Κυριακή 26 Μαΐου 2024

Η ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΓΩ - JEAN-PAUL SARTRE (Εισαγωγή)

Η υπερβατικότητα του Ego

Εισαγωγή

Ι

Ο Σάρτρ είναι από τους πλέον φημισμένους στοχαστές του 20ου αιώνα· είναι επίσης από τους πιο δύσκολους – και μια πηγή των δυσκολιών για την ορθή κατανόηση της φιλοσοφίας του δεν είναι άλλη από τη φήμη του. Πολλοί θεωρούν ότι γνωρίζουν τον Σάρτρ, κι από μια άποψη έχουν δίκιο, εφόσον είναι εξοικειωμένοι με την εικόνα του: γνωρίζουν την πίπα που κρατούσε στ' αριστερό του χέρι, την πένα που με το δεξί χάραζε τις ιδέες του, τη μπριγιαντίνη των μαλλιών, το συγκρατημένο του χαμόγελο. Το ίδιο το έργο του, όμως, είναι πολύ λιγότερο γνωστό – ίσως γιατί, όπως κάθε εγχείρημα κατανόησης ενός φιλοσόφου, απαιτεί από τον αναγνώστη σημαντική επένδυση απερίσπαστης προσοχής και κριτικής σκέψης, ποιότητες που δεν ευδοκιμούν στις μέρες μας. 

Το έργο του Σάρτρ καλύπτει πέντε δεκαετίες ακατάπαυστης συγγραφικής δραστηριότητας, όπως πιστοποιείται από τα τριάντα εννέα βιβλία του και τη δεκάτομη συλλογή δοκιμίων του. Από που να ξεκινήσει κανείς το αναγνωστικό του ταξίδι σ' ένα τόσο πλούσιο κειμενικό σύμπαν; Μια καλή απάντηση νομίζω θα ήταν: από την αρχή. «Η υπερβατικότητα του Εγώ» αποτελεί την πρώτη φιλοσοφική δημοσίευση του Σάρτρ και ταυτόχρονα ένα από τα πλέον σημαντικά κείμενα της γαλλικής σκέψης του 20ου αιώνα.

Η προσέγγιση ενός φιλοσοφικού έργου θέτει, με τη σειρά της, τα δικά της ερωτήματα. Η έκταση, λόγου χάριν, του σαρτρικού κειμένου, που στην πρώτη του έκδοση δεν υπερβαίνει τις σαράντα σελίδες, φαίνεται ότι επιτρέπει στον αναγνώστη να το διαβάσει εν τάχει μία φορά, πριν εστιάσει σε επιμέρους ζητήματα. Έχω διαπιστώσει όμως, κατά την πολυετή διδασκαλία μου, ότι αρκετοί αναγνώστες μοιάζει να προσκρούουν στις δύο ή τρεις πρώτες σελίδες, κι ενώ αντιλαμβάνονται τη σπουδαιότητα των αναλύσεων που ακολουθούν, να τις προσπερνούν για να διαβάσουν την τελευταία ενότητα του κειμένου όπου ο Σάρτρ εκθέτει τα συμπεράσματά του.

Στη φιλοσοφία, όμως, σημασία δεν έχει μόνο ο προορισμός αλλά και το πως ακριβώς οδηγούμαστε σε αυτόν. Η ανάγνωση κάποιων συμπερασμάτων, όσο διάσημα κι αν είναι, λίγη αξία έχει αν δεν στηρίζεται σε γνώση του συλλογισμού από τον οποίο εξάγονται. Για να διευκολύνω την κατανόηση του συλλογισμού που αναπτύσσεται στο κείμενο, θα δοκιμάσω να επεξηγήσω τους βασικούς όρους που συνθέτουν την επιχειρηματολογία του Σάρτρ.

II

Κάθε τι που σκέπτομαι, ενόσω το σκέπτομαι, είναι αντικείμενο της σκέψης μου. Είτε πρόκειται για ένα ενδιαφέρον βιβλίο που ξεφυλλίζω, είτε για μια δυσάρεστη σκηνή που εκτυλίσσεται ενώπιόν μου, είτε για ένα ποθητό ταξίδι αναψυχής που καιρό τώρα σχεδιάζω -μα διαρκώς αναβάλλω-, υπάρχει κάτι προς το οποίο η συνείδησή μου κατευθύνεται. Ο διαρκής προσανατολισμός της συνείδησης προς κάποιο αντικείμενο oνομάζεται αποβλεπτικότητα (intentionalite): η συνείδηση αποβλέπει τη σκηνή που κοιτάζω, το βιβλίο που διαβάζω, το ταξίδι που σχεδιάζω.

Όταν ακούω απορροφημένος μια μελωδία, η μελωδία είναι το αντικείμενο που θέτει η συνείδησή μου ως αντικείμενό της. Καθώς παρακολουθώ απορροφημένος την ανάπτυξη της μελωδίας, έχω βεβαίως συνείδηση του ότι ακούω κάτι, δίχως όμως να εστιάζω στο γεγονός της ακοής μου – όλη η προσοχή μου είναι δοσμένη στα περάσματα του πιανίστα, ή στις σκάλες που ανεβοκατεβαίνει ο σαξοφωνίστας. Η θέτουσα συνείδηση (conscience positionelle) της μελωδίας που ακούω απορροφημένος είναι ταυτόχρονα μη-θέτουσα συνείδηση (conscience non-positionelle) εαυτής ως θέτουσα συνείδηση της μελωδίας. Σύμφωνα με τον Σάρτρ, η θέτουσα συνείδηση μπορεί κάλλιστα να αποβλέπει κάτι δίχως απαραίτητα να αποφαίνεται για τη φύση ή το είναι του αντικειμένου της όταν όμως λαμβάνει θέση για το αν το αντικείμενο είναι υπαρκτό ή επινοημένο, πραγματικό ή φαντασιακό, κ.ο.κ. τότε η συνείδηση γίνεται θεσιακή (thétique). 

Η πρωταρχική συνείδηση είναι (μη-θέτουσα) συνείδηση εαυτής ως (θέτουσα) συνείδηση των πραγμάτων. Η μη-θέτουσα συνείδηση συνοδεύει κάθε στιγμή της ποικιλόμορφης συνειδησιακής εμπλοκής μου με την πραγματικότητα. την ως αντικείμενό της – αν το έκανε, θα μετατρεπόταν σε συνείδηση που επιχειρεί να αποσυρθεί από το αλισβερίσι της με τον κόσμο, ώστε να σκοπεύσει εαυτήν: θα γινόταν ανασκοπική (réflexive).

Η ανασκόπηση είναι μια σπουδαία δραστηριότητα της συνείδησης. Κατ' ουδένα τρόπο όμως δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι προηγείται της επαφής μας με τον κόσμο, ή ότι οφείλει να ηγείται της κάθε μας δραστηριότητας. Καθώς κουβεντιάζω με τον συνάδελφό μου για το τι στάση πρέπει να κρατήσουμε στην προγραμματισμένη συνεδρίαση, οπτικά η συνείδησή μου αποβλέπει το πρόσωπό του· ακουστικά: τα λόγια του· διανοητικά: το επιχείρημα που μου εκθέτει· βουλητικά: την απόφαση που θα ληφθεί. Το βλέμμα μου, οι επιθυμίες μου, η σκέψη μου, κατευθύνονται διαρκώς εκεί έξω, προς τον κόσμο. Η συνείδησή μου βαίνει εκτός, για να εννοήσει ό,τι της τραβά την προσοχή: το αντικείμενό της (το πρόσωπο του φίλου μου, τα στοιχεία που μου απαριθμεί, οι κινήσεις του καθώς μιλά) δεν διαμένει εντός της συνείδησής μου, δεν είναι εμμενές (immanent) σε αυτήν, αλλά την υπερβαίνει, είναι υπερβατικό (transcendent) ως προς αυτήν.

Αναλογιζόμενος τώρα τα όσα διημείφθησαν στη συνεδρίαση, την πρόταση που τελικά υποστήριξα και την εναλλακτική που απέρριψα, μπορεί να βιώσω διάφορα συναισθήματα (πιθανόν, υπερηφάνειας για τη στάση που κράτησα, ή απογοήτευσης για την αδυναμία μου να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων, θυμού που αφέθηκα να παρασυρθώ, ή απλώς αδιαφορίας για όσα απασχολούν τους άλλους ενώ για μένα είναι κατά βάθος ανιαρά). Σε κάθε περίπτωση, η συνείδησή μου στρέφεται προς δικές της παρελθούσες ενέργειες τις οποίες επιδιώκει να αξιολογήσει ή απλώς να κατανοήσει. Η παρελθούσα συνείδηση, την οποία σκοπεύει η ενεστώσα συνείδηση, τρέπεται σε ανασκοπημένη συνείδηση (conscience réfléchie), ενώ καθ' όλη την διάρκεια που δραστηριοποιείτο αποβλέποντας τον γύρω της κόσμο, ήταν μη-ανασκοπημένη (irréfléchie) συνείδηση της πραγματικότητας.

Η ανασκόπηση (réflexion) είναι μια διαδικασία όπου η θέτουσα συνείδηση ενός ενδόκοσμου αντικειμένου θεματοποιείται, καθώς τίθεται τώρα αυτή ως αντικείμενο της συνείδησής μου. Η φύση αυτής της διαδικασίας είναι ένα ζήτημα που θα απασχολήσει τον Σάρτρ σε όλα τα στάδια της συγγραφικής του πορείας - κι όχι τυχαία, καθόσον ο τρόπος με τον οποίο η σκέψη μας επιχειρεί να γνωρίσει εαυτήν είναι ένα από τα θεμελιώδη ζητήματα της φιλοσοφίας. Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε εδώ είναι ότι, σύμφωνα με τον Σάρτρ, κατά την ανασκόπηση αναδύεται για πρώτη φορά ένα ιδιαίτερο αντικείμενο: το εγώ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κείμενο του Σάρτρ ο όρος «εγώ» αποδίδεται με τρεις τρόπους: (i) με το λατινικό «Ego», γραφή την οποία διατηρούμε αναλλοίωτη· (ii) με την προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου που, στη σύνταξη της γαλλικής γλώσσας, λαμβάνει θέση υποκειμένου και προτάσσεται του ρήματος: «je», λέξη την οποία μεταφράζουμε απλά ως «εγώ»· (iii) με την προσωπική αντωνυμία πρώτου προσώπου που δύναται να τεθεί σε διαφορετικά σημεία της πρότασης: «moi», την οποία γράφουμε συνοδευόμενη, χάριν διευκρίνησης, από το γαλλικό πρωτότυπο, «εγώ [moi]».

Κάθε μία από αυτές τις γραφές φέρει το δικό της νόημα, όπως μαρτυρούν οι σχολαστικές αναλύσεις του Σάρτρ. Κοινός τόπος όμως των τριών όρων είναι ότι εκείνο που δηλώνουν δεν είναι υποκείμενο (sujet), αλλά αντικείμενο (objet) της συνείδησης. Το εγώ εμφανίζεται στη συνείδηση, όταν η συνείδηση αποβλέπει εαυτήν. Ως αντικείμενο της συνείδησης, το εγώ είναι κάτι που κείται εκτός συνείδησης, και προς το οποίο η συνείδηση κατευθύνεται· είναι, με άλλα λόγια, υπερβατικό ως προς αυτήν: η υπερβατικότητα του εγώ (la transendance de l'égo) είναι αυτή η τόσο απλή, όσο και συνταρακτική για τον ίδιο, ανακάλυψη του νεαρού Σάρτρ.

Η παραδοσιακή αντίληψη για το εγώ είναι ότι το εγώ προϋπάρχει της συνείδησης, την οποία μάλιστα κατευθύνει, συχνά εν αγνοία της, στο κάθε της βήμα. Αντιθέτως, ο Σάρτρ υποστηρίζει ότι η συνείδηση αυτοσυγκροτείται διαφεύγοντας εαυτήν (s'échappant) ως μια διαρκής κίνηση προς την πραγματικότητα. Αν θέλουμε να καταλάβουμε πως δρούμε μες στον κόσμο και τι νοηματοδοτεί την βιωματική επαφή μας με τους άλλους, το εγώ της μεταφυσικής παράδοσης πρέπει να υπερβαθεί.

III

Οι επεξηγήσεις που πρόσφερα και οι διακρίσεις που χάραξα σκοπό είχαν να παρουσιάσουν στον αναγνώστη στοιχεία από τη θεωρητική σκευή του Σάρτρ. Αν η υπερβατικότητα του εγώ είναι όντως μια ανακάλυψη κι όχι άλλη μια παροδική επινόηση, ή αν η εικόνα που σχεδίασα αποδίδει με ακρίβεια, κι όχι παραμορφωτικά, τις βασικές λειτουργίες της συνείδησης, είναι κάτι που απαιτεί σοβαρή μελέτη και απροκατάληπτο έλεγχο της συλλογιστικής που αναπτύσσεται στο ίδιο το κείμενο. Θα κλείσω δίνοντας κάποιες πληροφορίες για το κείμενο.

Η πρώτη γραφή του κειμένου ανάγεται στην περίοδο που ο Σάρτρ επισκέπτεται το Βερολίνο, με υποτροφία που λαμβάνει από το Γαλλικό Ινστιτούτο για να διερευνήσει τις σχέσεις του ψυχικού πεδίου με τη φυσιολογία. Από τον Σεπτέμβριο του 1933 ως τον Ιούνιο του 1934 ο Σάρτρ μελετά, στο πρωτότυπο, τα κύρια έργα του Χούσερλ, κρατά εκτενείς σημειώσεις που θα αποτελέσουν τη βάση μονογραφιών του, και ολοκληρώνει το αρχικό χειρόγραφο ενός μυθιστορήματος που θα κυκλοφορήσει υπό τον τίτλο Η Ναυτία. Παράλληλα γράφει κάποια αμιγώς φιλοσοφικά άρθρα, κυριότερο των οποίων είναι «Η υπερβατικότητα του Ego». 

Το κείμενο θα δημοσιευθεί τρία χρόνια αργότερα στο περιοδικό Recherches Philosophiques, IV (1936-37), σσ. 85-123. Ακολουθεί αυτοτελής αναδημοσίευση ως βιβλίο το 1965, σε επιμέλεια της Sylvie Le Bon, από τον οίκο J. Vrin. Η έκδοση αυτή, την οποία ακολουθεί η παρούσα μετάφραση, έκανε γνωστό το κείμενο του Σάρτρ στο ευρύ κοινό και αποτελεί το σημείο αναφοράς για τη μελέτη της Υπερβατικότητας στη διεθνή βιβλιογραφία.

Ένα μειονέκτημα, πάντως, της έκδοσης του 1965 είναι ο υπέρ το δέον σχολιασμός του κειμένου από την επιμελήτρια, η οποία, εσφαλμένα κατά την άποψή μου, υπερτονίζει τις ομοιότητες της Υπερβατικότητας με το κατά πολύ αργότερο και διαφορετικού προβληματισμού έργο, Το είναι και το μηδέν (1943).

Για τις σημειώσεις της παρούσας έκδοσης έκανα περιορισμένη χρήση των πληροφοριών που παρέχει η Sylvie Le Bon, λαμβάνοντας υπ' όψιν, αλλά εξίσου επιλεκτικά, τον πρόσφατο υπομνηματισμό του έγκριτου ερευνητή Vincent de Coorebyter στον συγκεντρωτικό τόμο La transcendence de l'Égo et autres textes phénoménologiques, Paris, Librairie Philosophique J. Vrin, 2003.

Νομίζω ότι ο ζήλος τόσο της Le Bon όσο και του Coorebyter να ενθέτουν παραγράφους από έτερα έργα του Σάρτρ ή να παραθέτουν αποσπάσματα από έργα άλλων φιλοσόφων, δίχως να υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για τη συνάφεια των παραθεμάτων με το υπό σχολιασμό χωρίο, μπορεί να απομακρύνει τον αναγνώστη από την κύρια επιχειρηματολογία του κειμένου, οδηγώντας τον σε φιλοσοφικά αδόκιμες ατραπούς. Θεωρώ γονιμότερο για όποιον επιθυμεί να ασχοληθεί συστηματικά με την Υπερβατικότητα του Ego να μελετήσει κατ' αρχάς τα έργα που προτείνω στην «Βιβλιογραφία».

Η φύση του εγώ αποτελεί ένα από τα πλέον γοητευτικά όσο και δυσεπίλυτα προβλήματα της ανθρώπινης σκέψης. Στον Σάρτρ οφείλουμε μία από τις πλέον ρηξικέλευθες αναλύσεις της έννοιας του εγώ στην ιστορία της φιλοσοφίας. Όσο για την προσωπική στάση του Σάρτρ σχετικά με τη γονιμότητα της διαρκούς ενασχόλησης με το εγώ του καθενός μας, νομίζω ότι το ακόλουθο απόσπασμα από τα Carnets de la drôle de guerre (σ. 175) είναι αρκετά εύγλωτο:

«Δεν έτρεφα ποτέ κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον εαυτό μου... Ένιωθα μια απώθηση για τα προσωπικά ημερολόγια, και σκεφτόμουν ότι οι άνθρωποι δεν έχουν γίνει για να κοιτούν τον εαυτό τους, αλλά για να ορίζουν το βλέμμα τους μπροστά τους, στον κόσμο» [1].

Αντώνης Χατζημωυσής

Σημειώσεις

[1]. Ευχαριστώ τον Στέλιο Βιρβιδάκη και τον Παύλο Κόντο για τις παρατηρήσεις τους κατά την προετοιμασία του κειμένου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: