Συνέχεια από: Κυριακή, 21 Μαρτίου 2021
Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
25. Όσα λοιπόν λέγει στη συνέχεια (ο Βαρλαάμ) μετά από αυτά, επειδή έχουν από εδώ τον έλεγχο τού ψεύδους, νομίζω ότι πρέπει να τα παραλείψω. Σαν να θεωρεί όχι αρκετό το να ψεύδεται, αλλά και επιδιώκοντας όλως ιδιαιτέρως και το να ψευδολογεί εναντίον των άλλων, κατέφυγε πάλι στη συκοφαντία. Ενώ δηλαδή εγώ έλεγα, ότι από τα δώρα του Θεού άλλα είναι φυσικά, που έχουν δοθεί σε όλους γενικά, πριν από το νόμο και κατά τη διάρκεια του νόμου και μετά το νόμο, και άλλα υπερφυσικά και πνευματικά και όλως ιδιαιτέρως απόρρητα, και τοποθετώντας αυτά πάνω από εκείνα και τους καταξιωμένους της σοφίας του Πνεύματος πάνω από κάθε ελληνική χορεία, και παράλληλα αποκαλούσα τη φιλοσοφία ένα από τα φυσικά δώρα τού Θεού και τα μαθήματα ευρήματα τής ανθρώπινης διάνοιας, αυτός ισχυρίζεται, σαν εκ μέρους μου, ότι πρέπει να θεωρούμε ότι έχουν δοθεί από τον Θεό μόνον εκείνα στα οποία δεν φθάνει ο ανθρώπινος λογισμός, και να μην θεωρούμε κανένα από τα άλλα άξιο της τιμής αυτής. Εγώ όμως δεν είπα εκεί τίποτε από αυτά. Γιατί γνωρίζω ότι ο ανθρώπινος λογισμός δεν φθάνει και σε πολλά από αυτά που γίνονται κατά φυσικό τρόπο, και θεωρώ το καθένα άξιο της πρέπουσας τιμής· τις μεν πνευματικές χάριτες τις θεωρώ υπερφυσικές και χορηγούμενες άμεσα από το Πνεύμα σε εκείνους μόνο που υπερέχουν ως προς την αρετή, ενώ τα φυσικά δώρα ως τέτοια, που απέχουν πολύ από τις πνευματικές χάριτες και δίνονται από τον Θεό μέσω της φύσεως σε όλους.
26. Εκείνος όμως αφού στήριξε το λόγο σ’ αυτή τη συκοφαντία, καμαρώνει και αγάλλεται και καυχιέται εναντίον εκείνων που δεν δέχονται ως πνευματικό δώρο του Θεού τη σοφία των Ελλήνων, και προβάλλει πολλούς λόγους του θείου Βασιλείου, οι οποίοι εμφανίζουν κάθε τέχνη χαρισμένη από τον Θεό στους ανθρώπους, πράγμα που κανένας δεν αρνείται. Έπειτα με πολλά λεγόμενά του προχώρησε στη δική του αντίληψη και χρησιμοποιώντας δολιότητες κατέληξε στο συμπέρασμα και αποφάνθηκε αυτά· «και οι αρχές των μαθημάτων και η προφητεία και οποιαδήποτε αποκάλυψη είναι τέτοια, ώστε, αν δεν δόθηκαν, υπερβαίνουν τον ανθρώπινο λογισμό, αν πάλι δόθηκαν, φθάνει σ’ αυτά η ψυχή». Ώστε ή κανένα ή όλα εξίσου είναι δώρα του Θεού και δοσμένα από τον Θεό. Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς προς αυτόν· και εσύ που νομίζεις ότι με τα μαθήματα κατέστησες τον εαυτό σου άξιο όλως ιδιαιτέρως της ελληνικής χάριτος, έχεις λάβει τα χαρίσματα από τον Θεό όμοια με εκείνον που έλαβε την υπερβολή των αποκαλύψεων, και οι Αιγύπτιοι που βρήκαν αρχικά τα μαθήματα είναι ομότιμοι με τους προφήτες και τους αποστόλους; Γιατί πώς δεν θα είναι ομότιμοι εκείνοι που μετέχουν των δώρων που δίνονται όμοια και όμοια αναγνωρίζονται;
27. «Αλλ’ ο Θεός», λέγει (ο Βαρλαάμ), «μόλις δημιούργησε την ψυχή, τη γέμισε με τις κοινές έννοιες και τις οριστικές και διαιρετικές και συλλογιστικές δυνάμεις, από τις οποίες συνίστανται τα μαθήματα· επομένως τα μαθήματα είναι δώρα του Θεού». Τί άλλο παρά δικαιολογία (δικαίωμα) είναι αυτό σε αυτούς που διαστρεβλώνουν ή παρερμηνεύουν το ευαγγέλιο του Χριστού και σ’ αυτούς που τελειοποιούν αυτό, ως δήθεν ατελές, με μαθήματα; Γιατί ούτε τους πόρνους και ακρατείς θα απάλλασσε κανείς από την κατηγορία, επειδή ο Θεός, πλάθοντας στην αρχή το σώμα και δίνοντας σ’ αυτό ψυχή, έβαλε μέσα σ’ αυτό τη γεννητική και θρεπτική δύναμη. Αυτά ακριβώς είναι εκείνα τα όποια εμποδίζουμε εμείς με τους λόγους μας, την παράχρηση και την κατάχρηση και την απόδοση στα μαθήματα σεβασμού πέρα από το πρέπον· και εσύ όμως, αν θέλεις ν’ ακούς εκείνους τους λόγους με σύνεση, θα μάθεις και θα ομολογήσεις και θα εγκαταλείψεις το γήρασμα σ’ όλα αυτά και δεν θα πεις πια σωτήριους και μυητικούς, καθαρτικούς και φωτιστικούς της ψυχής τους λόγους, έχοντας πεισθεί σ’ αυτούς τους λόγους και στους λόγους του μεγάλου Βασιλείου.
28. Αλλ’ όμως, αν αυτά που λέγεις δόθηκαν στην αρχή στην ψυχή από τον Θεό, είναι προφανώς σ’ όλους τους ανθρώπους κοινά και έμφυτα και φυσικά, μεταδιδόμενα κατά διαδοχήν από τους πρώτους πατέρες. Πώς λοιπόν δόθηκαν όμοια με εκείνα που χαρίσθηκαν κατά υπερφυσικό τρόπο από το Πνεύμα του Θεού προς μόνους τους ευσεβείς, και μάλιστα προς τους κορυφαίους και επίλεκτους των ευσεβών; «Αλλά», λέγει, «όλα έχουν την ίδια σχέση προς την ψυχή• γιατί ούτε τα πνευματικά, εφόσον δόθηκαν, υπερβαίνουν τον ανθρώπινο λογισμό». Πράγματι, αφού έλεγξες και φανέρωσες εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου, απέδειξες ότι δεν έλαβες καθόλου πείρα πνευματικού δώρου, και το χειρότερο από αυτό είναι, ότι δεν πιστεύεις ούτε σε εκείνους που ομιλούν βάσει της πείρας, και το πλέον χειρότερο είναι, ότι και αντιρρητορεύεις εναντίον αυτών, όντας ολόκληρος, όπως φαίνεται, ψυχικός. Γιατί το εκλεκτό δοχείο των πνευματικών χαρισμάτων, ο Παύλος, λέγει· «εμείς δεν ελάβαμε το πνεύμα του κόσμου, αλλά το Πνεύμα που στάλθηκε από τον Θεό, για να γνωρίσουμε εκείνα που χαρίσθηκαν από τον Θεό σε εμάς, τα οποία και μιλάμε όχι με λόγους που διδαχθήκαμε από ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγους που διδαχθήκαμε από το άγιο Πνεύμα, ερμηνεύοντας πνευματικά πράγματα σε πνευματικούς ανθρώπους· ο ψυχικός άνθρωπος δεν δέχεται τα του Πνεύματος, γιατί αυτά είναι γι’ αυτόν μωρία και δεν μπορεί να τα καταλάβει», εισχωρώντας (ο ψυχικός άνθρωπος) στα ακατανόητα με εφόδους λογισμών, και νομίζοντας ότι κάθε αλήθεια βρίσκεται και διδάσκεται με διαιρέσεις και συλλογισμούς και αναλύσεις. Τα όσα όμως χαρίσθηκαν από τον Θεό σε μας δεν τα κατανοούμε με λογισμούς, αλλά με το Πνεύμα που υπάρχει σε εμάς, «τα οποία μάτι ανθρώπου δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και σε καρδιά ανθρώπου δεν ανέβηκαν, σε μας όμως τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του· γιατί το Πνεύμα έρευνα και τα βάθη του Θεού».
29. Και θα μπορούσε να τεκμηριώσει κανείς την αλήθεια των λεγομένων και από τη δική σου, ω φιλόσοφε, αντιλογία. Γιατί συ ακούοντας, και μάλιστα ακούοντας συχνά, εκείνους που εκ πείρας ασχολούνται με τους λόγους, τα γράμματα, τις μαρτυρίες, και τα παραδείγματα, να λέγουν, ότι το φως βρίσκεται τελείως υψηλότερα όχι μόνον από την αίσθηση, αλλά και από τη διάνοια εκείνου, που συμβαίνει ο νους του -πράγμα που γίνεται κατ’ ανωτερότητα- να κυριεύεται από έκσταση και να ανεβαίνει πάνω από τον εαυτό του και να συναντά τον Θεό. Ακούοντας λοιπόν εσύ αυτούς, άλλοτε μη μπορώντας να απομακρύνεις τη διάνοια από το υλικό φως τους κατηγορείς ότι μιλούν για αισθητό φως, και άλλοτε από την έλλειψη παρεκκλίνοντας όχι προς το μέσον και αληθές, αλλά στην υπερβολή και το ψευδός, σπρώχνεις τον εαυτό σου σε άλλο γκρεμό, ισχυριζόμενος ότι εκείνοι λέγουν, ότι το φως αυτό είναι η ουσία του Θεού και ότι αυτή είναι θεωρητή. Δεν θα το πάθαινες αυτό, αν πίστευες ότι τα θεία είναι ανέφικτα στους ανθρώπινους λογισμούς και παρουσίαζες με ευλάβεια την πίστη ως μόνη δεκτική όλων αυτών και επιδίωκες με έργα την τελειότερη γνώση και οικοδομούσες επάνω στη πίστη την πείρα, το επιστέγασμα της χάριτος, την αγάπη που επιστεγάζει με την αληθινή θεωρία του Θεού· τόσο πολύ υπερβαίνουν τον ανθρώπινο λογισμό οι δωρεές του Πνεύματος και μετά τη χορηγία τους. Εσύ λοιπόν πού έφθασες σε ακριβή κατανόηση των μαθημάτων σχεδόν χωρίς διδασκαλία των πνευματικών ενεργημάτων, δεν κατανοείς ούτε και μέτρια αυτά όταν τα διδάσκεσαι· και εύλογα· γιατί ο λόγος του Κυρίου είναι αληθής και παραμένει στον αιώνα, ο οποίος αποκάλυψε στον Ιωάννη, ότι σε εκείνον που ζει θεάρεστα δίνεται ψήφος λευκή, την οποία δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει, παρά μόνον εκείνος που την έλαβε· πως όμως μπορεί και εκείνος, το διδαχθήκαμε από τον Παύλο.
Το πρωτότυπο κείμενο
26. Εκείνος όμως αφού στήριξε το λόγο σ’ αυτή τη συκοφαντία, καμαρώνει και αγάλλεται και καυχιέται εναντίον εκείνων που δεν δέχονται ως πνευματικό δώρο του Θεού τη σοφία των Ελλήνων, και προβάλλει πολλούς λόγους του θείου Βασιλείου, οι οποίοι εμφανίζουν κάθε τέχνη χαρισμένη από τον Θεό στους ανθρώπους, πράγμα που κανένας δεν αρνείται. Έπειτα με πολλά λεγόμενά του προχώρησε στη δική του αντίληψη και χρησιμοποιώντας δολιότητες κατέληξε στο συμπέρασμα και αποφάνθηκε αυτά· «και οι αρχές των μαθημάτων και η προφητεία και οποιαδήποτε αποκάλυψη είναι τέτοια, ώστε, αν δεν δόθηκαν, υπερβαίνουν τον ανθρώπινο λογισμό, αν πάλι δόθηκαν, φθάνει σ’ αυτά η ψυχή». Ώστε ή κανένα ή όλα εξίσου είναι δώρα του Θεού και δοσμένα από τον Θεό. Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς προς αυτόν· και εσύ που νομίζεις ότι με τα μαθήματα κατέστησες τον εαυτό σου άξιο όλως ιδιαιτέρως της ελληνικής χάριτος, έχεις λάβει τα χαρίσματα από τον Θεό όμοια με εκείνον που έλαβε την υπερβολή των αποκαλύψεων, και οι Αιγύπτιοι που βρήκαν αρχικά τα μαθήματα είναι ομότιμοι με τους προφήτες και τους αποστόλους; Γιατί πώς δεν θα είναι ομότιμοι εκείνοι που μετέχουν των δώρων που δίνονται όμοια και όμοια αναγνωρίζονται;
27. «Αλλ’ ο Θεός», λέγει (ο Βαρλαάμ), «μόλις δημιούργησε την ψυχή, τη γέμισε με τις κοινές έννοιες και τις οριστικές και διαιρετικές και συλλογιστικές δυνάμεις, από τις οποίες συνίστανται τα μαθήματα· επομένως τα μαθήματα είναι δώρα του Θεού». Τί άλλο παρά δικαιολογία (δικαίωμα) είναι αυτό σε αυτούς που διαστρεβλώνουν ή παρερμηνεύουν το ευαγγέλιο του Χριστού και σ’ αυτούς που τελειοποιούν αυτό, ως δήθεν ατελές, με μαθήματα; Γιατί ούτε τους πόρνους και ακρατείς θα απάλλασσε κανείς από την κατηγορία, επειδή ο Θεός, πλάθοντας στην αρχή το σώμα και δίνοντας σ’ αυτό ψυχή, έβαλε μέσα σ’ αυτό τη γεννητική και θρεπτική δύναμη. Αυτά ακριβώς είναι εκείνα τα όποια εμποδίζουμε εμείς με τους λόγους μας, την παράχρηση και την κατάχρηση και την απόδοση στα μαθήματα σεβασμού πέρα από το πρέπον· και εσύ όμως, αν θέλεις ν’ ακούς εκείνους τους λόγους με σύνεση, θα μάθεις και θα ομολογήσεις και θα εγκαταλείψεις το γήρασμα σ’ όλα αυτά και δεν θα πεις πια σωτήριους και μυητικούς, καθαρτικούς και φωτιστικούς της ψυχής τους λόγους, έχοντας πεισθεί σ’ αυτούς τους λόγους και στους λόγους του μεγάλου Βασιλείου.
28. Αλλ’ όμως, αν αυτά που λέγεις δόθηκαν στην αρχή στην ψυχή από τον Θεό, είναι προφανώς σ’ όλους τους ανθρώπους κοινά και έμφυτα και φυσικά, μεταδιδόμενα κατά διαδοχήν από τους πρώτους πατέρες. Πώς λοιπόν δόθηκαν όμοια με εκείνα που χαρίσθηκαν κατά υπερφυσικό τρόπο από το Πνεύμα του Θεού προς μόνους τους ευσεβείς, και μάλιστα προς τους κορυφαίους και επίλεκτους των ευσεβών; «Αλλά», λέγει, «όλα έχουν την ίδια σχέση προς την ψυχή• γιατί ούτε τα πνευματικά, εφόσον δόθηκαν, υπερβαίνουν τον ανθρώπινο λογισμό». Πράγματι, αφού έλεγξες και φανέρωσες εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου, απέδειξες ότι δεν έλαβες καθόλου πείρα πνευματικού δώρου, και το χειρότερο από αυτό είναι, ότι δεν πιστεύεις ούτε σε εκείνους που ομιλούν βάσει της πείρας, και το πλέον χειρότερο είναι, ότι και αντιρρητορεύεις εναντίον αυτών, όντας ολόκληρος, όπως φαίνεται, ψυχικός. Γιατί το εκλεκτό δοχείο των πνευματικών χαρισμάτων, ο Παύλος, λέγει· «εμείς δεν ελάβαμε το πνεύμα του κόσμου, αλλά το Πνεύμα που στάλθηκε από τον Θεό, για να γνωρίσουμε εκείνα που χαρίσθηκαν από τον Θεό σε εμάς, τα οποία και μιλάμε όχι με λόγους που διδαχθήκαμε από ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγους που διδαχθήκαμε από το άγιο Πνεύμα, ερμηνεύοντας πνευματικά πράγματα σε πνευματικούς ανθρώπους· ο ψυχικός άνθρωπος δεν δέχεται τα του Πνεύματος, γιατί αυτά είναι γι’ αυτόν μωρία και δεν μπορεί να τα καταλάβει», εισχωρώντας (ο ψυχικός άνθρωπος) στα ακατανόητα με εφόδους λογισμών, και νομίζοντας ότι κάθε αλήθεια βρίσκεται και διδάσκεται με διαιρέσεις και συλλογισμούς και αναλύσεις. Τα όσα όμως χαρίσθηκαν από τον Θεό σε μας δεν τα κατανοούμε με λογισμούς, αλλά με το Πνεύμα που υπάρχει σε εμάς, «τα οποία μάτι ανθρώπου δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και σε καρδιά ανθρώπου δεν ανέβηκαν, σε μας όμως τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του· γιατί το Πνεύμα έρευνα και τα βάθη του Θεού».
29. Και θα μπορούσε να τεκμηριώσει κανείς την αλήθεια των λεγομένων και από τη δική σου, ω φιλόσοφε, αντιλογία. Γιατί συ ακούοντας, και μάλιστα ακούοντας συχνά, εκείνους που εκ πείρας ασχολούνται με τους λόγους, τα γράμματα, τις μαρτυρίες, και τα παραδείγματα, να λέγουν, ότι το φως βρίσκεται τελείως υψηλότερα όχι μόνον από την αίσθηση, αλλά και από τη διάνοια εκείνου, που συμβαίνει ο νους του -πράγμα που γίνεται κατ’ ανωτερότητα- να κυριεύεται από έκσταση και να ανεβαίνει πάνω από τον εαυτό του και να συναντά τον Θεό. Ακούοντας λοιπόν εσύ αυτούς, άλλοτε μη μπορώντας να απομακρύνεις τη διάνοια από το υλικό φως τους κατηγορείς ότι μιλούν για αισθητό φως, και άλλοτε από την έλλειψη παρεκκλίνοντας όχι προς το μέσον και αληθές, αλλά στην υπερβολή και το ψευδός, σπρώχνεις τον εαυτό σου σε άλλο γκρεμό, ισχυριζόμενος ότι εκείνοι λέγουν, ότι το φως αυτό είναι η ουσία του Θεού και ότι αυτή είναι θεωρητή. Δεν θα το πάθαινες αυτό, αν πίστευες ότι τα θεία είναι ανέφικτα στους ανθρώπινους λογισμούς και παρουσίαζες με ευλάβεια την πίστη ως μόνη δεκτική όλων αυτών και επιδίωκες με έργα την τελειότερη γνώση και οικοδομούσες επάνω στη πίστη την πείρα, το επιστέγασμα της χάριτος, την αγάπη που επιστεγάζει με την αληθινή θεωρία του Θεού· τόσο πολύ υπερβαίνουν τον ανθρώπινο λογισμό οι δωρεές του Πνεύματος και μετά τη χορηγία τους. Εσύ λοιπόν πού έφθασες σε ακριβή κατανόηση των μαθημάτων σχεδόν χωρίς διδασκαλία των πνευματικών ενεργημάτων, δεν κατανοείς ούτε και μέτρια αυτά όταν τα διδάσκεσαι· και εύλογα· γιατί ο λόγος του Κυρίου είναι αληθής και παραμένει στον αιώνα, ο οποίος αποκάλυψε στον Ιωάννη, ότι σε εκείνον που ζει θεάρεστα δίνεται ψήφος λευκή, την οποία δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει, παρά μόνον εκείνος που την έλαβε· πως όμως μπορεί και εκείνος, το διδαχθήκαμε από τον Παύλο.
Το πρωτότυπο κείμενο
25. Ἅ μέν οὖν ἐφεξῆς μετά ταῦτα λέγει, ὡς αὐτόθεν ἔχοντα τόν τοῦ ψεύδους ἔλεγχον, παρεῖναί μοι δοκῶ. Ψεύδεσθαι δ᾿ ὥσπερ οὐκ ἀποχρῶν εἶναι κρίνας ἑαυτῷ, ἀλλά καί καταψεύδεσθαι τῶν ἄλλων περί πλείστου ποιούμενος, εἰς τό συκοφαντεῖν αὖθις καθῆκεν ἑαυτόν, κἀμοῦ λέγοντος τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ τά μέν εἶναι φυσικά, κοινῇ πᾶσι δεδομένα πρό νόμου καί ἐν νόμῳ καί μετά νόμον, τά δ᾿ ὑπερφυᾶ καί πνευματικά καί διαφερόντως ἀπόρρητα, καί ὑπερτιθέντος ταῦτα ἐκείνων καί τούς κατηξιωμένους τῆς σοφίας τοῦ Πνεύματος πάσης ἑλληνικῆς συμμορίας, ἕν δέ τῶν φυσικῶς δεδομένων ὑπό Θεοῦ τήν φιλοσοφίαν καί ἀνθρωπίνης διανοίας εὑρήματα τά μαθήματα, αὐτός ὡς ἀπ᾿ ἐμοῦ φησιν ἐκ Θεοῦ δεδόσθαι, ἐκεῖνα μόνα προσῆκεν οἴεσθαι, ὅσων ἀνθρώπινος οὐκ ἐξικνεῖται λογισμός, τῶν δ᾿ ἄλλων οὐδέν τῆς τοιαύτης ἀξιοῦν τιμῆς. Ἐμοί δέ οὐδέτερον τούτων εἴρηται ἐκεῖ. Οἶδα γάρ ὅτι πολλῶν καί τῶν φύσει γινομένων ἀνθρώπινος οὐκ ἐξικνεῖται λογισμός, τιμῆς δέ ἀξιῶ ἕκαστον τῆς προσηκούσης˙ τάς μέν πνευματικάς χάριτας ὡς ὑπερφυεῖς καί μόνοις ἀμέσως διά τοῦ Πνεύματος τοῖς κατ᾿ ἀρετήν διαφέρουσι προσγινομένας, τά δέ φυσικά μακρῷ μέν φάσκων τῶν πνευματικῶν χαρίτων ἀποδεῖν, κοινῇ δέ πᾶσι πρός Θεοῦ δεδόσθαι διά τῆς φύσεως.
26. Τῇ δή συκοφαντίᾳ ταύτῃ τόν λόγον ἐρείσας ἐκεῖνος θρύπτεται καί διαχεῖται καί κατεπαίρεται τῶν μή λεγόντων πνευματικόν Θεοῦ δῶρον τήν Ἑλλήνων σοφίαν καί πολλάς προβάλλεται ρήσεις Βασιλείου τοῦ θείου ὡς ἐκ Θεοῦ πάσης τέχνης χαρισθείσης ἀνθρώποις, ὅπερ οὐδείς ὁ ἀντιλέγων ἐστίν. Εἶτα διά πολλῶν εἰς τήν οἰκείαν ἐξέβη δόξαν καί κατασκευάσας συνεπέρανε καί ἀπεφήνατο ταύτην λέγων˙ «καί αἱ ἀρχαί τῶν μαθημάτων καί ἡ προφητεία καί ἡτισοῦν ἀποκάλυψις τοιαῦτά ἐστιν, οἷα, μή δοθέντα μέν, ὑπερβαίνειν ἀνθρώπινον λογισμόν, δοθέντων δέ, ἐξικνεῖσθαι αὐτῶν τήν ψυχήν». Ὥστε ἤ οὐδέν, ἤ πάνθ᾿ ὁμοίως δῶρά ἐστι Θεοῦ καί δεόσδοτα. Οὐκοῦν εἴποι τις ἄν πρός αὐτόν˙ καί σύ, ὁ τῆς ἑλληνικῆς χάριτος διαφερόντως, διά τῶν μαθημάτων καταξιῶσαι σαὐτόν οἰόμενος, τῷ τήν ὑπερβολήν τῶν ἀποκαλύψεων ἔχοντι ὁμοίως κεχαριτωμένος ὑπάρχεις ὑπό Θεοῦ, καί οἱ τά μαθήματα τήν ἀρχήν εὑρόντες Αἰγύπτιοι τοῖς προφήταις καί ἀποστόλοις εἰσίν ὁμότιμοι; Πῶς γάρ οὐχ ὁμότιμοι οἱ τῶν ὁμοίως δεδομένων καί ὁμοίως γινωσκομένων δώρων ἐν μεθέξει γενόμενοι;
27. «Ἀλλ᾿ ὁ Θεός», φησίν, «ἐμπέπληκεν ἄρτι δημιουργήσας τήν ψυχήν τῶν κοινῶν ἐννοιῶν καί τῶν ὁριστικῶν καί διαιρετικῶν καί συλλογιστικῶν δυνάμεων ἐξ ὧν συνέστηκε τά μαθήματα˙ οὐκοῦν δῶρα Θεοῦ τά μαθήματα». Τί δ᾿ ἄρα τοῦτο δικαίωμα τοῖς παραχρωμένοις ἤ καταχρωμένοις καί τοῖς τό εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀτελές τελειοῦσιν ἐκ μαθημάτων; Οὐδέ γάρ τούς πόρνους καί ἀκρατεῖς αἰτίας ἐξέλοιτ᾿ ἄν τις ὅτι τήν ἀρχήν ὁ Θεός τό σῶμα πλάσας τε καί ψυχώσας τήν γεννητικήν καί θρεπτικήν ἐνεποίησε τούτῳ δύναμιν. Ταῦτα δέ ἐστιν ἅ κωλύομεν διά τῶν λόγων ἡμεῖς, τήν παράχρησιν καί τήν κατάχρησιν καί τό παρά τό προσῆκον παρεχόμενον τοῖς μαθήμασι σέβας˙ καί σύ γε τοῦτο, εἰ συνετῶς ἀκούειν ἐκείνων ἐθέλεις, εἴσῃ τε καί ὁμολογήσεις καί τό καταγηρᾶν ἐν τοῖς τοιούτοις ἀφήσεις καί σωτηρίους καί τελεστηρίους καθαρτικούς τε καί φωτιστικούς ψυχῆς τούς λόγους οὐκέτ᾿ ἐρεῖς, τούτοις τε τοῖς λόγοις καί τοῖς τοῦ μεγάλου Βασιλείου πεισθείς.
28. Οὐ μήν ἀλλ᾿ εἰ τήν ἀρχήν ταῦθ᾿ ἅ λέγεις ἐδόθη τῇ ψυχῇ πρός Θεοῦ, κοινά πᾶσιν ἀνθρώποις καί ἔμφυτα καί φυσικά δήπου, κατά διαδοχήν ἀπό τῶν πρώτων πατέρων διαδιδόμενα. Πῶς οὖν τοῖς ὑπέρ φύσιν πρός τούς εὐσεβεῖς μόνους καί τῶν εὐσεβῶν τούς ἄκρους καί ἀπολέκτους ἐν Πνεύματι Θεοῦ χαρισθεῖσιν ὁμοίως ἐδόθησαν; «Ἀλλά τόν αὐτόν», φησίν, «ἔχει λόγον πρός τήν ψυχήν ἅπαντα δοθέντα γάρ οὐδέ τά πνευματικά τόν ἀνθρώπινον ὑπερβαίνει λογισμόν». Ὄντως δῆλος ἐγένου πνευματικοῦ δώρου πεῖραν εἰληφώς οὐδαμῶς, σύ σαυτόν ἀπελέγξας καί φανεράν ποιησάμενος, ὅ δέ καί τούτου χεῖρον ὅτι μηδέ τοῖς διά πείρας εἰρηκόσι πιστεύεις, ὅ δ᾿ αὖθις χείριστον ὅτι καί ἀντιρρητορεύεις αὐτοῖς, φυχικός ὅλος, ὡς ἔοικεν, ὤν. Τό γάρ ἐκλεκτόν δοχεῖον τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, ὁ Παῦλος, «ἡμεῖς», φησίν, «οὐ τό Πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό Πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τά ἐκ τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν, ἅ καί λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν διδακτοῖς Πνεύματος ἁγίου, πνευματικοῖς πνευματικά συγκρίνοντες˙ ψυχικός δέ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι καί οὐ δύναται γνῶναι», λογισμῶν ἐφόδοις τοῖς ἀκαταλήπτοις ἐμβατεύων, διαιρέσεσί τε καί συλλογισμοῖς καί ἀναλύσεσι πᾶσαν ἀλήθειαν εὑρίσκεσθαί τε καί διδάσκεσθαι οἰόμενος. Τά γοῦν ὑπό τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν, οὐ διά λογισμῶν, ἀλλά διά τοῦ ἐν ἡμῖν αὐτοῦ γινώσκομεν Πνεύματος, «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη˙ ἡμῖν δέ ἀπεκάλυψεν ὁ Θεός διά τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ˙ τό γάρ Πνεῦμα ἐρευνᾶ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ».
29. Τεκμηριώσαιτο δ᾿ ἄν τις τήν ἀλήθειαν τῶν λεγομένων καί ἀπό τῆς σῆς ἀντιλογίας, ὦ φιλόσοφε. Σύ γάρ ἀκούων, καί συχνῶς ἀκούων, τῶν μετιόντων ἐκ πείρας ἐν λόγοις, ἐν γράμμασιν, ἐν μαρτυρίαις, ἐν ὑποδείγμασι περί φωτός οὐκ αἰσθήσεως οὐκ αἰσθήσεως μόνον, ἀλλά καί διανοίας ὑψηλοτέρου παντάπασιν, οὗ τυγχάνει νοῦς καί ὅ γίνεται κρειττόνως ἐκστάς καί ὑπεραναβάς ἑαυτόν καί Θεῷ συγγενόμενος, σύ τούτων ἀκούων, νῦν μέν, ἐπαναστῆσαι τήν διάνοιαν τοῦ προσύλου φωτός οὐ δυνάμενος, ὡς περί αἰσθητοῦ λεγόντων φωτός κατηγορεῖς, νῦν δ᾿ ἐκ τῆς ἐλλείψεως, οὐκ εἰς τό μέσον καί ἀληθές ἀλλ᾿ εἰς ὑπερβολήν καί ψεῦδος ἐκκλίνων, καθ᾿ ἑτέρου βάλλεις σεαυτόν κρημνοῦ, τήν τοῦ Θεοῦ οὐσίαν τοῦτ᾿ εἶναι καί θεωρητήν ε ἶναι λέγειν ἐκείνους ἰσχυριζόμενος˙ οὐκ ἄν τοῦτο παθών, εἰ λογισμοῖς ἀνθρωπίνοις ἀνέφικτα τά θεῖα ἐδόξαζες καί πίστιν μετ᾿ εὐλαβείας προσῆγες ὡς μόνην δεκτικήν τῶν τοιούτων καί δι᾿ ἔργων τήν τελεωτέραν ἐζήτεις εἴδησιν καί τῇ πίστει τήν πεῖραν ἐπῳκοδόμεις, τόν τῆς χάριτος ὄροφον, τήν ἐν ἀληθεῖ θεωρίᾳ Θεοῦ ἀγάπην ἐπιστεγάζουσαν˙ οὕτως ἀνθρώπινον ὑπερβαίνει λογισμόν καί μετά τό δεδόσθαι τό ἀνθρώπινον ὑπερβαίνει λογισμόν καί μετά τό δεδόσθαι τά τοῦ Πνεύματος δόματα. Ὁ γοῦν ἐν ἀκριβεῖ καταλήψει τῶν μαθημάτων γεγονώς, μικροῦ καί ἀδιδάκτως, ὡς αὐτός ἄν εἴποις, τῶν πνευματικῶν ἐνεργημάτων, οὐδέ μετρίως γοῦν ἐπαΐοις καί διδασκόμενος˙ εἰκότως˙ ὁ γάρ λόγος Κυρίου ἀληθής, διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος, ὅς τῷ Ἰωάννῃ ἀπεκάλυψεν ὅτι τῷ θεαρέστως ζῶντι δίδοται ψῆφος λευκή, ἥν οὐδείς δύναται γῶναι, εἰ μή ὁ λαβών˙ ὅπως δέ κἀκεῖνος δύναται, παρά τοῦ Παύλους ἐδεδάχθημεν.
26. Τῇ δή συκοφαντίᾳ ταύτῃ τόν λόγον ἐρείσας ἐκεῖνος θρύπτεται καί διαχεῖται καί κατεπαίρεται τῶν μή λεγόντων πνευματικόν Θεοῦ δῶρον τήν Ἑλλήνων σοφίαν καί πολλάς προβάλλεται ρήσεις Βασιλείου τοῦ θείου ὡς ἐκ Θεοῦ πάσης τέχνης χαρισθείσης ἀνθρώποις, ὅπερ οὐδείς ὁ ἀντιλέγων ἐστίν. Εἶτα διά πολλῶν εἰς τήν οἰκείαν ἐξέβη δόξαν καί κατασκευάσας συνεπέρανε καί ἀπεφήνατο ταύτην λέγων˙ «καί αἱ ἀρχαί τῶν μαθημάτων καί ἡ προφητεία καί ἡτισοῦν ἀποκάλυψις τοιαῦτά ἐστιν, οἷα, μή δοθέντα μέν, ὑπερβαίνειν ἀνθρώπινον λογισμόν, δοθέντων δέ, ἐξικνεῖσθαι αὐτῶν τήν ψυχήν». Ὥστε ἤ οὐδέν, ἤ πάνθ᾿ ὁμοίως δῶρά ἐστι Θεοῦ καί δεόσδοτα. Οὐκοῦν εἴποι τις ἄν πρός αὐτόν˙ καί σύ, ὁ τῆς ἑλληνικῆς χάριτος διαφερόντως, διά τῶν μαθημάτων καταξιῶσαι σαὐτόν οἰόμενος, τῷ τήν ὑπερβολήν τῶν ἀποκαλύψεων ἔχοντι ὁμοίως κεχαριτωμένος ὑπάρχεις ὑπό Θεοῦ, καί οἱ τά μαθήματα τήν ἀρχήν εὑρόντες Αἰγύπτιοι τοῖς προφήταις καί ἀποστόλοις εἰσίν ὁμότιμοι; Πῶς γάρ οὐχ ὁμότιμοι οἱ τῶν ὁμοίως δεδομένων καί ὁμοίως γινωσκομένων δώρων ἐν μεθέξει γενόμενοι;
27. «Ἀλλ᾿ ὁ Θεός», φησίν, «ἐμπέπληκεν ἄρτι δημιουργήσας τήν ψυχήν τῶν κοινῶν ἐννοιῶν καί τῶν ὁριστικῶν καί διαιρετικῶν καί συλλογιστικῶν δυνάμεων ἐξ ὧν συνέστηκε τά μαθήματα˙ οὐκοῦν δῶρα Θεοῦ τά μαθήματα». Τί δ᾿ ἄρα τοῦτο δικαίωμα τοῖς παραχρωμένοις ἤ καταχρωμένοις καί τοῖς τό εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀτελές τελειοῦσιν ἐκ μαθημάτων; Οὐδέ γάρ τούς πόρνους καί ἀκρατεῖς αἰτίας ἐξέλοιτ᾿ ἄν τις ὅτι τήν ἀρχήν ὁ Θεός τό σῶμα πλάσας τε καί ψυχώσας τήν γεννητικήν καί θρεπτικήν ἐνεποίησε τούτῳ δύναμιν. Ταῦτα δέ ἐστιν ἅ κωλύομεν διά τῶν λόγων ἡμεῖς, τήν παράχρησιν καί τήν κατάχρησιν καί τό παρά τό προσῆκον παρεχόμενον τοῖς μαθήμασι σέβας˙ καί σύ γε τοῦτο, εἰ συνετῶς ἀκούειν ἐκείνων ἐθέλεις, εἴσῃ τε καί ὁμολογήσεις καί τό καταγηρᾶν ἐν τοῖς τοιούτοις ἀφήσεις καί σωτηρίους καί τελεστηρίους καθαρτικούς τε καί φωτιστικούς ψυχῆς τούς λόγους οὐκέτ᾿ ἐρεῖς, τούτοις τε τοῖς λόγοις καί τοῖς τοῦ μεγάλου Βασιλείου πεισθείς.
28. Οὐ μήν ἀλλ᾿ εἰ τήν ἀρχήν ταῦθ᾿ ἅ λέγεις ἐδόθη τῇ ψυχῇ πρός Θεοῦ, κοινά πᾶσιν ἀνθρώποις καί ἔμφυτα καί φυσικά δήπου, κατά διαδοχήν ἀπό τῶν πρώτων πατέρων διαδιδόμενα. Πῶς οὖν τοῖς ὑπέρ φύσιν πρός τούς εὐσεβεῖς μόνους καί τῶν εὐσεβῶν τούς ἄκρους καί ἀπολέκτους ἐν Πνεύματι Θεοῦ χαρισθεῖσιν ὁμοίως ἐδόθησαν; «Ἀλλά τόν αὐτόν», φησίν, «ἔχει λόγον πρός τήν ψυχήν ἅπαντα δοθέντα γάρ οὐδέ τά πνευματικά τόν ἀνθρώπινον ὑπερβαίνει λογισμόν». Ὄντως δῆλος ἐγένου πνευματικοῦ δώρου πεῖραν εἰληφώς οὐδαμῶς, σύ σαυτόν ἀπελέγξας καί φανεράν ποιησάμενος, ὅ δέ καί τούτου χεῖρον ὅτι μηδέ τοῖς διά πείρας εἰρηκόσι πιστεύεις, ὅ δ᾿ αὖθις χείριστον ὅτι καί ἀντιρρητορεύεις αὐτοῖς, φυχικός ὅλος, ὡς ἔοικεν, ὤν. Τό γάρ ἐκλεκτόν δοχεῖον τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, ὁ Παῦλος, «ἡμεῖς», φησίν, «οὐ τό Πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό Πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τά ἐκ τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν, ἅ καί λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν διδακτοῖς Πνεύματος ἁγίου, πνευματικοῖς πνευματικά συγκρίνοντες˙ ψυχικός δέ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι καί οὐ δύναται γνῶναι», λογισμῶν ἐφόδοις τοῖς ἀκαταλήπτοις ἐμβατεύων, διαιρέσεσί τε καί συλλογισμοῖς καί ἀναλύσεσι πᾶσαν ἀλήθειαν εὑρίσκεσθαί τε καί διδάσκεσθαι οἰόμενος. Τά γοῦν ὑπό τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν, οὐ διά λογισμῶν, ἀλλά διά τοῦ ἐν ἡμῖν αὐτοῦ γινώσκομεν Πνεύματος, «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη˙ ἡμῖν δέ ἀπεκάλυψεν ὁ Θεός διά τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ˙ τό γάρ Πνεῦμα ἐρευνᾶ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ».
29. Τεκμηριώσαιτο δ᾿ ἄν τις τήν ἀλήθειαν τῶν λεγομένων καί ἀπό τῆς σῆς ἀντιλογίας, ὦ φιλόσοφε. Σύ γάρ ἀκούων, καί συχνῶς ἀκούων, τῶν μετιόντων ἐκ πείρας ἐν λόγοις, ἐν γράμμασιν, ἐν μαρτυρίαις, ἐν ὑποδείγμασι περί φωτός οὐκ αἰσθήσεως οὐκ αἰσθήσεως μόνον, ἀλλά καί διανοίας ὑψηλοτέρου παντάπασιν, οὗ τυγχάνει νοῦς καί ὅ γίνεται κρειττόνως ἐκστάς καί ὑπεραναβάς ἑαυτόν καί Θεῷ συγγενόμενος, σύ τούτων ἀκούων, νῦν μέν, ἐπαναστῆσαι τήν διάνοιαν τοῦ προσύλου φωτός οὐ δυνάμενος, ὡς περί αἰσθητοῦ λεγόντων φωτός κατηγορεῖς, νῦν δ᾿ ἐκ τῆς ἐλλείψεως, οὐκ εἰς τό μέσον καί ἀληθές ἀλλ᾿ εἰς ὑπερβολήν καί ψεῦδος ἐκκλίνων, καθ᾿ ἑτέρου βάλλεις σεαυτόν κρημνοῦ, τήν τοῦ Θεοῦ οὐσίαν τοῦτ᾿ εἶναι καί θεωρητήν ε ἶναι λέγειν ἐκείνους ἰσχυριζόμενος˙ οὐκ ἄν τοῦτο παθών, εἰ λογισμοῖς ἀνθρωπίνοις ἀνέφικτα τά θεῖα ἐδόξαζες καί πίστιν μετ᾿ εὐλαβείας προσῆγες ὡς μόνην δεκτικήν τῶν τοιούτων καί δι᾿ ἔργων τήν τελεωτέραν ἐζήτεις εἴδησιν καί τῇ πίστει τήν πεῖραν ἐπῳκοδόμεις, τόν τῆς χάριτος ὄροφον, τήν ἐν ἀληθεῖ θεωρίᾳ Θεοῦ ἀγάπην ἐπιστεγάζουσαν˙ οὕτως ἀνθρώπινον ὑπερβαίνει λογισμόν καί μετά τό δεδόσθαι τό ἀνθρώπινον ὑπερβαίνει λογισμόν καί μετά τό δεδόσθαι τά τοῦ Πνεύματος δόματα. Ὁ γοῦν ἐν ἀκριβεῖ καταλήψει τῶν μαθημάτων γεγονώς, μικροῦ καί ἀδιδάκτως, ὡς αὐτός ἄν εἴποις, τῶν πνευματικῶν ἐνεργημάτων, οὐδέ μετρίως γοῦν ἐπαΐοις καί διδασκόμενος˙ εἰκότως˙ ὁ γάρ λόγος Κυρίου ἀληθής, διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος, ὅς τῷ Ἰωάννῃ ἀπεκάλυψεν ὅτι τῷ θεαρέστως ζῶντι δίδοται ψῆφος λευκή, ἥν οὐδείς δύναται γῶναι, εἰ μή ὁ λαβών˙ ὅπως δέ κἀκεῖνος δύναται, παρά τοῦ Παύλους ἐδεδάχθημεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου