Του Karl Rahner
Το κείμενο περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Περί του θέματος της εκ παρθένου γεννήσεως», Εκδόσεις Katholisches Bibelwerk, Stuttgart, 1970. Σελίδες 121-158
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις με βάση τη βιβλική θεολογία
Για τις δογματικές-συστηματικές σκέψεις που πρόκειται να εκτεθούν, προϋποτίθενται τα ακόλουθα αποτελέσματα της βιβλικής θεολογίας:
Τα χωρία Κατά Ματθαίον 1, 18 και κατά Λουκάν 1, 35, δηλώνουν μια εκ παρθένου γέννηση. Η πρόταση αυτή πρέπει να μείνει σαφής, αν και με αυτήν δεν απαντώνται μονοσήμαντα ως προς κάθε τους πτυχή οι ερωτήσεις α) τι ακριβώς εννοείται με αυτό, και β) ποιο υποχρεωτικό βάρος έχουν οι βιβλικές αυτές δηλώσεις στον Ματθαίο και τον Λουκά, όταν από τη μια εκτιμούμε μόνο το δογματικό βάρος των βιβλικών δηλώσεων ως τέτοιων, και από την άλλη, αν υπολογίζουμε πως ένας τέτοιος καθορισμός του βάρους μιας δηλώσεως, η οποία είναι αναμφίβολα δεδομένη, εξαρτάται από τον ακριβή καθορισμό του λογοτεχνικού γένους, εντός του οποίου η δήλωση αυτή εκφράζεται. [ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΓΑΠΗΤΗ ΑΔΕΛΦΗ ΨΥΧΗ]
Είναι ορθό και πρέπει να γίνει αμερόληπτα αποδεκτό, πως οι δηλώσεις αυτές περί της εκ παρθένου γεννήσεως αντιπροσωπεύουν ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της παραδόσεως, το οποίο, εφόσον είναι μερικό, δεν ανήκει σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, ως μια συγκεκριμένη δήλωση, σε εκείνη την Χριστολογία, η οποία βρίσκεται πριν τα γραπτά της Καινής Διαθήκης και αντικατοπτρίζεται στα γραπτά αυτά.[ΟΤΙ ΠΕΙΣ ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ] Αν και με τον τρόπο αυτό η παράδοση τού κατά Ματθαίον και κατά Λουκάν Ευαγγελίου είναι μερική, και άλλες δηλώσεις περί Ιησού Χριστού στην Καινή Διαθήκη αφήνουν να φανεί η άγνοια αυτών των παραδόσεων, δεν μπορούμε όμως να πούμε, πως αυτές οι άλλου είδους δηλώσεις, δηλαδή ενός άλλου κλάδου της παράδοσης και της θεολογίας, θέλουν να αποκλείσουν θετικά την εκ παρθένου γέννηση ή και να προσδώσουν σε ένα τέτοιο αποκλεισμό δογματικό βάρος. Το να θέλει κανείς να βάλει σε αντιπαράθεση αυτούς τους κλάδους της παράδοσης και της θεολογίας, είναι μια εσφαλμένη, αν και εδώ και εκεί συνηθισμένη μέθοδος. Ο καθολικός θεολόγος όπως και ο εξηγητής έχει a priori το δικαίωμα, που πηγάζει από το σύνολο της απαρχής και της κατανόησης της πίστεως, να υποθέσει και να αντέξει μια εσωτερική αρμονία, ένα αμοιβαίο ανταγωνισμό των διαφόρων θεολογιών μέσα στην Καινή Διαθήκη, εφόσον αυτές οι διαφορετικές και παραδεκτές ως διαφορετικές θεολογίες, δεν αντιφάσκουν απλά η μια στην άλλη. Δεν μπορεί κανείς να υπερβάλει τόσο με την πολλαπλότητα των θεολογιών μέσα στην Καινή Διαθήκη, ώστε να αποκλείεται εξολοκλήρου μια ενιαία σύλληψη των θεολογιών και μια εσωτερική σύγκλιση των θεολογιών αυτών. Αν το έκανε κανείς αυτό, τότε ακόμα και ο σχηματισμός του κανόνος, δηλαδή η πεποίθηση της παλιάς Εκκλησίας, θα ήταν αδύνατη. Η πεποίθηση δηλαδή πως οι διάφορες γραφές, παρά τον διαφορετικό τους χαρακτήρα, παρά τις διαφορετικές τους θεολογικές απαρχές, παρά τη διαφορετικότητα των θεολογιών, σχηματίζουν μαζί την μια ομολογία πίστεως της μιας Εκκλησίας 2.
Αυτό ισχύει κατά βάση και για το ερώτημα αυτό. Μπορούμε να πούμε πάντως: ο Παύλος δεν ξέρει τίποτα περί της εκ παρθένου γεννήσεως3 (Στην προς Γαλάτας 4,4 [ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον,], την πιο πρώιμη αναφορά στην Μαρία όσον αφορά τα γραπτά της Καινής Διαθήκης, ο Παύλος μιλά για τη Μαρία μέσα σε μια αυστηρά χριστολογική ή σωτηριολογική συνάφεια)[ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ ΑΣ ΤΟ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ. ΦΥΛΗ Η ΟΠΟΙΑ ΞΕΧΩΡΙΖΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΔΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΜΩΥΣΗ]. Ίσως να μην ασχολήθηκε ποτέ θεολογικά με το θέμα, ίσως να μην ήρθε ποτέ σε επαφή με εκείνη την παλαιστινιακή παράδοση περί της εκ παρθένου γεννήσεως, όπως γίνεται αντιληπτό στον Ματθαίο και τον Λουκά.[ΑΝΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΙΣΡΑΗΛΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ] Αυτό φυσικά δεν αποδεικνύει, πως μπορεί να πει κανείς στο όνομα του Παύλου, πως αυτό ήταν για την πίστη της Εκκλησίας εξ αρχής αδιάφορο, καθώς ο Παύλος θα έπρεπε να είχε μιλήσει περί αυτού, ή αλλιώς: αυτό πρέπει εξ αρχής να απορριφθεί, καθώς ο Παύλος δεν γράφει κάτι περί αυτού. Δεν μπορεί να μειώσει κανείς την Καινή Διαθήκη σε οποιαδήποτε γραφή. Σίγουρα δεν μπορεί κανείς να κατασκευάσει τον κανόνα μέσα στον κανόνα, όπως του αρέσει, ώστε από αυτόν (τον αυθαίρετο κανόνα) να δικαιολογήσει μια θετική απόρριψη μιας ορισμένης διδασκαλίας, γιατί απλώς δεν αντιστοιχεί σε αυτόν τον υποκειμενικά διατυπωμένο κανόνα μέσα στον κανόνα (Kanon). Ολόκληρη η Καινή Διαθήκη, με όλη τη διαφορά ως προς τη σημασία και την αξία των δηλώσεων, είναι υποχρεωτική για τη θεολογία, και μπορεί κανείς το πολύ-και πρέπει να το κάνει αυτό!-να ρωτήσει, τι θέλουν οι Ματθαίος και Λουκάς να μας πουν με αυτή την αναφορά. [ ΚΑΙ ΣΩΣΤΑ ΕΠΕΙΔΗ ΣΗΜΕΡΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΡΘΕΝΙΑ]
Αυτό που μόλις ειπώθηκε δεν αποκλείει φυσικά, πως υπό ορισμένες περιστάσεις δεν μπορεί εν γένει να είναι δυνατή μια επαρκής, συστηματική και θετική εξίσωση, μια συστηματοποίηση, μια ανάβαση σε μια ανώτερη θεολογία, ως προς την ποικιλία των θεολογιών. Έτσι και στην περίπτωση μας, για τον λόγο αυτό δεν αρνείται, πως για παράδειγμα και στον Λουκά η θετική εξισορρόπηση των διαφόρων παραδόσεων δεν έχει εκτελεσθεί πλήρως. Ο Λουκάς φυσικά-όπως και ο Ματθαίος-ενδιαφέρεται για την καταγωγή (υιότητα) του Ιησού από τον Δαβίδ, και αυτή -αδιάφορο γιατί και πως-συνδέεται με τον Ιωσήφ. Μπορεί επίσης να ισχύει, και δεν χρειάζεται να απορριφθεί apriori, πως τα διάφορα ρεύματα παραδόσεων, και κάποιο από αυτά, στη διατύπωση του ή και σε ολόκληρη την σύλληψη του, να μην γνώριζε τίποτα από την εκ παρθένου γέννηση, δεν είναι με ένα τόσο απόλυτα ολοκληρωμένο, τελειωτικό τρόπο εξισορροπημένα, ώστε η εξισορρόπηση αυτή να περνά χωρίς κάποια διακοπή και στις διατυπώσεις.[ΟΛΑ ΜΠΟΡΕΙ. ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΔΥΣΑΝΑΣΧΕΤΟΥΣΑΝ ΣΤΟ ΦΥΛΟ ΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΣ]
Η εκκλησιαστική διδασκαλία περί της εκ παρθένου γεννήσεως αναφέρεται σίγουρα στην περί του θέματος αυτού διδασκαλία μέσα στην Καινή Διαθήκη. Η εκκλησιαστική αυτή διδασκαλία νομιμοποιείται ήδη από το γεγονός, πως εκφράζεται με την συνείδηση, ότι απλώς επαναλαμβάνει αυτό που λέει η Καινή Διαθήκη για το θέμα. Με αυτό δεν απορρίπτεται ή συσκοτίζεται, πως σε αυτή την εκκλησιαστική διδασκαλία προστίθεται μια επίσημη αυθεντία, που δεν ταυτίζεται με εκείνη την οποία αποκτά η Γραφή πάνω σε ένα πιστό, όταν αυτός την ερμηνεύει μόνος του (μεταξύ άλλων στο K. Rahner, Περί της εμπνεύσεως των Γραφών,…Η Καινή Διαθήκη και η νέα καθολική εξήγηση). Πέραν αυτής της τυπικής αυθεντίας της εκκλησιαστικής διδασκαλίας, που αφορά ένα πράγμα που μαρτυρείται στην Γραφή (πέραν δηλαδή της Catholicitas της fides divina et catholica ως τέτοιας) μπορεί να ισχύει είτε ότι η εκκλησιαστική διδασκαλία λέει μόνο αυτό που βρίσκεται αναμφιβόλως και σαφώς μέσα στη Γραφή, είτε παρουσιάζει ως ορθή μια ερμηνεία μιας όχι τόσο ξεκάθαρης δήλωσης της Γραφής, είτε ότι δεν είναι σαφές, αν μια εκκλησιαστική δήλωση θέλει απλά να επαναλάβει, και τίποτε άλλο, μια δήλωση της Γραφής, και αφήνει την έκφραση του νοήματος του εν λόγω χωρίου σε άλλες ερμηνείες της Γραφής. Όταν για παράδειγμα η Καινή Διαθήκη, ή η διδασκαλία της Εκκλησίας δηλώνουν κάτι, που από τη μια είναι εναντίον της εξελικτικής ή πολυγεννητικής αντίληψης περί της δημιουργίας του ανθρώπου, και από την άλλη είναι απλώς αναφορές στη Γένεση, τότε στην περίπτωση αυτή είναι σαφές, πως οι επαναλαμβανόμενες αυτές δηλώσεις δεν θέλουν να πάνε πέρα από τη Γένεση, και αφήνουν στην ερμηνεία (Exegese) να προσδιορίσει το ακριβώς νόημα και τα όρια των δηλώσεων της Γενέσεως. Στο σημείο αυτό μας επιτρέπεται ήδη να πούμε, πως βάσει αυτών που εκτέθηκαν, δεν είναι σαφής η ακριβής σχέση των διδασκαλιών της Εκκλησίας προς τις δηλώσεις της Γραφής περί της εκ παρθένου γεννήσεως. [ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΗ ΜΑΝΝΑ ΣΟΥ]
Συνεχίζεται
Ο ΡΑΝΕΡ. ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ Β' ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ Ο ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΣ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΣΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΓΙ΄ ΑΥΤΟΥΣ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου