο ανώτερο κίνητρο για τη μελέτη της ιστορίας, αλλά την απλή περιέργεια για το παρελθόν, την έρευνα για γνώση χάριν της ιδίας, την επιθυμία να γνωρίζουν τι συνέβη, πότε και γιατί, χωρίς κατ' ανάγκην να αντλούν συμπεράσματα ή τυποποιημένους νόμους.

Τελευταία, αλλά όχι και λιγότερο σημαντική, έρχεται η φιλοδοξία εκείνων οι οποίοι επιθυμούν να μάθουν πώς εμείς, η σημερινή γενιά, γίναμε ό,τι είμαστε, ποιοι ήταν οι πρόγονοί μας, τι έκαναν, ποιες ήταν οι συνέπειες των δραστηριοτήτων τους, ποια ήταν η φύση της αλληλεπίδρασης μεταξύ αυτών των δραστηριοτήτων, ποιες ήταν οι ελπίδες, οι φόβοι και οι σκοποί τους, και οι φυσικές δυνάμεις με τις οποίες όφειλαν να αναμετρηθούν· γιατί είναι ολοφάνερο ότι μονάχα βάρβαροι δεν είναι περίεργοι για τις καταβολές των δικών τους μορφών ζωής και πολιτισμού, για τη θέση τους μέσα στην παγκόσμια τάξη όπως προσδιορίστηκε από τις προγενέστερες εμπειρίες των προγόνων τους, καθώς και για την ταυτότητα ακριβώς αυτών των προγόνων, η οποία και μόνο μπορεί να δώσει μιαν αίσθηση ταυτότητας στους απογόνους τους.

Το τελευταίο κίνητρο για τη μελέτη της ιστορίας εκπηγάζει από την επιθυμία για αυτογνωσία – κάτι το οποίο, έστω κι αν εξυπονοούνταν σε πρωιμότερους συγγραφείς, ήρθε στην επιφάνεια μόνο κατά τον 18ο αιώνα, κυρίως μεταξύ των δυτικών στοχαστών που αντιδρούσαν ενάντια σ' ένα θεμελιώδες δόγμα του γαλλικού Διαφωτισμού, το οποίο τότε ασκούσε επιρροή στην πλειονότητα των ευρωπαίων διανοουμένων. Αυτό αφορούσε την πεποίθηση ότι μια οικουμενικά έγκυρη μέθοδος είχε, επιτέλους, ανακαλυφθεί προκειμένου να δοθούν απαντήσεις στα θεμελιώδη ερωτήματα που έθεταν οι άνθρωποι σε όλες τις εποχές – πώς να διαπιστωθεί τι ήταν αληθές και τι ήταν ψευδές σε κάθε σφαίρα της γνώσης· και, πρωτίστως, ποιος ήταν ο προσήκων τρόπος ζωής για να ευοδωθούν οι σκοποί που οι άνθρωποι ανέκαθεν επιδίωκαν - ζωή, ελευθερία, δικαιοσύνη, ευτυχία, αρετή, πλήρη ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων με αρμονικό και δημιουργικό τρόπο. Αυτή η μέθοδος συνίστατο στην εφαρμογή όσων ορθολογικών (δηλαδή, επιστημονικών) κανόνων είχαν κατά τον προηγούμενο αιώνα παραγάγει τέτοια μεγαλειώδη αποτελέσματα στις σφαίρες των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών, στα ηθικά, κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά προβλήματα της ανθρωπότητας, τα οποία μέχρι τότε δαιμονοποιούνταν λόγω αγνοίας και λαθών, δεισιδαιμονιών και προκαταλήψεων, μεγάλο μέρος των οποίων προερχόταν εσκεμμένα από ιερείς, πρίγκιπες, άρχουσες τάξεις, γραφειοκράτες και φιλόδοξους τυχοδιώκτες, που διέσπειραν ψεύδη για να κρατούν υποταγμένους τους ανθρώπους στη θέλησή τους.

Ο σπουδαιότερος πολιτικός αρθρογράφος του Διαφωτισμού, ο Βολταίρος, παρότι υποστήριζε τη διεύρυνση της ιστορικής έρευνας ώστε να συμπεριλάβει τις κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες και τις επιπτώσεις τους, πίστευε ότι τα μόνα θέματα που αξίζει κανείς να μελετήσει ιστορικά, ήταν τα κορυφαία, και όχι τα καθημερινά, επιτεύγματα της ανθρωπότητας: η Αθήνα του Περικλή, η Ρώμη της ύστερης Δημοκρατίας και της πρώιμης Αυτοκρατορίας, η αναγεννησιακή Φλωρεντία και η Γαλλία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Αυτές ήταν οι καλύτερες στιγμές της ανθρωπότητας, όταν οι γνήσιοι, οι μόνοι γνήσιοι, σκοποί που επιδίωκαν όλοι οι φρόνιμοι άνθρωποι σε όλες τις εποχές -σε τέχνη, σκέψη, ηθική και τρόπους- καθόριζαν εξίσου τη ζωή κρατών και ανθρώπων. Αυτοί οι σκοποί ήταν αιώνιοι και οικουμενικοί, μπορούσαν να τους γνωρίσουν όλοι οι λογικοί άνθρωποι - όσοι είχαν μάτια να βλέπουν μια και δεν αλλοιώνονταν από μεταβολές ή από κάποιο είδος ιστορικής εξέλιξης. Όπως ακριβώς απαντήσεις στα προβλήματα των φυσικών επιστημών θα δίνονταν μια για πάντα, όπως τα θεωρήματα της γεωμετρίας, οι νόμοι της φυσικής και της αστρονομίας δεν επηρεάζονταν από μεταβολές στις ανθρώπινες γνώμες ή στους τρόπους ζωής, έτσι, τουλάχιστον κατ' αρχήν, θα ανακαλύπτονταν εξίσου σαφείς και τελικές απαντήσεις και για τα ανθρώπινα προβλήματα.

Ακόμη και ο Montesquieu, ο οποίος πίστευε στην αναπόφευκτη ποικιλία εθίμων και νοοτροπιών που οφειλόταν κυρίως στην επήρεια φυσικών παραγόντων και ανθρώπινων θεσμών καθοριζόμενων απ' αυτούς, υπέθετε ότι οι θεμελιώδεις σκοποί της ανθρωπότητας ήταν ταυτόσημοι πάντα και παντού, έστω κι αν οι ιδιαίτερες μορφές που προσλάμβαναν σε διαφορετικά κλίματα και διαφορετικές κοινωνίες διέφεραν αναγκαστικά, κι έτσι και μία ομοιόμορφη νομοθεσία για όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες δεν ήταν δυνατόν να προταθεί με πιθανότητες επιτυχίας. Ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν την πρόοδο οι philosophes κατά τον 18ο αιώνα, είτε οι υπέρμαχοί της ήταν αισιόδοξοι, όπως ο Condorcet ή ο Helvetius, είτε διακατέχονταν από αμφιβολίες για τις προοπτικές της, όπως ο Βολταίρος και ο Rousseau, συνεπαγόταν την άποψη ότι το φως της αλήθειας, το lumen naturale, είναι παντού και πάντα το ίδιο, έστω κι αν οι άνθρωποι ήταν συχνά πολύ διεφθαρμένοι, ανόητοι ή δειλοί για να το ανακαλύψουν ή, αν το ανακάλυπταν, για να ζήσουν τη ζωή τους μέσα στη λάμψη του.

Οι σκοτεινές περίοδοι της ανθρώπινης ιστορίας, για τον Βολταίρο, απλώς δεν άξιζαν την προσοχή των ευφυών ανθρώπων. Σκοπός της ιστορίας είναι να μεταδίδει αλήθειες με διδακτικό περιεχόμενο και όχι να ικανοποιεί τη μάταιη περιέργεια, κι αυτό θα επιτευχθεί μελετώντας τους θριάμβους του λογικού και της φαντασίας, και όχι τις αποτυχίες τους. «Αν δεν έχετε τίποτε περισσότερο να μας πείτε», αποφαινόταν ο Βολταίρος, «παρά μόνον ότι ένας βάρβαρος διαδέχτηκε κάποιον άλλο στα υψώματα του Oxus ή του Ixartes1, τότε σε τι χρησιμεύετε στον κόσμο;». Ποιος θέλει να ξέρει ότι «Ο Χ διαδέχτηκε τον Ψ και ο Ψ τον Χ»; Ποιος θέλει να μάθει περί του Shalmaneser ή του Mardokempad2; Οι ιστορικοί δεν πρέπει να παραγεμίζουν τα μυαλά των αναγνωστών τους με τους παραλογισμούς της θρησκείας, τα παραληρήματα ηλιθίων και αγρίων, ή με τις επινοήσεις απατεώνων, εκτός κι αν όλα αυτά εκλαμβάνονται ως ιστορίες που προϊδεάζουν την ανθρωπότητα για τα αίσχη του βαρβαρισμού και της τυραννίας. Αυτή η βαθιά ανιστορική προσέγγιση στη φύση ανθρώπων και κοινωνιών είναι αρκετά συνηθισμένη κατά τον 18ο αιώνα· απορρέει εν μέρει από την εκπληκτική επιτυχία των θετικών επιστημών κατά τον προηγούμενο αιώνα, που οδήγησε τον Descartes, για παράδειγμα, να θεωρεί ότι η μελέτη της ιστορίας δεν αρμόζει σε ευφυείς ανθρώπους, οι οποίοι ενδιαφέρονται για την πρόοδο της αντικειμενικής γνώσης, μια και δεν έχει καμία ελπίδα να αποκαλυφθεί σε τέτοια θολά νερά. Η άποψη ότι η αλήθεια είναι μία και μοναδική για όλους τους ανθρώπους πάντα και παντού, είτε κανείς την ανακαλύπτει στις ρήσεις των ιερών βιβλίων, στην παραδοσιακή σοφία, στην αυθεντία των εκκλησιών, στις δημοκρατικές πλειοψηφίες, στην παρατήρηση και στο πείραμα που πραγματοποιούν αρμόδιοι ειδήμονες, είτε στις πεποιθήσεις του απλού λαού που είναι αμόλυντος από τον πολιτισμό – αυτή η άποψη, στην τάδε ή στη δείνα μορφή, είναι βασική για τη Δυτική σκέψη, η οποία πηγάζει από τον Πλάτωνα και τους μαθητές του.

Κάτι τέτοιο δεν ήταν κοινά αποδεκτό. Εκτός από τους Σκεπτικιστές στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, η εξέγερση ενάντια στην παπική αυθεντία οδήγησε κάποιους από τους μεταρρυθμιστές κατά τον 16ο αιώνα (ιδίως τους προτεστάντες νομικούς) να ισχυριστούν ότι οι διαφορές ανάμεσα σε ποικίλες πολιτισμικές παραδόσεις ήταν εξίσου σημαντικές, με τα κοινά τους στοιχεία - αν δεν ήταν και σημαντικότερες. Νομικοί όπως ο Hotman στη Γαλλία και οι Coke και Matthew Hale στην Αγγλία, οι οποίοι απέρριπταν την οικουμενική αυθεντία της Ρώμης, υποστήριξαν ότι, όπως διαφέρουν έθιμα, τρόποι ζωής, νοοτροπίες, έτσι διαφέρουν οι νόμοι και οι κανόνες βάσει των οποίων διάγουν ποικίλες κοινωνίες, και ότι αυτό εκφράζει βαθιές και ριζικές διαφορές κατά την ανάπτυξή τους ως διακριτών και ενίoτε εντελώς ανόμοιων οντοτήτων. Ως εκ τούτου, αυτοί οι νομικοί συνεισέφεραν στην ιδέα της πολιτισμικής διαφοράς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: