Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Enrico Berti - Η Αναλογία του Είναι στην Αριστοτελική-Θωμιστική παράδοση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Enrico Berti - Η Αναλογία του Είναι στην Αριστοτελική-Θωμιστική παράδοση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ (2)

  Enrico Berti

Συνέχεια από : Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

Ένα δεύτερο πρόβλημα, πιο καθαρά φιλοσοφικό, που μας θέτει το θωμιστικό δόγμα της αναλογίας, το οποίο μάλιστα αφορά κατευθείαν την αναλογία του Είναι, είναι το ακόλουθο: σε ποιον τύπο από τις δύο αναλογίες, της αποδόσεως ή της αναλογικότητος, ο Ακινάτης δίνει το πρωτείο, δηλαδή την λειτουργία τής προϋποθέσεως, τής εξαρτήσεως του άλλου; Με άλλα λόγια, το Είναι είναι ανάλογο με την έννοια τής αποδόσεως, τής ιδιότητος, δηλαδή τής Ιεραρχίας, της τάξεως, της προϋποθέσεως, λόγω τού γεγονότος πως είναι πάνω απ’ όλα ανάλογο με την έννοια τής αναλογικότητος, ή αντίστροφα; Η ύπαρξη ενός προβλήματος τέτοιας υφής αποδεικνύεται από την διαφοροποίηση που υπάρχει ανάμεσα στους σχολιαστές του Ακινάτη.
Ο Gaetano, τόσο στο σχόλιό του στο De ente et essential, όσο και στο διάσημο De nominum analogia, ισχυρίζεται πως η μοναδική, αληθινή μορφή αναλογίας του Είναι είναι εκείνη που ακόμη και οι Έλληνες ονόμαζαν αναλογία, δηλαδή η αναλογία της συμμετρίας, η κατ’ αναλογίαν αναλογικότηςΑυτή συνεπάγεται μια αμείωτη διαφορετικότητα ουσιών ανάμεσα στον θεό και τα κτίσματα και μια αντίστοιχη διαφορετικότητα των σημασιών του Είναι, αναλόγως των αντιστοίχων ουσιών. Κάτι που αποκλείει κάθε αναλογία ανάμεσα στον θεό και στην δημιουργία και οπωσδήποτε κάθε αναλογία κατά χορήγηση. Ο λόγος αυτού του αποκλεισμού είναι πως, κατά την γνώμη μου, η αναλογία λόγω χορηγήσεως, εμπλέκοντας μια σύλληψη κατά αναβαθμούς του Είναι, δηλαδή διαφορετικοί βαθμοί του ίδιου του Είναι, κινδυνεύει να καταλήξει σε μονοσήμαντο Είναι. Δεν είναι τυχαίο πως ο Duns Scoto δέχεται το μονοσήμαντο αυτό Είναι και ο Gaetano γράφει πολεμικά εναντίον του οπαδού του Scoto, του παδοβάνου Antonio Tsombetta.
Πολύ κοντά στις θέσεις του Gaetano είναι ο Silvestro da Ferrara, ο οποίος όμως ισχυρίζεται πως στην αναλογία της αναλογικότητος υπάρχει ένα πρώτο ανάλογο και πάνω απ’ όλα ο Giovanni di San Tommaso, ο οποίος επιβεβαιώνει το πρωτείο της αναλογίας, κατ’ αναλογίαν, ενώ σε αντίθετες θέσεις κινήθηκε ο Francisco Suàrez, ο οποίος στις διάσημες Disentationes metaphysicae δεν διστάζει να βεβαιώσει πως η αναλογία της ιδιότητος είναι η προϋπόθεση της αναλογία της συμμετρίας, διότι εκφράζει απευθείας το θωμιστικό δόγμα της συμμετοχής (το Είναι, το οποίο κατέχεται από τον θεό κατ’ ουσίαν, μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, αναλόγως των ουσιών των κτιστών πραγμάτων). Η εναλλακτική απορία λοιπόν, μετά τις σύντομες διευκρινίσεις, εμφανίζεται ως εξής: τα πλάσματα ομοιάζουν μόνον μεταξύ τους ή ομοιάζουν και με τον θεό; Και ομοιάζουν μεταξύ τους επειδή ομοιάζουν όλα στον θεό ή ανεξαρτήτως αυτού;
Η θέση του Ακινάτη σ’ αυτό το σημείο φαίνεται να διαφοροποιείται στην χρονολογική εναλλαγή των έργων του ή τουλάχιστον ερμηνεύτηκε έτσι, μ’ αυτή την έννοια, τελευταίως. Στα νεανικά του έργα (De principiis naturae, De ente et essentia…) o Ακινάτης φαίνεται να είναι αποφασιστικά με το μέρος του πρωτείου της αναλογίας της παροχής, της χορηγήσεως, κατανοημένης σαν έκφραση μιας κλίμακος ενυπάρχουσας ανάμεσα στα όντα, δηλαδή σαν μία κοινή τελειότητα (la natura essendi ή ratio entis), η οποία όμως κατέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς. Αυτή η αντίληψη θεωρεί τον θεό σαν το esse ipsum, το είναι κατ’ ουσίαν δηλαδή, παραδειγματική αιτία (δηλαδή αιτιώδη αρχή μορφής) όλων των όντων, στην οποία συμμετέχουν όλα τα όντα.
Και η θεία αιτιότης, επειδή είναι ακριβώς παραδειγματική αιτιότης, παράγει ομοιότητα ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα. Πρόκειται όμως για μια σύλληψη παραδειγματική ακόμη, σύμφωνα με μερικούς ερμηνευτάς, δηλαδή φορμαλιστική, της αιτιότητος και επομένως και του Είναι, η οποία προήλθε στον Ακινάτη, μέσω του Αλβέρτου του Μεγάλου, των Αράβων, δηλαδή βασικώς από τον Νεοπλατωνισμό.
Αντιθέτως λοιπόν στο De veritate (περί αληθείας), επόμενο στα νεανικά του έργα, ο Ακινάτης φαίνεται να αλλάζει γνώμη και να αποδίδει το πρωτείο στην αναλογία κατά την συμμετρία. Αυτό που τον οδηγεί σ΄ αυτό είναι η ανακάλυψη της αριστοτελικής θεωρίας σύμφωνα με την οποία «το άπειρο δεν έχει καμμία σχέση με το πεπερασμένο» (το γαρ απειρον προς το πεπερασμένν εν ουδενί λόγω εστίν), Αριστ., ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ Ι7, 275α 14, η οποία μεταφράστηκε στα λατινικά ως εξής: «finite ad infinitum nulla est proportio». Ο Ακινάτης την εφαρμόζει αμέσως στην διαφορά ανάμεσα στον θεό και στα δημιουργήματα και συμπεραίνει πως ανάμεσά τους δεν υπάρχει καμμία αναλογία, δηλαδή καμμία συμμετρία, και επομένως καμμία αναλογία αποδόσεως, παρά μόνον αναλογικότης, δηλαδή ταυτότης σχέσεων του καθενός με το Είναι του.
Σ’ αυτό το σημείο βλέπουμε την επιρροή του Αραβικού νεοπλατωνισμού να αντικαθίσταται με μια άμεση Αριστοτελική επιρροή, η οποία βοηθά ώστε να τονιστεί η υπερβατικότης του θεού εις βάρος της ομοιότητός του με τα κτίσματα. Σ’ αυτή τη φάση θα στηριχθεί ο Gaetano στην ερμηνεία του, την οποία αναφέρουμε πιο πάνω.
Παρόλα αυτά στα πιο ώριμα έργα του, δηλαδή στις δύο Σούμμες και στο Σχόλιο στην Μεταφυσική, βλέπουμε να επιστρέφει η αναλογία της παροχής και μάλιστα να στερεοποιείται οριστικά το πρωτείο αυτής εις βάρος της αναλογίας λόγω συμμετρίας. Ανάμεσα σ’ αυτή τη φάση όμως και σ’ εκείνη των νεανικών έργων φαίνεται να υπάρχει μια διαφορά. Η συμμετοχή, λόγω της οποίας τα κτιστά όντα έχουν το Είναι, δεν συλλαμβάνεται πλέον από τον Ακινάτη σαν συμμετοχή στο Είναι με την έννοια της φόρμας, αλλά είναι συμμετοχή στο Είναι με την έννοια του ενεργεία. Η θεία αιτιότητα δεν είναι πλέον ειδωμένη σαν παραδειγματική ή φορμάλε, αλλά ουσιαστικώς σαν επαρκής αιτιότητα. Παραμένει ακόμη ένα όραμα διαβάθμισης του Είναι, εκείνη που εκφράσθηκε από τον διάσημο “τέταρτο δρόμο” για την απόδειξη της υπάρξεως του θεού, αλλά στην βάση της υπάρχει η καινούρια σύλληψη του Είναι σαν actus essendi, σαν ουσιώδης ενέργεια, που είναι η πρωτότυπη προσφορά του Ακινάτη, χάρη στην οποία θα κατορθώσει μία σύνθεση ανάμεσα στον Αριστοτέλη και στον νεοπλατωνισμό.
Τώρα πια ο Ακινάτης θα μπορούσε να επιβεβαιώσει με την ησυχία του μια αναλογία ανάμεσα στον θεό και στα κτίσματα, εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα!
Αυτή η περιπέτεια όμως, αυτή η αλληλοδιαδοχή τής νεοπλατωνικής επήρειας με την αριστοτελική, αφήνει μια κάποια αμφιβολία γύρω από την τελική επιτυχία της λύσης που βρήκε ο Ακινάτης. Δεν χωρούν αμφιβολίες γύρω από την πρωτοτυπία της συλλήψεως τού Είναι σαν actus essendi, ούτε για τον επαρκή χαρακτήρα – δηλαδή Δημιουργό τής θείας αιτιότητος, ούτε τέλος γύρω από την επακόλουθη απόλυτη υπερβατικότητα του θεού.
Παραμένει όμως η απορία σχετικά με πόσο συμβιβάζεται αυτή η υπερβατικότης με το όραμα της διαβάθμισης του Είναι, διότι όπου υπάρχουν βαθμοί, φαίνεται να υπάρχει κατ’ ανάγκην και μια κοινή ουσία, η οποία ακριβώς μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, διότι η διαφορά βαθμού περισσότερο από μία διαφορά ποιότητος, δηλαδή ουσίας, φαίνεται να είναι μια διαφορά ποσότητος. Αλλ’ όμως, εάν υπάρχει μία μόνον και μοναδική ουσία, η οποία μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, το Είναι έχει μια ουσία, και επομένως είναι μονοσήμαντο, δεν είναι πλέον ανάλογο. Και αν ο θεός είναι αυτό το Είναι λόγω ουσίας, δεν μπορεί να είναι με συνέπεια υπερβατικός, αλλά είναι παρών, ακριβώς σε διάφορους βαθμούς, στα κτίσματα. Η αναλογία λόγω παροχής ή χορηγήσεως συνεπάγεται διάφορες και διαφορετικές σχέσεις με έναν και μοναδικό Όρο, ο οποίος λειτουργεί, περισσότερο και από υπερβατική αιτία, σαν ενυπάρχον στοιχείο, δηλαδή σαν μέγιστος κοινός διαχωριστής, σαν μια ενότητα μέτρου. Δεν θέλουμε βεβαίως να αποδώσουμε στον Ακινάτη μια παρόμοια ιδέα, αλλά να σημειώσουμε τον κίνδυνο στον οποίο μπορεί να καταλήξει το πρωτείο της αναλογίας παροχής, και επομένως το πρόβλημα του ασυμβίβαστου με τα υπόλοιπα δόγματα του Ακινάτη. Η ιστορική πιστοποίηση ενός τέτοιου κινδύνου έρχεται εξάλλου από τις θέσεις μερικών που προηγήθηκαν του Ακινάτη στην αντίληψη της αναλογίας του Είναι και από μερικούς από τους συνεχιστές του.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ (1)

  Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 

Enrico Berti

Tο δόγμα της αναλογίας του είναιόχι γενικώς της αναλογίας, που ενδιαφέρει την φιλοσοφία της γλώσσας ή την γλωσσολογία, αλλά της αναλογίας του είναι, που ενδιαφέρει την οντολογία ή την μεταφυσική, αναπτύχθηκε κυρίως στο εσωτερικό της αριστοτελικο-θωμιστικής παραδόσεωςΑυτή η τελευταία έκφραση δέν προϋποθέτει κάποια ενότητα ανάμεσα στην σκέψη του αριστοτέλη και στην σκέψη του θωμά ακινάτη, αλλά αναφέρεται ουσιαστικώς σε ένα ιστορικό γεγονός, δηλ, σε κείνο το ρεύμα σκέψης, το οποίο ξεκίνησε με την επαναπρόσληψη του αριστοτελισμού εκ μέρους του Ακινάτη και η οποία ξεδιπλώθηκε κατα μήκος όλου του μεσαίωνος, της μοντέρνας εποχής και της συγχρόνου μας, ώστε να συστήνει ακόμη και σήμερα μία απο τις πλέον χαρακτηριστικές και ζωντανές θέσεις του φιλοσοφικού διαλόγου.

Το δόγμα της αναλογίας που επεξεργάστηκε αυτή η παράδοση θεωρήται η κλασσική θεωρία της αναλογίας. Δέν προτίθεμαι να εκθέσω με τρόπο πλήρη την θεωρία αυτή, διότι οι εκθέσεις της είναι ήδη αμέτρητες και βρίσκονται ακόμη και στις εγκυκλοπαίδειες. Θέλω απλώς να υπογραμμίσω μερικά προβλήματα που θέτει και τα οποία δέν έχουν βρεί ακόμη μία ικανοποιητική λύση. Νομίζω πώς η ανάλυσή μας πρέπει να συγκεντρωθεί αποκλειστικά στον Ακινάτη, διότι μόνον μ’αυτόν το δόγμα της αναλογίας του είναι αποκτά έναν κεντρικό ρόλο στην οντολογία (και στην θεολογία) και όσοι ακόμη το υποστηρίζουν αναφέρονται πάντοτε σ’αυτόν. Στη συνέχεια μπορούμε να δούμε το προηγούμενο του θωμιστικού δόγματος της αναλογίας και την συνέχεια της αναπτύξεως του μέχρι των ημερών μας.

1) O Θωμάς Ακινάτης.

Οι διάφορες έννοιες της αναλογίας οι οποίες βρίσκονται στα έργα του Ακινάτη συνήθως περιορίζονται σε δύο, στη λεγόμενη «αναλογία αποδόσεως» (ή «συμμετρίας») και στην λεγόμενη «αναλογία της αναλογικότητος» (η οποία δέν πρέπει να συγχέεται με την πρώτη, της συμμετρίας).

Η πρώτη λαμβάνει χώρα όταν ένα ίδιο όνομα, στην περίπτωσή μας το «είναι», μάλιστα δέ το «όν» έχει πολλές σημασίες, οι οποίες βρίσκονται σε σχέση με ένα απο αυτά (
multorum ad unum). Αυτό προηγείται όλων των άλλων δηλ, είναι αιτία, έτσι ώστε η σχέση με την οποία οι άλλες σημασίες βρίσκονται με αυτό, είναι μία σχέση εξαρτήσεως ή παραγωγής. μία τέτοια σχέση μπορεί να διατρέξει ακόμη και ανάμεσα σε δύο σημασίες (unius ad arterum), απο τις οποίες η μία είναι πρώτη και η άλλη ένα παράγωγο. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μία σχέση προτεραιότητος, και γι’αυτό αυτός ο τύπος αναλογίας λέγεται επίσης per prius et posterius. 

Ονομάσθηκε αναλογία αποδόσεως διότι, όπως θα δούμε, πρωτογενώς η σχέση η οποία διέτρεχε ανάμεσα στις διάφορες σημασίες του όρου ανάλογο και η πρώτη απο αυτές ήταν μία σχέση αποδόσεως ή κατηγορήματος, που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στο τυχαίο συμβάν και στην ουσία. Καλείται επίσης και αναλογία συμμετρική, διότι η σχέση στην οποία αναφερόμαστε (στα ελληνικά λόγος, στα λατινικά ratio) δείχνει συμμετρία δηλ, ένα κοινό μέτρο ανάμεσα στις πολλές σημασίες και στην πρώτη. 

Ο δεύτερος τύπος αναλογίας, της αναλογικότητος, υπάρχει όταν το ίδιο όνομα ή όρος, έχει πολλές σημασίες, καθεμία απο τις οποίες έχει πάντοτε την ίδια σχέση με ένα άλλο όνομα, ή όρο, ή έννοια, με το οποίο διαθέτει μία αναλογικότητα, όπως συμβαίνει στις αριθμητικές αναλογίες ή στις γεωμετρικές, όπου αριθμοί ή μεγέθη διαφορετικά έχουν πάντοτε τήν ίδια σχέση μέ αριθμούς ή μεγέθη μ’αυτές σύμμετρες. Αυτή η αναλογία λέγεται αναλογικότης διότι με τον όρο αναλογικότητα θέλουμε να δείξουμε την ταυτότητα σχέσεως, δηλ, της συμμετρίας (identitas proportionis ή όπως θέλει να πεί ο  kant, paritas rationis )

Θέλοντας να εκφράσουμε με αλγεβρικές διατυπώσεις τους δύο τύπους της αναλογίας, μπορούμε να πούμε πώς η αναλογία της αποδόσεως συνίσταται στις σχέσεις που ακολουθούν a/a, b/a, c/a, d/κ.τ.λ. όπου έχουμε διαφορετικά μεγέθη, αναφερόμενα όμως όλα τους σε ένα, το οποίο είναι πάντοτε το ίδιο, σύμφωνα με ένα πλήθος αναφορών (λόγοι, νοήματα), όλα τους σύμμετρα μεταξύ τους, δηλ, εκφραζόμενα μέσω διαφορετικών λογικών αριθμών. Η αναλογικότης όμως μπορεί να εκφραστεί μέσα απο τον τύπο : a/b=c/d=e/f=g/h, κ.τ.λ. όπου έχουμε διαφορετικά μεγέθη καθένα αναφερόμενο σ’ένα άλλο σύμφωνα με μία αναφορά που είναι πάντοτε η ίδια, δηλ, χωρίς να είναι όλα σύμμετρα μεταξύ τους.

Το πρώτο πρόβλημα που θέτει αυτή η θεωρία είναι ιστορικό-φιλολογικού είδους, αλλά δέν απουσιάζουν, όπως θα δούμε και οι φιλοσοφικές διακλαδώσεις, είναι απαραίτητο δηλ, να γίνει κατανοητό για ποιόν λόγο ο Ακινάτης ονομάζει και τους δύο τύπους της αναλογίας με το όνομα, ακριβώς, της αναλογίας ενώ στον αριστοτέλη, όπου είναι παρόντες και οι δύο και απο τον οποίο φανερά τους ξαναπαίρνει ο Ακινάτης, μόνο η δεύτερη, εκείνη της συμμετρίας, ονομάζεται αναλογία, ενώ η πρώτη δέν ονομάζεται ούτε αναλογία, ούτε της αποδόσεως. Για τον αριστοτέλη, όπως είναι γνωστό, η αναλογία είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση ομωνυμίας, δηλ ταυτότητος του ονόματος, στην οποία δέν αντιστοιχεί μία ταυτότης νοημάτων ή ουσιών που σχηματίζονται απο αυτή. κατα την άποψή του υπάρχουν ομώνυμα πολύ απομακρυσμένα ανάμεσα τους, τα οποία έχουν κοινό δηλ, μόνον το όνομα, ονομαζόμενα επίσης ολοκληρωτικά ομώνυμα (πάμπαν) ή κατα τύχη (απο τύχης). Ομώνυμα τα οποία διαθέτουν μία κάποια ομοιότητα αλλά που δέν διασαφηνίζεται περαιτέρω. και ομώνυμα κοντινά μεταξύ τους, τα οποία μπορούν να είναι τέτοια λόγω αναλογίας, ή λόγω κοινού γένους. αυτά τά τελευταία δέν είναι ακριβώς ομώνυμα, και πράγματι κάπου αλλού, ο Αριστοτέλης, τα ονομάζει συνώνυμα, καθότι τα διαφορετικά είδη ενός και του αυτού γένους, επονομάζονται απο έναν όρο ο οποίος χρησιμοποιείται πάντοτε με το ίδιο νόημα, αυτό ακριβώς που εκφράζει το γένος. (αριστ, κατηγ 1,1 α 6,12)

Σ’ένα άλλο σημείο, ο ίδιος ο Αριστοτέλης συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στα ομώνυμα δίπλα στα ομώνυμα λόγω της αναλογίας, τα ομώνυμα τα σχετικά προς ένα (προς έν) και τα ομώνυμα που προέρχονται από ένα (κατα πάσαν πιθανότητα συμπίπτουν μεταξύ των. ενώ τα ομώνυμα λόγω της αναλογίας είναι οι όροι τών οποίων οι σημασίες παρατίθενται σύμφωνα με την μαθηματική αναλογικότητα (a/b=c/d) και γι αυτό η αναλογία ορίζεται επίσης και σαν «ισότητα σχέσεων» (ισότης λόγων) [eth nic v3, 1131 a 31-32] τα ομώνυμα τα σχετικά προς ένα, εξηγημένα συνήθως μέσω του παραδείγματος των πολλών πραγμάτων τα οποία καλούνται «υγιή» σε σχέση με την «υγεία» και τα οποία συμπεριλαμβάνουν ανάμεσα τους ακόμη και το είναι, του οποίου οι πολλαπλές σημασίες αντιστοιχούν στις κατηγορίες όπου τα τυχαία συμβάντα είναι σχετικά προς την ουσία. (μεταφ iv 1003 a 33-10).

Αυτή η ορολογία παραμένει ουσιαστικώς αμετάβλητη στον Βοήθιο ο οποίος ξαναπαίρνει το αριστοτελικό σχήμα, διακρίνοντας τά διφορούμενα σε τυχαία και σε διφορούμενα κατα την γνώμη και χωρίζοντας αυτά τα τελευταία σε εκείνα σύμφωνα με την ομοιότητα, εκείνα σύμφωνα με την αναλογικότητα, εκείνα τα σχετικά απο το ένα (εφ’ενός) και εκείνα τα σχετικά προς ένα (προς εν), όπου είναι ξεκάθαρο πώς η αναλογία είναι μόνον εκείνη των διφορούμενων σύμφωνα με την αναλογικότητα. Τουναντίον στους νεοπλατωνικούς σχολιαστές του Αριστοτέλη όπως για παράδειγμα στον Σιμπλίκιο, συντελείται η ταυτότης της αναλογίας, με την ομωνυμία προς εν ή προερχόμενη απο εν (εφ’ενός). Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο ο Ακινάτης ο οποίος δέχθηκε την επήρρεια αυτών των σχολιαστών μέσα απο την μεσολάβηση των Αράβων, υπολογίζει όλα τα διφορούμενα, κατα την γνώμη, για τα οποία ομιλεί ο Βοήθιος, σαν ανάλογα (και είναι κάτι που επαναλαμβάνουν στην συνέχεια όλοι οι σχολαστικοί του μεσαίωνος). Αυτό επιτρέπει τελικώς την σχέση (λόγος) η οποία παρίσταται σε όλα τα διφορούμενα κατα την γνώμη, είτε ταυτόσημη, είτε διαφορετική είναι, να ονομασθεί στα λατινικά proportio σαν μετάφραση του ελληνικού αναλογία. για να διακριθεί  στη συνέχεια η αληθινή αναλογία απο τις άλλες συμμετρίες, αυτή η τελευταία ονομάζεται αναλογικότης. Φαίνεται τέλος πώς ο όρος «απόδοση» φτάνει στον Ακινάτη από την νέα μετάφραση της μεταφυσικής του Αριστοτέλη, εκείνη που διεδόθη μαζί με το σχόλιο του Αβερρόη, χρησιμοποιημένη ευρέως απο τον Ακινάτη στα πρώϊμα έργα του, όπου η σχέση ανάμεσα στα τυχαία συμβάντα και την ουσία ονομάσθηκε απόδοση !

Το πρόβλημα που παραμένει ανοιχτό, πέρα απο την διαφοροποίηση της ορολογίας, είναι πώς προέκυψε, και η έννοια της αναλογίας, η οποία στον Αριστοτέλη δέν συνεπάγετο καμμία ιεραρχια , καμμία προτεραιότητα ανάμεσα στα διάφορα ανάλογα, σε μία στιγμή αρχίζει να περιλαμβάνει περιπτώσεις ιεραρχίας, της τάξεως per prius et posterius (του πρίν και του μετά) όπως συμβαίνει ξεκάθαρα στην αναλογία της αποδόσεως!

Προφανώς πρόκειται για μία πρόσθεση της πλατωνικής αντιλήψεως, ή της νεοπλατωνικής, της πραγματικότητος, σαν τάξεως βαθμιαίας μειώσεως, στην αριστοτελική έννοια της αναλογίας. μία πρόσθεση η οποία καθόρισε την οριστική επιβολή μίας μεταφυσικής, της νεοπλατωνικής ακριβώς, πάνω στην αριστοτελική, ακόμη και όταν αυτή η τελευταία φαινόταν να επανέρχεται, δηλ, στον xiii αιώνα.

Συνεχίζεται

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ (1)

 Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 

Enrico Berti

Tο δόγμα της αναλογίας του είναιόχι γενικώς της αναλογίας, που ενδιαφέρει την φιλοσοφία της γλώσσας ή την γλωσσολογία, αλλά της αναλογίας του είναι, που ενδιαφέρει την οντολογία ή την μεταφυσική, αναπτύχθηκε κυρίως στο εσωτερικό της αριστοτελικο-θωμιστικής παραδόσεωςΑυτή η τελευταία έκφραση δέν προϋποθέτει κάποια ενότητα ανάμεσα στην σκέψη του αριστοτέλη και στην σκέψη του θωμά ακινάτη, αλλά αναφέρεται ουσιαστικώς σε ένα ιστορικό γεγονός, δηλ, σε κείνο το ρεύμα σκέψης, το οποίο ξεκίνησε με την επαναπρόσληψη του αριστοτελισμού εκ μέρους του Ακινάτη και η οποία ξεδιπλώθηκε κατα μήκος όλου του μεσαίωνος, της μοντέρνας εποχής και της συγχρόνου μας, ώστε να συστήνει ακόμη και σήμερα μία απο τις πλέον χαρακτηριστικές και ζωντανές θέσεις του φιλοσοφικού διαλόγου.

Το δόγμα της αναλογίας που επεξεργάστηκε αυτή η παράδοση θεωρήται η κλασσική θεωρία της αναλογίας. Δέν προτίθεμαι να εκθέσω με τρόπο πλήρη την θεωρία αυτή, διότι οι εκθέσεις της είναι ήδη αμέτρητες και βρίσκονται ακόμη και στις εγκυκλοπαίδειες. Θέλω απλώς να υπογραμμίσω μερικά προβλήματα που θέτει και τα οποία δέν έχουν βρεί ακόμη μία ικανοποιητική λύση. Νομίζω πώς η ανάλυσή μας πρέπει να συγκεντρωθεί αποκλειστικά στον Ακινάτη, διότι μόνον μ’αυτόν το δόγμα της αναλογίας του είναι αποκτά έναν κεντρικό ρόλο στην οντολογία (και στην θεολογία) και όσοι ακόμη το υποστηρίζουν αναφέρονται πάντοτε σ’αυτόν. Στη συνέχεια μπορούμε να δούμε το προηγούμενο του θωμιστικού δόγματος της αναλογίας και την συνέχεια της αναπτύξεως του μέχρι των ημερών μας.

1) O Θωμάς Ακινάτης.

Οι διάφορες έννοιες της αναλογίας οι οποίες βρίσκονται στα έργα του Ακινάτη συνήθως περιορίζονται σε δύο, στη λεγόμενη «αναλογία αποδόσεως» (ή «συμμετρίας») και στην λεγόμενη «αναλογία της αναλογικότητος» (η οποία δέν πρέπει να συγχέεται με την πρώτη, της συμμετρίας).

Η πρώτη λαμβάνει χώρα όταν ένα ίδιο όνομα, στην περίπτωσή μας το «είναι», μάλιστα δέ το «όν» έχει πολλές σημασίες, οι οποίες βρίσκονται σε σχέση με ένα απο αυτά (
multorum ad unum). Αυτό προηγείται όλων των άλλων δηλ, είναι αιτία, έτσι ώστε η σχέση με την οποία οι άλλες σημασίες βρίσκονται με αυτό, είναι μία σχέση εξαρτήσεως ή παραγωγής. μία τέτοια σχέση μπορεί να διατρέξει ακόμη και ανάμεσα σε δύο σημασίες (unius ad arterum), απο τις οποίες η μία είναι πρώτη και η άλλη ένα παράγωγο. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μία σχέση προτεραιότητος, και γι’αυτό αυτός ο τύπος αναλογίας λέγεται επίσης per prius et posterius. 

Ονομάσθηκε αναλογία αποδόσεως διότι, όπως θα δούμε, πρωτογενώς η σχέση η οποία διέτρεχε ανάμεσα στις διάφορες σημασίες του όρου ανάλογο και η πρώτη απο αυτές ήταν μία σχέση αποδόσεως ή κατηγορήματος, που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στο τυχαίο συμβάν και στην ουσία. Καλείται επίσης και αναλογία συμμετρική, διότι η σχέση στην οποία αναφερόμαστε (στα ελληνικά λόγος, στα λατινικά ratio) δείχνει συμμετρία δηλ, ένα κοινό μέτρο ανάμεσα στις πολλές σημασίες και στην πρώτη. 

Ο δεύτερος τύπος αναλογίας, της αναλογικότητος, υπάρχει όταν το ίδιο όνομα ή όρος, έχει πολλές σημασίες, καθεμία απο τις οποίες έχει πάντοτε την ίδια σχέση με ένα άλλο όνομα, ή όρο, ή έννοια, με το οποίο διαθέτει μία αναλογικότητα, όπως συμβαίνει στις αριθμητικές αναλογίες ή στις γεωμετρικές, όπου αριθμοί ή μεγέθη διαφορετικά έχουν πάντοτε τήν ίδια σχέση μέ αριθμούς ή μεγέθη μ’αυτές σύμμετρες. Αυτή η αναλογία λέγεται αναλογικότης διότι με τον όρο αναλογικότητα θέλουμε να δείξουμε την ταυτότητα σχέσεως, δηλ, της συμμετρίας (identitas proportionis ή όπως θέλει να πεί ο  kant, paritas rationis )

Θέλοντας να εκφράσουμε με αλγεβρικές διατυπώσεις τους δύο τύπους της αναλογίας, μπορούμε να πούμε πώς η αναλογία της αποδόσεως συνίσταται στις σχέσεις που ακολουθούν a/a, b/a, c/a, d/κ.τ.λ. όπου έχουμε διαφορετικά μεγέθη, αναφερόμενα όμως όλα τους σε ένα, το οποίο είναι πάντοτε το ίδιο, σύμφωνα με ένα πλήθος αναφορών (λόγοι, νοήματα), όλα τους σύμμετρα μεταξύ τους, δηλ, εκφραζόμενα μέσω διαφορετικών λογικών αριθμών. Η αναλογικότης όμως μπορεί να εκφραστεί μέσα απο τον τύπο : a/b=c/d=e/f=g/h, κ.τ.λ. όπου έχουμε διαφορετικά μεγέθη καθένα αναφερόμενο σ’ένα άλλο σύμφωνα με μία αναφορά που είναι πάντοτε η ίδια, δηλ, χωρίς να είναι όλα σύμμετρα μεταξύ τους.

Το πρώτο πρόβλημα που θέτει αυτή η θεωρία είναι ιστορικό-φιλολογικού είδους, αλλά δέν απουσιάζουν, όπως θα δούμε και οι φιλοσοφικές διακλαδώσεις, είναι απαραίτητο δηλ, να γίνει κατανοητό για ποιόν λόγο ο Ακινάτης ονομάζει και τους δύο τύπους της αναλογίας με το όνομα, ακριβώς, της αναλογίας ενώ στον αριστοτέλη, όπου είναι παρόντες και οι δύο και απο τον οποίο φανερά τους ξαναπαίρνει ο Ακινάτης, μόνο η δεύτερη, εκείνη της συμμετρίας, ονομάζεται αναλογία, ενώ η πρώτη δέν ονομάζεται ούτε αναλογία, ούτε της αποδόσεως. Για τον αριστοτέλη, όπως είναι γνωστό, η αναλογία είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση ομωνυμίας, δηλ ταυτότητος του ονόματος, στην οποία δέν αντιστοιχεί μία ταυτότης νοημάτων ή ουσιών που σχηματίζονται απο αυτή. κατα την άποψή του υπάρχουν ομώνυμα πολύ απομακρυσμένα ανάμεσα τους, τα οποία έχουν κοινό δηλ, μόνον το όνομα, ονομαζόμενα επίσης ολοκληρωτικά ομώνυμα (πάμπαν) ή κατα τύχη (απο τύχης). Ομώνυμα τα οποία διαθέτουν μία κάποια ομοιότητα αλλά που δέν διασαφηνίζεται περαιτέρω. και ομώνυμα κοντινά μεταξύ τους, τα οποία μπορούν να είναι τέτοια λόγω αναλογίας, ή λόγω κοινού γένους. αυτά τά τελευταία δέν είναι ακριβώς ομώνυμα, και πράγματι κάπου αλλού, ο Αριστοτέλης, τα ονομάζει συνώνυμα, καθότι τα διαφορετικά είδη ενός και του αυτού γένους, επονομάζονται απο έναν όρο ο οποίος χρησιμοποιείται πάντοτε με το ίδιο νόημα, αυτό ακριβώς που εκφράζει το γένος. (αριστ, κατηγ 1,1 α 6,12)

Σ’ένα άλλο σημείο, ο ίδιος ο Αριστοτέλης συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στα ομώνυμα δίπλα στα ομώνυμα λόγω της αναλογίας, τα ομώνυμα τα σχετικά προς ένα (προς έν) και τα ομώνυμα που προέρχονται από ένα (κατα πάσαν πιθανότητα συμπίπτουν μεταξύ των. ενώ τα ομώνυμα λόγω της αναλογίας είναι οι όροι τών οποίων οι σημασίες παρατίθενται σύμφωνα με την μαθηματική αναλογικότητα (a/b=c/d) και γι αυτό η αναλογία ορίζεται επίσης και σαν «ισότητα σχέσεων» (ισότης λόγων) [eth nic v3, 1131 a 31-32] τα ομώνυμα τα σχετικά προς ένα, εξηγημένα συνήθως μέσω του παραδείγματος των πολλών πραγμάτων τα οποία καλούνται «υγιή» σε σχέση με την «υγεία» και τα οποία συμπεριλαμβάνουν ανάμεσα τους ακόμη και το είναι, του οποίου οι πολλαπλές σημασίες αντιστοιχούν στις κατηγορίες όπου τα τυχαία συμβάντα είναι σχετικά προς την ουσία. (μεταφ iv 1003 a 33-10).

Αυτή η ορολογία παραμένει ουσιαστικώς αμετάβλητη στον Βοήθιο ο οποίος ξαναπαίρνει το αριστοτελικό σχήμα, διακρίνοντας τά διφορούμενα σε τυχαία και σε διφορούμενα κατα την γνώμη και χωρίζοντας αυτά τα τελευταία σε εκείνα σύμφωνα με την ομοιότητα, εκείνα σύμφωνα με την αναλογικότητα, εκείνα τα σχετικά απο το ένα (εφ’ενός) και εκείνα τα σχετικά προς ένα (προς εν), όπου είναι ξεκάθαρο πώς η αναλογία είναι μόνον εκείνη των διφορούμενων σύμφωνα με την αναλογικότητα. Τουναντίον στους νεοπλατωνικούς σχολιαστές του Αριστοτέλη όπως για παράδειγμα στον Σιμπλίκιο, συντελείται η ταυτότης της αναλογίας, με την ομωνυμία προς εν ή προερχόμενη απο εν (εφ’ενός). Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο ο Ακινάτης ο οποίος δέχθηκε την επήρρεια αυτών των σχολιαστών μέσα απο την μεσολάβηση των Αράβων, υπολογίζει όλα τα διφορούμενα, κατα την γνώμη, για τα οποία ομιλεί ο Βοήθιος, σαν ανάλογα (και είναι κάτι που επαναλαμβάνουν στην συνέχεια όλοι οι σχολαστικοί του μεσαίωνος). Αυτό επιτρέπει τελικώς την σχέση (λόγος) η οποία παρίσταται σε όλα τα διφορούμενα κατα την γνώμη, είτε ταυτόσημη, είτε διαφορετική είναι, να ονομασθεί στα λατινικά proportio σαν μετάφραση του ελληνικού αναλογία. για να διακριθεί  στη συνέχεια η αληθινή αναλογία απο τις άλλες συμμετρίες, αυτή η τελευταία ονομάζεται αναλογικότης. Φαίνεται τέλος πώς ο όρος «απόδοση» φτάνει στον Ακινάτη από την νέα μετάφραση της μεταφυσικής του Αριστοτέλη, εκείνη που διεδόθη μαζί με το σχόλιο του Αβερρόη, χρησιμοποιημένη ευρέως απο τον Ακινάτη στα πρώϊμα έργα του, όπου η σχέση ανάμεσα στα τυχαία συμβάντα και την ουσία ονομάσθηκε απόδοση !

Το πρόβλημα που παραμένει ανοιχτό, πέρα απο την διαφοροποίηση της ορολογίας, είναι πώς προέκυψε, και η έννοια της αναλογίας, η οποία στον Αριστοτέλη δέν συνεπάγετο καμμία ιεραρχια , καμμία προτεραιότητα ανάμεσα στα διάφορα ανάλογα, σε μία στιγμή αρχίζει να περιλαμβάνει περιπτώσεις ιεραρχίας, της τάξεως per prius et posterius (του πρίν και του μετά) όπως συμβαίνει ξεκάθαρα στην αναλογία της αποδόσεως!

Προφανώς πρόκειται για μία πρόσθεση της πλατωνικής αντιλήψεως, ή της νεοπλατωνικής, της πραγματικότητος, σαν τάξεως βαθμιαίας μειώσεως, στην αριστοτελική έννοια της αναλογίας. μία πρόσθεση η οποία καθόρισε την οριστική επιβολή μίας μεταφυσικής, της νεοπλατωνικής ακριβώς, πάνω στην αριστοτελική, ακόμη και όταν αυτή η τελευταία φαινόταν να επανέρχεται, δηλ, στον xiii αιώνα.

Συνεχίζεται

Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ (1)

Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 

Enrico Berti

Tο δόγμα της αναλογίας του είναιόχι γενικώς της αναλογίας, που ενδιαφέρει την φιλοσοφία της γλώσσας ή την γλωσσολογία, αλλά της αναλογίας του είναι, που ενδιαφέρει την οντολογία ή την μεταφυσική, αναπτύχθηκε κυρίως στο εσωτερικό της αριστοτελικο-θωμιστικής παραδόσεως. Αυτή η τελευταία έκφραση δέν προϋποθέτει κάποια ενότητα ανάμεσα στην σκέψη του αριστοτέλη και στην σκέψη του θωμά ακινάτη, αλλά αναφέρεται ουσιαστικώς σε ένα ιστορικό γεγονός, δηλ, σε κείνο το ρεύμα σκέψης, το οποίο ξεκίνησε με την επαναπρόσληψη του αριστοτελισμού εκ μέρους του Ακινάτη και η οποία ξεδιπλώθηκε κατα μήκος όλου του μεσαίωνος, της μοντέρνας εποχής και της συγχρόνου μας, ώστε να συστήνει ακόμη και σήμερα μία απο τις πλέον χαρακτηριστικές και ζωντανές θέσεις του φιλοσοφικού διαλόγου.

Το δόγμα της αναλογίας που επεξεργάστηκε αυτή η παράδοση θεωρήται η κλασσική θεωρία της αναλογίας. Δέν προτίθεμαι να εκθέσω με τρόπο πλήρη την θεωρία αυτή, διότι οι εκθέσεις της είναι ήδη αμέτρητες και βρίσκονται ακόμη και στις εγκυκλοπαίδειες. Θέλω απλώς να υπογραμμίσω μερικά προβλήματα που θέτει και τα οποία δέν έχουν βρεί ακόμη μία ικανοποιητική λύση. Νομίζω πώς η ανάλυσή μας πρέπει να συγκεντρωθεί αποκλειστικά στον Ακινάτη, διότι μόνον μ’αυτόν το δόγμα της αναλογίας του είναι αποκτά έναν κεντρικό ρόλο στην οντολογία (και στην θεολογία) και όσοι ακόμη το υποστηρίζουν αναφέρονται πάντοτε σ’αυτόν. Στη συνέχεια μπορούμε να δούμε το προηγούμενο του θωμιστικού δόγματος της αναλογίας και την συνέχεια της αναπτύξεως του μέχρι των ημερών μας.

1) O Θωμάς Ακινάτης.

Οι διάφορες έννοιες της αναλογίας οι οποίες βρίσκονται στα έργα του Ακινάτη συνήθως περιορίζονται σε δύο, στη λεγόμενη «αναλογία αποδόσεως» (ή «συμμετρίας») και στην λεγόμενη «αναλογία της αναλογικότητος» (η οποία δέν πρέπει να συγχέεται με την πρώτη, της συμμετρίας).

Η πρώτη λαμβάνει χώρα όταν ένα ίδιο όνομα, στην περίπτωσή μας το «είναι», μάλιστα δέ το «όν» έχει πολλές σημασίες, οι οποίες βρίσκονται σε σχέση με ένα απο αυτά (
multorum ad unum). Αυτό προηγείται όλων των άλλων δηλ, είναι αιτία, έτσι ώστε η σχέση με την οποία οι άλλες σημασίες βρίσκονται με αυτό, είναι μία σχέση εξαρτήσεως ή παραγωγής. μία τέτοια σχέση μπορεί να διατρέξει ακόμη και ανάμεσα σε δύο σημασίες (unius ad arterum), απο τις οποίες η μία είναι πρώτη και η άλλη ένα παράγωγο. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μία σχέση προτεραιότητος, και γι’αυτό αυτός ο τύπος αναλογίας λέγεται επίσης per prius et posterius. 

Ονομάσθηκε αναλογία αποδόσεως διότι, όπως θα δούμε, πρωτογενώς η σχέση η οποία διέτρεχε ανάμεσα στις διάφορες σημασίες του όρου ανάλογο και η πρώτη απο αυτές ήταν μία σχέση αποδόσεως ή κατηγορήματος, που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στο τυχαίο συμβάν και στην ουσία. Καλείται επίσης και αναλογία συμμετρική, διότι η σχέση στην οποία αναφερόμαστε (στα ελληνικά λόγος, στα λατινικά ratio) δείχνει συμμετρία δηλ, ένα κοινό μέτρο ανάμεσα στις πολλές σημασίες και στην πρώτη. 

Ο δεύτερος τύπος αναλογίας, της αναλογικότητος, υπάρχει όταν το ίδιο όνομα ή όρος, έχει πολλές σημασίες, καθεμία απο τις οποίες έχει πάντοτε την ίδια σχέση με ένα άλλο όνομα, ή όρο, ή έννοια, με το οποίο διαθέτει μία αναλογικότητα, όπως συμβαίνει στις αριθμητικές αναλογίες ή στις γεωμετρικές, όπου αριθμοί ή μεγέθη διαφορετικά έχουν πάντοτε τήν ίδια σχέση μέ αριθμούς ή μεγέθη μ’αυτές σύμμετρες. Αυτή η αναλογία λέγεται αναλογικότης διότι με τον όρο αναλογικότητα θέλουμε να δείξουμε την ταυτότητα σχέσεως, δηλ, της συμμετρίας (identitas proportionis ή όπως θέλει να πεί ο  kant, paritas rationis )

Θέλοντας να εκφράσουμε με αλγεβρικές διατυπώσεις τους δύο τύπους της αναλογίας, μπορούμε να πούμε πώς η αναλογία της αποδόσεως συνίσταται στις σχέσεις που ακολουθούν a/a, b/a, c/a, d/κ.τ.λ. όπου έχουμε διαφορετικά μεγέθη, αναφερόμενα όμως όλα τους σε ένα, το οποίο είναι πάντοτε το ίδιο, σύμφωνα με ένα πλήθος αναφορών (λόγοι, νοήματα), όλα τους σύμμετρα μεταξύ τους, δηλ, εκφραζόμενα μέσω διαφορετικών λογικών αριθμών. Η αναλογικότης όμως μπορεί να εκφραστεί μέσα απο τον τύπο : a/b=c/d=e/f=g/h, κ.τ.λ. όπου έχουμε διαφορετικά μεγέθη καθένα αναφερόμενο σ’ένα άλλο σύμφωνα με μία αναφορά που είναι πάντοτε η ίδια, δηλ, χωρίς να είναι όλα σύμμετρα μεταξύ τους.

Το πρώτο πρόβλημα που θέτει αυτή η θεωρία είναι ιστορικό-φιλολογικού είδους, αλλά δέν απουσιάζουν, όπως θα δούμε και οι φιλοσοφικές διακλαδώσεις, είναι απαραίτητο δηλ, να γίνει κατανοητό για ποιόν λόγο ο Ακινάτης ονομάζει και τους δύο τύπους της αναλογίας με το όνομα, ακριβώς, της αναλογίας ενώ στον αριστοτέλη, όπου είναι παρόντες και οι δύο και απο τον οποίο φανερά τους ξαναπαίρνει ο Ακινάτης, μόνο η δεύτερη, εκείνη της συμμετρίας, ονομάζεται αναλογία, ενώ η πρώτη δέν ονομάζεται ούτε αναλογία, ούτε της αποδόσεως. Για τον αριστοτέλη, όπως είναι γνωστό, η αναλογία είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση ομωνυμίας, δηλ ταυτότητος του ονόματος, στην οποία δέν αντιστοιχεί μία ταυτότης νοημάτων ή ουσιών που σχηματίζονται απο αυτή. κατα την άποψή του υπάρχουν ομώνυμα πολύ απομακρυσμένα ανάμεσα τους, τα οποία έχουν κοινό δηλ, μόνον το όνομα, ονομαζόμενα επίσης ολοκληρωτικά ομώνυμα (πάμπαν) ή κατα τύχη (απο τύχης). Ομώνυμα τα οποία διαθέτουν μία κάποια ομοιότητα αλλά που δέν διασαφηνίζεται περαιτέρω. και ομώνυμα κοντινά μεταξύ τους, τα οποία μπορούν να είναι τέτοια λόγω αναλογίας, ή λόγω κοινού γένους. αυτά τά τελευταία δέν είναι ακριβώς ομώνυμα, και πράγματι κάπου αλλού, ο Αριστοτέλης, τα ονομάζει συνώνυμα, καθότι τα διαφορετικά είδη ενός και του αυτού γένους, επονομάζονται απο έναν όρο ο οποίος χρησιμοποιείται πάντοτε με το ίδιο νόημα, αυτό ακριβώς που εκφράζει το γένος. (αριστ, κατηγ 1,1 α 6,12)

Σ’ένα άλλο σημείο, ο ίδιος ο Αριστοτέλης συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στα ομώνυμα δίπλα στα ομώνυμα λόγω της αναλογίας, τα ομώνυμα τα σχετικά προς ένα (προς έν) και τα ομώνυμα που προέρχονται από ένα (κατα πάσαν πιθανότητα συμπίπτουν μεταξύ των. ενώ τα ομώνυμα λόγω της αναλογίας είναι οι όροι τών οποίων οι σημασίες παρατίθενται σύμφωνα με την μαθηματική αναλογικότητα (a/b=c/d) και γι αυτό η αναλογία ορίζεται επίσης και σαν «ισότητα σχέσεων» (ισότης λόγων) [eth nic v3, 1131 a 31-32] τα ομώνυμα τα σχετικά προς ένα, εξηγημένα συνήθως μέσω του παραδείγματος των πολλών πραγμάτων τα οποία καλούνται «υγιή» σε σχέση με την «υγεία» και τα οποία συμπεριλαμβάνουν ανάμεσα τους ακόμη και το είναι, του οποίου οι πολλαπλές σημασίες αντιστοιχούν στις κατηγορίες όπου τα τυχαία συμβάντα είναι σχετικά προς την ουσία. (μεταφ iv 1003 a 33-10).

Αυτή η ορολογία παραμένει ουσιαστικώς αμετάβλητη στον Βοήθιο ο οποίος ξαναπαίρνει το αριστοτελικό σχήμα, διακρίνοντας τά διφορούμενα σε τυχαία και σε διφορούμενα κατα την γνώμη και χωρίζοντας αυτά τα τελευταία σε εκείνα σύμφωνα με την ομοιότητα, εκείνα σύμφωνα με την αναλογικότητα, εκείνα τα σχετικά απο το ένα (εφ’ενός) και εκείνα τα σχετικά προς ένα (προς εν), όπου είναι ξεκάθαρο πώς η αναλογία είναι μόνον εκείνη των διφορούμενων σύμφωνα με την αναλογικότητα. Τουναντίον στους νεοπλατωνικούς σχολιαστές του Αριστοτέλη όπως για παράδειγμα στον Σιμπλίκιο, συντελείται η ταυτότης της αναλογίας, με την ομωνυμία προς εν ή προερχόμενη απο εν (εφ’ενός). Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο ο Ακινάτης ο οποίος δέχθηκε την επήρρεια αυτών των σχολιαστών μέσα απο την μεσολάβηση των Αράβων, υπολογίζει όλα τα διφορούμενα, κατα την γνώμη, για τα οποία ομιλεί ο Βοήθιος, σαν ανάλογα (και είναι κάτι που επαναλαμβάνουν στην συνέχεια όλοι οι σχολαστικοί του μεσαίωνος). Αυτό επιτρέπει τελικώς την σχέση (λόγος) η οποία παρίσταται σε όλα τα διφορούμενα κατα την γνώμη, είτε ταυτόσημη, είτε διαφορετική είναι, να ονομασθεί στα λατινικά proportio σαν μετάφραση του ελληνικού αναλογία. για να διακριθεί  στη συνέχεια η αληθινή αναλογία απο τις άλλες συμμετρίες, αυτή η τελευταία ονομάζεται αναλογικότης. Φαίνεται τέλος πώς ο όρος «απόδοση» φτάνει στον Ακινάτη από την νέα μετάφραση της μεταφυσικής του Αριστοτέλη, εκείνη που διεδόθη μαζί με το σχόλιο του Αβερρόη, χρησιμοποιημένη ευρέως απο τον Ακινάτη στα πρώϊμα έργα του, όπου η σχέση ανάμεσα στα τυχαία συμβάντα και την ουσία ονομάσθηκε απόδοση !

Το πρόβλημα που παραμένει ανοιχτό, πέρα απο την διαφοροποίηση της ορολογίας, είναι πώς προέκυψε, και η έννοια της αναλογίας, η οποία στον Αριστοτέλη δέν συνεπάγετο καμμία ιεραρχια , καμμία προτεραιότητα ανάμεσα στα διάφορα ανάλογα, σε μία στιγμή αρχίζει να περιλαμβάνει περιπτώσεις ιεραρχίας, της τάξεως per prius et posterius (του πρίν και του μετά) όπως συμβαίνει ξεκάθαρα στην αναλογία της αποδόσεως!

Προφανώς πρόκειται για μία πρόσθεση της πλατωνικής αντιλήψεως, ή της νεοπλατωνικής, της πραγματικότητος, σαν τάξεως βαθμιαίας μειώσεως, στην αριστοτελική έννοια της αναλογίας. μία πρόσθεση η οποία καθόρισε την οριστική επιβολή μίας μεταφυσικής, της νεοπλατωνικής ακριβώς, πάνω στην αριστοτελική, ακόμη και όταν αυτή η τελευταία φαινόταν να επανέρχεται, δηλ, στον xiii αιώνα.

Συνεχίζεται

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ (5) - Τελευταίο

 Συνέχεια από : Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Enrico Berti
Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
4. Συμπεράσματα!
Με τον σκοπό να αποφύγουμε τον κίνδυνο της ενυπάρξεως (immanenza) η οποία απερρίφθη απο όλη την Αριστοτελική-θωμιστική παράδοση την (όπως επίσης και απο την Πλατωνο-Σκοτιστική), η οποία όμως συνεχίζει να υπάρχει στο πρωτείο της αναλογίας δι’αναγωγής, λόγω της τάσεως αυτής της αναλογίας να καταλήγει στην μονοσημαντότητα του Είναι, είναι αναγκαίο πάνω απ’όλα να θυμηθούμε πώς το Είναι δέν είναι κατα κανένα τρόπο μονοσήμαντο, όπως γίνεται ξεκάθαρο μόνο και μόνο απο το γεγονός πως δέν είναι ένα Γένος. Εάν αυτό δηλ, ήταν μονοσήμαντο, θα σήμαινε κάτι μοναδικό και κοινό σε όλο το υπαρκτό, το γεγονός π.χ. (ή η πράξη) οτι υπάρχει , (ή οτι είναι ), τότε θα ήταν ένα γένος, διότι το γένος δείχνει αυτό που ενώνει πολλά πράγματα πάνω απο τις διαφορές τους. Το Είναι όμως δέν μπορεί να είναι ένα γένος, διότι όπως παρατήρησε και ο Αριστοτέλης ήδη, το Είναι διδάσκει και τις διαφορές ανάμεσα στα όντα—διότι και γι’αυτές λέμε οτι υπάρχουν ότι είναι—ενώ τα γένη δέν μπορούν να έχουν σαν κατηγορήματα τις διαφορές τους—διαφορετικά δέν θα μπορούσαν να εκφράσουν αυτό που είναι κοινό, πάνω απο τις διαφορές (αριστ. Μεταφ.III 3,998 b 22-27).
Το είναι λοιπόν, δέν είναι ένα γένος διότι, πέρα απο το γεγονός πώς εκφράζει αυτό που είναι κοινό ανάμεσα σε όλα τα όντα, εκφράζει επίσης και αυτό που είναι διαφορετικό, δηλ, τις διαφορές τους. Εάν το Είναι ήταν Γένος, δέν θα μπορούσε να συμπεριλάβει τις διαφορές, και επομένως αυτές δέν θα μπορούσαν να υπάρξουν, δέν θα υπήρχαν, και όλα τα πράγματα θα κατέληγαν σε ΕΝΑ, όπως ισχυριζόταν ακριβώς ο Παρμενίδης. Η εμπειρία όμως μας βεβαιώνει πώς τα πράγματα είναι διαφορετικα το ένα απο το άλλο, δηλ, οτι οι διαφορές υπάρχουν, μάλιστα δέ είναι δυνατόν να αποδειχθεί πώς αυτές είναι αναντίρρητες, διότι μία πιθανή άρνησί τους, καθότι θα είναι διαφορετική απο την βεβαίωσί τους, θα επαναπρότεινε μία διαφορά και επομένως θα επιβεβαίωνε πώς οι διαφορές υπάρχουν.
Εξάλλου η σύγχρονη φιλοσοφία είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητη στην ύπαρξη των διαφορών σε τέτοιο βαθμό που έφτασε να ξαναπροτείνει την Χαϊντεγκεριανή σύλληψη αντικαθιστώντας την «οντολογική διαφορα» ανάμεσα στα όντα και στο Είναι—η οποία προϋποθέτει πάντοτε μία μονοσήμαντη εννοιολόγηση του Είναι και διατρέχει τον  κίνδυνο να αφαιρέσει το Είναι απο τα όντα, δηλ. τις διαφορές—μέ τις απλές διαφορές ανάμεσα στα όντα. Σ’αυτή την θέση συναντώντας σήμερα ο υπαρξισμός, η φαινομενολογία, η ερμηνευτική, η μεθοδολική πολλαπλότης, χωρίς να κατανοούν ακόμη ωστόσο, πώς αυτή η θέση περιέχει σαν σπόρος την θεμελίωση τής μεταφυσικής, την ορθολογική απόδειξη δηλ. τής υπερβατικότητος τού απολύτου.
Η ανασκευή της μονοσημαντότητος του Είναι σημαίνει ανασκευή του μονισμού, δηλ, την ενύπαρξη, και η μοναδική εναλλακτική δυνατότητα σ’αυτόν τον μονισμό είναι η βεβαίωση του Υπερβατικού. Εάν τα όντα είναι πολλά και δέν είναι δυνατόν να συμμαζευτούν όλα κάτω απο ένα μοναδικό γένος, δέν μπορούμε πλέον να πούμε ούτε πώς κάθε όν μπορεί να είναι το Απόλυτο, ούτε πώς το Απόλυτο είναι το σύνολο τους, εννοημένο σαν κάτι ομογενές. Επομένως το απόλυτο—το οποίο δέν μπορεί να μήν υπάρχει (αυτό ναί, όχι το Είναι γενικώς) διότι είναι απλώς αυτό που υπάρχει χωρίς την ανάγκη άλλουθα είναι ένα όν ξεχωριστό απο τα άλλα και απο το σύνολό τους, δηλ, ένα υπερβατικό όν.
Δέν πρόκειται βεβαίως για μία απαγωγική μέθοδο αποδείξεως (συμπερασματική), διότι η μεταφυσική, καθότι λόγος για το Είναι, δέν μπορεί να είναι απαγωγική ακριβώς εξ’αιτίας του γεγονότος πώς το είναι δέν είναι ένα γένος (πράγμα που είναι απαραίτητο στην απαγωγή, στο συμπέρασμα), πρόκειται για μία απόδειξη ανασκευαστικού τύπου, ελεγκτικού, διαλεκτικού—με την έννοια της αρχαίας διαλεκτικής, η οποία όταν εφαρμόζεται σε προτάσεις οι οποίες εμπεριέχουν το όλον της πραγματικότητος, είναι ικανή για αληθινές αποδείξεις, διότι τέτοιες προτάσεις αφήνουν περιθώρια για εναλλακτικές λύσεις που είναι αληθινές αντιφάσεις. Στήν αντίφαση ακριβώς, είναι αναγκαίο η μία κορυφή απο τις δύο να είναι αληθινή και η αλλη ψεύτικη, έτσι ώστε απο την στιγμή που εντοπίστηκε, μέσω της ανασκευής, η ψεύτικη, να αποβαίνει εμμέσως αποδεδειγμένη ή αληθινή.
Με ποιά έννοια λοιπόν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμη για αναλογία του Είναι; Στο επίπεδο των αισθητών όντων επιβεβαιωμένων απο την εμπειρία, συναντώνται διάφορες αναλογίες ανάμεσα στις διαφορετικές κατηγορίες του Είναι : Εκείνες που εκφράζονται απο τις λογικές αρχές (μή-αντίφαση, τρίτου εξαιρουμένου), απο τις οντολογικές αρχές (οι διάφορες φόρμες αιτιότητος), απο την διάκριση ανάμεσα στο δυνάμει και στο ενεργεία και τέλος απο την διάκριση η οποία πηγάζει απο την τελευταία ανάμεσα στην ουσία και στην ύπαρξη (ή στο Είναι). Πρόκειται βεβαίως για αναλογικότητες, οι οποίες δέν αποκλείουν μία ιεραρχία, μία τάξη που προηγείται, ανάμεσα στις κατηγορίες, δηλ, την εξάρτηση των συμβεβηκότων απο την ουσία, οι οποίες όμως δέν θεμελιώνονται σ’αυτή. Η ποιότης έχει ένα Είναι ανάλογο στα ουσιώδη της, όπως η ουσία έχει ένα Είναι αναλογικά με τα ουσιώδη της ουσίας, ανεξαρτήτως του γεγονότος πώς το Είναι της ποιότητος εξαρτάται απο το Είναι της ουσίας. Αυτή η τελευταία εξάρτηση, δέν πρέπει να εννοηθεί σαν συμμετοχή των πολλών σέ μία ίδια ουσία, ούτε σ’ένα ίδιο Είναι, το κατεξοχήν Είναι!
Απο την στιγμή που απεδείχθει η ύπαρξη του Θεού, κάτι που σημαίνει την υπερβατικότητα του Απολύτου, πρέπει να δεχθούμε, αφού και ο Θεός είναι επίσης μία αναλογία ανάμεσα στο είναι του Θεού και στο Είναι των άλλων όντων, η οποία όμως ξανά για άλλη μια φορά είναι η αναλογικότης, η οποία δέν θεμελιώνεται αναγκαίως στην εξάρτηση αυτών των όντων απο τον Θεό, ούτε επίσης την αποκαλύπτει ή την αποδεικνύει. Η ολοκληρωτική εξάρτηση των διαφόρων όντων απο τον Θεό, όπως εκφράζεται στην έννοια της δημιουργίας, δέν εμπλέκει αναγκαίως—όπως επίσης και δέν την αποκλείει—μία ομοιότητα τους με τον Θεό, όπως απαιτείται απο την αναλογία δια χορηγήσεως και αναγωγής, δηλ, απο το πλατωνικό δόγμα της συμμετοχής. (Μέθεξις είναι ένας από τούς τρόπους ερμηνείας τής σχέσεως ανάμεσα στίς ιδέες και στον Φυσικό κόσμο). Αυτή η ομοιότης θα έπαιζε τον ρόλο της αναγκαίως μόνον λόγω μίας εξαρτήσεως γεννητικής ή λόγω απορροής, όπως συμβαίνει στον Νεοπλατωνισμό! Εάν αυτή η ομοιότης ενυπάρχει, όπως στην περίπτωση του ανθρώπου που εδημιουργήθη κατ’εικόνα Θεού—κάτι όμως που γίνεται γνωστό απο την αποκάλυψη, κάτι που δέν αποδεικνύεται—πρέπει φυσικώς να αναγνωρισθεί, αλλά και πάλι αυτό φαίνεται να είναι το καθήκον μίας ερμηνευτικής θρησκευτικής εμπνεύσεως ή μίας θεολογίας θεμελιωμένης στην αποκάλυψη, παρά μίας μεταφυσικής ορθολογικώς αποδεδειγμένης.
Σε κάθε περίπτωση το δόγμα τη δημιουργίας, που συναρμόζεται με την υπερβατικότητα του Απολύτου και είναι επιπλέον αποδείξιμο διαλεκτικά, απο την μεταφυσική (διότι η δημιουργία είναι η μοναδική σχέση ολοκληρωτικής αιτιότητος που ταιριάζει σε μία τέτοια υπερβατικότητα) δέν συνεπάγεται αναγκαίως πώς ο Θεός κατανοείται σαν το υπέρτατο Είναι, το esse ipsum subsistens, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς πολλών Χριστιανών φιλοσόφων και όχι μόνον του Ακινάτη, οι οποίοι στηρίχθηκαν σε μία ερμηνεία (και πάλι η οποία δέν είναι η μόνη δυνατή) της ΕΞΟΔΟΥ. Ο Θεός μπορεί να γίνει κατανοητός σαν ένα απόλυτο όν το οποίο διαθέτει ουσιωδώς την σκέψη, ή το πνεύμα ή την αγάπη (όπως μας φανερώνει το κατα Ιωάννην Ευαγγέλιο) , να διαθέτει δηλ, ένα προσδιορισμό πολύ πιο πλούσιο (και διαφορετικό, πιό μεγαλειώδη) απο το Είναι, χωρίς το Είναι να παύει να του ανήκει αναγκαίως. Το Είναι πράγματι μπορεί να ανήκει στο Θεό σαν κάτι ουσιώδες, χωρίς όμως αυτό να συστήνει την ουσία του, μπορεί δηλ, να περιλαμβάνεται σ’αυτή, όχι σαν κάτι ξεχωριστό, ή προστιθέμενο, αλλά σαν να περιλαμβάνεται σε μιά τελειότητα ευρύτερη (όπως για παράδειγμα, ζωή περιλαμβάνεται στην σκέψη ή στην αγάπη). Μ’αυτόν τον τρόπο αποφεύγουμε τον κίνδυνο να δεχθούμε μία ουσία του Είναι, να κατανοήσουμε δηλ, τον είναι σαν μία ουσία, δηλ, σάν μονοσήμαντο.
Φυσικά εάν τα πράγματα έχουν τοιουτοτρόπως, επανέρχεται το πρόβλημα της ομοιότητος ανάμεσα στην θεία σκέψη—ή στο πνεύμα ή στην αγάπη—και στις «ανάλογες» ανθρώπινες τελειότητες : αλλά μπορεί και αυτό το πρόβλημα να λυθεί με όρους της αναλογικότητος (όπως πολύ πιθανόν ισχυριζόταν και ο Αριστοτέλης σχετικά με την σκέψη όταν απέδιδε στον Θεό την πιό τέλεια απο τις ανθρώπινες δραστηριότητες), χωρίς να επικαλείται την αναλογία δι’αναγωγής ή την συμμετοχή. Δέν θα είχε κανένα νόημα να πούμε πώς η ανθρώπινη σκέψη είναι μία ιδιότητα της Θείας σκέψης ή μιά συμμετοχή σ’αυτό (εκτός και άν είμαστε οπαδοί της ενυπάρξεως, σαν τον Σπινόζα ή τον Hegel).
Είναι δυνατή δηλ, μία αυθεντική Χριστιανική μεταφυσικη— ή καλύτερα μία μεταφυσική ανοιχτή στον Χριστιανισμό—ακόμη και άν δέν δεχθούμε το δόγμα της συμμετοχής ή το πρωτείο της αναλογίας της χορηγήσεως (στο οποίο στηρίζεται και το πρωτείο του Πάπα ) ή δι’αναγωγής και παροχής.
                                      Τέλος
ΣΤΗΝ ΜΟΝΟΣΗΜΑΝΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΓΕΝΟΣ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ (4)

 Συνέχεια από : Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Enrico Berti
Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Διευκρίνηση
Ας διευκρινίσουμε όμως την επιμονή μας στο θέμα της αναλογίας! Γιατί είναι τόσο σημαντική η αποδοχή της ή η απόρριψή της; Γιατί οι φιλοσοφίες τού προσώπου στηρίζοντας απολύτως στην αναλογία και επιδιώκουν να ανανεώσουν ταυτοχρόνως τον ανθρωπολογικό μας τύπο και την Εκκλησία, βοηθώντας τον κληρικαλισμό, αυτή την πανούκλα της Εκκλησίας, να ενωθεί με τον Οικουμενισμό;
«Η γνώση μέσω αναλογίας συνεπάγεται πώς η αλήθεια είναι δυνατόν να κατακτηθεί με διαφορετικούς τρόπους: όχι μόνον δια της οδού της ταυτότητος ή της μονοσημαντότητος, στον απόλυτο τρόπο μίας παρουσίας στη σκέψη, αλλά επίσης και δια της οδού της μή-ταυτότητος, της σχετικότητος, η οποία δια της ομοιότητος ανάμεσα σε μία αλήθεια και σε μία άλλη, μας δίνει με έναν ανακόλουθο τρόπο, αλλά αληθινό, την σχέση με την πραγματικότητα».
Μία θέση λοιπόν, επηρεασμένη καθ’ολοκληρίαν από την θεολογία του Αυγουστίνου και του Ακινάτη, οι οποίοι πρέσβευαν πώς το Άγιο Πνεύμα φωτίζει, βοηθά τον Νού του ανθρώπου, μάλιστα ακόμη χειρότερα είναι ο εσωτερικός δάσκαλος. Παραλλάσσοντας αυτή την θεολογία, είναι αδύνατον να φθάσουμε στην Ορθόδοξη εμπειρία της αλήθειας. Το Άγιο Πνεύμα δέν είναι κάτι σταθερό και μόνιμο, δέν είναι βοηθός ενός ατόμου. Μορφώνει μέσα μας Χριστό και όπου θέλει πνεί. Ο Γιανναράς, ο Ζηζιούλας και οι αμέτρητοι οπαδοί τους βάλλουν εναντίον του Ησυχασμού νομίζοντας πώς το Άγιο Όρος είναι αφιερωμένο στον Ακινάτη, καθώς κατηγορούν τούς αγιορείτες γιά ατομική σωτηρία. Τί θράσσος! Από απόλυτη άγνοια. Συμπαρασύροντας στην άγνοια και το σύνολο της Ιεραρχίας που ρέπει προς τις εύκολες σωτηρίες. Τό παράλογο μέ τίς φιλοσοφίες τού προσώπου είναι ότι, ενώ έχουν συγκροτηθεί μέ τήν βοήθεια τής Δυτικής θεολογίας ισχυρίζονται ταυτοχρόνως πως είναι καί αντιδυτικές (φιλοσοφίες)

3. Οι σύγχρονοι συνεχιστές.

Οι σύγχρονοι συνεχιστές του Θωμιστικού δόγματος της αναλογίας τού Είναι, οι Θωμιστές δηλ, χωρίζονται ακόμη απο την προτίμησί τους τού πρωτείου τής αναλογικότητος και εκείνου τής ιδιότητος (της αναγωγής). Ένα πρωτείο τής αναλογικότητος φαίνεται να βεβαιώνεται απο την Sofia Vanni Rovighi, η οποία δηλώνει πώς ακολουθεί τον Gaetano, επιβεβαιώνοντας πώς η αναλογικότης εκφράζει έναν εσωτερικό χαρακτήρα ανάμεσα στα πράγματα τής αναλογίας (δηλ. το γεγονός πώς τα ουσιώδη τού καθενός είναι σε συμμετρία με το Είναι τους,) ενώ η αναλογία τής αποδόσεως, (που επινοείται η αποδίδεται) εκφράζει μόνον έναν εξωτερικό χαρακτήρα (δηλ. την σχέση με κάτι άλλο) και συγκεφαλαιώνοντας μας λέει πώς η αναλογία του Είναι είναι «πάνω απ’όλα» της αναλογικότητος, παρότι δέν αποκλείει εντελώς και την δεύτερη αναλογία.
Ακόμη πιό σαφής είναι η προτίμηση για την αναλογικότητα, την οποία εκφράζει ο Jaques Maritain, ο οποίος ακολουθώντας επίσης τον Gaetamo και ιδιαιτέρως τον Giovanni di San Tommaso, δηλώνει πώς αυτή είναι η κατ’εξοχήν μεταφυσική αναλογία, ενώ εκείνη της ιδιότητος είναι μόνον η συνέπεια. Ακόμη περισσότερο, κατά τον Maritain, με την αναλογία της αναγωγής, εάν ληφθεί μόνη της, έχουμε να κάνουμε με μία μονοσήμαντη έννοια την οποία χρησιμοποιεί η διάνοια αναλογικά μεταφέροντας την σε άλλα αντικείμενα.
Το πρωτείο όμως της αναλογικότητος υποστηρίζεται κυρίως απο τον Αμερικάνο James F Anderson, ο οποίος επιμένει να υπογραμμίζει τον μονοσήμαντο χαρακτήρα που έχει καθ’εαυτή η έννοια κάθε κατηγορηματικού συλλογισμού μέσω της αναγωγικής αναλογίας, και δηλώνει πώς το Είναι δέν είναι μονοσήμαντο μ’αυτή την έννοια, διότι ακόμη και άν το Είναι της δημιουργίας εξαρτάται απο την σχέση του με τον Θεό, δέν συνίσταται απο αυτή την σχέση και δέν περιέχει στην έννοια του, την έννοια του πρώτου αναλογούντος, όπως θα απαιτούσε η αναλογία της αναγωγής. Κατά τον Anderson η αναλογία της αναγωγής είναι πολύ κοντά σ’εκείνη την αναλογία την οποία ο Gaetano ονομάζει αναλογία της ανισότητος, η οποία δέν είναι μία αληθινή αναλογία, διότι σ’αυτή δέν είναι ανάλογη η έννοια που χρησιμοποιείται αλλά μόνον το όνομα. Αυτή η φόρμα αναλογίας, κατά την γνώμη του, είναι παρούσα στον Πλάτωνα, όπου υπάρχει μία ιδέα ή υπέρτατη φόρμα, μετεχόμενη σε διαφορετικούς βαθμούς, ενώ η αναλογία δι’αναγωγής είναι παρούσα στον Πλωτίνο και στον νεοπλατωνισμό γενικώς όπως και στην Θωμιστική οδό επίσης, σαν ex gradium entium. Κατά τον Anderson, τέλος, η αναλογία δι’αναγωγής (ή χορηγήσεως)είναι πολύ κοντά στην μονοσημαντότητα του είναι, που εξήγγειλε ο Παρμενίδης, ο Σπινόζα και ο Hegel, αλλά και ο Duns Scoto απο τον οποίο εξαρτάται ο Suarez όταν δίνει το Πρωτείο στην αναλογία δι’αναγωγής.
Αντιθέτως είναι υπέρ του πρωτείου της αναλογία δι’αναγωγής ο Geiger, ο Fabro, ο Montanes όλοι εκείνοι δηλ, οι οποίοι βλέπουν στο δόγμα της συμμετοχής, Πλατωνικής προελεύσεως, τον πυρήνα της Θωμιστικής Μεταφυσικής. Έχει μεγάλη σημασία επίσης πώς μερικοί απο αυτούς, όπως ο Cornelio Fabro ομολογούν ανοιχτά πώς το esse του Ακινάτη παραπέμπει περισσότερα στο Είναι του Παρμενίδη (το οποίο επανέφερε σήμερα ο Χάϊντεκγερ) παρά σε κείνο του Αριστοτέλη. Το actus essendi είναι δηλ, το καθαρό είναι, και όχι το είναι του συλλογισμού, το οποίο λαμβανόμενο μόνο του δέν σημαίνει τίποτε για τον Αριστοτέλη. Και γι’αυτό μπορεί να εκληφθεί σαν τον πιό υψηλό προσδιορισμό του Θεού, που είναι το esse Ipsum Subsistens.
Στον Παρμενίδη αναφέρεται, παρότι απο διαφορετικές θέσεις, ένας Θωμιστής σαν τον Γουστάβο Μπονταντίνι, ο οποίος εκφράζει την δική του έννοια του Είναι μέσω της λεγόμενης «Αρχής του Παρμενίδη», δηλ, «το είναι δέν μπορεί να μήν είναι». Και αυτός όμως επίσης δέν διστάζει να αναγνωρίσει την καταγωγή της Θωμιστικής έννοιας του Essen ut actus περισσότερο απο τον Παρμενίδη, παρά απο τον Αριστοτέλη, καθώς κατανοείται στην καταγωγική του αντίθεση στό μή είναι.
Μάλιστα δέ, προσπαθώντας να απαντήσει στην παρατήρηση πώς η αρχή του Παρμενίδη προϋποθέτει πώς το Είναι έχει μία ουσία, εκείνη δηλ, λόγω της οποίας δέν μπορεί να μήν είναι και επομένως είναι μονοσήμαντο, δέν διστάζει να παραδεχθεί πώς πρίν αποδείξουμε το «θεώρημα της δημιουργίας» πρέπει να δεχθούμε πώς το είναι, είναι μονοσήμαντο και μόνον μετά απο μία τέτοια απόδειξη, μπορούμε να πούμε πώς είναι ανάλογο. Αυτό όμως τώρα θέτει το πρόβλημα της κατανοήσεως. Με ποιόν τρόπο δηλ. ακριβώς η έννοια του Είναι μπορεί να μεταλλαχθεί, έτσι ώστε πρώτα να είναι μονοσήμαντη και μετά ανάλογη (δηλ το αντίθετο του μονοσήμαντου). Αλλά ίσως η μόνη εξήγηση να βρίσκεται ακριβώς στο δόγμα της αναγωγικής αναλογίας.
Τέλος είναι σε όλους μας γνωστή και η θέση του Emanuele Severino, ο οποίος ήταν ήδη Θωμιστής για να καταλήξει μαθητής του Παρμενίδη, ο οποίος απο την επαναφορά της έννοιας του Είναι στον ορισμό του Παρμενίδη—ότι δηλ, το είναι δέν μπορεί να μήν είναι—βγάζει την λογική συνέπεια του αποκλεισμού της δημιουργίας, πράγμα που σημαίνει πώς εγκαταλείπει κάθε φόρμα αναλογίας και υπαναχωρεί στην πιό ριζική ενύπαρξη.
Αμέθυστος

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ (3)

 Συνέχεια απο: Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Enrico Berti

Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

2. Οι προηγηθέντες.
Το δόγμα της αναλογίας γενικώς ξεκινά, όπως είδαμε ήδη, με τους Έλληνες, για τους οποίους όμως ο όρος αναλογία έδειχνε μόνον την αναλογικότητα, δηλ. την ισότητα των σχέσεων ανάμεσα σε διαφορετικούς όρους, ιδιαιτέρως δε την μαθηματική αναλογία. Στην πλέον γενική της σημασία ήταν ήδη παρούσα στο προφιλοσοφικό περιβάλλον και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στις κοσμολογικές θεωρίες. Στην ιδιαίτερη μαθηματική της σημασία εμφανίστηκε σαν θεωρία για πρώτη φορά απο τους αρχαίους πυθαγορικούς. Φυσικά αυτή η σύλληψη τής αναλογίας υιοθετήθηκε απο τον Πλάτωνα, ο οποίος την μετέφερε οριστικά στο φιλοσοφικό επίπεδο, εισάγοντας την όμως στην δική του ιδιαίτερη φιλοσοφία, η οποία ώς γνωστόν ήταν τού παραδειγματικού και διαβαθμιστικού τύπου.

Για τον Πλάτωνα πράγματι, ή τουλάχιστον για τον Πλάτωνα ο οποίος εξάσκησε την μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία τής φιλοσοφίας, η πραγματικότης διαρθρώνεται σε δύο επίπεδα, στον κόσμο των ιδεών, που είναι η αυθεντική πραγματικότης, το αληθινό Είναι, και στον κόσμο των αισθητών πραγμάτων, που είναι μία μειωμένη πραγματικότης κατώτερη της πρώτης, ανάμεσα στο Είναι και στο Τίποτα. Η σχέση η οποία υφίσταται ανάμεσα στα δύο επίπεδα ορίζεται πότε σαν μίμησις, πότε σαν συμμετοχή (μέθεξις). Η αιτιότης η οποία εξασκείται απο τις ιδέες απέναντι στα πράγματα είναι μία παραδειγματική αιτιότης, δηλ. με τους όρους του Αριστοτέλη, φορμάλε: οι ιδέες είναι παραδείγματα ή φορμες των πραγμάτων. Ο Πλάτων διστάζει ανάμεσα στην επιβεβαίωση τής υπερβατικότητος—που αντιστοιχεί στην μίμηση—και στην ενύπαρξη—που αντιστοιχεί στην μέθεξη—των ιδεών απέναντι στα πράγματα, αλλά δέν υπάρχει αμφιβολία πως κάθε ιδέα έχει κοινό με τά πράγματα το γεγονός πως σ’αυτήν την ιδέα μετέχει μόνον η ουσία. Αυτή η διάκριση βαθμού και μαζί ταυτόχρονα αυτή η κοινότης της ουσίας υποχρεώνουν τον Πλάτωνα να κατανοήσει την σχέση ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα με όρους ομωνυμίας, και σύμφωνα με τον Αριστοτέλη με όρους συνωνυμίας.

Μπορούμε να πούμε λοιπόν πώς ο Πλάτων εισάγει την αναλογικότητα σε ένα όραμα της πραγματικότητος που τελικώς την θεμελιώνει (την πραγματικότητα) στην αναλογία της παροχής, του συμβεβηκότος (της ποιότητος), παρότι δέν εννοεί ποτέ ο ίδιος την αναλογία μ’αυτή την τελευταία σημασία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιεί ο ίδιος την αναλογία, είναι η διάσημη σύγκριση που υπάρχει στο VI βιβλίο της Πολιτείας (508 c) ανάμεσα στην ιδέα του αγαθού και τον ήλιο:«Αυτό που στον νοητό κόσμο είναι το αγαθό σε σχέση με τον Νού και με τα νοητά πράγματα (αντικείμενα λέμε πρόχειρα σήμερα), στον ορατό κόσμο είναι ο ήλιος σε σχέση με την όραση και τα ορατά πράγματα(αντικείμενα)».

Εδώ βρισκόμαστε ξεκάθαρα απέναντι σε μία αναλογικότητα στην οποία μία ίδια σχέση, δηλ. η λειτουργία η οποία φέρνει κάτι στην Γνώση και ίσως ακόμη και να το φέρει και στην ύπαρξη—εξασκείται απο διαφορετικά όντα πάνω σε εκείνα στα οποία υπάρχει αναλογικότης. Παρ’όλα αυτά η αναλογικότης είναι δυνατή απο την ύπαρξη μίας ομοιότητος, μάλιστα δέ μίας εξαρτήσεως των αισθητών πραγμάτων απο τις ιδέες, δηλ. απο μία συγκεκριμένη πρό-θεση, η οποία προ-ηγείται, είναι α’priori. Απο μία αληθινή και παραδειγματική αιτιότητα. Αυτή είναι η πρωτότυπη εισφορά στό δόγμα της αναλογίας απο τον Πλάτωνα, η οποία έμελε να έχει μία μεγαλειώδη τύχη και συνέχεια.Μόνον κάτω απο αυτό το φώς λαμβάνει και την πρέπουσα σημασία του ο γνωστός ορισμός τής αναλογίας, ο οποίος δίνεται απο τον Πλάτωνα στον Τίμαιο, όπου ξαναπαίρνοντας το δόγμα του Σοφιστή, σύμφωνα με το οποίο το Είναι είναι μαζί ταυτό και διάφορο, βεβαιώνει πως η αναλογία είναι «ο πιό όμορφος δεσμός», διότι «κάνει, όσο αυτό είναι δυνατόν, ένα μόνο πράγμα τον εαυτό του και τα πράγματα που δεσμεύονται» (Τίμαιος 31,C). Και αυτός ο ορισμός θα γνωρίσει μεγάλη τύχη στην φιλοσοφία, κυρίως λόγω του Hegel, ο οποίος θα αντοπίσει σ’αυτόν την διατύπωση με την οποία μπόρεσε να εκφράσει το Απόλυτο, δηλ. την ταυτότητα ή ένωση ή δεσμό τής ταυτότητος και της διαφοράς.

Όμως η διαβαθμιστική θεωρία της πραγματικότητος, μέσα στην οποία υπεισέρχεται η πλατωνική αναλογία, ήταν προορισμένη να ολοκληρωθεί, και δέν έγινε κατά τύχη, στην πυραμιδική σύλληψη η οποία τοποθετούσε το Ένα ,δηλ. το αγαθό στην κορυφή, ταυτίζοντας το με το ίδιο το Είναι (αυτό το όν), ένα Είναι κατανοημένο σαν ουσία, το ουσιώδες του οποίου δέν θα μπορούσε να αποτελείται παρά μόνον απο το ίδιο το Είναι. Αυτή η θεωρία διατρέχει από το ένα μέρος, όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης, τον κίνδυνο να μας ξαναγυρίσει στον Παρμενίδη, ο οποίος συλλαμβάνοντας το Είναι μονοσήμαντα, μειώνει όλα τα πράγματα σε ένα μόνο πράγμα, καθιστώντας αδύναμη κάθε υπερβατικότητα, και απο το άλλο, όπως φανερώνεται απο τα λεγόμενα «άγραφα δόγματα» στα οποία εκτίθεται, τοποθετεί τον Πλάτωνα σαν τον Πρόδρομο του Νεοπλατωνισμού και κάθε άλλης μεταφυσικής συμπερασματικής.Σ’αυτήν αντιδρά έντονα ο Αριστοτέλης, ο οποίος χωρίζει την αναλογικότητα απο εκείνη του συμβεβηκότος και της ιδιότητος, αρνούμενος να εννοήσει αυτή την τελευταία με διαβαθμιστική και παραδειγματική σημασία. Γι’αυτόν, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, η καθεαυτή αναλογία είναι μόνον η αναλογικότης. Και παρότι δέν εφαρμόζεται στο Είναι —το οποίο λέγεται ξεκάθαρα, πολλαχώς και έχει πολλές σημασίες, αλλά με ένα διαφορετικό νόημα—, η αναλογικότης είναι η αληθινή αναλογία, τουλάχιστον σιωπηρά, διότι εφαρμόζεται στις οντολογικές αρχές όλων των όντων (τα τρία στοιχεία και οι τέσσερις αιτίες) [Mετ. XII 4, 1070 α 31-32], στις λογικές του αρχές (μή-αντιφάσεως και τρίτου εξαιρομένου) [Αναλ. Ύστερα I 10, 76 α 39], στην βασική τους αντίθεση (δύναμις και ενέργεια) [Μετ. IX 6, 1048 α 37], στις κατηγορίες του Είναι [Μετ. XIV 6, 1093 b 17-21] και στο Αγαθό [ηθικά Νικ I 4, 1096 b 28]. Για να μήν μιλήσουμε για την μεγάλη χρήση της αναλογικότητος στην βιολογία του.

Όσον αφορά τώρα την αναλογία τού συμβεβηκότος, απο μερικούς ερμηνευτάς βρέθηκε στην αριστοτελική θεωρία της σχετικής ομωνυμίας σε έναν μοναδικό όρο (προς εν), η οποία εφαρμόζεται ξεκάθαρα απο τον Αριστοτέλη στο Είναι και φανερώνεται μέσω τής πολλαπλότητος των σχέσεων που οι διάφορες συμπτώσεις διατηρούν με την Ουσία (π.χ. ο F. BRENTANO). Αυτές είναι οπωσδήποτε σχέσεις ιδιοτήτων αλλά δέν είναι κατ’ουδένα τρόπο κατανοημένες απο τον Αριστοτέλη σαν μία περίπτωση αναλογίας, ούτε προϋποθέτουν κατά ελάχιστο μία διαβαθμιστική αντίληψη ή μία παραδειγματική της πραγματικότητος, όπως προϋποτίθεται απο το σχολαστικό δόγμα, της αναλογίας της ιδιότητος. Και γι’αυτό άλλοι ακόμη ερμηνευτές αρνήθηκαν την παρουσία αυτού του τύπου της αναλογίας στον Αριστοτέλη. (TRENDELENBURG, P. AUBENQUE).Η αριστοτελική θεωρία της σχετικής ομωνυμίας ορίζει οπωσδήποτε μία Ιεραρχία μέσα στο πλαίσιο του Είναι, με την έννοια όμως πως αναγνωρίζει και την οντολογική προτεραιότητα (μέσα στην ύπαρξη) και την λογική (στην έννοια) της ουσίας απέναντι σε κάθε σύμπτωση και ιδιότητα, αλλα εφόσον δέν κατανοεί αυτές τις ιδιότητες σαν κατώτερες βαθμίδες της ουσίας, ούτε βεβαίως σαν εικόνες της, δέν δέχεται καμμία ουσιώδη κοινωνία ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες, τις οποίες συνεχίζει να υπολογίζει σαν ουσιωδώς διαφορετικές και αναλλοίωτες μεταξύ τους. Επιπλέον καθιστά δυνατή μία μοναδική επιστήμη του Είναι, την πρώτη φιλοσοφία ή μεταφυσική, αλλά όχι μία επιστήμη αφαιρετικού τύπου, διότι απο την έννοια της ουσίας, η οποία επίσης περιέχεται σε εκείνες των ιδιοτήτων, είναι αδύνατον να εξάγουμε τις έννοιες των ιδιοτήτων.

Τέλος η θεωρία της σχετικής ομωνυμίας, αφορά μόνον την σχέση ανάμεσα στην ουσία και στις ιδιότητες, όχι όμως τις σχέσεις ανάμεσα στα διαφορετικά γένη ουσιών (δηλ. ακίνητες ή θεικές κινητές, άφθαρτες ή ουράνιες και κινητές φθαρτές ή γήινες), ανάμεσα στις οποίες δέν υπάρχει σχετική ομωνυμία, αλλά διαδοχή ή πρόοδος (εφεξής). Αυτός ο τελευταίος τύπος σχέσεως υπονοεί οντολογική προτεραιότητα, λόγω της οποίας το γένος που προηγείται είναι αιτία του γένους που ακολουθεί, αλλά δέν υπονοεί λογική προτεραιότητα, και έτσι η έννοια του γένους που προηγείται δέν περιέχεται καθόλου στην έννοια του γένους που ακολουθεί. Και αυτή λοιπόν συμβιβάζεται με την ύπαρξη μίας μοναδικής επιστήμης του Είναι, που σπουδάζει ουσιωδώς τις σχέσεις αιτίας ανάμεσα στα διαφορετικά όντα, αλλά δέν συμβιβάζεται με μία επιστήμη, τύπου αφαιρετικού συμπερασματικού, ο οποίος προϋποθέτει την ενότητα του γένους και επομένως της ουσίας, μέσα στην οποία αναπτύσσονται οι συλλογισμοί και οι αποδείξεις. Και για αυτό ο Duns Scoto θα παρατηρήσει πως για να πραγματοποιηθεί μία αφαιρετική μεταφυσική, είναι απαραίτητο να δεχθούμε ένα μονοσήμαντο Είναι, χωρίς το οποίο οι συλλογισμοί αποδεικνύονται αδύνατοι, λόγω της quaternion terminorum.


Συνεχίζεται

Αμέθυστος 


Δείτε εδώ τις προηγούμενες αναρτήσεις 

Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ (2)

 Enrico Berti

Συνέχεια από : Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Ένα δεύτερο πρόβλημα, πιο καθαρά φιλοσοφικό, που μας θέτει το θωμιστικό δόγμα της αναλογίας, το οποίο μάλιστα αφορά κατευθείαν την αναλογία του Είναι, είναι το ακόλουθο: σε ποιον τύπο από τις δύο αναλογίες, της αποδόσεως ή της αναλογικότητος, ο Ακινάτης δίνει το πρωτείο, δηλαδή την λειτουργία τής προϋποθέσεως, τής εξαρτήσεως του άλλου; Με άλλα λόγια, το Είναι είναι ανάλογο με την έννοια τής αποδόσεως, τής ιδιότητος, δηλαδή τής Ιεραρχίας, της τάξεως, της προϋποθέσεως, λόγω τού γεγονότος πως είναι πάνω απ’ όλα ανάλογο με την έννοια τής αναλογικότητος, ή αντίστροφα; Η ύπαρξη ενός προβλήματος τέτοιας υφής αποδεικνύεται από την διαφοροποίηση που υπάρχει ανάμεσα στους σχολιαστές του Ακινάτη.
Ο Gaetano, τόσο στο σχόλιό του στο De ente et essential, όσο και στον διάσημο De nominum analogia, ισχυρίζεται πως η μοναδική, αληθινή μορφή αναλογίας του Είναι είναι εκείνη που ακόμη και οι Έλληνες ονόμαζαν αναλογία, δηλαδή η αναλογία της συμμετρίας, η κατ’ αναλογίαν αναλογικότης. Αυτή συνεπάγεται μια αμείωτη διαφορετικότητα ουσιών ανάμεσα στον θεό και τα κτίσματα και μια αντίστοιχη διαφορετικότητα των σημασιών του Είναι, αναλόγως των αντιστοίχων ουσιών. Κάτι που αποκλείει κάθε αναλογία ανάμεσα στον θεό και στην δημιουργία και οπωσδήποτε κάθε αναλογία κατά χορήγηση. Ο λόγος αυτού του αποκλεισμού είναι πως, κατά την γνώμη μου, η αναλογία λόγω χορηγήσεως, εμπλέκοντας μια σύλληψη κατά αναβαθμούς του Είναι, δηλαδή διαφορετικοί βαθμοί του ίδιου του Είναι, κινδυνεύει να καταλήξει σε μονοσήμαντο Είναι. Δεν είναι τυχαίο πως ο Duns Scoto δέχεται το μονοσήμαντο αυτό Είναι και ο Gaetano γράφει πολεμικά εναντίον του οπαδού του Scoto, του παδοβάνου Antonio Tsombetta.
Πολύ κοντά στις θέσεις του Gaetano είναι ο Silvestro da Ferrara, ο οποίος όμως ισχυρίζεται πως στην αναλογία της αναλογικότητος υπάρχει ένα πρώτο ανάλογο και πάνω απ’ όλα ο Giovanni di San Tommaso, ο οποίος επιβεβαιώνει το πρωτείο της αναλογίας, κατ’ αναλογίαν, ενώ σε αντίθετες θέσεις κινήθηκε ο Francisco Suàrez, ο οποίος στις διάσημες Disentationes metaphysicae δεν διστάζει να βεβαιώσει πως η αναλογία της ιδιότητος είναι η προϋπόθεση της αναλογία της συμμετρίας, διότι εκφράζει απευθείας το θωμιστικό δόγμα της συμμετοχής (το Είναι, το οποίο κατέχεται από τον θεό κατ’ ουσίαν, μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, αναλόγως των ουσιών των κτιστών πραγμάτων). Η εναλλακτική απορία λοιπόν, μετά τις σύντομες διευκρινίσεις, εμφανίζεται ως εξής: τα πλάσματα ομοιάζουν μόνον μεταξύ τους ή ομοιάζουν και με τον θεό; Και ομοιάζουν μεταξύ τους επειδή ομοιάζουν όλα στον θεό ή ανεξαρτήτως αυτού;
Η θέση του Ακινάτη σ’ αυτό το σημείο φαίνεται να διαφοροποιείται στην χρονολογική εναλλαγή των έργων του ή τουλάχιστον ερμηνεύτηκε έτσι, μ’ αυτή την έννοια, τελευταίως. Στα νεανικά του έργα (De principiis naturae, De ente et essentia…) o Ακινάτης φαίνεται να είναι αποφασιστικά με το μέρος του πρωτείου της αναλογίας της παροχής, της χορηγήσεως, κατανοημένης σαν έκφραση μιας κλίμακος ενυπάρχουσας ανάμεσα στα όντα, δηλαδή σαν μία κοινή τελειότητα (la natura essendi ή ratio entis), η οποία όμως κατέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς. Αυτή η αντίληψη θεωρεί τον θεό σαν το esse ipsum, το είναι κατ’ ουσίαν δηλαδή, παραδειγματική αιτία (δηλαδή αιτιώδη αρχή μορφής) όλων των όντων, στην οποία συμμετέχουν όλα τα όντα.
Και η θεία αιτιότης, επειδή είναι ακριβώς παραδειγματική αιτιότης, παράγει ομοιότητα ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα. Πρόκειται όμως για μια σύλληψη παραδειγματική ακόμη, σύμφωνα με μερικούς ερμηνευτάς, δηλαδή φορμαλιστική, της αιτιότητος και επομένως και του Είναι, η οποία προήλθε στον Ακινάτη, μέσω του Αλβέρτου του Μεγάλου, των Αράβων, δηλαδή βασικώς από τον Νεοπλατωνισμό.
Αντιθέτως λοιπόν στο De veritate (περί αληθείας), επόμενο στα νεανικά του έργα, ο Ακινάτης φαίνεται να αλλάζει γνώμη και να αποδίδει το πρωτείο στην αναλογία κατά την συμμετρία. Αυτό που τον οδηγεί σ΄ αυτό είναι η ανακάλυψη της αριστοτελικής θεωρίας σύμφωνα με την οποία «το άπειρο δεν έχει καμμία σχέση με το πεπερασμένο» (το γαρ απειρον προς το πεπερασμένν εν ουδενί λόγω εστίν), Αριστ., ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ Ι7, 275α 14, η οποία μεταφράστηκε στα λατινικά ως εξής: «finite ad infinitum nulla est proportio». Ο Ακινάτης την εφαρμόζει αμέσως στην διαφορά ανάμεσα στον θεό και στα δημιουργήματα και συμπεραίνει πως ανάμεσά τους δεν υπάρχει καμμία αναλογία, δηλαδή καμμία συμμετρία, και επομένως καμμία αναλογία αποδόσεως, παρά μόνον αναλογικότης, δηλαδή ταυτότης σχέσεων του καθενός με το Είναι του.
Σ’ αυτό το σημείο βλέπουμε την επιρροή του Αραβικού νεοπλατωνισμού να αντικαθίσταται με μια άμεση Αριστοτελική επιρροή, η οποία βοηθά ώστε να τονιστεί η υπερβατικότης του θεού εις βάρος της ομοιότητός του με τα κτίσματα. Σ’ αυτή τη φάση θα στηριχθεί ο Gaetano στην ερμηνεία του, την οποία αναφέρουμε πιο πάνω.
Παρόλα αυτά στα πιο ώριμα έργα του, δηλαδή στις δύο Σούμμες και στο Σχόλιο στην Μεταφυσική, βλέπουμε να επιστρέφει η αναλογία της παροχής και μάλιστα να στερεοποιείται οριστικά το πρωτείο αυτής εις βάρος της αναλογίας λόγω συμμετρίας. Ανάμεσα σ’ αυτή τη φάση όμως και σ’ εκείνη των νεανικών έργων φαίνεται να υπάρχει μια διαφορά. Η συμμετοχή, λόγω της οποίας τα κτιστά όντα έχουν το Είναι, δεν συλλαμβάνεται πλέον από τον Ακινάτη σαν συμμετοχή στο Είναι με την έννοια της φόρμας, αλλά είναι συμμετοχή στο Είναι με την έννοια του ενεργεία. Η θεία αιτιότητα δεν είναι πλέον ειδωμένη σαν παραδειγματική ή φορμάλε, αλλά ουσιαστικώς σαν επαρκής αιτιότητα. Παραμένει ακόμη ένα όραμα διαβάθμισης του Είναι, εκείνη που εκφράσθηκε από τον διάσημο “τέταρτο δρόμο” για την απόδειξη της υπάρξεως του θεού, αλλά στην βάση της υπάρχει η καινούρια σύλληψη του Είναι σαν actus essendi, σαν ουσιώδης ενέργεια, που είναι η πρωτότυπη προσφορά του Ακινάτη, χάρη στην οποία θα κατορθώσει μία σύνθεση ανάμεσα στον Αριστοτέλη και στον νεοπλατωνισμό.
Τώρα πια ο Ακινάτης θα μπορούσε να επιβεβαιώσει με την ησυχία του μια αναλογία ανάμεσα στον θεό και στα κτίσματα, εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα!
Αυτή η περιπέτεια όμως, αυτή η αλληλοδιαδοχή τής νεοπλατωνικής επήρειας με την αριστοτελική, αφήνει μια κάποια αμφιβολία γύρω από την τελική επιτυχία της λύσης που βρήκε ο Ακινάτης. Δεν χωρούν αμφιβολίες γύρω από την πρωτοτυπία της συλλήψεως τού Είναι σαν actus essendi, ούτε για τον επαρκή χαρακτήρα – δηλαδή Δημιουργό τής θείας αιτιότητος, ούτε τέλος γύρω από την επακόλουθη απόλυτη υπερβατικότητα του θεού.
Παραμένει όμως η απορία σχετικά με πόσο συμβιβάζεται αυτή η υπερβατικότης με το όραμα της διαβάθμισης του Είναι, διότι όπου υπάρχουν βαθμοί, φαίνεται να υπάρχει κατ’ ανάγκην και μια κοινή ουσία, η οποία ακριβώς μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, διότι η διαφορά βαθμού περισσότερο από μία διαφορά ποιότητος, δηλαδή ουσίας, φαίνεται να είναι μια διαφορά ποσότητος. Αλλ’ όμως, εάν υπάρχει μία μόνον και μοναδική ουσία, η οποία μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, το Είναι έχει μια ουσία, και επομένως είναι μονοσήμαντο, δεν είναι πλέον ανάλογο. Και αν ο θεός είναι αυτό το Είναι λόγω ουσίας, δεν μπορεί να είναι με συνέπεια υπερβατικός, αλλά είναι παρών, ακριβώς σε διάφορους βαθμούς, στα κτίσματα. Η αναλογία λόγω παροχής ή χορηγήσεως συνεπάγεται διάφορες και διαφορετικές σχέσεις με έναν και μοναδικό Όρο, ο οποίος λειτουργεί, περισσότερο και από υπερβατική αιτία, σαν ενυπάρχον στοιχείο, δηλαδή σαν μέγιστος κοινός διαχωριστής, σαν μια ενότητα μέτρου. Δεν θέλουμε βεβαίως να αποδώσουμε στον Ακινάτη μια παρόμοια ιδέα, αλλά να σημειώσουμε τον κίνδυνο στον οποίο μπορεί να καταλήξει το πρωτείο της αναλογίας παροχής, και επομένως το πρόβλημα του ασυμβίβαστου με τα υπόλοιπα δόγματα του Ακινάτη. Η ιστορική πιστοποίηση ενός τέτοιου κινδύνου έρχεται εξάλλου από τις θέσεις μερικών που προηγήθηκαν του Ακινάτη στην αντίληψη της αναλογίας του Είναι και από μερικούς από τους συνεχιστές του.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος