Τρίτη 28 Μαΐου 2024

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (227)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 21 Μαΐου 2024 

Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤHΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡAΔΕΙΑ

VI. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑ – 4                                                     

Στις συνομιλίες που παραθέτει ο Ηρόδοτος καταχωρούνται πολυάριθμα αίτια και αφορμές, όχι όμως αυτά ακριβώς που εκφράζουν τις προθέσεις των ενδιαφερομένων, αλλά αυτά που θα όφειλαν να τις εκφράζουν, προσθέτοντας εδώ ασφαλώς και τις προσωπικές του γενικές εκτιμήσεις, ενώ αποφεύγει προς το παρόν την αναφορά στη φωνή του λαού. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν, εκτός από τους λόγους του Σόλωνα στα Ανάκτορα του Κροίσου, οι περισσότεροι από τους λόγους και τις συνομιλίες του Ξέρξη με τους αρχηγούς του. Συχνά στο πρόσωπο του Αρτάβανου εκφράζεται ο ίδιος ο Ηρόδοτος, και ο Δημάρατος, κυρίως πριν και μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, παίζει σχεδόν ένα ρόλο συμβούλου τραγωδίας, παρασύροντας τον Ξέρξη σε μια ανταλλαγή απόψεων. Αυτή η μορφή αντιπαράθεσης δεν συνιστά μόνο μιαν όψιμη εκδοχή της λογικής σκέψης των Ελλήνων, αλλά και ένα φυσικό πέρασμα από την επική απλότητα στο ιστορικό πνεύμα.

Η περιγραφή της Ιωνικής Επανάστασης, στο τέλος του 5ου και τις αρχές του 6ου Βιβλίου θεωρείται ακριβής τόσο στο επίπεδο της σύνθεσης όσο και σε αυτό της αφήγησης. Με μοναδική δεξιοτεχνία ο Ηρόδοτος αποδίδει την ανατροπή των εξελίξεων στους Ίωνες και τις επιλογές τους, χωρίς να επιβάλει την εκδοχή του ευθέως στον αναγνώστη, αλλά με λεπτούς υπαινιγμούς. Ο Αρισταγόρας παρουσιάζεται μεν ως ένας Ίων απατεώνας, (μια τελικά ανεπιθύμητη φυσιογνωμία), περιφερόμενος με ένα πινάκιο που αναπαριστά τον χάρτη του κόσμου· αν όμως αναλογιστούμε την απείθεια των Ελλήνων, όπως εμφανίζεται πριν από τη ναυμαχία της Λάδης, αγγίζουμε την καρδιά του ηθικού αιτίου. Αν θεωρήσουμε ότι μια περιγραφή που στοχεύει την απόδειξη της σχέσης μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος είναι πραγματιστική, ο Ηρόδοτος χειρίζεται ήδη εδώ τον πραγματισμό με μέγιστη ευφυΐα.

Σε σχέση με την αντικειμενικότητά του διαθέτουμε την ακόλουθη δήλωση του ίδιου του ιστορικού, η οποία χαρακτηρίζει την προσωπική του προσέγγιση: «Σε ότι με αφορά, αν και έχω την υποχρέωση να μεταφέρω αυτό που λέγεται, δεν σημαίνει ότι είμαι και υποχρεωμένος να το ασπάζομαι – αυτή η επιφύλαξη θα πρέπει να συνοδεύει το έργο μου, απ’ άκρου εις άκρον». Διακρίνει δε επιμελώς τα γεγονότα των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυς, από αυτά που άκουσε, και ορίζει το ποσοστό βεβαιότητας, δηλώνοντας: «Έως εδώ αφηγήθηκα όσα οι οφθαλμοί μου, οι στοχασμοί και οι έρευνές μου, με δίδαξαν· εφεξής θα αναφερθώ στην ιστορία αυτού του τόπου, σε όσα άκουσα να αφηγούνται οι Αιγύπτιοι. Θα προσθέσω όμως και μερικές προσωπικές παρατηρήσεις». Συγκρίνοντας τον Ηρόδοτο με τους ιστοριογράφους άλλων χωρών, οι οποίοι περιορίστηκαν, είτε στην απλή παράλειψη ορισμένων γεγονότων, είτε σε μια σκέτη παράθεση αποδεικτικών στοιχείων, δυνάμεθα να εκτιμήσουμε την ασύγκριτη πρόοδο που συντελέστηκε από τους Έλληνες σ’ αυτόν τον τομέα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εγκυρότητας των ερευνών του αποτελεί το απόσπασμα στο οποίο προσπαθεί να αποδείξει τη συγγένεια των Κόλχων με τους Αιγυπτίους, και αφού παραθέσει τους ακριβείς λόγους του, συνεχίζει ερευνώντας την διάδοση της περιτομής μεταξύ των λαών. Η γραφίδα του χαρακτηρίζεται επίσης από ιδιαίτερη ελευθερία· όταν για παράδειγμα αφηγείται ότι ο Θεμιστοκλής δωροδόκησε τον σπαρτιάτη και τον κορίνθιο ναύαρχο, δεν χρειάζεται να αναρωτηθεί «αν οι συγγενείς του ενδιαφερομένου παρέμειναν εν ζωή».

Έχοντας σαφή αντίληψη της σημασίας της ταυτότητάς του ως Έλλην, δεν παρασύρεται, όπως μπορεί κανείς να διακρίνει, σε αλαζονική συμπεριφορά απέναντι στους Βαρβάρους· εκτός από το σεβασμό που αποδίδει στην ισχύ και την αρχαιότητα του πολιτισμού τους (σε σχέση με την οποία η υπεροχή των Ελλήνων απέναντι στους Πέρσες τίθεται ενίοτε εμμέσως υπό αμφισβήτηση), εκφράζει την ικανοποίηση του ως προς την ύπαρξη ισχυρών εθιμικών κανόνων, ακόμη και όταν δεν περιποιούν τιμή στους κατόχους τους. Αναγνωρίζει δικαίως, όπως παρατηρεί ο σύγχρονός του Πίνδαρος, ότι το έθιμο έχει εξέχουσα αξία στον κόσμο, και θεωρεί παρανοϊκή την περιφρόνηση της θρησκείας και των εθίμων από τον Καμβύση. Γνωρίζει επίσης ότι όλοι οι άνθρωποι αποδίδουν μεγαλύτερη τιμή, στα έθιμα τους δικού τους τόπου.

Σημαντική είναι επίσης η κατανόησή που επιδεικνύει απέναντι στις ξένες θρησκείες. Είναι αλήθεια ότι η συνείδηση των Ελλήνων (εξ αιτίας της αρχαίας πολλαπλότητας των θεοτήτων και της εμπειρίας πολλών βαρβαρικών θρησκειών δια μέσου των αποικιών) διεύρυνε αυτή την κατανόησή· επειδή όμως είναι ο πρώτος που θίγει ένα τέτοιο ζήτημα, συνιστά για μας τον θεμελιωτή της συγκριτικής ιστορίας των θρησκειών και τον δογμάτων. Οι υπόλοιποι αρχαίοι λαοί συνέδεαν τη θρησκεία με το έθνος· οι θεοί τους είχαν εθνικό χαρακτήρα, όπως και οι θεοί των εχθρών τους· η θρησκεία του ξένου, που είναι εχθρός, θεωρείται μιαρή, και αποτιμάται στο βαθμό που ενισχύει την εθνική του ταυτότητα, η οποία είναι μισητή· σε περίπτωση που υπερισχύσει ο εχθρός οι θεοί του μετεγκαθίστανται στην πρωτεύουσα του νικητή και ενσωματώνονται στο τοπικό πάνθεον (όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα στο Περού). Αντιθέτως ο Έλληνας διαβλέπει και αναζητά, αν και χωρίς κριτικό πνεύμα ενίοτε, ομοιότητες και συγγένειες μεταξύ των ξένων και των δικών του θεοτήτων, και επιδιώκει να αναδείξει τις λεπτομέρειες της ξένης θρησκείας· όπως για παράδειγμα το στοιχείο ότι οι ναοί της Ουρανίας Αφροδίτης στην Κύπρο και τα Κύθηρα, σχετίζονται με τον αρχαιότατο ναό της Ασκαλώνας κ.τ.λ., γεγονός που τους επέτρεπε να ανακαλύψουν την πρωταρχική αιτία της γέννησης, της ανάπτυξης και της διαμόρφωσης της θρησκειών. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Ηρόδοτος αποδεικνύει την ύπαρξη ενός Ηρακλή αιγυπτο-φοινικής προέλευσης και τον διακρίνει απολύτως από τον Έλληνα Ηρακλή· υποστηρίζει ότι τη λατρεία του Διονύσου εισήγαγε ο Μελάμποδας, ο οποίος την παρέλαβε από τον Κάδμο και τους Φοίνικες· και επωφελείται για να αναπτύξει τη θεωρία του περί «των μεταγενέστερων θεών». Υποστηρίζει επίσης ότι τα ελληνικά ονόματα των θεών προήλθαν από εξωτερικές επιδράσεις, και ότι οι Πελασγοί, που λάτρευαν θεούς χωρίς να τους ονομάζουν, προσέλαβαν βαθμιαία αυτά τα ονόματα, με τελευταίο του Διονύσου. Πάντως, σε ότι αφορά, την ονομασία, τις ιδιότητες και τις μορφές των θεών, υποστηρίζει ότι προέρχονται από την εποχή του Ομήρου και του Ησιόδου, διότι «οι ποιητές οι οποίοι αποκαλούνται προγενέστεροι, είναι κατά τη γνώμη μου μεταγενέστεροι». Το ίδιο ισχύει σε ένα βαθμό, κατά τον Ηρόδοτο, και για τις μεγάλες θρησκευτικές τελετές (συγκεντρώσεις πιστών, λιτανείες, προσκυνήματα), τις οποίες ανάγει στους Αιγύπτιους, από τους οποίους τις παρέλαβαν οι Έλληνες· η τέλεσή τους στην Αίγυπτο ήταν κατ’ αυτόν αρχαιότατη, και ακολούθησε η είσοδός τους στην Ελλάδα· γεγονός που δεν τον εμποδίζει να τρέφει μεγάλο σεβασμό για τους θεούς, τις τελετές και τη λατρεία, τις εντός και εκτός Ελλάδος, εξ Αιγύπτου, ή εκ Σαμοθράκης· και δηλώνει ότι επιθυμεί να διαδώσει όλα αυτά που ο κόσμος γνωρίζει, και μόνο στο βαθμό που υποχρεούται από το συγκεκριμένο πλαίσιο της ιστορικής αφήγησης.

Παράλληλα θα ήταν δυνατόν να αποδώσει κανείς στον Ηρόδοτο ένα είδος ρεαλισμού και έναν πρώιμο ευημερισμό. Επίσης εμφανίζεται εξαιρετικά αφελής όταν επιχειρεί να τοποθετήσει χρονικά τους τρείς νεώτερους θεούς (τον Διόνυσο, τον Ηρακλή και τον Πάνα) αποδεικνύοντας ότι οι επίγειες μητέρες τους έζησαν την ίδια εποχή· επιπλέον η Ιώ που καθίσταται έγκυος από καπετάνιο φοινικικού σκάφους, και διαφεύγει στη χώρα των Φοινίκων φοβούμενη τους γονείς της, αφίσταται από τη φυσιογνωμία της Ιούς τού συγχρόνου του Αισχύλου. Η εκτίμησή του για της πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις είναι παρομοίου περιεχομένου: εκτιμά ότι η Ελένη δεν ήταν δυνατόν να βρίσκεται στην Τροία, διότι θα την είχαν αποπέμψει προκειμένου να αποφευχθεί ο πόλεμος.

Το σημαντικό όμως δεν είναι για έναν ερευνητή του μεγέθους του Ηροδότου να συλλάβει εξ αρχής το ακριβές, αλλά το γεγονός ότι καθιέρωσε τη δυνατότητα και την υποχρέωση της ιστορίας να ασχοληθεί με αυτά τα θέματα. Ακόμη και αν όλα τα συμπεράσματά του περιείχαν αναληθείς λεπτομέρειες, η αξία του ως θεμελιωτή μιας αντικειμενικής αντιμετώπισης της θρησκείας θα παρέμενε ανεκτίμητη.

Σε ότι αφορά τη γνώση του κόσμου, προς την οποία οι Ίωνες του άνοιξαν προφανώς διάπλατα την οδό, ο Ηρόδοτος αποτελεί για όλους εμάς χαρακτηριστικό παράδειγμα του Έλληνα, ο οποίος παρότι διακρίνεται επιμελώς από τους Βαρβάρους, μπορεί να σχετισθεί με ολόκληρο τον κόσμο και να συνδεθεί μαζί του μέσω του μύθου, ο οποίος διαθέτει επίσης θεούς και ήρωες, που ταξιδεύουν σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή την ικανότητα, η οποία μεταβιβάστηκε και στους εξελληνισθέντες Βαρβάρους, όταν ο ελληνισμός κατώρθωσε τελικά να τους προσεγγίσει, ο Ηρόδοτος την διέθετε σε ύψιστο βαθμό. Σ’ αυτήν προστίθενται και οι μεγάλες αρετές του: το χάρισμα της άμεσης εκτίμησης μιας κατάστασης, το οποίο επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με απόλυτη σαφήνεια, και η διακριτική διάθεση με την οποία αντιμετωπίζει για παράδειγμα όσους ισχυρίζονταν ότι ο Ωκεανός περιβάλει την Γη, θεωρούμενη ως τον τροχό του αγγειοπλάστη, και πίστευαν ότι η Ασία και η Ευρώπη έχουν την ίδια γεωγραφική έκταση, ή αυτή με την οποία διακρίνει την θρυλούμενη από την πραγματική φυλή των Σκύθων, και τις φαντασιώσεις των Ελλήνων του Πόντου για τον Ηρακλή, και εν τέλει τις ψευδαισθήσεις του Αριστέα του Προκοννησίου, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα την δική του άποψη, σύμφωνα με την οποία οι Σκύθες κατοικούν στη χώρα ενός αρχαίου κιμμέριου λαού, ο οποίος εξέλειπε. Όταν υποστηρίζει ότι η μοίρα διαφύλαξε τις πλουσιότερες δωρεές της για τα πέρατα του κατοικημένου κόσμου, και ότι η Ελλάδα, χάρη στο θαυμάσιο εύκρατο κλίμα της, καθώς και η Ινδία και η Αιθιοπία, με την πλούσια βλάστηση και την γόνιμη γη αποτελούν μέρος του, δεν πρόκειται για μια ασυγχώρητη υπερβολή, αν αναλογιστούμε τις ερήμους της Περσίας και της Αραβίας.

Κάποιοι άλλοι ιστορικοί προχώρησαν ακόμη μακρύτερα, αν λάβουμε υπόψη την πηγή από την οποία ο Θουκυδίδης αντλεί την εξαιρετική εθνογραφική απεικόνιση της Σικελίας. Πρόκειται για τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της αρχαιότητας σε ότι αφορά την εξιστόρηση και την ακριβή καταγραφή των λαών.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: