Συνέχεια από: Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021
ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ.
1. Το γένος τού αρνητικού(συνέχεια).
Γένη (είδη) και διαφορετικότης
(έτερον) θεμελιώνουν την οικονομία μίας κρίσεως στην οποία βεβαίωση και άρνηση
είναι μόνον κρίκοι μιας αλυσσίδας. Η ύπαρξη της αλυσσίδας είναι η ίδια η
δραστηριότης η κρίνουσα και η συζητούσα. “Αυτό που είναι” και το έτερον συμμίγνεται
σε όλα τα γένη και αναμεταξύ τους… Το έτερον (το άλλο) είναι, αφού μετέχει στο
όν, “σ’αυτό που είναι”, διά ταύτην την μέθεξιν, δεν ταυτίζεται όμως μ’εκείνο
που μετέχει, παρά μένει “άλλο” και αφού είναι άλλο πράγμα από το όν,
αναγκαστικά και σαφέστατα είναι μη όν. (Σοφιστής, 259 α ).
Τι σημαίνει ότι το μη-όν δεν είναι
καταστροφή, εκμηδένιση αλλά διαφορετικότης; (αυτόν και θάτερον, αυτό το ριζικό
ζεύγος σαν να είναι η ίδια η δομή του λόγου, συνιστά ένα ζεύγος προνομιούχο και
εκ-κεντρικό σε σχέση με τα άλλα γένη; (255 c-d). Μοιάζει πώς ναι, διότι κάθε γένος έχει στο ίδιο του το εσωτερικό δύο
γένη: ταυτόν και διαφορετικόν. Ταυτόν και έτερον είναι ένα ζεύγος το οποίο
πρόκειται να μετρηθεί εις βάθος για να δούμε εάν τελικώς θα μπορέσουμε να
μιλήσουμε μ’έναν τρόπο ο οποίος θα μπορέσει να φιλοξενήσει το μη-είναι.
Μη-είναι λοιπόν σαν μέρος και σαν δομή του λόγου. Το θέμα εδώ είναι ένα καθαυτό
έτερον (διαφορετικό), με την λογική του, σαν ταυτότης παραδόξως, αυτού με τον
εαυτό του. Το διαφορετικό (έτερον) τίθεται σαν ταυτόσημο με τον εαυτό του,
καθότι αναφέρεται σε άλλο (προς τα άλλα). Εάν ταυτόν και έτερον δεν ήταν
απέραντα διαφορετικά, ο λόγος (η συζήτηση) δεν θα μπορούσε να έχει αυτή την
πηγή. Το διαφορετικό μπορεί να έχει αυτή την πηγή καθότι δεν έχει συνθλιβεί,
δεν είναι συμπιεσμένο, καθότι υπέρμετρο, καθότι, θα θέλαμε να πούμε, “μη-όν”.
Αλλά το διαφορετικό δεν είναι απλώς μη-όν. Εάν ήταν μόνον “μη-είναι” θα
ξαναβρισκόμαστε στο σημείο που ξεκινήσαμε, στο σημείο της αυτοαντιφάσεως, Το
έτερον σ’αυτό το κείμενο οικοδομείται σαν ένα μη το οποίο δεν είναι
καταστροφικό. Το έτερον είναι ένα μη το οποίο δεν καταστρέφει: είναι απέραντα
διαφορετικό, αλλά θετικό.
Γιατί αν βέβαια το “άλλο” είχε
συμμετοχή και στα δύο εκείνα είδη από τα “όντα” όπως γίνεται με το “όν” (αλλ-είπερ
θάτερον εμφοίν μετείχε τοιν ειδοίν ώσπερ το όν), θα μπορούσε κάποτε να συμβεί
κάποιο από τα “άλλα” να είναι “άλλο” ανεξάρτητα και όχι σχετικά με κάποιο άλλο.
(ήν αν ποτέ τι και των ετέρων έτερον ού προς έτερον). Τώρα όμως εμείς
πραγματικά βρήκαμε πως ο,τιδήποτε είν “άλλο”, αναγκαστικά είν αυτό που είναι,
πάντα σε σχέση με κάποιο άλλο (νύν δε ατεχνώς ημίν ότιπερ αν έτερον ή,
συμβέβηκεν εξ ανάγκης ετέρου όπερ εστιν είναι) (Σοφιστής 255 d).
Σ’αυτό το δύσκολο κείμενο, το οποίο
μοιάζει ένα παιχνίδι των λέξεων, ισορροπούνται και μετρώνται βασικές έννοιες
στην φιλοσοφική γλώσσα της Δύσεως. Το διαφορετικό δεν θα ήταν πάντοτε σε σχέση
με ένα διαφορετικό, εάν το όν και το έτερον δεν ήταν απολύτως διαφορετικά.
Τίθεται δηλαδή ένα διαφορετικό το οποίο δεν είναι απλώς αυτό, αλλά είναι αυτό
σε σχέση με ένα διαφορετικό. Το έτερον δηλαδή υπάρχει μ’έναν τρόπο απ’ αρχής
παράξενο, ο οποίο δεν συμπίπτει με το
μη-είναι. Το Είναι και το έτερον είναι δηλαδή πολύ διαφορετικά. Το διαφορετικό
είναι ένα μη, αλλά δεν είναι ούτε μη Είναι!
Ας προχωρήσουμε να εξετάσουμε την
επόμενη κίνηση στο κείμενο. Εάν το διαφορετικό (έτερον) συμμετείχε και στα δύο
γένη, όπως το όν, θα υπήρχε κάποιο και από τα έτερα το οποίο δεν θα ήταν διαφορετικό,
από ένα διαφορετικό. Εάν το έτερον ήταν το αντιφώς, το αντίθετο του Είναι, εάν
η ετερότης ήταν απόλυτη ετερότης, το διαφορετικό δεν θα μπορούσε να είναι σε
σχέση με αυτό, με τον εαυτό του. Πως μπορεί η απόλυτη ετερότης να συσχετισθεί με
τον εαυτό της; Το έτερον θα έσβηνε όπως το Είναι του Παρμενίδη, όπως το Είναι
το οποίο καθαυτό, δεν φιλοξενεί τον κόσμο. Η απόλυτη ετερότης δεν εξηγεί τον
εαυτό της, όπως το απόλυτο Είναι δεν εξηγεί τον εαυτό του.
Τώρα όμως, μας προκύπτει απολύτως ότι
κάθε πράγμα που είναι διαφορετικό, αναγκαίως είναι εκείνο που είναι, δηλαδή
διαφορετικό από ένα διαφορετικό.
Το έτερον είναι ακριβώς αυτό το οποίο
έχει μέσα του την ενέργεια, την ύπαρξη του σε σχέση με άλλο. Εδώ ο λόγος
αποκαλύπτει το μυστικό του λυσίματός του, του ξεδιπλώματός του. Το άλλο
(έτερον) εμφανίζεται σαν πρωταρχική βοήθεια. Το άλλο εισβάλλει στον λόγο σαν
μία πρωταρχική βοήθεια: σαν να πιάνεται ένας σ’ένα νήμα που είναι το άλλο: αυτό
το νήμα είναι αυτό το οποίο από την αρχή δημιουργούσε τον λόγο. Εάν ο λόγος
ήταν καθαρά “Είναι”, θα καταστρεφόταν. Εάν ο λόγος ήταν καθαρά “μη-είναι” θα
καταστρεφόταν. Έτσι επίσης καταστρέφεται ο λόγος που είναι καθαρά
διαφορετικότης. Και ο λόγος που είναι καθαρή ταυτότης.
Στο παιχνίδι του άλλου υπάρχει μία
ετερότης, διότι το διαφορετικό είναι σε σχέση με άλλα εξ ‘αρχής. Το έτερον
είναι πολύ περισσότερο από το Είναι. Το είναι που είναι αυτό το ίδιο σε σχέση
με το μη είναι, καθαυτό, πεθαίνει καταστρέφεται. Ενώ το έτερον είναι σε σχέση
με το άλλο μ’έναν τρόπο που δεν είναι καταστροφικός.
Το άλλο κινεί το έτερο εξ ’αρχής. Το διαφορετικό
δεν υπάρχει εξ ‘αρχής: καταγωγικώς το διαφορετικό συστήνεται σε σχέση με το
άλλο. Αλλά το άλλο δεν είναι το μηδέν. Το ότι το άλλο είναι αυτό για το οποίο
το έτερον δεν είναι ο εαυτός του, δεν είναι “μηδέν”. Το άλλο είναι ο τρόπος με
τον οποίο το διαφορετικό είναι ο εαυτός του, αλλά στην μορφή του μη-εαυτού. Σε
μία μορφή του μη εαυτού στην οποία το “μη” δεν συστήνεται στην μορφή της καταστροφής
του έτερου. Το διαφορετικό, όπως ο λόγος σε μερικές κωμωδίες του Λουκιανού,
μπορεί να μπει στο παλιό και να κάνει ακόμη και δηλώσεις: το διαφορετικό
κινείται και ζει. Για τον Πλάτωνα το έτερο είναι ζωντανό, όπως ο λόγος είναι
ζωντανός.
Το έτερον ζει. Το Είναι σαν ζωντανό
θέτει εκπληκτικά προβλήματα διότι έχει πάνω στο κεφάλι του την Δαμόκλειο σπάθη
του μη-είναι. Εάν λέω “είμαι”, παραμένω στον φόβο και στην ανασφάλεια. Εάν λέω
“διαφορετικό” όχι. Παραμένει βεβαίως το πρόβλημα του πώς μπορεί να μείνει ο Dalmasso λέγοντας “εγώ έτερον”. Παρ’όλα αυτά ο λόγος δηλαδή
η φιλοσοφία έχει τεθεί, από τον Πλάτωνα κι’έπειτα, σαν μία καταγωγική συνύπαρξη
στην οποία συστήνεται το πρόβλημα του ταυτού και του άλλου.
-Τα λες όπως
πραγματικά είναι.
-Είμαστε λοιπόν
υποχρεωμένοι να πούμε, πώς το “άλλο” (θάτερον) είναι από την φύση του πέμπτο
είδος, ανάμεσα στα γένη (είδεσιν) που διαλέξαμε;!! Ναι!
-Και ακόμη θα
πούμε πως το είδος αυτό διέρχεται ανάμεσα σε όλα τα άλλα. Γιατί το καθένα από
αυτά είναι διαφορετικό από τα άλλα, όχι από την φύση του, αλλά διά το μετέχειν
της ιδέας του θατέρου! (255 e).
Δεν είναι φυσικό, κατά γράμμα, εγώ να
είμαι εγώ και αυτός να είναι αυτός. Δεν μπορούμε να πούμε απλώς “ένας είναι
έτσι”, “συνέβη έτσι”, “έτυχε έτσι”. Όχι, όλο αυτό, εγώ, αυτός, ένα κάποιο
γεγονός, το ίδιο το Είναι συστήνονται διότι συμμετέχουν στην μορφή του έτερου.
Ότι η ζωή είναι διαφορετική, δηλαδή διαφορετική και πολλαπλή, είναι πρωταρχικό
τουλάχιστον όσο και το Είναι.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου