Ο ΝΙΤΣΕ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ (1999)
Τού HANS GEORG GADAMER.
Δεν είναι εύκολο για μένα
να μιλήσω για ένα θέμα το οποίο μας οδήγησε εδώ από το ενδιαφέρον μας για μια
πιο βαθιά προσέγγιση του προβλήματος “φιλοσοφία και φιλολογία στην σκέψη του
Νίτσε!” Όπως δεν είναι εύκολο επίσης και να εμπλέξουμε την σκέψη του Χάιντεγκερ
με το θέμα μας. Καθότι και ο Χάιντεγκερ στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του
διεξήγαγε μια συζήτηση ζωτικής σημασίας γι’αυτόν, σε έναν διάλογο σε δύο φωνές
με έναν Νίτσε τον οποίο πρέπει να ξανασκεφτούμε.
Ελπίζω να έχω την κατανόηση σας εάν χρησιμοποιήσω το
πλεονέκτημα των γηρατειών-διότι είναι ο πιο εύκολος δρόμος για έναν γέρο να
ξεκινήσει από τα νιάτα του. Από σήμερα, μέχρι το 1900, στο οποίο έκλεισε τα
μάτια του ο Νίτσε για πάντα και στο οποίο είδα εγώ το φως τού κόσμου, έχουν
διατρέξει την ζωή διάφορες γενιές ανθρώπων, έχουν γίνει πόλεμοι και γνωρίσαμε
πολλές καταστροφές. Και έτσι κοιτάζοντας πίσω σε όλες εκείνες τις περιόδους και
σε όλες τις πλημμύρες τής ιστορίας, διαβλέπουμε ένα χρέος το οποίο δεν αφορά
μόνον τους κλασσικούς φιλόλογους, οι οποίοι αναζητούν εδώ μία νέα συμπαράσταση,
αλλά ούτε και τους φιλοσόφους μόνον, οι οποίοι συνεχίζουν τις εργασίες τους
ακολουθώντας το ακαταμάχητο πνεύμα του Χάιντεγκερ. Όχι, κοιτάζοντας το χρέος
μας, νομίζω πως πρέπει να μας είναι ξεκάθαρο πόσο διανοητικό άνοιγμα μάς είναι
απαραίτητο και πόση διαθεσιμότητα απαιτεί ο σημερινός κόσμος από όλους εμάς
στην Γερμανία, στην Ευρώπη, όπως και από όλους που έρχονται πέρα από την
Ευρώπη, για να καταστεί δυνατή η συνάντησή μας, η συνάντηση όλων αυτών που
αναρωτιούνται και θέλουν να μάθουν: από που ερχόμαστε; Πού πάμε; Το ότι μπορεί
να γίνει εφικτή αυτή η συνάντηση από όλες τις γενεές, αυτό αποτελεί το χρέος
μας. Σ’αυτόν τον κόσμο πλανιέται επάνω μας μία κοινή μοίρα. Ένας από τους
μεγάλους στοχαστές ο οποίος διείδε αυτή την μοίρα, υπήρξε χωρίς αμφιβολία ο
Νίτσε. Ένας άλλος υπήρξε ο Χάιντεγκερ, ο οποίος εργάσθηκε σταθερά σ’αυτή την κοινή
μοίρα, προσπαθώντας να διακρίνει, δηλαδή στην επιστροφή, στο ξεκίνημα και στην
αρχή, την πορεία της ιστορίας του κόσμου σε όλη της την σκληρότητα και να
διανοίξει αυτή την πορεία.
Ποια ήταν στην Γερμανία και στον κόσμο γενικά η πρόσληψη
του Νίτσε γύρω στο 1900; Αυτό μπορεί να μας το φανερώσει ένα ανέκδοτο. Ο
Πατέρας του μεγάλου φιλολόγου Karl
Reinhardt, ο οποίος υπήρξε ο διευθυντής
ενός γυμνασίου τής Φραγκφούρτης και σαν τέτοιος εισήγαγε νέες μορφές
πολιτισμικής διαπαιδαγωγήσεως, δέχθηκε μια μέρα την επίσκεψη ενός φίλου τού Νίτσε, του Paul Deusseu, ένα όνομα πολύ γνωστό λόγω των μεταφράσεών του από τα
σανσκριτικά, και γενικώς για την άνεση με την οποία διάβαζε τις ουπανισάδες, λες
και οι Ινδικές θεωρίες της σοφίας, ήταν το δόγμα του Κάντ. Το “ίδιο το ανέκδοτο
είναι πάντως αληθινό και οι μαρτυρίες πειστικές, μάς φανερώνει δε πολύ καλά πώς
ήταν τα πράγματα! Ο Deussen λοιπόν ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι του πατέρα τού Reinhardt και
κατεβαίνοντας τις σκάλες είπε: “έμαθες, τώρα ανακάλυψαν πώς ο Νίτσε είναι ένας
μεγάλος άνθρωπος. Δεν είναι στ’ αλήθεια γελοίο το πράγμα;” Αυτή ήταν η πρόσληψη
του Νίτσε και ας δώσουμε προσοχή, από μέρους ενός συμμαθητού και φίλου και
συμφοιτητού τού Νίτσε. Και ο Deussen δεν ήταν κάποιος, αλλά ένας ινδολόγος διεθνούς φήμης και
ένας φιλόσοφος. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε η πρόσληψη του Νίτσε: δεν είχε γίνει
κατανοητό ούτε καν αυτό που συνέβαινε. Η τραγωδία του Νίτσε και της ζωής του
είναι πολύ γνωστά και δεν υπάρχει κάποια ανάγκη να τα θυμηθούμε. Παρ’όλα αυτά
πρέπει να αναρωτηθούμε, πώς και γιατί μόνον μετά τον θάνατο τού Νίτσε η μορφή
του σαν στοχαστού και οι ενέργειες τής σκέψης του έγιναν τόσο έντονα και δυνατά
εκμεταλλεύσιμα;!
Σχετικά μ’αυτό πρέπει να θυμηθώ πρώτα απ’όλα πως την
περίοδο κατά την οποία εγώ ο ίδιος, κατά την διάρκεια τού πρώτου παγκοσμίου
πολέμου και του τέλους του, άρχισα να μελετώ, ο Νίτσε, άρχιζε να προσλαμβάνεται
πολύ σιγά, αργά, στον ακαδημαϊκό κόσμο. Πριν του 1918 πάντως, κάνοντας την εξαίρεση
του Georg Simmel, δεν μου είναι γνωστή καμία περίπτωση κάποιου καθηγητού
της φιλοσοφίας ο οποίος θα είχε τολμήσει να κάνει έστω ένα μάθημα στον Νίτσε.
Θα είχε ζημιώσει αυτομάτως την αξιοπιστία του στην φιλοσοφική του ικανότητα.
Αλλά τώρα τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Θυμάμαι τον ρόλο που είχε σ’αυτό το
θέμα ο Max Scheler, ένας με ιδιαιτέρως μεγάλο αισθητήριο τού πνεύματος τής
εποχής γύρω στα μισά του εικοστού αιώνος. Ο Max Scheler ο ίδιος
επίκειται ακόμη πάνω μας σαν μία μοίρα, προάγγελος νέων, φρέσκων προβληματισμών
για το μέλλον μας. Ο Scheler ανέπτυξε την φαινομενολογία των αξιών. Αυτή είναι μία όψη
η οποία μπορεί να θεωρηθεί σαν κατεκτημένη ήδη από τον Νίτσε. Είναι γνωστός
πράγματι, σαν αυτός που θέλησε να αναποδογυρίσει όλες τις αξίες. Στα ίχνη του
Σέλλερ, ένας από τους πρώτους δασκάλους μου της φιλοσοφίας, ο Nicolai Hartmann,
στην συνέχεια ανέπτυξε στην Ηθική του αυτή την φιλοσοφία των αξιών σ’ένα
ολόκληρο σύμπαν του συστήματος των αξιών, εμπνευσμένος από τον Νίτσε και με την
ενθάρρυνση του Σέλλερ, όπως ακουγόταν. Σ’αυτό βρίσκεται ανάμεσα στις άλλες και
η αξία τού “περνώ από μπροστά”. Μία πολύ λεπτή παρατήρηση τού Χάρτμανν πάνω
στην οποία ακόμη και σήμερα θα έχουμε την ευκαιρία να στοχαστούμε, στην βάση
μιας ποιητικής δοκιμής την οποία έχω κατά νου να σας προσφέρω στο τέλος της
ανακοινώσεως.
Δεν υπάρχει τώρα ανάγκη να επαναλάβουμε τον βιασμό που
υπέστη αυτός ο ακαδημαϊκός εξημερωμένος Νίτσε, από τον φασισμό αργότερα: Υπήρξε
η Ιταλία του Μουσολίνι, με την προτίμηση του Dannunzio για τον
Νίτσε, η οποία έφερε τον Νίτσε στο προσκήνιο. Και υπήρξε και ο Alfred Baeumler, ένας
αληθινός προφασίστας, ο οποίος αργότερα στο Βερολίνο, κρατούσε μαζί με άλλους,
τις μοίρες της πολιτικής του πολιτισμού της Αυτοκρατορίας του Χίτλερ. Ο Baeumler είχε ήδη
προτείνει το 1933, σε ένα τομίδιο που εκδόθηκε από τον οίκο Reclam, μία νέα
ερμηνεία του Νίτσε, το κεντρικό σημείο της οποίας ήταν ότι ο Νίτσε είχε διδάξει
τον υπεράνθρωπο και αυτή ήταν πάνω απ’όλα η νέα σοφία, η θέληση για δύναμη!
Αντιθέτως ο Baeumler είχε παράξενες αντιστάσεις απέναντι στην αιώνια επιστροφή
του ιδίου, την οποία δεν λάμβανε στα σοβαρά φιλοσοφικά!
Όπως βλέπουμε σ’αυτή την προφασιστική ατμόσφαιρα και χάρις
στην επιρροή του Baeumler, από τις προοπτικές του Νίτσε αυτή ετέθη σαν την απόλυτη
προοπτική και αυτό για πολιτικούς σκοπούς. Και μπορούμε να φανταστούμε σχετικά
εύκολα πως γι’αυτόν τον σκοπό, συκοφαντήθηκε ο Νίτσε. Μετά το τέλος του Τρίτου
Ράιχ, οι Ρώσοι απαίτησαν από μένα, που ήμουν τότε πρύτανης στο πανεπιστήμιο της
Λειψίας, να διαγράψω το όνομα του Νίτσε από την τιμητική λίστα των ονομάτων των φοιτητών του πανεπιστημίου της Λειψίας, μία λίστα η οποία άρχιζε με τα
ονόματα του Altdorfer, του Durer, κτλ. Η απάντησή μου ήταν: “Αυτό δεν γίνεται. Απλώς
μ’αυτόν τον τρόπο γινόμαστε γελοίοι”. Και τότε πρότεινα να διαγραφούν όλα τα
ονόματα, δηλαδή όλη η τιμητική λίστα. Και έτσι έγινε. Ο Ρώσος αξιωματικός
εκτέλεσε την διαταγή του! Δεν υπέκυψα. Καθώς δε δεν είχα καμία εξουσία
προσπάθησα να καταστήσω σαφέστατη μ’αυτόν τον τρόπο την ανοησία. Η λίστα δεν
ξανακυκλοφόρησε στον Οδηγό στην Σχολή, μέχρι το τέλος αυτού του καθεστώτος.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου