Συνέχεια από: Τρίτη, 23 Μαρτίου 2021
iβ.ii Η δημιουργία ως κοσμογένεση και ανθρωπογένεση στον Τίμαιον
Στον Τίμαιον ο πλατωνικός δυισμός εκφράζεται οντολογικά μέσω της μείξης των στοιχείων, από τα οποία ο δημιουργός θεός πλάθει τον κόσμο, από το ἀμερές ή ταὐτόν και το μεριστόν ή θάτερον, από τον νοῦν και την ἀνάγκην. Εξηγητικά, στον τιμαιϊκό κόσμο τα στοιχεία αυτά αντιστοιχούν σε δύο αρχές δημιουργίας, την τελεολογική που προέρχεται από τον νου και το έλλογο, και τη μηχανική που προέρχεται από το αναγκαίο, υλικό και άλογο. Στον φυσικό κόσμο συνδρούν τελεολογία – στην ρύθμιση των κινήσεων των ουρανίων σωμάτων από τον δημιουργό και μηχανοκρατία – στην ίδια την ατομική δομή της ύλης. Η ύλη, ο αντίποδας της νοητής αρχής, λειτουργεί ως το εκμαγείο για τη δημιουργία των μορφών, αρχική αιτία όμως αυτής της γενεσιουργού εξέλιξης είναι ένας τέλειος δημιουργός. Τούτος επεμβαίνει στα τέσσερα προκοσμικά υλικά στοιχεία επιβάλλοντας την τελεολογική αιτιότητα του νου και εισάγοντας τάξη και μορφή στην πρότερη αταξία. Στην νέα κοσμική τάξη κάθε φυσικό φαινόμενο έχει ένα μηχανικό αίτιο που εξηγεί τη λειτουργία του και ένα ανώτερο τελεολογικό αίτιο, έναν σκοπό που αιτιολογεί τη γέννησή του, ως μέρους της όλης κοσμικής δημιουργίας.
Το φιλοσοφικό ερώτημα που διατρέχει το διάλογο αυτό είναι το ερώτημα του όντος, τί προαιώνια υπάρχει αδημιούργητο και τί γεννάται και δημιουργείται σύμφωνα με μια συγκεκριμένη περιγραφή και διαδικασία. Ο Τίμαιος ξεκινά153 με μια διάκριση ανάμεσα στο φυσικό και τον αιώνιο κόσμο. Ο φυσικός είναι ο κόσμος που αλλάζει και χάνεται, ενώ ο αιώνιος δεν μεταβάλλεται ποτέ: Αφού τίποτα «δεν υπάρχει ή δεν αλλάζει» χωρίς αιτία, τότε η αιτία του σύμπαντος πρέπει να είναι ένας δημιουργός ή αλλιώς ένας θεός, ένα πρόσωπο που αναφέρεται ως πατέρας και δημιουργός του σύμπαντος. Προκειμένου μάλιστα να εξηγηθούν η αρμονία και η τάξη που εμφυτεύει ο δημιουργός στον κόσμο, εισάγεται η μαθηματική αναλογία. Το πρότυπο του σύμπαντος ανάγεται στον αιώνιο και όχι στον φυσικό κόσμο (27 d5 – 29 b1), δηλαδή τον υπαρκτό κόσμο μας, ο οποίος υποτίθεται ότι στο παρελθόν βρισκόταν σε πλήρη αταξία (30 a4– a5). Ο Τίμαιος παρουσιάζει τον δημιουργημένο κόσμο ως ον ζωντανό, ενώ το αιώνιο πρότυπό του, τον ίδιο τον δημιουργό του, όπως και τα υλικά της δημιουργίας (30 d3), προϋπάρχοντα της πράξης της δημιουργίας154. Ο κόσμος που δημιουργείται δεν είναι παρά ένα έργο τέχνης, όπου κυριαρχεί η έλλογη τάξη στην ουράνια σφαίρα συνδεόμενη με δεσμούς αναλογίας και με τον άνθρωπο. Η τέλεια τάξη και ομορφιά του κόσμου δεν μπορεί παρά να δημιουργήθηκαν από την αιώνια δύναμη και τη σοφία του δημιουργού – τεχνίτη, μαθηματικού και αστρονόμου, ο οποίος χρησιμοποίησε ένα πρότυπο σταθερό, αιώνιο, σαν τον τέλειο εαυτό του με αντίγραφό του τον κόσμο των φυσικών αντικειμένων (30 a5, 33 b7). Επειδή το αιώνιο πρότυπο, ο ίδιος ο δημιουργός και τα υλικά, όλα προϋπάρχουν της δημιουργίας, δεν έχουμε να κάνουμε με έναν παντοδύναμο, όπως ο χριστιανικός θεός, δημιουργό, αλλά με έναν τεχνίτη που το έργο του περιορίζεται ή προκαθορίζεται από προϋπάρχοντα και μάλιστα αιώνια πρότυπα. Αντίθετα δε με όσα υποστηρίζει η δαρβινική θεωρία, ο κόσμος του Τιμαίου είναι εν τη γενέσει του πλήρης, καλός, εύκοσμος, ευφυής. Έτσι, συνεχίζεται η προσωκρατική παράδοση, από την οποία και θεωρείται ότι προέρχεται το μηχανιστικό κοσμοείδωλο, όπως και η πίστη στην υλική σύσταση του κόσμου με αυτοδύναμη ύπαρξη και δυναμική εξέλιξης.
Η δημιουργία του ορατού κόσμου προκύπτει ως αρμονική αναλογία μεταξύ των τεσσάρων στοιχείων, γης, νερού, αέρα, φωτιάς, που επιβάλλεται από τον δημιουργό στην προϋπάρχουσα αταξία της ύλης (31b4 – 33b1): τα προϋπάρχοντα υλικά, άμορφα, ανακατεμμένα και σε συνεχή κίνηση, χωρίς ισορροπία και ομοιογένεια, κι έτσι η πράξη της δημιουργίας συνίσταται στην επιβολή τάξης επί της προγενέστερης αταξίας και στη «δίκαιη» κατανομή στο σύμπαν των τεσσάρων στοιχείων.
Εάν συνυπάρχουν και λειτουργούν σε συνδυασμό οι δύο αρχές – μηχανική και τελεολογική αιτιότητα – στο σύμπαν, τούτο δε αποδεικνύεται ακόμη περισσότερο από την περιγραφή της δημιουργίας του ανθρώπου, σε αντιστοιχία με τη φυσική φιλοσοφία και την αντίληψη για τον κόσμο ως έργο τέχνης, αλλά και για την κυριαρχία της ψυχής επάνω στο σώμα από τη μια πλευρά και της τελεολογίας πάνω στην μηχανική αιτιότητα από την άλλη.
Η κοσμική δημιουργία εξηγείται στη συνέχεια με το συσχετισμό των τεσσάρων στοιχείων με τέσσερα στερεά αποτελούμενα από τρίγωνα: η φωτιά με το κανονικό τετράεδρο – πυραμίδα, ο αέρας με το κανονικό οκτάεδρο, το νερό με το κανονικό εικοσάεδρο και η γη με τον κύβο. Γίνεται αναφορά και σε ένα πέμπτο στερεό, το πενταγωνικό κανονικό δωδεκάεδρο που συνδέεται με το πέμπτο στοιχείο, τον αιθέρα και εμπεριέχεται στις μορφές του αόρατου κόσμου, η ύπαρξη των οποίων συμπεραίνεται με μαθηματικές αναλύσεις155. Ο δημιουργός του πλατωνικού Τιμαίου δημιουργεί σταδιακά άστρα, πλανήτες, απλανείς αστέρες, όπως και το αθάνατο μέρος της ανθρώπινης ψυχής, ενώ τα υπόλοιπα – το θνητό στοιχείο της ανθρώπινης ψυχής και τα σώματα των ανθρώπων, καθώς και τα άλλα ζώα – τα κατασκευάζουν οι δημιουργηθέντες θεοί, κατ’ εντολήν του: πρώτα δημιουργούνται τα τέσσερα είδη των ζωντανών όντων, με οντολογική σειρά και τάξη οι πραγματικοί θεοί, φτιαγμένοι από φωτιά, κατόπιν οι μυθικοί θεοί, του Ομήρου και του Ησιόδου, έπειτα, τα πουλιά, τα ψάρια και τέλος, το γένος των ανθρώπων.
Της δημιουργίας του υλικού κόσμου προηγείται αυτή της ψυχής (34b10) και η τοποθέτησή της στο κέντρο του, ενώ στη συνέχεια επεκτείνεται, ώστε να τον καλύψει ολόκληρον (34 b3– b4). Για τη δημιουργία της κοσμικής ψυχής μάλιστα ο δημιουργός συνδύασε δύο τμήματα – το αδιαίρετο και το διαιρετό – από κάθε ένα από τα τρία στοιχεία – την oμοιότητα, τη διαφορά και την ύπαρξη. Έτσι προέκυψαν τρεις ενδιάμεσες ενώσεις και η ψυχή, η οποία μάλιστα τοποθετείται στο υψηλότερο σημείο συγκριτικά με οποιοδήποτε άλλο δημιούργημα (34 c). Η ψυχή αποτελούμενη από το μέσο όρο των τριών στοιχείων εκδηλώνει σε σωστές αναλογίες την ομοιότητα ή τη διαφορά από κάθε αντικείμενο: στο λογικό αντικείμενο την κίνηση στην ψυχή την μεταδίδει ο εσωτερικός κύκλος της διαφοράς και στο πνευματικό αντικείμενο ο κύκλος της ομοιότητας περιστρέφεται σφαιρικά και από την κίνηση αυτή προκύπτει η αληθινή γνώση. Για τη σύνδεση της ψυχής με το σώμα πάλι απαιτείται η παρέμβαση του δημιουργού, ο οποίος διαχέει την ψυχή από το κέντρο του σώματος προς τα άκρα του και σε κάθε κατεύθυνση, ενώ η περιστροφική κίνηση της ψυχής ομοιώνεται με την κίνηση της αιωνιότητας (37 d). Το ανθρώπινο γένος είναι έμψυχο και η ανθρώπινη ψυχή αποτελεί το περίσσευμα των ίδιων συστατικών, από τα οποία δημιουργήθηκε και η ψυχή του κόσμου. Τα σώματα των ανθρώπων, όπου και κατοικεί τούτη η ψυχή, είναι κράμα των ίδιων τεσσάρων στοιχείων: νερού, αέρα, γης και φωτιάς156. Εδώ επομένως δεν έχουμε μόνο κοσμολογία, αλλά και ανθρωπογένεση, τον άνθρωπο μάλιστα ο Πλάτωνας του Τιμαίου θεωρεί κεντρικό άξονα του φυσικού σύμπαντος157. Επί πλέον όμως των δύο κόσμων, του αιώνιου προτύπου και του αντιγράφου του, του δημιουργημένου κόσμου, ο Πλάτωνας τοποθετεί ένα τρίτο είδος, το οποίο ονομάζει ὑποδοχή ή χώρα, η ταυτότητα της οποίας αποτελεί διαχρονικό ζήτημα των ερμηνευτών του Τιμαίου μέχρι σήμερα και γενικότερα μεταξύ των φιλοσόφων158. Η χώρα (που ως όρος θα μπορούσε να σταθεί και για τους σύμπαν και κόσμος) δηλώνει αυτό, μέσα στο οποίο όλα τα πράγματα διακρίνονται μεταξύ τους ως ξεχωριστά όντα. Είναι μια περιοχή άρρητη και παραμένει σκοτεινή στον όποιο περισσότερο συγκεκριμένο προσδιορισμό της. Αποκτά εν τούτοις τη σημασία – και χρήση – μιας απαραίτητης επιστημολογικής προϋπόθεσης της κοσμολογικής οντολογίας και ως εκτενής περιοχή του επιστητού που παραμένει αδιαφανής στην επιστημονική ακριβή γνώση, μια αδιάγνωστη και άρρητη πλευρά της ουσίας που δεν μπορούμε όμως να παραλείψουμε από κάθε γνωστική προσέγγιση του κόσμου.
Στο παραπάνω πλαίσιο, ο χρόνος παρουσιάζεται ως κινητή εικόνα της αιωνιότητας, η δημιουργία του χρόνου είναι συνεπαγόμενο της δημιουργίας του ουρανού: Οι μέρες, οι νύχτες, οι μήνες και τα έτη αποτελούν μέρη του χρόνου, γεννήθηκαν μαζί με την σύσταση του ουρανού (37 e1– e3), κατά το πρότυπο και καθ’ ομοίωσιν της αιώνιας φύσης του ανώτερου έμβιου όντος. Ο χρόνος λοιπόν αποτελεί αντίγραφο κατά κάποιο τρόπο της αιωνιότητας, είναι κάτι πεπερασμένο, γεννήθηκε και θα διαλυθεί μαζί με το δημιουργημένο στερέωμα, ενώ η κίνηση είναι αιώνια, έξω και πέρα από το χρόνο.
Η δημιουργική πράξη του θεού – δημιουργού εμπλουτίζεται και με μία ακόμη σημασία, αυτήν της αρμονίας και της εξασφάλισης της διαρκούς αιώνιας συντήρησής της στον δημιουργημένο κόσμο, η οποία μάλιστα προκύπτει από τη συνταύτιση μουσικής και φιλοσοφικής σύστασης του κόσμου159 οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι η τέχνη των ήχων συγγενεύοντας με την τέχνη της διαλεκτικής επιτρέπει την σύζευξη τέχνης και φιλοσοφικής διανόησης που αποτυπώνεται τα μέγιστα στην τέχνη της όρχησης – εφ’ όσον αυτή και μόνον εξυπηρετεί τον σκοπό του έλλογου όντος να διατηρήσει μέσα του την αρμονία ως σύνδεση εσωτερικής κι εξωτερικής τάξης, που διέπει όλα τα όντα της δημιουργίας. Η παρέκκλιση από την τάξη δημιουργεί το χάος, με αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας εσωτερικής αποδιοργάνωσης, που εντέλει δύναται να οδηγήσει στην παθογένεια.160
Ο πλατωνικός κόσμος του γίγνεσθαι, ένα σύνθετο σώματος και ψυχής, ακολουθεί το σφαιρικό πρότυπο που προϋπήρχε ως προαιώνια μορφή ύπαρξης του όντος. Κάθε ημέρα το σώμα του κόσμου πραγματοποιεί μια πλήρη στροφή από την Ανατολή στη Δύση, φέροντας μαζί του τους σταθερούς αστέρες και πλανήτες. Ανά έτος ο ήλιος πραγματοποιεί μια πρόσθετη περιστροφή με κατεύθυνση από τη Δύση στην Ανατολή, διανύοντας τη δική του πλήρη κυκλική πορεία. Οι υπόλοιποι πλανήτες εκτελούν παρόμοιες αντιστροφές σε διαφορετικές περιόδους. Ο Πλάτωνας αναφέρεται στον εσωτερικό κύκλο των σκέψεων εντός της κοσμικής ψυχής που αντιστοιχούν στον κύκλιο χορό των αστέρων στον ουράνιο κύκλο του ταὐτοῦ. Αντίστοιχα, ο κύκλος του θατέρου εκπροσωπούσε την σειρά κινήσεων του νου που υπαγορεύει την χορεία των πλανητών. Η αδιάλειπτη συντονισμένη ουράνια χορεία (47c – d) επιτελεί τον ρόλο της εκμάθησης των μαθηματικών σχέσεων των αριθμών και της γεωμετρίας για τον απλό θνητό.161
Όπως αναφέρει ο Β. Κάλφας, «τα έργα του Δημιουργού είναι δημιουργήματα σκοπιμότητας, είναι όμως όλα και κάλλιστα δημιουργήματα. Φανερώνουν την κυριαρχία του νου (47 e), ως έργα της άριστης ψυχής. Ο πλατωνικός δημιουργός είναι η τελική αιτιότητα του σύμπαντος, η προσωποποίηση της άριστης ψυχής, της ψυχής του κόσμου, στην οποία κυριαρχεί το νοητικό και έλλογο στοιχείο».162 Εισάγεται στη συνέχεια και η έννοια της χώρας – ὑποδοχής (49a, 50d). Πρόκειται για το χώρο που δέχεται μέσα του τις απεικονίσεις των ιδεών, το χώρο δηλαδή μέσα από τον οποίο προκύπτουν τα αισθητά, προσλαμβάνοντας μία προσωρινή ύπαρξη, χωρίς κατά τη διαδικασία να προσλαμβάνει η ίδια κάποια από τις ιδιότητές τους. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στις ιδέες και τα αισθητά, που δεν είναι δυνατό να έχουν επαφή μεταξύ τους. Για να γίνει πιο κατανοητός, ο Πλάτωνας παρουσιάζει την ὑποδοχή ως εκμαγείο του γίγνεσθαι, μια μήτρα που φιλοξενεί μέσα της όλα τα γεννητά όντα. Αν δεχθούμε το ρόλο της αυτό, τότε οι ιδέες μπορούν να εννοηθούν ως ο πατέρας, αυτός που γεννά ως πρότυπο για τα δημιουργήματα, ενώ τα παιδιά τους θα μπορούσαν να είναι τα αισθητά (51a).
Στην κοσμολογία του Τιμαίου, όπως είπαμε, προϋποτίθεται η διάκριση ανάμεσα στο φυσικό και στον αιώνιο κόσμο: Ο φυσικός κόσμος αλλάζει και φθείρεται, ενώ ο αιώνιος δεν μεταβάλλεται ποτέ. Οι αφηγήσεις σχετικά με τους δύο κόσμους εξαρτώνται από τη διαφορετική φύση των αντικειμένων τους. Τα έργα του δημιουργού είναι αποτελέσματα ένσκοπης νοητικής δράσης και παράλληλα κάλλιστα δημιουργήματα. 163
Συμπεραίνοντας από σύγχρονους μελετητές, μεταξύ δημιουργού και κόσμου των πλασμάτων ισχύει μια αλυσιδωτή διαβάθμιση, καθώς ο δημιουργός δημιουργεί τόσο τα όντα, αλλά και τους κατώτερους θεούς που μιμούμενοι τον ίδιο φέρουν την ευθύνη της δημιουργίας των θνητών ζώων, επομένως και τα θνητά ζώα είναι αντίγραφα ανώτερων μορφών ύπαρξης. Έτσι, αποτυπώνεται κι αιτιολογείται η προσωκρατική αντίληψη για τη σχέση ανθρώπου – σύμπαντος ως σχέση μικροκόσμου – μακροκόσμου164. Επί πλέον, μια άλλη σχέση εντοπίζεται μεταξύ των δημιουργημάτων και των προτύπων τους, των ιδεών – αιώνιων μορφών – μια σχέση εικόνας – πρωτοτύπου που συντηρεί την οντολογική υποβάθμιση των αισθητών πραγμάτων της θεωρίας των ιδεών165. Αυτή η σχέση απεικόνισης όμως, στο πλαίσιο της οργανικής θεώρησης του κόσμου του Τιμαίου, είναι παρόμοιας υφής με τη σχέση παιδιού και γονέα, και όχι όπως η σχέση φωτογραφίας – μοντέλου, πράγμα που αποκαθιστά την κατωτερότητα των αισθητών έναντι των πρωτοτύπων τους, των ιδεών.
Η τιμαιϊκή εικόνα σχηματισμού του σύμπαντος είναι ιδιαίτερα περίτεχνη που αξιοποιεί τόσο την επιστημονική γνώση, όσο και το μύθο, σε έναν ενδιαφέροντα μοναδικό συνδυασμό τους. Η πραγματικότητα του φαινομένου της γέννησης συναρτάται με την αντίληψη της ύπαρξης ενός αγαθού θεού που ένσκοπα προχωρεί στη δημιουργία ενός κόσμου τέλειου και μοναδικού166. Μέσα στο εύτακτο σύνολο της κοσμικής δημιουργίας, ως τάξης και αρμονίας στο αρχέγονο χάος (Τίμαιος 31 b4-33 a7), στον απόλυτα συνεκτικό και μοναδικό κόσμο, πλήρη και αδιάλυτο, απαλλαγμένο από τη φθορά και άλλες παθογένειες ο άνθρωπος αποκτά κεντρική θέση, είναι τελειότερος από τους υπόλοιπους θνητούς οργανισμούς, ενώ η περιγραφή του οργανισμού του δίνεται με λεπτομέρεια, συμπληρώνοντας μια μεταφορική εικόνα υπαρξιακής αλυσίδας, όπου στην κορυφή βρίσκεται το τελειότερο των όντων και το κατώτερο στη βάση. Έννοια – μοχλός αυτής της ιεράρχησης η νοημοσύνη που εμβάλλει στην ψυχή ο δημιουργός συντελώντας στην δόμηση του ανθρώπου ως πλάσματος νοήμονος.
Η δημιουργία του ανθρώπου ως εμψύχου και νοήμονος, προϋποθέτει τη συγκρότηση του όλου του κόσμου ως εμψύχου οργανισμού, ενός οργανισμού που τον χαρακτηρίζει επί πλέον η σφαιρικότητα και η κυκλοτερής περιστροφική κίνηση, γιατί ως η πιο ομοιόμορφη, θεωρείται και η καταλληλότερη για την εκδήλωση της νοητικής λειτουργίας της ψυχής167. Η ατομική ψυχή, στο επίπεδο του μικροκόσμου, παρουσιάζει δομική αντιστοιχία με το σύστημα οργάνωσης σε επίπεδο κοσμικής ψυχής, ακόμα κι αν πρόκειται για κύτταρα και μικροοργανισμούς. Με τη διάχυση της ψυχής από το κέντρο στην ολότητα του σύμπαντος επιδιώκεται μεν αρμονία, διατηρώντας δε παράλληλα την δυαδικότητα, με τη διάκριση πνευματικού και σωματικού κέντρου του οργανισμού του σύμπαντος, παρά την αντιστοιχία των δύο τομέων, ψυχικών δηλαδή και υλικών καταστάσεων. Μέσα σε αυτό το σύνολο αποτελούμενο από δύο σε αντιστοιχία μεταξύ τους σφαίρες η ψυχή ενυπάρχει ακόμα και όταν στην διάχυσή της στο χώρο που συναποτελούν τα δύο πεδία, προσεγγίζει τα ακραία εξώτερα όριά του. Σχηματικά, η σχέση ψυχής – σώματος απεικονίζεται στη σχέση περιεχομένου και εξωτερικού του φλοιού στο σώμα ενός καρπού, μια κατάσταση παρόμοια, για να μπορέσει κάποιος να συλλάβει τη συγκεκριμένη εικόνα.
Η ψυχογονία του Τιμαίου παραλληλίζεται με την γνώση της ουσίας των πραγμάτων μέσω του λόγου. Φαίνεται δηλαδή ότι στη βάση μιας κατασκευαστικής μεταφοράς της ψυχής εδραιώνεται μια μεταφυσική σύλληψη της έλλογης νοημοσύνης που κατανοεί την θεϊκή αφετηρία της ατέρμονης έλλογης ζωής που καλύπτει την ολότητα του χρόνου, ενώ διαχωρίζεται ο ορατός κόσμος από το αόρατο βασίλειο της ψυχής. Η λογική και η αρμονία που διέπουν την ένωση των δύο πλευρών εξασφαλίζονται από το νοήμον, άριστο και με αγαθές προθέσεις υποκείμενο της δημιουργίας σε όλες τις διαβαθμίσεις της168. Στο επίπεδο δε του μικρόκοσμου της ανθρώπινης ουσίας ακολουθείται το πρότυπο ομορφιάς και αρμονίας, που χαρακτηρίζει τη σφαιρικότητα του όλου σύμπαντος: όπως στο κέντρο του σύμπαντος βρίσκεται η γη ως το βαρύτερο υλικό στοιχείο περιβαλλόμενη από το ελαφρύτερο πνευματικό στοιχείο, έτσι και το ανθρώπινο σώμα, ως ένας απλούστερος οργανισμός, έχει στο κέντρο του τα βαρύτερα στοιχεία και τα ευάερα κι ελαφρότερα στην περιφέρειά του, διατηρώντας την ίδια σφαιρική δομή, αλλά κάπως παραμορφωμένη, αφού πρόκειται για οργανισμό ατελέστερο του μακροκόσμου. Το δε ανθρώπινο σώμα συγκροτείται από τρεις ψυχές που αντιστοιχούν σε τρεις μικρότερες σφαίρες: της κεφαλής για τον αθάνατο νου, του θώρακα και της κοιλιάς για τα δύο άλλα θνητά τμήματά του169. Από φυσιολογική άποψη η κεφαλή θεωρείται η καταλληλότερη στο πλαίσιο του Τιμαίου να στεγάσει το θείον μέρος της ψυχής, ενώ η σφαιρικότητα του ζωϊκού σώματος αναλογεί στο σφαιρικό σχήμα του σπόρου, που αποτελεί και την αρχή της ζωής. Άρα και το κεφάλι και ο θώρακας και η κοιλιά είναι σφαιρικά ως κατ’ αναλογία σπόροι, δηλαδή γενεσιουργοί σκέψεων, συναισθημάτων και θρεπτικών λειτουργιών.
Τέλος, στον Τίμαιον βρίσκουμε και μια θεωρία για την υγεία και την ασθένεια: η πηγή της δεύτερης αιτιολογείται ως ποσοτική υπερβολή του σώματος έναντι της ψυχής, αφού το σώμα είναι το κατώτερο στην οντολογική κλίμακα και κάθε ανισορροπία διαταράσσει την οργανική τελειότητα του ψυχοσωματικού συνόλου. Η σωστή αναλογία επιτυγχάνεται όταν η ορθολογική ψυχή εξουσιάζει το σώμα. Από αυτήν δε την οργανική σύνδεση σώματος – ψυχής εκπηγάζει και η ηθική αγαθότητα του ανθρώπου: επομένως ο ηθικός άνθρωπος, ταυτίζεται με τον υγιή, όμορφο ψυχικά και σωματικά, δηλαδή τον φιλόσοφο. Μιμούμενος δε ο ηθικός άνθρωπος την αυτάρκεια του κόσμου, θεμελιώδης αρχή της οποίας είναι η αυτοκίνηση των ουρανίων σωμάτων, επιδιώκει και αυτός ως μέρος του όλου, την αυτοκίνησή του.
Αναζητώντας ο Πλάτωνας να αξιοποιήσει ορθολογικά τον ανορθολογικό παράγοντα της αντιστοιχίας εσωτερικών κι εξωτερικών κινήσεων και την αλληλεπίδρασή τους στον άνθρωπο, αναφέρεται σε θεωρήσεις, πρακτικές και λειτουργίες ορφικής και πυθαγόρειας προέλευσης, με σκοπό την ίαση των ασθενειών συστηματοποιώντας τις στο πλαίσιο της ανθρωπολογικής τελεοκρατίας που κυριαρχεί στον διάλογο αυτό.170 Υπό το πρίσμα αυτό, γίνεται κατανοητό ότι η ασθένεια στον ανθρώπινο οργανισμό γίνεται ορατή μέσα από ένα πρίσμα ηθικών και πολιτικών όρων, που είναι στενά συνυφασμένοι με την ψυχή. Οι σωματικές ασθένειες με άλλα λόγια, εδώ λαμβάνονται υπόψη ως αποτέλεσμα συνδυασμών μεταξύ των τεσσάρων προαναφερομένων συστατικών της ψυχής, δηλαδή του αέρα, του ύδατος, της γης και του πυρός. Δηλαδή, οι ασθένειες προκαλούνται από την κακή προσαρμογή των τεσσάρων στοιχείων στα μέρη του σώματος, όταν διασπαστεί η ισορροπία των τεσσάρων στοιχείων, τότε παύει να υπάρχει υγεία (81 e6–82 a7)171. Μάλιστα υποστηρίζεται ότι οι σοβαρότερες ασθένειες προκαλούνται από προβλήματα κατά τη μορφοποίηση των σωματικών οργάνων – μυελού, οστών, σάρκας, νεύρων και αίματος – όταν καταστρέφονται αυτά τα τμήματα του οργανισμού (82 b8–c7)172. Αντίστοιχη τελεοκρατία παρατηρούμε στον κόσμο, καθώς συντονίζεται και συντηρείται από τη θεία πρόνοια. Οι νόμοι μάλιστα που διέπουν το σύμπαν εμφανίζουν μια μουσική διαλεκτική με τη μορφή νόμων και κανόνων αισθητικής και μεταφυσικής ταυτόχρονα διάστασης καθιστώντας τον πραγματικό κόσμο ένα μεταβατικό είδος ανάμεσα στον αισθητό και στον νοητό.173
Στον Τίμαιον συντελούνται σημαντικά βήματα στο πέρασμα από τη μυθική στην επιστημονική προσέγγιση της κοσμογένεσης και ανθρωπογένεσης: ο Πλάτωνας προχωρεί σε χρήση σχημάτων – προτύπων, για να δείξει τις νομοτέλειες που διέπουν το σύμπαν ως παράγωγα όμως της μοναδικής δράσης δημιουργών θεών, έτσι θεμελιώνει υπερβατικά τον άνθρωπο δημιουργό, ως μιμητή του θείου ανώτερου δημιουργού του σύμπαντος. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα σύζευξη μυθικής και επιστημονικής γλώσσας στο ίδιο στοχαστικό ζητούμενο της αφετηρίας και ιδιοσύστασης του κόσμου ως όλου. Δεν είναι λοιπόν αδικαιολόγητο ότι τα πρότυπα του Τιμαίου προσαρμόστηκαν και ξαναπροσαρμόστηκαν πολλές φορές σε άλλα μεταγενέστερα κοσμοείδωλα – του χριστιανικού πολιτισμού, αλλά και της σύγχρονης κβαντικής φυσικής, χωρίς μεγάλες αλλαγές ή απώλειες του αρχικού διακυβεύματός του. Όταν ο Πλάτωνας του Τιμαίου επιμένει στη χρήση της έννοιας του εἰκότος λόγου για την προσιτότερη περιγραφή της κοσμολογικής τάξης, δείχνει την αξία της μεθόδου έναντι των οριστικών και τελεσίδικων κοσμοθεωριών, τη σημασία των πρόσκαιρων κι εναλλασσόμενων συνεκτικών και απλών εξηγήσεων, έναντι της οριστικής και μιας αλήθειας, δείχνει προς τη διαδικασία, έναντι του παγιωμένου αποτελέσματος.174
Η αέναη γένεση, το συνεχές φύεσθαι των μορφών, ὦ τί
ωραία προοπτική για την κατανόηση της φύσης με τόσο μεγάλη εφαρμογή στο σήμερα
της σύγχρονης επιστημολογίας! Και εν τέλει, όπως σκοτεινή και άρρητη η Χώρα,
το εκμαγείο του δημιουργού, έτσι και απρόβλεπτη η ανάδυση των νέων οντοτήτων
του κόσμου….. αλλά και ακατατόπιστη η θεία ύπαρξη, ως οντολογική προϋπόθεση
αλυσίδας δημιουργών.. μέχρι το βάθος της υλικότητας του κόσμου!
Σημειώσεις
153. Ο διάλογος χωρίζεται σε τρία μέρη: στο πρώτο μέρος αναπτύσσονται τα έργα του νου (27c-45b), στο δεύτερο τα έργα της ανάγκης (47e-69a) και στο τρίτο η συνδυασμένη δράση ανάγκης και νου (69a-92c).
154. Και ο Τίμαιος όπως και το σύνολο του πλατωνικού έργου, εκφράζει μια ιδεαλιστική σύλληψη του φυσικού κόσμου, επειδή επιβεβαιώνει την οντολογική υπεροχή του μη αισθητού κόσμου των ιδεών και τη θεωρητική ανωτερότητα της μαθηματικής γνώσης και του φιλοσοφικού συλλογισμού, της μεταφυσικής και αφαιρετικής σκέψης για την προσέγγιση της πραγματικότητας, συγκροτώντας ένα προσφιλές ανά τους αιώνες κοσμοείδωλο που φθάνει μέχρι το 19ο αιώνα και θεμελιώνει τον νεότερο ιδεαλιστικό μονισμό. Πρβλε Β. Κάλφας, ό.π., σελ. 328 κ.ε.
155. Β. Κάλφας, ό.π., σελ 387.
156. Τίμαιος 35a-36a: «συνεστήσατο ἐκ τῶν δέ τε καὶ τοιῷδε τρόπῳ. τῆς ἀμερίστου καὶ ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ ἐχούσης οὐσίας καὶ τῆς αὖ περὶ τὰ σώματα γιγνομένης μεριστῆς τρίτον ἐξ ἀμφοῖν ἐν μέσῳ συνεκεράσατο οὐσίας εἶδος, τῆς τε ταὐτοῦ φύσεως καὶ τῆς τοῦ ἑτέρου, καὶ κατὰ ταὐτὰ συνέστησεν ἐν μέσῳ τοῦ τε ἀμεροῦς αὐτῶν καὶ τοῦ κατὰ τὰ σώματα μεριστοῦ· καὶ τρία λαβὼν αὐτὰ ὄντα συνεκεράσατο εἰς μίαν πάντα ἰδέαν, τὴν θατέρου φύσιν δύσμεικτον οὖσαν εἰς ταὐτὸν συναρμόττων βίᾳ. Μειγνὺς δὲ μετά τῆς οὐσίας καὶ ἐκ τριῶν ποιησάμενος ἕν, πάλιν ὅλον τοῦτο μοίρας ὅσας προσῆκεν διένειμεν, ἑκάστην δὲ ἔκ τε ταὐτοῦ καὶ θατέρου καὶ τῆς οὐσίας μεμειγμένην. ἤρχετο δὲ διαιρεῖν ὧδε. μίαν ἀφεῖλεν τὸ πρῶτον ἀπὸ παντὸς μοῖραν, μετὰ δὲ ταύτην ἀφῄρει διπλασίαν ταύτης, τὴν δ᾽ αὖ τρίτην ἡμιολίαν μὲν τῆς δευτέρας, τριπλασίαν δὲ τῆς πρώτης, τετάρτην δὲ τῆς δευτέρας διπλῆν, πέμπτην δὲ τριπλῆν τῆς τρίτης, τὴν δ᾽ ἕκτην τῆς πρώτης ὀκταπλασίαν, ἑβδόμην δ᾽ ἑπτά καὶ εἰκοσιπλασίαν τῆς πρώτης· μετὰ δὲ ταῦτα συνεπληροῦτο τά τε διπλάσια καὶ τριπλάσια διαστήματα, μοίρας ἔτι ἐκεῖθεν ἀποτέμνων καὶ τιθεὶς εἰς τὸ μεταξὺ τούτων, ὥστε ἐν ἑκάστῳ διαστήματι δύο εἶναι μεσότητας, τὴν μὲν ταὐτῷ μέρει τῶν ἄκρων αὐτῶν ὑπερέχουσαν καὶ ὑπερεχομένην, τὴν δὲ ἴσῳ μὲν κατ᾽ ἀριθμὸν ὑπερέχουσαν, ἴσῳ δὲ ὑπερεχομένην».
157. J.L. Villard – Baron, G.W.F. Hegel. Παραδόσεις Πλατωνικής Φιλοσοφίας (1825-1826), Αθήναι 1991, σελ. 83. Πρβλε Πλάτωνος, Τίμαιος 46d, 45b, Φαῖδρος 264c - 266b, Φαίδων 250c και Gr. Vlastos, Πλατωνικές Μελέτες, μετάφρ. Ιορδάνη Αρζόγλου Μ.Ι.Ε.Τ Αθήνα 1994, σελ. 95.
158. «τίν' οὖν ἔχον δύναμιν καὶ φύσιν αὐτὸ ὑποληπτέον; τοιάνδε μάλιστα: πάσης εἶναι γενέσεως ὑποδοχὴν αὐτὴν οἷον τιθήνην.»: Τίμαιος 49a, 50d, «νοητὸν καὶ ἰδέαν καὶ παράδειγμα καὶ πατέρα, τὴν δ´ ὕλην καὶ μητέρα καὶ τιθήνην ἕδραν τε καὶ χώραν γενέσεως, τὸ δ´ ἐξ ἀμφοῖν ἔγγονον καὶ γένεσιν ὀνομάζειν»: Πλουτάρχου, Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος LIII. - LVI. και Ἐπιτομὴ τοῦ περὶ τῆς ἐν Τιμαίῳ ψυχογονίας, στο Plutarch, Moralia, Gregorius N. Bernardakis, Teubner, Leipzig, 1895, 6, σελ. 210, §5. Τον Πλάτωνα κατά την τελευταία περίοδο του έργου του τον απασχολεί η έννοια της απροσδιοριστίας και αυτό ακριβώς εκφράζει η χώρα κάτω από την επιρροή πολιτικών εξελίξεων της εποχής εκείνης Αυτό το στοιχείο που χαρακτηρίζει την τιμαιϊκή χώρα, φέρνει στην επιφάνεια των σύγχρονων επιστημονικών αναζητήσεων το κοσμοείδωλο του Τιμαίου, μετά από χιλιάδες χρόνια και παρά την παρεμβολή διαφορετικών κοσμοαντιλήψεων αριστοτελικού ή εγελιανού τύπου. Καθώς ο «πολυσυμπαντικός» κόσμος της σύγχρονης αστροφυσικής διαφέρει ριζικά, τόσο από τον κόσμο των αρχαίων όσο και από τον κόσμο των αναγεννησιακών, ο φρενήρης ρυθμός της ανάπτυξης της σύγχρονης επιστήμης πρέπει να μας έχει προετοιμασμένους ολο και για περισσότερο νέες ανατροπές, τη στιγμή μάλιστα που η εποχή μας δεν μπορεί να καυχηθεί για την ακεραιότητα και τη στερεότητα του κοσμοειδώλου της.
159. Ευ. Μουτσόπουλου, Η μουσική στο έργο του Πλάτωνος, Σύλλογος προς Διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Αθήναι, 2010, κυρίως σελ. 123 – 194.
160. Ό.π., σελ. 175 κ.ε.
161. J. Miller, Measures of Wisdom: The Cosmic Dance in Classical and Christian Antiquity, University of Toronto Press, 1986, σελ. 44.
162. Β. Κάλφας, ό.π., σελ. 450. Διαβάζουμε αναφορικά με το θέμα αυτό τα εξής στον Τίμαιο (30b - 31a): «θέμις δ’ οὔτ’ ἦν οὔτ’ ἔστιν τῷ ἀρίστῳ δρᾶν ἄλλο πλὴν τὸ κάλλιστον: λογισάμενος οὖν ηὕρισκεν ἐκ τῶν κατὰ φύσιν ὁρατῶν οὐδὲν ἀνόητον τοῦ νοῦν ἔχοντος ὅλον ὅλου κάλλιον ἔσεσθαί ποτε ἔργον, νοῦν δ’ αὖ χωρὶς ψυχῆς ἀδύνατον παραγενέσθαι τῳ. διὰ δὴ τὸν λογισμὸν τόνδε νοῦν μὲν ἐν ψυχῇ, ψυχὴν δ’ ἐν σώματι συνιστὰς τὸ πᾶν συνετεκταίνετο, ὅπως ὅτι κάλλιστον εἴη κατὰ φύσιν ἄριστόν τε ἔργον ἀπειργασμένος. οὕτως οὖν δὴ κατὰ λόγον τὸν εἰκότα δεῖ λέγειν τόνδε τὸν κόσμον ζῷον ἔμψυχον ἔννουν τε τῇ ἀληθείᾳ διὰ τὴν τοῦ θεοῦ (30c) γενέσθαι πρόνοιαν. τούτου δ’ ὑπάρχοντος αὖ τὰ τούτοις ἐφεξῆς ἡμῖν λεκτέον, τίνι τῶν ζῴων αὐτὸν εἰς ὁμοιότητα ὁ συνιστὰς συνέστησεν. τῶν μὲν οὖν ἐν μέρους εἴδει πεφυκότων μηδενὶ καταξιώσωμεν - ἀτελεῖ γὰρ ἐοικὸς οὐδέν ποτ’ ἂν γένοιτο καλόν - οὗ δ’ ἔστιν τἆλλα ζῷα καθ' ἓν καὶ κατὰ γένη μόρια, τούτῳ πάντων ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τιθῶμεν. τὰ γὰρ δὴ νοητὰ ζῷα πάντα ἐκεῖνο ἐν ἑαυτῷ περιλαβὸν ἔχει, καθάπερ ὅδε ὁ (30d) κόσμος ἡμᾶς ὅσα τε ἄλλα θρέμματα συνέστηκεν ὁρατά. τῷ γὰρ τῶν νοουμένων καλλίστῳ καὶ κατὰ πάντα τελέῳ μάλιστα αὐτὸν ὁ θεὸς ὁμοιῶσαι βουληθεὶς ζῷον ἓν ὁρατόν, πάνθ' ὅσα (31a) αὐτοῦ κατὰ φύσιν συγγενῆ ζῷα ἐντὸς ἔχον ἑαυτοῦ, συνέστησε».
163. «Φανερώνουν την κυριαρχία του νου (47 e), είναι τα έργα της άριστης ψυχής. Ο πλατωνικός δημιουργός είναι η τελική αιτιότητα του σύμπαντος, η προσωποποίηση της άριστης ψυχής, της ψυχής του κόσμου, στην οποία κυριαρχεί το νοητικό και έλλογο στοιχείο»: Β. Κάλφας, ό.π., σελ 450.
164. A.O. Lovejoy, The Great Chain of Being, Harvard University Press, Cambridge, 1964, σελ. 24 κ.ε. J. M. Robinson, An Introduction to Early Greek Philosophy, College Division, Houghton Mifflin, 1968, σελ. 32 κ.ε.
165. R. Patterson, Image and Reality in Plato's Metaphysics, Hackett Publishing Co., Indianapolis, 1985, σελ. 50 κ.ε.
166. Β. Κάλφας, ό.π., σελ. 82.
167. Ό.π., σελ. 328 κ.ε.
168. Τίμαιος 37a: «Ἐπεὶ δὲ κατὰ νοῦν τῷ συνιστάντι πᾶσα ἡ τῆς ψυχῆς σύστασις ἐγεγένητο, μετὰ τοῦτο πᾶν τὸ σωματοειδὲς ἐντὸς αὐτῆς ἐτεκταίνετο καὶ μέσον μέσῃ συναγαγὼν προσήρμοττεν· ἡ δ᾽ ἐκ μέσου πρὸς τὸν ἔσχατον οὐρανὸν πάντῃ διαπλακεῖσα κύκλῳ τε αὐτὸν ἔξωθεν περικαλύψασα, αὐτὴ ἐν αὑτῇ στρεφομένη, θείαν ἀρχὴν ἤρξατο ἀπαύστου καὶ ἔμφρονος βίου πρὸς τὸν σύμπαντα χρόνον. καὶ τὸ μὲν δὴ σῶμα ὁρατὸν οὐρανοῦ γέγονεν, αὐτὴ δὲ ἀόρατος μέν, λογισμοῦ δὲ μετέχουσα καὶ ἁρμονίας ψυχή, τῶν νοητῶν ἀεί τε ὄντων ὑπὸ τοῦ ἀρίστου ἀρίστη γενομένη τῶν γεννηθέντων. ἅτε οὖν ἐκ τῆς ταὐτοῦ καὶ τῆς θατέρου φύσεως ἔκ τε οὐσίας τριῶν τούτων συγκραθεῖσα μοιρῶν, καὶ ἀνὰ λόγον μερισθεῖσα καὶ συνδεθεῖσα, αὐτή τε ἀνακυκλουμένη πρὸς αὑτήν, ὅταν οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ ὅταν ἀμέριστον, λέγει κινουμένη διὰ πάσης ἑαυτῆς ὅτῳ τ᾽ ἄν τι ταὐτὸν ᾖ καὶ ὅτου ἂν ἕτερον, πρὸς ὅτι τε μάλιστα καὶ ὅπῃ καὶ ὅπως καὶ ὁπότε συμβαίνει κατὰ τὰ γιγνόμενά τε πρὸς ἕκαστον ἕκαστα εἶναι καὶ πάσχειν καὶ πρὸς τὰ κατὰ ταὐτὰ ἔχοντα ἀεί». Πρβλε Β. Κάλφας, ό.π., σελ. 211.
169. Τίμαιος 69a-70a: «Ὅτ᾽οὖν δὴ τὰ νῦν οἷα τέκτοσιν ἡμῖν ὕλη παράκειται τὰ τῶν αἰτίων γένη διυλισμένα, ἐξ ὧν τὸν ἐπίλοιπον λόγον δεῖ συνυφανθῆναι, πάλιν ἐπ᾽ ἀρχὴν ἐπανέλθωμεν διὰ βραχέων, ταχύ τε εἰς ταὐτὸν πορευθῶμεν ὅθεν δεῦρο ἀφικόμεθα, καὶ τελευτὴν ἤδη κεφαλήν τε τῷ μύθῳ πειρώμεθα ἁρμόττουσαν ἐπιθεῖναι τοῖς πρόσθεν. ὥσπερ γὰρ οὖν καὶ κατ᾽ ἀρχὰς ἐλέχθη, ταῦτα ἀτάκτως ἔχοντα ὁ θεὸς ἐν ἑκάστῳ τε αὐτῷ πρὸς αὑτὸ καὶ πρὸς ἄλληλα συμμετρίας ἐνεποίησεν, ὅσας τε καὶ ὅπῃ δυνατὸν ἦν ἀνάλογα καὶ σύμμετρα εἶναι. τότε γὰρ οὔτε τούτων, ὅσον μὴ τύχῃ, τι μετεῖχεν, οὔτε τὸ παράπαν ὀνομάσαι τῶν νῦν ὀνομαζομένων ἀξιόλογον ἦν οὐδέν, οἷον πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ εἴ τι τῶν ἄλλων· ἀλλὰ πάντα ταῦτα πρῶτον διεκόσμησεν, ἔπειτ᾽ ἐκ τούτων πᾶν τόδε συνεστήσατο, ζῷον ἓν ζῷα ἔχον τὰ πάντα ἐν ἑαυτῷ θνητὰ ἀθάνατά τε. Καὶ τῶν μὲν θείων αὐτὸς γίγνεται δημιουργός, τῶν δὲ θνητῶν τὴν γένεσιν τοῖς ἑαυτοῦ γεννήμασιν δημιουργεῖν προσέταξεν. οἱ δὲ μιμούμενοι, παραλαβόντες ἀρχὴν ψυχῆς ἀθάνατον, τὸ μετὰ τοῦτο θνητὸν σῶμα αὐτῇ περιετόρνευσαν ὄχημά τε πᾶν τὸ σῶμα ἔδοσαν ἄλλο τε εἶδος ἐν αὐτῷ ψυχῆς προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν, δεινὰ καὶ ἀναγκαῖα ἐν ἑαυτῷ παθήματα ἔχον, πρῶτον μὲν ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ, ἔπειτα λύπας, ἀγαθῶν φυγάς, ἔτι δ᾽ αὖ θάρρος καὶ φόβον, ἄφρονε συμβούλω, θυμὸν δὲ δυσπαραμύθητον, ἐλπίδα δ᾽ εὐπαράγωγον· αἰσθήσει δὲ ἀλόγῳ καὶ ἐπιχειρητῇ παντὸς ἔρωτι συγκερασάμενοι ταῦτα, ἀναγκαίως τὸ θνητὸν γένος συνέθεσαν. Καὶ διὰ ταῦτα δὴ σεβόμενοι μιαίνειν τὸ θεῖον, ὅτι μὴ πᾶσα ἦν ἀνάγκη, χωρὶς ἐκείνου κατοικίζουσιν εἰς ἄλλην τοῦ σώματος οἴκησιν τὸ θνητόν, ἰσθμὸν καὶ ὅρον διοικοδομήσαντες τῆς τε κεφαλῆς καὶ τοῦ στήθους, αὐχένα μεταξὺ τιθέντες, ἵν᾽ εἴη χωρίς. ἐν δὴ τοῖς στήθεσιν καὶ τῷ καλουμένῳ θώρακι τὸ τῆς ψυχῆς θνητὸν γένος ἐνέδουν. καὶ ἐπειδὴ τὸ μὲν ἄμεινον αὐτῆς, τὸ δὲ χεῖρον ἐπεφύκει, διοικοδομοῦσι τοῦ θώρακος αὖ τὸ κύτος, διορίζοντες οἷον γυναικῶν, τὴν δὲ ἀνδρῶν χωρὶς οἴκησιν, τὰς φρένας διάφραγμα εἰς τὸ μέσον αὐτῶν τιθέντες. τὸ μετέχον οὖν τῆς ψυχῆς ἀνδρείας καὶ θυμοῦ, φιλόνικον ὄν, κατῴκισαν ἐγγυτέρω τῆς κεφαλῆς μεταξὺ τῶν φρενῶν τε καὶ αὐχένος, ἵνα τοῦ λόγου κατήκοον ὂν κοινῇ μετ᾽ ἐκείνου βίᾳ τὸ τῶν ἐπιθυμιῶν κατέχοι γένος, ὁπότ᾽ ἐκ τῆς ἀκροπόλεως τῷ τ᾽ ἐπιτάγματι καὶ λόγῳ μηδαμῇ πείθεσθαι ἑκὸν ἐθέλοι·»
170. Ό.π., σελ. 464.
171. Ο Πλάτωνας αναφέρει ότι οι πιο σοβαρές ασθένειες προκαλούνται όταν η πορεία της μορφοποίησης (του μυελού, των οστών, της σάρκας, των νεύρων και του αίματος), αντιστρέφεται, με αποτέλεσμα όλα αυτά τα στοιχεία να καταστρέφονται (82 b8-c7).
172. Πρόκειται για εφαρμογή μιας φυσικής φιλοσοφίας στο θέμα της ασθένειας και όχι για μια ιατρική προσέγγιση. Πρβλε Β. Κάλφας, ό.π., σελ 486.
173. Ευ. Μουτσόπουλος, ό.π., σελ. 465.
174. Πρβλε Β. Κάλφας, ό.π., σελ. 338.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου