Enrico Berti
Συνέχεια από : Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024Πολύ κοντά στις θέσεις του Gaetano είναι ο Silvestro da Ferrara, ο οποίος όμως ισχυρίζεται πως στην αναλογία της αναλογικότητος υπάρχει ένα πρώτο ανάλογο και πάνω απ’ όλα ο Giovanni di San Tommaso, ο οποίος επιβεβαιώνει το πρωτείο της αναλογίας, κατ’ αναλογίαν, ενώ σε αντίθετες θέσεις κινήθηκε ο Francisco Suàrez, ο οποίος στις διάσημες Disentationes metaphysicae δεν διστάζει να βεβαιώσει πως η αναλογία της ιδιότητος είναι η προϋπόθεση της αναλογία της συμμετρίας, διότι εκφράζει απευθείας το θωμιστικό δόγμα της συμμετοχής (το Είναι, το οποίο κατέχεται από τον θεό κατ’ ουσίαν, μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, αναλόγως των ουσιών των κτιστών πραγμάτων). Η εναλλακτική απορία λοιπόν, μετά τις σύντομες διευκρινίσεις, εμφανίζεται ως εξής: τα πλάσματα ομοιάζουν μόνον μεταξύ τους ή ομοιάζουν και με τον θεό; Και ομοιάζουν μεταξύ τους επειδή ομοιάζουν όλα στον θεό ή ανεξαρτήτως αυτού;
Η θέση του Ακινάτη σ’ αυτό το σημείο φαίνεται να διαφοροποιείται στην χρονολογική εναλλαγή των έργων του ή τουλάχιστον ερμηνεύτηκε έτσι, μ’ αυτή την έννοια, τελευταίως. Στα νεανικά του έργα (De principiis naturae, De ente et essentia…) o Ακινάτης φαίνεται να είναι αποφασιστικά με το μέρος του πρωτείου της αναλογίας της παροχής, της χορηγήσεως, κατανοημένης σαν έκφραση μιας κλίμακος ενυπάρχουσας ανάμεσα στα όντα, δηλαδή σαν μία κοινή τελειότητα (la natura essendi ή ratio entis), η οποία όμως κατέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς. Αυτή η αντίληψη θεωρεί τον θεό σαν το esse ipsum, το είναι κατ’ ουσίαν δηλαδή, παραδειγματική αιτία (δηλαδή αιτιώδη αρχή μορφής) όλων των όντων, στην οποία συμμετέχουν όλα τα όντα.
Και η θεία αιτιότης, επειδή είναι ακριβώς παραδειγματική αιτιότης, παράγει ομοιότητα ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα. Πρόκειται όμως για μια σύλληψη παραδειγματική ακόμη, σύμφωνα με μερικούς ερμηνευτάς, δηλαδή φορμαλιστική, της αιτιότητος και επομένως και του Είναι, η οποία προήλθε στον Ακινάτη, μέσω του Αλβέρτου του Μεγάλου, των Αράβων, δηλαδή βασικώς από τον Νεοπλατωνισμό.
Αντιθέτως λοιπόν στο De veritate (περί αληθείας), επόμενο στα νεανικά του έργα, ο Ακινάτης φαίνεται να αλλάζει γνώμη και να αποδίδει το πρωτείο στην αναλογία κατά την συμμετρία. Αυτό που τον οδηγεί σ΄ αυτό είναι η ανακάλυψη της αριστοτελικής θεωρίας σύμφωνα με την οποία «το άπειρο δεν έχει καμμία σχέση με το πεπερασμένο» (το γαρ απειρον προς το πεπερασμένν εν ουδενί λόγω εστίν), Αριστ., ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ Ι7, 275α 14, η οποία μεταφράστηκε στα λατινικά ως εξής: «finite ad infinitum nulla est proportio». Ο Ακινάτης την εφαρμόζει αμέσως στην διαφορά ανάμεσα στον θεό και στα δημιουργήματα και συμπεραίνει πως ανάμεσά τους δεν υπάρχει καμμία αναλογία, δηλαδή καμμία συμμετρία, και επομένως καμμία αναλογία αποδόσεως, παρά μόνον αναλογικότης, δηλαδή ταυτότης σχέσεων του καθενός με το Είναι του.
Σ’ αυτό το σημείο βλέπουμε την επιρροή του Αραβικού νεοπλατωνισμού να αντικαθίσταται με μια άμεση Αριστοτελική επιρροή, η οποία βοηθά ώστε να τονιστεί η υπερβατικότης του θεού εις βάρος της ομοιότητός του με τα κτίσματα. Σ’ αυτή τη φάση θα στηριχθεί ο Gaetano στην ερμηνεία του, την οποία αναφέρουμε πιο πάνω.
Παρόλα αυτά στα πιο ώριμα έργα του, δηλαδή στις δύο Σούμμες και στο Σχόλιο στην Μεταφυσική, βλέπουμε να επιστρέφει η αναλογία της παροχής και μάλιστα να στερεοποιείται οριστικά το πρωτείο αυτής εις βάρος της αναλογίας λόγω συμμετρίας. Ανάμεσα σ’ αυτή τη φάση όμως και σ’ εκείνη των νεανικών έργων φαίνεται να υπάρχει μια διαφορά. Η συμμετοχή, λόγω της οποίας τα κτιστά όντα έχουν το Είναι, δεν συλλαμβάνεται πλέον από τον Ακινάτη σαν συμμετοχή στο Είναι με την έννοια της φόρμας, αλλά είναι συμμετοχή στο Είναι με την έννοια του ενεργεία. Η θεία αιτιότητα δεν είναι πλέον ειδωμένη σαν παραδειγματική ή φορμάλε, αλλά ουσιαστικώς σαν επαρκής αιτιότητα. Παραμένει ακόμη ένα όραμα διαβάθμισης του Είναι, εκείνη που εκφράσθηκε από τον διάσημο “τέταρτο δρόμο” για την απόδειξη της υπάρξεως του θεού, αλλά στην βάση της υπάρχει η καινούρια σύλληψη του Είναι σαν actus essendi, σαν ουσιώδης ενέργεια, που είναι η πρωτότυπη προσφορά του Ακινάτη, χάρη στην οποία θα κατορθώσει μία σύνθεση ανάμεσα στον Αριστοτέλη και στον νεοπλατωνισμό.
Τώρα πια ο Ακινάτης θα μπορούσε να επιβεβαιώσει με την ησυχία του μια αναλογία ανάμεσα στον θεό και στα κτίσματα, εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα!
Παραμένει όμως η απορία σχετικά με πόσο συμβιβάζεται αυτή η υπερβατικότης με το όραμα της διαβάθμισης του Είναι, διότι όπου υπάρχουν βαθμοί, φαίνεται να υπάρχει κατ’ ανάγκην και μια κοινή ουσία, η οποία ακριβώς μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, διότι η διαφορά βαθμού περισσότερο από μία διαφορά ποιότητος, δηλαδή ουσίας, φαίνεται να είναι μια διαφορά ποσότητος. Αλλ’ όμως, εάν υπάρχει μία μόνον και μοναδική ουσία, η οποία μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, το Είναι έχει μια ουσία, και επομένως είναι μονοσήμαντο, δεν είναι πλέον ανάλογο. Και αν ο θεός είναι αυτό το Είναι λόγω ουσίας, δεν μπορεί να είναι με συνέπεια υπερβατικός, αλλά είναι παρών, ακριβώς σε διάφορους βαθμούς, στα κτίσματα. Η αναλογία λόγω παροχής ή χορηγήσεως συνεπάγεται διάφορες και διαφορετικές σχέσεις με έναν και μοναδικό Όρο, ο οποίος λειτουργεί, περισσότερο και από υπερβατική αιτία, σαν ενυπάρχον στοιχείο, δηλαδή σαν μέγιστος κοινός διαχωριστής, σαν μια ενότητα μέτρου. Δεν θέλουμε βεβαίως να αποδώσουμε στον Ακινάτη μια παρόμοια ιδέα, αλλά να σημειώσουμε τον κίνδυνο στον οποίο μπορεί να καταλήξει το πρωτείο της αναλογίας παροχής, και επομένως το πρόβλημα του ασυμβίβαστου με τα υπόλοιπα δόγματα του Ακινάτη. Η ιστορική πιστοποίηση ενός τέτοιου κινδύνου έρχεται εξάλλου από τις θέσεις μερικών που προηγήθηκαν του Ακινάτη στην αντίληψη της αναλογίας του Είναι και από μερικούς από τους συνεχιστές του.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος