Τρίτη 21 Μαΐου 2024

Ο καρδινάλιος Fernandez καταργεί το υπερφυσικό. Οι Μαριανές εμφανίσεις πρέπει να ακυρωθούν.

 από τον πατέρα Joachim Heimerl

 

π. Ιωακείμ Χάιμερλ

Το «Dicastery for the Doctrine of the Faith» δημοσίευσε ένα νέο έγγραφο λίγο πριν την Πεντηκοστή. Είναι η τρίτη στη θητεία του αμφιλεγόμενου Καρδινάλιου Νομάρχη Φερνάντες και είναι πιθανό να προκαλέσει τόση αναστάτωση μεταξύ των Καθολικών σε όλο τον κόσμο όπως και οι δύο προηγούμενες. – Επιτρέψτε μου να το πω αμέσως: σταδιακά θα ήταν καιρός να μετονομαστεί το δικαστήριο: «Δικαστήριο λόγω έλλειψης πίστης», θα εξακολουθούσε να είναι το πιο ακίνδυνο όνομα.

Ας πάμε όμως με τη σειρά: το νέο έγγραφο δεν φαίνεται πολύ συναρπαστικό: « Κανονισμοί για τη διαδικασία αξιολόγησης ύποπτων υπερφυσικών φαινομένων ».

Ωστόσο, αυτό που κρύβεται πίσω από αυτόν τον δυσκίνητο τίτλο είναι τοξικό: με απλά λόγια, πρόκειται για εμφανίσεις των Μαριανών και για το πώς είναι δυνατόν να εξουδετερωθούν ή να διαγραφούν.

Αυτό δεν είναι χωρίς εκρηκτικότητα, γιατί αμέτρητοι Καθολικοί εμπνέονται σημαντικά από τέτοια φαινόμενα στη θρησκευτική τους ζωή. Το νέο έγγραφο - και κυρίως η εφαρμογή του - είναι επομένως απίθανο να συναντήσει ευρεία συναίνεση μεταξύ των πιστών. Και ακόμη λιγότερο όταν κοιτάς τις δηλώσεις πίσω από αυτό.

Η διαδικασία είναι πάντα η ίδια: ο καρδινάλιος Fernandez δίνει μια εμφάνιση πιστότητας στην πίστη για να υπονομεύσει την πίστη. Αυτό μπορεί να παρατηρηθεί στο αιρετικό έγγραφο ευλογίας «Fiducia supplicans» καθώς και, κάπως πιο διακριτικά, στο «Dignitas Infinita», που ασχολήθηκε με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Τώρα είναι η σειρά των Μαριανών εμφανίσεων και ο Φερνάντες υπογραμμίζει ότι είναι πάντα «ιδιωτικές αποκαλύψεις» που δεν αποτελούν μέρος της κατάθεσης της πίστης. Αυτό είναι σωστό, και δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.

Μάλλον, είναι κάτι που δεν λέγεται καν: είναι το γεγονός ότι τέτοια φαινόμενα απλώς συμβαίνουν και, κυρίως, το γεγονός ότι είναι πολύ ανησυχητικά. Δεν έχει σημασία αν είναι ιστορικά φαινόμενα που αναγνωρίζονται από την Εκκλησία, όπως στη Λούρδη (1858) και στη Φατίμα (1917), ή επίκαιρα, όπως στο Μετζουγκόριε (από το 1981).

Ποιον όμως ακριβώς ενοχλούν αυτά τα φαινόμενα;

Ασφαλώς όχι στα εκατομμύρια και τα εκατομμύρια των προσκυνητών που βιώνουν χάρη, μεταστροφή και θεραπεία μέσω αυτών. Ενοχλούν όμως όλους εκείνους που δεν πιστεύουν πλέον στον Θεό και κυρίως αυτούς που κατέχουν υψηλά και ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα, δηλαδή: τον Φερνάντεθ και τους συνεργάτες του.

Όσοι θέλουν να χτίσουν μια τεχνητή «συνοδική» Εκκλησία, και να παραποιήσουν την πίστη σύμφωνα με τις δικές τους ιδέες, δεν βλέπουν καμία χρησιμότητα στις Μαριανές οπτασίες. Άλλωστε, δείχνουν σαν θαυμαστό σημείο τον Θεό ως Κύριο της Εκκλησίας. και μας θυμίζουν ότι είμαστε αφοσιωμένοι μόνο σε ΑΥΤΟΝ και στην τελική ΤΟΥ αποκάλυψη.
– Αλλά αυτό είναι συχνά το αντίθετο από αυτό που διδάσκει ο Καρδινάλιος Fernandez για λογαριασμό του Πάπα.

Για να μήν μακρηγορώ: Οι Μαριανές οπτασίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την προπαγάνδα των συνοδικών «μεταρρυθμιστών της Εκκλησίας» και ως εκ τούτου θα πρέπει να σχετικοποιηθούν.

Για το λόγο αυτό, οι νέοι «κανόνες» θα πιστοποιούν, στην καλύτερη περίπτωση, στο μέλλον το αβλαβές τέτοιων φαινομένων, αλλά όχι πια -όπως παλιά- τον υπερφυσικό τους χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει: η Εκκλησία το πολύ νά βάζει ερωτηματικό σε καθετί υπερφυσικό και βασικά αφήνει τα πράγματα ως έχουν.

Φυσικά, αυτή η ρύθμιση επηρεάζει έμμεσα και ήδη αναγνωρισμένα φαινόμενα, γιατί το σήμα από τις «νόρμες» είναι ξεκάθαρο: δεν υπάρχουν αξιόπιστες δηλώσεις για το υπερφυσικό. [ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΞΙΟΠΙΣΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΞΩΓΗΙΝΟΥΣ]

Αυτό το όραμα είναι σκανδαλώδες και είναι επίσης αιρετικό γιατί έμμεσα αρνείται τον ίδιο τον Θεό ή τουλάχιστον τη δύναμή του να επέμβει στην παρουσία μας.

Υπό αυτή την έννοια, το νέο έγγραφο υπερβαίνει κατά πολύ τις Μαριανές εμφανίσεις. Ρίχνει σημαντικό φως στην τρέχουσα ανισορροπία στην Εκκλησία, στην οποία η υπερφυσική πίστη δεν παίζει πλέον κανένα ρόλο.

Τα έγγραφα «Fiducia supplicans» και «Dignitas Infinita» τό  έχουν ήδη αποδείξει αυτό. Και η «Παγκόσμια Σύνοδος» δεν χρησιμεύει για να υπερασπιστεί ή να εμβαθύνει την κατάθεση της πίστης, αλλά μάλλον να την προσαρμόσει στο πνεύμα των καιρών.

Για να λειτουργήσει αυτό, καταφεύγουμε σε ένα τέχνασμα που στη συνοδική γλώσσα αποκαλείται συνήθως: «Συνομιλία εν Αγίω Πνεύματος»: περιλαμβάνει την ακρόαση του «Αγίου Πνεύματος» και αυτό που - πιθανώς - λέει στη «Νέα» Εκκλησία.

Δεν είναι φανταστικό; Διότι ακόμη κι αν πράγματι μιλούσε το Άγιο Πνεύμα στη Σύνοδο, θα ήταν ένα από εκείνα τα «υπερφυσικά φαινόμενα» που αρνούνται οι νέες «νόρμες».

Και το αποτέλεσμα θα ήταν κάτι που σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας δεν υπάρχει, δηλαδή μια νέα αποκάλυψη του Θεού που δεν ανταποκρίνεται πλέον στην προηγούμενη.

Επιτρέψτε μου λοιπόν να το πω όπως είναι: τα υποτιθέμενα «υπερφυσικά φαινόμενα» γίνονται πλέον αποδεκτά μόνο εάν ταιριάζουν με την πολιτικά καταστροφική ατζέντα του Πάπα για την Εκκλησία. Όλα τα άλλα –και αυτό περιλαμβάνει και τις εμφανίσεις της Υπεραγίας Θεοτόκου– θα θεωρούνται στο μέλλον στην καλύτερη περίπτωση «αβλαβή» και επομένως άνευ νοήματος.

Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα: ακόμα κι αν οι οπτασίες είναι «ιδιωτικές αποκαλύψεις», ο Θεός ήταν πάντα πρόθυμος να μιλήσει και να καθοδηγήσει τον λαό του, γιατί μόνο ο Θεός είναι ο κυρίαρχος Κύριος της Εκκλησίας και όχι ο Φραγκίσκος ή ακόμη και ο Φερνάντεθ.

Οι νέοι «κανόνες» δεν μπορούν να το αποτρέψουν, γι' αυτό μπορεί σύντομα να τους ξεπεράσει ο Παράδεισος. Ο ίδιος ο Θεός ή η Υπεραγία Θεοτόκος δεν χρειάζονται ένα πράγμα: την αναγνώριση του Πάπα ή του νομάρχη της πίστης του.

Το πιο διάσημο παράδειγμα αντιπροσωπεύεται από το θαύμα του ήλιου στη Φατίμα, που συνέβη στις 13 Οκτωβρίου 1917 παρουσία εκατό χιλιάδων ανθρώπων: αυτό το θαύμα ήταν τόσο συντριπτικό και τόσο προφανώς υπερφυσικό που η αναγνώριση των εμφανίσεων από την Εκκλησία παρέμεινε μεταγενέστερη τυπικότητα.

Ακόμα και σήμερα μπορούμε να είμαστε σίγουροι: η Παναγία, που συνέτριψε την απιστία των Πορτογάλων κομμουνιστών, θα καταστρέψει επίσης τη νέα απιστία στην Εκκλησία. Ο Francesco και ο Fernandez θα μπορούσαν να το ζήσουν αυτό όσο ήταν ακόμη στην εξουσία. – Άλλωστε: δέκα μυστικά για το εγγύς μέλλον ανακοινώθηκαν στο Medjugorje, τα οποία πρέπει να αποκαλυφθούν στον κόσμο τρεις μέρες πριν συμβούν.

Και επίσης στο Garabandal (1961-65), η Υπεραγία Θεοτόκος προέβλεψε κάποτε μια προειδοποίηση, μετά ένα θαύμα και τελικά μια κρίση.

Μεταξύ άλλων, εικάζεται ότι όλα αυτά έγιναν μετά από ένα γεγονός άγνωστο στην εκκλησιαστική γλώσσα της εποχής, δηλαδή μετά από μια σημαντική «σύνοδο»!

Επομένως, η διάρκεια ζωής των νέων «κανόνων» θα μπορούσε να είναι πολύ μικρή. αυτή της άπιστης «Συνοδικής Εκκλησίας» και της «Παγκόσμιας Συνόδου» επίσης. - Θα δούμε!

 https://www-unavox-it.translate.goog/ArtDiversi/DIV5867_Padre_Heimerl_Cardinale_Fernandez_abolisce_il_soprannaturale.html?_x_tr_sl=it&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp&_x_tr_sch=http

ΤΟ ΑΠΙΣΤΟ ΥΛΙΣΤΙΚΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. ΠΕΡΙΕΡΓΟ;

Γιώργος Ρωμανός: Μάχη στο Χάρκοβο: Ο θάνατος σου, η ζωή μου

Ο π. Γ. Μεταλληνός για τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά - Β´ Νηστειών (1987)

Απομαγνητοφώνηση της εκπομπής: Σήμερα είναι Κυριακή

Ο π. Γ. Μεταλληνός για τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά - Β´ Νηστειών (1987) (youtube.com)



Δεύτερη Κυριακή των Νηστειών σήμερα και η Εκκλησία την έχει αφιερωμένη στη μνήμη ενός από τους πολύ μεγάλους άνδρες της παραδόσεως μας, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Μια πρόγευση της θεολογίας του πήραμε την περασμένη Κυριακή, κυρίως όταν διαβάζαμε το Συνοδικό της Εκκλησίας μας, ή έστω μια περίληψη του Συνοδικού που διαβάζεται σήμερα….και θάθελα πάτερ Γεώργιε, και σήμερα, να ξεκινήσουμε και να συνεχίσουμε μάλλον εκείνη τη συζήτηση. Μάλιστα, αν μου επιτρέπεται, επειδή είχαμε θίξει την περασμένη Κυριακή, και δεν προλάβαμε να το ολοκληρώσουμε, αυτά τα κεφάλαια του Συνοδικού, που δεν είναι θετικά ως προς τους ανθρώπους, ως προς τους Αγίους, αιωνία η μνήμη κάποιων Αγίων, αλλά είναι αρνητικά ως προς τους αιρετικούς, τους αναθεματισμούς εννοώ, τα αναθέματα που ακούγονται στο Συνοδικό. Να κάνουμε μια συζήτηση, τι ακριβώς είναι αυτό το ανάθεμα, που κυρίως αναφέρεται στους αντιπάλους του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ή γενικά στους αιρετικούς της Εκκλησίας.

π. Γ.: Ναι, πραγματικά είναι κείμενα, που καταλήγοντας σ’ αυτό το φοβερό πράγματι ανάθεμα, σκανδαλίζουν πολλούς, και είναι γεγονός ότι σκανδαλίζουν και άλλα κείμενα, που διαβάζονται στη Μεγάλη Εβδομάδα. Αναφερόμενα στους Εβραίους, τους σταυρωτές του Χριστού, και λοιπά, και βρίσκονται πολλοί, που από πολλά χρόνια έχουν αρχίσει μια κίνηση να αφαιρεθούν αυτά τα κείμενα. (πάντως έχουν αφαιρεθεί, λέει ο Μαυρόπουλος). Στην πράξη, όχι όμως εκκλησιαστικά. (Δυστυχώς την περασμένη Κυριακή δεν ακούστηκε ανάθεμα πλέον στις εκκλησίες, ιδίως των μεγάλων αστικών κέντρων, οι ιερείς δεν διαβάζουν κομμάτια από το Συνοδικό που αναφέρουν το ανάθεμα). Άλλοι ιερείς, οι οποίοι έχουν την πρόνοια να αναφέρονται και στο ίδιο το Τριώδιο, όχι μόνο στις συντμήσεις, που δίδονται του Συνοδικού, θα βλέπατε ότι αναφέρονται και στο ανάθεμα. Γιατί όμως; Χρειάζεται μια εκκλησιολογική τοποθέτηση του ανθρώπου, για να κατανοήσει σωστά ορισμένα πράγματα. Και θα το πω γενικότερα κ. Μαυρόπουλε, το δράμα όλων μας, και των κληρικών και λαϊκών, είναι ότι προσπαθούμε να κατανοήσουμε τη ζωή της Εκκλησίας, όχι από μέσα, αλλά απ’ έξω. Ενώ το Ρωμαίικο, ο λαός μας, το γένος μας, το ελληνικό γένος, και γενικά το ορθόδοξο γένος ζει την ζωή της Εκκλησίας μετέχοντας σ’ αυτήν. Αυτός γνωρίζει την Εκκλησία ως σώμα Χριστού, όταν μετέχει στη ζωή της Εκκλησίας. Έτσι λοιπόν και το ανάθεμα. Είπαμε και προχθές νομίζω, ότι ο κανόνας του πατριάρχου Μεθοδίου, που αναφέρεται στους αντιπάλους του, δεν θριαμβολογεί, διότι συνετρίβησαν οι αντίπαλοι του, αλλά κλαίει και θρηνεί, διότι ορισμένα μέλη της Εκκλησίας μένουν σε ένα τρόπο ζωής που δεν οδηγεί στην θέωση. Και θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την δεδομένη πραγματικότητα, ότι η πίστη της Εκκλησία, αυτό που είπαμε, είναι τρόπος ζωής, και όχι ιδεολογία. Από αυτό τον τρόπο βγαίνει το δόγμα. Το δόγμα είναι βιωμένη πραγματικότητα, προηγείται η βίωση, και έπεται η διατύπωση, η έκφραση της πίστεως με όρους, λογικά δηλαδή κείμενα, τα οποία προσπαθούν να δώσουν τα όρια αυτής της πίστεως που οδηγεί στη θέωση.

Λοιπόν, για να καταλάβουμε τα αναθέματα, πρέπει να ξεκινήσουμε, από το τι είναι ο αιρετικός. Θα πω ένα παράδειγμα, επιτρέψτε μου. Εάν σήμερα κάποιος μεγάλος φαρμακοποιός έχει εργοστάσιο. Και διαπιστώνεται σε μια στιγμή ότι κατασκευάζει φάρμακα, τα οποία αντί να θεραπεύουν, οδηγούν στο θάνατο. Τι πρέπει να κάμει η πολιτεία; Πρέπει να κατασχέσει τα φάρμακα, να τα καταστρέψει, και να κλείσει αυτό το εργοστάσιο που οδηγεί στο θάνατο. Παραγωγή δηλητηρίων ως προς τη σωτηρία έχουμε στα πρόσωπα των αιρετικών. Ο αιρετικός παράγει, φανερώνει, ένα τρόπο ζωής, έξω από εκείνον που μπορεί να οδηγήσει στη θέωση. Θα έλεγα οδηγεί στην αντιθέωση. Στην απώλεια των ανθρώπων. Και η Εκκλησία λοιπόν, από αγάπη κινουμένη, προς δυο κατευθύνσεις, λέγει αυτό το ανάθεμα. Και εκείνοι που έγραψαν αυτά τα αναθέματα, οι Άγιοι δηλαδή, πιστεύω ότι με πολλά δάκρυα θα κατέληξαν στο να πουν ανάθεμα. Εμείς μπορεί να το λέμε ελαφρά τη καρδία, διότι δυστυχώς ίσως μεταβάλλουμε την πίστη σε ιδεολογία, και θριαμβολογούμε εναντίον αντιπάλων. Οι Άγιοι όμως δεν θριαμβολογούν, θρηνούν και παρακαλούν τον Θεό. τι σημαίνει λοιπόν; Αφενός μεν προς μια κατεύθυνση η Εκκλησία λέει στον αιρετικό, παιδί μου, αυτή σου η πίστη σε οδηγεί στην απώλεια. Δε σου δημιουργεί τις προϋποθέσεις της θεραπείας, για να καθαρίζεις την ψυχή σου, και να οδηγηθείς στην χάρι του Θεού. Και στον πιστό τώρα λέγει, γιατί πρέπει η Εκκλησία να στρέφεται και προς τους πιστούς. Τους λέει προσοχή, ανάβει κόκκινο φως, θα έλεγα, εδώ βρίσκεται κίνδυνος. Το ανάθεμα λοιπόν είναι το άναμμα του κόκκινου φωτός που επισημαίνει τον κίνδυνο.

Ίσως, ξέρετε πάτερ Γεώργιε, μια παρεξήγηση που γίνεται, βλέπουμε το ανάθεμα σαν κάτι το τρομερό, είναι γιατί ξεκινάμε από την αντίληψη, ότι η Εκκλησία αναιρεί την ελευθερία μας. Δηλαδή έχει γίνει μια μετακίνηση, και νομίζουμε ότι η ατομική γνώμη, η ατομική τοποθέτηση, είναι η ελευθερία του ανθρώπου. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, τι σημαίνει εκκλησιαστικός τρόπος ζωής, τι σημαίνει ότι δεν μπορώ να έχω ατομική γνώμη και ατομική ελευθερία, αλλά πρέπει να κοινωνώ με τα πρόσωπα όλα, να κοινωνώ με το σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή να ψηλαφώ αυτό τον τρόπο ζωής, που είναι η Εκκλησία.

Θα έλεγα σ’ αυτό, κ. Μαυρόπουλε, ότι το γεγονός της ελευθερίας, πραγματικά έχει ελευθερία ο άνθρωπος, αλλά το γεγονός αυτό συνδέεται με τον προορισμό του ανθρώπου. Εφόσον ο άνθρωπος δεν είναι αυτόνομος, αλλά ο άνθρωπος είναι δημιούργημα, είναι κτίσμα. Και σαν κτίσμα έχει καθορισμένο τρόπο ζωής. Για να οδηγηθεί, μια δυνατότητα δηλαδή για να οδηγηθεί στον μοναδικό σκοπό του που είναι η ομοίωση προς τον Θεό, η θέωση. Και εδώ θα έλεγα, νομίζω ότι κάνουμε μια μεγάλη σύγχυση οι άνθρωποι. Αυτό το θεωρούμε περιορισμό της ελευθερίας, ενώ είναι η αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου, που απαιτεί την μεγαλύτερη ελευθερία, δηλαδή στη γλώσσα της πίστεως, η αμαρτία είναι ανελευθερία και δουλεία, διότι εμποδίζει τον άνθρωπο να φτάσει στο στόχο του, στην αυτοπραγμάτωση του. Η ολοκλήρωση του ανθρώπου είναι να γίνει θεός κατά χάριν.

Να κάνω ένα βήμα ακόμα παρακάτω, για το ανάθεμα και να τελειώσουμε κάπου, να περάσουμε στο περιεχόμενο της εκπομπής μας. Το ανάθεμα είναι φιλάνθρωπο(8.09)…όταν λέμε λοιπόν ανάθεμα στον Βαρλαάμ, τον μεγάλο αντίπαλο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του οποίου την μνήμη γιορτάζουμε σήμερα, εννοούμε ότι ο Βαρλαάμ βρίσκεται εκτός της κοινωνίας της Εκκλησίας, αν θέλει να επιστρέψει, ας επιστρέψει, αυτό είναι η στάση της Εκκλησίας, αλλά πρέπει αν συνειδητοποιήσει, ότι η μάχη του εναντίον της Εκκλησίας, εναντίον των εμπειριών των Αγίων, εναντίον της σχέσεως των Αγίων με το σώμα της Εκκλησίας, είναι το λάθος. Και έτσι να φτάσουμε στη θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Γιατί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θεωρείται από τη δική μας παράδοση ως ένας από τους θεμέλιους λίθους, μάλλον ως ένας από τους κύριους κρίκους που μας συνδέει με την αλήθεια της ζωής μας, με την αλήθεια της Εκκλησίας.

(π.Γ) Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μια και το θέσατε έτσι, πραγματικά είναι ένα ορόσημο, ένα φωτεινό σημείο, μέσα στην διαδρομή των αιώνων. Ένα από τα πολλά εκείνα φωτεινά σημεία, που χαράζουν την ευθεία γραμμή της πορείας της Εκκλησίας. Είναι οδοδείκτης, δρομοδείκτης κάθε πιστού. Είναι λοιπόν στη συνέχεια αυτής της παράδοσης. Ποια είναι αυτή η παράδοση; Ο τρόπος, ο εκκλησιαστικός τρόπος ζωής. Πράγματι, θα πρέπει να το τονίσουμε, όταν λέμε της Εκκλησίας, εκκλησιαστικός τρόπος, επειδή, σκεπτόμενοι δυστυχώς δυτικά, ή μάλλον αντορθόδοξα οι περισσότεροι μας, ταυτίζουμε την Εκκλησία με το ράσο, δεν μπορούμε να καταλάβουμε αυτά τα πράγματα. Γι’ αυτό ας λέμε Σώμα Χριστού καλύτερα, για να φεύγουμε από τη σύγχυση. Λοιπόν, μας δείχνει τη ζωή του Σώματος του Χριστού. Ο Άγιος Παλαμάς λοιπόν, είναι με τη χάρη του Θεού, εκείνος που σε μια συγκεκριμένη εποχή επισημαίνει την αλλοτρίωση, την αλλοίωση της πίστεως, στα πρότυπα μιας μεγάλης μερίδος Χριστιανών. Τι είναι ο Βαρλαάμ; Για να καταλάβουμε τον Παλαμά, θα δούμε το αντίθετο. Ο Βαρλαάμ είναι, όπως οι τελευταίες έρευνες έχουν αποδείξει, ένας ουνίτης. Ένας δηλαδή που κάνει τον ορθόδοξο εξωτερικά, ενώ εσωτερικά είναι δοσμένος εις τον πάπα, και έρχεται από τη Δύση, αρχές του 14ου αιώνος, και αναγνωρίζεται από τις αρχές και εξουσίες, διότι ήταν μεγάλος φιλόσοφος. Αλλά είναι φορεύς ο άνθρωπος, είναι φορεύς ενός άλλου τρόπου ζωής. Μιας άλλης θεολογίας. Ήδη είχε με την επικράτηση του σχολαστικισμού στη Δύση, από τον 8ο αιώνα, είχε αρχίσει η αλλοίωση, και είχε προχωρήσει η αλλοτρίωση του δυτικού Χριστιανισμού. Τι σημαίνει αυτό; Η θεολογία είχε χάσει τον εμπειρικό της χαρακτήρα, και είχε γίνει μια φιλοσοφική, διανοητική ενασχόληση. Άλλωστε σχολαστικισμός αυτό σημαίνει, εκφιλοσόφηση του Χριστιανισμού. Και για να πω κάτι, που να μην παρεξηγηθούμε, θα πρέπει να πω ότι αυτές οι τάσεις δεν είναι μόνο δυτικές. Άμα εμείς λέμε τώρα Ανατολή-Δύση, δεν εννοούμε γεωγραφικά τα πράγματα, αλλά ποιοτικά και πνευματικά. Γιατί και στην Ανατολή βρέθηκαν παρόμοιες τάσεις, και βρίσκονται μέχρι σήμερα.

Είπατε λοιπόν, ότι ο Βαρλαάμ είναι αυτός ο οποίος αρνείται την εμπειρία. Και κυρίως θέλει την ιδέα.

Την εμπειρική συμμετοχή στο γεγονός της σωτηρίας.

Επομένως φτάνουμε στην θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που είναι η φανέρωση αυτής της εμπειρικής θεολογίας. Να θυμίσουμε ποια ήταν η αφορμή της διαμάχης. Η αφορμή ήταν ότι ο Βαρλαάμ κατηγορούσε τους μοναχούς του Αγίου Όρους, γιατί ισχυρίζονταν, κατά τη γνώμη του, ότι βλέπουν το Θεό ως ένα φως, (ως άκτιστο φως), ως ένα φως. Και βέβαια ο Βαρλαάμ δεν μπορούσε να δεχθεί ότι είναι δυνατόν να δει κάποιος την ουσία του Θεού. Δεν μπορούσε να διακρίνει, ότι μπορεί η ουσία του Θεού να εκφαίνεται δια των ενεργειών της. Να έχει ενέργειες προς τα έξω.[ΕΔΩ ΣΥΝΑΝΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΓΧΥΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΖΗΖΙΟΥΛΙΚΩΝ. ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΤΙΣΤΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΑΛΛΑ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, ΤΟ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡ] Αυτό μας πάει, επειδή μιλήσαμε την περασμένη Κυριακή για την εικόνα, μας πάει πίσω σε άλλες αιρέσεις, σε άλλες ερμηνείες που δόθηκαν, και μας πάει σιγά σιγά στην άρνηση της Σαρκώσεως του Θεού Λόγου. Της δυνατότητας δηλαδή, το κτιστό, η ανθρώπινη φύση και όλη η κτίση, να μετέχει του ακτίστου. Έρχεται λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς να υποστηρίξει τις θέσεις των μοναχών του Αγίου Όρους, δηλαδή να υποστηρίξει τις θέσεις μιας πνευματικής παράδοσης της Εκκλησίας μας, που είναι η ψηλάφηση των ακτίστων ενεργειών του Θεού.

(π.Γ.) Θα ήθελα σ’ αυτό να πω το εξής…Η Ορθοδοξία ως δρόμος και γεγονός σωτηρίας, ενώσεως του ανθρώπου με το Θεό, ποτέ δε βιώνεται διανοητικά απλώς, όχι ότι καταργείται το λογικό, αλλά αναγνωρίζει το λογικό τα όρια του. Βιώνεται πάντα ως εμπειρία. Από κει πρέπει να ξεκινήσουμε. Λοιπόν, οι μοναχοί του Αγίου Όρους, όταν είδαν τον Βαρλαάμ, και μερικούς σχολαστικούς του Βυζαντίου, οι οποίοι συμπαραστάθηκαν στον Βαρλαάμ, ο Ακίνδυνος, ο Γρηγοράς, διάφορα ονόματα που αναθεματίζονται και αυτοί αυτή την ημέρα της Ορθοδοξίας, όταν είδαν λοιπον την αλλοίωση αυτού του τρόπου της σωτηρίας, αναγκάζονται στους τόμους, δηλαδή στα κείμενα τα αγιορειτικά, να μιλήσουν για την πείρα τους. Και λένε, όχι μόνο εκ της εμπειρίας των αγίων, αλλά και ως εκ της μικράς ημών πείρας εγνώκαμεν. Είναι λοιπόν η ουσία του προβλήματος, αν φθάνει κανείς στη θέωση. Όχι μόνο εκτός του κόσμου, γιατί υπάρχει μια τέτοια εντύπωση, ότι η θέωση είναι γεγονός της μεταϊστορίας. Η θέωση στα πρόσωπα αγίων, όπως ο Μωυσής στην Π.Δ, ο προφήτης Ησαΐας, οι άλλοι προφήτες, όπως η Θεοτόκος, οι Απόστολοι, και άλλοι άγιοι της Εκκλησίας, οι άγιοι της Εκκλησίας μας, η θέωση αποδεικνύεται και ενδοϊστορικό γεγονός. Δηλαδή γίνεται και μέσα στην ιστορία, βέβαια ως αρραβώνας, όχι ως το τέλειο, το οποίο θα έρθει μετά την Δευτέρα Παρουσία. Το θέμα μας είναι λοιπόν, εάν πραγματικά ο άνθρωπος φθάνει στην θεοπτία, στη θέα δηλαδή του Θεού, ως ακτίστου φωτός, που είναι το γεγονός της θεώσεως. Και έτσι βλέπουμε ως κύριο θέμα, να τίθεται το θαβώρειο φως, που είναι η βιωματική αυτή εμπειρία των Αποστόλων, πάνω στο όρος Θαβώρ, η μετοχή στο άκτιστο φως. Και το γεγονός είναι πάλι, ότι ο Βαρλαάμ, προσβάλλοντας τη μέθοδο του Ησυχασμού, την άσκηση δηλαδή, προσβάλλει τις προϋποθέσεις της θεώσεως. Επομένως, εάν επικρατούσε ο βαρλααμισμός, δηλαδή, φθάναμε σε ένα θεωρητικό με την φιλοσοφική έννοια, σε ένα διανοητικό Χριστιανισμό, αποστεωμένο, και απογυμνωμένο από την άσκηση, την μετάνοια, τον συνεχή αγώνα σωτηρίας, τότε θα εξέλειπε και η δυνατότητα της θεώσεως. Αυτό είναι όλο το πρόβλημα.

Είπατε, εάν υιοθετούσαμε, και στο σημείο αυτό πάλι να υπογραμμίσουμε πάτερ Γεώργιε, αν η Εκκλησία υιοθετεί αυτή την ερμηνεία ή την άλλη ερμηνεία, δεν το κάνει για να διαφυλάξει αφηρημένες αλήθειες, αλλά το κάνει γιατί βλέπει την προοπτική του ανθρώπου μέσα στη Βασιλεία του Θεού. Εάν υιοθετούσαμε την αντίληψη του Βαρλαάμ χανόταν η προοπτική προς τη θέωση.

Μου επιτρέπετε να συμπληρώσω κάτι, πάλι πολύ πρακτικό. Μιλούμε για διάκριση ουσίας και ενεργείας που είπατε, που είναι πάλι η ουσία του προβλήματος μας. Τι σημαίνει αυτό; Ο Θεός είναι ουσία. Κάθε ουσία όμως έχει ενέργεια. Πως λέει στα κείμενα εκεί που έχουμε στο Συνοδικό, ότι αν αρνηθούμε ότι έχει φυσική ουσιώδη ενέργεια ο Θεός, δηλαδή το ότι η ουσία του εκπέμπει, όπως είπατε εσείς, άκτιστη θεία ενέργεια, που είναι αχώριστη βέβαια της θείας ουσίας, αλλά εκπέμπεται και έρχεται σε μας, τότε θα λέγαμε, θα δεχόμεθα ότι ο Θεός είναι μη ον. Θα αρνούμαστε και το ότι ο Θεός έχει ουσία. Λοιπόν, τι σημαίνει τώρα διάκριση ουσίας και ενεργείας στην πρακτική ζωή του κάθε πιστού; Θα χρησιμοποιήσω πάλι ένα παράδειγμα από το χώρο του Ησυχασμού. Ο δυτικός Χριστιανισμός, και μιλώ πάλι ποιοτικά, και όχι γεωγραφικά, έφτασε να δέχεται, ότι ο Θεός είναι ένας ήλιος, μια σφαίρα ηλίου, που βρίσκεται ψηλά στον ουρανό, αλλά δεν εκπέμπει ακτίνες εδώ στη γη. Οπότε οι άνθρωποι που είναι σ’ ένα υπόγειο, γιατί βγουν στην επιφάνεια του εδάφους να δεχθούν ήλιο. Θα έλεγα, επειδή ζήσαμε στη Δύση, μου θυμίζει λίγο τον ήλιο της Δύσεως, που τον βλέπεις κατάφατσα την ημέρα, σαν να είναι φεγγάρι, ενώ τον ήλιο στη χώρα τη δική μας, δεν μπορείς να τον δεις, και μάλιστα το καλοκαίρι. Στην Ορθοδοξία τώρα, στην πατερική παράδοση, ο Θεός είναι, παράδειγμα λέγω, ένας δίσκος φωτεινός, ο ήλιος, που εκπέμπει όμως τις ακτίνες του, που φθάνουν μέχρις εμάς. Επομένως βρίσκομαι σε ένα υπόγειο, τρέχω να ανεβώ στην επιφάνεια του εδάφους, να μ’ αγκαλιάσει το φως του ήλιου, να με θερμάνει, να με ζωογονήσει. Από την ώρα λοιπόν που ο άνθρωπος δεν έχει συνείδηση, ότι οι ενέργειες του Θεού, οι άκτιστες ενέργειες Του, η αγάπη Του, λέγεται χάρις, λέγεται Βασιλεία, λέγεται δόξα του Θεού, οι ενέργειες του Θεού δεν έρχονται μέχρι σε μας, αν λείψει αυτή η συνείδηση, προς τι η άσκηση, προς τι η μετάνοια;[ΞΕΧΑΣΕ ΤΙΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ Ο ΚΑΥΜΕΝΟΣ] Ο Χριστιανισμός μεταβάλλεται σε ένα θεωρητικό σύστημα, σε μια ιδεολογία, οπότε αρχίζει το κονταροχτύπημα μεταξύ διαφόρων ιδεολογιών. Και επαναλαμβάνω και πάλι, ο αιρετικός μεταβάλλει τον Χριστιανισμό σε ιδεολογία. Διότι το προϊόν της ακαθάρτου σκέψεως του, του ακαθάρτου λογικού του, που προϋποθέτει ακάθαρτο νου, που παρουσιάζει ο αιρετικός σαν ορθοδοξία, αλλά όχι μόνο δεν σώζει αυτό, αλλά οδηγεί στην απώλεια τον άνθρωπο. Γιατί διαστρεβλώνει την αλήθεια.

Είπαμε να βλέπουμε τα πράγματα και μέσα στον πρακτικό μας βίο. Και επειδή είπατε προηγουμένως, ότι στη θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, μπορούμε να ακουμπήσουμε και να δούμε τη δυνατότητα προγεύσεως της θεώσεως, μέσα στην ιστορία, μέσα σε πρόσωπα που έζησαν ανάμεσα μας, είναι μια άλλη προοπτική της ζωής του ανθρώπου, του Χριστιανού, να ξέρει ότι μέσα στην ιστορία, κάποιος της ίδιας φύσης με αυτόν, έφτασε να αγκαλιαστεί, να ποτιστεί από τις άκτιστες θείες ενέργειες, και έτσι η πρακτική μας ζωή διαφοροποιείται, δεν γίνεται μια προσπάθεια απλής ηθικής βελτίωσης, αλλά γίνεται μια προσπάθεια να φτάσω και να αγκαλιαστώ από τον Νυμφίο, από τον ηγαπημένο, να μπορέσω να φτάσω δια της πείρας μου, και της πράξεως μου, σε αυτή τη μετοχή της παρουσίας του ηγαπημένου.

Να φτάσω αν μου επιτρέπετε, συγγνώμη που διακόπτω, αλλά να μην φύγουμε, να φτάσω στην ενοίκηση του Θεού μέσα μου. Το να αγκαλιαστώ πρέπει να το διευκρινίσουμε. Δεν είναι απλώς μια εξωτερική πράξη, ενέργεια. Αλλά είναι ενοίκηση του Θεού, όπως λέει στο 8ο κεφάλαιο προς Ρωμαίους, ει πνεύμα Θεού οικεί εν ημίν. Το Πνεύμα το Άγιον, δια της ακτίστου χάριτος ενεργείας του, ενοικεί μέσα στον άνθρωπο. Οπότε εν Αγίω Πνεύματι υπάρχει και ο Χριστός, ο Υιός, και όπου ο Υιός εκεί το Πνεύμα και ο Πατέρας. Ολόκληρη η Αγία Τριάδα κατοικούν μέσα στον άνθρωπο. Αυτή είναι η θέωση.

Πάντως πάτερ Γεώργιε, θα έρθω σε ένα συναφές θέμα, που απορρέει από όλα αυτά που μιλάμε για τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Θα πρέπει να πούμε ότι τα τελευταία 20 χρόνια περίπου, η ενασχόληση της ορθοδόξου πνεματικότητας, με τη θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά είναι κάτι το αυτονόητο. Παλαιότερα είχαμε φτάσει σε κάποια εποχή, που λέγαμε Γρηγόριος Παλαμάς, και σε ρώταγε κάποιος άλλος, μήπως κάνεις λάθος, και εννοείς Κωστή Παλαμά, τόσο άγνωστος ήτανε. Ωστόσο, αυτή η ενασχόληση με τη θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, έχω την εντύπωση ότι μερικές φορές δημιούργησε κάποιες παρεξηγημένες ακρότητες. Νομίζουμε ότι όλη προσπάθεια μας είναι, να πούμε την ιερά προεσευχή, για να φτάσουμε σε μιά ηρεμία εσωτερική. Έχω ακούσει ανθρώπους να διαλέγονται με τις πνευματικές παραδόσεις των Ινδιών, και να λέμε, και εμείς έχουμε αντίστοιχες παραδόσεις. Αγνοώντας ότι η νοερά προσευχή είναι η απόληξη μιας ασκητικής της ζωής, μιας ζωής ασκήσεων, δηλαδή δεν παραθεωρείται όλος ο άλλος χώρος των ασκήσεων που έχουμε στη δική μας παράδοση. Είναι ένα μέρος άσκησης.

Αυτό που λέτε, νομίζω ότι μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ευσεβεστικοποίηση, είναι ευσεβεστικοποίηση της νοεράς ευχής, και της ησυχαστικής παραδόσεως. Δηλαδή είναι διαστροφή της ησυχαστικής παραδόσεως.

Με συγχωρείτε που το λέω έτσι, αλλά βλέπετε τώρα και στις μεγάλες πόλεις, ακόμα και νέα παιδιά, μεγάλοι ακόμα περισσότερο, με ένα κομποσκοίνι συνέχεια κάνουνε την νοερά προσευχή. Δεν είναι κακό αυτό, αλλά η αυτονόμηση της προσευχής από την ασκητική ζωή, νομίζω αυτό κάπου μας φτάνει σε μια ακρότητα. (Μαυρόπουλος)

Νομίζω ότι η αιτία, αυτό είναι που είπατε, ότι κάτι βγαίνει από το σωστό του κλίμα, από τον χώρο μέσα στον οποίο μπορεί να αποδώσει καρπούς. Είναι η αυτονόμηση, η απόσπαση της ευχής, και η αυτοματοποίηση της. Λοιπόν, για να το πούμε κάπως διαφορετικά, η ευχή, όπως είπατε, ξεκινά με το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με, και εντάσσεται μέσα σε μια συγκεκριμένη πρακτική. Μετάνοιες, ολονυκτίες, προσευχές, νηστείες, είναι ένας τρόπος ζωής. Αγάπη! Εντάσσεται μέσα σε αυτό το πλαίσιο ζωής η νοερά ευχή, και ξεκινά ως προσευχή του στόματος, για να γίνει προσευχή της καρδίας. (Ακριβώς). Δηλαδή, η παρουσία μετά την κάθαρση του ανθρώπου, όποιος καθαίρεται και φτάσει στο στάδιο απελευθέρωσης από τα πάθη του, αυτή είναι η κάθαρση, να φύγει το μίσος, η μισαλλοδοξία, η φιληδονία, η λαιμαργία, όλα αυτά πάθη. Όταν λοιπόν ο άνθρωπος απελευθερωθεί από τα πάθη, δέχεται την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος;;;;;. Μας λένε οι Άγιοι μας, που έχουν αυτή την εμπειρία. Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος είναι το λάλημα, η φωνή του Αγίου Πνεύματος στεναγμοίς αλαλήτοις, που υπερεντυγχάνει, προσεύχεται μέσα μας, για μας, και λοιπά, και τη σωτηρία μας. Το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με» λοιπόν γίνεται αυτό που λέει στην προς Γαλάτας, Αββά ο Πατήρ. Γίνεται προσευχή του Αγίου Πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών. Ότι δε εστέ υιοί, επειδή φτάσατε στην κατάσταση της υιοθεσίας, της παρουσίας δηλαδή του Αγίου Πνεύματος μέσα σας, του Θεού μέσα σας, εξαπέστειλε ο Θεός το Πνεύμα Του, του Υιού Αυτούς, εις τας καρδίας υμών, και να προσεύχεται και να λέει, κράζων, αββά ο Πατήρ. Επομένως η νοερά ευχή γίνεται ευχή της καρδίας, γι’ αυτό μιλούμε για αδιάλειπτη προσευχή. Και όπως είπατε, είναι το πρώτο στάδιο της θεώσεως αυτό. Είναι η παρουσία του Αγίου Πνεύματος, ζωντανού, πραγματικού, συγγνώμη για τους όρους που χρησιμοποιώ, κτιστοί και λανθασμένοι ίσως. Τι θα πει ζωντανό; Ζωντανό ως προς εμάς, δηλαδή ενεργεί, ενεργοποιείται η χάρις του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά μας. Επομένως, καλό το κομποσκοίνι, καλά όλα αυτά όπως γίνονται, όχι όμως προς το θεαθήναι.

Και να υπογραμμίσω επίσης, επειδή μιλήσατε για το όνομα του Ιησού Χριστού στην νοερά προσευχή, η μεγάλη αυτή διαφορά που έχει η δική μας ορθόδοξη παράδοση από άλλες, πολλές άλλες. Δε θα τολμήσω να πω από το σύνολο, αν και λίγο το εννοώ, των άλλων θρησκευτικών ή πνευματικών παραδόσεων, γιατί στη δική μας παράδοση, αυτό που μας ενδιαφέρει, είναι ένα όνομα, είναι το όνομα Ιησούς. Είναι η σχέση με ένα πρόσωπο. Δεν είναι η ενασχόληση μας με ένα ανώτατο ον, μια ανώτατη αφηρημένη δύναμη, είναι μια ερωτική οδός, πως το λένε εκεί πέρα, ένας μανικός έρωτας προς τον Νυμφίο Χριστό. Και μόνο έτσι ενδιαφέρει τον άνθρωπο μέσα στην Εκκλησία να αγγίξει τη σωτηρία του.

Και έτσι φαίνεται και κάτι άλλο, διότι υπάρχουν πολλά προβλήματα, και εκατοντάδες βιβλία, ίσως χιλιάδες γράφονται, έχουν γραφεί πάνω σε αυτά τα θέματα, για τη διαφοροποίηση της ορθοδόξου μεθόδου, που είναι μια μέθοδος η ησυχαστική μέθοδος. Είναι μέθοδος, δεν είναι ο στόχος, δεν είναι το τέρμα, ένας δρόμος είναι, η διαφοροποίηση της από ανατολικές μεθόδους, όπως λέμε βουδισμό και λοιπά. Και εκεί έχουμε ονόματα. Εδώ όμως είναι το όνομα του Ιησού Χριστού, δηλαδή, ας το πω και ας σκανδαλίσω: ρισκάρουμε κάτι. Εμείς ζητούμε τον Χριστό, διότι σε κανένα άλλο δεν υπάρχει σωτηρία, παρά μόνο στον Χριστό. Θέωση δηλαδή. Ή υπάρχει θέωση στον Χριστό, που κερδίζουμε τα πάντα, ή δεν υπάρχει, άπαγε της βλασφημίας θα λέγαμε, που χάνουμε τα πάντα. Αυτό το ρισκάρισμα είναι ο δρόμος του Χριστιανού. Ούτε σε νιρβάνα καταλήγουμε, ούτε σε νέκρωση του ανθρώπου και λοιπά, αλλά είναι η αναζωογόνηση του ανθρώπου, η ζωοποίηση του με την παρουσία του Χριστού, και κατ’ επέκταση του Τριαδικού Θεού μέσα του.

Ξεκινήσαμε την εκπομπή αυτή πάτερ Γεώργιε με αναφορά στο όνομα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Είναι ο πιο επίκαιρος νομίζω για την εποχή μας άγιος. Είναι ο Άγιος που μετατρέπει την ιδεολογία σε ζωή. Είναι ο θεολόγος της Εκκλησίας μας που μπορεί να μας μιλήσει για την θεολογία που έπαθε, και όχι τη θεολογία που έμαθε.

Που πάσχει τα θεία. Συνεχίζει λοιπόν την ζωοποιό παράδοση της Εκκλησίας μας.


Νομίζω σήμερα βρισκόμαστε σε μια εποχή, δεν μπορούμε να μιλάμε για Ανατολή και για Δύση, παρά όπως είπατε μόνο ως τοποθέτηση, διότι η Ανατολή και η Δύση έχουν ανακατευτεί, σχεδόν όλη η υφήλιος πάει να γίνει μια Δύση, εννοούμε ένας τέτοιος τρόπος αυτονομημένων αξιών της ζωής.

Που οδηγεί στο θάνατο του Θεού. (π. Γ)

Και οδηγεί ακριβώς στο θάνατο του Θεού. Και εδώ έρχεται ακριβώς ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, να μας υπενθυμίσει, ότι όχι, πριν απ’ όλα, και πάν’ απ’ όλα, είναι να πραγματοποιήσουμε την θεολογία, να την κάνουμε πράξη. που σημαίνει, να επιτρέψουμε στον εαυτό μας, να κατορθώσουμε εμείς οι ίδιοι να ενοικήσει ο Θεός μέσα μας, δια των ακτίστων ενεργειών Του.

Να κατορθώσουμε με την συνέργεια, τη συνεργασία του Αγίου Πνεύματος.


Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Eric Voegelin - Οι “νόμοι” του Πλάτωνος (13)

Συνέχεια από: Σάββατο 20 Απριλίου 2024 / 4ο κεφάλαιο

KATA ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ (ΤΟ ΑΝΤΙΦΩΝΟ ΤΟΥ ΣΟΡΟΣ)

Eric Voegelin

Τάξη και Ιστορία

Τόμος ΙΙΙ

Πλάτων και Αριστοτέλης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ - Οι “νόμοι”

5. Αποκάλυψη το μεσημέρι

Η πολιτική μορφή έχει σχεδιαστεί για να φέρει το πνεύμα σε δράση στη ζωή της κοινότητας, για να υπηρετεί την πραγμάτωση του πνεύματος στη ζωή της κοινότητας. Το πνεύμα ζει μέσα στους νόμους. Γι' αυτό ορίζεται ότι η ανώτατη δικαστική αρχή είναι το Συμβούλιο των Φυλάκων του Νόμου. Σε αυτό το σημείο της κατασκευής συναντώνται διάφορα κίνητρα, διαπλέκονται διάφορα μοτίβα. Μέσω της καθιέρωσης των Φυλάκων του νόμου διακρίνεται η αληθινή μορφή διακυβέρνησης από τις ψευδείς μορφές. Στα μη συνταγματικά καθεστώτα, μία από τις πολλές αντικρουόμενες διεκδικήσεις του κυβερνητικού ρόλου ικανοποιείται με την ανάθεση της διακυβέρνησης της πόλης πότε στον λαό, πότε στον ισχυρότερο ή τον αρχαιότερο κυβερνήτη της πόλης. Στο αληθινό σύνταγμα, από την άλλη πλευρά, το ανώτατο αξίωμα κατέχουν εκείνοι που υπακούουν περισσότερο στους νόμους, αν και αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να το καταστήσει αληθινό σύνταγμα. Η τήρηση των νόμων δεν θα είχε μεγάλη χρησιμότητα αν ήταν κακοί νόμοι. Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, μόνο η συμφωνία μεταξύ “νόμου” και “νου” προσδίδει στην λειτουργία της επιτήρησης των νόμων το πλήρες νόημά της. Η υπακοή στους νόμους θα έχει ως αποτέλεσμα την ευδαιμονία του ανθρώπου και του πολιτεύματος μόνο αν οι νόμοι διαποτιστούν από το θεϊκό πνεύμα του νοός. Στην πόλιν, λοιπόν, το αξίωμα που παρέχεται στους νομούς γίνεται “υπηρεσία που παρέχεται στους θεούς” και οι ανώτατοι δικαστές θα είναι υπηρέτες των θεών στο μέτρο που είναι υπηρέτες των νόμων (715A-D).

Αλλά πώς θα μπορούσε ποτέ να συμβεί να εγκαθιδρυθούν σε μια πόλιν τέτοιοι νόμοι, στους οποίους κατοικεί το πνεύμα; Δεν μπορούν, φυσικά, να προέλθουν από τον λαό· διότι αν ο λαός ήταν σε θέση να εφοδιάζεται με τέτοιους νόμους και να ζει σύμφωνα με αυτούς, ο πολιτισμός δεν θα παρήκμαζε (δεν θα προέκυπτε κανένα πρόβλημα πολιτισμικής αποσύνθεσης) και δεν θα υπήρχε ανάγκη για νομοθέτη. Αναζητώντας μια λύση σε αυτό το πρόβλημα, ο Ξένος οραματίζεται την κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν μια αποικία κατά τη διαδικασία ίδρυσής της. Αφού συγκεντρωθούν οι μελλοντικοί πολίτες, θα πρέπει να ερωτηθούν για τον σκοπό της ζωής και για και για τη φύση εκείνης της συμπεριφοράς (πράξης) που είναι αρεστή στον Θεό και συνίσταται στην υπακοή του (716C). Την πρόταση αυτή ακολουθεί ο μεγάλος λόγος για το θέμα αυτό, ο οποίος χωρίζεται σε δύο μέρη: 715E-718B και 726D-734E. Στις αρχές που αναπτύσσονται στην ομιλία έχουμε αναφερθεί συχνά σε διάφορα πλαίσια της παρούσας μελέτης. Θα είναι αρκετό να τις υπενθυμίσουμε εν συντομία:

1) Στο πρώτο μέρος ο Πλάτων διατυπώνει τη λέξη που τον διαχωρίζει από την εποχή των σοφιστών, τη λέξη που σηματοδοτεί την αρχή μιας επιστήμης της τάξης: "Ο Θεός είναι για μας το υπέρτατο μέτρο όλων των πραγμάτων, μιας αλήθειας· στην πραγματικότητα πολύ περισσότερο από τον άνθρωπο, όπως ισχυρίζονται" (716C). Η πρόταση αυτή έρχεται σε σημαντική αντίθεση με την πρωταγόρεια homo-mensura [πάντων χρημάτων μέτρον ἐστὶν ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν : «ο άνθρωπος αποτελεί το μέτρο που κρίνει το καθετί, γι' αυτά που υπάρχουν ότι υπάρχουν, ενώ γι' αυτά που δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν»]. Ο Πλάτων διευκρινίζει προσεκτικά την αντίθεση μεταξύ των δύο αρχών και αναφέρεται στην αρχαία ρήση, ότι ο Θεός κρατά στα χέρια του την αρχή και το τέλος όλων όσων υπάρχουν· προχωρεί κατευθείαν στην εκπλήρωση του τέλους του, όπως είναι η φύση του, και ο Δίκαιος είναι πάντα δίπλα του, έτοιμος να τιμωρήσει όσους δεν υπακούουν στις θεϊκές αποφάσεις. Εκείνοι που επιθυμούν να ζήσουν αρμονικά θα ακολουθήσουν ταπεινά τον Δίκαιο· αλλά εκείνοι που, λόγω του πλούτου, της τάξης ή της ελκυστικότητάς τους, φουσκώνουν από υπερηφάνεια, πιστεύουν ότι δεν έχουν ανάγκη από καθοδήγηση, πιστεύοντας, μάλλον, ότι αυτοί είναι που πρέπει να καθοδηγούν τους άλλους. Οι υπερήφανοι θα εγκαταλειφθούν από τον Θεό· στην εγκαταλελειμμένη κατάστασή τους, θα συγκεντρώσουν γύρω τους μια παρέα εξίσου εγκαταλελειμμένων ατόμων· όλοι μαζί θα ξεκινήσουν μια ξέφρενη σταδιοδρομία και θα προκαλέσουν μεγάλη σύγχυση. Στις μάζες αυτό το είδος ανθρώπου θα φαίνεται σπουδαίο· αλλά σύντομα, εξαιτίας της καταστροφής που προκάλεσε στον εαυτό του, στην οικογένειά του και στη χώρα του, θα βρεθεί να πρέπει να πληρώσει το χρέος του στον Δίκαιο (716A-B). Ποια γραμμή συμπεριφοράς (πραξίς), λοιπόν, μπορεί να ειπωθεί ότι είναι αγαπητή στον Θεό και ότι τον ακολουθεί (φιλή και ακολούθος Θεού); Θα είναι εκείνη η συμπεριφορά που επιδιώκει να είναι σε αρμονία μαζί Του: "Το όμοιο είναι αγαπητό στο όμοιο, και το μέτρο στο μέτρο". Τα πράγματα χωρίς μέτρο βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, καθώς και με τα πράγματα που είναι προικισμένα με το σωστό μέτρο (εμμέτρος). Για να αγαπηθεί από ένα θείο ον, ο άνθρωπος πρέπει να προσπαθήσει με όλες του τις δυνάμεις να γίνει όμοιος με Αυτόν. Και έτσι ο μετρημένος και τακτοποιημένος άνθρωπος (σώφρων) θα αγαπηθεί από τον Θεό, επειδή το μέτρο του είναι σε αρμονία με το θείο μέτρο, ενώ ο άτακτος, διαταραγμένος άνθρωπος (μη σώφρων) θα είναι ανόμοιος με τον Θεό (716C-D).

2) Το δεύτερο μέρος του λόγου (726A) ασχολείται με την ψυχή. Η ψυχή είναι το πιο θεϊκό μέρος του ανθρώπου και η κατανόηση του βαθμού στον οποίο είναι ανώτερη από τα σωματικά και υλικά αγαθά είναι η πρώτη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της συμπεριφοράς με την οποία ο άνθρωπος "γίνεται όμοιος", "μοιάζει" με τον Θεό. Ο άνθρωπος πρέπει πρώτα να εγκαθιδρύσει στην ψυχή του την αληθινή ορμή της εγκράτειας και της δικαιοσύνης και στη συνέχεια να εφαρμόσει αυτές τις αρχές στην ορμή της προσωπικής του ζωής, σε αυτήν εντός της κοινότητάς του και, τέλος, στις σχέσεις του με τους ξένους στην πόλιν καθώς και με τις ξένες πόλεις.

Τα δύο μέρη της ομιλίας χωρίζονται από ένα διάλειμμα. Ο Ξένος παρουσιάζει το κείμενο της ομιλίας στους συντρόφους του ενώ ξεκουράζονται στη σκιά ενός κυπαρισσένιου άλσους. Η συζήτηση ξεκίνησε την αυγή και τώρα είναι μεσημέρι (722C). Όταν ο Ξένος έχει τελειώσει το πρώτο μέρος (σχετικά με τον Θεό και την αγαπητή σ' Αυτόν συμπεριφορά) του έρχεται μια ιδέα. Μήπως ένα από τα προβλήματα του νόμου δεν έγκειται, κατ' αρχήν, στο γεγονός ότι οι εντολές του εκφράζονται με πολύ συνοπτική μορφή; Και ότι ακόμη και εκείνοι που είναι πιο πρόθυμοι να τον υπακούσουν δυσκολεύονται να καταλάβουν σε τι αποσκοπεί και πώς πρέπει να γίνει κατανοητός σε συγκεκριμένες περιπτώσεις; Ο νόμος αντιμετωπίζει τους πολίτες όπως ένας γιατρός αντιμετωπίζει έναν αδαή δούλο: του λέει τι πρέπει να κάνει, αλλά δεν συζητά μαζί του τη φύση της ασθένειάς του ούτε του δίνει τους λόγους της θεραπείας. Όπως ο γιατρός, έτσι και ο νόμος στηρίζεται μέχρι σήμερα αποκλειστικά στις εντολές και τις κυρώσεις. Ωστόσο, ο λόγος, που έχει πλέον φτάσει στο τέλος του πρώτου μέρους, υποδηλώνει ότι υπάρχουν και άλλα μέσα στα οποία θα μπορούσε να καταφύγει ο νομοθέτης προκειμένου να εξασφαλίσει την υπακοή (722B-C). Θα μπορούσε να επικαλεστεί τη νοημοσύνη και την καλή θέληση των πολιτών εξηγώντας τους τους λόγους που τον στήριξαν στη σύνταξη ενός συγκεκριμένου νόμου (τα κίνητρά του για τη διατύπωση ενός νόμου). Θα μπορούσε ακριβώς όπως άρχισε να κάνει ο Ξένος στη φανταστική του ομιλία, να τους ξυπνήσει την κατανόησή τους για το πνεύμα των νόμων λέγοντάς τους για τη φύση του Θεού και τη φιλία μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Εκτός από τον εξαναγκασμό θα μπορούσε, εν ολίγοις, να χρησιμοποιήσει την πειθώ. Θυμηθείτε την εμφάνιση της πειθούς, στον Πολιτικό και στον Τίμαιο. Ο Δημιουργός δεν μπορεί να επιβάλει με τη βία μια μορφή στον αμορφισμό του γίγνεσθαι, αλλά πρέπει να χρησιμοποιήσει την πειθώ για να κάμψει την Ανάγκη στον Νου. Η πειθώ επανεμφανίζεται εδώ ως μέσο για να λυγίσει τον άνθρωπο, την "ύλη", στα νοήματα του νου και έτσι να τον προσαρμόσει στην πόλιν. Η σκέψη αυτή τοποθετείται συμβολικά σε ένα διάλειμμα ανάμεσα στα δύο μέρη του λόγου, το πρώτο μέρος του οποίου ασχολείται με τον Θεό και το δεύτερο με την ανθρώπινη ύλη που πρέπει να πεισθεί. Το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου γεφυρώνεται με την πειθώ: Στην οργάνωση του διαλόγου, το χάσμα μεταξύ των δύο μερών για τον Θεό και τον άνθρωπο γεφυρώνεται με το διάλειμμα για την πειθώ. 

Η πειθώ στέκεται ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: πώς μπορεί αυτή η πειθώ να πραγματωθεί σε ένα σύστημα διακυβέρνησης, ώστε να γίνει μια αποτελεσματική και μόνιμη δύναμη, ικανή να μεταφέρει με συνεχή ροή τον νου των νόμων στις ψυχές των πολιτών; Κάνοντας την πειθώ το διαμεσολαβητικό μέσο, ο Πλάτων κάνει μια περαιτέρω κίνηση στο συμβολικό του παιχνίδι. Ο θεός που κυβερνά το παιχνίδι είναι ο θεός του τέλους και της αρχής, καθώς και της μέσης. Παρακολουθήσαμε το παιχνίδι του συμβόλου του ηλιοστασίου, της ακμής του κύκλου, και του μέσου του λόγου, και όλα αυτά μας οδήγησαν να καταλάβουμε ότι οι Νόμοι είναι ένα θρησκευτικό ποίημα. 

Στο διάλειμμα (ιντερλούδιο) για την Πειθώ, ο Ξένος αρχίζει το αποφασιστικό μέρος του λόγου του υπενθυμίζοντας στους συντρόφους του ότι έχουν πλέον φτάσει στο μέσον αυτής της μεγαλύτερης ημέρας. "Υπό την καθοδήγηση του Θεού", η συζήτηση έχει πάρει τέτοια πορεία, από την αυγή ως το μεσημέρι, ώστε τώρα που η ημέρα φτάνει στο αποκορύφωμά της, αποκαλύπτεται στους οδοιπόρους το μέσο με το οποίο η διαρκής πειθώ του νου (722C) μπορεί να πραγματοποιηθεί στην πόλιν τους. Ο Ξένος αρχίζει τον προβληματισμό του λέγοντας ότι σε αυτή τη μακρά συζήτηση για τους νόμους οι οδοιπόροι δεν έχουν ακόμη αρχίσει να μιλούν γι' αυτούς τους ευλογημένους νόμους, μέχρι στιγμής έχουν ακούσει μόνο πρελούδια ή προοίμια για τους νόμους ("προοίμια νόμων") (722D). "Γιατί τώρα το είπα αυτό;" Επειδή οι ομιλίες και οι φωνητικές εκφωνήσεις πρέπει πάντα να ξεκινούν με πρελούδια/προοίμια ως εισαγωγή στο πραγματικό/κυρίως θέμα. Είναι μάλλον παράξενο ότι η χρήση των πρελούδιων είναι πιο διαδεδομένη στη μουσική παρά στο σημαντικό θέμα της νομοθέτησης. Υπέροχα περίτεχνα πρελούδια, τα προοίμια, τοποθετούνται πριν από τους νόμους για την κιθάρα, και σχεδόν πάντα πριν από τους νόμους των μουσικών συνθέσεων. Όταν, από την άλλη πλευρά, εξετάζουμε τους πραγματικούς νόμους, δηλαδή τους νόμους της πολιτείας, φαίνεται να θεωρείται δεδομένο ότι δεν έχουν προοίμια. Οι τρεις οδοιπόροι, από την πλευρά τους, από την αυγή και μετά, δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να εκφωνούν προοίμια νόμων. Στην πραγματικότητα έκαναν έναν "πειστικό λόγο" προς τους πολίτες, όπως ο γιατρός που εξηγεί και αιτιολογεί τη θεραπεία του σε κάποιον που δεν έχει ιατρικές γνώσεις. Κατ' αρχήν, οι νόμοι πρέπει να αποτελούνται από δύο μέρη: ένα εξαναγκαστικό, τις “δικτατορικές συνταγές” και ένα πειστικό, το επεξηγηματικό προοιμιο. Οι πολίτες πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να δεχθούν τις συνταγές του νομοθέτη με πνεύμα φιλίας και καλοσύνης, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί με την τοποθέτηση ενός πειστικού προοιμίου σε τόνο πειθούς. Οι ακροατές συμφωνούν με τον Ξένο και αποφασίζουν ότι ο νομοθετικός τους κώδικας, τόσο στο σύνολό του όσο και στις κύριες αρθρώσεις/υποδιαιρέσεις του, πρέπει να έχει προοίμια, και ότι ο μεγάλος λόγος που έχει αρχίσει ο Ξένος και τώρα, μετά το ιντερλούδιο, πρόκειται να ολοκληρώσει αποτελεί το καλύτερο προοίμιο για το πνεύμα των νόμων, το οποίο πρέπει να τεθεί πριν από την κωδικοποίηση στο σύνολό της (722-724). Εδώ είναι που η λογοτεχνική μορφή του προοιμίου ασκεί μια διαμεσολαβητική λειτουργία για να ενσταλάξει το νου στην πόλιν των νόμων. Η επέκταση της έννοιας των νόμων ώστε να συμπεριλάβει και τη μουσική μορφή αποσκοπεί στο να συνδέσει τη λειτουργία του προοιμίου ως προοίμιο με την αρμονία του κόσμου, που αποκρυσταλλώνεται στις αριθμητικές σχέσεις της πολιτικής μορφής. Το προοίμιο είναι η μορφή που δημιούργησε ο Πλάτων για τη θρησκευτική του ποίηση, και τα μεγάλα προοίμια, ιδίως αυτό που καταλαμβάνει ολόκληρο το βιβλίο Χ, αποτελούν την τελική έκφραση της σκέψης του Πλάτωνα για τον Θεό και το πεπρωμένο του ανθρώπου.
 
ΜΕΓΑΛΗ ΝΤΡΟΠΗ ΝΑ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ. ΑΠΟ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΣ ΤΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ, ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ ΟΠΩΣ Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ, ΟΠΑΔΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΘΕΟΥ ΠΟΠΠΕΡ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΟΡΟΣ. ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΔΕ ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ Η ΜΙΖΕΡΙΑ ΤΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΑΠΟΔΕΧΤΗΚΑΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΩΜΑΝΙΔΗ, ΑΣΧΕΤΟ ΕΧΘΡΟ ΤΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΣΥΜΠΕΡΙΕΛΑΒΕ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (226)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα, 13 Μαίου 2024

Jacob Burckhardt 

ΤΟΜΟΣ 3ος

ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ

VI. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑ - 3


Ο Διογένης ο Λαέρτιος, μεταξύ πολλών άλλων τίτλων συγγραμμάτων, αναφέρει έργα ιστορικού, βιογραφικού, τοπογραφικού και γεωγραφικού περιεχομένου των λογογράφων, όπως αποκαλούνται συνήθως οι πρόδρομοι του Ηροδότου, και θα μπορούσε κανείς να προσθέσει εδώ τον Δημόκριτο (κάπως νεότερό τους ασφαλώς) εξ αφορμής των έργων εθνογραφικού περιεχομένου που μας κληροδότησε, καθώς και μια πλειάδα ακόμη από αρχαίους φιλοσόφους. Όλοι γράφουν στην ιωνική διάλεκτο, χωρίς να απευθύνονται σε κάποια δυναστεία, ή κάποιο ιερό τέμενος, αλλά ελεύθερα και από απλό προσωπικό ενδιαφέρον, ελπίζοντας ότι και οι αναγνώστες τους διαθέτουν το ανάλογο· ορισμένοι περιορίζονται στην επεξεργασία και την μεταγραφή κειμένων προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες. Και ενώ οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές χειρίζονται το μύθο, αυτοί τον ανασυνθέτουν ως προς το περιεχόμενό του, και με τη βοήθεια των γενεαλογιών και των χρονολογιών τον εντάσσουν σε μια κατάταξη, ή ένα ευρύτερο σύνολο· παραθέτουν όμως ταυτόχρονα τα τοπικά ιστορικά γεγονότα ή τους θρύλους της πόλης τους, αφηγούνται την σύγχρονή τους ιστορία, και ανακαλύπτουν τη γεωγραφία και την ιστορία της Ανατολής, γεγονός που σημαίνει ότι ένας ιδιαίτερα προικισμένος λαός αρχίζει να αποτυπώνει εγγράφως τη γενική εικόνα του κόσμου, έχοντας ως μοναδική «αρχή» και κίνητρο την ανάδειξη αυτού που προκαλεί το ενδιαφέρον.

Η σπουδαιότητα όμως αυτής της ιστοριογραφίας δεν θα πρέπει να αναζητηθεί αποκλειστικά στην απόλυτη αξία της (ως προς το περιεχόμενο και το βάθος της), ούτε ασφαλώς στην σχετική αξία της απλής περιέργειας, αλλά στον κατ’ ουσία απόλυτο αυθορμητισμό των δημιουργών της. Εδώ παρεμβαίνει και το καίριο ερώτημα που τίθεται ακόμη και αν προϋποθέσουμε την ύπαρξη μιας ισχυρής εγγενούς κλίσεως, ή την έντονη επιθυμία προβολής: ποιο μπορεί να ήταν το όφελος, ή τουλάχιστον ποια η ανταμοιβή για τις υπέρογκες θυσίες τις οποίες απαιτούσε η αποστολή του ιστορικού και του γεωγράφου ; Στο βαθμό που δεν υπήρχε κάποιος θεσμός που να ενθαρρύνει και να συλλέγει αυτή τη γνώση, και κανένα ιερό τέμενος – εκτός από τους Δελφούς – δεν αποθησαύριζε πληροφορίες πέραν αυτών που το αφορούσαν, οι περιπλανήσεις των περιηγητών βασίζονταν στις προσωπικές τους δυνατότητες. Δεν γνωρίζουμε αν οι πόλεις προέβλεπαν αμοιβές για τους λογογράφους τους, ή τους προσελάμβαναν ως ιστορικούς ερευνητές, αν τους ανέθεταν, ή επιδοτούσαν τα ταξίδια τους, αν τους εξουσιοδοτούσαν για την αγορά έντυπου υλικού, ή αν, όπως και οι περισσότεροι φιλόσοφοι, έζησαν σε απόλυτη εκούσια ένδεια. Έχουμε την εντύπωση ότι το σύνολο αυτού του έργου ενέπνεε μια ανιδιοτελής παρόρμηση, και ότι οι δραστηριότητές τους συνεπάγονταν σημαντικές θυσίες.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους κοσμογράφους του 4ου αιώνα, για τους συνεχιστές του έργου του Αναξίμανδρου, του Εκαταίου και του Δημόκριτου. Και αυτοί επίσης αναμετρήθηκαν με τις εμμονικές χίμαιρες του παρελθόντος, και γι αυτό ακριβώς η συνετή γεωγραφία οφείλει πολλά σε έναν Εύδοξο, έναν Δικαίαρχο και έναν Εύφορο. Αυτός όμως που αξίζει το ενδιαφέρον μας και για τον οποίο θα επιθυμούσαμε να είχαμε περισσότερα στοιχεία ως προς την προσωπικότητα και τη βιωτή του είναι ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης. Ταξίδεψε μετά το 430 π. Χ., την ίδια εποχή που ο Αλέξανδρος, ένας άλλος μέγας και ιδιότυπος εξερευνητής, επιχειρούσε μιαν εκστρατεία κατάκτησης του κόσμου, και μπορούμε να υποθέσουμε ότι την ίδια εποχή οι Έλληνες ταξίδεψαν για πρώτη φορά ως τη Θούλη, και τις όχθες του Ινδού ποταμού. Ο περίπλους του τον οδήγησε από το Γκάντες, γύρω από την Ισπανία, κατά μήκος των γαλλικών ακτών, με κατεύθυνση τη Βρετανία, όπου επισκέφτηκε τη χώρα του κασσίτερου (την Κορνουάλλη), και μετά από ταξίδι έξη ημερών το βρετανικό βορρά, ως την Θούλη, η οποία είναι πιθανότατα μία από τις Νήσους Σέτλαντ. Προσδιόρισε τη θέση της περιοχής του ήλεκτρου, και είναι ο πρώτος και μοναδικός ερευνητής που διαφοροποίησε τους Σκύθες από τους Κέλτες στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας, παρότι δεν γνώριζε τίποτε για τους Γερμανούς. Στο έργο του Περί Ωκεανού και Γης περίοδος, υπήρξε ο πρώτος που συνέδεσε τη Σελήνη με τις παλίρροιες και υπολόγισε το ύψος τους. Ελπίζουμε ότι τις θαλάσσιες περιπλανήσεις του ενίσχυσαν οι μασσαλιώτες έμποροι, η ακόμη και το ίδιο το Κράτος, όπως υποστηρίζει ο Müllenhoff· αλλά ο μοναδικός που μαρτυρεί για τις περιπέτειές του είναι ο Πολύβιος, ο οποίος τον αποκαλεί χαρακτηριστικά άνδρα μοναχικό, χωρίς πόρους, και το πιθανότερο είναι ότι δεν θα μάθουμε ποτέ κάτι περισσότερο γι αυτόν.

Επιστρέφοντας στους λογογράφους, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς συνοψίζει το έργο τους αναφέροντας ότι συνέγραψαν αφηγήματα περί των Ελλήνων και περί των Βαρβάρων, χωρίς να τα συσχετίσουν, αλλά σε ξεχωριστές περιγραφές, ανάλογα με της πόλεις και τους λαούς, και ότι υπηρέτησαν ένα συγκεκριμένο σκοπό, να κάνουν δηλαδή γνωστές σε ολόκληρο τον κόσμο τις τοπικές παραδόσεις, μέσα από γραπτές πηγές που συνάντησαν είτε σε ιερούς τόπους, είτε σε λαϊκά μνημεία, όπως ακριβώς τις ανακάλυψαν, χωρίς να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν οτιδήποτε, συμπεριλαμβανομένης τόσο της μυθικής παραδόσεως, όσο και των δραματικών γεγονότων, τα οποία εμείς οι σύγχρονοι χαρακτηρίζουμε συχνά αφελή. Αλλά το κοινό στο οποίο απευθύνθηκαν ήταν αυτός ακριβώς ο λαός, ο οποίος είχε τραφεί αποκλειστικά με το μύθο και επιθυμούσε πλέον να γνωρίσει κάτι καινούργιο. Στο μεταξύ είχε αναδειχθεί ένα νέο ενδιαφέρον προς τη λογοτεχνία, και είχε ξεκινήσει η εποχή της δημόσιας ανάγνωσης. Μια εποχή στην οποία ο Ηρόδοτος αρχίζει της δημόσιες αναγνώσεις του στην Αθήνα και ίσως επίσης και στην Ολυμπία.

Σχετικά με το βίο του Ηροδότου, γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε το 484 στην Αλικαρνασσό, και ότι κατά τη νεότητά του εκδιώχθηκε από τον Λύγδαμη, εγγονό της βασίλισσας Αρτεμισίας, και έζησε για μεγάλο διάστημα στη Σάμο. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του βοήθησε στην εκδίωξη του Λύγδαμη, αλλά συνάντησε εκ νέου εχθρούς ανάμεσα στους συμπολίτες του, και αναχώρησε και πάλι, αρχικά για την Αθήνα. Αργότερα έλαβε ενεργό μέρος στον εποικισμό των Θουρίων, όπου και συνέγραψε το μεγαλύτερο μέρος του έργο του, και τελεύτησε τον βίο του λίγο πριν από τη δεύτερη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου, χωρίς να έχει ολοκληρώσει πλήρως το έργο του, που περατώνεται απότομα, ως ημιτελές. Φαίνεται ότι ο πολίτης της δωρικής Αλικαρνασσού, υιοθέτησε πλήρως στη Σάμο το ιωνικό πνεύμα, του οποίου είναι άριστος εκφραστής, καθώς και την άρτια γνώση της ιωνικής διαλέκτου. Η ευρυμάθεια του κόσμου που τον χαρακτηρίζει οφείλεται στις περιπλανήσεις κατά τη νεότητά του, ως την Ελεφαντίνη νήσο της Αιγύπτου, την Κυρηναϊκή, την Φοινίκη, την Βαβυλωνία, τον Κιμμέριο Βόσπορο, τη χώρα των Σκύθων και την Κολχίδα· δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν επισκέφτηκε την Περσία. Δεν γνωρίζουμε επίσης πώς ανταποκρίθηκε στις δαπάνες των ταξιδιών του, αν ήταν εύπορος, όπως ο Θουκυδίδης, ή αν ασχολήθηκε με το εμπόριο· οπωσδήποτε όμως επισκέφτηκε περιοχές που δεν προσφέρονταν στην εμπορική δραστηριότητα. Δεδομένου ότι τα ταξίδια του τοποθετούνται στην περίοδο που η Ασία είχε εκ νέου απαλλαγεί από τους Πέρσες, δεν θεωρούμε πιθανό να επωφελήθηκε της προστασίας τους. Ο σχεδιασμός του έργου του, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, μοιάζει να έχει διανύσει διαδοχικά στάδια ωρίμανσης· σύμφωνα τουλάχιστον με τον Αριστοτέλη, εκτός από το γνωστό ιστορικό του έργο, συνέγραψε και ένα έργο με τίτλο Ασσυριακαί Αφηγήσεις. Μια αρχαία αναφορά μας πληροφορεί ότι για της δημόσιες αναγνώσεις του στην Αθήνα αμείφτηκε με το ποσό των δέκα ταλάντων, προερχόμενο από το δημόσιο ταμείο.

Εμπνευσμένος από τη δύναμη μιας αληθινής κλίσης προς την έρευνα, ο Ηρόδοτος αφιερώθηκε σ’ αυτή τη σημαντική αποστολή, της περιγραφής του ανταγωνισμού ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ασία, που οδήγησε στους Περσικούς Πολέμους. Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι επεδίωξε παράλληλα να διαδώσει την αντίληψη ότι ο κόσμος κυριαρχείται από την ασυνέπεια των ανθρώπινων υποθέσεων, το φθόνο των θεών, την καταδίκη της ύβρεως, την αμετροέπεια κ.ο.κ. Εκφράζεται ασφαλώς ενίοτε στα πλαίσια αυτού του πνεύματος, χωρίς όμως να συνιστά την ψυχή του έργου του, χωρίς δηλαδή αυτό να σημαίνει ότι αφιερώθηκε σε μιαν υπόθεση που συμμεριζόταν ολόκληρος ο κόσμος εκείνη την εποχή. Κατά τη γνώμη μας, ο μοναδικός στόχος της περιγραφής αυτής της μνημειώδους διένεξης, που οδήγησε στην αντιπαράθεση τόσων διαφορετικών λαών, αντανακλάται στην ίδια την Εισαγωγή: « προκειμένου να μη σβήσει ο χρόνος τα ανθρώπινα έργα, να μην στερηθούν της δόξης τους τα μεγάλα και θαυμαστά έργα των Ελλήνων και των βαρβάρων». Μια σκέψη που δεν θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει ο νους ενός Αιγύπτιου, ή ενός Εβραίου.

Η σύνθεση του έργου του μέχρι το 7ο Βιβλίο βρίθει συμβάντων· από τη μάχη του Μαραθώνα και μετά, τα γεγονότα συνδέονται χωρίς διακοπή. Και επειδή ο Ηρόδοτος δεν περιγράφει μια συγκεκριμένη αυτοκρατορία, ή έναν ιερό τόπο, αλλά έναν ολόκληρο κόσμο, και σύμφωνα με τον αρχικό σκοπό του αναλαμβάνει να αφηγηθεί – και τούτο για πρώτη φορά – έναν τεράστιο όγκο γεγονότων εξαιρετικού ενδιαφέροντος, είναι αναγκασμένος να ακολουθήσει αυτή τη μέθοδο, την οποία υιοθέτησαν και άλλοι μετά απ’ αυτόν, όπως ο Αμμιανός Μαρκελλίνος. Πραγματεύεται κάθε χώρα στο βαθμό που αυτή μετέχει στη ροή των γεγονότων, καθώς και την ιστορία της, άλλοτε λεπτομερώς (Αίγυπτος), και άλλοτε στο βαθμό που το θεωρεί απαραίτητο.

Σημαντικά επεισόδια έρχονται να προστεθούν σ’ αυτό το σύνολο· γι αυτό και δεν δυνάμεθα να συνυπογράψουμε τον κριτικό θαυμασμό τού O. Müller, όταν λέει ότι «το έργο του είναι μια τόσο αρμονική καθ’ εαυτή δημιουργία, και τόσο τέλεια στο είδος της, όσο δύναται να είναι ένα ανθρώπινο έργο». Με αφορμή την ιωνική επανάσταση, που ξεκινά τόσο ορμητικά, και σε σχέση με τη μετάβαση του Αρισταγόρα στη Σπάρτη και την Αθήνα, ο συγγραφέας παραθέτει μακροσκελή και σημαντικά αποσπάσματα της σπαρτιατικής, αθηναϊκής και κορινθιακής ιστορίας, για να επιστρέψει κατόπιν αδιατάρακτα στην αποστολή του Αρισταγόρα. Κατά το ίδιο τρόπο, αμέσως μετά τη μάχη του Μαραθώνα, αφηγείται εν ηρεμία, την ιστορία των Αλκμεωνίδων, τους γάμους της Αγαρίστης, κ.τ.λ. και παρεμβάλει τη γεωγραφική απεικόνιση της Λιβύης, στην ιδιαίτερα δραματική και τήν περιπετειώδη ιστορία της Φερετίμης. Εκτιμούμε ότι εδώ πρόκειται για σφάλματα αδεξιότητας. Δεν θα επιθυμούσαμε όμως να απουσιάζουν αυτές οι παρενθέσει. Το έργο του Ηροδότου ξεχειλίζει από αποδεικτικά στοιχεία – με την καθαυτό έννοια της λέξης ιστορία – προσθέτοντας ένα κολοσσιαίο άλμα στην οδό της εξέλιξης της ιστορίας και της γεωγραφίας.

Η μεγάλη ζωντάνια των κειμένων του οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι καταγράφει προφορικές αφηγήσεις, ότι οι περισσότερες περιγραφές του είναι τόσο εξ ορισμού προφορικές, ώστε τα δάνεια γραπτών αφηγήσεων μοιάζουν συγκριτικά νεκρά και ανούσια. Φυσικά ένα μικρότερο τμήμα της εξιστόρησης είναι ακριβές, και το μεγαλύτερο μέρος ακολουθεί την γνωστή τυπική διαδικασία. Το 1ο Βιβλίο βρίθει αφηγήσεων, οι οποίες, αν και θα μπορούσαν να θεωρηθούν αληθοφανείς, έχουν μορφή νουβέλας· καμία απ’ αυτές δεν είναι χωρίς αξία. Εξ άλλου, αυτές οι διηγήσεις προέρχονται πολύ λιγότερο από Ασιάτες από ότι από Έλληνες που ζούσαν στην Ασία, την Αίγυπτο, τη Σκυθία, κ.τ.λ. Ολόκληρη η αναφορά στη δυναστεία των Μερμναδών ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Η περιγραφή του θανάτου του Καμβύση έχει άρωμα ανατολής, όπως η αναφορά στον ακρωτηριασμό των ώτων του ψευδο-Σμέρδι· μετά από αυτό το επεισόδιο ακολουθεί μια πλήρως εξελληνισμένη νουβέλα, πιθανώς από αμφισβητήσιμες πληροφορίες. Η διαβούλευση των επτά υψηλά ιστάμενων Περσών, έχει ακριβώς τη μορφή σκευωρίας κατά του τυράννου μιας ελληνικής πόλης· η εισβολή στο ανάκτορο και η δολοφονία του Σμέρδι περιγράφονται με το ίδιο ύφος, όπως και η αντιπαράθεση απόψεων σχετικά με το σύνταγμα, την οποία όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο Ηρόδοτος, αρκετοί Έλληνες θα αμφισβητούσαν. Ο Δαρείος τελικά τάσσεται υπέρ της μοναρχίας, ισχυριζόμενος ότι εκεί καταλήγει η ολιγαρχία, όπως και η δημοκρατία. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο κατακτά το στέμμα συνιστά την κορύφωση της σάτιρας: μετά από την ανταλλαγή θεωριών και απόψεων υψηλού επιπέδου, η απόφαση επαφίεται στην πανουργία ενός ιπποκόμου, και τη βούληση ενός τετράποδου. Και πράγματι, παρότι ο μύθος του αλόγου είναι περσικής προέλευσης, διότι «οι Πέρσες διατηρούν δύο εκδοχές αυτής της ιστορίας», η πραγματική διακωμώδηση της υπόθεσης οφείλεται στις εκτιμήσεις (ασφαλώς ελληνικές) που προηγήθηκαν. Καθαρά προφορικές, όπως και αυτές οι περσικές ιστορίες, πλήρεις ζωντάνιας και αληθοφάνειας, είναι επίσης και οι σαμιακές αφηγήσεις, από τον Πολυκράτη ως τον Συλοσώντα και τον Μαιάνδριο· αλλά το πλέον αξιοθαύμαστο είναι η πλοκή και η συγκρότηση του 1ου Βιβλίου, το οποίο έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας προφορικής αφήγησης, και προσομοιάζει απόλυτα στην εποποιία.


(συνεχίζεται)

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΣΑΡΚΙΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ & Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ

ΜΕΤΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ (TRANSHUMANISM)





Του Πρωτοπρεσβύτερου Peter Heers, D.Th,
Λέκτορα Εκκλησιολογίας, Holy Trinity Seminary, Jordanville, NY
«Όποιος δεν μπορεί να πιστέψει στον Χριστό πρέπει και θα πιστέψει στον Αντίχριστο.»
• — +Πατήρ Σεραφείμ Ρόουζ ( Fr. Seraphim Rose, 1934 – 1982)


Μετανθρωπισμός: Η Φιδίσια Αντιστροφή του Κόσμου & των Αξιών

Ο Μετανθρωπισμός (Transhumanism) είναι η πιο πρόσφατη και ίσως η τελευταία, έκφραση του αρχέγονου πειρασμού και του ψέματος του σατανά προς τον άνθρωπο: να γίνει Θεός χωρίς Θεό.
«… Κατά την ημέρα που θα φάτε απ’ αυτό, θα ανοίξουν τα μάτια σας, και θα γίνετε σαν θεοί …» (Γένεση 3:5). Οι Μετανθρωπιστές περιφρόνησαν και απέρριψαν τον Θεάνθρωπο Χριστό και υιοθέτησαν το ακριβώς αντίθετο, τον εντελώς αντίστροφο δρόμο, πιστεύοντας ότι μπορούν προβούν στην τεχνολογική κατασκευή ενός ανθρωποθεού.1
Από αυτό και μόνο το γεγονός γίνεται ξεκάθαρο ότι ο Μετανθρωπισμός είναι μια εντελώς σατανική κοσμοθεωρία. Εμπνέεται και καθοδηγείται από τον ψεύτη και τον μισάνθρωπο Εωσφόρο, τον πατέρα όλων των ψεμάτων.
Ενώ το Θέλημα και το Σχέδιο του Θεού είναι να γίνει ο άνθρωπος “Θεός δια της Χάριτος”, οι μετανθρωπιστές διαστρέφουν και αντιστρέφουν το Σχέδιο αυτό του Θεού, με το ψέμα και την απάτη, ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει από μόνος του Θεός μέσω της επιστήμης και των νέων τεχνολογιών μεταλλάσσοντας την ίδια την ανθρώπινη φύση, αλλά ουσιαστικά καταργώντας τον ίδιο τον άνθρωπο (1.0) και μεταμορφώνοντας τον σε ένα μετάνθρωπο (2.0).
Η αντιστροφή του προορισμού του ανθρώπου που επιχειρεί και πάλι ο πονηρός όφις είναι ολοφάνερη δια γυμνού οφθαλμού. Άλλωστε, αυτή ακριβώς η πρόθεση ομολογείται ξεκάθαρα από τους ίδιους τους ψευδοπροφήτες του Mετανθρωπισμού.
Ο Γιούβαλ Νώε Χαράρι, o Ισραηλινός καθηγητής της Ιστορίας, φαντασιώνεται ότι οι μετανθρωπιστές και οι νεοεποχίτες συνοδοιπόροι τους θα καθοδηγήσουν τους ανθρώπους πέρα από την εξέλιξη και θα τους μετατρέψουν σε “θεούς”: «Θα ανυψώσουμε την ανθρωπότητα πάνω από το ζωώδες επίπεδο της, του αγώνα της επιβίωσης στο οποίο βρίσκεται ο σημερινός άνθρωπος, και θα επιδιώξουμε τώρα να “αναβαθμίσουμε” τους ανθρώπους σε θεούς και να μετατρέψουμε τον Homo Sapiens (Νοήμονα Άνθρωπο) σε Homo Deus (Θεϊκό Άνθρωπο).» 2
Σίγουρα, ο Χάραρι όταν ισχυρίζεται ότι θα μετατρέψει τους ανθρώπους σε θεούς, με αυτή την “αναβάθμιση” που έχει στον νου του σίγουρα θα θέλει να μας κάνει παρόμοιους με τους γεμάτους ανθρώπινα πάθη ειδωλολατρικούς θεούς του Ολύμπου και φυσικά όχι να μας μετασχηματίσει σε κάτι παρόμοιο με τον εξαιρετικά ταπεινό, σταυρωμένο και Αναστημένο Θεάνθρωπο, Ιησού Χριστό. Αυτό που επιδιώκουν οι νεοπαγανιστές μετανθρωπιστές είναι, όπως άλλωστε ήταν είναι αναμενόμενο, ο μετάνθρωπος τους να αποκτήσει υπεράνθρωπη, σωματική και πνευματική δύναμη και εξουσία. Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από τον ήλιο. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι πολύ παλιοί, από την εποχή του Αδάμ και της Εύας.
«Η σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία έχουν προαχθεί σε τέτοιο υψηλό βαθμό που μπορούν οι σύγχρονοι άνθρωποι να αποκτήσουν παρόμοια χαρακτηριστικά και δυνάμεις που κάποτε αποδίδονταν στους θεούς. Οι σημερινοί άνθρωποι μπορούν να δημιουργούν και να σχεδιάζουν τη ζωή τους μόνοι τους, να διαβάζουν τη σκέψη των άλλων, να επικοινωνούν σε μεγάλες αποστάσεις άμεσα, να επιτηρούν και να ελέγχουν το περιβάλλον, να ταξιδεύουν με μεγάλες ταχύτητες και να ζουν για πάντα κλπ. Έτσι, ο Χαράρι προβλέπει ότι, κάποια στιγμή στο μέλλον, «θα έχετε την δυνατότητα να αγοράσετε για τον εαυτό σας τη δύναμη και εφευρετικότητα του Ηρακλή, τον αισθησιασμό και την ομορφιά της Αφροδίτης, τη σοφία της Αθηνάς ή την “γλυκιά τρέλα” του Διόνυσου, αν αυτό σας αρέσει.» 3
Η παρωδία, η γελοιοποίηση της θεοποίησης του ανθρώπου από τον Χάραρι είναι εναρμονισμένη με την περιφρονητική στάση και άποψη που έχουν οι μετανθρωπιστές για τα ανθρώπινα όντα και την ίδια τη Δημιουργία του Θεού. «Όπως ο Ανθρωπισμός μας απελευθέρωσε από τα δεσμά της δεισιδαιμονίας κάποτε», λέει ο μετανθρωπιστής Simon Young, «ας μας απελευθερώσει τώρα ο Μετανθρωπισμός και από τα βιολογικά δεσμά μας.» 4
Ως εκ τούτου, δεν εξυψώνουν τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά την ιδέα τους για το τι θέλουν να γίνει ο άνθρωπος. Όπως ακριβώς απομακρύνονται από τον Ανθρωπισμό και από μια ανθρωπο-κεντρική κοσμοθεώρηση σε μια δεδομενο-κεντρική (data-centric), έτσι ταυτόχρονα θεωρούν και υποβιβάζουν και τον Θεό σε μια μετάνθρωπιστική κατάσταση με θεϊκές δυνάμεις. Και αυτό είναι αναπόφευκτο, διότι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού». Έτσι διαστρεβλώνοντας ή απορρίπτοντας ή καταργώντας τον άνθρωπο αυτή η ενέργεια επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα και στον Θεό, και το αντίστροφο.
Ο Nick Bostrom, ένας από τους πρωτοπόρους μετανθρωπιστές, και καθηγητής φιλοσοφίας στην Οξφόρδη, λέει, θυμίζοντας τον Νίτσε, ότι οι μετανθρωπιστές οραματίζονται την έλευση εκείνης της ημέρας που η γεμάτη αδυναμίες ανθρωπότητα θα ξεπεραστεί, και θα μεταλλαχθεί σε μετα-ανθρώπινη: «Οι μετανθρωπιστές αντιλαμβάνονται την ανθρώπινη φύση ως ένα ημιτελές έργο που βρίσκεται σε εξέλιξη. Και για αυτό πρέπει να αποκτήσουμε τις τεχνολογίες εκείνες οι οποίες μπορέσουν να αναδιαμορφώνουμε συνειδητά τον άνθρωπο σύμφωνα με τους επιθυμητούς στόχους. Να γίνουμε εμείς οι ίδιοι συνδημιουργοί του νέου μετανθρώπου. Η σημερινή ανθρωπότητα δεν είναι απαραίτητο να βρίσκεται στο τελικό σημείο της εξέλιξης της. Οι μετανθρωπιστές ελπίζουν ότι με την υπεύθυνη συνειδητή χρήση της επιστήμης, των προηγμένων νέων τεχνολογιών και των άλλων επιστημονικών μέσων ότι τελικά θα καταφέρουμε να γίνουμε μετα-ανθρώπινοι, όντα με πολύ μεγαλύτερες σωματικές και νοητικές ικανότητες από αυτές που έχουν οι σημερινοί άνθρωποι.» 5
Οι μετανθρωπιστές πιστεύουν ότι μπορούν να επανασχεδιάσουν την ανθρώπινη φυλή και να μετατρέψουν τον άνθρωπο σε ένα εντελώς νέο είδος, να δημιουργήσουν τον “Νέο-Άνθρωπο”. Για πετύχουν τον στόχο τους επιστρατεύουν τις νέες αναδυόμενες και συγκλίνουσες τεχνολογίες: την νανορομποτική, την γενετική μηχανική, την βιοτεχνολογία, τα φαρμακευτικά γενετικά παρασκευάσματα τροποποίησης του DNA, τα ψηφιακά εμφυτεύματα, την ισχυρή τεχνητή γενική νοημοσύνη (AGI), τις γνωστικές επιστήμες κ.ά και μέσω αυτών επιδιώκουν την “βελτίωση” των σωματικών, διανοητικών και συναισθηματικών ικανοτήτων του ανθρώπου, έτσι ώστε να μετασχηματίσουν τον άνθρωπό (1.0) σε ένα προηγμένο μετάνθρωπο (2.0). Φυσικά, αυτό το εγχείρημα των μετανθρωπιστών προϋποθέτει την χονδροειδή και ανήθικη παραβίαση των βιοηθικών κανόνων και την παραβίαση της φυσικής τάξης του ανθρώπου. Ο ανήθικος και άθεος στόχος τους δεν είναι άλλος από το να ζήσουν για πάντα επί της γης, αιωνίως, με τις παρηκμασμένες και φιλήδονες αμαρτωλές ζωές τους, είτε μέσω “βελτιώσεων” των σωμάτων τους, είτε μέσω ψηφιακών εμφυτευμάτων στον εγκέφαλο τους, είτε αντικαθιστώντας τα μέλη και τα όργανα του ανθρώπινου σώματος με τεχνητά (βιονικά). Όμως, η πιο εξωφρενική επιδίωξη τους είναι ο διακηρυγμένος στόχος τους να μεταφορτώσουν (uploading) το περιεχόμενο του ανθρώπινου μυαλού, της συνείδησης, σε ένα ψηφιακό ή εικονικό μέσο, σε μια “Νοόσφαιρα”.
«Ο μετανθρωπιστής είναι ο οραματιστής εκείνος που πιστεύει ότι με την δύναμη της τεχνολογίας μπορεί να σχεδιάσει και να πραγματοποιήσει συνειδητά το δικό του εξελικτικό μέλλον. Θεωρεί τον εαυτό του σαν ένα συνδημιουργό του ημιτελούς ανθρώπου που είναι γεμάτος από ατέλειες και αδυναμίες που μπορούν να διορθωθούν με την χρήση των προηγμένων νέων τεχνολογιών, έτσι ώστε να μετασχηματίσουν, να μεταλλάξουν τον άνθρωπο (1.0) σε μετάνθρωπο (2.0) με “βελτιωμένες” σωματικές και διανοητικές ικανότητες —ενός νέου όντος που θα μοιάζει με θεό. Πάνω από όλα όμως οι μετανθρωπιστές επιδιώκουν να αποκτήσει ο άνθρωπος την αθανασία, την ψηφιακή έστω αθανασία» 6
Η προοπτική της αιώνιας ζωής σε έναν ξεπεσμένο και διεφθαρμένο κόσμο, μιας πραγματικά κολασμένης ύπαρξης που επιδιώκουν οι Μετανθρωπιστές στις χαλεπές ημέρες μας, αποτράπηκε προνοητικά πρώτα με την εξορία του ανθρώπου, των προπατόρων της ανθρωπότητας, Αδάμ και Εύας, από τον παράδεισο και μετά με τον τελικό θάνατό του.7 Ο θάνατος, με τη σειρά του, μπορεί και πρέπει να ξεπεραστεί με την Ανάσταση της ανθρωπότητας, με την εν Χριστώ ζωή και τη κατάταξη μας στα δεξιά του Θεού. Καμία τεχνολογική ή επιστημονική εφεύρεση του αμαρτωλού, εκπεσόντα ανθρώπου, όσο βαθιά ή επαναστατική και αν είναι, δεν μπορεί ποτέ να ξεπεράσει τον θάνατο για τον απλούστατο λόγο ότι ο θάνατος είναι πρώτα ένα πνευματικό γεγονός και μόνο δευτερευόντως ένα βιολογικό.
Οι μετανθρωπιστές επιδιώκοντας να αυτοθεοποιηθούν και διαμορφώσουν ένα “Νέο-Άνθρωπο”, τον μετάνθρωπο (2.0), καταφεύγουν στην αρχαία εωσφορική ειδωλολατρία, παριστάνοντας τον Θεό και μιμούμενοι τον Εωσφόρο, ο οποίος ατένισε το φως της δικής του διάνοιας και την λάτρεψε, σαν νάρκισσος —λάτρεψε την ομορφιά του εαυτού του, λάτρεψε το δημιούργημα και όχι τον Δημιουργό — δίνοντας δόξα στο εαυτό του και όχι στον Θεό. Θέλησε με αλαζονεία του να εξυψώσει τον εαυτό του και να εξομοιωθεί με τον Θεό. Οι μετανθρωπιστές είναι, λοιπόν, ολοφάνερα πρόδρομοι και οι οπαδοί του Αντιχρίστου, ο οποίος είναι «αυτός ο οποίος εναντιώνεται και υπερυψώνει τον εαυτό του πάνω από κάθε τι που ονομάζεται Θεός ή που λατρεύεται σαν θεός … αποδεικνύοντας τον εαυτό του ότι είναι Θεός.» • (Β΄ Προς Θεσσαλονικείς 2:4). Επομένως, οι μετανθρωπιστές, χωρίς καμία αμφιβολία, είναι οι σύγχρονοι διάδοχοι των προηγούμενων ψευδοπροφητών και ψευδο-αποστόλων του Αντιχρίστου: του Νίτσε, του Μαρξ και πολλών άλλων Ουτοπιστών, που εμφανίστηκαν στο διάβα της ανθρώπινης ιστορίας, και διέλαμψαν σαν διάττοντες αστέρες στο παρελθόν. Οι μετανθρωπιστές τώρα, στις ημέρες μας επιδιώκοντας να καταστρέψουν την παλιά τάξη πραγμάτων (του Χριστιανικού πολιτισμού) επικεντρώνουν τις προσπάθειες τους αποκλειστικά στη επίτευξη της “Τεχνολογικής Μοναδικότητας” (= “Technological Singularity” ή AGI = Τεχνητή Γενική Νοημοσύνη)8 δηλαδή στην επίτευξη μια τεχνολογικής υπερνοημοσύνης που θα είναι υπεράνθρωπη, έτσι ώστε να εγκαθιδρύσουν ένα Χιλιαστικό μετανθρώπινο βασίλειο, ένα τεχνοκρατικό “παραδείσο” επί της γης που είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι θα εξελιχθεί σε εφιάλτη, σε μια απερίγραπτη Δυστοπία. 9

Μετανθρωπισμός (Transhumanism): Το Τέλος της Εξέλιξης

 

Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

Ὅσοι κατέχονται ἀπὸ τὸ προπατορικὸ σκότος καὶ δὲν θέλουν νὰ κοιτάξουν στὸ νοητὸ φῶς, ποὺ ὁ προπάτορας ἔχασε, θεωροῦν ἐκείνους ποὺ βρίσκονται σ’ αὐτὸ τὸ φῶς καὶ μιλοῦν γιὰ τὰ γνωρίσματα αὐτοῦ τοῦ φωτὸς σὰν ἀντίπαλους ἐχθρούς, ἐπειδὴ πληγώνονται ἀπὸ τὰ λόγια τους. (Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)

                                                   

Ὅσοι κατέχονται ἀπὸ τὸ προπατορικὸ σκότος καὶ δὲν θέλουν νὰ κοιτάξουν στὸ νοητὸ φῶς, ποὺ ὁ προπάτορας ἔχασε, θεωροῦν ἐκείνους ποὺ βρίσκονται σ' αὐτὸ τὸ φῶς καὶ μιλοῦν γιὰ τὰ γνωρίσματα αὐτοῦ τοῦ φωτὸς σὰν ἀντίπαλους ἐχθρούς, ἐπειδὴ πληγώνονται ἀπὸ τὰ λόγια τους.

Διότι, ὅπως ἡ ἀκτίνα τοῦ ἥλιου, καθὼς μπαίνει ἀπὸ κάπου σὲ μία σκοτεινὴ οἰκία, χτυπᾶ καὶ σχίζει τὸ σκότος σὰν ἕνα βέλος, ἔτσι καὶ ὁ θεόπνευστος λόγος ἑνὸς πνευματικοῦ καὶ ὁσίου ἀνθρώπου γίνεται μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου σὰν μία δίκοπη μάχαιρα, προκαλώντας σ᾿ αὐτὴ πόνο καὶ διεγείροντάς την σὲ ἀντιλογία καὶ σὲ μίσος ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀπιστία.

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

Οδοιπορούντες Αγίου Συμεών Του Νέου Θεολόγου (wordpress.com)

Ο Μέγας Κωνσταντίνος ο Ισαπόστολος_+π. Γεώργιος.Μεταλληνός


 


Επιστολή προς Παύλον Ασάνην, Η θεολογία του ακτίστου φωτός

 

1. Συναντήσας εσάς πρόσφατα, εσύ, που κατά την εξ αίματος καταγωγή είσαι συγγενής των κατεχόντων την βασιλεία αλλά κατά τις πνευματικές προδιαγραφές έχεις επιλέξει να είσαι υιός και αδελφός ημών που είμαστε ελάχιστοι λόγω της πτωχείας του πνεύματος που μακαρίζεται από τον Κύριο, ανέφερες ότι ποθείς να μάθεις ποια είναι η δοξασία της οποίας η αρχική πηγή είναι ο Ακίνδυνος και σε ποίου, απ’ όσους σε όλη την ιστορική εξέλιξη εξέφρασαν άνομα φρονήματα για τον Θεό, το έργο, τον λόγο και τα γέμοντα φλυαριών συγγράμματα εμπιστεύτηκε, ώστε να προβεί περαιτέρω κατά της δόξας του Θεού η οποία με αποδεικτικά τεκμήρια κατέστη σαφής στο Θαβώρ.

Η εν λόγω απόπειρα δεν φαίνεται να είναι τόσο δοξασία αλλά μάλλον κάποια αδοξία και μάλιστα όλη η αδοξία και όχι επιμέρους· διότι όποιος ασπάζεται την εν λόγω αδοξία περιπίπτει σε οιαδήποτε εκτροπή προσιδιάζει στο (εν λόγω αρνητικά χαρακτηρολογικό) όνομα, αφ’ ενός κατά το ότι αντιμετωπίζει απαξιωτικά την θεία εκείνη δόξα και όσους ανέκαθεν και κατά την παρούσα ιστορική στιγμή την ανύψωσαν κατά το μέτρο της δυνατότητάς τους, αλλά, για να μιλήσουμε αληθέστερα, τον ίδιο τον εαυτό του, και αφ’ ετέρου κατά το ότι έχει αποκτήσει εξ αυτής της θέσης την νόσο της έσχατης ηθικώς κακοδοξίας»· και τρίτον, το οποίο κατ’εξοχήν έρχεται σε αντιπαράθεση με την απορία της σεβασμιότητάς σου, με το να μη συντάσσεται με καμιά άποψη και καμιά εκδοχή μέχρι τέλους αναφορικά με αυτή την δόξα (επισφαλή εκδοχή) για την οποία εσύ θέτεις ερωτήματα. Είναι εφικτό μάλιστα να μάθεις την εν λόγω ασυμφωνία του με σαφήνεια και από τα αυτόγραφα συγγράμματα εκείνου, τα οποία έχουμε (στην διάθεση μας).

Πράγματι, όποια άποψη θα είχε κάποιος για το φως εκείνο, θα εύρει κατά την εκτύλιξη του περιεχομένου τους την αντίθετη· καθώς φαίνεται λοιπόν ο συγγραφέας των τέτοιου είδους συγγραμμάτων στο εν λόγω σημείο ακριβώς έδωσε ιδιαίτερη προσοχή, να στρέφεται εναντίον του εαυτού του με κάποιους ανατρεπτικούς συλλογισμούς και να αντιφάσκει με τον εαυτό του καταρχάς ως προς όλα και με πολλούς τρόπους, για καθένα από τα θέματα που βρίσκονται στο προσκήνιο, και στον καθένα από τους υπολοίπους (θεολογούντες) κατά πολλούς βέβαια τρόπους αλλά όχι σε όλα τα ζητήματα· διότι ποιος θα μπορούσε, όπως ο ίδιος, να εντοπισθεί από όλους, καθώς αναφέρει γενικώς για το ίδιο ζήτημα όλες τις εκδοχές και ακόμη τις αντίθετες;

Διότι ποιά δοξασία είναι εφικτό να αποχτήσει κάποιος για το θειότατο εκείνο φως, το οποίο με απόρρητο τρόπο εθεάθησαν οι αριστίνδην εκλεγμένοι από τους αποστόλους, οι οποίοι τότε ανέβησαν από κοινού με τον Κυριον στο όρος, αφού είναι άκτιστο;

2. Αλλά ευθύς αμέσως θα έλθει αντιμέτωπος με την εχθρική προς το φως χείρα, η οποία γράφει: «δεν είναι εφικτό να οράται κάτι άκτιστο από καμιά κτιστή φυση ούτε από αυτές τις ανώτατες δυνάμεις που βρίσκονται πέριξ του θείου»· και πάλι: «τίποτε, όπως αυτό τούτο που υποπίπτει στην όραση των σωματικών οφθαλμών υπό οιαδήποτε προσέγγιση δεν είναι άκτιστο, έστω και αν είναι ο Μωυσής, έστω και αν είναι ο Παύλος που ανήλθε στον τρίτο ουρανό, έστω και αν είναι άγγελος, ή οντότητα που άπτεται της θείας θεωρίας»· και εκ νέου: «το μόνο άκτιστο φως και η άκτιστη δόξα, δηλαδή η θεία φύση, είναι παντελώς κατά την καθεαυτότητά της αόρατη». Άραγε δεν απέδειξε με σαφήνεια ότι είναι κτίσμα το φως εκείνο;

Και αν υποστηρίξει κάποιος ότι αυτό είναι θεία ενέργεια και όχι ουσία, εκ νέου προσεγγίζει (το ζήτημα) με αντίθετο φρόνημα η εχθρική συγγραφή και γνώμη του, όταν σημειώνει «δεν είναι εφικτό να θεαθεί κάποιος την συμπληρωματική ενέργεια της υψίστης θεότητας με σωματικούς οφθαλμούς υπό οιαδήποτε οπτική»· και πάλι, «πώς η κτιστή φυση θα θεαθεί την άκτιστη ενέργεια με σωματικούς οφθαλμούς, ακόμα και αν κάποιος είναι ισάγγελος και άγγελος;».

Αφού θέσει λοιπόν κάποιος στο περιθώριο το όνομα της ενέργειας, θα το ονομάσει θεία έλλαμψη και χάρη, προτιμώντας κατά κάποιο τρόπο ένα από τα κατάλληλα ονόματα. Αλλά θα εντοπίσει την ίδια χείρα να χρησιμοποιεί έμμετρους λόγους με άμετρη φορά και να γράφει εκ νέου κατά των απόψεων του: «Έπειτα νομίζει ότι πρόκειται για την άκτιστη χάρη, την οποία κανείς δεν είδε ούτε έχει τις οντολογικές προδιαγραφές για να την δεί, ακόμη και αν λάβει ως χάρισμα φύση αγγέλου». Όθεν ποια αναγκαιότητα υπάρχει να γράφουμε εδώ περισσότερα από τα γραφέντα από τον ίδιο προηγουμένως, έστω και αν είναι πολυ χειρότερα;

3. Αλλά επειδή και η άκτιστη ουσία είναι από κάθε άποψη αόρατη και την άκτιστη χάρι και ενέργεια, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, κανένας ούτε ακόμη άγγελος δεν είδε, θα ονομάσουμε κτιστό το φως εκείνο που εθεάθη από τους αποστόλους στο όρος με την δύναμη του πνεύματος, και έτσι θα κατευνάσουμε το φιλοπόλεμο ήθος του Ακίνδυνου;

Αλλά είναι εφικτό να εντοπίσουμε και επίσης να έχουν γραφεί εκ νέου από την χείρα του τα εξής: «και είναι δυνατόν, σε όσους επιθυμούν να έλθουν προς ημάς, να λάβουν την πίστη διά μέσου της όψης, ότι, δηλαδή, εάν κάποιος το υπέρλαμπρον φως που έλλαμψε στο όρος Θαβώρ, εξαιτίας του ότι έχει ονομασθεί παραδειχθείσα θεότητα από τον Θεολόγο Γρηγόριο και άκτιστο και αΐδιο από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, διαφορετικό αυτό χαρακτηρίζει ως προς το άκτιστο της ουσίας του Θεού, δεν θεωρώ ότι ο εν λόγω αιρετικός θεολογεί με έγκυρο τρόπο.

Και διότι έχει χαρακτηρισθεί ως φως άκτιστο και προαιώνιο και αΐδιο, δεν χαρακτηρίσθηκε όμως ως διαφορετικό από την ουσία του Θεού. Επομένως, ούτε εγώ υποστηρίζω αυτήν την άποψη. Σύμφωνα λοιπόν με τις απόψεις του και κατεξοχήν σύμφωνα με την πρόταση που διετυπώθη από τον ίδιο τώρα, εκείνο το φως που εωράθη, το οποίο υπέδειξε από πριν ότι είναι κτίσμα, είναι και ουσία και άκτιστο, μολονότι προηγουμένως υποστήριξε ότι δεν είναι δυνατόν να θεαθεί η χάρη και η ενέργεια ούτε από τους ίδιους τους αγγέλους.

Έχει μάλιστα παραδοθεί και αυτός ο λόγος του με γραπτό τρόπο και αυτολεξεί έχει διατυπωθεί σε πολλά σημεία των συγγραμμάτων του ότι «η θεία και άκτιστη χάρις και ενέργεια δεν είναι διαφορετική από την θεία ουσία», αλλά και στα κείμενα που μόλις προηγουμένως παρετέθησαν απεφάνθη ότι δεν είναι μόνο άκτιστη αλλά και αόρατη κατά την καθεαυτότητά της η ουσία του Θεού. Εδώ όμως υποστηρίζει ότι το φως που εωράθη είναι η ίδια η ουσία του Θεού· «διότι δεν είναι διαφορετικό από την ουσία», υποστηρίζει.

4. Αλλά θα υποστηρίξει ότι διατύπωσε λόγο για φως που έχει λάμψει στο Θαβώρ αλλά που δεν έχει καταστεί αντικείμενο της όρασης; Μια τέτοια διάκριση εισάγει την κατεξοχήν αφροσύνη. Διότι πώς έλλαμψε στο Θαβώρ, εάν δεν έχει οραθεί στο Θαβώρ; αλλά θα υποστήριζε κάποιος ότι διά μέσου του φωτός εκείνου εθεάθη η θεότητα που με παραδειγματικό τρόπο εμφανίσθηκε στο όρος, δηλαδή εννοήθη; Πρόκειται για μέγιστη υπεροψία ή, για να εκφέρω πιο ακριβή λόγο, για μέγιστη απάτη.

Διότι πώς νοείται αλλά δεν υποπίπτει στην όραση μια κατάσταση που είναι πολύ ανώτερη της όρασης; Αραγε δεν εκλαμβάνει εναντίον της δικής του συνείδησης, με απατηλό τρόπο στοχαζόμενος, το νοήσαι σε αντικατάσταση εκείνου το οποίο θα μπορούσε να θεαθεί διά μέσου οφθαλμών;

Και μάλιστα ενώ ακούει ότι το φως που έλλαμψε στο όρος από τον σωτήρα έγινε ορατό με τους οφθαλμούς των αποστόλων; Διότι λέγει «σήμερα κατέστησαν ορατά όσα είναι αθέατα από τους ανθρώπινους οφθαλμούς και είδαν την θεϊκή αυτή δόξα, αν και όχι στο εύρος που κατείχε, αλλά στον βαθμό που είχαν αντοχή αυτοί που περιέφεραν σωματικούς οφθαλμούς, προκειμένου να μην απωλέσουν μαζί με την όραση και την ζωή».

Αλλά όμως το εν λόγω φως που έγινε ορατό από τους οφθαλμούς των Αποστόλων, διά του οποίου αυτός υποστηρίζει ότι οράται (η θεία ουσία), δηλαδή νοείται από τα άτομα που θεώνται την ουσία του Θεού, τί από τα δύο είναι, κτιστό ή άκτιστο; Διότι, εάν ισχυρίζεται ότι είναι κτιστόν, από κοινού με την υπόλοιπη ασέβεια εμφανίζεται ενώπιόν μας και ως άλλος Ευνόμιος· διότι το να υποστηρίζεται ότι εκ των κτισμάτων νοείται η ουσία του Θεού και όχι η ενέργεια είναι διδασκαλία εκείνου και των οπαδών του. Εμείς όμως θα αρκεστούμε σε όσες αντιρρήσεις αντέταξαν απέναντί του ο Μ. Βασίλειος και ο αδελφός του που είχε τα ίδια φρονήματα μαζί του.

Και αν υποστηρίζει ότι είναι άκτιστο και το φως διά του οποίου οράται η ουσία, κατά την εκτίμηση του αυτό είναι η ουσία του Θεού. Διότι η ουσία είναι το μόνο άκτιστο φως κατά τις θεωρητικές τοποθετήσεις του. Υποστηρίζει λοιπόν ότι η ουσία του Θεού είναι καθεαυτή και αόρατη και ορατή, και το φως το οποίο προηγουμένως υποστήριξε ότι είναι κτιστό, τώρα κατά την εκτίμησή του είναι άκτιστο. Άραγε λοιπόν θα μπορέσει κάποιος να συμφωνήσει μαζί του ότι το ίδιο είναι κατά την καθεαυτότητά του και κτιστό και άκτιστο, και ορατό και αόρατο, και ουσία και μη ουσία, και μάλιστα όταν την κατασκευάζει και διακηρύσσει ως θεία, όχι μόνο για όλα όσα τώρα προσθέσαμε αλλά και για πολλά ακόμα;

5. Εμπρός όμως, ας υποθέσουμε ότι συμφωνεί κάποιος με αυτή την κατεξοχήν επιπόλαιη αφροσύνη· ας υποθέσουμε όμως, είπα, εφόσον κανείς δεν υπάρχει που να συμφωνεί μαζί του. Ολίγον έλειψε να μου διαφύγει, επειδή απεβλήθη από την μνήμη λόγω του περιφανούς της ατοπίας, ότι δεν είναι λίγοι όσοι εκφράζουν την προθυμία να φαίνονται ότι συμφωνούν μαζί του εσχάτως και πριν από τους υπόλοιπους ακόμη και το πρόσωπο που κατέχει το πατριαρχικό αξίωμα, προς τον οποίο και έστειλε το σύγγραμμα στο συνολό του, από το οποίο παραθέτουμε τις οικείες του σκέψεις· διότι οι κομιστές από εκεί μάς το έφεραν.

Και επειδή αυτός δεν φαίνεται μόνον αλλά και διδάσκει όσα και εκείνος και κινεί υπέρ του ιδίου όλα τα σχοινιά, ούτως ειπείν, άλλοι παρασύρονται από τις επαγγελίες του και από τα όσα προτείνει και προβάλλει αξιώματα, ενώ άλλοι φοβούνται τις απειλές και τις προσβολές και επίσης τις οξείες επιτιμήσεις (διότι αφορίζει και αποκηρύσσει και με προφορικό λόγο και με γράμματα προς τους ομοφρόνους του απέναντι σε όσους φέρουν αντιρρήσεις με κάθε τρόπο προς τον Ακίνδυνο), πολλοί συμφωνούν μαζί του ή υποκρίνονται ότι συμφωνούν. Αλλά όμως οιοσδήποτε συμφωνήσει κατά το ότι λέγει ότι το ίδιο είναι και κτιστό και άκτιστο, δεν θα διαφύγει την συνέπεια της σοφιστείας του σχετικά με αυτές τις απόψεις, αφου γράφει σαφώς τα εξής: «εγώ θεωρώ ως άνευ αξίας και το άκτιστο και το κτιστό της θεουργού σοφίας και χάριτος.

Διότι βεβαίως δεν πρέπει εμείς να προσκυνήσουμε την αντίφαση, ώστε, αν είναι η μια εκδοχή υπό ανάθεμα, θα είναι όχι λιγότερο και η δεύτερη». Άρα, δεν έχει εκπέσει από την χάρη ο δυστυχής, αλλά μάλλον έγινε αντίπαλός της, αν όχι και κάτι χειρότερο; Διότι αν έχουν εκπέσει από την χάρη όσοι δικαιώνονται με τον μωσαϊκό νόμο, όπως απεφάνθη σαφώς ο απόστολος αποστέλλοντας την επιστολή του προς τους Γαλάτες, σε ποια κατηγορία θα θέσουμε το άτομο που απαξιοί και αναθεματίζει τόσο το κτιστό όσο και το άκτιστο της χάριτος;

6. Έπρεπε βεβαίως, κατά τον επικυρωτή και προστάτη του Ακινδύνου, τον στην παρούσα φάση αρχιεράρχη και προφανώς αρχιποιμένα, και συγχρόνως διδάσκαλο και διάκονο αυτού, να πράττει τα πάντα. Διότι όπως αυτός υπέβαλε σε αφορισμούς εκείνους όσοι αντιλέγουν στον Ακίνδυνο και όσοι είναι των ιδίων απόψεων με αυτούς, όλους δηλαδή τους ανθρώπους τούς αφώρισε και απεκήρυξε, τον Ακίνδυνο όμως και εκείνους οι οποίοι φρονούν όσα ο ίδιος, στην κατηγορία των οποίων ανήκει και ο ίδιος ως πατριάρχης, περισσότερον από όλους τους άλλους, καθότι έχει προαποδειχθεί και αποδεικνύεται ότι αυτός αντιλέγει με τον εαυτό του παρά με τους άλλους.

Διότι, εφόσον τα ζητήματα που έχουν τεθεί από τον ίδιο και αντίκεινται είναι τέσσερα, σε έκαστον από αυτά ακολουθεί κάποια διπλή αντίθεση ή και τριπλάσια από τους άλλους και τόσες φορές ο ίδιος και ο υπέρ αυτού εκφωνών τους δήθεν αφορισμούς προς καθένα από όσα έχουν διατυπωθεί για τα εν λόγω δέματα αποδεικνύεται υπεύθυνος.

Κατά τον τρόπο λοιπόν που αυτός ο προστάτης του Ακίνδυνου αφώρισε όλους τους ανθρώπους, (στην πραγματικότητα όμως) τον εαυτόν του και όσους συμφωνούν με τις απόψεις του καταδίκασε σε αφορισμό περισσότερο απ’ όλους, έτσι και εκείνος που έλαβε εκ μέρους του την παρρησία προσφάτως χρησιμοποιεί το ανάθεμα. Διότι καθυποβάλλοντας στο ανάθεμα και τους δυο, τόσο εκείνους όσοι θεωρούν ότι η θεουργός χάρη είναι άκτιστη, η οποία κατά τους θεοφόρους πατέρες είναι η λαμπρότητα της θείας φύσης, σύμφωνα με την οποία και ο Κύριος έλαμψε στο όρος και υπέδειξε την λαμπρότητα των αγίων που τελείται κατά μεθεξιν, όσο και εκείνους που διαβεβαιώνουν ότι είναι κτιστή, καθότι κατά τον θεολόγο Γρηγόριο «επειδή μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν μπορούν να κατασκευάσουν ούτε όσοι συνθέτουν τραγέλαφους», και αναγκαστικά όλους όσοι φρονούν ότι αυτή είναι κτιστή ή άκτιστη, κανείς δεν απομένει που να μην υποπίπτει στο σχετικό με τον Ακίνδυνο ανάθεμα.

Με πολλαπλάσιο μάλιστα τρόπο υποβάλλεται πλήρως και ο ίδιος στον εν λόγω κριτικό εκκλησιαστικό έλεγχο· διότι αυτός όχι μόνον από την αμεσότητα της αντίφασης, αλλά και από το γεγονός ότι άλλοτε αποφαίνεται πως είναι κτιστή και άλλοτε άκτιστη, περιπίπτει στο ίδιο με όλους τους άλλους ανάθεμα, ενώ ο Θεός τον έχει εγκαταλείψει ολοκληρωτικά και τον επικυρωτή του και προστάτη του δικαίως καθώς και για το συμφέρον του κοινού πληρώματος των ευσεβών.

Εφόσον λοιπόν και αυτοί επιτίθενται εναντίον μας, κατά τέτοιο τρόπο συνελήφθησαν όχι μόνον με τις φρικωδέστερες αποκηρύξεις των μεγάλων εκείνων συνόδων αλλά και με τους δικούς τους βρόγχους και καταπίπτουν στα βάραθρα τα οποία οι ίδιοι ανέσκαψαν, ολοκληρωτικά είμαστε όλοι εμείς αθώοι και μη υποκείμενοι σε σύλληψη· διότι σύμφωνα με το ψαλμικό «η παγίδα συνετρίβη και εμείς λυτρωθήκαμε», εμείς δηλαδή που αρνούμαστε ρητά αυτές τις διπλόες.

Έτσι, το άτομο που πορεύεται με απλότητα σύμφωνα με τον στίχο του Σολομώντα είναι ανώτερο από το άφρον που στρεβλώνει τους λόγους του, αυτό δηλαδή που προσφέρει ποικίλους δόλους ανάμικτους με ανοησία.

7. Το ότι είναι μάλλον αδοξία παρά δόξα και άνοια παρά διάνοια η κακόνοια του Ακίνδυνου, είτε την σύμφωνα με την διάθεση είτε την σύμφωνα με την απόφαση θα ήθελε κάποιος (δι’ αυτού του τρόπου) να χαρακτηρίζει -διότι αυτή φαίνεται ότι προβάλλει και κατά τις δύο όψεις- νομίζω ότι έχει αποδειχθεί με σαφή τρόπο από τα όσα ήδη έχουν λεχθεί.

Ποια γνώμη έχει αυτός στην συνείδηση του για το υπό εξέταση θέμα, δεν διαφεύγει καθόλου της προσοχής μας ούτε εκείνων που τείνουν συνετόν ους, καθόσον η εν λόγω κατάσταση έχει ελεγχθεί από εμάς πολλάκις με παρρησία. Και εσύ που εξετάζεις με σωστό τρόπο θα έχεις την δυνατότητα να κατανοήσεις κατεξοχήν επαρκώς από αυτά που λέγονται τώρα, ότι έχει την άποψη σε ύψιστο βαθμό ότι το φως της θεότητας είναι κτίσμα και φάσμα, όπως υποστηρίζει και ο Βαρλαάμ· διότι τις ανωτέρω ιδιότητες επιχειρεί να παρουσιάσει με πολλούς συλλογισμούς.

Και κατεξοχήν σε καθολική κλίμακα με τους λόγους του επιχειρεί να δείξει ότι κανένα από τα άκτιστα δεν γίνεται ορατό καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τους οφθαλμούς, αλλά και στους ίδιους τους λόγους του, διά των οποίων κατασκευάζει και αποφαίνεται για το τέτοιου είδους θέμα, δεν υφέρπει και δεν κινείται υπόγεια κανένα αντίθετο που θα στρέφει την γνώμη στο εναντίον.

Όταν όμως το χαρακτηρίσει ως άκτιστο, όλη η κατασκευή που αναφέρεται στην υφή του κατά περίεργο τρόπο, σαν ένας κλέπτης που κρύπτεται, κλέπτει και μεταφέρει το άκτιστο προς την εντελώς αόρατη ουσία του Θεού, η οποία κατά τις δογματικές απόψεις του είναι η μόνη άκτιστη. Διότι οτιδήποτε διαφέρει αυτής κατά οιονδήποτε τρόπο το εγκαθιστά με φανερή προβολή ανάμεσα στα κτίσματα.

Και επειδή αυτός θεωρεί το φως της θεότητας ότι είναι κτιστό και φάσμα, το οποίο στην κυριολεξία ποτέ δεν υπάρχει, στηριζόμενος στην εν λόγω εκδοχή υποστηρίζει ότι δεν είναι ούτε κτιστόν ούτε άκτιστον. Νομίζω ότι έχεις αντιληφθεί την γνώμη της αδοξίας εξαιτίας της οποίας ο Ακίνδυνος εκινδύνευσε αναφορικά με τα θέματα της πίστης.

Και συμβαδίζει σχεδόν ο ίδιος με όλους που ανέκαθεν διατύπωναν μη θέσμια πράγματα για τον Θεόν. Και αυτό έχει διττή αιτία· διότι, αφού αθέτησε τις θείες ενέργειες σύμφωνα με τις οποίες και μόνες επιτρέπεται να θεολογούμε και από τις οποίες μόνο να συγκροτούμε τα οικεία στην ευσέβεια και να απομακρύνουμε τα αλλότρια, πώς δεν θα έσφαλλε και κατά την δική του γνώμη και δεν θα δεχόταν με απλό τρόπο όλες τις απόψεις όλων όσοι έχουν σφάλλει;

Και εκτός από αυτά, και όσα φαίνονται ότι διαφωνούν με βάση τα όσα έχουν θεολογηθεί από την πρώτη χριστιανική εποχή, διά μέσου των οποίων ανατρέπονται μεταξύ τους οι αιρέσεις που είναι αντίθετες κατά υπερβολή και κατά έλλειψη, παραινώντας ο ίδιος να υποστηρίζουμε ότι αγνοούμε πως είναι αντίθετα μεταξύ τους παραγγέλλει να μην χρησιμοποιούμε τίποτε από αυτά.

Και εκείνους όσοι λειτουργούν συμβιβαστικά τους κατηγορεί ως καινοτόμους και τους ονομάζει καινούς και υπερήφανους Θεολόγους, διότι κατά την γνώμη του δεν υπόσχονται ότι θα εξηγούν και θα διδάσκουν σε όλους τα συνετά. Πώς λοιπόν εκ νέου δεν συγκρότησε κάθε δόγμα πονηρό, αφού αυτός αναίρεσε όλα τα δεδομένα, διά των οποίων αναιρούνται όλα εκείνα;

8. Έτσι και για τους ανωτέρω λόγους αυτός είχε την έπαρση ότι συμφωνεί με όλους τους κακόβουλους αιρεσιάρχες, και κατεξοχήν με τον Άρειο, τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο και με τον ίδιο τον Σαβέλλιο, έστω και «αν ο περί ου ο λόγος διήνυσε μια εκ διαμέτρου διαφορετική πορεία από εκείνους.

Διότι είναι δυνατόν στον Ακίνδυνο να εντάσσει στο ίδιο πλαίσιο τα ασύμπτωτα. Και διότι ο Άρειος και ο Ευνόμιος και οι όμοιοι με αυτούς, εκ του ότι δεν είχαν την δυνατότητα να αποδείξουν εκ των δεδομένων που η ίδια τους παρείχε ότι η ουσία του Πατέρα είναι έτερη προς αυτήν του Υιού, επεχείρησαν να υποκλέψουν τους πολλούς με βάση τα όσα υφίστανται πέριξ της περιοχής της και απεφάνθησαν ότι η άκτιστη ουσία είναι η αγεννησία που θεωρείται με υποστατικό τρόπο πέριξ της περιοχής της· έτσι, λοιπόν εξ ανάγκης υπολείπεται ότι ο γεννητός είναι κατ’ ουσίαν κτιστός.

Και απεφάνθησαν ότι είναι το ίδιο η ατρεψία, η απειρία, η σοφία, η αγαθότητα και με απλό τρόπο ότι όλα τα με φυσικό τρόπο θεωρούμενα πέριξ της θείας ουσίας δεν διαφέρουν καθόλου και υπό οιαδήποτε οπτική από την άγεννησία, δηλαδή από την ουσία του Θεού σύμφωνα με τις δικές τους εκτιμήσεις.

Και οτιδήποτε διαφέρει κατά κάποιο τρόπο από εκείνη το τοποθέτησαν στην ίδια κατηγορία με τα κτίσματα, με σκοπό ο Θεός να έχει κατά την εκτίμηση τους μια και συγχρόνως απλή ουσία και ο Υιός ως γεννητός να είναι άλλης ουσίας και τρεπτός και πεπερασμένος και με αρχή, με άλλους λόγους δηλαδή ότι είναι κτιστός και όχι όντως αγαθός.

9. Ότι ο Ευνόμιος λοιπόν υποστηρίζει ότι όλες οι πέριξ της θείας φύσης άκτιστες ενέργειες και γενικώς όλα όσα θεωρούνται με φυσικό τρόπο πέριξ αυτής δεν διαφέρουν καθόλου από την άκτιστη ουσία και ότι οτιδήποτε διαφέρει από την υφή της καθ’ οιονδήποτε τρόπο είναι κτίσμα, ο συλλογισμός δι’ ολίγων διαδικασιών απέδειξε με ενάργεια. Είναι όμως αξιόχρεοι μάρτυρες αυτού όσοι τον ακολουθούν αλλά και ως προς το εν λόγω σημείο τον αναιρούν.

Και το ότι αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα που δογματίζεται από τον Ακίνδυνο, θα βεβαιώσουν και όλο το πλήθος των συγγραμμάτων του σχετικά με το περιεχόμενό του και τα ιδιόχειρα γράμματα και η γλώσσα του και όλοι σχεδόν που συναντήθηκαν μαζί του. Ας παρατεθούν όμως ορισμένα από αυτά που έχουν γραφτεί από τον ίδιο. «Διότι λέγει δεν έχουμε την δυνατότητα κάτι από τα άκτιστα και τα φυσικά του Θεού να θεωρήσουμε ότι είναι κάτι άλλο από την ουσία του και την φύση του»· και πάλι «όσα λέγονται για τον Θεόν δεν είναι διαφορετικά μεταξύ τους και όλα είναι διαφορετικά από την θεία ουσία και μεταξύ τους»· και πάλι «πως δεν είναι άκτιστες δύο θεότητες για να μην αναφέρω περισσότερες, αν η δύναμη του Θεού και η ενέργεια που τελεί κάθε έργο, η σοφία και η ζωή και η αγαθότητα είναι διαφορετικά τόσο από την θεία ουσία όσο και μεταξύ τους;

Και εκ νέου «το να μερίζεται ο Θεός και έτσι να γίνονται πολλά άκτιστα και να είναι διάφορα της θείας ουσίας και μεταξύ τους, είναι ασεβέστατο». Αλλά για τον Άρειο και τον Ευνόμιο δεν ήταν αυτό η πρόθεση της κακοδοξίας αλλά το οτι δεν διαιρείται κατά τις υποστάσεις ο μόνος, κατά την εκτίμηση τους, Θεός και ότι κατά συνέπεια είναι κτιστός ο Υιός που θεωρείται σε οικεία για τον ίδιον υπόσταση.

Το ότι δεν επιδέχεται οιαδήποτε διαίρεση κατά τις φυσικές ενέργειες, ήταν έπακολούθημα της δυσέβειας εκείνων, η οποία έλαβε αφορμή από τις απόψεις που έχουν για τον Θεό αναφορικά με τις υποστάσεις. Του Ακίνδυνου όμως η πρόθεση είναι ακριβώς αυτό τούτο καθώς επίσης και το να δειχθεί κατά προέκταση κτιστή η θεία έλλαμψη και ενέργεια που εθεάθη από τους αποστόλους στο Θαβώρ, επειδή η ουσία του Θεού είναι εντελώς αόρατη σε όλα και επακολουθεί στον Ευνόμιο και στην κακοδοξία του.

Με βάση το ότι ο μόνος άκτιστος Θεός δεν επιδέχεται διαίρεση ούτε κατά τις υποστάσεις, εκ της οποίας λοιπόν ενότητας επιχειρεί να κατασκευάσει το σύμφωνα με τις ενέργειες αδιαίρετο, είναι μια θέση που οδηγεί, για να εκφέρω λόγο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, στο ότι ο Θεός είναι υπεράνω του σύμπαντος και στο σύνολό του και στα μέρη του, και εκ της θέσης αυτής προκύπτει ότι αναγκαίως είναι αδιαίρετος και κατά τις υποστάσεις.

Διότι και κατά τις υποστάσεις ο Θεός είναι υπεράνω του σύμπαντος και συνολικά και κατά τα μέρη του. Πράγματι, ο Θεός δεν έχει αποκτήσει την οντότητά του από τις υποστάσεις ως μέρη ουτε συνιστά μέρος σε καθεμιά από τις υποστάσεις, διότι σε καθεμία υπάρχει όλη και η τέλεια θεότητα, ενώ αυτός που κατασκευάζει, με βάση τα όσα υποστηρίζει, το σύμφωνα με τις θείες υποστάσεις αδιαίρετο, συγκατασκευάζει τα αντίθετα κακά και όσα είναι ομογενή με την δυσέβεια.

Εάν δηλαδή λέγει ότι δεν είναι άλλος ο Υιός από την μια εκείνη υπόσταση, την οποία μόνη θεωρεί άκτιστη, είναι ένας νέος Σαβέλλιος. Και αν υποστηρίζει ότι ο Υιός είναι κατά υπόσταση άλλη αναφορικά με τη μόνη άκτιστη σύμφωνα με την εκτίμησή του, έχει οδηγηθεί σε μανιώδεις σκέψεις παρομοίως με τον Άρειο.

10. Πρέπει όμως το άτομο που προτίθεται να είναι ευσεβές να προσέξει ότι το θείον διαιρείται αδιαιρέτως και κατά τις υποστάσεις και κατά τις ενέργειες, αφενός μεν καθόσον εκ της ύπαρξής του επιφαίνεται προς τα εδώ κάποια διαφορά αλλά όχι κατάτμηση -διότι τα ασώματα δεν μερίζονται όπως τα σώματα, και μάλιστα το θείον- και αφετέρου καθόσον όταν διαιρείται κατά τις υποστάσεις έχει το αδιαίρετο κατά τις ενέργειες ενώ όταν διαιρείται κατά τις δυνάμεις και τις ενέργειες παραμένει κατά τις υποστάσεις αδιαίρετο. Διότι από κοινού ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα πριν από τους αιώνες είχαν προγνώσει και είχαν προχωρήσει σε οριοθετήσεις, και, όταν θέλησαν, εδημιούργησαν.

Και προνοούν διηνεκώς για όλο το σύμπαν. Επειδή λοιπόν ο Θεός δεν μερίζεται όπως τα σώματα και δεν είναι μόνον υπεράνω του όλου και του μέρους, αλλά σε κάποιο βαθμό μπορεί να λέγεται και όλον και μέρος (διότι επί της υπόστασής του λέγονται τα πάντα εκτός από τα απολύτως ιδιαίτερα, ακόμα και τα θεωρούμενα ως εναντιούμενα μεταξύ τους), γι’ αυτό μερίζεται και κατά τις θείες υποστάσεις και κατά τις θείες ενέργειες, αλλά θεοπρεπώς, δηλαδή αμερίστως.

Εφόσον όμως αυτοί δεν το έχουν κατανοήσει, ο Ακίνδυνος και όσοι κατά το παρελθόν διατυπώνουν τις εν λόγω επικίνδυνες εκδοχές σύμφωνα με το δικό τους σκεπτικό, μερίζοντας τελείως την οντότητα που είναι αμέριστη, την κατατέμνουν με δυσεβή τρόπο. Και ενώ δήθεν την ενώνουν, την περιτέ-μνουν ή την συγχέουν όχι κατώτερα με δυσέβεια και ονομάζουν πολύθεους τους στοχαστές που δεν προτίθενται να δυσεβούν με τον ίδιο συγκριτικά με τον οικείο τους τρόπο.

11. Ο Ακίνδυνος καθιστά τον Υιόν κτίσμα και (τούτο προκύπτει) από το ότι αποφαίνεται πως είναι κτιστό κάθε έργο και από οιαδήποτε σκοπιά και αν εξετασθεί, ενώ οι θείοι Πατέρες θεολογούν από πολλές προσεγγίσεις ότι η προαιώνια γέννηση είναι έργο της θείας φύσης. Αλλά κάθε φορά που αναφέρει ότι τα ποιήματα είναι έργα της θείας φύσης υποκατασκευάζει αυτήν την θέση διαπράττοντας κακά έργα ή αγνοώντας· και κάθε φορά που αναφέρει ότι η θεία τάξη σύμφωνα με την οποία ο Υιός βρίσκεται σε δεύτερη θέση, σύμφωνα με το μέγα Βασίλειο, του Πατρός, υποστηρίζει ο ίδιος ότι δεν διαφέρει από την φύση.

Επειδή λοιπόν, όταν εμείς αναφέρουμε ότι η θεία θέληση διαφέρει από την θεία πρόγνωση και ότι η θεουργός χάρη και ενέργεια από την δημιουργική ενέργεια και ότι απ’ όλα τα τέτοιου είδους είναι υπερβατική η θεία ουσία σύμφωνα με τους θεοφόρους Πατέρες, εκ του ότι είναι αιτία των ενεργειών της, αυτός μάς συκοφαντεί ότι θεωρούμε πως τα ανωτέρω είναι άνισα και ανόμοια μεταξύ τους και ακολουθώντας την επιχειρηματολογία του παριστά τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα ως άνισα και ανόμοια μεταξύ τους, επειδή και τα εν λόγω πρόσωπα διαφέρουν μεταξύ τους, ενώ ο Πατήρ είναι ανώτερος από τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα κατά την αιτία.

12. Διά μέσου λοιπόν αυτών και κάποιων άλλων τέτοιου είδους όχι ολίγων καταλήγει και στην μανία του Αρείου και στα αντίθετα προς αυτή, αντίθετα όμως όχι κατά την δυσέβεια. Όταν δηλαδή εκ νέου δεν διακρίνει καθόλου την άκτιστη ενέργεια από την άκτιστη ουσία, ακολούθως αποφαίνεται ότι τέτοιου είδους ενέργεια είναι ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα και εκ τούτου συνάγει την συνάρθρωση του Σαβελλίου.

Αλλά και υποστηρίζοντας ότι ο Θεός είναι δύναμη αΐδια, ζωή και σοφία και αγαθότητα και όλα τα τέτοιου είδους, όχι διότι έχει όλα αυτά απαράλλακτα με τον Πατέρα αλλά διότι τα ίδια ανήκουν στον Πατέρα, εισάγει τα εν λόγω ιδιώματα ως προσόντα του Πατρός, τα οποία δεν έχουν άλλη ιδιαίτερη από εκείνον υπόσταση. Το ίδιο ακριβώς κατασκευάζει και όταν απορρίπτει φανερά ότι υπάρχουν κοινές άκτιστες ενέργειες του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, από όλα τα οποία παρουσιάστηκε στους χρόνους μας ένα διπρόσωπο και δυσκόλως οικονομούμενο τέρας, που φέρει την μορφή του Σαβελλίου.

Και έχοντας την πρόθεση να υπερακοντίσει και των δυο την απονεννοημένη εκτίμηση, προέβη σε μια πράξη την οποία κανείς δεν ετόλμησε από εκείνους. Ισχυρίζεται δηλαδή ότι το ίδιο είναι και κτίσμα και ουσία του άκτιστου Θεού, σοφιζόμενος τέτοιου είδους (ιδιότητες) όχι μόνον εναντίον της θείας λαμπρότητας αλλά και όλων όσα θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό. Διότι ο ίδιος γράφει εκ νέου ότι είναι κτιστά και αρκτά ακόμη και η ατρεψία και η απειρία σύμφωνα με όλα, η θεία αγαθότητα και γενικώς όλα που θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό, τα οποία αυτός ο ίδιος βεβαιώνει ότι είναι ουσία του Θεού ως όντα που με ουσιώδη τρόπο βρίσκονται γύρω από την ύπαρξή του.

Και τους στοχαστές που δεν δέχονται να υποστηρίζουν τα ίδια τούς αποκηρύσσει με κάθε άνεση ως διθεΐτες και πολυθεΐτες· διότι ισχυρίζεται: «πολλά ισχυρίζονται αυτοί αλλά όχι ότι είναι ένα το άκτιστο και θεωρούν το μεν ένα ουσία, ενώ τα άλλα ανούσια και ότι η ουσία υπέρκειται αυτών κατά το ότι είναι αιτία των πέριξ αυτής, ενώ τα υπόλοιπα ότι είναι κατώτερα εκ του ότι προέρχονται εξ αυτής και υπάρχουν γυρω από την ίδια αλλά όχι ότι υπάρχουν στο εσωτερικό της».

13. Και όποιος νομίζει απίστευτο ότι ο Ακίνδυνος ονομάζει κτίσματα όσα θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό, και την ίδια την ατρεψία και την απειρία υπό οιαδήποτε οπτική, ας έλθει πλησίον μας και ας εξετάσει όχι μόνον στα εκτενώς συγγραμμένα από τον ίδιο αλλά και στις ιδιόχειρες επιστολές του προς τον ανωτέρω μνημονευθέντα πατριάρχη.

Και το αίτιο από το οποίο κατασκευάζει και υποστηρίζει ότι τα εν λόγω είναι κτίσματα και με το καθένα από αυτά ο ταλαίπωρος αποδεικνύει τον Θεό κτιστό, βλασφημώντας κατά τον εν λόγω τρόπο απέναντί του και, δυστυχώς, με πολλαπλάσιο τρόπο, είναι ότι αυτά ονόμασε έργα Θεού ο έμπειρος στα θεία Μάξιμος στα Θεολογικά Κεφάλαια. Και εάν ονόμασε αυτά άναρχα, λέγει ο Ακίνδυνος, και αΐδια και ότι δεν ήταν εποχή κατά την οποία δεν υπήρχαν, εννοεί τούτο χρονικώς, με την έννοια ότι αυτά είναι ηργμένα και εκτισμένα όχι στον χρόνο αλλά στον αιώνα.

14. Τέτοιου είδους λοιπόν είναι και αυτό. Και εσυ, σεβασμιότατε φίλε, κατά τον τρόπο που εγώ νομίζω έχε το ζητούμενο. Γνώριζε δε και ότι ο Βαρλαάμ εκείνος δεν έχει διαφορετικό φρόνημα εκτός από τον υποκριτικό δόλο και τα ποικίλα ψεύδη, τα οποία καλύπτονται από επίκρυψη και υποκρισία. Διότι αυτός απεδέχθη με πολλαπλάσιο τρόπο όλα τα τέτοιου είδους, μετά την συνοδική καταδίκη εκείνου και έπειτα αυτού του ιδίου, διατηρώντας τα ανωτέρω αδιάσπαστα και προσπαθώντας να διαφύγει την προσοχή των πολλών

πηγή: Γρηγόριος Παλαμάς, Επιστολή προς Παύλον Ασάνην – Η θεολογία του ακτίσου φωτός, Έκδοσις ΖΗΤΡΟΣ, σ.25-67

Επιστολή προς Παύλον Ασάνην, Η θεολογία του ακτίστου φωτός | Πεμπτουσία (pemptousia.gr)

ΣΧΟΛΙΟ: O Ακίνδυνος υπήρξε ο πρώτος Βυζαντινός ο οποίος έκανε τήν σύνθεση τών κακοδοξιών τής Ανατολής καί τής Δύσης. Δογματίζοντας ότι τό κτιστό υπάρχει μέσα στόν Θεό. Αυτή η κακόδοξη σύνθεση φτάνει μέχρι τών ημερών μας διά τού Γιανναρά νά ισχυρισθεί ότι όχι μόνον ο Υιός είναι κτίσμα τής Θελήσεως τού Πατρός καί νά εισάγει στήν Αγία Τριάδα καί μιά Θεία, τήν Βούληση, όπως μάς προειδοποιεί ο Μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος αλλά καί ότι τό κακό υπάρχει στόν Θεό καί τό απώθησε, αναμένοντας νά τό απωθήσουμε μέ τήν σειρά μας καί νά ζήσει έτσι τό κτιστό μέ τόν τρόπο τού ακτίστου.