Συνέχεια από : Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021
Enrico Berti
Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Διευκρίνηση
Ας διευκρινίσουμε όμως την επιμονή μας στο θέμα της αναλογίας! Γιατί είναι τόσο σημαντική η αποδοχή της ή η απόρριψή της; Γιατί οι φιλοσοφίες τού προσώπου στηρίζοντας απολύτως στην αναλογία και επιδιώκουν να ανανεώσουν ταυτοχρόνως τον ανθρωπολογικό μας τύπο και την Εκκλησία, βοηθώντας τον κληρικαλισμό, αυτή την πανούκλα της Εκκλησίας, να ενωθεί με τον Οικουμενισμό;«Η γνώση μέσω αναλογίας συνεπάγεται πώς η αλήθεια είναι δυνατόν να κατακτηθεί με διαφορετικούς τρόπους: όχι μόνον δια της οδού της ταυτότητος ή της μονοσημαντότητος, στον απόλυτο τρόπο μίας παρουσίας στη σκέψη, αλλά επίσης και δια της οδού της μή-ταυτότητος, της σχετικότητος, η οποία δια της ομοιότητος ανάμεσα σε μία αλήθεια και σε μία άλλη, μας δίνει με έναν ανακόλουθο τρόπο, αλλά αληθινό, την σχέση με την πραγματικότητα».
Μία θέση λοιπόν, επηρεασμένη καθ’ολοκληρίαν από την θεολογία του Αυγουστίνου και του Ακινάτη, οι οποίοι πρέσβευαν πώς το Άγιο Πνεύμα φωτίζει, βοηθά τον Νού του ανθρώπου, μάλιστα ακόμη χειρότερα είναι ο εσωτερικός δάσκαλος. Παραλλάσσοντας αυτή την θεολογία, είναι αδύνατον να φθάσουμε στην Ορθόδοξη εμπειρία της αλήθειας. Το Άγιο Πνεύμα δέν είναι κάτι σταθερό και μόνιμο, δέν είναι βοηθός ενός ατόμου. Μορφώνει μέσα μας Χριστό και όπου θέλει πνεί. Ο Γιανναράς, ο Ζηζιούλας και οι αμέτρητοι οπαδοί τους βάλλουν εναντίον του Ησυχασμού νομίζοντας πώς το Άγιο Όρος είναι αφιερωμένο στον Ακινάτη, καθώς κατηγορούν τούς αγιορείτες γιά ατομική σωτηρία. Τί θράσσος! Από απόλυτη άγνοια. Συμπαρασύροντας στην άγνοια και το σύνολο της Ιεραρχίας που ρέπει προς τις εύκολες σωτηρίες. Τό παράλογο μέ τίς φιλοσοφίες τού προσώπου είναι ότι, ενώ έχουν συγκροτηθεί μέ τήν βοήθεια τής Δυτικής θεολογίας ισχυρίζονται ταυτοχρόνως πως είναι καί αντιδυτικές (φιλοσοφίες)
3. Οι σύγχρονοι συνεχιστές.
Οι σύγχρονοι συνεχιστές του Θωμιστικού δόγματος της αναλογίας τού Είναι, οι Θωμιστές δηλ, χωρίζονται ακόμη απο την προτίμησί τους τού πρωτείου τής αναλογικότητος και εκείνου τής ιδιότητος (της αναγωγής). Ένα πρωτείο τής αναλογικότητος φαίνεται να βεβαιώνεται απο την Sofia Vanni Rovighi, η οποία δηλώνει πώς ακολουθεί τον Gaetano, επιβεβαιώνοντας πώς η αναλογικότης εκφράζει έναν εσωτερικό χαρακτήρα ανάμεσα στα πράγματα τής αναλογίας (δηλ. το γεγονός πώς τα ουσιώδη τού καθενός είναι σε συμμετρία με το Είναι τους,) ενώ η αναλογία τής αποδόσεως, (που επινοείται η αποδίδεται) εκφράζει μόνον έναν εξωτερικό χαρακτήρα (δηλ. την σχέση με κάτι άλλο) και συγκεφαλαιώνοντας μας λέει πώς η αναλογία του Είναι είναι «πάνω απ’όλα» της αναλογικότητος, παρότι δέν αποκλείει εντελώς και την δεύτερη αναλογία.
Ακόμη πιό σαφής είναι η προτίμηση για την αναλογικότητα, την οποία εκφράζει ο Jaques Maritain, ο οποίος ακολουθώντας επίσης τον Gaetamo και ιδιαιτέρως τον Giovanni di San Tommaso, δηλώνει πώς αυτή είναι η κατ’εξοχήν μεταφυσική αναλογία, ενώ εκείνη της ιδιότητος είναι μόνον η συνέπεια. Ακόμη περισσότερο, κατά τον Maritain, με την αναλογία της αναγωγής, εάν ληφθεί μόνη της, έχουμε να κάνουμε με μία μονοσήμαντη έννοια την οποία χρησιμοποιεί η διάνοια αναλογικά μεταφέροντας την σε άλλα αντικείμενα.
Το πρωτείο όμως της αναλογικότητος υποστηρίζεται κυρίως απο τον Αμερικάνο James F Anderson, ο οποίος επιμένει να υπογραμμίζει τον μονοσήμαντο χαρακτήρα που έχει καθ’εαυτή η έννοια κάθε κατηγορηματικού συλλογισμού μέσω της αναγωγικής αναλογίας, και δηλώνει πώς το Είναι δέν είναι μονοσήμαντο μ’αυτή την έννοια, διότι ακόμη και άν το Είναι της δημιουργίας εξαρτάται απο την σχέση του με τον Θεό, δέν συνίσταται απο αυτή την σχέση και δέν περιέχει στην έννοια του, την έννοια του πρώτου αναλογούντος, όπως θα απαιτούσε η αναλογία της αναγωγής. Κατά τον Anderson η αναλογία της αναγωγής είναι πολύ κοντά σ’εκείνη την αναλογία την οποία ο Gaetano ονομάζει αναλογία της ανισότητος, η οποία δέν είναι μία αληθινή αναλογία, διότι σ’αυτή δέν είναι ανάλογη η έννοια που χρησιμοποιείται αλλά μόνον το όνομα. Αυτή η φόρμα αναλογίας, κατά την γνώμη του, είναι παρούσα στον Πλάτωνα, όπου υπάρχει μία ιδέα ή υπέρτατη φόρμα, μετεχόμενη σε διαφορετικούς βαθμούς, ενώ η αναλογία δι’αναγωγής είναι παρούσα στον Πλωτίνο και στον νεοπλατωνισμό γενικώς όπως και στην Θωμιστική οδό επίσης, σαν ex gradium entium. Κατά τον Anderson, τέλος, η αναλογία δι’αναγωγής (ή χορηγήσεως)είναι πολύ κοντά στην μονοσημαντότητα του είναι, που εξήγγειλε ο Παρμενίδης, ο Σπινόζα και ο Hegel, αλλά και ο Duns Scoto απο τον οποίο εξαρτάται ο Suarez όταν δίνει το Πρωτείο στην αναλογία δι’αναγωγής.
Αντιθέτως είναι υπέρ του πρωτείου της αναλογία δι’αναγωγής ο Geiger, ο Fabro, ο Montanes όλοι εκείνοι δηλ, οι οποίοι βλέπουν στο δόγμα της συμμετοχής, Πλατωνικής προελεύσεως, τον πυρήνα της Θωμιστικής Μεταφυσικής. Έχει μεγάλη σημασία επίσης πώς μερικοί απο αυτούς, όπως ο Cornelio Fabro ομολογούν ανοιχτά πώς το esse του Ακινάτη παραπέμπει περισσότερα στο Είναι του Παρμενίδη (το οποίο επανέφερε σήμερα ο Χάϊντεκγερ) παρά σε κείνο του Αριστοτέλη. Το actus essendi είναι δηλ, το καθαρό είναι, και όχι το είναι του συλλογισμού, το οποίο λαμβανόμενο μόνο του δέν σημαίνει τίποτε για τον Αριστοτέλη. Και γι’αυτό μπορεί να εκληφθεί σαν τον πιό υψηλό προσδιορισμό του Θεού, που είναι το esse Ipsum Subsistens.
Στον Παρμενίδη αναφέρεται, παρότι απο διαφορετικές θέσεις, ένας Θωμιστής σαν τον Γουστάβο Μπονταντίνι, ο οποίος εκφράζει την δική του έννοια του Είναι μέσω της λεγόμενης «Αρχής του Παρμενίδη», δηλ, «το είναι δέν μπορεί να μήν είναι». Και αυτός όμως επίσης δέν διστάζει να αναγνωρίσει την καταγωγή της Θωμιστικής έννοιας του Essen ut actus περισσότερο απο τον Παρμενίδη, παρά απο τον Αριστοτέλη, καθώς κατανοείται στην καταγωγική του αντίθεση στό μή είναι.
Μάλιστα δέ, προσπαθώντας να απαντήσει στην παρατήρηση πώς η αρχή του Παρμενίδη προϋποθέτει πώς το Είναι έχει μία ουσία, εκείνη δηλ, λόγω της οποίας δέν μπορεί να μήν είναι και επομένως είναι μονοσήμαντο, δέν διστάζει να παραδεχθεί πώς πρίν αποδείξουμε το «θεώρημα της δημιουργίας» πρέπει να δεχθούμε πώς το είναι, είναι μονοσήμαντο και μόνον μετά απο μία τέτοια απόδειξη, μπορούμε να πούμε πώς είναι ανάλογο. Αυτό όμως τώρα θέτει το πρόβλημα της κατανοήσεως. Με ποιόν τρόπο δηλ. ακριβώς η έννοια του Είναι μπορεί να μεταλλαχθεί, έτσι ώστε πρώτα να είναι μονοσήμαντη και μετά ανάλογη (δηλ το αντίθετο του μονοσήμαντου). Αλλά ίσως η μόνη εξήγηση να βρίσκεται ακριβώς στο δόγμα της αναγωγικής αναλογίας.
Τέλος είναι σε όλους μας γνωστή και η θέση του Emanuele Severino, ο οποίος ήταν ήδη Θωμιστής για να καταλήξει μαθητής του Παρμενίδη, ο οποίος απο την επαναφορά της έννοιας του Είναι στον ορισμό του Παρμενίδη—ότι δηλ, το είναι δέν μπορεί να μήν είναι—βγάζει την λογική συνέπεια του αποκλεισμού της δημιουργίας, πράγμα που σημαίνει πώς εγκαταλείπει κάθε φόρμα αναλογίας και υπαναχωρεί στην πιό ριζική ενύπαρξη.
Ακόμη πιό σαφής είναι η προτίμηση για την αναλογικότητα, την οποία εκφράζει ο Jaques Maritain, ο οποίος ακολουθώντας επίσης τον Gaetamo και ιδιαιτέρως τον Giovanni di San Tommaso, δηλώνει πώς αυτή είναι η κατ’εξοχήν μεταφυσική αναλογία, ενώ εκείνη της ιδιότητος είναι μόνον η συνέπεια. Ακόμη περισσότερο, κατά τον Maritain, με την αναλογία της αναγωγής, εάν ληφθεί μόνη της, έχουμε να κάνουμε με μία μονοσήμαντη έννοια την οποία χρησιμοποιεί η διάνοια αναλογικά μεταφέροντας την σε άλλα αντικείμενα.
Το πρωτείο όμως της αναλογικότητος υποστηρίζεται κυρίως απο τον Αμερικάνο James F Anderson, ο οποίος επιμένει να υπογραμμίζει τον μονοσήμαντο χαρακτήρα που έχει καθ’εαυτή η έννοια κάθε κατηγορηματικού συλλογισμού μέσω της αναγωγικής αναλογίας, και δηλώνει πώς το Είναι δέν είναι μονοσήμαντο μ’αυτή την έννοια, διότι ακόμη και άν το Είναι της δημιουργίας εξαρτάται απο την σχέση του με τον Θεό, δέν συνίσταται απο αυτή την σχέση και δέν περιέχει στην έννοια του, την έννοια του πρώτου αναλογούντος, όπως θα απαιτούσε η αναλογία της αναγωγής. Κατά τον Anderson η αναλογία της αναγωγής είναι πολύ κοντά σ’εκείνη την αναλογία την οποία ο Gaetano ονομάζει αναλογία της ανισότητος, η οποία δέν είναι μία αληθινή αναλογία, διότι σ’αυτή δέν είναι ανάλογη η έννοια που χρησιμοποιείται αλλά μόνον το όνομα. Αυτή η φόρμα αναλογίας, κατά την γνώμη του, είναι παρούσα στον Πλάτωνα, όπου υπάρχει μία ιδέα ή υπέρτατη φόρμα, μετεχόμενη σε διαφορετικούς βαθμούς, ενώ η αναλογία δι’αναγωγής είναι παρούσα στον Πλωτίνο και στον νεοπλατωνισμό γενικώς όπως και στην Θωμιστική οδό επίσης, σαν ex gradium entium. Κατά τον Anderson, τέλος, η αναλογία δι’αναγωγής (ή χορηγήσεως)είναι πολύ κοντά στην μονοσημαντότητα του είναι, που εξήγγειλε ο Παρμενίδης, ο Σπινόζα και ο Hegel, αλλά και ο Duns Scoto απο τον οποίο εξαρτάται ο Suarez όταν δίνει το Πρωτείο στην αναλογία δι’αναγωγής.
Αντιθέτως είναι υπέρ του πρωτείου της αναλογία δι’αναγωγής ο Geiger, ο Fabro, ο Montanes όλοι εκείνοι δηλ, οι οποίοι βλέπουν στο δόγμα της συμμετοχής, Πλατωνικής προελεύσεως, τον πυρήνα της Θωμιστικής Μεταφυσικής. Έχει μεγάλη σημασία επίσης πώς μερικοί απο αυτούς, όπως ο Cornelio Fabro ομολογούν ανοιχτά πώς το esse του Ακινάτη παραπέμπει περισσότερα στο Είναι του Παρμενίδη (το οποίο επανέφερε σήμερα ο Χάϊντεκγερ) παρά σε κείνο του Αριστοτέλη. Το actus essendi είναι δηλ, το καθαρό είναι, και όχι το είναι του συλλογισμού, το οποίο λαμβανόμενο μόνο του δέν σημαίνει τίποτε για τον Αριστοτέλη. Και γι’αυτό μπορεί να εκληφθεί σαν τον πιό υψηλό προσδιορισμό του Θεού, που είναι το esse Ipsum Subsistens.
Στον Παρμενίδη αναφέρεται, παρότι απο διαφορετικές θέσεις, ένας Θωμιστής σαν τον Γουστάβο Μπονταντίνι, ο οποίος εκφράζει την δική του έννοια του Είναι μέσω της λεγόμενης «Αρχής του Παρμενίδη», δηλ, «το είναι δέν μπορεί να μήν είναι». Και αυτός όμως επίσης δέν διστάζει να αναγνωρίσει την καταγωγή της Θωμιστικής έννοιας του Essen ut actus περισσότερο απο τον Παρμενίδη, παρά απο τον Αριστοτέλη, καθώς κατανοείται στην καταγωγική του αντίθεση στό μή είναι.
Μάλιστα δέ, προσπαθώντας να απαντήσει στην παρατήρηση πώς η αρχή του Παρμενίδη προϋποθέτει πώς το Είναι έχει μία ουσία, εκείνη δηλ, λόγω της οποίας δέν μπορεί να μήν είναι και επομένως είναι μονοσήμαντο, δέν διστάζει να παραδεχθεί πώς πρίν αποδείξουμε το «θεώρημα της δημιουργίας» πρέπει να δεχθούμε πώς το είναι, είναι μονοσήμαντο και μόνον μετά απο μία τέτοια απόδειξη, μπορούμε να πούμε πώς είναι ανάλογο. Αυτό όμως τώρα θέτει το πρόβλημα της κατανοήσεως. Με ποιόν τρόπο δηλ. ακριβώς η έννοια του Είναι μπορεί να μεταλλαχθεί, έτσι ώστε πρώτα να είναι μονοσήμαντη και μετά ανάλογη (δηλ το αντίθετο του μονοσήμαντου). Αλλά ίσως η μόνη εξήγηση να βρίσκεται ακριβώς στο δόγμα της αναγωγικής αναλογίας.
Τέλος είναι σε όλους μας γνωστή και η θέση του Emanuele Severino, ο οποίος ήταν ήδη Θωμιστής για να καταλήξει μαθητής του Παρμενίδη, ο οποίος απο την επαναφορά της έννοιας του Είναι στον ορισμό του Παρμενίδη—ότι δηλ, το είναι δέν μπορεί να μήν είναι—βγάζει την λογική συνέπεια του αποκλεισμού της δημιουργίας, πράγμα που σημαίνει πώς εγκαταλείπει κάθε φόρμα αναλογίας και υπαναχωρεί στην πιό ριζική ενύπαρξη.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου