Και ο Χάϊντεγκερ επίσης, στην δική του αποδόμηση της ιστορίας της οντολογίας, φαίνεται εξαρτημένος μ’έναν θεμελιώδη τρόπο απο την Καρτεσιανή φιλοσοφία. Σύμφωνα με όσα βεβαιώνει στο κείμενο «η εποχή του εικονισμού τού κόσμου», η μεταφυσική θέση του Καρτέσιου κυβερνά ολόκληρη την μεταφυσική τής υποκειμενικότητος που χαρακτηρίζει τον μοντέρνο κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του Νίτσε, και αυτή η θέση ακουμπά ιστορικά στην αρχαία Πλατωνικο-Σωκρατική μεταφυσική;;;;. Έτσι λοιπόν στον Καρτέσιο συρρέει η αρχαία σκέψη η οποία ξεκινά με τον Πλάτωνα και συνεχίζει στήν μοντέρνα σκέψη.[ΑΜΦΙΒΟΛΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ]
Κατα την κρίση του, εάν ο μοντέρνος κόσμος, συμπεριλαμβανομένης και της τελικής φάσεως της τεχνολογικής εποχής στην οποία ζούμε, κατέληξε μία εικόνα—που σημαίνει πώς η αλήθεια εννοείται σαν βεβαιότης της αναπαραστάσεως, ο άνθρωπος είναι εκείνο το υποκείμενο που θεμελιώνει το όν, και αυτό το τελευταίο, εφόσον χάθηκε το δικό του Είναι, κατέληξε ένα απλό αντικείμενο το οποίο δέχεται απο το υποκείμενο «την σφραγίδα του είναι»-αυτό οφείλεται στην ριζική αλλαγή που έφερε το Cogito sum του Καρτέσιου. Και πάντοτε κατα την κρίση του, «η αρχαία ιστορική προϋπόθεση, που ενήργησε μία μακρυά και κρυμμένη μεσότητα, ώστε ο κόσμος να γίνει εικόνα» είναι το γεγονός πώς στον Πλάτωνα, η οντότης του όντος ορίζεται σαν είδος (προοπτική, θέα). Και γι’αυτό ερμηνεύει ολόκληρη την μεταφυσική παράδοση της Δύσεως κάτω απο το Φώς της Καρτεσιανής συλλήψεως του Ego cogito και των Res cogitans,σαν μία μοναδική πρόοδος...λόγω της οποίας ο κόσμος συστήνεται κατ’εικόνα και ο άνθρωπος σε υποκείμενο εν μέσω του όντος.
Παρ’όλα αυτά όμως, ο ίδιος ο Χάϊντεγκερ αφήνει να φανεί το όριο της ερμηνείας του, απο την στιγμή που αναγνωρίζει πώς τα συστήματα των Λάϊμπνιτς, Κάντ, Φίχτε, Hegel και Σέλλινγκ, στην συμπάγεια τους και την μοναδικότητα τους, δέν έχουν κατανοηθεί ακόμη, και πώς το μεγαλείο τους αναγνωρίζεται στο γεγονός πώς δέν αναπτύσσονται, όπως στον Καρτέσιο, απο το υποκείμενο εννοημένο σαν Εγώ και πεπερασμένη ουσία, αλλά αναπτύσσονται στον Λάϊμπνιτς απο την μονάδα εννοημένη σαν ψυχική ουσία, στον Κάντ απο την ουσιώδη υπερβατικότητα της πεπερασμένης νοήσεως, η οποία ριζώνει στην φαντασία, στον Φίχτε απο το άπειρο Εγώ, στον Hegel απο το πνεύμα σαν απόλυτη Γνώση κ.τ.λ.
Ο Χαϊντεγκερ ισχυρίζεται πώς αυτά, που φτάνει να τα ονομάσει «ουσιώδεις μεταλλάξεις της θεμελιώδους θέσεως του Καρτεσίου», παρ’όλα αυτά παραμένουν στο εσωτερικό του. Δέν είναι όμως σίγουρο, διότι σ’αυτές τις θέσεις εκφράζεται μία σκέψη βαθύτατα ανανεωτική, η οποία δέν είναι δυνατόν να ξαναοδηγήσει στην Καρτεσιακή τοποθέτηση. Διότι αυτή η τελευταία, κατά τον ίδιο τον Χάϊντεγκερ (΄΄Είναι και χρόνος΄΄ παρ.6), “αφήνει αόριστο...το νόημα του είναι του «Sum»” διότι ο Καρτέσιος δέχεται στην res cogitans την μεσαιωνική εννοιολόγηση της ψυχής, η οποία είναι ουσία πεπερασμένη διότι δημιουργημένη, όμως αυτός ο προσδιορισμός δέν αρχίζει μόνον με την υπαρξιακή αναλυτική του Dasein, άρχισε μετά τον Καρτέσιο, και προχώρησε χάρη στους μεγαλύτερους στοχαστές μέσα στα πλαίσια διαφορετικών προοπτικών, τις ίδιες που επισήμανε και ο Χάϊντεκγερ,οι οποίες όμως πρέπει να αναγνωρισθούν στην πρωτοτυπία τους απέναντι στην Καρτεσιανή τοποθέτηση.
Κατα την κρίση του, εάν ο μοντέρνος κόσμος, συμπεριλαμβανομένης και της τελικής φάσεως της τεχνολογικής εποχής στην οποία ζούμε, κατέληξε μία εικόνα—που σημαίνει πώς η αλήθεια εννοείται σαν βεβαιότης της αναπαραστάσεως, ο άνθρωπος είναι εκείνο το υποκείμενο που θεμελιώνει το όν, και αυτό το τελευταίο, εφόσον χάθηκε το δικό του Είναι, κατέληξε ένα απλό αντικείμενο το οποίο δέχεται απο το υποκείμενο «την σφραγίδα του είναι»-αυτό οφείλεται στην ριζική αλλαγή που έφερε το Cogito sum του Καρτέσιου. Και πάντοτε κατα την κρίση του, «η αρχαία ιστορική προϋπόθεση, που ενήργησε μία μακρυά και κρυμμένη μεσότητα, ώστε ο κόσμος να γίνει εικόνα» είναι το γεγονός πώς στον Πλάτωνα, η οντότης του όντος ορίζεται σαν είδος (προοπτική, θέα). Και γι’αυτό ερμηνεύει ολόκληρη την μεταφυσική παράδοση της Δύσεως κάτω απο το Φώς της Καρτεσιανής συλλήψεως του Ego cogito και των Res cogitans,σαν μία μοναδική πρόοδος...λόγω της οποίας ο κόσμος συστήνεται κατ’εικόνα και ο άνθρωπος σε υποκείμενο εν μέσω του όντος.
Παρ’όλα αυτά όμως, ο ίδιος ο Χάϊντεγκερ αφήνει να φανεί το όριο της ερμηνείας του, απο την στιγμή που αναγνωρίζει πώς τα συστήματα των Λάϊμπνιτς, Κάντ, Φίχτε, Hegel και Σέλλινγκ, στην συμπάγεια τους και την μοναδικότητα τους, δέν έχουν κατανοηθεί ακόμη, και πώς το μεγαλείο τους αναγνωρίζεται στο γεγονός πώς δέν αναπτύσσονται, όπως στον Καρτέσιο, απο το υποκείμενο εννοημένο σαν Εγώ και πεπερασμένη ουσία, αλλά αναπτύσσονται στον Λάϊμπνιτς απο την μονάδα εννοημένη σαν ψυχική ουσία, στον Κάντ απο την ουσιώδη υπερβατικότητα της πεπερασμένης νοήσεως, η οποία ριζώνει στην φαντασία, στον Φίχτε απο το άπειρο Εγώ, στον Hegel απο το πνεύμα σαν απόλυτη Γνώση κ.τ.λ.
Ο Χαϊντεγκερ ισχυρίζεται πώς αυτά, που φτάνει να τα ονομάσει «ουσιώδεις μεταλλάξεις της θεμελιώδους θέσεως του Καρτεσίου», παρ’όλα αυτά παραμένουν στο εσωτερικό του. Δέν είναι όμως σίγουρο, διότι σ’αυτές τις θέσεις εκφράζεται μία σκέψη βαθύτατα ανανεωτική, η οποία δέν είναι δυνατόν να ξαναοδηγήσει στην Καρτεσιακή τοποθέτηση. Διότι αυτή η τελευταία, κατά τον ίδιο τον Χάϊντεγκερ (΄΄Είναι και χρόνος΄΄ παρ.6), “αφήνει αόριστο...το νόημα του είναι του «Sum»” διότι ο Καρτέσιος δέχεται στην res cogitans την μεσαιωνική εννοιολόγηση της ψυχής, η οποία είναι ουσία πεπερασμένη διότι δημιουργημένη, όμως αυτός ο προσδιορισμός δέν αρχίζει μόνον με την υπαρξιακή αναλυτική του Dasein, άρχισε μετά τον Καρτέσιο, και προχώρησε χάρη στους μεγαλύτερους στοχαστές μέσα στα πλαίσια διαφορετικών προοπτικών, τις ίδιες που επισήμανε και ο Χάϊντεκγερ,οι οποίες όμως πρέπει να αναγνωρισθούν στην πρωτοτυπία τους απέναντι στην Καρτεσιανή τοποθέτηση.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου