(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Ο ίδιος, λοιπόν, ο Θεός Λόγος τα υπέφερε όλα με τη σάρκα, ενώ η θεία και μόνη απαθής φύση του έμεινε απείραχτη.
Διότι ο ένας Χριστός που είχε ενώσει στο πρόσωπό του τη θεία και ανθρώπινη φύση, όντας και Θεός και άνθρωπος, όταν έπασχε, έπασχε η παθητή φύση του, ενώ η απαθής (φύση) δεν συμμετείχε στο πάθος.
Η ψυχή, δηλαδή, επειδή είναι παθητή, όταν το σώμα κόβεται, η ίδια, αν και δεν κόβεται, πονάει και υποφέρει μαζί με το σώμα.
Αντίθετα, η θεότητα, επειδή είναι απαθής, δεν υπέφερε μαζί με το σώμα.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, λέμε ότι ο Θεός έπαθε με σάρκα, σε καμία όμως περίπτωση δεν λέμε ότι η θεότητα έπαθε με σάρκα ή ο Θεός έπαθε μέσω της σάρκας.
Όπως όταν ο ήλιος φωτίζει ένα δένδρο και μια αξίνα κόβει το δένδρο, αλλά ο ήλιος παραμένει άτμητος και απαθής, πολύ περισσότερο η απαθής θεότητα του Λόγου, που είναι ενωμένη υποστατικά με τη σάρκα, όταν η σάρκα υποφέρει, αυτή μένει απαθής.
Και όπως, όταν κάποιος χύνει νερό σε πυρακτωμένο σίδερο, αυτό παθαίνει ό,τι από τη φύση τού προκαλεί το νερό (εννοώ, ότι η φωτιά σβήνει), αλλά ο σίδερος παραμένει αβλαβής (διότι το νερό δεν μπορεί από τη φύση του να τον βλάψει), πολύ περισσότερο όταν πάσχει η σάρκα, η μόνη απαθής θεότητα δεν δέχεται το πάθος, αν και είναι αχώριστη απ’ αυτήν (τη σάρκα)· δεν είναι ανάγκη βέβαια τα παραδείγματα να προσεγγίζουν τέλεια και χωρίς ψεγάδι. Διότι πρέπει να διαπιστώνουμε στα παραδείγματα και την ομοιότητα και τη διαφορά· αλλιώς, δεν θα ήταν παράδειγμα.
Αυτό που είναι απολύτως όμοιο, είναι το ίδιο και όχι παράδειγμα, και μάλιστα σχετικά με τα θεία. Είναι αδύνατο να βρεθεί παράδειγμα όμοιο σε όλα, και στη θεολογία και στο σχέδιο της θείας οικονομίας.
Για το ότι η θεότητα του Λόγου παρέμεινε αχώριστη από την ψυχή και το σώμα και στο θάνατο του Κυρίου, και ότι η υπόσταση παρέμεινε μία
Επειδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ήταν αναμάρτητος –«διότι δεν έκαμε αμαρτία, αυτός που σηκώνει τις αμαρτίες του κόσμου, ούτε είχε δολιότητα στο στόμα του»– δεν επρόκειτο να γνωρίσει θάνατο, διότι ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο με την αμαρτία.
Πεθαίνει όμως, διότι αναδέχεται το θάνατο για χάρη μας και προσφέρει τον εαυτό του θυσία στον Πατέρα του για μας.
Διότι αμαρτήσαμε απέναντι στον Πατέρα και έτσι αυτός έπρεπε να δεχθεί το λύτρο μας, για να ελευθερωθούμε από την καταδίκη μας· διότι δεν ήταν δυνατό ο τύραννος (διάβολος) να δεχθεί το αίμα του Δεσπότου.
Πλησιάζει, λοιπόν, ο θάνατος και αφού κατάπιε το δόλωμα του σώματος με το αγκίστρι της θεότητος, σουβλίζεται· αφού γεύτηκε το αναμάρτητο και ζωοποιό σώμα, εξοντώνεται και ελευθερώνει όλους αυτούς που παλαιά είχε καταπιεί.
Όπως ακριβώς το σκοτάδι διαλύεται με την εμφάνιση του φωτός, έτσι και η φθορά με την έλευση της ζωής χάνεται, και η ζωή επικρατεί παντού, ενώ η φθορά μένει σ’ αυτόν που την προξενεί.
Αν και πέθανε σαν άνθρωπος και η αγία του ψυχή χωρίστηκε από το αμόλυντο σώμα του, η θεότητά του όμως παρέμεινε αχώριστη και από τα δύο, εννοώ τη ψυχή και το σώμα, και έτσι ούτε η μία υπόστασή του διαιρέθηκε σε δύο υποστάσεις.
Διότι και το σώμα και η ψυχή συγχρόνως από την αρχή απέκτησαν την ύπαρξή τους μέσα στην υπόσταση του Λόγου· και με το θάνατο, αν και χωρίστηκαν μεταξύ τους, το καθένα απ’ αυτά έμεινε στην μία υπόσταση του Λόγου.
Επομένως, η μία υπόσταση του Λόγου αποτελούσε την υπόσταση της ψυχής και του σώματος του Λόγου.
Διότι ποτέ η ψυχή ούτε το σώμα είχαν ξεχωριστή υπόσταση εκτός από την υπόσταση του Λόγου· η υπόσταση του Λόγου πάντοτε ήταν μία, και ποτέ δύο.
Επομένως, πάντοτε η υπόσταση του Χριστού είναι μία.
Διότι, αν και η ψυχή είχε χωριστεί τοπικά από το σώμα, παρ’ όλ’ αυτά ήταν ενωμένη υποστατικά με το Λόγο.
Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού
Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως
Απόδοση στην νέα ελληνική
Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης (νυν Μητροπολίτης Δράμας)
Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=398998
Για το πάθος του σώματος του Κυρίου και για την απάθεια της θείας φύσεώς τουΟ ίδιος, λοιπόν, ο Θεός Λόγος τα υπέφερε όλα με τη σάρκα, ενώ η θεία και μόνη απαθής φύση του έμεινε απείραχτη.
Διότι ο ένας Χριστός που είχε ενώσει στο πρόσωπό του τη θεία και ανθρώπινη φύση, όντας και Θεός και άνθρωπος, όταν έπασχε, έπασχε η παθητή φύση του, ενώ η απαθής (φύση) δεν συμμετείχε στο πάθος.
Η ψυχή, δηλαδή, επειδή είναι παθητή, όταν το σώμα κόβεται, η ίδια, αν και δεν κόβεται, πονάει και υποφέρει μαζί με το σώμα.
Αντίθετα, η θεότητα, επειδή είναι απαθής, δεν υπέφερε μαζί με το σώμα.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, λέμε ότι ο Θεός έπαθε με σάρκα, σε καμία όμως περίπτωση δεν λέμε ότι η θεότητα έπαθε με σάρκα ή ο Θεός έπαθε μέσω της σάρκας.
Όπως όταν ο ήλιος φωτίζει ένα δένδρο και μια αξίνα κόβει το δένδρο, αλλά ο ήλιος παραμένει άτμητος και απαθής, πολύ περισσότερο η απαθής θεότητα του Λόγου, που είναι ενωμένη υποστατικά με τη σάρκα, όταν η σάρκα υποφέρει, αυτή μένει απαθής.
Και όπως, όταν κάποιος χύνει νερό σε πυρακτωμένο σίδερο, αυτό παθαίνει ό,τι από τη φύση τού προκαλεί το νερό (εννοώ, ότι η φωτιά σβήνει), αλλά ο σίδερος παραμένει αβλαβής (διότι το νερό δεν μπορεί από τη φύση του να τον βλάψει), πολύ περισσότερο όταν πάσχει η σάρκα, η μόνη απαθής θεότητα δεν δέχεται το πάθος, αν και είναι αχώριστη απ’ αυτήν (τη σάρκα)· δεν είναι ανάγκη βέβαια τα παραδείγματα να προσεγγίζουν τέλεια και χωρίς ψεγάδι. Διότι πρέπει να διαπιστώνουμε στα παραδείγματα και την ομοιότητα και τη διαφορά· αλλιώς, δεν θα ήταν παράδειγμα.
Αυτό που είναι απολύτως όμοιο, είναι το ίδιο και όχι παράδειγμα, και μάλιστα σχετικά με τα θεία. Είναι αδύνατο να βρεθεί παράδειγμα όμοιο σε όλα, και στη θεολογία και στο σχέδιο της θείας οικονομίας.
Για το ότι η θεότητα του Λόγου παρέμεινε αχώριστη από την ψυχή και το σώμα και στο θάνατο του Κυρίου, και ότι η υπόσταση παρέμεινε μία
Επειδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ήταν αναμάρτητος –«διότι δεν έκαμε αμαρτία, αυτός που σηκώνει τις αμαρτίες του κόσμου, ούτε είχε δολιότητα στο στόμα του»– δεν επρόκειτο να γνωρίσει θάνατο, διότι ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο με την αμαρτία.
Πεθαίνει όμως, διότι αναδέχεται το θάνατο για χάρη μας και προσφέρει τον εαυτό του θυσία στον Πατέρα του για μας.
Διότι αμαρτήσαμε απέναντι στον Πατέρα και έτσι αυτός έπρεπε να δεχθεί το λύτρο μας, για να ελευθερωθούμε από την καταδίκη μας· διότι δεν ήταν δυνατό ο τύραννος (διάβολος) να δεχθεί το αίμα του Δεσπότου.
Πλησιάζει, λοιπόν, ο θάνατος και αφού κατάπιε το δόλωμα του σώματος με το αγκίστρι της θεότητος, σουβλίζεται· αφού γεύτηκε το αναμάρτητο και ζωοποιό σώμα, εξοντώνεται και ελευθερώνει όλους αυτούς που παλαιά είχε καταπιεί.
Όπως ακριβώς το σκοτάδι διαλύεται με την εμφάνιση του φωτός, έτσι και η φθορά με την έλευση της ζωής χάνεται, και η ζωή επικρατεί παντού, ενώ η φθορά μένει σ’ αυτόν που την προξενεί.
Αν και πέθανε σαν άνθρωπος και η αγία του ψυχή χωρίστηκε από το αμόλυντο σώμα του, η θεότητά του όμως παρέμεινε αχώριστη και από τα δύο, εννοώ τη ψυχή και το σώμα, και έτσι ούτε η μία υπόστασή του διαιρέθηκε σε δύο υποστάσεις.
Διότι και το σώμα και η ψυχή συγχρόνως από την αρχή απέκτησαν την ύπαρξή τους μέσα στην υπόσταση του Λόγου· και με το θάνατο, αν και χωρίστηκαν μεταξύ τους, το καθένα απ’ αυτά έμεινε στην μία υπόσταση του Λόγου.
Επομένως, η μία υπόσταση του Λόγου αποτελούσε την υπόσταση της ψυχής και του σώματος του Λόγου.
Διότι ποτέ η ψυχή ούτε το σώμα είχαν ξεχωριστή υπόσταση εκτός από την υπόσταση του Λόγου· η υπόσταση του Λόγου πάντοτε ήταν μία, και ποτέ δύο.
Επομένως, πάντοτε η υπόσταση του Χριστού είναι μία.
Διότι, αν και η ψυχή είχε χωριστεί τοπικά από το σώμα, παρ’ όλ’ αυτά ήταν ενωμένη υποστατικά με το Λόγο.
Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως», απόδοση στην νέα ελληνική, Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης. Από: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/iwannhs_damaskhnos_ekdosis_akribhs.htm
https://www.pemptousia.gr/2024/05/o-thanatos-afou-geftike-to-anamartito-ke-zoopio-soma-exontonete/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου