Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Η ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΓΩ - JEAN-PAUL SARTRE (1)

Συνέχεια από:  Κυριακή 26 Μαΐου 2024

Η υπερβατικότητα του Ego

Σχεδίασμα μιας φαινομενολογικής περιγραφής

Για τους περισσότερους φιλοσόφους, το Ego είναι ένας "κάτοικος" της συνείδησης. Κάποιοι επιβεβαιώνουν την τυπική [2] παρουσία του (εν αντιθέσει με την υλική)  μέσα στην καρδιά των βιωμάτων [3] σαν μια κενή αρχή ενοποίησης. Άλλοι -ψυχολόγοι ως επί το πλείστον- πιστεύουν ότι ανακαλύπτουν την υλική του παρουσία, ως το κέντρο των επιθυμιών και των πράξεων, σε κάθε στιγμή της ψυχικής μας ζωής. Θα θέλαμε να δείξουμε εδώ ότι το Ego δεν βρίσκεται ούτε τυπικά ούτε υλικά στη συνείδηση: βρίσκεται έξω, στον κόσμο· είναι ένα ον του κόσμου ως το Ego του άλλου.

I. Το Εγώ και το Εγώ (Moi)¹

Α) Θεωρία της τυπικής παρουσίας του Εγώ

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον Καντ ότι "το Εγώ Σκέφτομαι πρέπει να είναι σε θέση, να έχει τη δυνατότητα να συνοδεύει όλες τις παραστάσεις μας" [4]. Θα πρέπει, ωστόσο, να συμπεράνουμε ότι ένα "Εγώ" κατοικεί πράγματι σε όλες τις καταστάσεις της συνείδησής μας και λειτουργεί πράγματι την υπέρτατη σύνθεση της εμπειρίας μας; 
Πιστεύω ότι αυτό θα σήμαινε διαστρέβλωση της καντιανής σκέψης. Το πρόβλημα της κριτικής είναι ένα πρόβλημα δικαιολόγησης (de droit) καθόσον ο Καντ δεν ισχυρίζεται τίποτα σχετικά με την de facto ύπαρξη του "Εγώ σκέφτομαι". Εφόσον λέει "πρέπει να μπορεί, να έχει τη δυνατότητα να συνοδεύει", φαίνεται αντιθέτως ότι είδε ξεκάθαρα ότι υπάρχουν στιγμές συνείδησης χωρίς το "εγώ". Στην πραγματικότητα προσπαθεί να ορίσει τις συνθήκες σύμφωνα με τις οποίες η εμπειρία είναι δυνατή. Μία από αυτές τις συνθήκες είναι ότι μπορώ πάντα να θεωρώ την αντίληψή μου ή τη σκέψη μου ως δική μου: αυτό είναι όλο κι όλο. Πρόκειται, ωστόσο, για μια επικίνδυνη τάση της σύγχρονης φιλοσοφίας, ίχνη της οποίας εντοπίζονται στον νεοκαντισμό, στον εμπειριοκριτικισμό και σε έναν διανοουμενισμό (νοησιαρχία) όπως αυτός του Brochard [5] - τάση που συνίσταται στην πραγμάτωση των συνθηκών δυνατότητας που προσδιορίζονται από την κριτική. Πρόκειται για μια τάση που οδηγεί ορισμένους συγγραφείς να αναρωτηθούν, για παράδειγμα, για το τι μπορεί να είναι η "υπερβατολογική συνείδηση". Αν θέσει κανείς το ερώτημα με αυτούς τους όρους, αναγκάζεται φυσικά να αντιληφθεί αυτή τη συνείδηση -η οποία συνιστά την εμπειρική μας συνείδηση- ως ένα ασυνείδητο. Ωστόσο, ο Boutroux έχει ήδη εκφράσει την αντίθεσή του προς αυτές τις ερμηνείες στις διαλέξεις του για τη φιλοσοφία του Καντ [6]. Ο Καντ δεν ασχολήθηκε ποτέ με το πώς συγκροτείται στην πραγματικότητα η εμπειρική συνείδηση, δεν την συμπέρανε καθόλου παραγωγικά, κατά τον τρόπο μιας νεοπλατωνικής διαδικασίας, από μια ανώτερη υπέρτατη συνείδηση, από μια συστατική ή συγκροτησιακή υπερσυνείδηση. Γι' αυτόν, η υπερβατολογική συνείδηση είναι απλώς το σύνολο των αναγκαίων συνθηκών για την ύπαρξη μιας εμπειρικής συνείδησης. Κατα συνέπεια, το να συνειδητοποιήσουμε, το να πραγματώνουμε το υπερβατολογικό Εγώ, το να το καταστήσουμε αναπόσπαστο σύντροφο καθεμιάς από τις συνειδήσεις μας*, σημαίνει τότε να κρίνουμε με βάση το γεγονός (με τι ισχύει εν τοις πράγμασι) και όχι με βάση το νόμο (τι θα έπρεπε να ισχύει), δλδ σημαίνει να υιοθετήσουμε μια οπτική ριζικά διαφορετική από εκείνη του Καντ. Και αν, παρ' όλα αυτά, κανείς προσποιείται ότι (το να πραγματώνουμε το υπερβατολογικό μας εγώ) επιβάλλεται από τις σκέψεις του Καντ για την αναγκαία ενότητα της εμπειρίας, διαπράττει το ίδιο σφάλμα με εκείνους που από την υπερβατολογική συνείδηση κατασκευάζουν ένα προ-εμπειρικό ασυνείδητο.

Εάν, λοιπόν, αναγνωρίσουμε στον Καντ το νομικό ερώτημα περί δικαιολόγησης, το πραγματικό ερώτημα του γεγονότος δεν επιλύεται. Είναι επομένως σκόπιμο να το θέσουμε εδώ με σαφήνεια: το Εγώ Σκέπτομαι θα πρέπει να είναι σε θέση, να έχει τη δυνατότητα να συνοδεύει όλες τις παραστάσεις μας, αλλά τις συνοδεύει πράγματι; Ας υποθέσουμε, εξάλλου, ότι μια ορισμένη παράσταση Α περνά από μια ορισμένη κατάσταση στην οποία το Εγώ Σκέφτομαι δεν τη συνοδεύει, σε μια άλλη κατάσταση στην οποία το Εγώ Σκέφτομαι τη συνοδεύει, θα υποστεί τότε (η παράσταση) μια αλλαγή στη δομή της ή θα παραμείνει θεμελιωδώς αμετάβλητη, αναλλοίωτη; Αυτό το δεύτερο ερώτημα μάς οδηγεί στο να θέσουμε ένα τρίτο: το Εγώ Σκέφτομαι πρέπει να είναι σε θέση να συνοδεύει όλες τις αναπαραστάσεις μας, αλλά πρέπει αυτό να νοηθεί ότι η ενότητα των αναπαραστάσεών μας πραγματώνεται, άμεσα ή έμμεσα, από το "Εγώ σκέφτομαι" ή μήπως πρέπει να νοηθεί ότι οι αναπαραστάσεις μιας συνείδησης πρέπει να είναι ενωμένες και αρθρωμένες κατά τρόπο ώστε ένα διαπιστωτικό "Εγώ σκέφτομαι" να είναι πάντοτε δυνατό σε σχέση με αυτές;
Αυτό το τρίτο ερώτημα μοιάζει να τίθεται στο πεδίο του δικαίου και να εγκαταλείπει, σ᾽ αυτό το πεδίο, την καντιανή ορθοδοξία. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ένα ερώτημα του τι ισχύει πράγματι που μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: το Εγώ που συναντάμε στη συνείδησή μας έχει καταστεί δυνατό μέσω της συνθετικής ενότητας των παραστάσεών μας ή, μήπως, είναι αυτό το εγώ που ενώνει τις παραστάσεις μεταξύ τους;

Σημειώσεις

[2]. «Τυπική»: formelle, εν αντιθέσει με την «υλική»: matérielle.
[3]. «Το Erlebnis, όρος αμετάφραστος στα γαλλικά, προέρχεται από το ρήμα erleben. "Etwas erleben", σημαίνει “βιώνω κάτι”. Το Erlebnis θα είχε περίπου το νόημα του “vécu” με την έννοια που το δέχονται οι μπεργκσονιστές». Σάρτρ, L'Imagination, σ. 144. Εφεξής μεταφράζουμε το «Erlebnis» ως «βίωμα».
[4]. Κριτική του Καθαρού Λόγου, Υπερβατολογική Ανάλυση, κεφ.2, β’ μέρος, παρ.16)
[5]. Victor Brochard (1848-1907). Ιστορικός της αρχαίας φιλοσοφίας. Βλ. το έργο του Etudes de philosophie ancienne et de philosophie moderne (Vrin, Παρίσι 1954).
[6]. Émile Boutroux (1845-1921), Η φιλοσοφία του Καντ, σειρά διαλέξεων που δόθηκαν στη Σορβόννη το ακαδημαικό έτος 1896-1897 και εκδόθηκαν το 1926.

Οι σημειώσεις που σημειώνονται με αστερίσκο είναι του Σαρτρ
*Θα χρησιμοποιήσω εδώ τον όρο «συνείδηση» για να μεταφράσω τη γερμανική λέξη «Bewusstsein» που σημαίνει ταυτόχρονα την όλη συνείδηση, τη μονάδα, και κάθε στιγμή αυτής της συνείδησης. Η έκφραση «κατάσταση συνείδησης» μου φαίνεται ανακριβής, λόγω της παθητικότητας που εισάγει μες στη συνείδηση.
1. Το "εγώ" (Je, Io) και το "Εγώ" (Moi, Me) αποτελούν τις δύο όψεις του "Ego", το οποίο αντιπροσωπεύει το είναι που είμαι ως μια υπερβατική ψυχική ενότητα που καθορίζεται από τον "ακάθαρτο" προβληματισμό (βλ. L'Étre et le Néant, σ. 215-216). Το "εγώ" (Je, Io) είναι το ενεργητικό και τυπικό πρόσωπο, το "Εγώ" (Moi, Me)  το παθητικό και υλικό. Η θέση του Sartre είναι ότι η διάκριση μεταξύ του "εγώ" (Je) και του "Εγώ" (Moi), που γίνεται αντιληπτή στη γαλλική γλώσσα, είναι τελικά μια απλή γραμματική διάκριση, καθώς το τυπικό-ενεργητικό "εγώ" (Je) (το "Σκέφτομαι") είναι μια άπειρη συρρίκνωση του υλικού-παθητικού "Εγώ"(Moi). Στο κείμενο του Sartre ο όρος “Εγώ” αποδίδεται με τρεις τρόπους: (i) με το λατινικό Ego, (ii) με την προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου (je) που στη γαλλική γλώσσα λαμβάνει θέση υποκειμένου και προτάσσεται του ρήματος και θα μεταφράζεται απλά ως “εγώ” και (iii) με την προσωπική αντωνυμία πρώτου προσώπου που μπορεί να τεθεί σε διάφορα σημεία της πρότασης (moi), την οποία θα την γράφουμε συνοδευόμενη από το γαλλικό πρωτότυπο, δλδ "Εγώ"(Moi).

Δεν υπάρχουν σχόλια: