Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Η ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΓΩ - JEAN-PAUL SARTRE (2)

Συνέχεια από:  Τετάρτη 29 Μαίου 2024

Η υπερβατικότητα του Ego

I. Το Εγώ και το Εγώ (Moi)

Α) Θεωρία της τυπικής παρουσίας του Εγώ (συνέχεια)

Αν εγκαταλείψουμε όλες τις ερμηνείες, τις λίγο ως πολύ βεβιασμένες, που οι νεοκαντιανοί έδωσαν στο «Εγώ Σκέπτομαι» και θελήσουμε παραταύτα να λύσουμε το πρόβλημα της εν τοις πράγμασι* ύπαρξης του Εγώ στη συνείδηση, θα συναντήσουμε στο δρόμο μας τη φαινομενολογία του Χούσερλ. Η φαινομενολογία είναι επιστημονική και όχι κριτική σπουδή της συνείδησης. Η βασική διαδικασία της είναι η εποπτεία. Η εποπτεία, σύμφωνα με τον Χούσερλ, μας θέτει επί παρουσία του πράγματος [7]. Θα πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε ότι η φαινομενολογία είναι μια επιστήμη του γεγονότος και ότι τα προβλήματα που θέτει είναι προβλήματα του τι ισχύει εν τοις πράγμασι, όπως επίσης μπορούμε να το καταλάβουμε λαμβάνοντας υπ' όψη μας ότι ο Χούσερλ την ονομάζει περιγραφική επιστήμη. Τα προβλήματα των σχέσεων του Εγώ προς τη συνείδηση είναι λοιπόν προβλήματα της ύπαρξης. Την υπερβατολογική συνείδηση του Καντ ο Χούσερλ την ξαναβρίσκει και τη συλλαμβάνει με την εποχή [8]. Αλλά αυτή η συνείδηση δεν είναι πλέον ένα σύνολο λογικών συνθηκών, είναι ένα απόλυτο γεγονός. Δεν είναι πλέον μια υπόσταση που θα έπρεπε να υπάρχει, ένα ασυνείδητο που αιωρείται ανάμεσα στο πραγματικό και στο ιδεατό. Είναι μια συνείδηση πραγματική, προσβάσιμη από τον καθένα μας, εφόσον έχει τελέσει την «αναγωγή». Βεβαίως, αυτή ακριβώς είναι η συνείδηση που συγκροτεί την εμπειρική μας συνείδηση, αυτήν την «εν τω κόσμω» συνείδηση, αυτήν την συνείδηση με το ψυχικό και ψυχοφυσικό της «εγώ» [moi]. Όσο μας αφορά, πιστεύουμε ευχαρίστως στην ύπαρξη μιάς συγκροτησιακής συνείδησης. Ακολουθούμε τον Χούσερλ σε κάθε μια από τις θαυμαστές περιγραφές του, όπου μας δείχνει πως η υπερβατολογική συνείδηση συγκροτεί τον κόσμο καθώς εγκλωβίζεται μέσα στην εμπειρική συνείδηση. Όπως εκείνος, είμαστε πεπεισμένοι ότι το ψυχικό και ψυχοφυσικό μας εγώ [moi] είναι ένα υπερβατικό αντικείμενο που υπόκειται στην εποχή. Θέτουμε όμως στον εαυτό μας το εξής ερώτημα: αυτό το ψυχικό και ψυχοφυσικό εγώ [moi] δεν είναι αρκετό; Πρέπει να το υποκαταστήσουμε με ένα υπερβατολογικό Εγώ, μια δομή της απόλυτης συνείδησης; Ας δούμε τι συνεπάγεται η απάντηση. Αν είναι αρνητική, έπεται ότι:
1. Το υπερβατολογικό πεδίο γίνεται απρόσωπο ή, αν προτιμούμε, «προπροσωπικό», είναι χωρίς Εγώ·
2. Το Εγώ δεν εμφανίζεται παρά μόνο στο επίπεδο της ανθρωπότητας, και δεν είναι παρά μία όψη του Εγώ [Moi], η δρώσα όψη του·
3. Το Εγώ Σκέπτομαι μπορεί να συνοδεύει τις παραστάσεις μας διότι εμφανίζεται σ' ένα βάθος ενότητας στη δημιουργία της οποίας δεν συνέβαλε, και αυτή η πρότερη ενότητα είναι, αντιθέτως, που το καθιστά δυνατό·
4. Θα ήταν θεμιτό να αναρωτηθούμε αν η προσωπικότητα (ακόμα και η αφηρημένη προσωπικότητα ενός Εγώ) είναι ένα αναγκαίο συνοδευτικό μιάς συνείδησης, και αν δεν γίνεται, να συλλάβουμε συνειδήσεις απολύτως απρόσωπες.

Ο Χούσερλ, όμως, απάντησε στο ερώτημα. Έχοντας προηγουμένως θεωρήσει ότι το Εγώ [Μοί] είναι ένα υπερβατικό και συνθετικό παράγωγο της συνείδησης (στις Λογικές Έρευνες) [9], επανήλθε στις Ιδέες [10] στην κλασική θέση ενός υπερβατολογικού Εγώ που υποτίθεται ότι βρίσκεται πίσω από κάθε συνείδηση, το οποίο είναι μια αναγκαία δομή αυτών των συνειδήσεων, που οι ακτίνες του (Ichstrahl) θα πέφτουν πάνω σε κάθε φαινόμενο που πρόκειται να εμφανιστεί στο πεδίο της προσοχής μας. Έτσι, η υπερβατολογική συνείδηση γίνεται αυστηρά προσωπική. Η αντίληψη αυτή ήταν αναγκαία; Είναι συμβατή με τον ορισμό που ο ίδιος ο Χούσερλ έδωσε στη συνείδηση;

Συνήθως πιστεύουμε ότι η ύπαρξη ενός υπερβατολογικού Εγώ δικαιολογείται από την ανάγκη ενότητας και ατομικότητας της συνείδησης. Είναι επειδή όλες οι αντιλήψεις και οι σκέψεις μου αναφέρονται σ' αυτή τη μόνιμη εστία, που η συνείδησή μου είναι ενοποιημένη. Λόγω του ότι εγώ μπορώ να πω η συνείδησή μου και ο Πέτρος και ο Παύλος μπορούν επίσης να μιλούν για τις συνειδήσεις τους, οι συνειδήσεις αυτές διακρίνονται μεταξύ τους. Το Εγώ είναι παραγωγός εσωτερικότητας. Είναι όμως βέβαιο ότι η φαινομενολογία δεν έχει ανάγκη να ανατρέξει σ᾽ αυτό το ενοποιό και εξατομικευτικό Εγώ. Στην πραγματικότητα, η συνείδηση ορίζεται από την αποβλεπτικότητα. Με την αποβλεπτικότητα υπερβαίνει τον εαυτό της, ενοποιείται διαφεύγοντας εαυτήν. Η ενότητα των χιλίων δρωσών συνειδήσεων με τις οποίες πρόσθεσα, προσθέτω και θα προσθέτω δύο και δύο για να κάνουν τέσσερα, είναι το υπερβατικό αντικείμενο «δύο και δύο κάνουν τέσσερα». Χωρίς τη μονιμότητα αυτής της αιώνιας αλήθειας, θα ήταν αδύνατο να συλλάβουμε μια πραγματική ενότητα και θα υπήρχαν τόσες μη-αναγώγιμες [αριθμητικές] πράξεις όσες και συνειδήσεις που τελούν [αριθμητικές] πράξεις. Ενδέχεται αυτοί που θεωρούν το «2 και 2 κάνουν 4» ως περιεχόμενο της αναπαράστασής μου, να είναι υποχρεωμένοι να ανατρέξουν σε μια υπερβατολογική και υποκειμενική αρχή ενοποίησης που σε αυτή την περίπτωση θα είναι το Εγώ. Όμως ο Χούσερλ δεν έχει ανάγκη από κάτι τέτοιο. Το αντικείμενο είναι υπερβατικό ως προς τις συνειδήσεις που το συλλαμβάνουν και σ' αυτό βρίσκεται η ενότητά τους. Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να πεί ότι είναι αναγκαία μια αρχή ενότητας μέσα στη διάρκεια, έτσι ώστε η συνεχής ροή των συνειδήσεων να είναι ικανή να θέτει υπερβατικά αντικείμενα εκτός εαυτής [11]. Πρέπει οι συνειδήσεις να είναι αέναες συνθέσεις των παρελθουσών συνειδήσεων και της ενεστώσας συνείδησης. Αυτό είναι ακριβές. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο Χούσερλ, που ερεύνησε αυτή την υποκειμενική ενοποίηση των συνειδήσεων στη μελέτη του Η Εσωτερική Συνείδηση του Χρόνου [12], δεν προσέφυγε ποτέ σε μια συνθετική δύναμη του Εγώ. Η συνείδηση είναι που ενοποιεί εαυτήν και συγκεκριμένα, μέσω ενός παιχνιδιού «εγκάρσιων» αποβλέψεων, οι οποίες είναι συγκεκριμένες και πραγματικές συγκρατήσεις προηγούμενων συνειδήσεων. Έτσι, η συνείδηση παραπέμπει αέναα στον εαυτό της –λέγοντας «μια συνείδηση» μιλάμε για ολόκληρη τη συνείδηση, και αυτή η μοναδική ιδιότητα ανήκει στην ίδια τη συνείδηση– όποιες κι αν είναι οι λοιπές σχέσεις της με το Εγώ, κατά τα λοιπά. Στους Καρτεσιανούς Στοχασμούς φαίνεται ότι ο Χούσερλ έχει διατηρήσει εξ όλο- κλήρου αυτή την αντίληψη της συνείδησης που ενοποιείται μέσα στο χρόνο [13]. Από μιάν άλλη σκοπιά, η ατομικότητα της συνείδησης προέρχεται εμφανώς από τη φύση της συνείδησης. Η συνείδηση δεν μπορεί να περιοριστεί (όπως η υπόσταση του Σπινόζα)[14] παρά μόνο από την ίδια. Συγκροτεί έτσι μια συνθετική και ατομική ολότητα, πλήρως απομονωμένη από τις άλλες ολότητες του ίδιου τύπου, και το Εγώ δεν μπορεί βεβαίως να είναι κάτι άλλο από μια έκφραση (και όχι μια συνθήκη) αυτής της μη-επικοινωνησιμότητας και εσωτερικότητας των συνειδήσεων [15]. Μπορούμε λοιπόν να απαντήσουμε χωρίς δισταγμό: η φαινομενολογική αντίληψη της συνείδησης καθιστά τον ενοποιητικό και εξατομικευτικό ρόλο του Εγώ εντελώς άχρηστο. Αντιθέτως, η συνείδηση είναι εκείνη που κάνει δυνατή την ενότητα και την προσωπικότητα του Εγώ μου. Και έτσι το υπερβατολογικό Εγώ δεν έχει λόγο ύπαρξης [16].

Εξ άλλου, αυτό το περιττό Εγώ είναι βλαπτικό. Αν υπήρχε, θα αποσπούσε βίαια τη συνείδηση από τον εαυτό της, θα την τεμάχιζε, θα γλίστραγε μέσα σε κάθε συνείδηση σαν μια αδιαφανής λεπίδα. Το υπερβατολογικό Εγώ είναι ο θάνατος της συνείδησης. Στην πραγματικότητα, η ύπαρξη της συνείδησης είναι ένα απόλυτο, διότι η συνείδηση είναι συνείδηση εαυτής. Πράγμα που σημαίνει ότι το είδος της ύπαρξης της συνείδησης είναι να αποτελεί συνείδηση εαυτής. Και λαμβάνει συνείδηση εαυτής, στο μέτρο που είναι συνείδηση ενός υπερβατικού αντικειμένου. Όλα λοιπόν είναι καθαρά και φαεινά στη συνείδηση: το αντικείμενο είναι ενώπιόν της με τη χαρακτηριστική του αδιαφάνεια, αλλά εκείνη είναι αμιγώς και απλά συνείδηση του ότι είναι συνείδηση αυτού του αντικείμενου, αυτός είναι ο νόμος της ύπαρξής του. Πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτή η συνείδηση της συνείδησης –πέρα από περιπτώσεις ανασκοπημένων συνειδήσεων, στις οποίες και θα αναφερθούμε ιδιαιτέρως σε λίγο– δεν είναι θέτουσα, δηλαδή η συνείδηση δεν είναι προς αυτή την ίδια το αντικείμενό της. Το αντικείμενό της είναι φύσει εκτός εαυτής και για τούτο με μία και την αυτή κίνηση το θέτει και το συλλαμβάνει. Η ίδια δεν γνωρίζει εαυτήν παρά σαν απόλυτη εσωτερικότητα. Μια τέτοια συνείδηση θα την ονομάσουμε πρωτοβάθμια η μη-ανασκοπημένη συνείδηση. Θέτουμε το ερώτημα: υπάρχει θέση για ένα Εγώ σε μια τέτοια συνείδηση; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: προφανώς όχι. Πράγματι, αυτό το Εγώ δεν είναι ούτε αντικείμενο της συνείδησης (γιατί εξ υποθέσεως είναι κάτι εσωτερικό) ούτε ανήκει στη συνείδηση, εφόσον είναι κάτι για τη συνείδηση, ούτε μια διαφανής ποιότητα της συνείδησης, αλλά κατά κάποιον τρόπο κάτοικος [της συνείδησης]. Στην πραγματικότητα, το Εγώ, με την προσωπικότητά του, όσο τυπικό και όσο αφηρημένο κι αν το θεωρήσουμε, είναι ένα κέντρο αδιαφάνειας. Είναι για το συγκεκριμένο και ψυχοφυσικό εγώ [moi] ο,τι είναι το σημείο ως προς τις τρεις διαστάσεις: είναι ένα Εγώ [Μοί] απείρως συστελλόμενο. Αν λοιπόν εισάγουμε αυτή την αδιαφάνεια στη συνείδηση, τότε καταστρέφουμε την ίδια στιγμή τον τόσο γόνιμο ορισμό που της δώσαμε προ ολίγου, την παγώνουμε, τη συσκοτίζουμε, δεν είναι πιά μια αυθορμησία, σαν να φέρει εντός της τον σπόρο της αδιαφάνειας. Όμως, εξ άλλου, θα καταστεί αναγκαίο να εγκαταλείψουμε αυτή την πρωτότυπη και εμβριθή άποψη που κάνει τη συνείδηση ένα μη υποστασιακό απόλυτο. Μια καθαρή συνείδηση είναι ένα απόλυτο, διότι, πολύ απλά, είναι συνείδηση του εαυτού της. Παραμένει έτσι ένα «φαινόμενο» με το πολύ ιδιαίτερο νόημα όπου το «είναι» και το «φαίνεσθαι» αποτελούν ένα και το αυτό. Χαρακτηρίζεται όλη από μια ελαφρότητα, μια διαφάνεια. Σε τούτο οφείλεται ότι το Cogito του Χούσερλ είναι τόσο διαφορετικό από το καρτεσιανό Cogito [17]. Όμως αν το Εγώ είναι μια αναγκαία δομή της συνείδησης, αυτό το αδιαφανές Εγω υψώνεται, εξ αυτού, στο πεδίο του απόλυτου. Και να λοιπόν που βρισκόμαστε ενώπιον μιάς μονάδας. Και δυστυχώς αυτός είναι ο προσανατολισμός της νέας σκέψης του Χούσερλ (βλ. τους Καρτεσιανούς Στοχασμούς) [18]. Η συνείδηση έχει βαρύνει, έχει χάσει το χαρακτηριστικό που την έκανε το απόλυτο υπάρχον εξαιτίας της ανυπαρξίας [της]. Είναι βαριά και σταθμίσιμη. Όλα τα αποτελέσματα της φαινομενολογίας απειλούνται με κατάρρευση, αν το Εγώ δεν είναι, ακριβώς όπως κι ο κόσμος, ένα σχετικό υπάρχον, δηλαδή ένα αντικείμενο για τη συνείδηση.

Συνεχίζεται με το κεφάλαιο B) TO COGITO ΩΣ ΑΝΑΣΚΟΠΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Σημειώσεις
 
[7]. Το νόημα της πρότασης είναι ότι, σύμφωνα με τον Χούσερλ, η εποπτεία μας θέτει ενώπιον του πράγματος στην παρουσία του.

* Ο Χούσερλ θα έλεγε: μια επιστήμη των ουσιών. Αλλά για την οπτική μας, αυτό έγκειται στο ίδιο.

[8]. Ελληνικά στο πρωτότυπο. Η θεωρία του Χούσερλ για την εποχή αναπτύσσεται με ευκρίνεια στις §§ 53-54, 56, 59 των Ιδεών για μια Φαινομενολογία [Ideen zu einer reinen Phänomenologie und phänomenologischen Philosophie. Erstes Buch, Den Haag: Martinus Nijhoff, 1952], και στις §§ 11, 14-16 των Καρτεσιανών Στοχασμών [Carteschianische Meditationen und Pariser Vorträger, Den Haag: Martinus Njhoff, 1973 – Καρτεσιανοί Στοχασμοί, μτφρ., εισαγ. και σχόλια Παύλος Κόντος, εκδόσεις Ροές, 2002].
[9]. Πέμπτη Λογική Έρευνα, § 4. [Logische Untersuchungen. Zweiter Band, Den Hag: Martinus Nijhoff, 1984].
[10]. Βλ. Ιδέες, §§ 57, 78, 80, 92, 122.
[11]. Βλ. Ιδέες, § 57.
[12]. Βλ. Διαλέξεις για την Εσωτερική Συνείδηση του Χρόνου (1901-1910), § 39, καὶ Παράρτημα ΙΧ [Zur Phänomenologie de inneren Zeitbewusstseins (1893-1917), Den Haag: Martinus Nijhoff, 1966].
[13]. Βλ. Καρτεσιανοί Στοχασμοί, § 37.
[14]. «Με τον όρο υπόσταση εννοώ αυτό που είναι στον εαυτό του και συλλαμβάνεται μέσω του εαυτού του: δηλαδή αυτό που το εννόημά του δεν χρειάζεται το εννόημα άλλου πράγματος από το οποίο πρέπει να σχηματιστεί», Σπινόζα, Ηθική, Μέρος Πρώτο, Ορισμός 3 (μτφρ. Ε. Βανταράκης).
[15]. Βλ. Πέμπτη Λογική Έρευνα, § 12β, Ιδέες, § 82, Καρτεσιανοί Στοχασμοί, § 50.
[15]. Βλ. Πέμπτη Λογική Έρευνα, § 6.
[17]. Βλ. Ιδέες, §§ 28, 42, 44, 46.
[18]. Βλ. Καρτεσιανοί Στοχασμοί, §§ 31-33.
 
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΟΜΩΣ ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΩΣ ΕΞΕΛΙΧΘΗΚΕ Η ΑΠΟΒΛΕΠΤΙΚΟΤΗΤΑ Ή ΠΡΟΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ.

Εγώ. Το παιχνίδι της ζωής (9)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

ΕΓΩ-Μέρος Πρώτο
Η βελτίωση της ζωής
Σενάριο (β)
«Ελπίζω να λειτουργήσει»-η κρίση ως ταινία
Λογική β
Ο κάθε άνθρωπος γίνεται manager του εγώ του

Ίσως το πιο ιδιοφυές αλλά και το πιο παρανοϊκό κεφάλι σε αυτό το παιχνίδι ήταν ο Αμερικανός μαθηματικός John Nash, τον οποίο γνώρισε ο κόσμος ως τον ήρωα της βραβευμένης με Όσκαρ δραματικής ταινίας «A beautiful Mind». Ήταν αυτός που με φαινομενικά ακέραιη λογική είχε αποδείξει ότι το παιχνίδι της ζωής μπορεί μόνο τότε να παιχθεί λογικά, όταν κάθε παίχτης ωθείται από απόλυτη ιδιοτέλεια και αβυσσαλέα καχυποψία προς την άλλη πλευρά.

Ο Nash είχε διατυπώσει την θεωρία τών «μη συνεργατικών» παιγνίων. Παιχνίδια δηλαδή στα οποία δεν υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας με τον συμπαίκτη, ο ένας δεν εμπιστεύεται τον άλλο και, όπου ο καθένας προβλέπει τα πιθανότερα σχέδια του αντιπάλου.

Οι «πιο πιθανές» ή με τους όρους των θεωρητικών των παιγνίων οι «λογικότερες» κινήσεις του άλλου είναι πάντα οι ιδιοτελείς.

Ήταν μια συναίσθηση ιδιαίτερου τύπου: έπρεπε να μπει κανείς στον εγωισμό τού άλλου, για να μπορέσει να παίξει καλύτερα τον δικό του εγωισμό. Με την νηφάλια γλώσσα των θεωρητικών: να κάνεις πάντα την καλύτερη στρατηγικά κίνηση λαμβάνοντας υπ’ όψιν την καλύτερη κίνηση του άλλου. Με τον τρόπο αυτό εγκαθίσταται ένα είδος ισορροπίας.

Αυτή ήταν η διάσημη ισορροπία κατά Nash, και δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας γενικής ισχύος μαθηματικός τύπος, για ένα συνεπή και επιτυχημένο εγωισμό. Ο μαθηματικός τύπος είναι περίπλοκος. Αλλά δεν χρειάζεται να τον μάθει κανείς. Σήμερα βρίσκεται στους αλγόριθμους των χρηματιστηρίων, στους πλειστηριασμούς, στους ισχυρότερους αλγόριθμους διαφημίσεων, και πιθανόν σε αυτούς των κοινωνικών δικτύων. Ο τύπος αυτός είναι το μεγάλο εγώ-αυτόματο στην καρδιά του συστήματος μας.
Ο ιστορικός της επιστήμης Mirowski, περιγράφει ως εξής τον τύπο που κυβερνά τον κόσμο μας: «με τον τρόπο αυτό καθένας γίνεται ένας μικρός πράκτορας, και ο καθένας από μας προσπαθεί να ξεγελάσει τον άλλο. Και μέσα στα πλαίσια της ισορροπίας κατά Nash ορίζουμε τους κανόνες με τους οποίους θεωρούμε ότι θα επιτύχουμε τον σκοπό μας. Το σύστημα αυτό μας απεικονίζει με τέτοιο τρόπο, ώστε δημιουργείται η εντύπωση πως όλοι μας είμαστε κάτι αλγοριθμικοί υπολογιστές, που αγωνίζονται να ξεγελάσουν ο ένας τον άλλο... αυτό το όραμα βάσει του οποίου ο καθένας εξαρτάται από την ικανότητα για έμπνευση που κατέχει, χρησιμοποιεί κυνικά τους άλλους, χωρίς να κατέχει ούτε ίχνος κοινωνικής νοημοσύνης...: αυτή ακριβώς είναι η εικόνα ενός πράκτορα στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού. Με δυο λόγια: κάθε άνθρωπος μειώνεται στο επίπεδο ενός manager του εγώ του.61»

Δεν υπάρχουν σχόλια: